Μαράνα
και Κύρα αι Άγιαι γυναίκες είχον πατρίδα την Βέρροιαν της Συρίας, έζων δε κατά
τους χρόνους του Επισκόπου Κύρου Θεοδωρήτου (393-458), ήσαν δε αμφότεραι
περιφανούς και εξόχου καταγωγής, η δε ανατροφή των ήτο ομοία με το γένος των.
Αύται όμως αι αοίδιμοι, καταφρονήσασαι την λαμπρότητα του γένους και όλα τα
τερπνά και χαροποιά της ζωής ταύτης, έκτισαν έξω της πόλεως μικρόν περιτείχισμα
και εισελθούσαι εντός αυτού έφραξαν την θύραν με λίθους και πηλόν.
Βλέπουσαι αυτάς τας δύο αι υπηρέτριαι αυτών, ηθέλησαν και αυταί να ζήσωσι παρομοίαν ζωήν. Διέταξαν λοιπόν αυτάς αι τούτων δέσποιναι να κτίσωσιν έξω του ιδικού των περιτειχίσματος μικρόν κελλίον και εκεί να αγωνίζωνται· έβλεπον δε εκ τινος παραθύρου τα υπό των υπηρετριών των τελούμενα και τας παρεκίνουν να προσεύχωνται συχνότερον, θερμαίνουσαι αυτάς εις τον έρωτα του Θεού ακόμη περισσότερον. Αύται αι μακάριαι, η Μαράνα και η Κύρα, δεν είχον οίκον, ούτε καλύβην, αλλ’ ήσαν χωρίς στέγην και σκέπασμα· υπομένουσαι δε βροχάς και χιόνας κατά τον χειμώνα και το καύμα του ηλίου κατά το θέρος, ενόμιζον, ότι απολαμβάνουσι πολλήν ευφροσύνην. Την τροφήν των ελάμβανον εκ τινος μικράς θυρίδος και εκείθεν συνωμίλουν μόνον με γυναίκας, όσας ήρχοντο προς αυτάς, κατά μόνην την Πεντηκοστήν. Κατά δε τον λοιπόν καιρόν ησύχαζον και δεν ωμίλουν. Αλλά και όταν εδέχοντο τας γυναίκας, μόνη η Μαράνα ωμίλει προς αυτάς, της δε Κύρας ουδείς ουδέποτε ήκουσε την φωνήν. Εφόρουν δε και σίδηρα πολλά και βαρέα εις το σώμα των, ώστε η Κύρα, έχουσα σώμα ασθενέστερον, ένεκα του μεγάλου βάρους των σιδήρων έκυπτε χαμαί, χωρίς να δύναται να ανορθώση το σώμα της, τα δε φορέματά των ήσαν τόσον μακρά, ώστε εκάλυπτον καλώς όχι μόνον όλον το σώμα, αλλά και τους πόδας των. Με τοιαύτην ζωήν πολιτευόμεναι αι μακάριαι διήλθον τεσσαράκοντα δύο έτη, διαρκούσης δε της ζωής των, τρεις φοράς ενήστευσαν ημέρας τεσσαράκοντα, ως ο θεόπτης Προφήτης Μωϋσής και ο Θεσβίτης Ηλίας και τρεις φοράς ενήστευσαν επί τρεις εβδομάδας καθώς ενήστευσεν ο Προφήτης Δανιήλ. Επιθυμήσασαι δε ποτε να ίδωσι τους Ιερούς Τόπους των σωτηρίων Παθών και της Αναστάσεως του Κυρίου, κατήλθον εις Ιεροσόλυμα και κατά την οδοιπορίαν δεν έφαγον ουδόλως τροφήν, τότε δε μόνον έφαγον, αφ’ ου προσεκύνησαν τους Αγίους Τόπους. Αλλ’ ουδέ κατά την επάνοδόν των έφαγον καθ’ οδόν, αν και, ίνα διανύση τις το μεταξύ Βερροίας της Συρίας και Ιεροσολύμων διάστημα, πρέπει να δαπανήση όχι ολιγώτερον των είκοσι ημερών. Επειδή δε επεθύμησαν να ίδωσι και τον εν Ισαυρία Ναόν της Αγίας Πρωτομάρτυρος Θέκλης, ίνα δια της εκείνου θεωρίας ανάψωσιν εις τας καρδίας αυτών το πυρ της του Θεού αγάπης, μετέβησαν εκεί και επέστρεψαν χωρίς να γευθώσιν ουδέν φαγητόν· τοσούτον κατέφλεξε τας μακαρίας ο έρως του νοητού Νυμφίου Χριστού! Με τοιαύτην λοιπόν ενάρετον πολιτείαν στολίσασαι αι τρισόλβιαι το γένος των γυναικών, γενόμεναι ούτω εις τας άλλας γυναίκας παραδείγματα αρετής και ασκήσεως, εξεδήμησαν προς ον ηγάπησαν Νυμφίον Χριστόν.
Βλέπουσαι αυτάς τας δύο αι υπηρέτριαι αυτών, ηθέλησαν και αυταί να ζήσωσι παρομοίαν ζωήν. Διέταξαν λοιπόν αυτάς αι τούτων δέσποιναι να κτίσωσιν έξω του ιδικού των περιτειχίσματος μικρόν κελλίον και εκεί να αγωνίζωνται· έβλεπον δε εκ τινος παραθύρου τα υπό των υπηρετριών των τελούμενα και τας παρεκίνουν να προσεύχωνται συχνότερον, θερμαίνουσαι αυτάς εις τον έρωτα του Θεού ακόμη περισσότερον. Αύται αι μακάριαι, η Μαράνα και η Κύρα, δεν είχον οίκον, ούτε καλύβην, αλλ’ ήσαν χωρίς στέγην και σκέπασμα· υπομένουσαι δε βροχάς και χιόνας κατά τον χειμώνα και το καύμα του ηλίου κατά το θέρος, ενόμιζον, ότι απολαμβάνουσι πολλήν ευφροσύνην. Την τροφήν των ελάμβανον εκ τινος μικράς θυρίδος και εκείθεν συνωμίλουν μόνον με γυναίκας, όσας ήρχοντο προς αυτάς, κατά μόνην την Πεντηκοστήν. Κατά δε τον λοιπόν καιρόν ησύχαζον και δεν ωμίλουν. Αλλά και όταν εδέχοντο τας γυναίκας, μόνη η Μαράνα ωμίλει προς αυτάς, της δε Κύρας ουδείς ουδέποτε ήκουσε την φωνήν. Εφόρουν δε και σίδηρα πολλά και βαρέα εις το σώμα των, ώστε η Κύρα, έχουσα σώμα ασθενέστερον, ένεκα του μεγάλου βάρους των σιδήρων έκυπτε χαμαί, χωρίς να δύναται να ανορθώση το σώμα της, τα δε φορέματά των ήσαν τόσον μακρά, ώστε εκάλυπτον καλώς όχι μόνον όλον το σώμα, αλλά και τους πόδας των. Με τοιαύτην ζωήν πολιτευόμεναι αι μακάριαι διήλθον τεσσαράκοντα δύο έτη, διαρκούσης δε της ζωής των, τρεις φοράς ενήστευσαν ημέρας τεσσαράκοντα, ως ο θεόπτης Προφήτης Μωϋσής και ο Θεσβίτης Ηλίας και τρεις φοράς ενήστευσαν επί τρεις εβδομάδας καθώς ενήστευσεν ο Προφήτης Δανιήλ. Επιθυμήσασαι δε ποτε να ίδωσι τους Ιερούς Τόπους των σωτηρίων Παθών και της Αναστάσεως του Κυρίου, κατήλθον εις Ιεροσόλυμα και κατά την οδοιπορίαν δεν έφαγον ουδόλως τροφήν, τότε δε μόνον έφαγον, αφ’ ου προσεκύνησαν τους Αγίους Τόπους. Αλλ’ ουδέ κατά την επάνοδόν των έφαγον καθ’ οδόν, αν και, ίνα διανύση τις το μεταξύ Βερροίας της Συρίας και Ιεροσολύμων διάστημα, πρέπει να δαπανήση όχι ολιγώτερον των είκοσι ημερών. Επειδή δε επεθύμησαν να ίδωσι και τον εν Ισαυρία Ναόν της Αγίας Πρωτομάρτυρος Θέκλης, ίνα δια της εκείνου θεωρίας ανάψωσιν εις τας καρδίας αυτών το πυρ της του Θεού αγάπης, μετέβησαν εκεί και επέστρεψαν χωρίς να γευθώσιν ουδέν φαγητόν· τοσούτον κατέφλεξε τας μακαρίας ο έρως του νοητού Νυμφίου Χριστού! Με τοιαύτην λοιπόν ενάρετον πολιτείαν στολίσασαι αι τρισόλβιαι το γένος των γυναικών, γενόμεναι ούτω εις τας άλλας γυναίκας παραδείγματα αρετής και ασκήσεως, εξεδήμησαν προς ον ηγάπησαν Νυμφίον Χριστόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου