Θεοδόσιος
ο εν αγίοις Πατήρ ημών ούτος, ο Ασκητής, άλλος είναι από τον Όσιον Θεοδόσιον
τον Κοινοβιάρχην, διότι ούτος κατήγετο εκ της Αντιοχείας, υιός ων γονέων
ονομαστών. Ακούσας δε ποτέ προσεκτικώς την δεσποτικήν φωνήν του Κυρίου, αφήκεν
οικίαν και πλούτον και ευγένειαν και όλα
τα άλλα του κόσμου χαροποιά και ανεχώρησεν εις τόπους δασείς και δενδρώδεις και
προς την θάλασσαν αποκλίνοντας· κτίσας δε εκεί κελλίον μικρότατον, μετήρχετο
την ασκητικήν πολιτείαν. Ούτος ο Άγιος ήτο ενδεδυμένος με ενδύματα τρίχινα,
εφόρει δε έσωθεν σίδηρα βαρέα, εν εις το λαιμόν και άλλο εις την οσφύν και άλλα
δύο εις τας δύο χείρας του.
καταγινόμενος δε εις την προσευχήν και εις το εργόχειρον, εκοίμιζε με αυτά τα πάθη της σαρκός, επιθυμίαν δηλαδή, υπερηφάνειαν και τα λοιπά· ειργάζετο δε πότε μεν κατασκευάζων σπυρίδας, πότε δε καλλιεργών ολίγους αγρούς εις το λαγκάδιον, τους οποίους έσπειρε και την αναγκαίαν τροφήν εκείθεν ποριζόμενος ετρέφετο αυτός και όσοι ξένοι ήρχοντο προς αυτόν. Ούτως είχεν ανεπιμέλητον και άλουστον την κόμην του, η οποία έφθανε μέχρι των ποδών του· όθεν και έδενεν αυτήν εις την οσφύν του. Καθ’ όσον δε παρήρχετο ο καιρός, τοσούτον ηύξανε πανταχού το όνομα και η φήμη του και εκ τούτου παρεκινούντο πολλοί και προσέτρεχον εις αυτόν, αγαπώντες να μιμούνται την ζωήν του, δεχόμενος δε τούτους ο Όσιος, κατέστησε την έρημον εκείνην άλλην σχεδόν πόλιν ουράνιον. Μίαν φοράν επήγαν εις τα μέρη εκείνα Αγαρηνοί, οι οποίοι όμως ουδέν κακόν επροξένησαν, διότι ευλαβηθέντες τον μακάριον τούτον Θεοδόσιον ανεχώρησαν ειρηνικώς. Πλην, δια τας επιδρομάς αυτών αφήκε την έρημον ο Όσιος και επανήλθεν εις την πατρίδα του Αντιόχειαν, ένθα κτίσας μικράν καλύβην, μετά τινων άλλων αδελφών, ειργάζετο την πνευματικήν εργασίαν· έλεγε δε εις τους μετ’ αυτού· «Καίτοι, αδελφοί, μας ηυλαβήθησαν οι Αγαρηνοί και δεν μας έβλαψαν, όμως είναι γεγραμμένον υπό του Αποστόλου, ότι πρέπει να δίδωμεν τόπον εις την οργήν, διότι και ο Κύριος φεύγων τον Ηρώδην, δια τούτου μας εδίδαξε να φεύγωμεν και ημείς τους κινδύνους, αλλά και εδιδάχθημεν να μη ρίπτωμεν τον εαυτόν μας εις πειρασμούς. Κατά τι δε μας εμποδίζει η πατρίς από της πνευματικής εργασίας όταν ημείς προσέχωμεν; Κατ’ ουδέν βεβαίως». Όχι δε μόνον αυτός ειργάζετο, αλλά και τους μετ’ αυτού αδελφούς εδίδασκε να ενώνωσιν ομού με τους πόνους της ψυχής και τους ιδρώτας του σώματος, επειδή άτοπον είναι οι μεν κοσμικοί να κοπιάζωσι και να εργάζωνται, όπως διατρέφωσι τέκνα και συζύγους και να πληρώνωσι φόρους και να προσφέρωσιν εις τον Θεόν απαρχάς και προς τούτοις να ελεώσι τους πτωχούς, οι δε Μοναχοί να μη προσπορίζωνται τα χρειώδη της ζωής εκ του κόπου των και μάλιστα εν ω μεταχειρίζονται φαγητά και ενδύματα ευτελή, αλλά να κάθηνται αργοί και να λαμβάνωσι τα χρειώδη εκ των χειρών άλλων ανθρώπων. Διηγείται δε ο Ιερός Θεοδώρητος, ότι ο Όσιος ούτος εκτύπησε με την ράβδον του πέτραν σκληράν ήτις, ω του θαύματος! ευθύς ανέβλυσεν ύδωρ, το οποίον δι’ υδραγωγείου έφερεν εις το Μοναστήριόν του. Ούτω λοιπόν πολιτευσάμενος ο Μακάριος και ολίγον καιρόν ζήσας εις την πατρίδα του, προς Κύριον εξεδήμησε. Το δε ιερόν αυτού λείψανον ετέθη μετά θάνατον εντός θήκης ομού με το άγιον λείψανον του Οσίου Αφραάτου, όστις εορτάζεται κατά την εικοστήν ενάτην του Ιανουαρίου.
καταγινόμενος δε εις την προσευχήν και εις το εργόχειρον, εκοίμιζε με αυτά τα πάθη της σαρκός, επιθυμίαν δηλαδή, υπερηφάνειαν και τα λοιπά· ειργάζετο δε πότε μεν κατασκευάζων σπυρίδας, πότε δε καλλιεργών ολίγους αγρούς εις το λαγκάδιον, τους οποίους έσπειρε και την αναγκαίαν τροφήν εκείθεν ποριζόμενος ετρέφετο αυτός και όσοι ξένοι ήρχοντο προς αυτόν. Ούτως είχεν ανεπιμέλητον και άλουστον την κόμην του, η οποία έφθανε μέχρι των ποδών του· όθεν και έδενεν αυτήν εις την οσφύν του. Καθ’ όσον δε παρήρχετο ο καιρός, τοσούτον ηύξανε πανταχού το όνομα και η φήμη του και εκ τούτου παρεκινούντο πολλοί και προσέτρεχον εις αυτόν, αγαπώντες να μιμούνται την ζωήν του, δεχόμενος δε τούτους ο Όσιος, κατέστησε την έρημον εκείνην άλλην σχεδόν πόλιν ουράνιον. Μίαν φοράν επήγαν εις τα μέρη εκείνα Αγαρηνοί, οι οποίοι όμως ουδέν κακόν επροξένησαν, διότι ευλαβηθέντες τον μακάριον τούτον Θεοδόσιον ανεχώρησαν ειρηνικώς. Πλην, δια τας επιδρομάς αυτών αφήκε την έρημον ο Όσιος και επανήλθεν εις την πατρίδα του Αντιόχειαν, ένθα κτίσας μικράν καλύβην, μετά τινων άλλων αδελφών, ειργάζετο την πνευματικήν εργασίαν· έλεγε δε εις τους μετ’ αυτού· «Καίτοι, αδελφοί, μας ηυλαβήθησαν οι Αγαρηνοί και δεν μας έβλαψαν, όμως είναι γεγραμμένον υπό του Αποστόλου, ότι πρέπει να δίδωμεν τόπον εις την οργήν, διότι και ο Κύριος φεύγων τον Ηρώδην, δια τούτου μας εδίδαξε να φεύγωμεν και ημείς τους κινδύνους, αλλά και εδιδάχθημεν να μη ρίπτωμεν τον εαυτόν μας εις πειρασμούς. Κατά τι δε μας εμποδίζει η πατρίς από της πνευματικής εργασίας όταν ημείς προσέχωμεν; Κατ’ ουδέν βεβαίως». Όχι δε μόνον αυτός ειργάζετο, αλλά και τους μετ’ αυτού αδελφούς εδίδασκε να ενώνωσιν ομού με τους πόνους της ψυχής και τους ιδρώτας του σώματος, επειδή άτοπον είναι οι μεν κοσμικοί να κοπιάζωσι και να εργάζωνται, όπως διατρέφωσι τέκνα και συζύγους και να πληρώνωσι φόρους και να προσφέρωσιν εις τον Θεόν απαρχάς και προς τούτοις να ελεώσι τους πτωχούς, οι δε Μοναχοί να μη προσπορίζωνται τα χρειώδη της ζωής εκ του κόπου των και μάλιστα εν ω μεταχειρίζονται φαγητά και ενδύματα ευτελή, αλλά να κάθηνται αργοί και να λαμβάνωσι τα χρειώδη εκ των χειρών άλλων ανθρώπων. Διηγείται δε ο Ιερός Θεοδώρητος, ότι ο Όσιος ούτος εκτύπησε με την ράβδον του πέτραν σκληράν ήτις, ω του θαύματος! ευθύς ανέβλυσεν ύδωρ, το οποίον δι’ υδραγωγείου έφερεν εις το Μοναστήριόν του. Ούτω λοιπόν πολιτευσάμενος ο Μακάριος και ολίγον καιρόν ζήσας εις την πατρίδα του, προς Κύριον εξεδήμησε. Το δε ιερόν αυτού λείψανον ετέθη μετά θάνατον εντός θήκης ομού με το άγιον λείψανον του Οσίου Αφραάτου, όστις εορτάζεται κατά την εικοστήν ενάτην του Ιανουαρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου