Θεοφάνης ο Όσιος Πατήρ ημών
εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει περί το έτος ψνθ΄ (759), βασιλεύοντος του
δυσσεβούς και εικονομάχου βασιλέως Κωνσταντίνου Ε΄ του Κοπρωνύμου του
βασιλεύσαντος κατά τα έτη ψμα΄ - ψοε΄ (741 – 775). Οι γονείς του υπήρξαν
ευγενείς και πλούσιοι άρχοντες της Θεσσαλονίκης, και ο μεν πατήρ αυτού εκαλείτο
Ισαάκ και ήτο στρατηγός εν τη αρχή των Αιγαιοπελαγιτών, η δε μήτηρ του ωνομάζετο
Θεοδότη. Εν τη παιδική δε έτι ηλικία του Αγίου ευρισκομένου απέθανεν ο πατήρ
αυτού, η δε μήτηρ του αναλαβούσα την εκπαίδευσιν αυτού εδίδαξεν εις αυτόν τα
Ελληνικά γράμματα και την κατά Χριστόν διδασκαλίαν, δωδεκαετή δε έτι όντα τον
ενύμφευσε και παρά την θέλησίν του μετά τινος εναρέτου, πλουσίας, ευγενούς και
ωραιοτάτης νέας, ονόματι Μεγαλώ, μετά της οποίας και συνέζησεν επί οκτώ έτη.
Επειδή όμως ο μακάριος Θεοφάνης ηγάπα την Μοναχικήν πολιτείαν και όλος ο πόθος του ήτο αφιερωμένος εις αυτήν, ουδόλως ηρέσκετο εις τα του γάμου. Μάλιστα έπεισεν εις τούτο και την ευλογημένην εκείνην Μεγαλώ και διήρχοντο τον βίον των εν παρθενία. Τούτο πληροφορηθείς ο πανθερός του ηνάγκαζε τον νέον να πράττη τα του γάμου. Και όχι μόνον ούτος αλλά και ο βασιλεύς μετά του οποίου, λόγω του αξιώματός του, συνεδέετο ο πενθερός του Οσίου επέδρα επί τον Όσιον προσπαθών να αποτρέψη αυτόν από του σκοπού του. Επειδή όμως ο Όσιος δεν επείθετο, τον απέστειλεν ο βασιλεύς εις το φρούριον της Κυζίκου, το οποίον τότε εκτίζετο, ίνα συμβοηθήση και αυτός, νομίζων ότι ούτω θα τον απέσπα από την αφοσίωσίν του προς τον Θεόν. Όμως ο Όσιος και εκεί μεταβάς την μεν εντολήν του βασιλέως εξετέλεσε δαπανήσας και εξ ιδίων του εξόδων, από δε του σκοπούτου ουδόλως απεμακρύνθη, αλλά γνωρισθείς και με τους εις τα μέρη εκείνα ασκουμένους Μοναχούς, θερμότερος εγίνετο εις τον πόθον τής τηρήσεως της καθαράς παρθενίας και της μοναχικής πολιτείας, μάλιστα δε εν τη περιοχή εκείνη και τον ασκητικόν αυτού ετέλεσε δίαυλον κατόπιν. Όταν δε ο Όσιος έφθασεν εις το εικοστόν πρώτον έτος της ηλικίας του, τότε και ο θηριώνυμος βασιλεύς Λέων ο Δ΄ και ο πενθερός τού Οσίου απέθανον και ούτως όχι μόνον ο Όσιος εις αυτό το άνθος της ηλικίας του έμεινεν ελεύθερος να πράξη κατά το θέλημά του, αλλά και η οικουμένη ολόκληρος απηλευθερώθη από της τυραννίας των Ισαύρων, διότι τα σκήπτρα της βασιλείας ανέλαβεν η ευσεβεστάτη βασίλισσα Ειρήνη μετά του υιού της Κωνσταντίνου του ΣΤ΄ εν έτει ψπ΄ (780). Όθεν, επειδή τα πράγματα ηκολούθησαν κατά την επιθυμίαν του, δια τούτο διανείμας ο Όσιος την περιουσίαν του εις πτωχούς και πένητας και ελευθερώσας τους δούλους του, απεφάσισαν μετά της συζύγου του να αναχωρήσουν δια την Μοναχικήν πολιτείαν. Έδωσε λοιπόν τότε ο Όσιος και εις την σύζυγόν του χρήματα αρκετά, διότι είχον κληρονομήσει και οι δύο άφθονον περιουσίαν από τους γονείς των και έπραξαν κατά τον πόθον των. Και η μεν μακαρία Μεγαλώ εκουρεύθη Μοναχή εις εν Μοναστήριον της Πριγκηποννήσου μετονομασθείσα Ειρήνη Μοναχή, ο δε Όσιος, απελευθερωθείς πλέον πάσης φροντίδος και ταραχής, αφιέρωσεν εξ ολοκλήρου τον εαυτόν του εις τον Κύριον. Μετέβη λοιπόν τότε ο μακάριος εις το όρος της Σιγριανής, όπου και εκάρη Μοναχός εις εν Μοναστήριον του Πολυχνίου ή Πολυχρονίου ονομαζόμενον, του οποίου Ηγούμενος ήτο ευσεβής τις Γέρων, ονόματι Χριστοφόρος, και κλεισθείς εντός κελλίου κατεγίνετο εις το εργόχειρον της καλλιγραφίας και με τον κόπον των ιδίων χειρών του όχι μόνον τα δι’ εαυτού αναγκαιούντα εξοικονόμει, αλλά και εις άλλους έδιδε τα χρειώδη. Κατά το διάστημα τούτο ανοικοδόμησε και την παλαιάν Μονήν της Σιγριανής, η οποία τότε ήτο κατεστραμμένη. Μετά ταύτα, αφού ήδη είχον παρέλθει εξ έτη, αναχωρήσας ο Όσιος εκ του Μοναστηρίου εκείνου ήλθεν εις την νήσον Κλώνυμον, ήτις κοινώς λέγεται Καλόλιμνος και υπόκειται εις τον Επίσκοπον Νικομηδείας. Εκεί, αφού έκτισε νέον μέγα Μοναστήριον, επανήλθεν εις το όρος της Σιγριανής, όπου και τους ασκητικούς αυτού αγώνας συνέχισεν. Ότε δε ο Όσιος ευρίσκετο εις το πεντηκοστόν έτος της ηλικίας του, ησθένησε προσβληθείς υπό λιθιάσεως των νεφρών και της ουροδόχου κύστεως. Όθεν εκ τούτου παρέμενεν έκτοτε πάντοτε κλινήρης ο αοίδιμος. Μετά ταύτα εβασίλευσεν ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος, ο εικονομάχος, εν έτει ωιγ΄ (813). Υπάρχων δε και ούτος βεβυθισμένος εις την πλάνην της εικονομαχίας προσεπάθει να σύρη και τον Άγιον εις την ιδικήν του πλάνην. Αλλ’ ο Όσιος ούτος Πατήρ ημών Θεοφάνης, όπως πάντοτε, ούτω και τώρα δεν εφάνη μικρόψυχος ούτε δειλός. Μολονότι δε ήτο ακίνητος εκ της σωματικής ασθενείας, ενεδυναμώθη όμως υπό της προθυμίας της ψυχής και υπό του ζήλου της Ορθοδοξίας. Όταν δε ο τύραννος διέταξε τον Άγιον να έλθη προς αυτόν, ειπών· «Ελθέ, ίνα ευχηθής υπέρ εμού, επειδή θα εκστρατεύσω κατά των Βουλγάρων», τότε ο Άγιος, αν και ευρίσκετο εν ακινησία, ως είπομεν, μετέβη από της Μονής μέχρι του αιγιαλού δι’ αμάξης και επιβιβασθείς εις πλοίον ήλθεν εις την Βασιλεύουσαν. Αλλ’ αν και ως πρόθυμος εργάτης της υπακοής έσπευσε να εκτελέση το προστασσόμενον και να παραστή εις τον τόπον εις τον οποίον εκαλείτο, όμως δεν ηθέλησε να αντικρύση τον βασιλέα κατά πρόσωπον. Ο δε βασιλεύς διεμήνυσεν εις αυτόν, ειπών· «Εάν συγκατανεύσης εις την παράκλησίν μου και πεισθής εις τους λόγους μου, γνώριζε ότι θέλω γίνει πρόξενος πολλών αγαθών εις σε και εις το Μοναστήριόν σου· εάν όμως δεν θελήσης να υπακούσης, θέλω σε κρεμάσει επί ξύλου και με το ιδικόν σου παράδειγμα θέλω τρομοκρατήσει και όσους άλλους δεν θα θελήσουν να υπακούσουν εις τους λόγους μου». Τότε ο Άγιος, υπό ζήλου θείου πλησθείς, ανταπήντησε· «Τας δωρεάς σου και τους θησαυρούς σου μη δώσης εις εμέ, το δε ξύλον, εις το οποίον θα με κρεμάσης, ή και το πυρ, ετοίμασον σήμερον, διότι αυτά επιθυμώ δια την του Χριστού μου αγάπην». Ταύτα ακούσας ο δυσσεβής βασιλεύς, παρέδωκε τον Άγιον εις τον Ιωάννην τον αποκαλούμενον Μάντιν, όστις εκαυχάτο δια τους λόγους και την σοφίαν του και ήτο κυριευμένος υπό της πλάνης των εικονομάχων. Διότι ενόμισεν ο ανόητος τύραννος, ότι εκείνος θα ηδύνατο να διαστρέψη τον Άγιον με τους λόγους του και τας μαγικάς τέχνας του. Ωδηγήθη λοιπόν τότε ο Άγιος εις το Μοναστήριον των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, το οποίον έκειτο πλησίον του βασιλικού παλατίου. Γενομένης δε εκεί πολλής συζητήσεως δια τας Αγίας Εικόνας, ήλθεν ο Όσιος εις φιλονικίαν με τον Ιωάννην. Κατανικήσας δε τούτον με την δύναμιν της σοφίας του κατεβρόντησεν αυτόν και τον κατέστησεν άφωνον, αποδείξας ούτως ότι είναι αμετάθετος εις το ορθόν της Πίστεως φρόνημα. Τοιουτοτρόπως απέστειλε κατησχυμμένον εις τον τύραννον τον υπηρέτην εκείνον του ψεύδους, όστις, αντί να αποκτήση δόξαν και υπόληψιν ρήτορος και σοφού, απέκτησε μάλλον υπόληψιν βαρβάρου και αγραμμάτου. Είπε δε ούτος προς τον βασιλέα· «Ευκολώτερον, βασιλεύ, δύναται τις να μαλακώση τον σίδηρον ή να μεταβάλη τον άνδρα τούτον». Ταύτα ακούσας ο τύραννος φέρει τον Άγιον εις τα ανάκτορα, τα ονομαζόμενα του Ελευθερίου, και κλείει αυτόν εις εν οίκημα σκοτεινότατον· έπειτα διώρισε φύλακας, προς τους οποίους έδωκεν εντολήν να μη επιτρέψωσιν εις ουδένα να τον υπηρετήση. Ούτω λοιπόν κεκλεισμένος ο Άγιος διήλθεν εκεί δύο έτη. Υπομείνας δε γενναίος πάσαν θλίψιν και στενοχωρίαν, κατήσχυνε και εις τούτο τον τύραννον. Επειδή δε καθ’ εκάστην, αν και εξηναγκάζετο, δεν επείθετο ο Άγιος να υποταγή εις την κακοδοξίαν του τυράννου, δια τούτο εξορίζεται εις την νήσον Σαμοθράκην, την πλησιάζουσαν εις την νήσον Θάσον. Η εξορία αύτη επετάχυνε το τέλος του Αγίου, διότι μόνον εικοσιτρείς ημέρας μετά την εξορίαν έζησεν ο Άγιος εν τη νήσω ταύτη εν η και εν έτει ωιε΄ (815) ή κατ’ άλλους ωιη΄ (818), παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του οσίως και ειρηνικώς εις χείρας Θεού λαβών τον της ομολογίας αμάραντον στέφανον. Ούτως έως τέλους γενναίως ηγωνίσατο και υπέμεινεν ο μακάριος Θεοφάνης. Δια πόσων δε ευλογιών επλούτισε την Σαμοθράκην ο Άγιος και κατά τας ολίγας ημέρας της εκεί προσμονής του και μετά θάνατον και πόσας ιάσεις έλαβον οι εν τη Σαμοθράκη ασθενείς από του αγίου αυτού Λειψάνου καθ’ όσον χρόνον παρέμεινεν εκεί μέχρι της ανσκομιδής του παραλείπομεν να είπωμεν. Είτα εν έτει 822 ελθόντες οι μαθηταί του ανεκόμισαν το ιερόν αυτού Λείψανον και μετακομίσαντες αυτό το εναπέθεσαν εντός θήκης εις την Μονήν της Σιγριανής. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη μεγάλη Εκκλησία και εις το Μοναστήριον το υπ’ αυτού συσταθέν εν τη Σιγριανή.
Επειδή όμως ο μακάριος Θεοφάνης ηγάπα την Μοναχικήν πολιτείαν και όλος ο πόθος του ήτο αφιερωμένος εις αυτήν, ουδόλως ηρέσκετο εις τα του γάμου. Μάλιστα έπεισεν εις τούτο και την ευλογημένην εκείνην Μεγαλώ και διήρχοντο τον βίον των εν παρθενία. Τούτο πληροφορηθείς ο πανθερός του ηνάγκαζε τον νέον να πράττη τα του γάμου. Και όχι μόνον ούτος αλλά και ο βασιλεύς μετά του οποίου, λόγω του αξιώματός του, συνεδέετο ο πενθερός του Οσίου επέδρα επί τον Όσιον προσπαθών να αποτρέψη αυτόν από του σκοπού του. Επειδή όμως ο Όσιος δεν επείθετο, τον απέστειλεν ο βασιλεύς εις το φρούριον της Κυζίκου, το οποίον τότε εκτίζετο, ίνα συμβοηθήση και αυτός, νομίζων ότι ούτω θα τον απέσπα από την αφοσίωσίν του προς τον Θεόν. Όμως ο Όσιος και εκεί μεταβάς την μεν εντολήν του βασιλέως εξετέλεσε δαπανήσας και εξ ιδίων του εξόδων, από δε του σκοπούτου ουδόλως απεμακρύνθη, αλλά γνωρισθείς και με τους εις τα μέρη εκείνα ασκουμένους Μοναχούς, θερμότερος εγίνετο εις τον πόθον τής τηρήσεως της καθαράς παρθενίας και της μοναχικής πολιτείας, μάλιστα δε εν τη περιοχή εκείνη και τον ασκητικόν αυτού ετέλεσε δίαυλον κατόπιν. Όταν δε ο Όσιος έφθασεν εις το εικοστόν πρώτον έτος της ηλικίας του, τότε και ο θηριώνυμος βασιλεύς Λέων ο Δ΄ και ο πενθερός τού Οσίου απέθανον και ούτως όχι μόνον ο Όσιος εις αυτό το άνθος της ηλικίας του έμεινεν ελεύθερος να πράξη κατά το θέλημά του, αλλά και η οικουμένη ολόκληρος απηλευθερώθη από της τυραννίας των Ισαύρων, διότι τα σκήπτρα της βασιλείας ανέλαβεν η ευσεβεστάτη βασίλισσα Ειρήνη μετά του υιού της Κωνσταντίνου του ΣΤ΄ εν έτει ψπ΄ (780). Όθεν, επειδή τα πράγματα ηκολούθησαν κατά την επιθυμίαν του, δια τούτο διανείμας ο Όσιος την περιουσίαν του εις πτωχούς και πένητας και ελευθερώσας τους δούλους του, απεφάσισαν μετά της συζύγου του να αναχωρήσουν δια την Μοναχικήν πολιτείαν. Έδωσε λοιπόν τότε ο Όσιος και εις την σύζυγόν του χρήματα αρκετά, διότι είχον κληρονομήσει και οι δύο άφθονον περιουσίαν από τους γονείς των και έπραξαν κατά τον πόθον των. Και η μεν μακαρία Μεγαλώ εκουρεύθη Μοναχή εις εν Μοναστήριον της Πριγκηποννήσου μετονομασθείσα Ειρήνη Μοναχή, ο δε Όσιος, απελευθερωθείς πλέον πάσης φροντίδος και ταραχής, αφιέρωσεν εξ ολοκλήρου τον εαυτόν του εις τον Κύριον. Μετέβη λοιπόν τότε ο μακάριος εις το όρος της Σιγριανής, όπου και εκάρη Μοναχός εις εν Μοναστήριον του Πολυχνίου ή Πολυχρονίου ονομαζόμενον, του οποίου Ηγούμενος ήτο ευσεβής τις Γέρων, ονόματι Χριστοφόρος, και κλεισθείς εντός κελλίου κατεγίνετο εις το εργόχειρον της καλλιγραφίας και με τον κόπον των ιδίων χειρών του όχι μόνον τα δι’ εαυτού αναγκαιούντα εξοικονόμει, αλλά και εις άλλους έδιδε τα χρειώδη. Κατά το διάστημα τούτο ανοικοδόμησε και την παλαιάν Μονήν της Σιγριανής, η οποία τότε ήτο κατεστραμμένη. Μετά ταύτα, αφού ήδη είχον παρέλθει εξ έτη, αναχωρήσας ο Όσιος εκ του Μοναστηρίου εκείνου ήλθεν εις την νήσον Κλώνυμον, ήτις κοινώς λέγεται Καλόλιμνος και υπόκειται εις τον Επίσκοπον Νικομηδείας. Εκεί, αφού έκτισε νέον μέγα Μοναστήριον, επανήλθεν εις το όρος της Σιγριανής, όπου και τους ασκητικούς αυτού αγώνας συνέχισεν. Ότε δε ο Όσιος ευρίσκετο εις το πεντηκοστόν έτος της ηλικίας του, ησθένησε προσβληθείς υπό λιθιάσεως των νεφρών και της ουροδόχου κύστεως. Όθεν εκ τούτου παρέμενεν έκτοτε πάντοτε κλινήρης ο αοίδιμος. Μετά ταύτα εβασίλευσεν ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος, ο εικονομάχος, εν έτει ωιγ΄ (813). Υπάρχων δε και ούτος βεβυθισμένος εις την πλάνην της εικονομαχίας προσεπάθει να σύρη και τον Άγιον εις την ιδικήν του πλάνην. Αλλ’ ο Όσιος ούτος Πατήρ ημών Θεοφάνης, όπως πάντοτε, ούτω και τώρα δεν εφάνη μικρόψυχος ούτε δειλός. Μολονότι δε ήτο ακίνητος εκ της σωματικής ασθενείας, ενεδυναμώθη όμως υπό της προθυμίας της ψυχής και υπό του ζήλου της Ορθοδοξίας. Όταν δε ο τύραννος διέταξε τον Άγιον να έλθη προς αυτόν, ειπών· «Ελθέ, ίνα ευχηθής υπέρ εμού, επειδή θα εκστρατεύσω κατά των Βουλγάρων», τότε ο Άγιος, αν και ευρίσκετο εν ακινησία, ως είπομεν, μετέβη από της Μονής μέχρι του αιγιαλού δι’ αμάξης και επιβιβασθείς εις πλοίον ήλθεν εις την Βασιλεύουσαν. Αλλ’ αν και ως πρόθυμος εργάτης της υπακοής έσπευσε να εκτελέση το προστασσόμενον και να παραστή εις τον τόπον εις τον οποίον εκαλείτο, όμως δεν ηθέλησε να αντικρύση τον βασιλέα κατά πρόσωπον. Ο δε βασιλεύς διεμήνυσεν εις αυτόν, ειπών· «Εάν συγκατανεύσης εις την παράκλησίν μου και πεισθής εις τους λόγους μου, γνώριζε ότι θέλω γίνει πρόξενος πολλών αγαθών εις σε και εις το Μοναστήριόν σου· εάν όμως δεν θελήσης να υπακούσης, θέλω σε κρεμάσει επί ξύλου και με το ιδικόν σου παράδειγμα θέλω τρομοκρατήσει και όσους άλλους δεν θα θελήσουν να υπακούσουν εις τους λόγους μου». Τότε ο Άγιος, υπό ζήλου θείου πλησθείς, ανταπήντησε· «Τας δωρεάς σου και τους θησαυρούς σου μη δώσης εις εμέ, το δε ξύλον, εις το οποίον θα με κρεμάσης, ή και το πυρ, ετοίμασον σήμερον, διότι αυτά επιθυμώ δια την του Χριστού μου αγάπην». Ταύτα ακούσας ο δυσσεβής βασιλεύς, παρέδωκε τον Άγιον εις τον Ιωάννην τον αποκαλούμενον Μάντιν, όστις εκαυχάτο δια τους λόγους και την σοφίαν του και ήτο κυριευμένος υπό της πλάνης των εικονομάχων. Διότι ενόμισεν ο ανόητος τύραννος, ότι εκείνος θα ηδύνατο να διαστρέψη τον Άγιον με τους λόγους του και τας μαγικάς τέχνας του. Ωδηγήθη λοιπόν τότε ο Άγιος εις το Μοναστήριον των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, το οποίον έκειτο πλησίον του βασιλικού παλατίου. Γενομένης δε εκεί πολλής συζητήσεως δια τας Αγίας Εικόνας, ήλθεν ο Όσιος εις φιλονικίαν με τον Ιωάννην. Κατανικήσας δε τούτον με την δύναμιν της σοφίας του κατεβρόντησεν αυτόν και τον κατέστησεν άφωνον, αποδείξας ούτως ότι είναι αμετάθετος εις το ορθόν της Πίστεως φρόνημα. Τοιουτοτρόπως απέστειλε κατησχυμμένον εις τον τύραννον τον υπηρέτην εκείνον του ψεύδους, όστις, αντί να αποκτήση δόξαν και υπόληψιν ρήτορος και σοφού, απέκτησε μάλλον υπόληψιν βαρβάρου και αγραμμάτου. Είπε δε ούτος προς τον βασιλέα· «Ευκολώτερον, βασιλεύ, δύναται τις να μαλακώση τον σίδηρον ή να μεταβάλη τον άνδρα τούτον». Ταύτα ακούσας ο τύραννος φέρει τον Άγιον εις τα ανάκτορα, τα ονομαζόμενα του Ελευθερίου, και κλείει αυτόν εις εν οίκημα σκοτεινότατον· έπειτα διώρισε φύλακας, προς τους οποίους έδωκεν εντολήν να μη επιτρέψωσιν εις ουδένα να τον υπηρετήση. Ούτω λοιπόν κεκλεισμένος ο Άγιος διήλθεν εκεί δύο έτη. Υπομείνας δε γενναίος πάσαν θλίψιν και στενοχωρίαν, κατήσχυνε και εις τούτο τον τύραννον. Επειδή δε καθ’ εκάστην, αν και εξηναγκάζετο, δεν επείθετο ο Άγιος να υποταγή εις την κακοδοξίαν του τυράννου, δια τούτο εξορίζεται εις την νήσον Σαμοθράκην, την πλησιάζουσαν εις την νήσον Θάσον. Η εξορία αύτη επετάχυνε το τέλος του Αγίου, διότι μόνον εικοσιτρείς ημέρας μετά την εξορίαν έζησεν ο Άγιος εν τη νήσω ταύτη εν η και εν έτει ωιε΄ (815) ή κατ’ άλλους ωιη΄ (818), παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του οσίως και ειρηνικώς εις χείρας Θεού λαβών τον της ομολογίας αμάραντον στέφανον. Ούτως έως τέλους γενναίως ηγωνίσατο και υπέμεινεν ο μακάριος Θεοφάνης. Δια πόσων δε ευλογιών επλούτισε την Σαμοθράκην ο Άγιος και κατά τας ολίγας ημέρας της εκεί προσμονής του και μετά θάνατον και πόσας ιάσεις έλαβον οι εν τη Σαμοθράκη ασθενείς από του αγίου αυτού Λειψάνου καθ’ όσον χρόνον παρέμεινεν εκεί μέχρι της ανσκομιδής του παραλείπομεν να είπωμεν. Είτα εν έτει 822 ελθόντες οι μαθηταί του ανεκόμισαν το ιερόν αυτού Λείψανον και μετακομίσαντες αυτό το εναπέθεσαν εντός θήκης εις την Μονήν της Σιγριανής. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη μεγάλη Εκκλησία και εις το Μοναστήριον το υπ’ αυτού συσταθέν εν τη Σιγριανή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου