Μακάριος,
ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, ο της Μονής της καλουμένης Πελεκητής χρηματίσας
Ηγούμενος, κατήγετο εκ της Κωνσταντινουπόλεως, εις την οποίαν και εγεννήθη εν
έτει ψπε΄ (785), ονομασθείς κατά το άγιον Βάπτισμα Χριστοφόρος. Απορφανισθείς
δε έτι νήπιον, ανετράφη υπό του γνησίου θείου του και επεδόθη εις την παιδείαν
των ιερών γραμμάτων.
Τυχών λοιπόν φύσεως δεξιάς και ήθους καλλίστου και δείξας μεγάλην επιμέλειαν, εν ολίγω χρόνω έλαβε γνώσιν της Αγίας Γραφής, εννοήσας τόσον την των γηϊνων πραγμάτων ευτέλειαν και ταχείαν τούτων φθοράν, όσον και των ουρανίων την αφθαρσίαν και αϊδιότητα. Δια τούτο, εξελθών της Κωνσταντινουπόλεως, μετέβη εις την Μονήν την καλουμένην Πελεκητήν (η Μονή της Πελεκητής ευρίσκετο πλησίον της Τριγλίας, των σημερινών Μουδανιών, επί της Μικρασιατικής παραλίας της Προποντίδος, ετιμάτο δε επ’ ονόματι του Αγίου ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου. Αύτη ήτο εκτισμένη επί της παραλίας εις ωραιότατην τοποθεσίαν, απείχε δε από της Τριγλίας – Μουδανιών – περί τα 5 χιλιόμετρα. Τα κτίσματα της Μονής ταύτης σώζονται μέχρι της σήμερον.), συναριθμήσας δε εαυτόν μετά των εκεί Μοναχών, αντί Χριστοφόρου μετωνομάσθη δια του θείου και αγγελικού Σχήματος Μακάριος. Όθεν αφ’ ου υπηρέτησεν εις όλας τας διακονίας του Μοναστηρίου και απέκτησεν αρετάς, μάλιστα δε εξαιρέτως πολλήν ταπείνωσιν, έγινεν Ηγούμενος των αδελφών και θαυματουργός εξαίσιος, διότι δι’ αυτού ιάτρευεν ο Θεός πάθη ανίατα και δια προσευχής του, εν καιρώ αβροχίας, βροχήν εξ ουρανού κατέπεμψεν. Επειδή λοιπόν κατά τους χρόνους εκείνους έγινε μέγας και περιβόητος, δια τούτο έτρεχε προς αυτόν πλήθος πολύ Χριστιανών, άλλοι μεν όπως καθαρισθώσιν από των ψυχικών αυτών παθών δια της διδασκαλίας του, άλλοι δε όπως απολαύσωσι την ιατρείαν των σωματικών των ασθενειών και άλλοι όπως λάβωσι την υγείαν της ψυχής ομού και του σώματος και επανέλθωσιν υγιείς εις τον οίκον των. Ταύτην την φήμην του Αγίου ακούσας και ο τότε αγιώτατος Πατριάρχης Ταράσιος, έστειλε και εκάλεσεν αυτόν ίνα ιατρεύση τον πατρίκιον Παύλον, ο οποίος προσεβλήθη υπό θανατηφόρου ασθενείας, ήτις δεν παρείχεν ελπίδα ιατρείας· όντως δε ούτος εθεραπεύθη υπό του Αγίου. Κατόπιν δε και η σύζυγος αυτού προσβληθείσα υπό της αυτής ασθενείας και απελπισθείσα υπό των ιατρών, ιατρεύθη και αυτή υπό του Οσίου. Τας αρετάς λοιπόν αυτού πληροφορηθείς ο Πατριάρχης Ταράσιος μετεκάλεσεν αυτόν εις Κωνσταντινούπολιν και εκεί εχειροτόνησεν αυτόν Ιερέα· έδειξε δε ο αοίδιμος υπακοήν εις το θέλημα του Πατριάρχου, επειδή εμίσει την παρακοήν και ηγάπα την υπακοήν, η οποία φέρει τον άνθρωπον εις την ζωήν. Ακολούθως, επιστρέψας ο Όσιος εις το Μοναστήριόν του, ως Ιερεύς, εδείκνυε περισσοτέραν ταπείνωσιν ή πρότερον. Μετά δε ταύτα, ο σκανδαλοποιός διάβολος ανεβίβασεν εις την Κωνσταντινούπολιν βασιλέα τύραννον, εν έτει ωιγ΄ (813), όστις κατέκαιε τας αγίας Εικόνας· ούτος δε ήτο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος (813 – 820), ο οποίος εξώρισε τον αγιώτατον Πατριάρχην Νικηφόρον, εκ δε των Επισκόπων και Αρχιμανδριτών άλλους μεν ασπλάγχνως έδερεν, άλλους δε εξώριζε και άλλους έρριπτεν εις τας φυλακάς. Τότε λοιπόν και ο θαυμάσιος ούτος Μακάριος εβασανίσθη υπό του τυράννου με διαφόρους τιμωρίας και ερρίφθη εις την φυλακήν, ένθα έμεινεν, ο αοίδιμος, έως ου εφονεύθη ο αλιτήριος Λέων. Αφού δε μετά τον Λέοντα έγινε βασιλεύς Μιχαήλ ο Τραυλός, εν έτει ωκ΄ (820), τότε απηλευθέρωσε τον Άγιον εκ της φυλακής. Επειδή όμως ήτο και αυτός εικονομάχος, πρώτον μεν εκολάκευσε τον Άγιον, παρακινών αυτόν και αυτός ο ίδιος και δια πρεσβειών άλλων, να αρνηθή την προσκύνησιν των αγίων Εικόνων, ύστερον δε ηπείλησεν αυτόν. Βλέπων όμως ότι ουδέν κατώρθωνεν, εξώρισε τον Όσιον εις την μικράν νήσον την καλουμένην Αφουσίαν, η οποία κείται πλησίον εις την Άλωνα, την τουρκιστί λεγομένην Πασά λιμάνι, ήτις υπέκειτο εις τον Αρχιεπίσκοπον Προικονήσου και εκεί εφύλαττεν αυτόν ασφαλώς. Ο δε Άγιος υπέμεινεν ανδρείως όλας τας κακοπαθείας της εξορίας, ευχαριστών τω Θεώ· διανύσας δε πολύν χρόνον εξόριστος και πολύ αγωνισθείς και θαύματα πολλά ποιήσας, απήλθε προς Κύριον.
Τυχών λοιπόν φύσεως δεξιάς και ήθους καλλίστου και δείξας μεγάλην επιμέλειαν, εν ολίγω χρόνω έλαβε γνώσιν της Αγίας Γραφής, εννοήσας τόσον την των γηϊνων πραγμάτων ευτέλειαν και ταχείαν τούτων φθοράν, όσον και των ουρανίων την αφθαρσίαν και αϊδιότητα. Δια τούτο, εξελθών της Κωνσταντινουπόλεως, μετέβη εις την Μονήν την καλουμένην Πελεκητήν (η Μονή της Πελεκητής ευρίσκετο πλησίον της Τριγλίας, των σημερινών Μουδανιών, επί της Μικρασιατικής παραλίας της Προποντίδος, ετιμάτο δε επ’ ονόματι του Αγίου ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου. Αύτη ήτο εκτισμένη επί της παραλίας εις ωραιότατην τοποθεσίαν, απείχε δε από της Τριγλίας – Μουδανιών – περί τα 5 χιλιόμετρα. Τα κτίσματα της Μονής ταύτης σώζονται μέχρι της σήμερον.), συναριθμήσας δε εαυτόν μετά των εκεί Μοναχών, αντί Χριστοφόρου μετωνομάσθη δια του θείου και αγγελικού Σχήματος Μακάριος. Όθεν αφ’ ου υπηρέτησεν εις όλας τας διακονίας του Μοναστηρίου και απέκτησεν αρετάς, μάλιστα δε εξαιρέτως πολλήν ταπείνωσιν, έγινεν Ηγούμενος των αδελφών και θαυματουργός εξαίσιος, διότι δι’ αυτού ιάτρευεν ο Θεός πάθη ανίατα και δια προσευχής του, εν καιρώ αβροχίας, βροχήν εξ ουρανού κατέπεμψεν. Επειδή λοιπόν κατά τους χρόνους εκείνους έγινε μέγας και περιβόητος, δια τούτο έτρεχε προς αυτόν πλήθος πολύ Χριστιανών, άλλοι μεν όπως καθαρισθώσιν από των ψυχικών αυτών παθών δια της διδασκαλίας του, άλλοι δε όπως απολαύσωσι την ιατρείαν των σωματικών των ασθενειών και άλλοι όπως λάβωσι την υγείαν της ψυχής ομού και του σώματος και επανέλθωσιν υγιείς εις τον οίκον των. Ταύτην την φήμην του Αγίου ακούσας και ο τότε αγιώτατος Πατριάρχης Ταράσιος, έστειλε και εκάλεσεν αυτόν ίνα ιατρεύση τον πατρίκιον Παύλον, ο οποίος προσεβλήθη υπό θανατηφόρου ασθενείας, ήτις δεν παρείχεν ελπίδα ιατρείας· όντως δε ούτος εθεραπεύθη υπό του Αγίου. Κατόπιν δε και η σύζυγος αυτού προσβληθείσα υπό της αυτής ασθενείας και απελπισθείσα υπό των ιατρών, ιατρεύθη και αυτή υπό του Οσίου. Τας αρετάς λοιπόν αυτού πληροφορηθείς ο Πατριάρχης Ταράσιος μετεκάλεσεν αυτόν εις Κωνσταντινούπολιν και εκεί εχειροτόνησεν αυτόν Ιερέα· έδειξε δε ο αοίδιμος υπακοήν εις το θέλημα του Πατριάρχου, επειδή εμίσει την παρακοήν και ηγάπα την υπακοήν, η οποία φέρει τον άνθρωπον εις την ζωήν. Ακολούθως, επιστρέψας ο Όσιος εις το Μοναστήριόν του, ως Ιερεύς, εδείκνυε περισσοτέραν ταπείνωσιν ή πρότερον. Μετά δε ταύτα, ο σκανδαλοποιός διάβολος ανεβίβασεν εις την Κωνσταντινούπολιν βασιλέα τύραννον, εν έτει ωιγ΄ (813), όστις κατέκαιε τας αγίας Εικόνας· ούτος δε ήτο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος (813 – 820), ο οποίος εξώρισε τον αγιώτατον Πατριάρχην Νικηφόρον, εκ δε των Επισκόπων και Αρχιμανδριτών άλλους μεν ασπλάγχνως έδερεν, άλλους δε εξώριζε και άλλους έρριπτεν εις τας φυλακάς. Τότε λοιπόν και ο θαυμάσιος ούτος Μακάριος εβασανίσθη υπό του τυράννου με διαφόρους τιμωρίας και ερρίφθη εις την φυλακήν, ένθα έμεινεν, ο αοίδιμος, έως ου εφονεύθη ο αλιτήριος Λέων. Αφού δε μετά τον Λέοντα έγινε βασιλεύς Μιχαήλ ο Τραυλός, εν έτει ωκ΄ (820), τότε απηλευθέρωσε τον Άγιον εκ της φυλακής. Επειδή όμως ήτο και αυτός εικονομάχος, πρώτον μεν εκολάκευσε τον Άγιον, παρακινών αυτόν και αυτός ο ίδιος και δια πρεσβειών άλλων, να αρνηθή την προσκύνησιν των αγίων Εικόνων, ύστερον δε ηπείλησεν αυτόν. Βλέπων όμως ότι ουδέν κατώρθωνεν, εξώρισε τον Όσιον εις την μικράν νήσον την καλουμένην Αφουσίαν, η οποία κείται πλησίον εις την Άλωνα, την τουρκιστί λεγομένην Πασά λιμάνι, ήτις υπέκειτο εις τον Αρχιεπίσκοπον Προικονήσου και εκεί εφύλαττεν αυτόν ασφαλώς. Ο δε Άγιος υπέμεινεν ανδρείως όλας τας κακοπαθείας της εξορίας, ευχαριστών τω Θεώ· διανύσας δε πολύν χρόνον εξόριστος και πολύ αγωνισθείς και θαύματα πολλά ποιήσας, απήλθε προς Κύριον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου