Σεραπίων ο Όσιος Πατήρ
ημών ήτο Ασκητής εις την εσωτάτην έρημον της Αιγύπτου, καταγόμενος, ως τινές
λέγουσιν, από την Σιδώνα, εξ ου και Σιδώνιος απεκαλείτο. Είχε δε ο μακάριος
συγκεντρώσει εν εαυτώ όλας τας αρετάς, τέλειος εις όλα υπάρχων, εις την
εγκράτειαν θαυμάσιος και εις την Θείαν Γραφήν σοφώτατος. Μεγίστην δε επιμέλειαν
κατέβαλεν ο θρείος ούτος Πατήρ, ως διάπυρος ζηλωτής της ευσεβείας, ίνα οι
ειδωλολάτραι επιστρέψωσιν εις την του Χριστού Πίστιν.
Ήτο δε ο μακάριος τόσον ελεήμων, ώστε ουδέν εκράτει δια τον εαυτόν του, αλλά τα πάντα προσέφερεν εις ελεημοσύνην. Πολλάκις δε μη έχων τι άλλο να προσφέρη, προσέφερε τον εαυτόν του και πολλάκις επωλήθη εκουσίως ως αιχμάλωτος, αφ’ ενός μεν δια να λυτρώση ψυχάς από την αιχμαλωσίαν του δαίμονος, αφ’ ετέρου δε δια να δώση ελεημοσύνην τα εκ της εκουσίας πωλήσεώς του χρήματα. Διότι τοσούτον ελεήμων και εύσπλαγχνος ήτο, ώστε έδιδεν εις τους πτωχούς όσα και αν είχεν· όχι δε μόνον τροφάς και βιβλία, αλλά και αυτά τα ιμάτιά του και έμενε τελείως γυμνός, τόσον ώστε δεν ήτο άλλος Αββάς εις την έρημον, ο οποίος να φυλάττη τόσην ακτημοσύνην, ως ούτος ο τρισμακάριος· αλλά ακούσατε ολίγα από τα πολλά του κατορθώματα δια να θαυμάσετε. Ενώ ποτε εβάδιζεν εις την οδόν, πτωχός τις του εζήτησεν ελεημοσύνην· μη έχων δε τίποτε άλλο να δώση, του έδωκε το επανωφόριόν του, αν και το ψύχος ήτο δριμύτατον και αυτός έμεινε μόνον με το εσωτερικόν ένδυμα. Προχωρήσας περαιτέρω συνήντησεν άλλον γυμνόν, όστις από την δριμύτητα του ψύχους έτρεμεν. Όθεν ευσπλαγχνισθείς έδωκεν εις αυτόν το έσω ένδυμα και έμεινεν αυτός τελείως γυμνός. Μόνον εν Ευαγγέλιον εκράτησε δια να αναγινώσκη. Συναντήσας δε τούτον άλλος αδελφός, τον ηρώτησε τις τον έγδυσεν. Ο δε απεκρίθη· «Τούτο το Ευαγγέλιον», εννοών με τούτο, ότι θέλων να τηρήση όσα εις αυτό προστάσσει ο Κύριος, έδωσεν ό,τι και αν είχε, δια να μη γίνη παρήκοος τούτου. Μετ’ ολίγον διάστημα επώλησε και το Ευαγγέλιον και διεμοίρασεν εις τους πτωχούς τα χρήματα. Ερωτηθείς δε από τον μαθητήν του, που το έδωκεν, απεκρίθη· «Πίστευσόν μοι, τέκνον, ότι δια να κάμω του Δεσπότου το θέλημα, όστις λέγει, πώλησον τα υπάρχοντάς σου και δος πτωχοίς, έδωκα όχι μόνον το υπόλοιπον πράγμα μου, αλλά και αυτόν τον Δεσπότην επώλησα και εμοίρασα το αντίτιμον εις πένητας». Άλλοτε ευρισκόμενος ο Όσιος με τον υποτακτικόν του εις πόλιν τινά, τον επρόσταξε να τον πωλήση εις τινας ειδωλολάτρας, οίτινες συνέθετον κωμωδίας και εκείνος ούτως εποίησε· τα δε αργύρια τα οποία εισέπραξεν ο μαθητής, τού τα έδωσε κρυφίως και τα εφύλαξε μέχρι τέλους. Έμεινε λοιπόν ο Όσιος εις τον οίκον τών αγορασάντων αυτόν υποτασσόμενος εις όλα αυτών τα προστάγματα. Ειργάζετο δε καθ’ όλην την ημέραν νήστις, την δε νύκτα έτρωγεν ολίγον άρτον και έπινεν ολίγον ύδωρ, το δε περισσότερον μέρος της νυκτός προσηύχετο και όλην σχεδόν την θείαν Γραφήν απεστήθιζε. Βλέποντες λοιπόν οι κύριοί του τας αρετάς αυτού εθαύμαζον και όσον ο καιρός παρήρχετο, τοσούτον τον ηυλαβούντο περισσότερον. Ένεκα τούτου, ολίγον κατ’ ολίγον, με τα έργα και τους λόγους του τούς έφερε εις θεογνωσίαν, συνεργούσης της θείας Χάριτος. Αφ’ ου δε εβαπτίσθησαν, ηυχαρίστησαν αυτόν λέγοντες· «Επειδή μέσω σου εγνωρίσαμεν την δύναμιν του αληθινού Θεού, δια τούτο σου χαρίζομεν την ελευθερίαν, καθώς και συ μας ελύτρωσες από την αμαρτίαν και την αιχμαλωσίαν του δαίμονος». Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Επειδή ο ελεήμων Θεός σας εφώτισε και εγνωρίσατε την αλήθειαν, δεν είναι ανάγκη να ευρίσκωμαι πλέον εις την οικίαν σας· μάθετε δε, ότι εγώ δεν ήμην δούλος τινός, αλλά Ασκητής της Αιγύπτου ελεύθερος και μόνον δια να σας λυτρώσω από την πλάνην έγινα δούλος ιδικός σας. Λάβετε λοιπόν ταύτα τα νομίσματα, τα οποία εδώσατε, διότι τα εφύλαττον δια να σας τα επιστρέψω σήμερον και δώσατέ μου συγχώρησιν, δια να οδηγήσω και άλλους προς την ευσέβειαν». Εκείνοι όμως παρεκάλουν αυτόν κλαίοντες να παραμείνη μετ’ αυτών ολίγον ακόμη καιρόν, όχι ως δούλος των, αλλ’ ως δεσπότης και κύριος. Όμως ο Άγιος δεν υπήκουσεν. Εκ δευτέρου δε τον παρεκάλεσαν να πάρη τα χρήματα, με τα οποία τον ηγόρασαν και να τα διανείμη εις πένητας, ο δε Όσιος απεκρίθη· «Μοιράσατέ τα σεις, διότι είναι ιδικά σας». Αναχωρήσας λοιπόν εκείθεν ο Όσιος επορεύετο ευαγγελικώς χωρίς να κρατή χρυσόν ή άργυρον ή σάκκον ή ράβδον ή φαγώσιμον τι, αλλά πτωχός και ακτήμων με ένα μόνον χιτώνα, ως άλλος Απόστολος. Ούτω δε πορευόμενος ανά την οικουμένην έφθασε και εις τας Αθήνας. Είχε δε τότε τρεις ημέρας όπου εβάδιζε χωρίς να φάγη τίποτε και εκινδύνευεν από την πείναν. Όθεν ελθών εκεί όπου ήσαν συνηγμένοι οι πρόκριτοι της πόλεως, εβόησε προς αυτούς, λέγων· «Βοηθήσατέ μοι, Αθηναίοι σοφώτατοι». Ερωτηθείς δε πόθεν ήτο και τι εχρειάζετο, ο Άγιος Σεραπίων απεκρίθη· «Μοναχός είμαι εξ Αιγύπτου, από δε της νεότητός μου με ηνώχλουν τρεις δανεισταί, εκ των οποίων τους μεν δύο ηδυνήθην και επλήρωσα και πλέον δεν με πειράζουσι, αλλά ο τρίτος με φοβερίζει, ότι εάν δεν του δώσω το χρέος σήμερον, θα με δικάση ο αυθάδης εις θάνατον». Τότε οι σοφοί τον ηρώτησαν, τίνες ήσαν οι τρεις δανεισταί. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ο πρώτος είναι η φιλαργυρία, ο δεύτερος η πορνεία και ο τρίτος η γαστριμαργία. Αυτοί οι τρεις εχθροί είναι οι πολεμούντες με από νεότητός μου ισχυρότατα· και τους μεν δύο ενίκησα κατά κράτος με την βοήθειαν του Θεού, επειδή εκ φύσεως είναι εξωτερικοί. Αλλά η κοιλία θέλει το οφειλόμενον και μου φωνάζει. Διότι έχω τέσσαρας ημέρας όπου δεν έφαγον». Του έδωσαν τότε μερικά νομίσματα, από τα οποία, αφού ηγόρασα μόνον ένα άρτον, εχάρισε τα υπόλοιπα. Από τούτο το συμβάν ανεγνώρισαν οι Αθηναίοι ότι ήτο ενάρετος. Κατόπιν μετέβη εις την Λακεδαίμονα και επωλήθη εις μέγαν τινά άρχοντα, όστις ήτο Μανιχαίος την αίρεσιν. Εκεί εις διάστημα δύο χρόνων επέστρεψεν όλους της οικίας εκείνης εις την ευσέβειαν και τότε τους επανέδωσε τα χρήματα της αγοράς του. Έπειτα, πεφωτισμένος παρά Θεού, εισήλθεν εις εν πλοίον, το οποίον εταξίδευεν εις την Ρώμην, έχων γνώμην να χειραγωγήση και εκεί όσους δυνηθή, προς ευσέβειαν. Αφ’ ου λοιπόν έκαμε τρεις ημέρας εις το πλοίον και δεν τον είδαν οι ναύται να φάγη τίποτε, τον ηρώτησαν την αιτίαν, ο δε Άγιος απεκρίθη, ότι δεν είχε τίποτε βρώσιμον. Όθεν ωνείδιζον αυτόν τινες λέγοντες· «Πως ετόλμησες λοιπόν να εισέλθης εις το πλοίον χωρίς χρήματα και πόθεν θα πληρώσης τον ναύλον σου»; Τότε ο Όσιος απεκρίθη με πραότητα· «Εάν ορίζετε, πάρετέ με μαζί σας δια την ψυχήν σας, ειδ’ άλλως επιστρέψατέ με εκεί όπου με επήρατε». Τότε οι ναύται και μη θέλοντες τον έτρεφον, δια να μη αποθάνη. Ότε δε έφθασαν εις την Ρώμην εξήλθεν από το πλοίον και ηρώτησεν εάν ήτο κανείς Μοναχός ενάρετος. Έμαθε λοιπόν, ότι υπήρχεν εκεί Οσία τις παρθένος, έγκλειστος, η οποία ουδέποτε συνωμίλησε μετά τινος ανδρός. Τότε ο Σεραπίων, πεφωτισμένος εκ θείου Πνεύματος, απήλθεν εις το κελλίον αυτής και λέγει εις την δούλην της· «Ειπέ εις την κυρίαν σου, ότι ήλθεν εις Αββάς από την Αίγυπτον ίνα συνομιλήσετε». Απελθούσα λοιπόν η δούλη, είπεν εις την παρθένον τον λόγον, εκείνη όμως δεν εδέχθη τον Όσιον, απαντήσασα ότι δεν ήτο ανάγκη να συνομιλήση με άνδρα. Βλέπων λοιπόν ο μέγας ούτος Όσιος Σεραπίων, ότι ίστατο εκεί τρεις ημέρας παρακαλών να της ομιλήση και δεν ηθέλησεν, είπε ταύτα εις την δούλην· «Ύπαγε και ειπέ εις την κυρίαν σου, ότι ο Θεός με απέστειλε να της ομιλήσω δια ψυχικήν της ωφέλειαν». Εδέχθη τότε η παρθένος, εισελθών δε ο Όσιος ηρώτησε· «Που πορεύεσαι»; Η δε παρθένος απεκρίθη· «Μεταβαίνω προς τον Δεσπότην μου». Λέγει τότε προς αυτήν ο Αββάς· «Ζης ή απέθανες»; Η δε είπε· «Θαρρώ εις τον Θεόν, ότι κατά σάρκα απέθανα, διότι όστις ζη εις τον κόσμον σαρκικώς δεν απέρχεται προς τον Θεόν». Λέγει πάλιν ο Όσιος· «Εάν θέλης να σε πιστεύσω, έξελθε και κάμε καθώς θα σου είπω». Η δε απεκρίνατο· «Έχω είκοσι πέντε χρόνους εδώ μέσα έγκλειστος και τώρα, εάν εξέλθω, τι θα είπουν οι άνθρωποι»; Λέγει ο Όσιος· «Εάν απέθανες, τι σε μέλλει δια τους λόγους των ανθρώπων; Ο νεκρός, και αν επαινήται και αν υβρίζεται, δεν το θεωρεί εις τίποτε. Λοιπόν έξελθε, ίνα εννοήσης την πλάνην σου». Τότε η παρθένος ηννόησεν από τους λόγους του Οσίου, ότι ήτο σοφός και ενάρετος άνθρωπος. Όθεν εξήλθε δια ταπείνωσιν και ελθόντες εις την Εκκλησίαν της είπεν ο Όσιος· «Εάν θέλης να πεισθής, εάν πράγματι ενεκρώθης κατά κόσμον και δεν φροντίζεις να αρέσκης εις τους ανθρώπους, αλλά μόνον ποθείς τα ουράνια, εκδύσου τα ιμάτια, να μείνης γυμνή χωρίς υποκάμισον, ούτω δε να κάμω και εγώ και να διέλθωμεν αμφότεροι από το κέντρον της πόλεως ολόγυμνοι χωρίς ουδόλως να εντραπής». Η παρθένος τότε είπε προς αυτόν· «Εάν κάμω καθώς μου λέγεις, σκανδαλίζω τους ανθρώπους και θα λέγουν ή ότι έχω δαιμόνιον, ή ότι εξήλθον από τας φρένας μου». Λέγει προς αυτήν ο Όσιος· «Ο νεκρός δεν αισθάνεται· όθεν, ή επαινούσιν ή ονειδίζουσιν αυτόν, δεν ακούει τίποτε. Ούτω και συ, εάν λέγης αλήθειαν ότι ενεκρώθης κατά κόσμον και ζης εν Χριστώ, κατά τον Απόστολον, μη σε μέλλει εάν σε υβρίσουν και σε κατακρίνουν οι άνθρωποι· μόνον κάμε ό,τι σου λέγω και ακολούθει μοι». Τότε η παρθένος, γνωρίσασα την προτέραν της αγνωσίαν και έπαρσιν, έπεσε μετά δακρύων εις τους πόδας του Γέροντος λέγουσα· «Παρακαλώ σε, Αββά, συγχώρησόν μοι δια τον Κύριον, διότι δεν δύναμαι εις τούτο να υπακούσω· μόνον ό,τι άλλο με προστάξης το πράττω μετά χαράς». Τότε λέγει ο πάνσοφος· «Ύπαγε λοιπόν, αδελφή μου, εις το κελλίον σου. Ταπεινώσου από την έπαρσιν και μη καυχάσαι ότι ενεκρώθης, ούτε να υψηλοφρονής ότι είσαι από τας άλλας πλέον ενάρετος. Αλλ’ έχε ταπείνωσιν όσην δύνασαι, επειδή ζης ακόμη εις τον κόσμον και θέλεις να αρέσκης εις τους ανθρώπους. Εγώ απέθανα κατά την σάρκα και ημπορώ να περιπατώ ολόγυμνος και άλλους παραλογισμούς να κάμνω, δια να με ονειδίζουν οι άνθρωποι· όμως δεν υψηλοφρονώ, ως συ, και δεν λέγω ότι ενεκρώθην». Με τοιούτους ψυχωφελείς και άλλους παρομοίους λόγους νουθετήσας, εσωφρόνισεν αυτήν. Ευχαριστήσασα τότε εκείνη τα μέγιστα τον Όσιον εισήλθε και πάλιν εις το κελλίον της και διήγε τον βίον με μεγαλυτέραν αρετήν και περισσοτέραν ταπείνωσιν. Επιστρέψας μετά τούτο ο Όσιος εις την έρημον πολλά ωφέλησε τους Μοναχούς δια διαφόρων παραδειγμάτων. Εξόχως δε έλργε και τούτο δια τους λαθροφάγους· «Όταν ήμην νεώτερος, εις την υπακοήν του Αββά Θεοδώρου, με ηνώχλει ο δαίμων της γαστριμαργίας και έκλεπτον ένα άρτον από την τράπεζαν, τον οποίον έτρωγον κατά την νύκτα κρυφίως. Αλλά τόσον με έτυπτεν η συνείδησις, ώστε υπέρ την ηδονήν της τροφής ήτο περισσοτέρα η λύπη και η βάσανος, ήτις με έθλιβεν. Ήλθον δε ποτέ αδελφοί τινές εις τον Γέροντά μου και συνωμίλουν περί γαστριμαργίας και άλλων τινών παραπτωμάτων και ότι πρέπει ο καθείς να ομολογή τους κρυφούς διαλογισμούς εις τους Πνευματικούς Πατέρας. Εγώ δε, ταύτα ακούσας, έκρινα ότι το έλεγον δι’ εμέ. Όθεν έπεσα εις τους πόδας αυτών με δάκρυα και ωμολόγησα παρρησία την αμαρτίαν μου, εξήγαγον δε τον άρτον τον οποίον είχον κρυμμένον εις το στήθος μου, δια να καταισχυνθώ περισσότερον. Τότε μου λέγει ο Γέρων· «Έχε θάρρος εις τον Θεόν, τέκνον μου, διότι αυτή η ταπείνωσίς σου σε ανέδειξε νικητήν κατά του δαίμονος, επειδή τον εντροπίασες και δεν έχει πλέον εξουσίαν επί σου». Ενώ δε ο Αββάς έλεγε προς εμέ ταύτα, εξήλθεν από τον κόλπον μου ως φλόγα πυρός εις δαίμων, έμεινε δε τόση δυσωδία εις τον τόπον εκείνον, ώστε δεν ημπορούσαμεν να μείνωμεν. Από τότε πλέον δεν έπεσα εις τοιούτον ανόμημα με την θείαν βοήθειαν». Αυτά και έτερα πλείστα λέγων ο Όσιος προς νουθεσίαν των αδελφών και πλήρης ημερών γενόμενος και πολλάς αγαθοεργίας προς τους πλησίον τελέσας, έτι δε και ουχί ολίγα θαυμάσια εργασάμενος, απήλθε προς τον ποθούμενον Χριστόν. Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Ήτο δε ο μακάριος τόσον ελεήμων, ώστε ουδέν εκράτει δια τον εαυτόν του, αλλά τα πάντα προσέφερεν εις ελεημοσύνην. Πολλάκις δε μη έχων τι άλλο να προσφέρη, προσέφερε τον εαυτόν του και πολλάκις επωλήθη εκουσίως ως αιχμάλωτος, αφ’ ενός μεν δια να λυτρώση ψυχάς από την αιχμαλωσίαν του δαίμονος, αφ’ ετέρου δε δια να δώση ελεημοσύνην τα εκ της εκουσίας πωλήσεώς του χρήματα. Διότι τοσούτον ελεήμων και εύσπλαγχνος ήτο, ώστε έδιδεν εις τους πτωχούς όσα και αν είχεν· όχι δε μόνον τροφάς και βιβλία, αλλά και αυτά τα ιμάτιά του και έμενε τελείως γυμνός, τόσον ώστε δεν ήτο άλλος Αββάς εις την έρημον, ο οποίος να φυλάττη τόσην ακτημοσύνην, ως ούτος ο τρισμακάριος· αλλά ακούσατε ολίγα από τα πολλά του κατορθώματα δια να θαυμάσετε. Ενώ ποτε εβάδιζεν εις την οδόν, πτωχός τις του εζήτησεν ελεημοσύνην· μη έχων δε τίποτε άλλο να δώση, του έδωκε το επανωφόριόν του, αν και το ψύχος ήτο δριμύτατον και αυτός έμεινε μόνον με το εσωτερικόν ένδυμα. Προχωρήσας περαιτέρω συνήντησεν άλλον γυμνόν, όστις από την δριμύτητα του ψύχους έτρεμεν. Όθεν ευσπλαγχνισθείς έδωκεν εις αυτόν το έσω ένδυμα και έμεινεν αυτός τελείως γυμνός. Μόνον εν Ευαγγέλιον εκράτησε δια να αναγινώσκη. Συναντήσας δε τούτον άλλος αδελφός, τον ηρώτησε τις τον έγδυσεν. Ο δε απεκρίθη· «Τούτο το Ευαγγέλιον», εννοών με τούτο, ότι θέλων να τηρήση όσα εις αυτό προστάσσει ο Κύριος, έδωσεν ό,τι και αν είχε, δια να μη γίνη παρήκοος τούτου. Μετ’ ολίγον διάστημα επώλησε και το Ευαγγέλιον και διεμοίρασεν εις τους πτωχούς τα χρήματα. Ερωτηθείς δε από τον μαθητήν του, που το έδωκεν, απεκρίθη· «Πίστευσόν μοι, τέκνον, ότι δια να κάμω του Δεσπότου το θέλημα, όστις λέγει, πώλησον τα υπάρχοντάς σου και δος πτωχοίς, έδωκα όχι μόνον το υπόλοιπον πράγμα μου, αλλά και αυτόν τον Δεσπότην επώλησα και εμοίρασα το αντίτιμον εις πένητας». Άλλοτε ευρισκόμενος ο Όσιος με τον υποτακτικόν του εις πόλιν τινά, τον επρόσταξε να τον πωλήση εις τινας ειδωλολάτρας, οίτινες συνέθετον κωμωδίας και εκείνος ούτως εποίησε· τα δε αργύρια τα οποία εισέπραξεν ο μαθητής, τού τα έδωσε κρυφίως και τα εφύλαξε μέχρι τέλους. Έμεινε λοιπόν ο Όσιος εις τον οίκον τών αγορασάντων αυτόν υποτασσόμενος εις όλα αυτών τα προστάγματα. Ειργάζετο δε καθ’ όλην την ημέραν νήστις, την δε νύκτα έτρωγεν ολίγον άρτον και έπινεν ολίγον ύδωρ, το δε περισσότερον μέρος της νυκτός προσηύχετο και όλην σχεδόν την θείαν Γραφήν απεστήθιζε. Βλέποντες λοιπόν οι κύριοί του τας αρετάς αυτού εθαύμαζον και όσον ο καιρός παρήρχετο, τοσούτον τον ηυλαβούντο περισσότερον. Ένεκα τούτου, ολίγον κατ’ ολίγον, με τα έργα και τους λόγους του τούς έφερε εις θεογνωσίαν, συνεργούσης της θείας Χάριτος. Αφ’ ου δε εβαπτίσθησαν, ηυχαρίστησαν αυτόν λέγοντες· «Επειδή μέσω σου εγνωρίσαμεν την δύναμιν του αληθινού Θεού, δια τούτο σου χαρίζομεν την ελευθερίαν, καθώς και συ μας ελύτρωσες από την αμαρτίαν και την αιχμαλωσίαν του δαίμονος». Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Επειδή ο ελεήμων Θεός σας εφώτισε και εγνωρίσατε την αλήθειαν, δεν είναι ανάγκη να ευρίσκωμαι πλέον εις την οικίαν σας· μάθετε δε, ότι εγώ δεν ήμην δούλος τινός, αλλά Ασκητής της Αιγύπτου ελεύθερος και μόνον δια να σας λυτρώσω από την πλάνην έγινα δούλος ιδικός σας. Λάβετε λοιπόν ταύτα τα νομίσματα, τα οποία εδώσατε, διότι τα εφύλαττον δια να σας τα επιστρέψω σήμερον και δώσατέ μου συγχώρησιν, δια να οδηγήσω και άλλους προς την ευσέβειαν». Εκείνοι όμως παρεκάλουν αυτόν κλαίοντες να παραμείνη μετ’ αυτών ολίγον ακόμη καιρόν, όχι ως δούλος των, αλλ’ ως δεσπότης και κύριος. Όμως ο Άγιος δεν υπήκουσεν. Εκ δευτέρου δε τον παρεκάλεσαν να πάρη τα χρήματα, με τα οποία τον ηγόρασαν και να τα διανείμη εις πένητας, ο δε Όσιος απεκρίθη· «Μοιράσατέ τα σεις, διότι είναι ιδικά σας». Αναχωρήσας λοιπόν εκείθεν ο Όσιος επορεύετο ευαγγελικώς χωρίς να κρατή χρυσόν ή άργυρον ή σάκκον ή ράβδον ή φαγώσιμον τι, αλλά πτωχός και ακτήμων με ένα μόνον χιτώνα, ως άλλος Απόστολος. Ούτω δε πορευόμενος ανά την οικουμένην έφθασε και εις τας Αθήνας. Είχε δε τότε τρεις ημέρας όπου εβάδιζε χωρίς να φάγη τίποτε και εκινδύνευεν από την πείναν. Όθεν ελθών εκεί όπου ήσαν συνηγμένοι οι πρόκριτοι της πόλεως, εβόησε προς αυτούς, λέγων· «Βοηθήσατέ μοι, Αθηναίοι σοφώτατοι». Ερωτηθείς δε πόθεν ήτο και τι εχρειάζετο, ο Άγιος Σεραπίων απεκρίθη· «Μοναχός είμαι εξ Αιγύπτου, από δε της νεότητός μου με ηνώχλουν τρεις δανεισταί, εκ των οποίων τους μεν δύο ηδυνήθην και επλήρωσα και πλέον δεν με πειράζουσι, αλλά ο τρίτος με φοβερίζει, ότι εάν δεν του δώσω το χρέος σήμερον, θα με δικάση ο αυθάδης εις θάνατον». Τότε οι σοφοί τον ηρώτησαν, τίνες ήσαν οι τρεις δανεισταί. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ο πρώτος είναι η φιλαργυρία, ο δεύτερος η πορνεία και ο τρίτος η γαστριμαργία. Αυτοί οι τρεις εχθροί είναι οι πολεμούντες με από νεότητός μου ισχυρότατα· και τους μεν δύο ενίκησα κατά κράτος με την βοήθειαν του Θεού, επειδή εκ φύσεως είναι εξωτερικοί. Αλλά η κοιλία θέλει το οφειλόμενον και μου φωνάζει. Διότι έχω τέσσαρας ημέρας όπου δεν έφαγον». Του έδωσαν τότε μερικά νομίσματα, από τα οποία, αφού ηγόρασα μόνον ένα άρτον, εχάρισε τα υπόλοιπα. Από τούτο το συμβάν ανεγνώρισαν οι Αθηναίοι ότι ήτο ενάρετος. Κατόπιν μετέβη εις την Λακεδαίμονα και επωλήθη εις μέγαν τινά άρχοντα, όστις ήτο Μανιχαίος την αίρεσιν. Εκεί εις διάστημα δύο χρόνων επέστρεψεν όλους της οικίας εκείνης εις την ευσέβειαν και τότε τους επανέδωσε τα χρήματα της αγοράς του. Έπειτα, πεφωτισμένος παρά Θεού, εισήλθεν εις εν πλοίον, το οποίον εταξίδευεν εις την Ρώμην, έχων γνώμην να χειραγωγήση και εκεί όσους δυνηθή, προς ευσέβειαν. Αφ’ ου λοιπόν έκαμε τρεις ημέρας εις το πλοίον και δεν τον είδαν οι ναύται να φάγη τίποτε, τον ηρώτησαν την αιτίαν, ο δε Άγιος απεκρίθη, ότι δεν είχε τίποτε βρώσιμον. Όθεν ωνείδιζον αυτόν τινες λέγοντες· «Πως ετόλμησες λοιπόν να εισέλθης εις το πλοίον χωρίς χρήματα και πόθεν θα πληρώσης τον ναύλον σου»; Τότε ο Όσιος απεκρίθη με πραότητα· «Εάν ορίζετε, πάρετέ με μαζί σας δια την ψυχήν σας, ειδ’ άλλως επιστρέψατέ με εκεί όπου με επήρατε». Τότε οι ναύται και μη θέλοντες τον έτρεφον, δια να μη αποθάνη. Ότε δε έφθασαν εις την Ρώμην εξήλθεν από το πλοίον και ηρώτησεν εάν ήτο κανείς Μοναχός ενάρετος. Έμαθε λοιπόν, ότι υπήρχεν εκεί Οσία τις παρθένος, έγκλειστος, η οποία ουδέποτε συνωμίλησε μετά τινος ανδρός. Τότε ο Σεραπίων, πεφωτισμένος εκ θείου Πνεύματος, απήλθεν εις το κελλίον αυτής και λέγει εις την δούλην της· «Ειπέ εις την κυρίαν σου, ότι ήλθεν εις Αββάς από την Αίγυπτον ίνα συνομιλήσετε». Απελθούσα λοιπόν η δούλη, είπεν εις την παρθένον τον λόγον, εκείνη όμως δεν εδέχθη τον Όσιον, απαντήσασα ότι δεν ήτο ανάγκη να συνομιλήση με άνδρα. Βλέπων λοιπόν ο μέγας ούτος Όσιος Σεραπίων, ότι ίστατο εκεί τρεις ημέρας παρακαλών να της ομιλήση και δεν ηθέλησεν, είπε ταύτα εις την δούλην· «Ύπαγε και ειπέ εις την κυρίαν σου, ότι ο Θεός με απέστειλε να της ομιλήσω δια ψυχικήν της ωφέλειαν». Εδέχθη τότε η παρθένος, εισελθών δε ο Όσιος ηρώτησε· «Που πορεύεσαι»; Η δε παρθένος απεκρίθη· «Μεταβαίνω προς τον Δεσπότην μου». Λέγει τότε προς αυτήν ο Αββάς· «Ζης ή απέθανες»; Η δε είπε· «Θαρρώ εις τον Θεόν, ότι κατά σάρκα απέθανα, διότι όστις ζη εις τον κόσμον σαρκικώς δεν απέρχεται προς τον Θεόν». Λέγει πάλιν ο Όσιος· «Εάν θέλης να σε πιστεύσω, έξελθε και κάμε καθώς θα σου είπω». Η δε απεκρίνατο· «Έχω είκοσι πέντε χρόνους εδώ μέσα έγκλειστος και τώρα, εάν εξέλθω, τι θα είπουν οι άνθρωποι»; Λέγει ο Όσιος· «Εάν απέθανες, τι σε μέλλει δια τους λόγους των ανθρώπων; Ο νεκρός, και αν επαινήται και αν υβρίζεται, δεν το θεωρεί εις τίποτε. Λοιπόν έξελθε, ίνα εννοήσης την πλάνην σου». Τότε η παρθένος ηννόησεν από τους λόγους του Οσίου, ότι ήτο σοφός και ενάρετος άνθρωπος. Όθεν εξήλθε δια ταπείνωσιν και ελθόντες εις την Εκκλησίαν της είπεν ο Όσιος· «Εάν θέλης να πεισθής, εάν πράγματι ενεκρώθης κατά κόσμον και δεν φροντίζεις να αρέσκης εις τους ανθρώπους, αλλά μόνον ποθείς τα ουράνια, εκδύσου τα ιμάτια, να μείνης γυμνή χωρίς υποκάμισον, ούτω δε να κάμω και εγώ και να διέλθωμεν αμφότεροι από το κέντρον της πόλεως ολόγυμνοι χωρίς ουδόλως να εντραπής». Η παρθένος τότε είπε προς αυτόν· «Εάν κάμω καθώς μου λέγεις, σκανδαλίζω τους ανθρώπους και θα λέγουν ή ότι έχω δαιμόνιον, ή ότι εξήλθον από τας φρένας μου». Λέγει προς αυτήν ο Όσιος· «Ο νεκρός δεν αισθάνεται· όθεν, ή επαινούσιν ή ονειδίζουσιν αυτόν, δεν ακούει τίποτε. Ούτω και συ, εάν λέγης αλήθειαν ότι ενεκρώθης κατά κόσμον και ζης εν Χριστώ, κατά τον Απόστολον, μη σε μέλλει εάν σε υβρίσουν και σε κατακρίνουν οι άνθρωποι· μόνον κάμε ό,τι σου λέγω και ακολούθει μοι». Τότε η παρθένος, γνωρίσασα την προτέραν της αγνωσίαν και έπαρσιν, έπεσε μετά δακρύων εις τους πόδας του Γέροντος λέγουσα· «Παρακαλώ σε, Αββά, συγχώρησόν μοι δια τον Κύριον, διότι δεν δύναμαι εις τούτο να υπακούσω· μόνον ό,τι άλλο με προστάξης το πράττω μετά χαράς». Τότε λέγει ο πάνσοφος· «Ύπαγε λοιπόν, αδελφή μου, εις το κελλίον σου. Ταπεινώσου από την έπαρσιν και μη καυχάσαι ότι ενεκρώθης, ούτε να υψηλοφρονής ότι είσαι από τας άλλας πλέον ενάρετος. Αλλ’ έχε ταπείνωσιν όσην δύνασαι, επειδή ζης ακόμη εις τον κόσμον και θέλεις να αρέσκης εις τους ανθρώπους. Εγώ απέθανα κατά την σάρκα και ημπορώ να περιπατώ ολόγυμνος και άλλους παραλογισμούς να κάμνω, δια να με ονειδίζουν οι άνθρωποι· όμως δεν υψηλοφρονώ, ως συ, και δεν λέγω ότι ενεκρώθην». Με τοιούτους ψυχωφελείς και άλλους παρομοίους λόγους νουθετήσας, εσωφρόνισεν αυτήν. Ευχαριστήσασα τότε εκείνη τα μέγιστα τον Όσιον εισήλθε και πάλιν εις το κελλίον της και διήγε τον βίον με μεγαλυτέραν αρετήν και περισσοτέραν ταπείνωσιν. Επιστρέψας μετά τούτο ο Όσιος εις την έρημον πολλά ωφέλησε τους Μοναχούς δια διαφόρων παραδειγμάτων. Εξόχως δε έλργε και τούτο δια τους λαθροφάγους· «Όταν ήμην νεώτερος, εις την υπακοήν του Αββά Θεοδώρου, με ηνώχλει ο δαίμων της γαστριμαργίας και έκλεπτον ένα άρτον από την τράπεζαν, τον οποίον έτρωγον κατά την νύκτα κρυφίως. Αλλά τόσον με έτυπτεν η συνείδησις, ώστε υπέρ την ηδονήν της τροφής ήτο περισσοτέρα η λύπη και η βάσανος, ήτις με έθλιβεν. Ήλθον δε ποτέ αδελφοί τινές εις τον Γέροντά μου και συνωμίλουν περί γαστριμαργίας και άλλων τινών παραπτωμάτων και ότι πρέπει ο καθείς να ομολογή τους κρυφούς διαλογισμούς εις τους Πνευματικούς Πατέρας. Εγώ δε, ταύτα ακούσας, έκρινα ότι το έλεγον δι’ εμέ. Όθεν έπεσα εις τους πόδας αυτών με δάκρυα και ωμολόγησα παρρησία την αμαρτίαν μου, εξήγαγον δε τον άρτον τον οποίον είχον κρυμμένον εις το στήθος μου, δια να καταισχυνθώ περισσότερον. Τότε μου λέγει ο Γέρων· «Έχε θάρρος εις τον Θεόν, τέκνον μου, διότι αυτή η ταπείνωσίς σου σε ανέδειξε νικητήν κατά του δαίμονος, επειδή τον εντροπίασες και δεν έχει πλέον εξουσίαν επί σου». Ενώ δε ο Αββάς έλεγε προς εμέ ταύτα, εξήλθεν από τον κόλπον μου ως φλόγα πυρός εις δαίμων, έμεινε δε τόση δυσωδία εις τον τόπον εκείνον, ώστε δεν ημπορούσαμεν να μείνωμεν. Από τότε πλέον δεν έπεσα εις τοιούτον ανόμημα με την θείαν βοήθειαν». Αυτά και έτερα πλείστα λέγων ο Όσιος προς νουθεσίαν των αδελφών και πλήρης ημερών γενόμενος και πολλάς αγαθοεργίας προς τους πλησίον τελέσας, έτι δε και ουχί ολίγα θαυμάσια εργασάμενος, απήλθε προς τον ποθούμενον Χριστόν. Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου