Μάρκος ο Όσιος Πατήρ ημών, ο Ασκητής, ήκμαζε
κατά το έτος υλ΄ (430) από Χριστού και γενόμενος εις όλα φιλόπονος, επεδόθη
εις την μελέτην των Θείων Γραφών, συγχρόνως δε έφθασεν εις το άκρον της
ασκήσεως και αρετής. Σημείον και απόδειξις των δύο τούτων είναι τόσον οι
συγγραφέντες παρ’ αυτού λόγοι, οι οποίοι είναι πλήρεις πάσης παιδείας και
ωφελείας, όσον και η δοθείσα εις αυτόν χάρις των θαυμάτων, εν εκ των οποίων
είναι και το εξής· Όταν ο μακάριος Μάρκος ησύχαζεν αγωνιζόμενος εις το κελλίον
του και επρόσεχεν εις τον εαυτόν του, ήλθε προς αυτόν ύαινα τις φέρουσα τον
σκύμνον της τυφλόν και με ταπεινόν σχήμα εδείκνυεν, ότι παρεκάλει τον Άγιον να
ευσπλαγχνισθή το γέννημά της και ιατρεύση τα όμματά του.
Ο δε Άγιος, πτύσας εις
τα τυφλά του όμματα και προσευχηθείς, κατέστησεν αυτά υγιά. Αφού δε παρήλθον
ημέραι τινές, έφερεν εις τον Άγιον η ύαινα εν δέρμα μεγάλου κριού, ως αμοιβήν
και ευχαριστίαν της ιατρείας τού τέκνου της. Ο Άγιος όμως δεν εδέχετο τούτο,
έως ου η ύαινα έδειξε δια σχημάτων, ότι εις το εξής δεν θέλει βλάψει πρόβατα
των πενήτων. Όθεν εκ τούτου συμπεραίνομεν, ότι αν ο Άγιος Μάρκος ήτο τόσον
εύσπλαγχνος και συμπαθής εις την άλογον φύσιν των θηρίων, πόσον άραγε θα ήτο
εύσπλαγχνος εις τους ανθρώπους τους οποίους η της φύσεως κοινωνία απαιτεί να
ευσπλαγχνίζεται πας τις, ως ομογενείς και ομοφύλους; Τόσην δε καθαρότητα είχεν
ο Όσιος ούτος, ώστε ο Πρεσβύτερος της Σκήτεως ώμνυεν, ότι ουδέποτε εκοινώνησε
τον Άγιον τούτον με τας ιδίας του χείρας, αλλ’ όταν προσήρχετο όπως μεταλάβη
Άγγελος Κυρίου τον μετελάμβανε, του οποίου την χείρα έβλεπεν εκ του αγκώνος
βαστάζουσαν την λαβίδα και μεταλαμβάνουσαν τον Όσιον. Απετάξατο δε ο Όσιος
ούτος τον κόσμον και τα εν κόσμω όταν ήτο ετών τεσσαράκοντα. Διανύσας δε εις
την άσκησιν έτη εξήκοντα προς Κύριον εξεδήμησεν. Ήτο δε κατά το μέγεθος του
σώματος χαμηλός, αγένειος και φαλακρός εις την κεφαλήν, είχεν όμως λάμπουσαν εκ
των έσωθεν προς τα έξω την Χάριν του Αγίου Πνεύματος.
Του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΜΑΡΚΟΥ του Ασκητού
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΝ
ΜΟΝΑΖΟΝΤΑ
Τω περιποθήτω τέκνω Νικολάω,
Επειδή έκπαλαι
μεγάλας φροντίδας κατέβαλες, ίνα σώσης τον εαυτόν σου, ως και μεγίστην μέριμναν
δια την κατά Θεόν ζωήν, συζητών δε με ημάς διηγείσο δια ποίων κόπων, θερμών
αγώνων και αυστηρού τρόπου ζωής προσεπάθεις να πλησιάσης προς τον Κύριον,
εφαρμόζων εις τους αγώνας σου εγκράτειαν και πάσαν κακοπάθειαν, εντατικήν
αγρυπνίαν και σύντονον προσευχήν· εξιστόρεις δε οποίοι πόλεμοι και εξάψεις
σαρκικών παθών αναταράσσουν την ανθρωπίνην φύσιν και κατά της ψυχής
εξεγείρονται υποκινούμενα υπό του νόμου της αμαρτίας του αντιστρατευομένου τον
νόμον του νοός ημών (βλ. Ρωμ. ζ: 23), συνεκινείσο δε και ωδύρεσο, διότι
περισσότερον παρηνωχλείσο από τον πόλεμον της οργής και των σαρκικών
ελαττωμάτων και επεζήτεις να ακούσης λόγον συμβουλευτικόν και δια τίνος τρόπου
θα ηδύνασο να καταστής ανώτερος των ολεθρίων τούτων κακών, δια τούτο και κατ’
εκείνον τον καιρόν, όσον ήτο δυνατόν, προσωπικώς σε συνεβουλεύσαμεν,
παραδώσαντες εις σε ως υποθήκην
ψυχωφελείς σκέψεις και γνώμας υποδείξαντες και δια ποίων ασκητικών αγώνων
μετά συνέσεως και πεφωτισμένης γνώσεως της λογικής, κατά το Ευαγγέλιον
πολιτευομένη η ψυχή, υποβοηθουμένη και υπό της Χάριτος της Πίστεως, δύναται να
υπερασπίση εαυτήν κατά των εκ της κακίας αναφυομένων κακών, ιδιαιτέρως δε των
κακιών, τας οποίας προανεφέραμεν. Διότι πράγματι προς εκείνα τα πάθη, από τα
οποία, εκ προκαταλήψεως ή εκ συνηθείας, επηρεάζεται η ψυχή περισσότερον, υπ’
αυτών παρασυρομένη, εναντίον αυτών οφείλει και να αναλάβη εντονώτερον και
συνεχή τον αγώνα, έως ότου υποτάξη τας σαρκικάς και παραλόγους πράξεις εις τας
οποίας, υποτασσομένη πρότερον, παρεσύρετο και δια της συνεχούς επανόδου των εις
τον λογισμόν και της κακής εκτιμήσεως ως και δια της συγκαταθέσεως των σκέψεών
της εσύρετο ως αιχμάλωτος. Επειδή λοιπόν δι’ ολίγον διάστημα απεμακρύνθημεν από
σου, σωματικώς και ουχί πνευματικώς, ελθόντες εις την έρημον πλησίον των
αληθινών εργατών και αθλητών του Χριστού, ίνα και ημείς, έστω και κατ’
ελάχιστον, αγωνισθώμεν και συναθλήσωμεν με τους αδελφούς τους αγωνιζομένους
κατά των πολεμίων δυνάμεων και αντισταθώμεν γενναίως εις τα πάθη, ίνα
αποβάλωμεν την οκνηρίαν, ίνα απορρίψωμεν την αμέλειαν και αναλάβωμεν πάσαν
φροντίδα και επιμέλειαν, επειγόμενοι να ευαρεστήσωμεν τω Θεώ, τούτου ένεκα,
μετά προθυμίας προσεφέρθημεν ίνα και δια γραμμάτων χαράξωμεν προτροπήν και
νουθεσίαν ψυχωφελή, προς σε τον απονήρευτον, ίνα εκείνα τα οποία αυτοπροσώπως
σου έλεγον, ταύτα παραθέτων εις το συμβουλευτικόν τούτο γράμμα μου σου
προσφέρωσι πνευματικήν ωφέλειαν ως εάν συνδιελεγόμεθα αυτόπροσώπως. Την αρχήν
λοιπόν της κατά Θεόν ωφελείας σου, ω τέκνον, από του εξής σημείου πρέπει να
κάμνης. Να μη λησμονής ουδέ στιγμήν από του να μνημονεύης και εν αδιαλείπτω
αφοσιώσει πάντοτε να αναλογίζεσαι πάσας τας οικονομίας του φιλανθρώπου Θεού,
τας εις σε πρότερον γενομένας και καθ’ ημέραν επιγινομένας και τας ευεργεσίας
Εκείνου, προς σωτηρίαν της ψυχής σου· και
μη υπό κακίας της λησμοσύνης καλυπτόμενος, ή εξ αιτίας ραθυμίας,
λησμονείς τας πολλάς και μεγάλας Του ευεργεσίας, διερχόμενος τον υπόλοιπον
χρόνον ανωφελώς και αχαρίστως. Διότι η τοιαύτη συνεχής ανάμνησις των ευεργεσιών
του Θεού, ως κεντρίον θίγει την καρδίαν, κινούν αυτήν προς εξομολόγησιν, προς
ταπείνωσιν, προς ευχαριστίαν μετά ψυχής συντετριμμένης, προς πάσαν καλήν σκέψιν
και τρόπων ανταπόδοσιν, προς καλλιέργειαν χρηστών ηθών και πάσης της κατά Θεόν
αρετής, πάντοτε σκεπτομένην με πλήρη συναίσθησιν τον προφητικόν λόγον· «Τι
ανταποδώσω τω Κυρίω περί πάντων ων ανταπέδωκέ μοι»; (Ψαλμ. ριε:3). Όταν λοιπόν
αναλογισθή η ψυχή τας από της γενέσεώς της προς αυτήν ευεργεσίας του φιλανθρώπου
Θεού, ή από πόσους κινδύνους πολλάκις διεφυλάχθη, ή εις πόσα κακά υποπεσούσα
και εις αμαρτήματα πολλάκις εκουσίως ολισθήσασα δεν παρεδόθη, όπως θα ήτο
δίκαιον, εις τα απατηλά πνεύματα, εις απώλειαν και θάνατον, αλλά ο φιλάνθρωπος
Δεσπότης, εν τη μακροθυμία Του, παραβλέπων τα αμαρτήματά της, διεφύλαξεν αυτήν
αναμένων την επιστροφήν αυτής. Μολονότι δε εκουσίως διά των παθών υπετάγη αύτη
εις τα πονηρά πνεύματα, Αυτός την διέτρεφε προστατεύων και παντοιοτρόπως
προνοών περί αυτής, τέλος δε δι’ αγαθής βουλής την ωδήγησεν εις οδόν σωτηρίας
και ενέβαλεν εις αυτήν την αγάπην του ασκητικού βίου, ενδυναμώσας ταύτην, ώστε
μετά χαράς να εγκαταλείψη τον κόσμον και πάσαν απάτην των σαρκικών αυτού
ηδονών. Κατεκόσμησε δε ταύτην δια του Αγγελικού σχήματος της ασκητικής τάξεως,
παρασκευάσας ώστε να γίνη αύτη ευπρόσδεκτος παρά αδελφότητος εν συστήματι
ζώντων αγίων ανδρών. Τις έχων γνώμην ευσυνείδητον και ταύτα αναλογιζόμενος δεν
θα διατελή πάντοτε εν συντριμμώ καρδίας; Όταν έχη τις τόσον ισχυράς αποδείξεις
προηγουμένων ευεργεσιών εκ μέρους του Κυρίου, ενώ ο ίδιος τίποτε το αγαθόν δεν
έπραξε, δεν πρέπει να έχη πάντοτε σταθεράν ελπίδα δια την σωτηρίαν του; Εάν
σκεφθή τούτο μόνον, ότι ο Θεός, αν και εγώ ουδέν αγαθόν έπραξα, αλλ’ αντιθέτως
πολλά αμαρτήματα διέπραξα ενώπιον Αυτού, κυλιόμενος εις τας αμαρτίας της σαρκός
και εις πολλάς άλλας κακίας, όχι μόνον δεν τον ετιμώρησεν αναλόγως προς τας
αμαρτίας μου, ουδέ μου ανταπέδωσεν ίσα προς τας ανομίας μου (Ψαλμ. ρβ: 10),
αλλ’ αντιθέτως τόσας δωρεάς και Χάριτας ωκονόμησεν εις εμέ δια την σωτηρίαν
μου, εάν παραδώσω καθ’ ολοκληρίαν τον εαυτόν μου εις Αυτόν, ίνα εργάζεται δι’
Αυτόν με πάσαν αγνότητα και επιδίωξιν πάσης αρετής, πόσων αγαθών και
πνευματικών χαρισμάτων θέλει με καταξιώσει, ενισχύων με εις παν έργον αγαθόν,
κατευθύνων και κατευοδών με; Ένεκα τούτου, ο κατεχόμενος διαρκώς από την
τοιαύτην σκέψιν και μη λησμονών τας ευεργεσίας του Θεού κατηγορεί εαυτόν και
θεωρεί ως ένοχον, και πιέζει εαυτόν να επιτύχη καλώς πάσαν αρετήν και είναι
πρόθυμος να ασκήση παν έργον δίκαιον, πάντοτε δε είναι έτοιμος να πράξη το
θέλημα του Θεού. Ώστε λοιπόν, ω αγαπητόν μου τέκνον, έχων, Χάριτι Χριστού, εκ
φύσεως σύνεσιν, ταύτην την επαγγελίαν και καλήν παραίνεσιν φύλαττε πάντοτε και
μη καλυφθής υπό λησμοσύνης, ουδέ ραθυμία να σε εμποδίση, ήτις ακινητεί τον νουν
και παρεκκλίνει τούτον από των αυστηρών της ζωής καθηκόντων ούτε να εμποδισθής
να εφαρμόσης ταύτην την επαγγελίαν, συσκοτιζομένου του λογισμού σου από την
άγνοιαν, ήτις είναι ρίζα πάντων των κακών ή επηρεαζόμενος από την κακίστην
αμέλειαν, ουδέ υπό της ηδονής της σαρκός παρασυρόμενος ή νικώμενος υπό της
γαστριμαργίας, ουδέ δεσμεύων τον νουν σου υπό των επιθυμιών και δια της
συνεργασίας πορνικών σκέψεων εργασθής δια τον εαυτόν σου αμαρτίαν. Ουδέ πάλιν
υπό της οργής της γεννώσης μίσος προς αδελφόν, ή εξ ασημάντου και μικράς
προφάσεως προξενών λύπην ή λυπούμενος και μνησικακών κατά του πλησίον να
παραμελής την καθαράν προς τον Θεόν προσευχήν και κατά τον νουν αποσυντιθέμενος
ή με διάθεσιν θηριώδη να υποβλέπης τον αδελφόν. Ουδέ δια των παραλόγων σκέψεων
της σαρκικής επιθυμίας να δεσμεύης την συνείδησίν σου και εξ αιτίας των πονηρών
πνευμάτων, εις τα οποία υπήκουσας, να παραδίδεσαι επ’ αόριστον εις ταλαιπωρίας,
ώστε να εξαντλήται ο νους εξ αυτών και υπό της λύπης και της ραθυμίας
καταπτοηθείς να εγκαταλείπη την κατά Θεόν προκοπήν. Εάν δε και τι εκ τούτων
συμβή, πάλιν να αρχίζη δια της πολλής ταπεινώσεως να βαδίζη επί της οδού της
σωτηρίας. Και αφού πολλά πράξη δι’ ευχών και ολονυκτίων αγρυπνιών, αφού
διασκορπίση τα αίτια δια της ταπεινώσεως και δια της εξομολογήσεως προς τον
Θεόν και προς τον πλησίον, να άρχεται να σωφρονίζεται, φωτιζόμενος, θεία
Χάριτι, υπό γνώσεως ευαγγελικής. Διότι ο μη παραδίδων εαυτόν τελείως εις τον
Σταυρόν, εν φρονήματι ταπεινώσεως και εξουθενώσεως, και μη ρίπτων εαυτόν υπό
κάτω πάντων, ίνα καταπατείται και εκμηδενίζεται και χλευάζεται, ταύτα δε πάντα
να υπομένη μετά χαράς χάριν του Κυρίου ή μη απαρνούμενος καθ’ πλπκληρίαν τα
ανθρώπινα, ήτοι δόξαν, ή τιμήν, ή έπαινον, ή ηδονήν φαγητών ή ποτών, ή πλούσια
ενδύματα, αληθής Χριστιανός δεν δύναται να γίνη. Τοιούτων ώστε προκειμένων εις
ημάς αγώνων και κατορθωμάτων και στεφάνων, έως πότε ημείς ωρίμως και εν
ευσεβεία σκεπτόμενοι θα διαχλευαζώμεθα ότι μετ’ αφοσιώσεως εργαζόμεθα τον
Κύριον, αλλοίοι πιστευόμενοι παρά των ανθρώπων και αλλοίοι αποδεικνυόμενοι εις
τον τα κρυπτά γινώσκοντα; Διότι, ενώ νομιζόμεθα παρά πολλών ως Άγιοι, πράγματι
είμεθα άγριοι κατά το ήθος και το φρόνημα, αληθώς μεν κατέχοντες την μόρφωσιν
της ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής, ενώπιον του Θεού, μη κατέχοντες (πρβλ. Β΄
Τιμ. γ: 5). Παρθένοι και αγνοί παρά πολλών νομιζόμεθα, ενώ εις τα κρυπτά
κατανοούντα αποδεικνυόμεθα μεμολυσμένοι έσωθεν εκ πορνικών ακαθαρσιών, εκ δε
των αποτελεσμάτων των παθών πλήρεις ρύπου και βορβόρου. Δια δε την
συνεχιζομένην ακόμη άσκησιν ημών υπό των επαίνων των ανθρώπων εξαπατώμεθα και
κατά τον νουν εκτυφλούμεθα. Έως πότε λοιπόν θα πορευώμεθα εν πλάνη νοός μη
εφαρμόζοντες την ευαγγελικήν επιταγήν, της δε κατά συνείδησιν πολιτείας ουδόλως
να έχωμεν επίγνωσιν, ίνα ταύτην επιδιώξωμεν, ώστε και την κατά συνείδησιν
παρρησίαν να επιτύχωμεν; Όχι δε μόνον τούτο, αλλ’ ακόμη στηριζόμεθα και εις
μόνην την απατηλήν δικαιοσύνην των ανθρώπων, διότι στερούμεθα της αληθούς
γνώσεως, πλανώντες ούτω εαυτούς μόνον με εξωτερικάς ασχολίας, με μόνην την
επιθυμίαν να αρέσκωμεν εις τους ανθρώπους, επιζητούντες παρά τούτων δόξας,
τιμάς και επαίνους. Οπωσδήποτε, θα έλθη ο τα κρυφά του σκότους αποκαλύπτων, ο
φέρων εις φως τας σκέψεις του νοός, ο δικαιότατος Κριτής, ο μήτε πλούσιον
εντρεπόμενος, μήτε πτωχόν ελεών· ο το σχήμα το έξωθεν αφαιρών και την αλήθειαν
την ένδοθεν κεκρυμμένην φανερών. Ο κοσμών δια στεφάνων ενώπιον του Πατρός Του,
παρουσία και των Αγίων Αγγέλων, τους κατά συνείδησιν πολιτευομένους και τους
αληθείς αγωνιστάς και αθλητάς. Ο καταισχύνων εκείνους, οίτινες περιβαλλόμενοι
υπό του σχήματος και εμφάνισιν ευσεβείας επιδεικνύοντες, την φαινομενικήν μόνον
πολιτείαν εμφανίζουν εις τους ανθρώπους, ανωφελώς εις αυτήν εμπιστευόμενοι,
κατά σκέψιν μόνον περιπατούντες εις την Άνω Εκκλησίαν των Αγίων. Θα έλθη Εκείνος,
όστις θριαμβεύει επί πάσης της ουρανίου στρατιάς, ίνα τους ούτω ελεεινώς
αισχυνομένους αποστείλη εις το σκότος το εξώτερον μετά των μωρών παρθένων,
αίτινες την εξωτερικλην παρθενίαν διεφύλαξαν. Αν και δεν εκλήθησαν μόνον προς
τούτο· διότι είχον ολίγον έλαιον εις τα αγγεία, δηλαδή μερικάς αρετάς και
εξωτερικάς πράξεις, είχον δε καταστή μέτοχοι και τινων χαρισμάτων. Δια τούτο
και αι λυχνίαι αυτών μέχρι τινός ήναπτον. Αλλά εξ αμελείας, αγνοίας και
ραθυμίας δεν επρονόησαν, ώστε να αντιληφθούν ακριβώς το πλήθος των εσωτερικών
παθών, των υποκινουμένων υπό των πονηρών πνευμάτων. Εφθείροντο λοιπόν τα
νοήματα αυτών από τας αντιδραστικάς και σκοτεινάς ενεργείας, και με τον
υποχωρούντα λογισμόν των εδελεάζοντο κρυφίως και ενικώντο υπό τούτων των
φρικτών παθών. Του κακίστου φθόνου, της μισοκάλου ζηλοτυπίας, της έριδος, της
φιλονεικίας, του μίσους, της οργής, της πικρίας, της μνησικακίας, της
υποκρισίας, του θυμού, της υπερηφανείας, της κενοδοξίας, της ανθρωπαρεσκείας,
της φιλαργυρίας, της ακηδίας, της σαρκικής επιθυμίας, ήτις την ηδυπάθειαν εν τω
λογισμώ κατεργάζεται, της απιστίας, της αφοβίας, της δειλίας, της λύπης, της
αντιλογίας, της εκ του ύπνου χαυνώσεως, της οιήσεως, της απαιτήσεως να έχουν
πάντοτε δίκαιον, της επάρσεως, της αλαζονείας, της απληστίας, της ασωτείας, της
πλεονεξίας, της απελπισίας, ήτις είναι το χειρότερον των παθών και των λεπτών
της κακίας ενεργειών. Ώστε και την άσκησιν των καλών πράξεων και την σεμνήν
πολιτείαν, ακόμη δε και εκείνα τα οποία εσκόπουν να κάμουν, δια τους ανθρώπους,
δια τους παρ’ εκείνων επαίνους έπραττον· αν δε ήσαν μέτοχοι και τινών
χαρισμάτων, δια του πνεύματος της κενοδοξίας και της ανθρωπαρεσκείας
απεξενώθησαν εξ αυτών. Και γενόμεναι κοινωνοί των άλλων παθών, ανεμίγνυον τας
καλάς πράξεις με τας πονηράς και σαρκικάς σκέψεις. Δια τούτο και ακαθάρτους και
απαραδέκτους πράξεις ειργάζοντο, όπως απαράδεκτος υπήρξεν η θυσία του Κάϊν
(Γεν. δ: 5), στερηθείσαι ούτω της χαράς του Νυμφίου και αποκλεισθείσαι του
επουρανίου Νυμφώνος. Ταύτα λοιπόν έχοντες κατά νουν και ταύτα διακρίνοντες και
υπολογίζοντες, ας εννοήσωμεν και ας συνέλθωμεν, ίνα, εφ’ όσον υπάρχει ακόμη
καιρός προς μετάνοιαν και επιστροφήν, διορθωθώμεν, ώστε αι καλαί ημών πράξεις,
καθαρώς εκτελούμεναι, να είναι αληθιναί και αγναί και να μη αναμιγνύωνται με
σαρκικά φρονήματα, ώστε να μη καταντούν απαράδεκτοι ως θυσία υποκριτική, και εξ
αφοβίας, αμελείας ή ελλείψεως αληθούς γνώσεως υπομείνωμεν ασκόπως τον αγώνα της
μετ’ εγκρατείας παρθενίας, της αγρυπνίας, της νηστείας και της φιλοξενίας και
δαπανήσωμεν τας ημέρας μας, εξ αιτίας δε των παθών, τα οποία προανεφέραμεν, και
τα νομιζόμενα παρ’ ημών ως δια τον Κύριον προσφερθέντα, γίνουν απρόσδεκτα παρά
του Επουρανίου Βασιλέως Χριστού, ως υποκριτική θυσία. Διότι τέκνον μου, ο
επιθυμών να άρη τον Σταυρόν, πρέπει πρώτον να επιμελείται της γνώσεως και της
συνέσεως και τας αρετάς ταύτας πρέπει να παρακολουθή δια του αδιαλείπτου
ελέγχου των λογισμών και δια μεγάλης φροντίδος και περισκέψεως, καθώς επίσης
και δια της συναναστροφής και συζητήσεως μετά των ομοψύχων και ομοφρόνων δούλων
του Θεού, των τον αυτόν αγώνα αγωνιζομένων, ίνα μη, αγνοών που και πως
περιπατεί, βαδίζη εις το σκότος χωρίς φως λύχνου. Διότι ο ιδιόρρυθμος, ο άνευ
Ευαγγελικής γνώσεως και άνευ οδηγίας τινός περιπατών, ευκόλως σκοντάπτει και
εμπίπτει εις πολλούς βόθρους και παγίδας του πονηρού και εν μεγάλη πλάνη
ευρίσκεται και εις πολλούς κινδύνους εκτίθεται, μη γνωρίζων ποίον είναι το
τέλος του. Διότι πολλοί, δια πολλών κόπων και αυστηράς ασκήσεως διήλθον και
μόχθους πολλούς και κακοπαθείας δια τον Θεόν υπέμειναν, αλλ’ η ιδιορρυθμία, η
αδιακρισία και η εσφαλμένη ιδέα, ότι δεν είχον ανάγκην της εκ του πλησίον
προερχομένης ωφελείας, κατέστησαν αχρήστους και ματαίους τους τόσους αγώνας
των. Συ λοιπόν, αγαπητόν μου τέκνον, κατά τας συμβουλάς αίτινες σου εδόθησαν
εις την αρχήν του λόγου, μη λησμονής τας εις σε παρά του φιλανθρώπου Θεού
προσφερθείσας ευεργεσίας, ουδέ υπό της απάτης της κακίας ή υπό της ραθυμίας να
παρασύρεσαι, αλλά τας από της στιγμής της γεννήσεώς σου και μέχρι τούδε, είτε
σωματικάς είτε πνευματικάς ευεργεσίας θέτων προ οφθαλμών, σπούδαζε ταύτας και
επαγγέλλου κατά το ρητόν: «Μη επιλανθάνου πάσας τας ανταποδόσεις αυτού» (Ψαλμ.
ρβ: 2), ίνα ευκόλως η καρδία πληρούται από φόβον και αγάπην Θεού. Ούτω θα
ανταποδώσης ευγνωμονών, όσον δύνασαι, βίον αυστηρόν, πολιτείαν ενάρετον,
συνείδησιν ευσεβή, λόγον πρέποντα, πίστιν ορθήν, φρόνημα ταπεινόν και, ίνα δι’
ολίγων είπωμεν, όλον τον εαυτόν σου θα αναθέσης εις τον Θεόν· ευλαβούμενος δε
εκ της ενθυμήσεως των καλών τούτων, τα οποία απήλαυσες παρά του αγαθού και
φιλανθρώπου Θεού, να σκεφθής μόνος σου κατά ποίον τρόπον δια της τοιαύτης των
ευεργεσιών ενθυμήσεως, συμβοηθούσης και της εκ των άνω κλήσεως, δι’ Εκείνον και
μόνον να κτυπά η καρδία σου. Διότι τα θαυμαστά εκείνα, τα οποία εις άλλους,
πολύ καλλιτέρους σου, δεν παρεχώρησε, δια της αρρήτου φιλανθρωπίας Του εις σε
έδωσε. Όλα λοιπόν τα παρά του Θεού καλά, τα προς σε δωρηθέντα, φρόντιζε να
ευρίσκωνται διαρκώς εις την μνήμην σου, ιδιαιτέρως δε εκείνην την μεγάλην και
θαυμαστήν χάριν και ευεργεσίαν, την οποίαν σού παρέσχεν όταν, μετά της μητρός
σου, εταξίδευσες εκ των Αγίων Τόπων εις Κωνσταντινούπολιν. Καθώς μας διηγήθης,
ότε κατά την νύκτα εκείνην εξέσπασεν η φοβερά εκείνη θύελλα και η τόσον μεγάλη
θαλασσοταραχή, όλοι οι εν τω πλοίω εχάθησαν εις τον βυθόν και η μήτηρ σου και
οι ναύται. Παραδόξως δε και δια θείας δυνάμεως συ μόνον μετ’ άλλων δύο,
ριφθέντες έξω, εσώθητε και θεία οικονομία μετέβης εις Άγκυραν, όπου σε
προσέλαβε καλός τις άνθρωπος, όστις οικειοθελώς σε συνέδεσε μετά του πατρός
Επιφανίου, αφού δε αμφότεροι ωδηγήθητε υπό του Οσίου Πατρός ήλθετε εις την οδόν
της σωτηρίας και εγίνετε δεκτοί παρά των αγίων δούλων του Θεού, ως γνήσια
τέκνα. Υπέρ λοιπόν πάντων των παρά Θεού δωρηθέντων εις σε καλών, τι αντάξιον
έχεις εις Αυτόν να ανταποδώσης, εις τον καλέσαντα την ψυχήν σου εις ζωήν αιώνιον;
Ώστε, κατά δικαιοσύνην, δεν πρέπει πλέον να ζης δια τον εαυτόν σου, αλλά δια
τον δια σε αποθανόντα και εγερθέντα Χριστόν (Β΄ Κορ. ε:15), μετά πάσης μάλιστα
αρετής και δικαιοσύνης, μετά πάσης αυστηράς εφαρμογής των εντολών του, εκτελών
πάντοτε το θέλημα του Θεού το αγαθόν και τέλειον και παν ό,τι είναι αρεστόν εις
Εκείνον (Ρωμ. ιβ:2)· τούτο δε δια παντός τρόπου και δι’ όλων σου των δυνάμεων
να φροντίζης να επιδιώκης. Την δε νεότητά σου, τέκνον μου, υπόταξον εις τον
λόγον του Θεού, καθ’ ον τρόπον ο λόγος ούτος απαιτεί. Να παρουσιάζης δηλαδή το
σώμα σου ως ζωντανήν θυσίαν, αγίαν και ευάρεστον εις τον Θεόν, δια της λογικής
προς Εκείνον λατρείας (Ρωμ. ιβ: 1). Πάντα δε ερεθισμόν σαρκικής επιθυμίας
ξήρανον δια της ολιγοφαγίας, της ολιγοποσίας και των ολονυκτίων αγρυπνιών, ίνα
και συ ολοψύχως είπης· «Εγενήθην ως ασκός εν πάχνη, τα δικαιώματά σου ουκ
επελαθόμην» (Ψαλμ. ριη: 83). Κατανοήσας δε ότι ανήκει εις τον Χριστόν,
σταύρωσον την σάρκα σου, κατά την αποστολικήν φωνήν, «συν τοις παθήμασι και
ταις επιθυμίαις» (Γαλ. ε:24) και τα μέλη τα επί της γης νέκρωσον (Κολ. γ:5).
Και όχι μόνον την πράξιν της πορνείας, αλλά και την υπό των πονηρών πνευμάτων
προκαλουμένην εις την σάρκα επιθυμίαν. Ουχί δε έως του σημείου τούτου σταματά
τον αγώνα ο επιθυμών τον της αληθινής, αμολύντου και άκρας παρθενίας στέφανον,
αλλ’ ακολουθεί την αποστολικήν διδασκαλίαν και αγωνίζεται, ίνα και αυτήν την
έννοιαν του πάθους και την κίνησιν κατανεκρώση. Τοιουτοτρόπως όχι μόνον
επιζητεί δια σφοδρού έρωτος, όπως κατασκηνώση εις το σώμα του η αγγελική και
άχραντος παρθενία, αλλ’ εύχεται όπως εξαφανισθή και αυτή ακόμη η δια μόνης της
ελαφράς σκέψεως ανάμνησις της επιθυμίας, της άνευ κινήσεως και ενεργείας του
πάθους της σαρκός γενομένης. Τούτο μόνον δια της άνωθεν βοηθείας και δυνάμεως
και της ενισχύσεως του Αγίου Πνεύματος είναι δυνατόν να κατορθωθή, μάλιστα όταν
τινές είναι άξιοι της Χάριτος ταύτης. Εκείνος λοιπόν όστις είναι άξιος του
στεφάνου της καθαράς, αϋλου και αχράντου παρθενίας, σταυρώνει την σάρκα δι’
ασκητικών κόπων, νεκρώνει τα επί της γης μέλη κατ’ επιταγήν και επιμονήν της
εγκρατείας και δαμάζει τον εξωτερικόν άνθρωπον, καθιστών αυτόν λεπτόν και
αδύνατον, ίνα δια της πίστεως, των αγώνων και της ενεργείας της Χάριτος, ο
εσωτερικός άνθρωπος ανακαινίζεται καθ’ εκάστην ημέραν (Β΄ Κορ. δ: 16),
προκόπτων προς το καλλίτερον. Όταν ταύτα πράξη, τότε η εν αυτώ αγάπη αυξάνει,
κοσμείται υπό πραότητος, ευφραίνεται εν αγαλλιάσει πνεύματος, βραβεύεται δια
της του Χριστού αγάπης, οδηγείται υπό χρηστότητος, φρουρείται υπό της
αγαθότητος, περιβάλλεται υπό φόβου Θεού, φωτίζεται υπό συνέσεως και γνώσεως,
λαμπρύνεται υπό σοφίας και οδηγείται υπό της ταπεινοφροσύνης. Ανακαινιζόμενος
λοιπόν ο νους υπό του πνεύματος, δια των τοιούτων και παρομοίων προς αυτάς
αρετών, γνωρίζει εν εαυτώ τον χαρακτήρα της θεομόρφου εικόνος και κατανοεί το
θείον και άρρητον κάλλος της προς τον Δεσπότην ομοιώσεως, εννοών ούτω τον
πλούτον της αυτομαθούς και αυτοδιδάκτου σοφίας του δοθέντος νόμου. Λέπτυνον
λοιπόν, αγαπητόν μου τέκνον, την νεαράν σάρκα και δια των προλεχθέντων τόνωσε την
αθάνατον ψυχήν και δια των προειρημένων αρετών ανακαίνισον τον νουν τη βοηθεία
του πνεύματος. Διότι αι σάρκες της νεότητος, παχυνόμεναι εκ διαφόρων τροφών και
ποτών, είναι ως χοίρος έτοιμος προς σφαγήν, του οποίου η ψυχή κατασφάζεται δια
της εξάψεως των ηδονών, ο δε νους αιχμαλωτίζεται υπό του πόθου της κακής
εοιθυμίας, μη δυνάμενος να αντισταθή εις τας ηδονάς της σαρκός. Διότι η εισροή
αίματος εις τον οργανισμόν, την εκροήν του Πνεύματος κατεργάζεται. Ιδιαιτέρως
οίνου ουδέ να οσφραίνεται επιτρέπεται εις την νεότητα. Ίνα μη, δια διπλής
πυρκαϊάς εκρηγνυομένης αφ’ ενός εκ της προσβολής του εσωτερικού πάθους αφ’
ετέρου δια της έξωθεν οινοποσίας, υπερθερμανθή εκ τούτων εις ηδονήν της σαρκός
και αποδιώξη την πνευματικήν ηδονήν του πόνου της κατανύξεως, προξενήση δε ούτω
σύγχυσιν και πώρωσιν εν τη καρδία. Αντιθέτως, δια πνευματικήν επιθυμίαν και εις
χορτασμόν ύδατος η νεότης ας μη εμπιστεύεται. Διότι πολύ συμβάλλει η μετρία
χρήσις του ύδατος εις απόκτησιν σωφροσύνης. Τούτο αφ’ ου δοκιμάσης εμπράκτως,
εξ αυτής της πείρας θα βεβαιωθής. Ταύτα δε νομοθετούμεν ή ορίζομεν, ουχί
επιθυμούντες να θέσωμεν εις σε αναγκαστικώς ζυγόν, αλλά συμβουλεύομεν απλώς και
παροτρύνομεν μετ’ αγάπης, ως γνώμην καλήν και αγαθήν μέθοδον προς υποβοήθησιν
της αληθούς παρθενίας και αυστηράς συφροσύνης, αφίνοντες εις την απόλυτον
προαίρεσίν σου να κάμης ό,τι επιθυμείς. Ας είπωμεν τώρα ολίγα και περί του
παραλόγου πάθους της οργής, το οποίον ερημώνει πάσαν ψυχήν και συγχύζει και
συσκοτίζει ταύτην και καταντά τον άνθρωπον όμοιον προς θηρίον, όταν μάλιστα
κινείται και ενεργή εν οργή, ειδικώς δε εκείνον όστις ευκόλως ολισθαίνει και
ρέπει προς το πάθος τούτο. Το πάθος αυτό εξαιρετικώς στηρίζεται εις την
υπερηφάνειαν και ενδυναμούται και καταντά αθεράπευτον. Όσον δε ποτίζεται το
διαβολικόν δένδρον της πικρίας, της οργής και του θυμού δια του βρωμερού της
υπερηφανείας ύδατος, τόσον θάλλει και ανθοφορεί, αποφέρον άφθονον της ανομίας
καρπόν. Τοιουτοτρόπως ακλόνητος γίνεται εν τη ψυχή η του πονηρού οικοδομή,
έχουσα βάσιν και στήριγμα το θεμέλιον της υπερηφανείας. Εάν λοιπόν επιθυμής να
καταντήση άκαρπον το δένδρον της ανομίας, το πάθος δηλαδή της πικρίας, της
οργής και του θυμού, πρέπει να ξηράνης αυτό εντός σου, ίνα η αξίνη του
πνεύματος ελθούσα εκκόψη αυτό και εις το πυρ βάλη, κατά την Ευαγγελικήν φωνήν (Ματθ.
γ:10, Λουκ. γ: 9) και εκριζώση μετά πάσης κακίας. Εάν δε επιθυμής να
κατακρημνίσης τον της ανομίας οίκον, τον οποίον ο διάβολος κακώς οικοδομεί εις
την ψυχήν, χρησιμοποιών ως λίθους προφάσεις διαφόρους, ευλόγους ή παραλόγους,
εμβάλλων εις τους λογισμούς λόγους υλικούς και υλικάς μερίμνας, και θέτων ως
θεμέλιον σκέψεις υπερηφανείας, την ταπείνωσιν εν Κυρίω έχε αδιάλειπτον εν τη
καρδία σου. Διότι Εκείνος, οποίος υπάρχων, τι εγένετο Χάριν ημών; Από ποίου
ύψους φωτός αποκεκαλυμμένης Θεότητος εν ουρανοίς δοξαζομένης, κατά την δύναμιν
των άνω πλασμάτων, από πάσαν λογικήν φύσιν Αγγέλων, Αρχαγγέλων, Θρόνων,
Κυριοτήτων, Αρχών, Εξουσιών, Χερουβίμ και Σεραφίμ και των ακατονομάστων νοερών
Δυνάμεων, των οποίων τα ονόματα δεν έφθασαν μέχρις ημών κατά το του Αποστόλου
ρήμα (Εφ. α: 21), εις οποίον βάθος ταπεινώσεως κατήλθεν υπέρ των ανθρώπων, δια
την άρρητον αυτού αγαθότητα; Ωμοιώθη κατά πάντα προς ημάς τους καθημένους εν
σκότει και σκιά θανάτου (Πρβλ. Ησ. θ:2), τους δια της του Αδάμ παραβάσεως
καταστάντας αιχμαλώτους και δια της ενεργείας των παθών υπό του εχθρού
κυριευθέντας! Εις τοιαύτην λοιπόν σκληράν αιχμαλωσίαν ευρών ημάς και τόσον
ελεεινώς ζώντας, διοικουμένους δε υπό του αοράτου και πικρού θανάτου, δεν
απεποιήθη ημάς ο πάσης κτίσεως, ορατής και αοράτου, Δεσπότης, αλλά ταπεινώσας
εαυτόν ανέλαβε τον υπό των παθών της ατιμίας και επιθυμίας, δια δεσποτικής
αποφάσεως καταδικασθέντα άνθρωπον, κατά πάντα όμοιος με ημάς γενόμενος πλην της
αμαρτίας (Εβρ. δ: 15), χωρίς δηλαδή ατιμίας εκ των παθών. Διότι ανέλαβε πάντα
τα δια την αμαρτίαν της παραβάσεως εις τον άνθρωπον επιβληθέντα υπό της
δεσποτικής αποφάσεως επιτίμια, θανάτου, κόπου, πείνης, δίψης και τα τούτοις
όμοια, γενόμενος όπως είμεθα ημείς, δια να γίνωμεν και ημείς όπως είναι και
Εκείνος. «Ο Λόγος σάρξ εγένετο» (Ιωάν. α: 14), ίνα η σαρξ γίνη λόιγος. Πλούσιος
ων επτώχευσε χάριν ημών, ίνα ημείς πλουτήσωμεν δια της πτωχείας Εκείνου (Β΄
Κορ. η: 9). Εγένετο όμοιος προς ημάς δια την μεγάλην Του φιλανθρωπίαν, ίνα δια
πάσης αρετής αφομοιωθώμεν και ημείς προς Αυτόν. Διότι εκείνος εις τον οποίον
κατώκησεν ο Χριστός, κατ’ εικόνα και ομοίωσιν γενόμενος άνθρωπος, αυτός δια της
Χάριτος και της δυνάμεως του Πνεύματος ανυψούται, φθάνων εις το μέτρον της
τελείας αγάπης, ήτις απομακρύνει τον φόβον (Α΄ Ιωάν. δ: 18) και δεν είναι πλέον
δυνατόν να καταπέση. Διότι «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α΄ Κορ. ιγ: 80), «ο Θεός αγάπη εστί», λέγει ο
Ιωάννης, «και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει» (Α΄ Ιωάν δ: 16). Δια ταύτης
κατηξιώθησαν οι Απόστολοι ως και εκείνοι οίτινες ομοίως με τούτους ήσκησαν την
αρετήν, να παρουσιάσωσιν εαυτούς τω Κυρίω τελείους και δι’ ασβέστου πόθου καθ’
όλην την ζωήν αυτών να ακολουθήσωσι τον Κύριον. Την τόσην λοιπόν ταπείνωσιν,
την οποίαν δια την προς ημάς αγάπην Του εξ αρρήτου φιλανθρωπίας προσέφερεν ο
Κύριος, εάν πάντοτε φέρης εις τον νουν σου, δηλαδή, την εν μήτρα κατασκήνωσιν
του Θεού Λόγου, την του ανθρώπου προστασίαν, την υπό γυναικός γέννησιν, την
τμηματικήν ανάπτυξιν της σωματικής ηλικίας, τας ατιμίας, τας ύβρεις, τους
ονειδισμούς, τους χλευασμούς, τας λοιδορίας, τας μαστιγώσεις, τους εμπτυσμούς,
τον περίγελον, τον εμπαιγμόν, την κοκκίνην χλαμύδα, τον ακάνθινον στέφανον, την
κατ’ Αυτού απόφασιν των αρχόντων, τας των ανόμων Ιουδαίων, αν και ήσαν
ομόφυλοι, κραυγάς κατ’ Αυτού «Άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν» (Ιωάν. ιθ: 15), τον
Σταυρόν, τους ήλους, την λόγχην, το πότισμα του όξους και της χολής, τον
ενθουσιασμόν του πλήθους, τας ειρωνείας των συμπορευομένων λεγόντων, «Ει Υιός
ει του Θεού κατάβηθι από του σταυρού… και πιστεύσομεν» (Ματθ. κζ: 40-42) ως και
τα άλλα των παθημάτων, τα οποία δι’ ημάς υπέμεινε, την Σταύρωσιν, τον Θάνατον,
την εν μνημείω τριήμερον Ταφήν, την εις τον Άδην κάθοδον. Έπειτα πάλιν τους
καρπούς των παθημάτων οποίοι και ποίοι είναι, τουτέστι την εκ νεκρών Ανάστασιν,
την από του Άδου και του θανάτου αρπαγήν των συνελθουσών τω Κυρίω ψυχών, την
εις τους ουρανούς Ανάληψιν, την εκ δεξιών του Πατρός καθέδραν, την υπεράνω
πάσης αρχής και εξουσίας και παντός προσφερομένου ονόματος (Εφ. α: 21) τιμήν
και δόξαν, την προσκύνησιν πάντων των Αγγέλων εις τον Πρωτότοκον εκ των νεκρών
εξ αιτίας των παθών Του κατά την φωνήν του Αποστόλου καθ’ ην «Τούτο γαρ
φρονείσθω εν ημίν, ο και εν Χριστώ Ιησού· ος εν μορφή Θεού υπάρχων, ουχ
αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ’ εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν
ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος, εταπείνωσεν
εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού· διο και ο Θεός
αυτόν υπερύψωσε και εχαρίσατο αυτώ όνομα το υπέρ παν όνομα, ίνα εν τω ονόματι
Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων» (Φιλ. β: 5 – 10).
Ιδού αι προλεχθείσαι αιτίαι, κατά την δικαιοσύνην του Θεού, εις ποίαν δόξαν και
ποίον ύψος τον του Κυρίου άνθρωπον ανύψωσαν.
Άρα, εάν μετά πόθου και θερμής διαθέσεως εντόνως τας αναμνήσεις ταύτας
διατηρήσης εν τη καρδία σου, δεν θα σε κυριεύση το πάθος της πικρίας, της
οργής, του θυμού. Διότι αφού ανελύσαμεν τα των θεμελίων του πάθους της
υπερηφανείας, ας αναλογίζεσαι ότι δια της εν Χριστώ ταπεινώσεως όλον το
οικοδόμημα της ανομίας του θυμού, της οργής και της λύπης αφ’ εαυτού
κατακρημνίζεται. Διότι ποία σκληρά και λιθίνη καρδία δεν συντρίβεται, δεν
συγκινείται, δεν ταπεινούται, όταν έχη διαρκώς εν εαυτή την ανάμνησιν των παθών
της μονογενούς Θεότητος της δι’ ημάς ταπεινωθείσης; Δεν έγινε «γη και σποδός»
(Γεν. ιη: 27, Ιώβ μβ: 6, Σοφ. Σειρ. ιζ: 32) και πάτημα παρά πάντων ανθρώπων, με
την θέλησίν Του, κατά την Γραφήν; (Πρβλ. Δ΄ Βασ. ιθ: 26). Τοιουτοτρόπως λοιπόν
ταπεινουμένης και συντριβομένης της ψυχής με τον σκοπόν της εν Χριστώ
ταπεινώσεως, ποίος θυμός θα δυνηθή να την προσβάλη; Αλλ’ ως είναι φυσικόν, η
λησμοσύνη των συμφερόντων τούτων και των παρεχόντων ζωήν εις ημάς λογισμών και
η αδελφή της λησμοσύνης ραθυμία ως και η συνεργός και εξ ίσου παντελής άγνοια,
παρασκευάζουσι και τα άλλα πάθη της κακίας, τα βαρύτερα και εσωτερικώτερα, τα
δυσερεύνητα και δυσκατόρθωτα, τα συγκαλύπτοντα και συσκοτίζοντα την ψυχήν δια
φοβεράς περιεργείας, ίνα ταύτα ενεργούν και ριζώνουν εις αυτήν, επειδή
προκαλούν αφοβίαν και αμέλειαν ως προς τα καλά. Επιπροσθέτως καθιστώσι εύκολον
την είσοδον και ενέργειαν εις οιονδήποτε πάθος. Διότι εφόσον η ψυχή καλύπτεται
υπό της λήθης και της καταστρεπτικής ραθυμίας, καθώς και της αγνοίας, ήτις
είναι μήτηρ και τροφός πάντων των κακών, ο εσκοτισμένος νους ευκόλως
παρασύρεται από οιονδήποτε εξ εκείνων τα οποία βλέπονται, νοούνται ή ακούονται.
Ως επί παραδείγματι, εάν ίδη τις ωραίαν γυναίκα, ευθύς κεντρίζεται υπό της
σαρκικής επιθυμίας. Τοιουτοτρόπως λοιπόν επεξεργαζόμεναι αι αισθήσεις εκείνα τα
οποία μετά πάθους και επιθυμίας είδον ή ήκουσαν ή εψηλάφησαν, δια της αναπλάσεως
των εντυπώσεων και της κακής αυτών εκτιμήσεως τας εικόνας αυτών εν εαυταίς
αναζωογονούσι. Κατ’ αυτόν τον τρόπον τον πάσχοντα ακόμη και άθλιον νουν
μολύνουσι δια της ενεργείας των πορνικών πνευμάτων. Εάν λοιπόν η σαρξ είναι
παχεία, ή νεαρά, ή ζωηρά, δια των εντυπώσεων τούτων ευκόλως εξερεθιζομένη και
δια του πάθους προς επιθυμίαν κινουμένη, ενεργεί τα καθ’ εαυτήν, ή κάποτε καθ’
ύπνον, ή και καθ’ υπερβολικήν ακαθαρσίαν ενεργούσα, αν και δεν συνανεστράφη
σαρκικώς τας φαινομένας γυναίκας. Ώστε ενώ σώφρων και αγνός και παρθένος παρά
των πολλών νομίζεται ή και υποληπτόμενος ως Άγιος, όμως υπό του τα κρυπτά
εποπτεύοντος να κρίνεται ούτος βέβηλος, άσωτος και μοιχός. Δικαίως δε εν εκείνη
τη ημέρα θέλει κατακριθή, εάν δεν θρηνήση, δεν πενθήση και δια νηστειών,
αγρυπνιών και συνεχών προσευχών δεν εκμηδενίση την σάρκα και δεν προσφέρη αληθή
μετάνοιαν εις τον Θεόν, δεν θεραπεύση δε τον νουν δια των αγίων αναμνήσεων και
της σπουδής του λόγου το Θεού, ενώπιον του οποίου τα κακά εσκέφθη ή έπραξε.
Διότι δεν ψεύδεται η φωνή ήτις είπεν: «Εγώ δε λέγω υμίν, ότι πας ο βλέπων
γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν, ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού»
(Ματθ. ε: 28). Δια ταύτα εις τους νέους μάλιστα επιβάλλεται, ει δυνατόν,
καθόλου να μη συναντώνται με γυναίκας, έστω και αν νομίζωνται άγιαι. Εάν δε
είναι δυνατόν να ζουν μακράν των ανθρώπων, ελαφρότερον αισθάνονται τον πόλεμον
και καλλίτερον αντιλαμβάνονται την πρόοδόν των. Πολύ δε περισσότερον, εάν
αυστηρώς προσέχωσι τον εαυτόν των, αγωνιζόμενοι δι’ ελαττώσεως όλων των αναγκαίων
εις αυτούς ακόμη και του ύδατος και τελούσι συχνήν αγρυπνίαν προσευχόμενοι και
φροντίζοντες, ώστε να συναναστρέφωνται μετ’ εμπείρων πνευματικών Πατέρων και
συνεχώς μετ’ αυτών να ευρίσκωνται, ίνα υπό τούτων καθοδηγούνται. Διότι είναι
επικίνδυνον το να ζη τις εις απομόνωσιν, ως ιδιόρρυθμος και χωρίς μάρτυρας, ως
και μετ’ ανθρώπων μη εχόντων πείραν του πνευματικού πολέμου. Διότι δι’ άλλου
τρόπου οι τοιούτοι νικώνται εις τον πόλεμον, κυρίως δε διότι πολλά είναι της
κακίας τα τεχνάσματα και υπούλως κεκρυμμένα, διάφοροι δε παγίδες εις όλα τα
σημεία έχουσι στηθή υπό του εχθρού. Δια τούτο, εάν είναι δυνατόν, οι νέοι
συνεχώς να συναναστρέφωνται γνωστικούς άνδρας, ίνα μετ’ αυτών σπουδάζουν και
αγωνίζωνται, διότι, ως μη έχοντες λύχνον αληθούς γνώσεως λόγω της ατελούς
διανοητικής των αναπτύξεως και δια το τρυφερόν της ηλικίας, είναι συμφέρον να
διάγωσι μετά των εχόντων τούτον τον λύχνον, ίνα μη, περιπατούντες εν τω σκότει,
κινδυνεύσωσιν εκ των βρόχων και των παγίδων και εμπέσωσιν εις τους όνυχας των
νοητών θηρίων, τα οποία βόσκουν εις το σκότος και αρπάζουσι και καταβροχθίζουσι
τους περιπατούντας εν τω σκότει, άνευ του νοητού λύχνου του Θείου λόγου. Εάν
λοιπόν, τέκνον μου, επιθυμής να αποκτήσης εσωτερικώς ιδικόν σου λύχνον φωτός
νοητού και γνώσεως, ίνα δύνασαι να περιπατής χωρίς εμπόδια εις την βαθυτάτην
νύκτα του αιώνος τούτου και να κατευθύνωνται παρά του Κυρίου τα βήματά σου, και
εάν επιθυμής πλήρως να βαδίσης την οδόν του Ευαγγελίου, κατά τους προφητικούς
λόγους (Ψαλμ. λστ: 23), δηλαδή να υποταγής δια διαπύρου πίστεως εις τα
Ευαγγελικά προστάγματα, ούτως ώστε, επιθυμών και ευχόμενος τούτο, να γίνης
κοινωνός των παθών του Κυρίου, σου υποδεικνύω τρόπον θαυμάσιον, δίδων εις σε
συμβουλήν πνευματικήν μη έχουσαν ανάγκην κόπου ή αγώνος αλλά ψυχικού πόνου,
γνώσεως του νοός και προσεκτικής σκέψεως αναγκαιούσαν, συνεργούντων πάντοτε του
φόβου και της αγάπης του Θεού. Δια της οποίας συμβουλής την φάλαγγα των εχθρών
ευκόλως θα δυνηθής να κατατροπώσης, ως ο μακάριος Δαβίδ, όστις φονεύσας ένα
γίγαντα εκ των αλλοφύλων, δια της πίστεως και της πεποιθήσεως εις τον Θεόν, τας
μυριάδας των εχθρών μετά του πλήθους του λαού των κατενίκησε (Α΄ Βασ. ιζ:
45-51). Το δε θέμα της ιδικής μας ομιλίας, τρεις δυνατούς και πανισχύρους
γίγαντας εκ των αλλοφύλων αντικρύζει, επί των οποίων στηρίζεται πάσα η
αντενεργούσα δύναμις του νοητού Ολοφέρνους, οίτινες εχθροί, αφού εξουδετερωθούν
και νεκρωθούν, ευκόλως πάσα η δύναμις των πονηρών πνευμάτων θέλει εξασθενήσει
μέχρι θανάτου των. Είναι δε οι ισχυροί ούτοι νοητοί του πονηρού γίγαντες αυτοί
τους οποίους προείπομεν. Η άγνοια, δηλαδή, η μήτηρ πάντων των κακών. Η
λησμοσύνη, η αδελφή, συνεργός και συμβοηθός ταύτης και η ραθυμία, η υφαίνουσα
το σκοτεινόν ένδυμα του μελανού νέφους και το κάλυμμα της ψυχής, ήτις τας δύο
προηγουμένας κακόιας στηρίζουσα, ενδυναμούσα και διατηρούσα, καλλιεργεί εις την
αμελεστάτην ψυχήν το έμφυτον και επίμονον φυτόν. Διότι υπό της ραθυμίας, της
λησμοσύνης και της αγνοίας αι βάσεις των άλλων παθών ενδυναμούνται και
μεγεθύνονται. Επειδή δε είναι βοηθός η μία της άλλης και άνευ της μιάς η άλλη
δεν είναι δυνατόν να εμφανισθή, αποδεικνύεται ότι είναι ισχυραί του
αντενεργούντος δυνάμεις και κραταιοί άρχοντες του πονηρού, δια των οποίων και
πάσα η στρατιά των πνευμάτων της πονηρίας υπεισέρχεται εις τον άνθρωπον και
εγκαθίσταται εν αυτώ και τας θελήσεις της έχει την δύναμιν να επιβάλη και άνευ
τούτων δεν δύναται να επιτύχη τα προλεχθέντα κακά. Εάν λοιπόν επιθυμής να
επιτύχης την νίκην κατά των κακών τούτων και να κατατροπώσης ευχερώς την
φάλαγγα των νοητών αλλοφύλων, αγωνίσου, ίνα δια της προσευχής και βοηθείας Θεού
επιτύχης τούτο εσωτερικώς, καταδυόμενος εις τα βάθη της καρδίας και ανιχνεύων
τους τρεις τούτους ισχυρούς γίγαντας του διαβόλου, δηλαδή, την λήθην, την
ραθυμίαν και την άγνοιαν, αίτινες είναι βάσεις, καθώς είπον, των νοητών
αλλοφύλων και δια των οποίων τα άλλα πάθη της κακίας επανερχόμενα ζουν και
ενεργούν και ισχυροποιούνται εις τας των φιληδόνων καρδίας και τας των
απαιδεύτων ψυχάς. Αλλά αφού δια της πολλής προσευχής, της του νοός γνώσεως και
της άνωθεν κλήσεως, ανεύρης τα υπό των άλλων αγνοούμενα και ουδέ καν
φανταζόμενα ότι υπάρχουν, όντα δε ολεθριώτερα των άλλων κακών, τότε
καταπολέμησον ταύτα δια των όπλων της δικαιοσύνης, των αντιθέτων προς εκείνα,
δηλαδή δια της ζωηράς αναμνήσεως, καθώς είπον, της αιτίας πάντων των κακών, δια
της πεφωτισμένης γνώσεως, δια της οποίας αναζωογονουμένη η ψυχή εκδιώκει αφ’
εαυτής το σκότος της αγνοίας και δια της καλλιτέρας προθυμίας, ήτις ευτρεπίζει
και οδηγεί ταχέως την ψυχήν προς σωτηρίαν. Ταύτα της αρετής τα όπλα αφού
περιβληθής δια της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος και δια πάσης προσευχής και
δεήσεως, τότε γενναίως και ηρωϊκώς θέλεις κατανικήσει τους προλεχθέντας τρεις
γίγαντας των νοητών αλλοφύλων. Και πρώτον δια της αρίστης κατά Θεόν αναμνήσεως
όσα είναι αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνώ, όσα εύφημα, ή οιανδήποτε
άλλην αρετήν και οιονδήποτε έπαινον, πάντοτε ενθυμούμενος (Φιλ. δ: 8),
αποδίωξον εξ εαυτού την παγκάκιστον λησμοσύνην. Δεύτερον δια της πεφωτισμένης
και ουρανίου γνώσεως, την ολεθρίαν άγνοιαν του σκότους εξαφάνισον· και τρίτον
δια της πλήρους αρετής και καλλίστης προθυμίας, την ραθυμίαν απομάκρυνον, ήτις
το κατά του Θεού έμφυτον κακόν εν τη ψυχή κατεργάζεται. Τας αρετάς ταύτας εάν
αποκτήσης ουχί μόνον εξ ιδικής σου προθύμου θελήσεως, αλλά και δια της δυνάμεως
του Θεού και του Αγίου Πνεύματος, προσέχων και προσευχόμενος, θα δυνηθής
ασφαλώς να απαλλαγής εκ των τριών, ως άνω, ισχυρών γιγάντων του πονηρού. Διότι
η συνάντησις αληθούς γνώσεως, αναμνήσεως των λόγων του Θεού και αγαθής
προθυμίας, επιτυγχανομένη εν τη ψυχή, δι’ ενεργείας της Χάριτος και μετ’
επιμελείας διαφυλασσομένη, τα ίχνη της λησμοσύνης, της αγνοίας και της ραθυμίας
από αυτής εξαφανίζει και εις ανυπαρξίαν καταντούν· και μόνον η Χάρις εν τη ψυχή
παραμένει, εν αυτή βασιλεύουσα, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω η δόξα και το
κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου