Λαυρέντιος ο εν Αγίοις Πατήρ
ημών ο οσιώτατος και δικαιότατος άνθρωπος κατήγετο εκ της πόλεως των Μεγάρων,
εις την οποίαν και εγεννήθη κατά το πρώτον ήμισυ του ιστ΄ (16ου)
αιώνος. Οι γονείς του ήσαν Ορθόδοξοι και λίαν ευλαβείς εις την Πίστιν, εκαλούντο
δε ο μεν πατήρ αυτού Δημήτριος, η δε μήτηρ Κυριακή. Ενηλικιωθείς δε ο δίκαιος ούτος
συνεζεύχθη μετά νομίμου γυναικός καλουμένης Βασίλως, εξ ης απέκτησε δύο υιούς,
τον Ιωάννην και τον Δημήτριον. Ήτο δε ο Άγιος γεωργός το επάγγελμα, μετήρχετο
δε και την τέχνην του οικοδόμου. Επορεύθη δε ποτέ μετ’ άλλων δύο συμπατριωτών
του εις τόπον τινά της Κορίνθου καλούμενον Λιάντρον προς καλλιέργειαν των εκεί
αγρών.
Εκεί δε ευρισκομένου, νύκτα τινά ενεφανίσθη εις αυτόν εν οράματι η Κυρία ημών Θεοτόκος και τον επρόσταξε να μεταβή εις τόπον τινά, τον οποίον του υπέδειξεν, ίνα οικοδομήση τον Ναόν Αυτής. Αφυπνισθείς τότε ο δίκαιος γέρων ηρώτησε· «Ποία είσαι η προστάττουσά με να ανεγείρω τον Ναόν σου»; Ηκούσθη δε παρευθύς φωνή λέγουσα· «Ο Ναός μου ευρίσκεται κατηδαφισμένος εις την νήσον Σαλαμίνα κατά το βόρειον αυτής μέρος». Ταύτα ο μακάριος γέρων ακούσας δεν επίστευσεν, αλλά κατά την επομένην νύκτα βλέπει πάλιν την Παναγίαν προστάττουσαν αυτόν μετ’ απειλής· ο δε, εν απιστία μένων, ουδόλως υπελόγισε την προσταγήν. Όθεν βλέπει και δια τρίτην φοράν την Θεοτόκον απειλούσαν αυτόν και λέγουσαν· «Τάχιστα πορεύου, άνθρωπε, εις την νήσον, εις την οποίαν σου είπον, να εκτελέσης το παρ’ εμού προσταττόμενον». Ο δε ταπεινός γέρων, έντρομος γενόμενος, επέστρεψε παρευθύς εις την πατρίδα του τα Μέγαρα και διηγούμενος το όραμα από άλλους μεν εγένετο πιστευτός, άλλοι δε αμφέβαλλον και ούτω παρέμεινεν ο γέρων εις την οικίαν του αναποφάσιστος. Κατά δε την νύκτα ενεφανίσθη εις αυτόν και πάλιν η Θεομήτωρ απειλούσα βαρέως αυτόν, ίνα μεταβή εις την νήσον και εκτελέση το προσταττόμενον. Του υπέδειξε δε κατά το όραμα και τα κτήματα της Μονής μετά των ορίων των, τα οποία κατεπατούντο από διαφόρους, οίτινες ενέμοντο ταύτα, ενώ ήσαν ιδιοκτησία της Μονής. Ο δε γέρων εκπλαγείς προσηύχετο και θεία νεύσει και οδηγία ήλθεν εις την παραλίαν. Ήτο όμως τόσον μεγάλη θαλασσοταραχή, ώστε ουδαμού εφαίνετο πλοιάριόν τι δια να τον μεταφέρη εις την Σαλαμίνα. Ενώ δε εκάθητο συλλογιζόμενος και απηλπισμένος, ακούει αίφνης φωνήν άνωθεν, λέγουσαν εις αυτόν· «Ρίψον την κάπαν σου εις την θάλασσαν και αφού καθίσης επάνω εις αυτήν, θα σε οδηγήση χωρίς κίνδυνον εις την νήσον». Απορρίψας τότε ο μακάριος πάντα δισταγμόν, έπραξε καθώς ήκουσε και ούτως έφθασε σώος και αβλαβής εις την Σαλαμίνα. Μεταβάς δε ευθύς εις τον τόπον, τον οποίον του υπέδειξεν η Θεοτόκος, ότι υπήρχεν εκεί το πάλαι ωκοδομημένος ο Ναός της Θεοτόκου, έσκαψε και ανεύρε την εικόνα Αυτής. Κατόπιν με ιδικά του χρήματα και συνεισφοράς των ευσεβών ανωκοδόμησε την ηρειπωμένην παλαιάν Μονήν και εγένετο εις αυτήν Μοναχός μετονομασθείς Λαυρέντιος, διότι πρότερον εκαλείτο Λάμπρος. Μετ’ ολίγον καιρόν εγένετο Μοναχή και η σύζυγός του Βασιλική, η οποία μετωνομάσθη Βασσιανή. Συναθροίσας δε ο Όσιος εκεί και τινας Ιερομονάχους και Μοναχούς συνέζη μετ’ αυτών, οικοδομήσας τα αναγκαία κελλία. Δεν έπαυε δε προσευχόμενος αδιαλείπτως εις τον Θεόν, διδάσκων και νουθετών και γενόμενος τύπος και κανών εις τους άλλους μονάζοντας, πανταχόθεν δε προσέτρεχον Χριστιανοί εις την νειφανή ταύτην Μονήν της Θεοτόκου μετά πάσης ευλαβείας, θεραπευόμενοι δια πρεσβειών του Αγίου από παντός είδους ασθενείας. Εκ των θαυμάτων τούτων ολίγα θέλομεν ενταύθα διηγηθή προς υμνολογίαν του Παντάνακτος Θεού. Ούτω πολιτευόμενος ο Όσιος επέτυχεν, όπως εντός μικρού χρονικού διαστήματος αποδοθή και πάλιν εις την Μονήν η περιουσία αυτής, ήτις είχε καταπατηθή υπό διαφόρων χωρικών, απέμενε δε εις αρκετά μεγάλος ελαιών ευρισκόμενος εις την Γλυφάδα, τον οποίον κατεκράτει Οθωμανός τις πανίσχυρος. Τούτον τον ελαιώνα δεν ηδυνήθη η Μονή να ανακτήση, αν και ο Όσιος Λαυρέντιος ενήργησεν αυτοπροσώπως προς τούτο, φθάσας και μέχρις αυτού του Οικουμενικού Πατριάρχο Κωνσταντινουπόλεως. Μετά πάροδον δε αρκετού χρονικού διαστήματος ησθένησεν η σύζυγος του Οθωμανού, ήτις κατώκει εις τας Αθήνας και ουδείς ιατρός ή φάρμακον ηδυνήθην να την θεραπεύση. Έφθασε τότε εις τα ώτα της ασθενούς Οθωμανίδος η φήμη, ότι ο Όσιος Λαυρέντιος δια των προσευχών του πολλούς εθεράπευσεν εις τας Αθήνας. Παρεκάλεσε λοιπόν τον σύζυγον αυτής, όπως της επιτρέψη να καλέση τον Όσιον Λαυρέντιον δια να την θεραπεύση. Εκείνος όμως επί τω αιτήματι τούτω της συζύγου του εξηγριώθη και εφρύαξεν από θυμόν, αλλ’ όταν η κατάστασίς της εχειροτέρευσε και ευρίσκετο πλέον εις τα πρόθυρα του θανάτου ηναγκάσθη να υποχωρήση και εκάλεσεν ο ίδιος τον Όσιον Λαυρέντιον εις την οικίαν του. Ο Όσιος τότε παρευθύς μετέβη εις τον οίκον του Οθωμανού άρχοντος, επλησίασε την ασθενή και αφού δια της ράβδου του εσημείωσεν επί της ασθενούς Οθωμανίδος το σημείον του Σταυρού, ανέγνωσε σχετικάς προσευχάς και απήλθε. Την επομένην η ασθενούσα ήρχισε να καλλιτερεύη και εις ολίγας ημέρας εθεραπεύθη εντελώς. Ο Οθωμανός άρχων τότε εκάλεσε τον Όσιον και αφού μετά βαθυτάτου σεβασμού τον ηυχαρίστησε και του εζήτησε συγχώρησιν δια την προτέραν αγνωσίαν του, απέδωσε εις την Ιεράν Μονήν της Φανερωμένης, δι’ επισήμων εγγράφων, τον ελαιώνα, τον οποίον πρότερον ηρνείτο να επιστρέψη. Υπήρχεν αόμματος τις επί πολλά έτη ονομαζόμενος Κυριαζής, εκ κώμης τινός της Ευβοίας καλουμένης Φύλλα, όστις μαθών την φήμην του Αγίου προσέτρεξε μετά θερμού ζήλου και ευλαβείας εις την Μονήν του Οσίου. Ευρών δε τον Άγιον προσέπεσεν εις τους πόδας αυτού παρακαλών τούτον να ικετεύση την Θεοτόκον, όπως θεραπευθή εκ της ασθενείας του. Ο δε πρόθυμος εις ευσπλαγχνίαν Όσιος παρεκάλεσεν ευθύς την Θεοτόκον μετά πολλών δακρύων και παραχρήμα ηνεώχθησαν οι οφθαλμοί αυτού και εθεραπεύθη, ευχαριστήσας τον Θεόν και την Υπέραγνον Παρθένον· επέστρεψε δε χαίρων εις τον οίκον αυτού, διηγούμενος τα θαυμάσια της Θεοτόκου, τα δια των παρακλήσεων του Οσίου Λαυρεντίου τελούμενα. Κατ’ εκείνον τον καιρόν Γεώργιος τις το όνομα, καταγόμενος εκ της νήσου των Θερμιών, εβασανίζετο υπό πνευμάτων ακαθάρτων υπέρ τα είκοσιν έτη. Μαθών δε τα θαύματα του Αγίου δια της Θεοτόκου εξεκίνησεν από τον οίκον αυτού κατ’ ευθείαν δια την Μονήν και φθάσας εκεί προσέπεσε μετ’ ευλαβείας εις τους πόδας του Αγίου παρακαλών αυτόν μετά δακρύων και λέγων· «Άγιε του Θεού, ικέτευσον υπέρ εμού του αναξίου δούλου σου την Θεοτόκον, όπως θεραπευθώ από την τοιαύτην μεγάλην ασθένειαν του ακαθάρτου πνεύματος». Ιδών τούτον ο Όσιος Λαυρέντιος ευσπλαγχνίσθη αυτόν και αφού προσηυχήθη εις την Θεοτόκον, ω του θαύματος! ιάθη μετ’ ολίγας ημέρας ο άνθρωπος ούτος και μετ’ ολίγον επέστρεψεν εις την ιδίαν αυτού πατρίδα δοξάζων την Κυρίαν Θεοτόκον και διηγούμενος την του Αγίου προς τον Θεόν παρρησίαν. Ας διηγηθώμεν τώρα, ευλογημένοι Χριστιανοί, και έτερον θαυμάσιον, όπερ είναι και το θαυμασιώτερον. Ότε ωκοδόμει την Μονήν ο Άγιος Λαυρέντιος, εφάνη εις αυτόν εν οράματι η Θεοτόκος και τον επρόσταξε να πορευθή εις τινα τόπον της Σαλαμίνος, εις τον οποίον ήτο κατακεχωσμένος λίθινός τις κίων, τον οποίον, αφού ανεύρη, να μεταφέρη εις την Μονήν προς χρήσιν της οικοδομής. Αφού λοιπόν ανεύρεν αυτόν και τον εκόμιζεν εις την Μονήν, εκ συνεργείας του σατανά, άνθρωπός τις εκ των εκεί ευρεθέντων, πεσών υπό τον κίονα, κατεπλακώθη υπ’ αυτού, βοηθεία όμως της Θεοτόκου έμεινεν αβλαβής. Όθεν άπαντες οι ιδόντες ύμνησαν τον Θεόν και την Θεοτόκον. Αλλ’ ας διηγηθώμεν και έτερον θαύμα της Θεοτόκου. Κατά την δεκάτην πέμπτην του μηνός Αυγούστου αθροίζεται εις την Μονήν πλήθος ανθρώπων εκ Μεγάρων, εκ Σαλαμίνος, εξ Αθηνών και εξ άλλων μερών προς τιμήν της πανσέπτου Κοιμήσεως της Θεοτόκου και εξ ευλαβείας προς αυτήν. Μεταξύ λοιπόν των συναθροισθέντων Χριστιανών ήτο και τις Επίσκοπος εξ Αθηνών, Ιάκωβος το όνομα, όστις νικώμενος υπό πλεονεξίας, αδικίας και αρπαγής, αρπάσας τα κηρία και άλλα τινά αφιερώματα και υβρίσας περιφρονητικώς τον Γέροντα Λαυρέντιον ανεχώρησε και μετέβη εις την Σαλαμίνα. Αλλ’ εκεί ευρισκόμενος ο Επίσκοπος βλέπει κατ’ εκείνην την νύκτα, καθ’ ύπνον, την Παναγίαν Θεοτόκον, καταπατούσαν αυτόν επί του αυχένος. Απειλούσα δε αυτόν τον προσέτασσεν όπως αποστείλη το ταχύτερον άπαντα τα αφαιρεθέντα. Ο δε Επίσκοπος, έντρομος, ευθύς ως εξημέρωσεν απέστειλεν εις την Μονήν πάντα όσα είχεν αφαιρέσει, ίνα λάβη παρά της Θεοτόκου συγχώρησιν. Αυτός, ευλογημένοι Χριστιανοί, είναι ο Βίος και η πολιτεία του Οσίου Πατρός ημών Λαυρεντίου. Τόσον δίκαιος και ενάρετος ήτο ο ευλογημένος εκείνος άνθρωπος και τόσον αγαθός κατά την ψυχήν και την καρδίαν υπήρξεν, ώστε και ηγαπήθη υπό της πανενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, ήτις και εφανέρωσεν εις αυτόν την πανάχραντον Εικόνα Της και έκαμεν αυτόν κτήτορα της αγίας αυτής Μονής, την οποίαν, ως δείκνυται εκ τινος επιγραφής, ωκοδόμησεν ούτος εν έτει αχπβ΄ (1682). Μετά δε την εύρεσιν της αγίας Εικόνος της Θεοτόκου, τις δύναται να διηγηθή τας αρετάς του Αγίου και τα θαύματα άτινα εποίησεν από την λαμπροφανή ταύτην ημέραν μέχρι της σήμερον; Όντως «θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού». Εκοιμήθη δε ο Άγιος Λαυρέντιος τη στ΄ (6η) του μηνός Μαρτίου του έτους 1707, η δε μνήμη αυτού τελείται τη 7η του αυτού μηνός. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Εκεί δε ευρισκομένου, νύκτα τινά ενεφανίσθη εις αυτόν εν οράματι η Κυρία ημών Θεοτόκος και τον επρόσταξε να μεταβή εις τόπον τινά, τον οποίον του υπέδειξεν, ίνα οικοδομήση τον Ναόν Αυτής. Αφυπνισθείς τότε ο δίκαιος γέρων ηρώτησε· «Ποία είσαι η προστάττουσά με να ανεγείρω τον Ναόν σου»; Ηκούσθη δε παρευθύς φωνή λέγουσα· «Ο Ναός μου ευρίσκεται κατηδαφισμένος εις την νήσον Σαλαμίνα κατά το βόρειον αυτής μέρος». Ταύτα ο μακάριος γέρων ακούσας δεν επίστευσεν, αλλά κατά την επομένην νύκτα βλέπει πάλιν την Παναγίαν προστάττουσαν αυτόν μετ’ απειλής· ο δε, εν απιστία μένων, ουδόλως υπελόγισε την προσταγήν. Όθεν βλέπει και δια τρίτην φοράν την Θεοτόκον απειλούσαν αυτόν και λέγουσαν· «Τάχιστα πορεύου, άνθρωπε, εις την νήσον, εις την οποίαν σου είπον, να εκτελέσης το παρ’ εμού προσταττόμενον». Ο δε ταπεινός γέρων, έντρομος γενόμενος, επέστρεψε παρευθύς εις την πατρίδα του τα Μέγαρα και διηγούμενος το όραμα από άλλους μεν εγένετο πιστευτός, άλλοι δε αμφέβαλλον και ούτω παρέμεινεν ο γέρων εις την οικίαν του αναποφάσιστος. Κατά δε την νύκτα ενεφανίσθη εις αυτόν και πάλιν η Θεομήτωρ απειλούσα βαρέως αυτόν, ίνα μεταβή εις την νήσον και εκτελέση το προσταττόμενον. Του υπέδειξε δε κατά το όραμα και τα κτήματα της Μονής μετά των ορίων των, τα οποία κατεπατούντο από διαφόρους, οίτινες ενέμοντο ταύτα, ενώ ήσαν ιδιοκτησία της Μονής. Ο δε γέρων εκπλαγείς προσηύχετο και θεία νεύσει και οδηγία ήλθεν εις την παραλίαν. Ήτο όμως τόσον μεγάλη θαλασσοταραχή, ώστε ουδαμού εφαίνετο πλοιάριόν τι δια να τον μεταφέρη εις την Σαλαμίνα. Ενώ δε εκάθητο συλλογιζόμενος και απηλπισμένος, ακούει αίφνης φωνήν άνωθεν, λέγουσαν εις αυτόν· «Ρίψον την κάπαν σου εις την θάλασσαν και αφού καθίσης επάνω εις αυτήν, θα σε οδηγήση χωρίς κίνδυνον εις την νήσον». Απορρίψας τότε ο μακάριος πάντα δισταγμόν, έπραξε καθώς ήκουσε και ούτως έφθασε σώος και αβλαβής εις την Σαλαμίνα. Μεταβάς δε ευθύς εις τον τόπον, τον οποίον του υπέδειξεν η Θεοτόκος, ότι υπήρχεν εκεί το πάλαι ωκοδομημένος ο Ναός της Θεοτόκου, έσκαψε και ανεύρε την εικόνα Αυτής. Κατόπιν με ιδικά του χρήματα και συνεισφοράς των ευσεβών ανωκοδόμησε την ηρειπωμένην παλαιάν Μονήν και εγένετο εις αυτήν Μοναχός μετονομασθείς Λαυρέντιος, διότι πρότερον εκαλείτο Λάμπρος. Μετ’ ολίγον καιρόν εγένετο Μοναχή και η σύζυγός του Βασιλική, η οποία μετωνομάσθη Βασσιανή. Συναθροίσας δε ο Όσιος εκεί και τινας Ιερομονάχους και Μοναχούς συνέζη μετ’ αυτών, οικοδομήσας τα αναγκαία κελλία. Δεν έπαυε δε προσευχόμενος αδιαλείπτως εις τον Θεόν, διδάσκων και νουθετών και γενόμενος τύπος και κανών εις τους άλλους μονάζοντας, πανταχόθεν δε προσέτρεχον Χριστιανοί εις την νειφανή ταύτην Μονήν της Θεοτόκου μετά πάσης ευλαβείας, θεραπευόμενοι δια πρεσβειών του Αγίου από παντός είδους ασθενείας. Εκ των θαυμάτων τούτων ολίγα θέλομεν ενταύθα διηγηθή προς υμνολογίαν του Παντάνακτος Θεού. Ούτω πολιτευόμενος ο Όσιος επέτυχεν, όπως εντός μικρού χρονικού διαστήματος αποδοθή και πάλιν εις την Μονήν η περιουσία αυτής, ήτις είχε καταπατηθή υπό διαφόρων χωρικών, απέμενε δε εις αρκετά μεγάλος ελαιών ευρισκόμενος εις την Γλυφάδα, τον οποίον κατεκράτει Οθωμανός τις πανίσχυρος. Τούτον τον ελαιώνα δεν ηδυνήθη η Μονή να ανακτήση, αν και ο Όσιος Λαυρέντιος ενήργησεν αυτοπροσώπως προς τούτο, φθάσας και μέχρις αυτού του Οικουμενικού Πατριάρχο Κωνσταντινουπόλεως. Μετά πάροδον δε αρκετού χρονικού διαστήματος ησθένησεν η σύζυγος του Οθωμανού, ήτις κατώκει εις τας Αθήνας και ουδείς ιατρός ή φάρμακον ηδυνήθην να την θεραπεύση. Έφθασε τότε εις τα ώτα της ασθενούς Οθωμανίδος η φήμη, ότι ο Όσιος Λαυρέντιος δια των προσευχών του πολλούς εθεράπευσεν εις τας Αθήνας. Παρεκάλεσε λοιπόν τον σύζυγον αυτής, όπως της επιτρέψη να καλέση τον Όσιον Λαυρέντιον δια να την θεραπεύση. Εκείνος όμως επί τω αιτήματι τούτω της συζύγου του εξηγριώθη και εφρύαξεν από θυμόν, αλλ’ όταν η κατάστασίς της εχειροτέρευσε και ευρίσκετο πλέον εις τα πρόθυρα του θανάτου ηναγκάσθη να υποχωρήση και εκάλεσεν ο ίδιος τον Όσιον Λαυρέντιον εις την οικίαν του. Ο Όσιος τότε παρευθύς μετέβη εις τον οίκον του Οθωμανού άρχοντος, επλησίασε την ασθενή και αφού δια της ράβδου του εσημείωσεν επί της ασθενούς Οθωμανίδος το σημείον του Σταυρού, ανέγνωσε σχετικάς προσευχάς και απήλθε. Την επομένην η ασθενούσα ήρχισε να καλλιτερεύη και εις ολίγας ημέρας εθεραπεύθη εντελώς. Ο Οθωμανός άρχων τότε εκάλεσε τον Όσιον και αφού μετά βαθυτάτου σεβασμού τον ηυχαρίστησε και του εζήτησε συγχώρησιν δια την προτέραν αγνωσίαν του, απέδωσε εις την Ιεράν Μονήν της Φανερωμένης, δι’ επισήμων εγγράφων, τον ελαιώνα, τον οποίον πρότερον ηρνείτο να επιστρέψη. Υπήρχεν αόμματος τις επί πολλά έτη ονομαζόμενος Κυριαζής, εκ κώμης τινός της Ευβοίας καλουμένης Φύλλα, όστις μαθών την φήμην του Αγίου προσέτρεξε μετά θερμού ζήλου και ευλαβείας εις την Μονήν του Οσίου. Ευρών δε τον Άγιον προσέπεσεν εις τους πόδας αυτού παρακαλών τούτον να ικετεύση την Θεοτόκον, όπως θεραπευθή εκ της ασθενείας του. Ο δε πρόθυμος εις ευσπλαγχνίαν Όσιος παρεκάλεσεν ευθύς την Θεοτόκον μετά πολλών δακρύων και παραχρήμα ηνεώχθησαν οι οφθαλμοί αυτού και εθεραπεύθη, ευχαριστήσας τον Θεόν και την Υπέραγνον Παρθένον· επέστρεψε δε χαίρων εις τον οίκον αυτού, διηγούμενος τα θαυμάσια της Θεοτόκου, τα δια των παρακλήσεων του Οσίου Λαυρεντίου τελούμενα. Κατ’ εκείνον τον καιρόν Γεώργιος τις το όνομα, καταγόμενος εκ της νήσου των Θερμιών, εβασανίζετο υπό πνευμάτων ακαθάρτων υπέρ τα είκοσιν έτη. Μαθών δε τα θαύματα του Αγίου δια της Θεοτόκου εξεκίνησεν από τον οίκον αυτού κατ’ ευθείαν δια την Μονήν και φθάσας εκεί προσέπεσε μετ’ ευλαβείας εις τους πόδας του Αγίου παρακαλών αυτόν μετά δακρύων και λέγων· «Άγιε του Θεού, ικέτευσον υπέρ εμού του αναξίου δούλου σου την Θεοτόκον, όπως θεραπευθώ από την τοιαύτην μεγάλην ασθένειαν του ακαθάρτου πνεύματος». Ιδών τούτον ο Όσιος Λαυρέντιος ευσπλαγχνίσθη αυτόν και αφού προσηυχήθη εις την Θεοτόκον, ω του θαύματος! ιάθη μετ’ ολίγας ημέρας ο άνθρωπος ούτος και μετ’ ολίγον επέστρεψεν εις την ιδίαν αυτού πατρίδα δοξάζων την Κυρίαν Θεοτόκον και διηγούμενος την του Αγίου προς τον Θεόν παρρησίαν. Ας διηγηθώμεν τώρα, ευλογημένοι Χριστιανοί, και έτερον θαυμάσιον, όπερ είναι και το θαυμασιώτερον. Ότε ωκοδόμει την Μονήν ο Άγιος Λαυρέντιος, εφάνη εις αυτόν εν οράματι η Θεοτόκος και τον επρόσταξε να πορευθή εις τινα τόπον της Σαλαμίνος, εις τον οποίον ήτο κατακεχωσμένος λίθινός τις κίων, τον οποίον, αφού ανεύρη, να μεταφέρη εις την Μονήν προς χρήσιν της οικοδομής. Αφού λοιπόν ανεύρεν αυτόν και τον εκόμιζεν εις την Μονήν, εκ συνεργείας του σατανά, άνθρωπός τις εκ των εκεί ευρεθέντων, πεσών υπό τον κίονα, κατεπλακώθη υπ’ αυτού, βοηθεία όμως της Θεοτόκου έμεινεν αβλαβής. Όθεν άπαντες οι ιδόντες ύμνησαν τον Θεόν και την Θεοτόκον. Αλλ’ ας διηγηθώμεν και έτερον θαύμα της Θεοτόκου. Κατά την δεκάτην πέμπτην του μηνός Αυγούστου αθροίζεται εις την Μονήν πλήθος ανθρώπων εκ Μεγάρων, εκ Σαλαμίνος, εξ Αθηνών και εξ άλλων μερών προς τιμήν της πανσέπτου Κοιμήσεως της Θεοτόκου και εξ ευλαβείας προς αυτήν. Μεταξύ λοιπόν των συναθροισθέντων Χριστιανών ήτο και τις Επίσκοπος εξ Αθηνών, Ιάκωβος το όνομα, όστις νικώμενος υπό πλεονεξίας, αδικίας και αρπαγής, αρπάσας τα κηρία και άλλα τινά αφιερώματα και υβρίσας περιφρονητικώς τον Γέροντα Λαυρέντιον ανεχώρησε και μετέβη εις την Σαλαμίνα. Αλλ’ εκεί ευρισκόμενος ο Επίσκοπος βλέπει κατ’ εκείνην την νύκτα, καθ’ ύπνον, την Παναγίαν Θεοτόκον, καταπατούσαν αυτόν επί του αυχένος. Απειλούσα δε αυτόν τον προσέτασσεν όπως αποστείλη το ταχύτερον άπαντα τα αφαιρεθέντα. Ο δε Επίσκοπος, έντρομος, ευθύς ως εξημέρωσεν απέστειλεν εις την Μονήν πάντα όσα είχεν αφαιρέσει, ίνα λάβη παρά της Θεοτόκου συγχώρησιν. Αυτός, ευλογημένοι Χριστιανοί, είναι ο Βίος και η πολιτεία του Οσίου Πατρός ημών Λαυρεντίου. Τόσον δίκαιος και ενάρετος ήτο ο ευλογημένος εκείνος άνθρωπος και τόσον αγαθός κατά την ψυχήν και την καρδίαν υπήρξεν, ώστε και ηγαπήθη υπό της πανενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, ήτις και εφανέρωσεν εις αυτόν την πανάχραντον Εικόνα Της και έκαμεν αυτόν κτήτορα της αγίας αυτής Μονής, την οποίαν, ως δείκνυται εκ τινος επιγραφής, ωκοδόμησεν ούτος εν έτει αχπβ΄ (1682). Μετά δε την εύρεσιν της αγίας Εικόνος της Θεοτόκου, τις δύναται να διηγηθή τας αρετάς του Αγίου και τα θαύματα άτινα εποίησεν από την λαμπροφανή ταύτην ημέραν μέχρι της σήμερον; Όντως «θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού». Εκοιμήθη δε ο Άγιος Λαυρέντιος τη στ΄ (6η) του μηνός Μαρτίου του έτους 1707, η δε μνήμη αυτού τελείται τη 7η του αυτού μηνός. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου