Καισάριος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ούτος ήτο νεώτερος αδελφός του Αγίου
Γρηγορίου του Θεολόγου, γεννηθείς εις Ναζιανζόν της Καππαδοκίας περί το έτος
τλ΄ (330). Γονείς του, όπως και του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ήσαν ο
Επίσκοπος Ναζιανζού Γρηγόριος και η ευσεβεστάτη και αγιωτάτη Νόννα. Είχεν ακόμη
και αδελφήν μεγαλυτέραν από αυτόν και από τον Γρηγόριον, την θαυμασίαν
Γοργονίαν. Αλλά και θείον εκ μητρός είχε τον μακάριον Αμφιλόχιον πατέρα του
Επισκόπου Ικονίου Αγίου Αμφιλοχίου.
Από τοιούτους γονείς και αδελφούς ανατρεφόμενος ο θείος Καισάριος ήτο επόμενον να αναδειχθή και εφάμιλλος εκείνων εις την αρετήν. Όθεν ήτο πράγμα θαυμαστόν και εξαίσιον να βλέπη κανείς μίαν τοιαύτην αγίαν οικογένειαν με τοσαύτας αρετάς εστολισμένην, εις την οποίαν τα τέκνα να αγωνίζωνται να υπερβούν εις την αρετήν τους γονείς. Ποίος δεν θα εζήλευε και δεν θα εθαύμαζε την οικογένειαν αυτήν; Μετά τα εγκύκλια μαθήματα ο θείος Καισάριος ηκολούθησε τον μεγαλύτερον αδελφόν του Γρηγόριον δι’ ανωτέραν εκπαίδευσιν εις τα μεγάλα τότε κέντρα των γραμμάτων και των επιστημών. Και πρώτον μεν ήλθεν εις την Καισάρειαν της Καππαδοκίας, ύστερον εις την Καισάρειαν της Παλαιστίνης και κατόπιν εις Αλεξάνδρειαν, όπου και εξέμαθε μαθηματικήν, αστρονομίαν, φιλοσοφίαν, ρητορικήν και ιατρικήν, περισσότερον όμως όλων ηγάπησε και εξεπαιδεύθη εις την ιατρικήν. Αν κατά το διάστημα τούτο ήλθε προς μαθητείαν και εις τας Αθήνας δεν είναι ακριβώς γνωστόν, πάντως γνωστόν είναι ότι κατά τους μαθητικούς του χρόνους ηκολούθει εις τα ταξίδια τον μεγαλύτερον αδελφόν του Γρηγόριον, ώστε πιθανόν είναι να ήλθε και εις τας Αθήνας. Εις Αλεξάνδρειαν ευρισκόμενος ο Άγιος εγνώρισε και τον Μέγαν Αντώνιον, τον Μέγαν Αθανάσιον και άλλους μεγάλους της Εκκλησίας Πατέρας, οίτινες ήκμαζον κατά την εποχήν εκείνην, παρ’ ων τα μέγιστα ωφελήθη, περισυλλέξας εξ ενός εκάστου την ιδιαιτέραν αρετήν ως η μέλισσα την γύριν. Εκείθεν μετέβη ο Άγιος εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου και εγένετο δεκτός μετά μεγάλων τιμών από τον βασιλέα Κωνστάντιον (337 – 361) και όλον τον λαόν, οίτινες είχον αυτόν εις μεγάλην εκτίμησιν δια την σοφίαν του και την ιατρικήν τέχνην του, με την οποίαν μεγάλας προς πάντας προσέφερεν ευεργεσίας. Τας ικανότητας ταύτας του Καισαρίου εκτιμήσας ο Κωνστάντιος προσέλαβεν τούτον ως ιατρόν των ανακτόρων. Όχι δε μόνον ο Κωνστάντιος, αλλά και ο μετά τούτον βασιλεύσας Ιουλιανός ο Παραβάτης (361 – 363) μεγάλως ετίμησε τον Καισάριον. Και ενώ όλους τους άλλους Χριστιανούς εξεδίωκεν από τας δημοσίας θέσεις, τον Καισάριον κατέστησε γενικόν αρχίατρον, αναθέσας εις αυτόν και την διοίκησιν του δημοσίου ταμείου. Τούτο πληροφορηθείς ο θείος Γρηγόριος, καθώς και όλη η οικογένεια του Αγίου, μεγάλως ελυπήθησαν, φοβούμενοι μήπως παρασυρθή από τον Ιουλιανόν. Όθεν ο θείος Γρηγόριος απηύθυνε προς αυτόν θερμήν επιστολήν, καλών αυτόν να εγκαταλείψη τα ανάκτορα και να επιστρέψη το ταχύτερον εις την πατρίδα. Όμως και ο θείος Καισάριος ουδόλως εκάμφθη από τας περιπτύξεις του ιοβόλου όφεως, του Ιουλιανού. Διαισθανόμενος δε και ούτος τον δόλον, τον οποίον έπλεκε περί αυτόν ο δολοπλόκος Ιουλιανός, μετά περισσοτέρας παρρησίας εκήρυττε και ωμολόγει ενώπιον πάντων την εις Χριστόν πίστιν του. Παρέμεινεν όμως εισέτι ολίγον εις την θέσιν του εκείνην, ελπίζων αφ’ ενός μεν ότι ούτω θα ηδύνατο να ωφελήση καλλίτερον τους Χριστιανούς, αφ’ ετέρου δε υπολογίζων εις μετάνοιαν και επιστροφήν του Ιουλιανού. Εις μάτην όμως ανέμενε και εις μάτην εκήρυττε την αλήθειαν του Χριστού. Ο Ιουλιανός καθ’ ημέραν και χειρότερος εγίνετο και φανερώς πλέον απήτει από τον θείον Καισάριον να απαρνηθή τον Χριστόν, υποσχόμενος εις αυτόν μεγάλας δωρεάς και χαρίσματα, εάν έπραττε τούτο. Ταύτα ακούσας ο μακάριος Καισάριος, πρώτον μεν εκήρυξε και πάλιν λαμπρά τη φωνή και ενώπιον πολλών μαρτύρων, ότι είναι και θα μένη Χριστιανός, ο,τιδήποτε και αν πάθη, ύστερον δε εγκαταλείψας και τιμάς και πλούτον και δόξαν απήλθεν εις την ιδιαιτέραν αυτού πατρίδα, την Ναζιανζόν, όπου και διέμεινε μετά του πατρός του, του μακαρίου Γρηγορίουμ ασκών και εκεί το επάγγελμα του ιατρού και πολλούς ευεργετών. Δεν παρήλθε πολύς χρόνος και ο μιαρός Ιουλιανός την μιαράν αυτού ψυχήν κακώς απέρρηξεν, ανήλθε δε εις τον θρόνον ο ευσεβής Ιοβιανός (363 – 364) και εν συνεχεία ο Ουάλης (364 – 378), ότε και επιστρέψας ο Άγιος εις Κωνσταντινούπολιν, τη απαιτήσει του λαού, απήλαυσε των αυτών ως και πρότερον τιμών και έτι περισσοτέρων, αναδειχθείς «επιμελητής θησαυρών και ταμίας των δημοσίων χρημάτων» εν Νικαία της Βιθυνίας, την θέσιν δε ταύτην κατείχε μέχρι του θανάτου του. Από της επιστροφής του εις Κωνσταντινούπολιν ο όντως χριστομίμητος και φιλόπτωχος Καισάριος επεδόθη εις νέας προς τους πτωχούς και τους πάσχοντας ευεργεσίας, πανταχού σπεύδων και τους πάντας προφθάνων. Δεν επέπρωτο όμως να ζήση εισέτι επί πολύ. Η ασκητική εγκράτεια, η δοκιμασία του προλαβόντος διωγμού, η διαρκής προς πάσαν κατεύθυνσιν επαγρύπνησις, η αγωνία του να προστρέχη και να προλαμβάνη τους πάσχοντας, υπέσκαψαν την υγείαν του και προσβληθείς υπό βαρυτάτης ασθενείας, λίαν ενωρίς, εις αυτό το άνθος της ηλικίας του, απήλθε προς Κύριον την ι΄ (10ην) Μαρτίου του έτους τξη΄ (368). Αποθνήσκων ο Άγιος κατέλιπε βραχείαν μεν, αλλά χριστιανικωτάτην πράγματι διαθήκην, εκ της οποίας διαφαίνεται ο πλούτος των αισθημάτων του ψυχικού του κόσμου προς τους ενδεείς και τους πάσχοντας. «Τα εμά πάντα βούλομαι γίνεσθαι των πτωχών» ήτο η όλη του διαθήκη. Εκ Νικαίας, εις την οποίαν εκοιμήθη ο Άγιος, το ιερόν αυτού Λείψανον διεκομίσθη εις Αριανζόν και εναπετέθη εις τάφον, όστις είχε λατομηθή δια τους γονείς του. Ολίγον προ του θανάτου τού Αγίου, γενομένου σφοδρού και καταστρεπτικού σεισμού εν έτει τξη΄ (368) εις την Νίκαιαν της Βιθυνίας, εις την οποίαν ευρίσκετο, ως εκ θαύματος διεσώθη εν μέσω των ερειπίων ευρεθείς. Τούτο θεωρήσας ως κλήσιν Θεού, απεφάσισε να εισέλθη εις τον Κλήρον, δεν επρόφθασεν όμως, διότι τον προέλαβεν ο θάνατος. Κατά τον ενταφιασμόν του Αγίου, ο αδελφός αυτού Μέγας Γρηγόριος εξεφώνησε παρουσία των γονέων του περίφημον λόγον. Δια τούτου ο θείος Πατήρ εν πρώτοις μεν μνημονεύει και πανηγυρίζει τας κυριωτέρας αυτού πράξεις, εκ δευτέρου δια σοφών λόγων παρηγορεί τους δια τον θάνατον του Καισαρίου τεθλιμμένους γονείς και τρίτον προτρέπει τον λαόν, ίνα παραδειγματιζόμενος εκ της αγίας πολιτείας του απελθόντος, καταφρονήση την ματαιότητα του κόσμου τούτου και αγωνισθή δια την απόκτησιν των ουρανίων αγαθών.
Από τοιούτους γονείς και αδελφούς ανατρεφόμενος ο θείος Καισάριος ήτο επόμενον να αναδειχθή και εφάμιλλος εκείνων εις την αρετήν. Όθεν ήτο πράγμα θαυμαστόν και εξαίσιον να βλέπη κανείς μίαν τοιαύτην αγίαν οικογένειαν με τοσαύτας αρετάς εστολισμένην, εις την οποίαν τα τέκνα να αγωνίζωνται να υπερβούν εις την αρετήν τους γονείς. Ποίος δεν θα εζήλευε και δεν θα εθαύμαζε την οικογένειαν αυτήν; Μετά τα εγκύκλια μαθήματα ο θείος Καισάριος ηκολούθησε τον μεγαλύτερον αδελφόν του Γρηγόριον δι’ ανωτέραν εκπαίδευσιν εις τα μεγάλα τότε κέντρα των γραμμάτων και των επιστημών. Και πρώτον μεν ήλθεν εις την Καισάρειαν της Καππαδοκίας, ύστερον εις την Καισάρειαν της Παλαιστίνης και κατόπιν εις Αλεξάνδρειαν, όπου και εξέμαθε μαθηματικήν, αστρονομίαν, φιλοσοφίαν, ρητορικήν και ιατρικήν, περισσότερον όμως όλων ηγάπησε και εξεπαιδεύθη εις την ιατρικήν. Αν κατά το διάστημα τούτο ήλθε προς μαθητείαν και εις τας Αθήνας δεν είναι ακριβώς γνωστόν, πάντως γνωστόν είναι ότι κατά τους μαθητικούς του χρόνους ηκολούθει εις τα ταξίδια τον μεγαλύτερον αδελφόν του Γρηγόριον, ώστε πιθανόν είναι να ήλθε και εις τας Αθήνας. Εις Αλεξάνδρειαν ευρισκόμενος ο Άγιος εγνώρισε και τον Μέγαν Αντώνιον, τον Μέγαν Αθανάσιον και άλλους μεγάλους της Εκκλησίας Πατέρας, οίτινες ήκμαζον κατά την εποχήν εκείνην, παρ’ ων τα μέγιστα ωφελήθη, περισυλλέξας εξ ενός εκάστου την ιδιαιτέραν αρετήν ως η μέλισσα την γύριν. Εκείθεν μετέβη ο Άγιος εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου και εγένετο δεκτός μετά μεγάλων τιμών από τον βασιλέα Κωνστάντιον (337 – 361) και όλον τον λαόν, οίτινες είχον αυτόν εις μεγάλην εκτίμησιν δια την σοφίαν του και την ιατρικήν τέχνην του, με την οποίαν μεγάλας προς πάντας προσέφερεν ευεργεσίας. Τας ικανότητας ταύτας του Καισαρίου εκτιμήσας ο Κωνστάντιος προσέλαβεν τούτον ως ιατρόν των ανακτόρων. Όχι δε μόνον ο Κωνστάντιος, αλλά και ο μετά τούτον βασιλεύσας Ιουλιανός ο Παραβάτης (361 – 363) μεγάλως ετίμησε τον Καισάριον. Και ενώ όλους τους άλλους Χριστιανούς εξεδίωκεν από τας δημοσίας θέσεις, τον Καισάριον κατέστησε γενικόν αρχίατρον, αναθέσας εις αυτόν και την διοίκησιν του δημοσίου ταμείου. Τούτο πληροφορηθείς ο θείος Γρηγόριος, καθώς και όλη η οικογένεια του Αγίου, μεγάλως ελυπήθησαν, φοβούμενοι μήπως παρασυρθή από τον Ιουλιανόν. Όθεν ο θείος Γρηγόριος απηύθυνε προς αυτόν θερμήν επιστολήν, καλών αυτόν να εγκαταλείψη τα ανάκτορα και να επιστρέψη το ταχύτερον εις την πατρίδα. Όμως και ο θείος Καισάριος ουδόλως εκάμφθη από τας περιπτύξεις του ιοβόλου όφεως, του Ιουλιανού. Διαισθανόμενος δε και ούτος τον δόλον, τον οποίον έπλεκε περί αυτόν ο δολοπλόκος Ιουλιανός, μετά περισσοτέρας παρρησίας εκήρυττε και ωμολόγει ενώπιον πάντων την εις Χριστόν πίστιν του. Παρέμεινεν όμως εισέτι ολίγον εις την θέσιν του εκείνην, ελπίζων αφ’ ενός μεν ότι ούτω θα ηδύνατο να ωφελήση καλλίτερον τους Χριστιανούς, αφ’ ετέρου δε υπολογίζων εις μετάνοιαν και επιστροφήν του Ιουλιανού. Εις μάτην όμως ανέμενε και εις μάτην εκήρυττε την αλήθειαν του Χριστού. Ο Ιουλιανός καθ’ ημέραν και χειρότερος εγίνετο και φανερώς πλέον απήτει από τον θείον Καισάριον να απαρνηθή τον Χριστόν, υποσχόμενος εις αυτόν μεγάλας δωρεάς και χαρίσματα, εάν έπραττε τούτο. Ταύτα ακούσας ο μακάριος Καισάριος, πρώτον μεν εκήρυξε και πάλιν λαμπρά τη φωνή και ενώπιον πολλών μαρτύρων, ότι είναι και θα μένη Χριστιανός, ο,τιδήποτε και αν πάθη, ύστερον δε εγκαταλείψας και τιμάς και πλούτον και δόξαν απήλθεν εις την ιδιαιτέραν αυτού πατρίδα, την Ναζιανζόν, όπου και διέμεινε μετά του πατρός του, του μακαρίου Γρηγορίουμ ασκών και εκεί το επάγγελμα του ιατρού και πολλούς ευεργετών. Δεν παρήλθε πολύς χρόνος και ο μιαρός Ιουλιανός την μιαράν αυτού ψυχήν κακώς απέρρηξεν, ανήλθε δε εις τον θρόνον ο ευσεβής Ιοβιανός (363 – 364) και εν συνεχεία ο Ουάλης (364 – 378), ότε και επιστρέψας ο Άγιος εις Κωνσταντινούπολιν, τη απαιτήσει του λαού, απήλαυσε των αυτών ως και πρότερον τιμών και έτι περισσοτέρων, αναδειχθείς «επιμελητής θησαυρών και ταμίας των δημοσίων χρημάτων» εν Νικαία της Βιθυνίας, την θέσιν δε ταύτην κατείχε μέχρι του θανάτου του. Από της επιστροφής του εις Κωνσταντινούπολιν ο όντως χριστομίμητος και φιλόπτωχος Καισάριος επεδόθη εις νέας προς τους πτωχούς και τους πάσχοντας ευεργεσίας, πανταχού σπεύδων και τους πάντας προφθάνων. Δεν επέπρωτο όμως να ζήση εισέτι επί πολύ. Η ασκητική εγκράτεια, η δοκιμασία του προλαβόντος διωγμού, η διαρκής προς πάσαν κατεύθυνσιν επαγρύπνησις, η αγωνία του να προστρέχη και να προλαμβάνη τους πάσχοντας, υπέσκαψαν την υγείαν του και προσβληθείς υπό βαρυτάτης ασθενείας, λίαν ενωρίς, εις αυτό το άνθος της ηλικίας του, απήλθε προς Κύριον την ι΄ (10ην) Μαρτίου του έτους τξη΄ (368). Αποθνήσκων ο Άγιος κατέλιπε βραχείαν μεν, αλλά χριστιανικωτάτην πράγματι διαθήκην, εκ της οποίας διαφαίνεται ο πλούτος των αισθημάτων του ψυχικού του κόσμου προς τους ενδεείς και τους πάσχοντας. «Τα εμά πάντα βούλομαι γίνεσθαι των πτωχών» ήτο η όλη του διαθήκη. Εκ Νικαίας, εις την οποίαν εκοιμήθη ο Άγιος, το ιερόν αυτού Λείψανον διεκομίσθη εις Αριανζόν και εναπετέθη εις τάφον, όστις είχε λατομηθή δια τους γονείς του. Ολίγον προ του θανάτου τού Αγίου, γενομένου σφοδρού και καταστρεπτικού σεισμού εν έτει τξη΄ (368) εις την Νίκαιαν της Βιθυνίας, εις την οποίαν ευρίσκετο, ως εκ θαύματος διεσώθη εν μέσω των ερειπίων ευρεθείς. Τούτο θεωρήσας ως κλήσιν Θεού, απεφάσισε να εισέλθη εις τον Κλήρον, δεν επρόφθασεν όμως, διότι τον προέλαβεν ο θάνατος. Κατά τον ενταφιασμόν του Αγίου, ο αδελφός αυτού Μέγας Γρηγόριος εξεφώνησε παρουσία των γονέων του περίφημον λόγον. Δια τούτου ο θείος Πατήρ εν πρώτοις μεν μνημονεύει και πανηγυρίζει τας κυριωτέρας αυτού πράξεις, εκ δευτέρου δια σοφών λόγων παρηγορεί τους δια τον θάνατον του Καισαρίου τεθλιμμένους γονείς και τρίτον προτρέπει τον λαόν, ίνα παραδειγματιζόμενος εκ της αγίας πολιτείας του απελθόντος, καταφρονήση την ματαιότητα του κόσμου τούτου και αγωνισθή δια την απόκτησιν των ουρανίων αγαθών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου