ο μονοχίτων και ανυπόδητος, ο
και κτίτωρ της εν τω όρει του Φλαμουρίου Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδος, εν
ειρήνη τελειούται.
Συμεών ο εν
Οσίοις Οσιώτατος και εν Αγίοις Αγιώτατος Πατήρ ημών ο της εν Άθω Ιεράς Μονής του
Φιλοθέου ηγουμενεύσας πρώην και είτα κτίτωρ γενόμενος της εν τω όρει Φλαμούριον
του Πηλίου και πλησίον της Ζαγοράς Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδος, ο μονοχίτων
και ανυπόδητος, ο ουράνιος αυτός άνθρωπος και επίγειος Άγγελος, εγεννήθη εις το
χωρίον Βαθύρρευμα το πλησίον της Αγυιάς του Βόλου κείμενον περί το έτος αφ΄
(1500) από Χριστού, απ’ αυτού δε και ωρμήθη εις τους δι’ αγάπην Χριστού
ασκητικούς και υπέρ άνθρωπον αγώνας, περί των οποίων καταλεπτώς ακούσατε.
Ο ουράνιος
Εκείνος σπορεύς, αγαπητοί μοι αδελφοί, αφού έσπειρεν εις την ανθρωπίνην φύσιν,
μετά σαρκός ων επί γης, όλους τους καρπούς της ευαγγελικής Αυτού διδασκαλίας
και αληθείας και ήναψεν εκείνο το πυρ του θείου ζήλου εντός των καρδιών των
ανθρώπων, αφού δηλαδή εκαλλιέργησε τον μυστικόν και πνευματικόν Αυτού αμπελώνα
και εκαθάρισεν αυτόν από όλα τα ζιζάνια του πονηρού και μισοκάλου εχθρού και
εγκατέστησε προς φύλαξιν αυτού και συντήρησιν τους πιστούς εργάτας και κήρυκας
Αυτού, Αυτός δε απεδήμησεν, ευθύς είδομεν άπαντες, ω του θαύματος! εκείνην την
άνικμον και κατάξηρον πρότερον των ανθρώπων φύσιν, να βλαστήση εκατονταπλάσιον
καρπόν δια του ολίγου εκείνου σπέρματος. Είδομεν την άτεκνον να γίνη πολύτεκνος
και να καθίσταται περίβλεπτος, ως άλλη ελαία κατάκαρπος και άμπελος
ευκληματούσα. Είδομεν δηλαδή την Εκκλησίαν του Θεού, περικεκοσμημένην και
λάμπουσαν πανταχόθεν, από διαφόρους καρπούς και άνθη, ήτοι από την άμωμον και
στερεάν ευσέβειαν, από την αληθινήν και μόνην σοφίαν του ευαγγελικού λόγου, από
θείας εντολάς και νόμους αμεταθέτους και, ίνα δι’ ολίγων είπω, από όσα κοσμούσι
ψυχικώς τον άνθρωπον και θεόν αυτόν, κατά χάριν, απεργάζονται. Τότε λοιπόν ήτο
εύκολον να ίδη τις το έναυσμα εκείνο του θείου ζήλου, το οποίον ανυψώθη εις
μέγαν πυρσόν και κατέκαυσε πάσαν εύφλεκτον ύλην της ασεβείας, της ειδωλολατρίας
και πάσης κακίας. Μεταξύ δε των Αποστόλων και των Διδασκάλω, μεταξύ των Ασκητών
και των Οσίων, μεταξύ των Μαρτύρων, των Ιεραρχών και των Μοναχών και πάσης
τάξεως, φύλου και ηλικίας ανθρώπων, εύκολον ήτο τότε να ίδη τις τον ένα να
αγωνίζεται και να αντιπαλαίη με κύνας αφώνους, ανθρώπους, δηλαδή, ειδωλολάτρας
και ασεβείς, τον άλλον με τους αγριωτάτους θήρας και πάνθηρας, τους τυράννους
δηλαδή και δυνάστας· εκείνον με τας προσβολάς και ενοχλήσεις των πονηρών δαιμόνων,
τούτον με διάφορα και πολυειδή θηρία, αιρετικούς και βλασφήμους κατά της
Παναγίας Τριάδος και σχεδόν όλοι εξ ίσου ήναψαν από το πυρ της θείας αγάπης και
κατέκαυσαν τας προσβολάς των τριών μεγάλων εχθρών, του κόσμου, της σαρκός και
του διαβόλου και απέβησαν άριστοι νικηταί και τροπαιούχοι, εις τοιούτον βαθμόν,
ώστε ηξιώθησαν να ονομάζωνται, μόνοι αυτοί, αρραγή θεμέλια της Εκκλησίας και
πύργοι στερεοί και ακαταμάχητοι. Αλλά και φωστήρες αειλαμπείς ωνομάσθησαν οι
Άγιοι εκείνοι Πατέρες, οίτινες, με την ακατάπαυστον φωτοβολίαν των, φωτίζουσι
το νοητόν της Εκκλησίας στερέωμα και δι’ αυτών λάμπει ως άλλος πολύφωτος
ουρανός η Εκκλησία του Θεού. Έργον ήτο τούτο θαυμαστόν της απείρου ευσπλαγχνίας
και πάντοδυναμίας του Θεού τοιούτον, ώστε όχι μόνον να διατηρείται και να
εξάπτη αυτός ο ζήλος εις ολίγον καιρόν, αλλά μέχρι της συντελείας του αιώνος,
καθώς τούτο τελειότερον και λαμπρότερον συνέβη εις πολλούς νεοφανείς Μάρτυρας,
Οσίους και Ασκητάς εις τους οποίους πραγματικώς εφάνη ο θείος ζήλος και το πυρ,
το οποίον ο Χριστός ενέβαλεν εις την γην, μάλιστα δε εις τον Όσιον και
υπερθαύμαστον τούτον Πατέρα ημών και διδάσκαλον Συμεών, τον νεοφανή λαμπτήρα
του γένους, ως άλλον ήλιον, εις τούτον τον καιρόν της τελείας ζοφώσεως και
ερημώσεως τοιούτων ανδρών, εις τοιούτον καιρόν ότε μόλις ίχνος αρετής ηκούετο.
Ταύτα δε εγένοντο επειδή κατά τους χρόνους τούτους οι Χριστιανοί, αναμιχθέντες
με τα έθνη, έμαθον τα έργα αυτών και έγιναν σάρκες, καθώς λέγει η Γραφή (Γεν.
στ:3, Ψαλμ. ρε:35). Αλλ’ εκ τούτων πάντων ο Όσιος ούτος εξ αυτών εβλάστησεν ως
ρόδον και ως φως εκ του σκότους ανέτειλε. Τοιούτος ήτο ο πολύφωτος ούτος αστήρ,
ο νεοθαλής βλαστός, το αμάραντον άνθος του ουρανίου λειμώνος, τον οποίον, δια
τους υπέρ φύσιν αγώνας και την άθλησιν, εθαύμασαν Άγγελοι, εξέστησαν άνθρωποι,
οι δε καταχθόνιοι δαίμονες έφριξαν και με μόνην την ακοήν του ονόματός του και
ως ο κηρός από προσώπου πυρός έφευγον και εξέλιπον. Δια τους αγώνες του δε
τούτους και ο Θεός μεγάλως εν ουρανοίς και επί γης αυτόν εδόξασε. Και εκεί μεν
συγκατηρίθμησεν ο Θεός τον νέον τούτον κατά τους καιρούς και τους χρόνους
Μάρτυρα, Ασκητήν και Όσιον και του Ευαγγελικού λόγου κήρυκα και Απόστολον μετά
των Δικαίων, των Οσίων και των Ασκητών, μετά των Μαρτύρων και των Αποστόλων και
πάντων των Αγίων, εκείνων οίτινες προ αυτού ηγωνίσθησαν και κατετρόπωσαν τον
εχθρόν της αληθείας διάβολον, και εδώ εις την γην εδόξασε με άπειρα και
πολυειδή θαύματα ως και με τας χαριτοβρύτους δωρεάς, δια των οποίων τον ηξίωσε
να επιτελή αενάως και να ιατρεύη πάσαν ασθένειαν ανθρωπίνης η πανσέβαστος και
τιμία σορός των λειψάνων του. Δια να είπω δε εν συντόμω, αξιοθαύμαστον εις όλην
την κτίσιν τον έκαμεν και εις την λογικήν και εις την άλογον και αναίσθητον.
Τούτου λοιπόν τον άϋλον μετά σαρκός βίον και τους υπέρ φύσιν αγώνας αρχόμεθα
συν Θεώ να διηγηθώμεν, προσέχετε δε παρακαλούμεν μετ’ ευλαβείας εις την
ακρόασιν τούτων, δια να γίνη εις τας υμετέρας ψυχάς μεγάλη ωφέλεια και
διόρθησις. Ο εν Αγίοις ούτος Πατήρ ημών και ιερός Συμεών, ο πράγματι άνθρωπος
του Θεού, πως επολιτεύθη από την αρχήν της γεννήσεως μέχρι της νεαράς ηλικίας
του δεν έχομεν ουδαμόθεν καμμίαν αξιόπιστον διήγησιν. Όμως από την ενάρετον
ζωήν και πολιτείαν, την οποίαν μετέπειτα έδειξε, συμπεραίνομεν ότι και εκ της
βρεφικής ηλικίας επολιτεύετο βίον ενάρετον, πολύ περισσότερον, επειδή έτυχε
γονέων και συγγενών ευσεβών, οίτινες ηδύναντο να τον διδάξουν άπαντα τα προς
την ευσέβειαν. Δια τούτο και ο πατήρ αυτού, ως Ιερεύς του Θεού του Υψίστου όπου
ήτο, αφού ήλθεν εις μέτρον ηλικίας ο υιός αυτού ιερός Συμεών, εκ ρίζης αγαθής
αγαθός καρπός βλαστήσας, έστειλεν τούτον εις τα σχολεία όπου εξεπαιδεύθη τα
ιερά γράμματα. Επειδή δε ήτο δεξιάς και επιτηδείας φύσεως, εντός ολίγου καιρού
έμαθεν άπασαν την Εκκλησιαστικήν τάξιν, ως ουδείς άλλος, να αναγινώσκη δηλαδή
το Ψαλτήριον, τας Επιστολάς του Αγίου Αποστόλου Παύλου και των άλλων Αποστόλων,
ως και άπασαν την λοιπήν Ακολουθίαν της Εκκλησιαστικής τάξεως τόσον, ώστε
βλέποντες τούτον όλοι, συγγενείς και φίλοι και γείτονες, εθαύμαζον την προκοπήν
την οποίαν είχεν εις τα μαθήματα και την επιτηδειότητα και ευταξίαν της
αναγνώσεως. Ο προειρημένος λοιπόν πατήρ αυτού Ιερεύς, ονομαζόμενος Ανδρέας, ως
και η μήτηρ του, βλέποντες την μεγάλην του προκοπήν, πολύ έχαιρον, ακόμη δε εις
μέγαν έπαινον και τιμήν τον είχον και όσοι τον έβλεπον και τον ήκουον εις την Εκκλησίαν.
Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν δέκα πέντε ετών εγκατέλειψε τους γονείς του και
μετέβη πλησίον του Επισκόπου της Δημητριάδος, της οποίας αρχιεράτευε κατά την
εποχήν εκείνην Επίσκοπος τις εναρέτου βίου ονόματι Παχώμιος. Επειδή δε το
χωρίον του Αγίου υπήγετο εις την περιοχήν του Επισκόπου τούτου, επήγεν προς
αυτόν και παρέμεινε μετ’ αυτού, ο Επίσκοπος δε ούτος ηξίωσεν αυτόν κατόπιν και
του μοναδικού Σχήματος και της Ιεροδιακονίας. Αφού λοιπόν έμεινεν ολίγον καιρόν
μετά του Επισκόπου, ανεχώρησεν εκείθεν και μετέβη εις τι Μοναστήριον, το οποίον
είναι υποκάτω του Κισσάβου εις την περιοχήν του Ολύμπου ονομαζόμενον του
Οικονόμου, όπου διήγε τον βίον του με ποικίλας σκληραγωγίας. Δηλαδή, με
αυστηράν νηστείαν, άμετρον αγρυπνίαν, ολονύκτιον στάσιν, ανυπόδητος και
μονοχίτων, φέρων μόνον εν πτωχικόν ένδυμα παλαιόν και εσχισμένον. Αλλά και αφού
καθ’ εκάστην επάλαιε και ηγωνίζετο με τοιούτους αγώνας, κατόπιν, καλυπτόμενος
με εν εφθαρμένον σκέπασμα, κατεκλίνετο επάνω εις πέτρας στρογγυλάς δι’ ολίγον
και πικρόν ύπνον· και τόσον μόνον εκοιμάτο όσον ήτο αρκετόν να συγκρατή την
φύσιν και να μη εξασθενήσουν αι δυνάμεις του νου. Αφού δε ούτως επ’ αρκετόν
ηγωνίσθη, ανεχώρησεν εκείθεν μετά ταύτα δια το Άγιον Όρος, όπου και εις την
Μεγίστην Λαύραν του Αγίου Αθανασίου εχειροτονήθη Ιερεύς. Προ όμως της
Ιερωσύνης, ότε ήτο εις τον βαθμόν της Ιεροδιακονίας, ευρίσκετο εις την
Εκκλησίαν κατά την τάξιν την οποίαν κρατεί το κάθε Μοναστήριον και υπηρέτει και
αυτός με τους άλλους Εκκλησιαστικούς. Ημέραν δε τινά λοιπόν, ως λέγουν, εις των
αδελφών, θέλων να τον δοκιμάση, του λέγει με αστειότητα· «Τι ωραία όπου είναι,
Διάκονε, τα μαλλιά σου». Αυτός όμως, δια να μη δώση αφορμήν εις τον αδελφόν και
δια να μη κάμη συγκατάβασιν εις ανοησίας και αστειότητας, εσιώπησε και δεν του
απεκρίθη, μόνον μετέβη εις το κελλίον του, όπου λαβών εν ψαλίδιον κόπτει τα
μαλλιά του, όσα είχε, κατά την συνήθειαν και τάξιν των Μοναχών άνωθεν και εξ
αρχής, τα οποία έλαβεν εις την χείρα του· ευρών δε τον αδελφόν εκείνον και
δώσας ταύτα εις αυτόν, του είπε· «Λάβε, αδελφέ, τα μαλλιά μου, αφού σου
αρέσκουσιν». Και ο μεν αδελφός εκείνος, από την εντροπήν και το αιφνίδιον
έμεινεν άφωνος επί ώραν πολλήν, οι δε άλλοι, όσοι παρευρέθησαν εκεί και είδον
το συμβάν, εθαύμασαν και επήνεσαν τον Διάκονον, έκτοτε δε και εις το εξής
ωνομάζετο κουρευμένος. Μετ’ ολίγον καιρόν εξήλθε πάλιν από την Λαύραν και ήλθεν
εις το Μοναστήριον το ονομαζόμενον του Φιλοθέου, ευρισκόμενος δε εις τας
υπηρεσίας του Μοναστηρίου με τους λοιπούς αδελφούς και συναγωνιζόμενος με αυτούς,
δεν εγκατέλειψε την πρώτην του καλήν πολιτείαν, αλλά περισσότερον την
ετελειοποίει. Την νηστείαν, δηλαδή, την αγρυπνίαν, την προσευχήν, την
ολονύκτιον στάσιν και τα άλλα θεάρεστα έργα της πολιτείας αυτού, τα οποία
πολλοί από τους αδελφούς βλέποντες ηγωνίζοντο να τον μιμηθούν. Αφού δε παρήλθεν
ολίγος καιρός, λόγω της ευλαβείας την οποίαν έτρεφον δι’ αυτόν, τον παρεκάλεσαν
να γίνη Ηγούμενός των και μετά πολλάς παρακλήσεις εδέχθη και ανέλαβε τούτο το
αξίωμα. Από τότε λοιπόν ηύξησε την νηστείαν, την προσευχήν, την εγκράτειαν και
τας άλλας θεαρέστους αρετάς του. Θαυμάζοντες δε τούτον όλοι, έχαιρον και
ηυχαρίστουν τον Θεόν, όστις έπεμψεν εις αυτούς τοιούτον οδηγόν και Ποιμένα,
επειδή, καθ’ εκάστην ημέραν, εκτός των άλλων του καθηκόντων, δεν παρέλειπε και
το να τους διδάσκη με νουθεσίας ψυχωφελείς και καλάς παραγγελίας. Αλλ’ ο
μισόκαλος και βάσκανος διάβολος, όστις ποτέ δεν αγαπά την σωτηρίαν του
ανθρώπου, εφθόνησε, μη υπομένων δε να βλέπη την κατά Θεόν εκείνην διαγωγήν,
μετά της οποίας επολιτεύετο εν μέσω εκείνων των αδελφών, οίτινες καλώς και
θεαρέστως ωδηγούντο υπό του θείου και θαυμαστού τούτου ανδρός, εξήγειρε
φθονερούς τινάς και μισοκάλους, οίτινες ολίγον κατ’ ολίγον εκίνησαν την γλώσσαν
κατά του Δικαίου και πολλάς κατηγορίας κρυφίως κατ’ αυτού έλεγον, αίτινες με
τον καιρόν έγιναν γνωσταί. Όμως παρ’ όλον ότι ο Όσιος Συμεών καθ’ εκάστην τας
ήκουε, δεν εσκανδαλίζετο, ουδέ ποσώς τας εσυλλογίζετο. Όθεν εκείνοι,
φυλάσσοντες τον φθόνον της κακίας, ως η έχιδνα το δηλητήριόν της και ευρόντες
κατάλληλον ευκαιρίαν, κατ’ αυτήν ταύτην την λαμπροφόρον ημέραν της Αναστάσεως
του Κυρίου, όταν εξήλθον από την τράπεζαν οι Πατέρες, αυτοί δεν εισήλθον εις τα
κελλία των δια να ησυχάσουν, κατά την τάξιν και συνήθειαν των Μοναστηρίων, αλλ’
εξήλθον εις την αυλήν του Μοναστηρίου και εκεί έπαιζαν, εχόρευαν, έρριπτον
λίθον και άλλα παιγνίδια έκαμνον, όχι μόνον ανάρμοστα εις τους Μοναχούς, αλλ’
ούτε καν να τα ίδουν απλώς επιτρέπεται εις τους Χριστιανούς. Ο δε Άγιος Συμεών
ηρώτησεν ένα από τους διακριτικούς, λέγων· «Τι είναι αυτή η ταραχή ήτις γίνεται
και δεν ειρηνεύουν»; Λέγει εκείνος· «Έξω παίζουν οι αδελφοί». Εθυμώθη τότε ο Άγιος
και λαβών την ράβδον του ηθέλησε να εξέλθη δια να τους επιτιμήση ή να τους κάμη
παρατήρησιν. Αλλ’ εκείνος ο διακριτικός δεν τον άφησε μόνον του είπε· «Ησύχασον,
δέσποτά μου, διότι είναι χορτάτοι και δεν σε ακούουν, μάλιστα δε φοβούμαι μήπως
κάμουν και τίποτε άλλο περισσότερον εναντίον σου». Ο δε Άγιος υπακούσας εις
τους λόγους του αδελφού, καθώς δηλαδή συνεβούλευε να πράττουν και οι αδελφοί,
ήτοι να υπακούουν, ευθύς έστρεψε προς τα οπίσω και κλαίων έλεγεν· «Αλλοίμονον
εις εμέ τον ταλαίπωρον! Ποίον λόγον έχω να δώσω εις τον Θεόν δι’ αυτούς;
Μοναχοί να παίζουν και να χορεύουν ως ειδωλολάτραι»; Δεν έπαυσε δε καθ’ όλην την
ημέραν εκείνην να κλαίη και να παρακαλή τον Θεόν δι’ αυτούς· εις εκείνους όμως
δεν είπε τίποτε. Την επομένην ημέραν, πριν ακόμη να έλθη ο Ιερεύς δια την θείαν
Λειτουργίαν, εκείνοι οίτινες εζήτουν να εύρουν καιρόν σκανδάλου εξήλθον εις την
αυλήν και ήρχιζαν να παίζουν, όπως την προηγουμένην. Τότε, ο εις από τον άλλον
παρακινούμενοι, εξήλθον πάλιν εις την αυλήν. Άλλοι δια να βλέπουν και άλλοι δια
να παίξουν. Τότε ο του Θεού άνθρωπος Άγιος Συμεών, θείω ζήλω κινούμενος, έλαβε
την ράβδον του και ελθών έξω λέγει προς αυτούς· «Δεν φοβείσθε τον Θεόν; Ο Ιερεύς
ακόμη δεν εισήλθε δια την θείαν και ιεράν Λειτουργίαν και σεις αρχίσατε να
παίζετε ως κοσμικοί; Τι αχρειότης είναι αύτη; Δεν είσθε σεις Μοναχοί; Πως
κάμνετε τοιαύτας ασχημίας»; Τότε αυτοί ευρόντες τον καιρόν αφήνουν τα παιγνίδια
και χωρίς να είπουν τίποτε, συλλαμβάνουν τον Όσιον και κτυπώντες ασπλάγχνως και
σπρώχνοντες τον κλείνουν εις τον πύργον και τον φυλακίζουν. Έπειτα ήρχισαν τους
χορούς και τα άσματα, πίνοντες και μεθύοντες. Καθ’ ον δε χρόνον ο Άγιος
ευρίσκετο κεκλεισμένος εντός του πύργου, προ της μεσημβρίας, ήλθε προς τον
Όσιον εις Ιεροδιάκονος κρυφίως, όστις αφού έλυσεν εν σχοινίον από τα ζώα τα
οποία ευρίσκοντο εκεί, του το έδωσεν εξ ενός παραθύρου, επειδή είχον κλεισμένην
την μεγάλην θύραν. Αφού δε ο Άγιος έλαβε εις χείρας του το σχοινίον, κρεμασθείς
από εν άλλο παράθυρον, το οποίον δεν ήτο σιδηρόφρακτον, καταβαίνει και ελθών
εις το μέρος όπου έπαιζον οι Μοναχοί τους λέγει· «Σεις παίζετε και χορεύετε και
εγώ ο Ηγούμενός σας εις την φυλακήν; Να δώση λοιπόν ο Κύριος άλλην φοράν
δεύτερον Ιερέα ή Διάκονον να μη αποκτήσετε, μόνον όταν παρευρίσκεται Ιερεύς να
λείπη ο Διάκονος και όταν είναι παρών ο Διάκονος, Ιερεύς να μη υπάρχη». Και ω
του θαύματος! Θαυμαστά τα έργα σου, Κύριε! Δεν ημπόρεσε να ευρεθή πλέον
δεύτερος Ιερεύς ή Διάκονος, ούτε ηυτύχησεν από τότε έως την σήμερον η Μονή και
καθ’ εκάστην ημέραν κινδυνεύει να ερημώση. Αυτοί δε, ως ήκουσαν τους λόγους
αυτούς, έδραμον να τον συλλάβουν, αλλ’ ο Όσιος τρέχων εσώθη εκ των χειρών των.
Έφυγε λοιπόν από το Άγιον Όρος και ήλθεν εις όρος τι λεγόμενον Φλαμούριον,
είναι δε τούτο ηνωμένον με το Ζαγόριον όρος, ωδηγήθη δε εκεί υπό Θεού ο Άγιος
δια να κτίση Μοναστήριον. Εξετάζων δε δια να εύρη τον κατάλληλον τόπον, εύρεν
αυτόν, εις τον οποίον ευρίσκεται σήμερον το Μοναστήριον. Πρίν δε να κτίση τα
θεμέλια, έμεινε τρεις χρόνους κάτω από μηλέαν τινά, εταλαιπωρείτο δε σφοδρώς
κατά τον χειμώνα από το άμετρον ψύχος, το δε θέρος πάλιν εδεινοπάθει από τον
καύσωνα και την υπερβολικήν θερμότητα του ηλίου. Αλλά και η εν γένει άσκησις,
την οποίαν έκαμνεν εκεί, ήτο κατά πολύ αυστηρά. Διότι την στάσιν, την
προσευχήν, την αγρυπνίαν και την νηστείαν, τας οποίας έκαμνεν εις το διάστημα
των τριών εκείνων χρόνων, κατά τους οποίους διέμεινε κάτωθεν τούτου του
δένδρου, είναι αδύνατον να διηγηθή τις. Οποία θαυμασία υπομονή ήτο εκείνη!
Βεβαίως κατά το θέρος η μηλέα είχε τα φύλλα της και ήθελε νομίσει τις ότι του
προσφέρει κάποιαν παρηγορίαν με την σκιάν, την οποίαν έκαμνε την μεσημβρίαν και
ούτω ανεπαύετο ο Άγιος. Ομοίως και κατά την νύκτα, ότε δεν ήτο δυνατόν το ψύχος
ένεκα της κατά την ημέραν θερμότητος του ηλίου. Αλλά δια τον χειμώνα τι ήθελεν
είπει τις; Διότι τότε η μηλέα δεν είχε φύλλα· αλλά και αν ίσως είπωμεν, ότι
είχε, θα ήσαν ανωφελή και άχρηστα εξ αιτίας των ανέμων, οίτινες εφύσων και της
χαλάζης και των χιόνων, αίτινες έφθαναν τας δύο και τρεις σπιθαμάς ή και
περισσότερον, ενώ αυτός ήτο γυμνός και ανυπόδητος, εν μόνον ένδυμα φέρων και
εκείνο παλαιόν. Τίποτε δε δεν είχε δια να εμποδίση την βίαν των ανέμων· ούτε
κλίνην δια να έχη ολίγην ανάπαυσιν, ούτε ηδύνατο να ανάπτη πυράν, επειδή η χιών
και αι βροχαί την έσβυναν. Αληθώς και λίθινος εάν ήτο, πάλιν δεν θα υπέμενεν
επί τοσούτον. Τούτο δεν είναι άλλο, ει μη μόνον φανερά η χειρ και η δύναμις του
Θεού, ήτις τον εσκέπαζε και τον διεφύλαττεν. Όταν δε παρήλθον οι τρεις χρόνοι,
ήλθον εκεί τινές και τον εύρον. Ως δε είδον αυτόν κατά τοιούτον τρόπον
πολιτευόμενον, χωρίς καλύβην, χωρίς στρώμα και σκέπασμα, χωρίς κανέν άλλο
ένδυμα, εκτός εκείνου όπου εφόρει, τον ηυλαβήθησαν και επεθύμησαν να παραμείνουν
μετ’ αυτού. Ούτος δε ο Όσιος Πατήρ ημών Συμεών πρώτον τους ενουθέτησε, τους
εδίδαξε τους συνεβούλευσε και κατόπιν τους εδέχθη και κατεσκεύασε καλύβας με
κορμούς από βρύζαν και τους έβαλε και εκάθηντο. Ύστερον ήλθον και άλλοι δύο και
έγιναν επτά, είχε δε ο ίδιος ο Όσιος την μέριμναν δια την τροφήν των. Έπειτα
σπείρας εκεί τριγύρω έκαμε περισσήν εσοδείαν και εδέχετο και άλλους, οίτινες
ήρχοντο προς αυτόν, επειδή διεδόθη η φήμη του και ηκούσθη εις τα περίχωρα.
Έτρεχον δε πολλοί, εξ ων άλλοι μεν δια να ίδουν μόνον τον Άγιον και άλλοι δια
να παραμείνουν εκεί μετ’ αυτού. Κατόπιν και αφού παρήλθον επτά χρόνοι, έκτισεν
μικράν Εκκλησίαν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος και ελειτούργει τω Θεώ καθ’
εκάστην ημέραν. Έπειτα ήλθον πλησίον του και Ιερείς και Διάκονοι, οίτινες τον
εβοήθουν. Αφού λοιπόν εγκατεστάθησαν και ήλθον εις τάξιν Μονής και έγιναν όλοι
εν Κοινόβιον, τους άφησεν εκεί και αυτός εξελθών έξω εις τα περίχωρα της Αγυιάς
εδίδασκεν. Εκεί δε πολύ πλήθος εφώτισε και ωδήγησεν εις την οδόν του Κυρίου.
Έπειτα μετέβη εις τον Τύρναβον και εις την Ελασσόνα και πολλούς εστήριξεν εκεί,
έχοντας δισταγμόν εις την Πίστιν και κλονιζομένους, πολλούς δε διώρθωσε και
εστερέωσεν εις την Πίστιν, διότι εις τους τόπους εκείνους ήσαν αμαθείς,
βάρβαροι γεωργοί και ποιμένες των ζώων. Όλα λοιπόν τα υψώματα, τα οποία
λέγονται Καλάνδρομα και τα μέρη των Σερβίων και των Γρεβενών και των Αγράφων
όλα τα περιώδευσεν ο Όσιος Πατήρ Συμεών. Κατόπιν κατήλθεν εις τα μέρη του
Ζητουνιού και εν συνεχεία εις τας Θήβας κηρύττων πανταχού τον λόγον του
Ευαγγελίου. Συνεβούλευε δε να απέχουν οι άνθρωποι από τας κλοπάς, να μη
καταδίδη ο εις τον άλλον, να μη αδική, να μη πηγαίνωσιν εις τους μάντεις να
μαντεύωνται και ούτω παραδίδονται εις τον διάβολον και γενικώς ειπείν να
απέχωσιν από όσα έργα είναι άτοπα και παράνομα. Εδίδασκε δε να τιμώσιν την
αγίαν Κυριακήν μετά δοξολογίας και ύμνων και να σχολάζουν τας εορτάς δια να
προσέρχωνται εις την Εκκλησίαν. Εκείθεν επορεύθη εις τας Αθήνας, διδάσκων και
θεραπεύων διαφόρους ασθενείας, οι δε Αθηναίοι τον εδέχθησαν με πολλήν
ευλάβειαν, επειδή εθεράπευσεν εν αυταίς δαιμονιζόμενον τινα. Ομοίως και ο
Αρχιερεύς του καιρού εκείνου, Λαυρέντιος το όναμα, πολύ τον εδεξιώθη και τον
ετίμησε. Διότι κάθε Κυριακήν και εορτήν και ημέραν εορτάσιμον δεν έπαυεν από
του να διδάσκη και νουθετή τους Χριστιανούς. Έπειτα ελθών εις την Εύβοιαν
εδίδασκε και εκεί ομοίως και συνεβούλευε τους Χριστιανούς στηρίζων τούτους εις
την ευσέβειαν, πράξιν δια την οποίαν πολύ τον εξετίμησαν και την Κυριακήν
έπαυσαν από του να εμπορεύωνται και να κάμνωσιν εμποροπανήγυριν, καθώς
εσυνήθιζαν. Τότε οι αντίθετοι προς την Πίστιν των Χριστιανών, οι Τούρκοι, εφθόνησαν
βλέποντες την άμεμπτον παρρησίαν του Αγίου και την ευλάβειαν την οποίαν του
προσέφερον οι Χριστιανοί, των οποίων η ομιλία και το καύχημα δεν ήτο άλλο από
το όνομα του Αγίου, επειδή όσοι ασθενείς και κλινήρεις ήρχοντο προς αυτόν
ελάμβανον την θεραπείαν των, όλον δε το πλήθος τρέχοντες μετά προθυμίας,
εξωμολογούντο και ηλαφρούντο εκ των αμαρτιών των. Ταύτα λοιπόν βλέποντες οι
αντικείμενοι και υπό του φθόνου κατατηκόμενοι, διέβαλον τον Άγιον εις τον
Τούρκον ηγεμόνα της Ευβοίας, όστις ήτο επίτροπος του πασά, ψευδώς δε και
αναιτίως τον κατηγόρησαν ειπόντες, ότι ήλθεν Ιερεύς τις των λεγομένων
Χριστιανών, όστις διδάσκει καθ’ ημέραν τους Τούρκους να επιστρέψουν και να
γίνουν Χριστιανοί, κατηγορεί δε την ιδικήν των θρησκείαν ως ψευδή και
πεπλανημένην. Όθεν, από τότε κινδυνεύουν να γίνουν όλοι οι Τούρκοι Χριστιανοί.
Τοιούτον λόγον ως ήκουσεν ο ηγεμών, ευθύς έστειλεν ανθρώπους, οίτινες, αφού τον
συνέλαβον, τον έφερον δεδεμένον εις το μέσον της αγοράς, συνέλεγον δε ξύλα δια
να τον καύσουν. Ενώ δε εκείνοι ηγωνίζοντο δια να συλλέξουν τα ξύλα, εβοήθει και
αυτός ο αοίδιμος ρίπτων ξύλα εις τον σωρόν, όπως οι άλλοι. Τούτο ιδών εκείνος
όστις εκράτει την άλυσον του λέγει· «Αυτά τα ξύλα, τα οποία συλλέγουν αυτοί, τα
συλλέγουν δια σε, ίνα με αυτά σε καύσουν, όταν έλθη εντολή από τον επίτροπον
του πασά και βοηθείς και συ δια τον θάνατόν σου;» Του απαντά ο Άγιος· «Αυτό
επιθυμώ και εγώ· όμως μόνον εάν είναι θέλημα Θεού θέλετε με καύσει». Ενώλοιπόν
έλεγον τους λόγους τούτους ήρχοντο κατά την ώραν εκείνην εις αιθίοψ και τινες
γυναίκες. Ως δε ούτοι ήκουσαν τους λόγους τούτους, ευθύς έδραμον εις την μητέρα
του επιτρόπου του πασά και την παρεκάλεσαν να σώση τον Άγιον από τον θάνατον.
Εκείνη δε, ακούσασα ότι μέλλει να θανατωθή, ευθύς μετέβη αυτοπροσώπως εις τον
υιόν της και του λέγει· «Τι θέλεις να κάμης; Ποίαν βλάβην σου έκαμεν, υιέ μου,
ο άνθρωπος εκείνος και θέλεις να πάρης επάνω σου το κρίμα του;» Τότε της λέγει
ο υιός της· «Τι κρίμα θέλω έχει εγώ, εάν τον θανατώσω, όταν λέγη ότι η πίστις
μας δεν είναι καλή και δια τούτο πρέπει να γίνουν οι Τούρκοι Χριστιανοί;» Εις
αυτό του απεκρίθη εκείνη· «Ψεύματα είναι, υιέ μου, όλα αυτά και αδίκως τον
διέβαλαν. Μόνον γνώριζε ότι καθώς εβεβαιώθην, όποιον εκαταράσθη δεν εχρόνισε,
εάν δε συ θέλεις πάθει τίποτε, τότε εγώ θα υπάγω να πνιγώ». Λέγει τότε ο
Επίτροπος εις την μητέρα του· «Ύπαγε εις την εργασίαν σου και μη σε ενδιαφέρει
τι γίνεται εις τον κόσμον». Απεκρίθη η μήτηρ του· «Φυλάξου μη κάμης κανένα
κακόν εις αυτόν τον άνθρωπον, καθώς σου λέγω, διότι όσα και αν σου είπαν είναι
ψεύματα· αν δε θέλης να μάθης την αλήθειαν, φέρε αυτόν εδώ έμπροσθέν σου και
ερώτησέ τον δια να εννοήσης τι σου λέγω». Αφού δε η μήτηρ τού άρχοντος είπε τους
λόγους τούτους έφυγεν, οι δε μετ’ αυτού παρακαθήμενοι πρώτοι εκ των αρχόντων
της πόλεως είπον προς αυτόν· «Καλά λέγει η κυρά· φέρε τον πρώτον εδώ και ερώτησέ
τον, αναλόγως δε των λόγων τους οποίους ήθελεν είπει, θέλομεν κάμει κρίσιν,
καθώς ορίζει ο νόμος μας». Ευθύς τότε ο επίτροπος απέστειλεν άνθρωπόν του,
όστις ειδοποίησε και τον έφερον ως ήτο δεδεμένος με την άλυσον. Καθώς λοιπόν
είδεν ο ηγεμών τον Άγιον ανυπόδητον, γυμνόν, με ένα παλαιόρασον μόνον και
τίποτε άλλο, ηυλαβήθη αυτόν και βλέπων τούτον με ήμερον βλέμμα τον ηρώτησε· «Τι
είναι αυτά όπου ακούω δια σε; Τώρα συ θέλεις να μας βγάλης από την πίστιν μας
και να μας κάμης Χριστιανούς;» Απεκρίθη ο Άγιος· «Εγώ, αυθέντη πολυχρονεμένε,
τους Χριστιανούς διδάσκω να κάμνουν καθώς ορίζει το Ιερόν Ευαγγέλιον»· Ηρώτησεν
εκείνος· «Και τι λέγει το Ευαγγέλιον;» Απεκρίθη ο Άγιος· «Προστάζει τους
ανθρώπους να μη κλέπτουν, να μη πορνεύουν, να μη επιθυμούν το αμπέλι του γείτονός
των ή το χωράφι ή κανένα άλλο πράγμα ξένον, να μη καταδίδη ο ένας κατά του
άλλου, να μη γελούν τον αυθέντην των εις τους φόρους και τα δοσίματα και να
κρατούν στερεώς την Πίστιν των. Να φυλάττωνται δε και να μη δουλεύωσι την
Κυριακήν, επειδή είναι η πρώτη ημέρα όπου έκτισεν ο Θεός τον κόσμον και επειδή
αυτήν την ημέραν ανεστήθη ο Χριστός· με το να είναι δε Χριστιανοί, ανάγκη είναι
να τιμούν και τον αυθέντην των Χριστόν με την εορτήν αυτήν». Λέγει ο άρχων·
«Την Παρασκευήν έκαμεν ο Θεός τον κόσμον ή την Κυριακήν;» Και ο Άγιος απήντησε·
«Την Κυριακήν ήρχισε τα ποιήματά του και την Παρασκευήν τα συνεπλήρωσε. Την
Παρασκευήν εσταύρωσαν τον Χριστόν οι Εβραίοι και την Κυριακήν ανέστη. Δια τούτο
και τους διδάσκω, διότι την ημέραν την οποίαν εφύλαξε και ετίμησεν ο Θεός
πρέπει να την τιμώμεν και ημείς οι άνθρωποι». Ευθύς τότε, ως ήκουσεν ο ηγεμών
τους λόγους τούτους, επρόσταξε να τον λύσουν, επί πλέον δε του έδωσεν άδειαν να
υπάγη όπου θέλει, εκείνος δε ο θεοπροστάτευτος ανήρ, ως εξήλθεν από την οικίαν
του άρχοντος, εκήρυττε παρρησία και χωρίς φόβον τον λόγον του Θεού. Μετ’ ολίγας
ημέρας, επιστρέψας ο Άγιος εις την Μονήν, εύρε τους αδελφούς τους οποίους
άφησεν εκεί, εκείνοι δε, ευθύς ως τον αντίκρυσαν, εχάρησαν και ηυφράνθη η ψυχή
των, διότι τον επανείδον πλησίον των. Παραμείνας δε ο Άγιος ολίγον καιρόν εκεί,
εκούρευσε και όσους αδελφούς εύρεν εις το Φλαμούριον. Επειδή, λόγω της φήμης
του, πολλοί προσέτρεχον εκεί και από εκείνους εξελέγοντο οι κατάλληλοι δια την
μοναδικήν πολιτείαν, οίτινες και παρέμενον μετ’ αυτού υποτασσόμενοι. Ακόμη δε
και όσους άλλους αδελφούς ηκολούθουν τον αοίδιμον τούτον Άγιον Συμεών ή από τας
Αθήνας, ή από την Εύβοιαν, ή αλλαχόθεν, όλους τούτους τους έκαμε Μοναχούς και
τους ετακτοποίησεν εις τα της Μοναχικής Πολιτείας καθήκοντα και καθωδήγησε
τούτους τίνι τρόπω να μετέρχωνται τον μοναδικόν βίον. Και πάλιν όμως τους
άφησε, διότι μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου μετά περισσής αγάπης και
πλείστων περιποιήσεων εδέχθη τούτον ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Και
εκεί λοιπόν κηρύττων τον λόγον της αληθείας επέστρεψε πολλούς από την πλάνην
και την ασέβειαν, καθοδηγήσας τούτους εις μεγάλην θεογνωσίαν, ίνα δε είπω με
συντομίαν, όλοι παρεκινήθησαν και έδραμον προς αυτόν και έκαστος,
εξομολογούμενος τας αμαρτίας του, ελάμβανε την πρέπουσαν συμβουλήν παρ’ αυτού
με τρόπον διάφορον. Διότι αναλόγως του τρόπου κατά τον οποίον εις έκαστος
εστοχάζετο, συνεβούλευε και το πως θα διορθωθή. Τόσον δε ακούραστα εδίδασκεν,
ώστε ηδύνατο να είπη τις, ότι το στόμα του ήτο πηγή ανεξάντλητος εις το να
συμβουλεύη και να διδάσκη καθ’ εκάστην. Δια τον λόγον λοιπόν τούτον πολλοί, αφήνοντες
την τέχνην των και τα υποστατικά των, ήρχοντο προς τον Άγιον και παρεκάλουν να τους
κουρεύση Μοναχούς και να είναι εις την υποταγήν του. Ούτος δε ο μακάριος τους
εδέχετο και τους απέστελλεν εις την λοιπήν αδελφότητα. Από τούτους ήσαν και
τινες κτίσται, προς τους οποίους παρήγγειλε να εργάζωνται εις τον τοίχον του
Μοναστηρίου, επειδή όταν ανεχώρησεν από την Μονήν άφησεν ατελείωτον και το
τείχος και την Εκκλησίαν. Εκεί όμως εις την Κωνσταντινούπολιν ευρισκόμενος
επέπρωτο να εύρη και το μακάριον τέλος. Διότι παραμένων εν αυτή ολίγον καιρόν
και νουθετών και πολλούς ωφελών, δια των εναρέτων και θείων οδηγιών του, εκλήθη
παρά Κυρίου εις τας αιωνίους Μονάς. Και η μεν μακαρία ψυχή του ανήλθεν εις τους
ουρανούς, ίνα απολαύση ανταξίως των πολλών αγώνων και κόπων, τους οποίους επί
της γης ετέλεσεν υπέρ άνθρωπον, τα αποκείμενα και προωρισμένα δι’ αυτόν προ
καταβολής κόσμου αγαθά, το δε θείον αυτού σώμα μετεκόμισαν μεγαλοπρεπώς ο
Πατριάρχης και η σύγκλητος μετά παντός του Κλήρου και του λαού και το
ενεταφίασαν εις τον Ναόν της Θεοτόκου εις Χάλκην. Μετά ταύτα, αφού παρήλθον δύο
έτη, μετέβησαν εις την Βασιλεύουσαν, δια τινα υπηρεσίαν, Μοναχοί τινες της
Μονής του Οσίου, όταν δε επρόκειτο να επανακάμψουν εις το Μοναστήριον μετέβησαν
πρώτον και έκαμον ανακομιδήν του θείου Λειψάνου του Αγίου, ετοποθέτησαν δε
τούτο εις λάρνακα ξυλίνην, ενώ ανεδίδετο εξ αυτού ευωδία άρρητος. Εις δε
τεχνίτης σχοινοποιός κατεσκεύασε δια την αγίαν αυτού Κάραν κουβούκλιον ωραιότατον,
εντός του οποίου εναπετέθη αύτη. Ούτος δε ο τεχνίτης έπασχεν εκ νόσου ανιάτου,
και όταν έβηχεν, εξήρχετο από τα σπλάγχνα του φλέγμα πυκτόν και τόσον βρωμερόν,
ώστε δεν ηδύνατο να πλησιάση κανείς πλησίον του. Ευθύς όμως ως έφερε το
κουβούκλιον και ασπαθείς την αγίαν Κάραν του Οσίου την απέθεσεν εντός αυτού, ω του
θαύματος! ιατρεύθη. Τότε οι παρευρεθέντες εκεί, βλέποντες το παράδοξον εκείνο
θαύμα, πιστοί και άπιστοι, ανέκραξαν μεγαλοφώνως· «Κύριε, ελέησον», ενώ εκείνος
απήλθεν εις το εργαστήριόν του δοξάζων τον Θεόν και ευχαριστών τον Άγιον.
Παραλαβόντες δε οι Μοναχοί το άγιον Λείψανον το έφεραν εις το Μοναστήριον και
από τότε ηπλώθη η φήμη του ως Αγίου θαυματουργούντος εις κάθε τόπον και χώραν.
Αλλ’ ας διηγηθώμεν και ολίγα εκ των πολλών θαυμάτων τα οποία δια του σεπτού
Λειψάνου του Αγίου ετελέσθησαν προς καλλιτέραν ωφέλειαν και νουθεσίαν υμών. Μετ’
ολίγον καιρόν οι Πατέρες της Μονής προκειμένου να περιέλθουν την Εύβοιαν δι’
ελεημοσύνην, καθώς είναι η συνήθεια των Μοναστηρίων, παρέλαβον μεθ’ εαυτών
εντός μικρού κυτίου ένα δάκτυλον εκ του αγίου Λειψάνου του Αγίου. Περιερχόμενοι
δε τα χωρία της Ευβοίας μετέβησαν και εις την πόλιν των Ωρεών. Εκεί ήτο επί
πολύν καιρόν ασθενής τις, του οποίου ο στόμαχος ήτο διωγκωμένος και δεν ηδύνατο
να χωνεύση το φαγητόν το οποίον έτρωγεν. Είχε το πρόσωπόν του μαυροκίτρινον, η
κοιλία του και οι πόδες του ήσαν εξωγκωμένοι και ήτο σχεδόν όλος υδρωπικός.
Ούτος, ως ήκουσεν ότι οι Μοναχοί του Αγίου μετέβησαν εκεί, έδραμε προς αυτούς
μετά δεήσεως πολλής και έκλαιε και προσέπιπτε και παρεκάλει. Τι έλεγε και τι
δεν έταζε δεν περιγράφεται· την ψυχήν του έδιδεν, κατά τον κοινόν λόγον, την
οποίαν δεν ώριζε, αρκεί μόνον να έκαμνον έλεος εις αυτόν. Βλέποντες λοιπόν οι
Πατέρες την πολλήν αυτού δέησιν, μετέβησαν εις την οικίαν του, ο δε μετ’ αυτών
Ιερεύς και Πνευματικός τελέσας αγιασμόν ενεβάπτισε το άγιον Λείψανον εντός του
αγιάσματος. Καθώς δε ο ασθενής ησπάσθη το ιερόν Λείψανον και έπιεν από τον
αγιασμόν, ευθύς ηλευθερώθη από το ανίατον πάθος. Διότι πάραυτα έτρεξεν απ’
αυτού ύλη πολλή, βρωμερά και ανυπόφορος, κατέπεσεν η διόγκωσις και ήλθον εις
την πρώτην των θέσιν αι χείρες και οι πόδες του, το δε πρόσωπόν του επανήλθεν
από την ωχρότητα εκείνην εις το φυσικόν του χρώμα και δεν απέμενεν εις αυτόν
ουδέ το ελάχιστον σημείον ασθενείας, όλον δε το σώμα του παρουσίαζεν ευρωστίαν
και ανανέωσιν. Ευθύς τότε ο άνθρωπος εκείνος έδωσεν όλην του την περιουσίαν εις
το Μοναστήριον. Την θαυματουργίαν ταύτην του αγίου Λειψάνου και πλείστοι άλλοι
βλέποντες αφιέρωσαν εις το Μοναστήριον αγρούς ή ό,τι άλλο ο καθείς ηδύνατο.
Συνέστησαν ακόμη και μετόχιον του Μοναστηρίου, το οποίον παραμένει μέχρι της
σήμερον. Εκείνος δε ο υδρωπικός μετέβη εις το Μοναστήριον και έγινε Μοναχός.
Αλλά και άλλα πολλά θαύματα ετελέσθησαν δια των ιερών Λειψάνων του Αγίου εις
ασθενείς και πολλοί θερμαινόμενοι και δαιμονιζόμενοι, ακόμη δε και
προσβληθέντες εκ πανώλους ή από άλλας διαφόρους και πολυειδείς ασθενείας
εθεραπεύθησαν. Ταύτα τα οποία εγράψαμεν, γνωρίζομεν εξ ακοής από πιστούς ανθρώπους,
οίτινες οφθαλμοφανώς τα είδον και τα διηγήθησαν εις ημάς, από τούτων δε δύναται
να βεβαιωθή έκαστος, ότι αληθή και αδιάψευστα είναι τα θαύματα του Αγίου. Αύται
είναι αι κατά Θεόν αρεταί και οι υπέρ φύσιν αγώνες του Αγίου τούτου Συμεών του
Νέου. Εις ημάς δε τα πνευματικά αυτού τέκνα, οίτινες ανελάβομεν τον ζυγόν του
Χριστού, καθώς και το ελαφρόν φορτίον του Χριστιανικού βίου και της ευαγγελικής
ζωής, υποσχεθέντες να είμεθα έξω σαρκός και κόσμου και να υποτάξωμεν το χείρον,
δηλονότι το σώμα μας, εις το κρείττον, το οποίον είναι η ψυχή και μάλιστα να
ονομαζώμεθα τοιούτου Αγίου ανδρός υποτακτικοί και πιστοί φύλακες των θείων
αυτού εντολών, πρέπον είναι να γίνωμεν μιμηταί των θεαρέστων έργων του, αν και
τούτο δεν είναι τόσον εύκολον και να προσπαθήσωμεν να φθάσωμεν εις την άκραν
απάθειαν και την τελειότητα της αρετής, ίνα δεκαπλασιάσωμεν, ως εκείνος ο
μακάριος, το τάλαντον, το οποίον προσεφέρθη εις αυτόν δια τους μεγάλους αγώνας
και πολέμους τους οποίους υπέμεινεν, ήτοι ψύχος, καύσωνας, παγετούς του
χειμώνος, ολονυκτίους στάσεις, εγρηγόρσεις, νηστείας, προσβολάς και επηρείας
σατανικάς, επιβουλάς και καταδρομάς ανθρώπων, μάστιγας και όσα άλλα ανεκδιήγητα
χαλεπά. Αλλ’ αν δεν δυνάμεθα να φθάσωμεν την τελειότητα εκείνου, όμως αρκεί εις
ημάς και το να μη παραβώμεν τας προσταγάς και τας εντολάς τας οποίας εις ημάς κατέλιπεν
ωσάν παρακαταθήκην. Και αν δεν έλθωμεν και εις την άκραν της αρετής τελειότητα,
αρκεί τουλάχιστον να μη νικώμεθα από τα πάθη του σώματος. Αν δε ακόμη δεν
πολλαπλασιάσωμεν το τάλαντον, ας το διπλασιάσωμεν τουλάχιστον και ας μη
στέρξωμεν να το κρύψωμεν εις την γην, ίνα ούτω φανώμεν αχρείοι δούλοι και
οικονόμοι κακοί, πράξις δια την οποίαν ασφαλώς θα ηθέλομεν κατακριθή εν τη
φοβερά εκείνη ημέρα. Αν δε εκείνος, ακτήμων, μονοχίτων, ανυπόδητος, άοικος και
χωρίς στρωμνήν, ταύτα τα θαυμάσια επετέλεσεν, ημείς τουλάχιστον ας μη
πλεονεκτώμεν, ας μη αποθησαυρίζωμεν διπλά και τριπλά ενδύματα, σκεπάσματα,
κελλία στρωμνάς ή άλλα μάταια και περιττά, τα οποία όχι μόνον εις τους
μονάζοντας δεν είναι απαραίτητα, αλλά και εις όλους γενικώς τους Χριστιανούς. Εξ
όλων λοιπόν τούτων ας φυλαττώμεθα, αδελφοί, όσον είναι δυνατόν, αν θέλωμεν να
απολαύσωμεν εκείνα τα ουράνια αγαθά, τα οποία, καθώς λέγει ο μακάριος Παύλος
«Ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α΄ Κορ. β:9), καθώς και δι’ εκείνους,
οίτινες φυλάττουν τας εντολάς Του, κατά την ευαγγελικήν προσταγήν, την λέγουσαν·
«Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε» (Ιωάν. ιδ:15). Και ας μη νομίση
κανείς ότι χωρίς κόπους και αγώνας θέλει αξιωθή της Βασιλείας των ουρανών. Όχι,
όχι, αδελφοί, πλανάται ο τοιούτος, φωνάζει ο Παύλος, εάν μη νομίμως αθλήση. Ας
πράττωμεν λοιπόν, ας αγαπώμεν και ας αγωνισθώμεν καλώς, όσον ευρισκόμεθα και
ζώμεν επάνω εις την γην, επειδή εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια, δια να αξιωθώμεν
να ακούσωμεν την σωτήριον του Κυρίου φωνήν, εν εκείνη τη ημέρα, όταν ούτος
μέλλη να κρίνη ζώντας και νεκρούς· «Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ, επί ολίγα ης
πιστός, επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου» (Ματθ.
κε:21). Εισέλθετε λοιπόν και σεις εις την Βασιλείαν αυτού την ουράνιον δια να
συνεσθίετε επί της τραπέζης Του· ου γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, ευδοκία και
Χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν
και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου