Αλεξάνδρα ή Αλεξανδρία η του Χριστού
Μάρτυς ήτο σύζυγος του βασιλέως Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄
- τε΄ (284 – 305). Βλέπουσα δε τον Άγιον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον γενναίως
αντεπεξερχόμενον κατά των επιβαλλομένων εις αυτόν τιμωριών και απρόσβλητον μένοντα,
κτυπώμενον εις την κοιλίαν με το ακόντιον και ουδόλως βλαπτόμενον, δενόμενον
εις τον τροχόν εκείνον, τον έχοντα πέριξ αυτού εμπεπηγμένα σίδηρα κοπτερά και
διαμελιζόμενον κατά το σώμα εις πολλά τεμάχια, κατόπιν δε πάλιν υγιά και
ακέραιον γενόμενον και εμφανισθέντα εις τον βασιλέα καθ’ ην στιγμήν εκείνος
εθυσίαζεν εις τα είδωλα και ότι, εξ αιτίας του παραδόξου τούτου θαύματος, έκαμε
πολλούς να πιστεύσωσιν εις τον Χριστόν, εκ των οποίων άλλοι μεν
απεκεφαλίσθησαν, άλλοι δε εκλείσθησαν εις φυλακάς, ταύτα, λέγω, τα παράδοξα και
υπερφυσικά θαύματα βλέπουσα η μακαρία Αλεξάνδρα κατεφρόνησε την δόξαν της
βασιλείας και πιστεύσασα εις τον Χριστόν ωμολόγησε εαυτήν Χριστιανήν ενώπιον
του συζύγου της Διοκλητιανού.
Δια τούτο και ερρίφθη εις την φυλακήν. Όταν δε ελήφθη παρά του συζύγου της η απόφασις ίνα αποκεφαλισθή ο Μέγας Γεώργιος μετ’ αυτής, έμαθε τούτο η βασίλισσα εν τη φυλακή ευρισκομένη και προσευχηθείσα παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Ιδόντες δε οι τρεις υπηρέται της βασιλίσσης Απολλώς, Ισαάκιος και Κοδράτος, ότε κατεφρόνησεν η Αγία την πρόσκαιρον βασιλείαν και τον θνητόν βασιλέα και επίστευσεν εις τον Ιησούν Χριστόν, καθ’ ο αποθανούσα μάλιστα δια την αγάπην του, επίστευσαν και ούτοι εις τον Ιησούν Χριστόν, παρουσιασθέντες δε προ του βασιλέως ήλεγξαν αυτόν ονομάσαντες παράνομον και θηριώδη, επειδή ουδέ την ιδίαν αυτού σύζυγον ευσπλαγχνίσθη μεθ’ ης ετεκνογόνησεν. Όθεν, οργισθείς ο βασιλεύς, διέταξε να ρίψωσιν αυτούς εις την φυλακήν. Τούτου δε γενομένου εσυλλογίζετο ο άνομος καθ’ όλην την νύκτα ποίον είδος θανάτου να επιβάλη εις τους Μάρτυρας. Το πρωϊ λοιπόν εκβαλών αυτούς εκ της φυλακής, τον μεν Κοδράτον διέταξε να αποκεφαλίσωσι, τους δε Απολλώ και Ισαάκιον να ρίψωσι πάλιν εις φυλακήν. Εις αυτήν δε ευρισκόμενοι οι Άγιοι ούτε έφαγον, ούτε έπιον επί πολλάς ημέρας. Εκ της εξαντλήσεως λοιπόν της πείνης και της δίψης παρέδωκαν και ούτοι τας αγίας των ψυχάς εις χείρας Θεού και έλαβον παρ’ αυτού τους στεφάνους της αθλήσεως.
Δια τούτο και ερρίφθη εις την φυλακήν. Όταν δε ελήφθη παρά του συζύγου της η απόφασις ίνα αποκεφαλισθή ο Μέγας Γεώργιος μετ’ αυτής, έμαθε τούτο η βασίλισσα εν τη φυλακή ευρισκομένη και προσευχηθείσα παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Ιδόντες δε οι τρεις υπηρέται της βασιλίσσης Απολλώς, Ισαάκιος και Κοδράτος, ότε κατεφρόνησεν η Αγία την πρόσκαιρον βασιλείαν και τον θνητόν βασιλέα και επίστευσεν εις τον Ιησούν Χριστόν, καθ’ ο αποθανούσα μάλιστα δια την αγάπην του, επίστευσαν και ούτοι εις τον Ιησούν Χριστόν, παρουσιασθέντες δε προ του βασιλέως ήλεγξαν αυτόν ονομάσαντες παράνομον και θηριώδη, επειδή ουδέ την ιδίαν αυτού σύζυγον ευσπλαγχνίσθη μεθ’ ης ετεκνογόνησεν. Όθεν, οργισθείς ο βασιλεύς, διέταξε να ρίψωσιν αυτούς εις την φυλακήν. Τούτου δε γενομένου εσυλλογίζετο ο άνομος καθ’ όλην την νύκτα ποίον είδος θανάτου να επιβάλη εις τους Μάρτυρας. Το πρωϊ λοιπόν εκβαλών αυτούς εκ της φυλακής, τον μεν Κοδράτον διέταξε να αποκεφαλίσωσι, τους δε Απολλώ και Ισαάκιον να ρίψωσι πάλιν εις φυλακήν. Εις αυτήν δε ευρισκόμενοι οι Άγιοι ούτε έφαγον, ούτε έπιον επί πολλάς ημέρας. Εκ της εξαντλήσεως λοιπόν της πείνης και της δίψης παρέδωκαν και ούτοι τας αγίας των ψυχάς εις χείρας Θεού και έλαβον παρ’ αυτού τους στεφάνους της αθλήσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου