Θεόδωρος ο εν Αγίοις
Πατήρ ημών, ο Επίσκοπος Αναστασιουπόλεως, εγεννήθη κατά τους χρόνους του
βασιλέως Ιουστινιανού Α΄ του βασιλεύσαντος κατά τα έτη φκζ΄ - φξε΄ (527 – 565)
εις χωρίον της Γαλατίας Συκεοί καλούμενον, εξ ου και Συκεώτης απεκλήθη. Γονείς
του υπήρξαν ο βασιλικός αποκρισάριος Κοσμάς και πόρνη τις γυνή ονόματι Μαρία.
Παρά το γεγονός όμως ότι ο μακάριος ούτος ανήρ υπήρξε νόθος υιός τοιούτων
γονέων, αυτός ανήλθεν εις την ανωτάτην βαθμίδα της αρετής και ηξιώθη όχι μόνον
να γίνη Επίσκοπος και να διαπρέψη εις τον έντιμον βίον, αλλά και να καταταγή
μετά των Αγίων δια τας πολλάς αυτού αρετάς τε και χάριτας. Ακούσατε όμως τον
κατά πλάτος Βίον αυτού, ίνα πολλήν την ωφέλειαν λάβητε.
Ευλογητός ο Θεός ο από των αρχαίων χρόνων τους Εαυτού θαράποντας διαφωτίσας ως φωτεινούς αστέρας, ίνα επί της γης κυβερνώσι και διδάσκωσι τον λαόν Αυτού τα θεάρεστα και πλήρη αρετών διδάγματα, οίτινες και μέχρι του νυν διαπρέπουσιν ως ακτίνες του Ηλίου της δικαιοσύνης, με το να μεταλαμπαδεύωσι τας γλυκυφώνους ρήσεις των Αγίων Γραφών, ή αυτοί οι ίδιοι θεόπεμπτοι άνδρες να καθίστανται πρότυπα των κατά Θεόν αρετών. Από του Άβελ του ακάκου, του εναρέτου Ενώχ, του δικαίου Αβραάμ μέχρι του Ιωάννου του Βαπτιστού του μεγαλυτέρου εκ των Προφητών, του χορού των Δώδεκα Αποστόλων των εν πάση χώρα θεμελιωσάντων την Ορθόδοξον χριστοπαράδοτον Πίστιν, του πλήθους των Αγίων Μαρτύρων, οίτινες δια της θυσίας των εαυτών σωμάτων και των αιμάτων αυτών επωκοδόμησαν ταύτην, ως και μέχρι των Συνόδων των Αγίων Πατέρων, οίτινες επεκύρωσαν τα διδάγματα της Αποστολικής διδασκαλίας, πάντας τούτους τους εναρέτους αγωνιστάς έδωσεν ο Θεός εις τον κόσμον, ίνα εκ τούτων διδασκόμενοι και από τα τεράστια αυτών θαυματουργήματα ενισχυόμενοι, θεμελιούμενοι δε και εκ των παραδειγμάτων των αγώνων και των κατορθωμάτων των, αποφεύγωμεν τας εις τας κακάς πράξεις ενασχολήσεις, ίνα ούτω σωζόμενοι εκ της απωλείας, αποβλέψωμεν προς την του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Βασιλείαν και δόξαν, εις ην υπάρχουσι τα παρ’ Αυτού του Θεανθρώπου επαγγελθέντα αγαθά, «Α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν» (Α΄ Κορ. β:9). Ούτω λοιπόν ο Πανάγαθος Θεός εν τη απεράντω Αυτού αγαθότητι ανέδειξε δι’ ημάς, ως φωστήρα λαμπρόν, τον μακάριον τούτον Θεόδωρον τον δια της υπομονής κατανικήσαντα τας πανουργίας του διαβόλου, τον διώκτην των δαιμόνων, τον ιατρόν των νοσούντων, τον πατέρα των ορφανών και σιτοδότην των πανήτων, τον από της γης εις τους ουρανούς πλείστους χειραγωγήσαντα. Παρακαλώ λοιπόν πάντας υμάς τους προσελθόντας προς ακρόασιν των αρετών τούτου, του πράγματι Θεοδώρου, όπως ευχηθήτε προς τον Πανάγαθον Θεόν και επιλάθη των αμαρτιών μου, παραχωρήση δε εις την εμήν αναξιότητα την Εαυτού χάριν, ίνα δυνηθώ καλλίτερον να εξιστορήσω τα θεοδώρητα τούτου του θεοσεβεστάτου Οσίου κατορθώματα. Εις την χώραν των Γαλατών υπάρχει χωρίον Συκεοί καλούμενον, τελούν υπό την πόλιν Αναστασιούπολιν, την κειμένην εις την των Αγκυρανών επαρχίαν. Δια του χωρίου τούτου διέρχεται η βασιλική οδός, επί της οποίας ήτο πανδοχείον εις το οποίον διέμενε κόρη τις ωραιοτάτη ονόματι Μαρία, μετά της μητρός της Ελπιδίας και της αδελφής της Δεσποινίας, αίτινες, εκεί εργαζόμεναι, μετήρχοντο και την αμαρτωλόν τέχνην των εταίρων. Βασιλεύοντος δε τότε του ευσεβούς Ιουστινιανού 527 – 565, απεστάλη εις Ανατολήν, ίνα εκτελέση βασιλικήν διαταγήν, επίσημός τις ανήρ, Κοσμάς ονόματι, διακριθείς εν τω ιπποδρομίω εις καμηλοδρομίας. Ούτος λοιπόν, διερχόμενος εκ Συκεών, κατέλυσεν εις το πανδοχείον. Ιδών δε την Μαρίαν, ως ήτο ωραία, εκοιμήθη μετ’ αυτής. Συλλαβούσα δε η γυνή, βλέπει καθ’ ύπνον ότι παμμεγέθης αστήρ λάμπων κατήλθεν εξ ουρανού επί της κοιλίας αυτής. Αφυπνισθείσα δε έντρομος διηγήθη το ενύπνιον εις τον ρηθέντα αξιωματούχον. Εκείνος δε είπε προς αυτήν· «Φύλαξον τον εαυτόν σου, μήπως επιβλέπων ο Θεός δώση εις σε καρπόν, όστις θέλει αξιωθή του της Επισκοπής κλήρου». Τούτο δε ειπών συνέχισε το πρωϊ την πορείαν του χαίρων. Προσελθούσα δε η γυνή εις Πατέρα προορατικόν κατοικούντα παρά το χωρίον Βαλγατία, διηγήθη το καθ’ ύπνον οραθέν. Ο δε γέρων είπεν· «Κατ’ αλήθειαν σοι λέγω, ότι μέγας ανήρ θέλει καταστή ο εκ σου μέλλων να γεννηθή παις, όχι ως υπερέχων μεταξύ των ανθρώπων, αλλ’ ως προς την προς τον Θεόν ευαρέσκειαν. Διότι το εν είδει λαμπρού αστέρος οραματισθέν υπό σου δηλοί το λαμπρόν των αρετών και των χαρισμέτων κόσμημα, το οποίον κατέπεμψεν ο Θεός προς το εν τη κοιλία σου βρέφος. Διότι ούτως εθδοκεί ο Κύριος· τους αξίους Αυτού δούλους προτού γεννηθούν και εν τη κοιλία ευρισκομένους να αγιάζη». Πληροφορηθείς δε τούτο και ο Θεοδόσιος, ο Επίσκοπος Αναστασιουπόλεως, συνεφώνησεν. Ως δε συνεπληρώθη ο χρόνος της κυήσεως, εγέννησεν αύτη τον δούλον του Θεού. Ως δε συνηθίζουσιν οι Χριστιανοί, μετ’ ολίγας ημέρας έφερε το βρέφος εις την Αγίαν Ορθόδοξον Εκκλησίαν και το παρέδωσεν εις τον Ιερέα, όστις το εβάπτισεν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος ονομάσας Θεόδωρον. Όταν δε το παιδίον εγένετο εξ ετών, ηθέλησεν η μήτηρ του να το κατατάξη εις τον στρατόν της Βασιλευούσης, διο και του ηγόρασε ζώνην χρυσήν και πολυτελή ενδύματα, έτι δε ητοίμασε δι’ αυτό και άπαντα τα δια το ταξίδιον αναγκαία. Κατά δε την νύκτα κατά την οποίαν το παιδίον έμελλε να ταξιδεύση, εφάνη εις αυτήν καθ’ ύπνον ο Άγιος του Θεού Μεγαλομάρτυς Γεώργιος, όστις είπεν εις την γυναίκα· «Ποίαν απόφασιν έλαβες δια το παιδίον, ω γύναι; Μη ματαίως κοπιάζης. Διότι ο Ουράνιος Βασιλεύς έχει ανάγκην αυτού». Εγερθείσα δε την πρωϊαν διηγήθη το όραμα δακρύουσα, υποπτευομένη ότι θάνατος ηπείλει το παιδίον της. Δια τούτο και εματαίωσε το ταξίδιον. Ότε δε εγένετο ο Θεόδωρος οκτώ ετών τον παρέδωσεν εις διδάσκαλον προς εκπαίδευσιν. Ούτος δε, δια της θείας Χάριτος, ταχέως επρόκοπτε και παρά πάντων ηγαπάτο και πασών των αρετών δόκιμος εργάτης ανεδεικνύετο. Εις δε την οικίαν του Θεοδώρου ειργάζετο άνθρωπος τις Στέφανος ονομαζόμενος, όστις μετήρχετο την τέχνην του μαγείρου, λίαν θεοσεβής και ενάρετος, τον οποίον υπερηγάπων αι γυναίκες. Ένεκα δε τούτου εγκατέλειψαν τον έκλυτον βίον των και εβοήθουν τούτον εις το έργον του. Ούτος δε ο ευσεβής, όσα ελάμβανεν ως μισθόν από τας γυναίκας και όσα φιλοδωρήματα εισέπραττε παρά των εις το πανδοχείον προσερχομένων, διέθετεν εις τας Εκκλησίας, πρωϊαν δε και εσπέραν απαραιτήτως προσηύχετο. Κατά δε την Αγίαν Τεσσαρακοστήν, αφού ητοίμαζε το φαγητόν, ενήστευε μέχρι της εσπέρας, ουδέν τρώγων ει μη μόνον ολίγα κόλλυβα και ύδωρ. Βλέπων δε τούτον ο παις διάγοντα με τόσην εγκράτειαν και υπό της θείας αγάπης κινηθείς, εξετίμησε τον τρόπον τούτον του ζην, κατά την Αποστολικήν φωνήν· «Μνημονεύετε των ηγουμένων ημών, οίτινες ελάλησαν υμίν τον λόγον του Θεού, ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής μιμείσθε την πίστιν… Καλόν γαρ χάριτι βεβαιούσθαι την καρδίαν, ου βρώμασιν, εν οις ουκ ωφελήθησαν οι περιπατήσαντες» (Εβρ. ιγ: 7-9) και «Βρώμα δε ημάς ου παρίστησι τω Θεώ» (Α΄ Κορ. η:8). Αγνοούσα δε η μήτηρ του Θεοδώρου και αι γυναίκες τον ζήλον αυτού, ως επέστρεφεν από το διδασκαλείον την ώραν του γεύματος, παρεκίνουν αυτόν να συντρώγη μετ’ αυτών. Εκείνος δε μεταβαίνων εις το διδασκαλείον, δεν επέστρεφεν, αλλά μένων νήστις καθ’ όλην την ημέραν επανήρχετο μόνον το εσπέρας εις την οικίαν του. Τότε δε ανεχώρει μετά του θεοσεβούς εκείνου Στεφάνου και μετέβαινεν εις τας Εκκλησίας, όπου προσευχόμενος μετελάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων, επανερχόμενος δε μόνον κόλλυβα και ύδωρ έτρωγε μετά του Στεφάνου. Επειδή δε εξησθένει εκ της ασιτίας, παρήγγειλεν η μήτηρ του Μαρία εις τον διδάσκαλον να στέλλη τον Θεόδωρον κατά την ώραν του γεύματος, ίνα πείση τούτον να τρώγη τουλάχιστον ολίγα όσπρια. Έστελλε λοιπόν αυτόν ο διδάσκαλος κατά την παραγγελίαν. Αλλ’ ο παις έπραττε κατά τον ψαλμόν του Δαβίδ· «Επί τω Κυρίω πέποιθα, πως ερείτε τη ψυχή μου, μεταναστεύου επί τα όρη ως στρουθίον»; (Ψαλμ. ι:1). Μόλις λοιπόν εξήρχετο από το σχολείον, ανήρχετο εις το παρακείμενον πετρώδες όρος, ένθα υπήρχε Ναός του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, οδηγούμενος οφθαλμοφανώς υπό τινος νεανίσκου, προφανώς του Αγίου. Εισερχόμενος δε εις τον Ναόν απερροφάτο υπό της μελέτης των θείων Γραφών, μετά δε την μεσημβρίαν μετέβαινεν εις το διδασκαλείον και το εσπέρας επέστρεφεν εις την οικίαν του. Ούτω λοιπόν επί ολόκληρον τετραετίαν και έως ότου εγένετο δωδεκαετής ήσκει την νηστείαν, τακτικώς δε μετέβαινε και παρέμενον εις τον Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιούχου και εκεί από βαθυτάτης πρωϊας παρέμενε, συχνάκις οραματιζόμενος τον Άγιον Γεώργιον οδηγούντα αυτόν εκεί. Εις μάτην δε παρώτρυνε τούτον η μήτηρ του να μη εφείρεται ενωρίς και να παρευρίσκεται εις το γεύμα. Διότι σκοπός του Θεοδώρου ήτο να ακολουθήση τα ίχνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εγκαταλείπων τους οικείους του και να προστρέξη προς τον Θεόν, ως ο Πέτρος, ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης και οι άλλοι Απόστολοι, αφέντες πάντα, ηκολούθησαν τω Ιησού (Μαρκ. α:18). Επί πλέον δε της μαθήσεως εξέμαθε το Ψαλτήριον, όπου δε ετελείτο μνήμη Αγίων προθύμως προσήρχετο. Ομοίως εφαρμόζων το του Ψαλμού· «Μετά Οσίου Όσιος έση και μετά ανδρός αθώου αθώος έση και μετά εκλεκτού εκλεκτός έση» (Ψαλμ. ιζ: 26-27), όπου ήκουεν ότι ευρίσκετο ανήρ δίκαιος προσέτρεχε προς αυτόν, πληριφορούμενος δε τα της πολιτείας του απεκόμιζε τα άνθη των αρετών του, ως αναγκαία εις τον βίον εφόδια. Δεκατεσσάρων δε ήδη ετών γεγονώς προσήλθε προς Πατέρα τινά Γλυκέριον, όστις εννοήσας την εν τω παιδί ενάρετον πολιτείαν ηρώτησεν αυτόν προσμειδιών· «Αγαπάς, τέκνον, το Σχήμα των Μοναχών»; Ο δε Θεόδωρος απεκρίθη· «Ναι, Πάτερ, πολύ αγαπώ τούτο και επιθυμώ και εγώ να γίνω άξιος αυτού». Ήτο δε ανομβρία τότε και εξελθόντες εστάθησαν αμφότεροι προ της κόγχης του Αγίου Βήματος του Ιερού Ναού του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Κλίναντες δε τα γόνατα, ω του θαύματος! Νέφη ηπλώθησαν εις τον ουρανόν και έβρεξεν ο Κύριος βροχήν πολλήν επί της γης. Ο Γέρων τότε μετά χαράς είπεν· «Από τούδε, τέκνον, όσα τυχόν ζητήσης παρά του Κυρίου θέλουν σοι παραχωρηθή. Ας γίνη λοιπόν η επιθυμία σου και ο Κύριος θα είναι μετά σου και θέλει σε βοηθήσει όχι μόνον κατά την αύξησιν του σώματος, αλλά και κατά τον πλούτον των αρετών». Ευλογηθείς λοιπόν ο παις παρά του Γέροντος Γλυκερίου και ασπασθείς αυτόν επέστρεψεν εις τον οίκον του. Τότε απεφάσισε να εγκαταλείψη τα του οίκου του και να επιδοθή εις την άσκησιν. Ανεχώρησε λοιπόν και παρέμενεν έκτοτε εις το προαναφερθέν ευκτήριον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, κάτωθεν του Θυσιαστηρίου του οποίου ανώρυξε κρύπτην, όπου απεσύρατο αγωνιζόμενος κατά μόνας. Η δε μήτηρ αυτού και η μάμμη του μετέβαινον εκεί και έφερον εις τον παίδα άρτον καθαρόν και τροφάς. Ο μακάριος όμως Θεόδωρος απεδέχετο μεν ταύτας δια να μη τον ενοχλούν, αλλ’ αυστηρώς τηρών την νηστείαν του, άφηνε ταύτας έξω επί τινος πέτρας, και κατεβρόχθιζον αυτάς τα πετεινά και τα άγρια ζώα. Εις μεγάλας δε στερήσεις και κακουχίας υπέβαλλεν εαυτόν εκεί. Τόσον δε αφωσιώθη ψυχικώς εις την του Θεού λατρείαν, ώστε ηξιώθη και δαιμόνια να εκβάλη και νοσούντας να ιατρεύση δια της θείας Χάριτος και μάλιστα παιδίον νεκρόν ανέστησεν. Ανελθών δε εις το υψηλότερον σημείον του όρους ώρυξε σπήλαιον κάτωθεν πέτρας, εντός του οποίου, αφού έφραξε την είσοδον, παρέμεινε κεκρυμμένος επί δύο έτη, νηστεύων και προσευχόμενος. Διάκονος δε τις έφερεν εκάστοτε εις αυτόν ύδωρ και λάχανα. Τόσον δε απηρνήθη το σώμα ώστε, όταν έμαθον οι οικείοι του, ότι ευρίσκετο εκεί και τον εξέβαλον εκείθεν, έγεμε πληγών, σκώληκες δε κατέτρωγον την σάρκα του χωρίς ο νεανίας να θλιβή ουδόλως εκ τούτου. Τον επεριποιήθηκαν λοιπόν αι γυναίκες και τον συνέφερον, αλλ’ εις την οικίαν του δεν ηθέλησε να επιστρέψη. Μαθών δε ταύτα ο Επίσκοπος Αναστασιουπόλεως Θεοδόσιος, ήλθεν εις τον τόπον του ευκτηρίου του Αγίου Γεωργίου προς συνάντησιν του παιδός, εκπλαγείς δε εκ της αφοσιώσεως του Θεοδώρου και ασπασθείς αυτόν εχειροτόνησεν αναγνώστην, την δε επομένην Διάκονον και εν συνεχεία Πρεσβύτερον, ειπών· «Ιδού ηξιώθης παρά Θεού να λάβης πάντας τους βαθμούς του Κλήρου, ίνα τελής και την θείαν Λειτουργίαν, είθε δε ο Κύριος να σε αξιώση και εις Επισκοπικόν θρόνον να ανέλθης. Πρόκοπτε λοιπόν εις την Πίστιν και εύχου υπέρ εμού». Ευλογήσας δε τούτον και ασπασθείς επέστρεψεν εις την πόλιν του. Δεκαοκταετής λοιπόν ο Όσιος Θεόδωρος ηξιώθη του Πρεσβυτερίου. Σπουδάζων δε τας θείας Γραφάς και προ πάντων το θείον και Ιερόν Ευαγγέλιον ήρχετο εις κατάνυξιν δια την του Θεού ενανθρώπησιν, πόθος δε θερμός κατέλαβε τούτον να επισκεφθή και να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους. Όθεν και έπραξε τούτο οδοιπορών. Αφού δε προσεκύνησε και κατησπάσθη όλα τα σημεία όπου ο Κύριος ημών ως άνθρωπος εγεννήθη, εβαπτίσθη και εσταυρώθη, απεσκέφθη και όλα τα Μοναστήρια ως και τα εις το άκρον της ερήμου ευρισκόμενα. Κατελθών δε εις τον Ιορδάνην μετέβη και εις το Μοναστήριον το τιμώμενον επ’ ονόματι της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου το καλούμενον του Χοζεβά. Ασπασθείς δε τον Αρχιμανδρίτην και τους εν αυτώ Οσίους Πατέρας, εζήτησε να τον αξιώσουν του Μοναχικού και Αγγελικού Σχήματος. Ο δε Αρχιμανδρίτης, θεόθεν πληροφορηθείς τα των αρετών του Θεοδώρου, προθύμως παρέδωκεν εις τούτον το Μοναχικόν Σχήμα. Μετά δε ταύτα επέστρεψεν εις την πατρίδα του Γαλατίαν και εγκατεστάθη και πάλιν εις τον Ναόν του Αγίου Γεωργίου, ασχολούμενος εις νηστείας, χαμαικοιτίας, αγρυπνίας και ψαλμωδίας, έτι μάλλον εαυτόν τελειοποιών. Δια τούτο και περισσότερον δωρεών έτυχεν άνωθεν κατά ακαθάρτων πνευματικών και παντοίων νοσημάτων, πλείστας δε αγαθοεργίας κατά Θεόν εποίησε και, απλώς ειπείν, επολιτεύθη εντελώς κατά την διδασκαλίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ολίγα δε εκ των έργων τούτου θέλομεν αναφέρει, διότι αδύνατον είναι να ιστορήσωμεν άπαντα. Η μήτηρ αυτού, τα της σαρκός φρονούσα, καταλιπούσα τον αγιώτατον αυτής υιόν και λαβούσα το ανήκον εις αυτήν μέρος της περιουσίας, συνεζεύχθη μετά τινος Δαβίδ, περιφανούς ανδρός, αξιωματούχου της Μητροπόλεως της Αγκύρας. Αλλ’ η αδελφή της Δέσποινία και η μήτηρ ταύτης, η μάμμη του Οσίου Θεοδώρου Ελπιδία, ως και η αδελφή του, δεν ήθελον να τον αποχωρισθώσιν, αλλά τον ενάρετον τούτου βίον μιμούμεναι εφρόντιζον δια σωφροσύνης και αγνότητος, ελεημοσύνης και προσευχών, να αποκαθαρθούν και να αποκτήσουν πλήρη σεμνότητα. Η δε Δεσοινία, τελευτήσασα, πάντα τα υπάρχοντα αυτής κατέλιπεν εις τον Όσιον, κηδευθείσα υπ’ αυτού εις τον Ναόν του Αγίου Μάρτυρος Γεμέλλου. Είχε δε ο Άγιος και αδελφήν, ως είπομεν, δωδεκαετή τότε την ηλικίαν, ονόματι Βλάταν, ευσεβή και παρθένον υπάρχουσαν. Έστειλε δε αυτήν ο Όσιος εις την Μητρόπολιν των Αγκυρανών οπόθεν μετέβη εις την Μονήν του Πετρίν πλησίον σεμνών παρθένων. Χειροτονηθείσα δε εκεί Μοναχή και εις αρετάς διαπρέψασα, μετά τρία έτη ανεπαύθη εν Κυρίω. Ημάμμη δε του Οσίου Ελπιδία, ως σφόδρα αγαπώσα αυτόν, εδόξαζε τον Οεόν, διότι δια του παραδείγματος αυτού ανεβλάστησεν εν εαυτή ρόδον αρετής εκ των πορνικών ακανθών. Όθεν και εγκαταλείψασα το πανδοχείον και συλλέξασα τα εαυτής, ηθέλησε να παραμείνη μετ’ αυτού ίνα πλείονος ευφροσύνης απολαύση, υπηρετή δε συγχρόνως αυτόν. Ο Όσιος όμως δεν εδέχθη τούτο, αλλ’ εγκατέστησε ταύτην εις το παρακείμενον Μοναστήριον του Αγίου Χριστοφόρου, έστελλε δε προς αυτήν τα υπό των ακαθάρτων πνευμάτων προσβαλλόμενα παιδία, μάλιστα εάν ήσαν κοράσια, ίνα επιμελείται αυτά και να διδάσκωνται τα πρέποντα, μετά δε την ίασιν, τα επιθυμούντα να παραμείνουν, να αξιούνται του ασκητικού αξιώματος. Ούτω προνοία Θεού του ειπόντος· «Μη φοβού, από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών· ποιήσω γαρ σε αλιέα ανθρώπων» (Ματθ. δ:19) πλείστοι προσήρχοντο εκεί και από δαιμονικών ενοχλήσεων απηλλάσσοντο, και γυναίκες αλγούσαι εκ του πάθους της υστερίας ιατρεύοντο, δια της προς την χάριν του Θεού μεσιτείας του Οσίου τούτου Πατρός. Προς αυστηροτέραν δε άσκησιν διέταξε χαλκέα και κατεσκεύασε κλωβόν σιδηρούν στενώτατον, ίνα εισέρχεται εν αυτώ και τελή τας ημέρας των νηστειών. Αλλ’ οι κάτοικοι του χωρίου, οίτινες εκ πίστεως προσέφερον τα γεωργικά των εργαλεία προς κατασκευήν του κλωβού, παρεκάλεσαν τον Όσιον, όστις και απεδέχθη, να κατασκευάσουν και ξύλινον κλωβόν, εις το οποίον παραμένων ο Όσιος να τελέση την συνήθη αυτού ησυχίαν, τούτον δε μετά τούτο να παραλάβωσιν, ίνα παραμένη εις αυτούς ως φυλακτήριον λόγω της αγιωσύνης του. Ούτω δε και εγένετο. Εισελθών δε ο Όσιος εις τον ξύλινον κλωβόν τοποθετηθέντα εις τον Ναόν του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, διήλθεν εις αυτόν από της του Χριστού Γεννήσεως έως των Βαϊων. Τότε δε οι χωρικοί προσελθόντες παρέλαβον εν λιτή τον ξύλινον κλωβόν και λαβόντες ευχήν επέστρεψαν εις τα ίδια, αφήσαντες εις την θέσιν αυτού τον σιδηρούν κλωβόν. Πολύ δε τότε εταλαιπώρει το φθαρτόν σώμα ο ευλογημένος Θεόδωρος δια βαρυτάτων σιδηρών ζωνών, τρίχινα φορέματα ενδυόμενος και εν σπηλαίω αποσυρόμενος, εκτιθέμενος εις ψύχη δριμύτατα, εις χιόνας και καύσωνας. Εις δε τον ως άνω σιδηρούν κλωβόν ηγωνίζετο ο Όσιος περισφίγγων και πιέζων το εαυτού σώμα, τόσον ώστε εξεμηδένιζεν αυτό, εις μόνον τον σκοπόν αποβλέπων του να αναπετάση και να προσεγγίση την ψυχήν αυτού προς τον Θεόν. Αλλά και άγρια ζώα ημερούντο προ της του Θεού δωρηθείσης εις αυτόν Χάριτος. Διότι κατά τας πρώτας ημέρας της εν τω κλωβώ ησυχίας αυτού και επί τρία συνεχή έτη ήρχετο άρκτος τις, ήτις λαμβάνουσα εκ της χειρός του ευλογίαν, ανεχώρει χωρίς να βλάψη ουδένα. Λύκος δε άλλοτε ελθών προ της θύρας του σπηλαίου αυτού, ενώ ο Όσιος ευρίσκετο εντός, παρέμενεν εκεί. Εξερχόμενος δε ο υπηρέτης αυτού, Μαρίνος το όνομα, και ιδών αίφνης το θηρίον, εφοβήθη και επανεισελθών εις το σπήλαιον ανήγγειλεν τούτο εις τον Όσιον. Ούτος δε, υπομειδιάσας μετά σεμνότητος, είπε προς αυτόν· «Μη φοβού, δειλέ· διότι δεν ήλθεν ο λύκος δια να μας κακοποιήση, αλλά υπό της ομοίας με την ιδικήν σου κοιλίας ωθούμενος ήλθεν, ίνα του προσφέρωμεν τροφήν. Συ δε, αδελφέ, παράλαβε και πρόσφερε εις τούτον, ίνα μη μόνον επί ανθρώπων, αλλά και επί των αγρίων ζώων πληρωθή η εντολή του Θεού η λέγουσα· «Παντί τω αιτούντί σε δίδου» (Ματθ. ε:42, Λουκ. στ: 30). Τότε ο υπηρέτης λαβών ολίγον άρτον και τεμάχιον του μήλου εξ ων συνήθιζεν ο Άγιος του Θεού να προσφέρη, ευλογίας χάριν, προς τους προσερχομένους, εξήλθε και έρριψεν εις τον λύκον μόνον το τεμάχιον του μήλου, εκδιώξας αυτόν. Εκείνος δε έφαγε τούτο, αλλά δεν ανεχώρει, ως έχων κάτι ακόμη να λάβη. Έρριψε τότε ο Μαρίνος προς αυτόν και το τεμάχιον του άρτου και τότε ο λύκος ευθύς ανεχώρησε τρέχων, ο δε υπηρέτης εισελθών ανέφερε τούτο εις τον Όσιον. Άλλοτε πάλιν εις το χωρίον Μαζαμίας το ευρισκόμενον εις τον άνω Σίβεριν εις τον νομόν της Μνηζινής επέπεσε πλήθος ακρίδων κατά μήνα Ιούνιον και ως νεφέλη σκεπάζουσα την περιοχήν κατέτρωγε τον του θέρους και της αμπέλου καρπόν. Ιδόντες δε οι άνθρωποι την επελθούσαν μεγάλην πληγήν και ακούσαντες τα παρά του αγιωτάτου τούτου ανδρός τεκούμενα θαύματα, προσήλθον εν λιτή και πίπτοντες εις τους πόδας αυτού παρεκάλουν όπως προστρέξη και δια των ευπροσδέκτων αυτού προσευχών λυτρώση τούτους εκ της μάστιγος ταύτης. Προστρέξας λοιπόν πράγματι εις το χωρίον των, κατέλυσεν εις τον Ναόν του Αγίου Ειρηνικού, διότι συνήθιζε πάντοτε να καταλύη εις Εκκλησίας. Την επομένην λοιπόν, τελέσας λιτήν εις τους αγρούς, προσέταξε τους χωρικούς να σταθούν εις τινα τόπον και να ζητήσουν παρά του Κυρίου έλεος. Αυτός δε ο Όσιος, θέσας επί της χειρός του τρεις ακρίδας, εστάθη προσευχόμενος προς τον Κύριον. Ενώ δε προσηύχετο, αι τρεις ακρίδες απέθανον επί της χειρός αυτού. Ευχαριστήσας δε τον Θεόν, είπε προς το πλήθος· «Ας επιστρέψωμεν εις την Εκκλησίαν, τέκνα· διότι ο Θεός ταχέως έπεμψε το έλεός του εις ημάς». Ούτως επέστρεψαν εις τον Ναόν του Αγίου Ειρηνικού, όπου ετέλεσαν την θείαν Λειτουργίαν. Κατά δε την επομένην, εξελθόντες οι άνθρωποι εις τους αγρούς, εύρον όλον το σμήνος των ακρίδων νεκρόν και εδόξασαν τον Πανάγαθον Θεόν. Αλλ’ ο μυσαρός δαίμων, ο πάντοτε φθονών τα αγαθά έργα και τους εργαζομένους αυτά δούλους του Χριστού, ευρών έτερον σκεύος όμοιον αυτού εις τον φθόνον, Θεόδοτον ονομαζόμενον, φοβερόν φαρμακευτήν και δούλον της κακίας υπάρχοντα, παρώτρυνε τούτον ίνα θανατώση τον Άγιον, εν αγνοία τούτου ότι και του σκοπού του θέλει αποτύχει καταισχυνόμενος και του εργαστηρίου της κακίας του θέλει στερηθή ζημιούμενος. Ιδών λοιπόν ο φαρμακεύς ούτος Θεόδοτος το δια του Οσίου τελεσθέν θαύμα και ενθυμηθείς ότι άλλοτε εξέβαλεν εκ γυναικός τον συνεργόν αυτού δαίμονα, μισήσας δε την αρετήν και την φήμην του Αγίου, έστειλε τον δαίμονα εκείνον ομού μετ’ άλλων δαιμόνων, ίνα κακοποιήσουν τον Όσιον, ει δυνατόν μέχρι θανάτου. Οι δε σταλέντες, μη τολμήσαντες να εμφανισθώσι προ των οφθαλμών του, ενώ ο Όσιος ησύχαζεν, ανέμενον έως ότου ο του Θεού άνθρωπος κοιμηθή. Τότε δε ως λησταί απεπειράθησαν να επιτεθώσι. Της δε φρουρούσης αυτόν θείας Δυνάμεως απομακρυνούσης αυτούς, πάλιν εκ της κακίας απεθρασύνοντο ίνα επιτεθώσι κατ’ αυτού. Αλλ’ η Χάρις του Θεού και πάλιν, ως πυρ εκπορευομένη και τούτους καταφλέγουσα, απεδίωκεν. Αφού δε ούτω πολλάκις επεχείρησαν και αντί να βλάψουν τον Όσιον εβλάπτοντο εκείνοι, επέστρεψαν κατησχυμμένοι προς τον αποστείλαντα αυτούς Θεόδοτον. Ερωτήσας δε ούτος τούτους δια ποίαν αιτίαν επέστρεψαν άπρακτοι και ονειδίζων αυτούς, εκείνοι είπον· «Και ημείς περισσότερον από σε θέλομεν να είμεθα ψύχραιμοι και γενναίοι εις ό,τι μας αποστέλλεις. Αλλά ενώ ημείς εκάμνομεν την απόπειραν, μεγίστη φλοξ πυρός εξήρχετο εκ του στόματος αυτού, ουχί η κοινή την οποίαν περιφρονούμεν, αλλά θεία, η εν αυτώ κατοικούσα, ήτις και κατέκαιεν ημάς. Δια τούτο και ανεχωρήσαμεν. Και εις την τροφήν και το ποτόν του ενηργήσαμεν, αλλά η συνήθης ευλογία την οποίαν κάμνει επ’ αυτών ηχρήστευσε την ενέργειάν μας». Ο φαρμακεύς όμως Θεόδοτος, αφ’ ενός μεν αισχυνθείς εκ της ήττης του, αφ’ ετέρου δε θυμωθείς, παρεσκεύασε θανατηφόρον φάρμακον και το ανέμιξεν εις ιχθύν, δια μέσου δε φθονερών τινων έπεισε τον Όσιον να τον φάγη. Όμως, Θεού Χάριτι και δια της γενομένης επί του ιχθύος ευλογίας, ουδόλως εβλάβη ο Όσιος. Τότε ο Θεόδοτος καταισχυνθείς ακόμη μίαν φοράν δια την άπρακτον αυτού επιβουλήν και εννοήσας την των δαιμόνων αδυναμίαν και την του Θεού δύναμιν, ως μεγάλην και θαυμαστήν, ήτις και δαιμόνων και φαρμάκων και ακρίδων και νόσων και θανάτου κατισχύει, ανανήψας δε εκ της φθοροποιού επιβουλής του διαβόλου προς την γνώσιν του Θεού, ήλθε προς τον Όσιον και πεσών εις τους πόδας αυτού ωδύρετο μετά δακρύων, αιτών να συγχωρηθή. Ηρώτα δε ο Άγιος Θεόδωρος την αιτίαν των τοιούτων θρήνων και δια τίνα λόγον εζήτει συγχώρησιν. Τότε ο Θεόδοτος εγνώρισεν εις τον Όσιον τα της επιβουλής τούτου ως και τας παροτρύνσεις του διαβόλου προς βλάβην πολλών ψυχών, παρεκάλει δε να λυτρώση αυτόν και να τον αξιώση του θείου Βαπτίσματος. Είπε τότε ο Όσιος Θεόδωρος· «Εάν θέλης να γίνης δεκτός παρά του Θεού και να αξιωθής παρ’ Αυτού συγχωρήσεως δια τας μέχρι τούδε αμαρτίας σου, εξομολογήσου πρώτον πάσας τας πράξεις σου και πάντα άνθρωπον ή οίκον ή ζώον το οποίον ενέπλεξας εις τας μαγγανείας σου λύσον, μετανόησον δε δια τας πράξεις σου εν συντριβή και εις το εξής εγκατάλειψον τας τοιαύτας διαβολικάς τέχνας, διάγων εν μετανοία. Θέλω δε παρακαλέσει τον Θεόν να σε αξιώση συγγνώμης δια τα μέχρι τούδε πταίσματά σου. Διότι δέχεται ο Θεός τους μετανοούντας και άπαντας τους ανθρώπους θέλει να σωθώσι και να έλθωσιν «εις επίγνωσιν αληθείας» (Α΄ Τιμ. β:4). Τότε ο Θεόδοτος υπεσχέθη ότι θέλει πράξει πάντα τα υπό του Οσίου προσταττόμενα. Προσκομίσας δε άπαντα τα της φαρμακείας βιβλία αυτού κατέκαυσεν ενώπιόν του, παρακαλών να βαπτισθή. Αφού δε κατήχησεν αυτόν ο μακάριος Θεόδωρος και εκαθάρισε τούτον δια νηστειών και ελεημοσύνης, έδωσεν εις αυτόν το λουτρόν της αφθαρσίας, επιστρέψας τον αμαρτωλόν «εκ πλάνης οδού αυτού» (Ιακ. ε:20) και σώσας την ψυχήν αυτού εκ του αιωνίου θανάτου. Αφού δε επέστρεψεν ο Όσιος εις το Μοναστήριόν του, συνέβη να ασθενήση εκ βαρυτάτης νόσου, είδε δε Αγίους Αγγέλους ελθόντας πλησίον του. Τότε ήρχισε να κλαίη και να αδημονή. Άνωθεν δε αυτού ευρίσκετο εικών των Αγίων και θαυματουργών Κοσμά και Δαμιανού. Εφάνη λοιπόν εις τον Όσιον, ότι ούτοι οι Άγιοι ήγγιζον αυτόν και τους σφυγμούς εμέτρων, έλεγον δε μεταξύ των, ότι ευρίσκετο εν απογνώσει εξ αιτίας του ότι αι δυνάμεις του κατέπεσον αναφέροντες και περί των ελθόντων Αγγέλων. Ηρχισαν τότε να ερωτούν αυτόν· «Διατί κλαίεις και αδημονείς, αδελφέ;» Απεκρίθη δε εις τους Αγίους ο Όσιος· «Διότι είμαι αμετανόητος, κύριοί μου, και δια το μικρόν τούτο ποίμνιον το οποίον είναι νεοκατήχητον και ακυβέρνητον και πολλής επιμελείας έχει ανάγκην». Είπον τότε οι Άγιοι· «Θέλεις λοιπόν να πρεσβεύσωμεν υπέρ σου, ίνα σοι επιτραπή να ζήσης»; Απεκρίθη ο Όσιος· «Εάν τούτο ποιήσητε, μεγάλην ευεργεσίαν θα μοι παράσχητε, με το να ζητήσετε δι’ εμέ καιρόν μετανοίας, θέλετε δε κερδίσει τον μισθόν της από τούδε εργασίας και μετανοίας μου». Τότε οι Άγιοι παρεκάλεσαν τους Αγίους Αγγέλους να παραμείνωσι μετά του Οσίου επ’ ολίγον, έως ότου παρακαλέσωσι τον Βασιλέα περί αυτού. Ικέτευσαν λοιπόν περί του Οσίου τον της ζωής και του θανάτου εξουσιαστήν επουράνιον Βασιλέα Χριστόν, τον Θεόν ημών, τον και προς τον Εζεκίαν τον βασιλέα προσθήκην ζωής δεκαπέντε ετών χαρισάμενον (Δ΄ Βας. κ:6). Εισακουσθείσης δε της ικεσίας των, ήλθον προς τον Όσιον, έχοντες εν μέσω αυτών ωραιότατον νεανίαν, όμοιον κατά την μορφήν προς τους εκεί ευρισκομένους Αγγέλους, διαφέροντα όμως τούτων μεγάλως κατά την δόξαν. Όστις και είπεν εις τους παρόντας Αγγέλους· «Αναχωρήσατε· διότι παρεκλήθη ο των όλων Δεσπότης και Βασιλεύς της δόξης και εδωρήσατο την εν τη σαρκί τούτου παραμονήν». Οι δε Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός είπον προς τον Άγιον· «Ανάστηθι, αδελφέ, και πρόσεχε προς σεαυτόν και το ποίμνιόν σου. Διότι απεδέχθη την περί σου πρεσβείαν ημών ο φιλάνθρωπος ημών Δεσπότης και εδωρήσατο προ σε το ζην εις εργασίαν βρώσεως ουχί φθειρομένης, αλλά μενούσης εις ζωήν αιώνιον και εις επιμέλειαν πολλών ψυχών». Ταύτα δε ειπόντες έγιναν άφαντοι. Ούτω δε αναρρώσας τελείως ο Όσιος, ηγέρθη πλήρως υγιής, μεγαλυτέραν έκτοτε αναλαβών την φροντίδα δια την εγκράτειαν αυτού και τον της ψαλμωδίας κανόνα. Πολλά δε θαύματα ετέλει ο Όσιος δια της θεόθεν δωρηθείσης αυτώ Χάριτος, ως είπομεν, εξαιρέτως δε κατά των ακαθάρτων πνευμάτων, τα οποία δια μόνης της επιτιμήσεως ή δια λόγου απέπεμπεν από των ανθρώπων. Δια τούτο πλείστοι άνθρωποι, ταύτα μανθάνοντες, εγκατέλιπον τας οικίας αυτών και προσήρχοντο προς τον Όσιον, προτιμώντες τον Μοναχικόν βίον. Τινές δε, υπ’ αυτού θεραπευόμενοι, δεν ανεχώρουν, αλλά παρέμενον μετ’ αυτού εργαζόμενοι τας ποικίλας διακονίας. Επειδή δε ο Ναός του Αγίου Γεωργίου ήτο μικρός και δεν εχώρει ούτε τους διακονούντας, ούτε και τους προσερχομένους προς ευχήν, ανήγειρεν εις το δεξιόν του Ναού καλλίστην Εκκλησίαν επ’ ονόματι του Αρχιστρατήγου των ουρανίων Δυνάμεων Μιχαήλ, έχουσαν εξ αριστερών μικρόν προσευχητήριον επ’ ονόματι του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, εκ δεξιών δε της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. Εν τω Ναώ τούτω εθέσπισεν ο Άγιος να τελείται ο κανών των αδελφών, οι δε παραμένοντες δι’ ίασιν νόσων ή εκδίωξιν πονηρών πνευμάτων ή προς προσευχήν, να αναπαύωνται εντός του σεβασμίου Ναού του Αρχαγγέλου, όστις παρέμενεν ανοικτός ημέραν και νύκτα και να ακούωσι την θείαν Λειτουργίαν, συμπροσευχόμενοι δε να αξιούνται και της ιάσεως της νόσου των. Τότε απέστειλε προς τον Επίσκοπον Αναστασιουπόλεως και τον συναθλητήν αυτού Φιλούμενον, ίνα χειροτονήση αυτόν Πρεσβύτερον, σθγχρόνως δε και Ηγούμενον επί των αδελφών, ίνα ούτος, απερίσπαστος μένων, αφοσιούται πληρέστερον εις το έργον της κατά Θεόν ασκήσεως αυτού. Επόθη δε ο Όσιος να μεταβή και πάλιν εις την αγίαν πόλιν της Ιερουσαλήμ προς προσκύνησιν. Όθεν παραλαβών δύο αδελφούς, συνεπορεύετο μετά τούτων. Ήτο δε τότε μεγάλη ανομβρία εις τα Ιεροσόλυμα, όλα δε τα ξηροφρέατα και αι υδαταποθήκαι είχον ξηρανθή. Εκινδύνευον λοιπόν οι άνθρωποι και τα κτήνη εκ της τοιαύτης ανυδρίας, αν δε και ελιτάνευον προσευχόμενοι προς τον Κύριον, δεν ετύγχανον όμως της Χάριτος, επιφυλασσομένης ταύτης παρά Θεού εις τον δούλον Του Θεόδωρον. Παρευρίσκοντο δε τότε εκεί και τινες Γαλάται, οι οποίοι εγνώριζον τα παρά του αγίου τούτου δούλου του Θεού γενόμενα θαύματα, οίτινες έλεγον εις τους μετ’ αυτών συναντωμένους· «Γνωρίζομεν Πατέρα Άγιον εις την χώραν ημών, όστις δύναται δια μιάς προσευχής όλην την οικουμένην να αρδεύση δια βροχών, καθώς εποίησεν ο Προφήτης Ηλίας επί Αχαάβ, του βασιλέως Ισραήλ». Ως δε έφθασεν εις την αγίαν πόλιν ο Όσιος και προσεκύνησε τον ζωοποιόν Σταυρόν και άπαντας τους Αγίους Τόπους, διελάλησαν την παρουσίαν αυτού οι την σημειοφόρον αυτού πολιτείαν γνωρίζοντες Μοναχοί. Προσελθόντες δε τινες Κληρικοί, από του Πατριάρχου μέχρι των Μοναχών και επιφανείς άνδρες της πόλεως παρεκάλουν όπως δια προσευχής του εξιλεώση τον Θεόν και αποστείλη προς αυτούς βροχήν. Εκείνος δε παρεκάλει τούτους να τον συγχωρήσουν, διότι ήτο ανάξιος. Όμως εκείνοι επέμενον λέγοντες, ότι αν συμπροσευχηθή μετά των άλλων Πατέρων, θέλουν τύχει της ευσπλαγχνίας του Θεού. Προσέταξε τότε ο Όσιος να ποιήσωσι λιτήν και είπε προς τους στρατιώτας να αλλάξωσι τας στολάς των, ίνα μη αύται μεν βραχούν, αυτοί δε κρυολογήσουν. «Διότι (είπε) κατά την πίστιν υμών, ο Θεός συντόμως θέλει αποστείλει το έλεος Αυτού». Ενώ δε ελιτάνευον, εστάθησαν εις τι σημείον, ίνα προσευχηθώσι κατά προσταγήν του Οσίου, όστις αναπετάσας τας χείρας προς τον ουρανόν, προσηυχήθη επί μακρόν. Τότε, ω του θαύματος! νέφη εκάλυψαν τον ουρανόν και ήρχισεν η βροχή να πίπτη ποταμηδόν. Εδόξασαν τότε άπαντες τον Θεόν δια το έλεος Αυτού. Ο δε Όσιος, δια να μη ενοχλήται υπό των πληροφορηθέντων το τοιούτον θαύμα, αναχωρήσας αμέσως επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν του. Ήτο τότε βασιλεύς ο ευσεβούς μνήμης Τιβέριος, όστις απέστειλε τον χαρτουλάριον κόμητα Μαυρίκιον, εις την Ανατολήν, ίνα καταπολεμήση τους Πέρσας. Ότε δε κατενίκησεν αυτούς ανεκλήθη υπό του βασιλέως. Διερχόμενος λοιπόν εκ Γαλατίας, επληροφορήθη τα περί του Οσίου, ευρίσκετο δε τότε ο Όσιος εφησυχάζων εν τω σπηλαίω αυτού. Ανελθών λοιπόν ο Μαυρίκιος έπεσε προ των ποδών αυτού και τον παρεκάλει, ίνα προσευχηθή και κατευοδωθή ο δρόμος προς τον βασιλέα. Προσευχήθη τότε ο Όσιος και ως εκ θείας αποκαλύψεως είπεν εις τον Μαυρίκιον· «Τέκνον, εάν μνημονεύης της ευχής του Αγίου Μάρτυρος Γεωργίου, μεθ’ ου πολύ θα πληροφορηθής εις ποίαν ένδοξον εξουσίαν αποκαθίστασαι. Αλλ’ όταν φθάσης εις τοιούτον αξίωμα, μη παραλείψης να φροντίσης δια την διατροφήν των πτωχών». Εννοήσαντος δε του Μαυρικίου το λεχθέν, εις ποίαν αρχήν μέλλει να αποκατασταθή, ωμολόγησε κατ’ ιδίαν εις τον Όσιον, ότι μέλλει να βασιλεύση. Ευλογηθείς λοιπόν ο Μαυρίκιος μετά πάντων των μετ’ αυτού, ανεχώρησε χαίρων και ήλθεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Τελευτήσαντος δε του Τιβερίου κατά την του Οσίου πρόρρησιν, ανήλθεν ο Μαυρίκιος εις την βασιλείαν και ενθυμηθείς τους λόγους του έστειλεν επιστολήν προς τον Όσιον παρακαλών όπως ευχηθή υπέρ αυτού και ίνα η βασιλεία αυτού ειρηνική και ατάραχος από εχθρών φυλαχθή, αν δε ο Όσιος επιθυμή τι, να το ζητήση. Ο δε μακάριος απέστειλε προς τον βασιλέα τον Ηγούμενον Φιλούμενον και εζήτει δι’ επιστολής όπως ο βασιλεύς αποστείλη ολίγα τρόφιμα εις το Μοναστήριον δια τας ανάγκας των εκεί διατρεφομένων. Ως δε εδέχθη ο βασιλεύς την επιστολήν, δια δωρεάς του εξεχώρησε διακόσια μόδια σίτου ετησίως εις το Μοναστήριον. Απέστειλε δε ο αυτοκράτωρ την δωρεάν του ταύτην προς τον Όσιον μετά αργυρού δισκοποτηρίου. Λόγω δε της πληθώρας των προς αυτόν προσερχομένων προς ίασιν και σωτηρίαν ψυχής, διαθέσας ο Όσιος άπαντα τα υπάρχοντα χρήματα, ανωκοδόμησε και τον μικρόν Ναόν του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, εις άξιον του Αγίου Μάρτυρος Ναόν, τρίκογχον, έχοντα εκ δεξιών ευκτήριον του Αγίου Μάρτυρος Πλάτωνος, άνωθεν δε τούτου επωκοδόμησε Ναϊδριον επ’ ονόματι των Αγίων Μαρτύρων Σεργίου και Βάκχου. Αλλά και πολλάς άλλας αναγκαίας οικοδομάς προσέθεσεν ο Όσιος. Ως δε επερατώθη ο Ναός, ηρώτησε τον Όσιον ο μαθητής αυτού Ιωάννης, τις θέλει ποιήσει τα εγκαίνια. Ο δε Όσιος απήντησεν· «Ιδού λέγω σοι, ότι Επίσκοπος εκ του τόπου τούτου θέλει εγκαινιάσει τον Ναόν», προγνωστικώς υπαινισσόμενος το μέλλον να συμβή. Ο δε φιλόδουλος Θεός, ο πάντοτε τιμών τους δούλους Αυτού, προσέθεσεν εις τον μακάριον και αγιώτατον άνδρα και νέα χαρίσματα καταξιώσας αυτόν και της ποιμαντικής προεδρίας. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ετελεύτησεν ο Επίσκοπος Αναστασιουπόλεως Τιμόθεος, οι δε εις την πόλιν κατοικούντες Κληρικοί και λαϊκοί μεταβάντες εις Άγκυραν προς τον Αρχιεπίσκοπον ταύτης μακαριώτατον Παύλον, εζήτησαν όπως αναβιβάση τον μέγαν δούλον του Θεού Θεόδωρον εις Επίσκοπον της Αγίας Εκκλησίας της Αναστασιουπόλεως. Εχάρη τότε ο Αρχιεπίσκοπος και επρόσταξε να φέρωσι τον Όσιον προς αυτόν. Προσήλθον λοιπόν ούτοι εις τον Άγιον εφησυχάζοντα εις το σπήλαιον και τον παρεκάλουν να δεχθή το αξίωμα τούτο. Αλλ’ αυτός ούτε να ακούση ηθέλησε, ούτε συγκατετέθη εις την πρόθεσιν αυτών. Τότε εκείνοι, βιαιότερον τρόπον χρησιμοποιήσαντες, εξέβαλον αυτόν του σπηλαίου και αναβιβάσαντες αυτόν εις μικρόν αμάξιον, τον απήγαγον. Οδυρομένων δε των αδελφών και πάντων των εν τη Μονή ενοικούντων δια τον από του Αγίου χωρισμόν, εδήλωσε προς τούτους ο αγιώτατος· «Μη θλίβεσθε, τέκνα, διότι εάν με εμπιστεύεσθε, δεν θέλω σας εγκαταλείψει. Διότι ουδέν των επί γης θέλει με χωρίσει από της μεθ’ ημών συνοικήσεως». Ως δε έφθασεν εις την Μητρόπολιν της Αγκύρας, μετά χαράς υπεδέχθη τούτον ο τότε Αρχιεπίσκοπος Παύλος και μετά πολλάς παραινέσεις ηξίωσε τον Όσιον της Επισκοπής. Ωραματίσθη δε τότε τις εις Αναστασιούπολιν, ότι αστήρ παμμεγέθης ακτινοβολών, ουρανόθεν ελθών εστάθη επί της Εκκλησίας αυτών λάμπων και φωτίζων την πόλιν και τα περίχωρα. Αναχωρήσας δε εξ Αγκύρας ο Όσιος, έφθασεν εις Αναστασιούπολιν μετά του Επισκόπου της πόλεως Κίνας, παρά του οποίου ενθρονισθείς, ανέλαβε την Επισκοπήν Αναστασιουπόλεως, ως αληθής φωστήρ κατά το οραθέν. Εκδραμών δε εις το Μοναστήριον αυτού εποίησε τα εγκαίνια του παρ’ αυτού ανοικοδομηθέντος σεβασμίου Ναού του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου κατά την πρόρρησιν αυτού και ίνα τους πόνους των έργων αυτού ουδείς άλλος, αλλ’ αυτός ο ίδιος εντρυφήση, διο και επί του Επισκοπικού θρόνου ηξιώθη να καθίση κατά το ψαλμικόν· «Τους πόνους των καρπών σου φάγεσαι» (Ψαλμ. ρκζ:2). Μετά δε την των εγκαινίων εορτήν επέστρεψεν εις Αναστασιούπολιν, πολλά δε θαυμάσια εποίει εκεί και μετά πάσης ενθέου υποταγής εποίμαινε το εμπιστευθέν εις αυτόν ποίμνιον. Επιθυμήσας δε να προσκυνήση και δια τρίτην φοράν τους Αγίους Τόπους, παρέλαβε μεθ’ εαυτού δύο Μοναχούς, Ιωάννην τον Αρχιδιάκονον του Μοναστηρίου και Μαρτίνον, τον οποίον είχεν απαλλάξει από λεγεώνας δαιμόνων, και μετέβει εκεί. Προσκυνήσας δε άπαντας τους ιερούς τόπους και τα άγια κειμήλια, περιήρχετο τα Μοναστήρια. Ώχλησε δε αυτόν ο λογισμός να μη επανέλθη εις την πατρίδα, αλλά να διέλθη βίον ήσυχον εις εν των εκεί Μοναστηρίων. Διότι εφαντάζετο ότι με το να δεχθή το αξίωμα του Επισκόπου εξέπιπτε του Μοναχικού Σχήματος, επειδή ηνωχλείτο εκ των εις το αξίωμα τούτο αρμοζόντων καθηκόντων. Μετέβη λοιπόν εις την Λαύραν του Οσίου Σάββα και παρέμενεν εκεί εντός κελλίου. Μετά δε την εορτήν του Πάσχα παρεκάλουν αυτόν οι συνοδεύοντες δύο αδελφοί όπως απέλθωσιν εις την πατρίδα των· αλλ’ ο Όσιος δεν ήθελε. Νύκτα όμως τινά ενεφανίσθη εις αυτόν καθ’ ύπνον ο Άγιος του Θεού Μεγαλομάρτυς Γεώργιος και προσφέρων εις τον Όσιον βακτηρίαν του έλεγεν· «Έξελθε ταχέως ίνα απέλθωμεν εις την πατρίδα. Διότι δεν σοι επιτρέπεται να εγκαταλείψης τα εκεί και να διάγης εδώ. Αναστάς λοιπόν βάδιζε, διότι πολλοί εκ μακράς οδού μεταβάντες εκεί, θλιβόμενοι δια την απουσίαν σου αναχωρούσι στενάζοντες, δια τούτο και εγώ αγανακτώ κατά σου. Φρόντισον λοιπόν να ταχύνης την αναχώρησίν σου και μη αναβάλης». Εγερθείς τότε εκ του ύπνου ο Όσιος διηγήθη εις τους δύο αδελφούς την οπτασίαν και αποχαιρετήσας τους αδελφούς της Μονής ταύτης ανεχώρησε πάραυτα. Οπόθεν δε διήρχετο οδοιπορών, είτε εκ Μοναστηρίου, είτε εκ χωρίου ή πόλεως, μετά χαράς και λιτανειών υπεδέχοντο αυτόν και ασθενείς έφερον προς ίασιν και εις κωφάλαλον, Χάριτι θεία, απέδωσε την λαλιάν και παντού εζήτουν την ευλογίαν του, έως ου έφθασεν εις Αναστασιούπολιν και μετά διήμερον εκεί παραμονήν μετέβη εις το Μοναστήριόν του, όπου γυναίκα παράλυτον υγιά κατέστησε, Θεού συγκατανεύσει, και πλείστα άλλα θαύματα εποίησεν εκεί, κατόπιν δε επέστρεψε και πάλιν εις την Επισκοπήν του εις Αναστασιούπολιν. Εκεί τότε και παιδίον ψυχορραγούν επανέφερεν εις την ζωήν, Κομητάν ονόματι, τέκνον του Πρωτοπρεσβυτέρου του χωρίου Αραννίας Ανδρέου. Αλλά ποίον εκ των θαυμάτων τα οποία ετέλεσε, Θεού ευδοκία, εν όσω ήτο Επίσκοπος Αναστασιουπόλεως, να διηγηθή τις; Επειδή πάμπολλα είναι ταύτα, άτινα και εγώ ο γράφων τον Βίον του αγιωτάτου τούτου ανδρός ιδίοις όμμασιν είδον και οι κάτοικοι της πόλεως και των χωρίων δύνανται να βεβαιώσωσιν. Όμως παρά την κατά Θεόν άσκησιν των καθηκόντων του ως Επισκόπου, πολύ εθλίβετο ο Όσιος, διότι δεν ήθελε να απασχολήται με τας φροντίδας και τας υποθέσεις της Επισκοπής, δια να μη απορροφάται ο λογισμός του από τα γήϊνα και αμελήση την προπαρασκευήν προς την ποθουμένην παρ’ αυτού αγαλλίασιν. Διότι είχε πάντοτε κατά νουν τον λόγον του Κυρίου, τον λέγοντα· «Ουδείς οικέτης δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν· ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει» (Λουκ. ιστ: 13). Εκάλεσε λοιπόν τους άρχοντας της πόλεως και είπε προς αυτούς· «Γνωρίζετε, αδελφοί, ότι αποσπάσαντές με βιαίως εκ του Μοναστηρίου, με εξηναγκάσατε να αναλάβω τούτον τον ζυγόν· αν δε και σας προείπον, ότι είμαι ανίκανος δια να σας διακυβερνήσω, όμως σεις επράξατε εκείνο το οποίον σας εφάνη καλόν. Ενδέκατον δε ήδη έτος έχω, αφ’ ότου γίνομαι πρόξενος λύπης και παρ’ υμών θλίβομαι. Παρακαλώ λοιπόν να εύρετε Ποιμένα, τον δυνάμενον να σας ευχαριστήση και να αναλάβη τας υποθέσεις σας. Διότι από τώρα και εις το εξής δεν είμαι πλέον Επίσκοπός σας, αλλά ταπεινός Μοναχός, όστις απέρχομαι εις την Μονήν μου, εις την οποίαν υπεσχέθην να υπηρετήσω τον Κύριον καθ’ άπαντα τον βίον μου». Ειπών δε ταύτα και αποχαιρετήσας και ευλογήσας πάντας τους παρισταμένους, εξήλθε της Επισκοπής μετά του Αρχιδιακόνου αυτού Ιωάννου. Κατά την νύκτα εκείνην είδε τις εκ της πόλεως καθ’ ύπνον, ότι αστήρ φωτεινός, όστις εφώτιζε την πόλιν άνωθεν της Εκκλησίας, μετεκινήθη και απεμακρύνετο, μόλις δε και μετά βίας εφαίνετο. Μεταβάς δε ο Όσιος δια σύντομον ταξίδιον εις την Μητρόπολιν της Αγκύρας παρεκάλει τον Θεοφιλέστατον Μητροπολίτην Παύλον να ορίση διάδοχόν του. Ο δε Μητροπολίτης έλεγεν ότι δεν ηδύνατο να εύρη διάδοχον τοσούτον εναρέτου ανδρός. Μετά δε μακράν συνομιλίαν απεφάσισαν να στείλωσιν ίνα ζητήσωσι την γνώμην του μακαριωτάτου Κυριακού, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, εις ό,τι δε εκείνος ήθελε προστάξει, εις τούτο να υπακούσωσι. Και ο μεν μακάριος Θεόδωρος παρεκάλει τον ευσεβή βασιλέα Μαυρίκιον και τον μακαριώτατον Πατριάρχην Κυριακόν ίνα προστάξουν την διαδοχήν του, ο δε Μητροπολίτης ανέφερε την εκ της παραιτήσεως του Οσίου ανωμαλίαν και παρεκάλει να διατάξη τι πρέπει να γίνη. Τότε ο Αγιώτατος Πατριάρχης, ειδοποιηθείς και παρά του βασιλέως, διεμήνυσεν εις τον Μητροπολίτην να αποδεχθή την αίτησιν του Οσίου, να παραδώση δε εις τούτον το ωμοφόριον της Επισκοπής, διότι ήτο άξιος τούτου, ως απερχόμενος του θρόνου μετά αγίαν και άμεμπτον διακονίαν. Δεχθείς λοιπόν την προσταγήν ταύτην ο Μητροπολίτης Αγκύρας Παύλος απεδέχθη την παραίτησιν του Οσίου εκ της των Αναστασιουπολιτών Επισκοπής και δεχθείς παρά τούτου έγγραφον παραίτησιν επέδωσεν εις τον Όσιον το ωμοφόριον της Επισκοπής συμβουλεύσας τούτον να αποχωρήση μακράν της Αναστασιουπόλεως έως ότου έλθη εκεί άλλος Επίσκοπος. Αναχωρήσας λοιπόν εκ της Μητροπόλεως της Αγκύρας, μετέβη εις την περιοχήν της Ηλιουπόλεως πλησίον του Πίδρου εις τον Ναόν του Αρχαγγέλου, του εις Άκρηναν, όπου και απεκρύβη. Ότε δε επληροφορήθη ότι ετοποθετήθη άλλος Επίσκοπος εις την Επισκοπήν της Αναστασιουπόλεως, επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν του δοξάζων τον Θεόν. Νέα τότε θαύματα λαμπρύνουσι τον Βίον του Οσίου τούτου Πατρός. Πλήθος νοσούντων και ταλαιπωρουμένων προσήρχοντο εκεί και δια της μεσιτείας του Οσίου Θεοδώρου ελάμβανον ιατρείαν και ανακούφισιν. Ήλθον δε μετ’ ολίγον καιρόν προς τον Όσιον επιστολαί εκ μέρους του φιλοχρίστου βασιλέως Μαυρικίου και του μακαρίου Πατριάρχου Κυριακού ως και παρά των αρχόντων, ίνα μεταβή εις την βασιλίδα των πόλεων Κωνσταντινούπολιν και ευλογήση αυτούς. Όθεν μετέβη εις την θεοφύλακτον πόλιν και αφού κατησπάσθη τον μακαριώτατον Πατριάρχην, τον βασιλέα και άπαντας τους της συγκλήτου, ηυλόγησε τούτους και εφιλοξενήθη υπ’ αυτών. Μεγάλας δε τιμάς και περιποιήσεις προσέφερον εις αυτόν ο βασιλεύς, η βασίλισσα και άπαντες οι αξιωματούχοι του παλατίου, δια θείας δε τούτων προσταγής εχορηγήθη και ειδική προστασία εις τα Μοναστήρια αυτού, ούτως ώστε και των φόρων απηλλάγησαν και υπό τον Αποστολικόν θρόνον της Αγιωτάτης Μεγάλης Εκκλησίας υπήχθησαν αμέσως, ώστε να μη έχη άλλη τις Επισκοπή δικαίωμα επεμβάσεως εις αυτά. Ταύτα δε ωκονόμησεν ο Θεός, πρεσβείαις του Αγίου Αυτού Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Κατά δε τον ολίγον καιρόν της εις Κωνσταντινούπολιν παραμονής του πλείστα θαύματα ετέλεσεν εκεί ο Όσιος Πατήρ ημών Θεόδωρος. Εις τυφλόν παιδίον επανεδώρισε, Θεού συγκατανεύσει, την όρασιν, εκ κόρης μεγιστάνος εξέβαλε δαιμόνιον, γυναίκα παράλυτον ιάτρευσε και προγνωρίσας θανάτους, προέτρεπεν εις μετάνοιαν τους μέλλοντας να αποθάνωσι. Πλείστους δε δαιμονιζομένους, άνδρας τε και γυναίκας, ηλευθέρωσε δια της θείας Χάριτος από των δαιμόνων, εξ ων τρεις βαρύτατα πάσχοντας υπό διαβολικής ενεργείας απέστειλε προς τον Όσιον ο μακαριώτατος Πατριάρχης, εις τους οποίους, Θεού συνεργούντος, απέδωκε την υγείαν των. Και εις αλάλους και αιμορροούσας γυναίκας εδωρήσατο, ευλογία Κυρίου, την θεραπείαν αυτών. Γυνή δε τις αιμορροούσα και επιζητήσασα την ευλογίαν του Οσίου, έφερε μεθ’ εαυτής δοχείον εξ αλαβάστρου πλήρες πολυτίμου μύρου και προσεπάθησε να αλείψη δια τούτου τους πόδας αυτού. Ο δε Όσιος αντιληφθείς τας προθέσεις αυτής είπε· «Τι θέλεις να πράξης, ω γύναι· βαρύ δι’ εμέ προώρισες πράγμα». Συνεστάλη τότε εκείνη. Ο δε Όσιος δια μόνης της προσευχής του και της επικλήσεως του ονόματος Θεού και του Αγίου Γεωργίου εθεράπευσεν αυτήν. Εθεράπευσε δε και εν τέκνον του βασιλέως Μαυρικίου πάσχον εκ πάθους σοβαρωτάτου. Εις τούτου το σώμα είχον αναφανή πληγαί πολλαί και ήτο όλον διωγκωμένον, οι δε ιατροί ουδόλως ηδύναντο να το βοηθήσουν. Προσκάλεσε λοιπόν ο βασιλεύς τον Όσιον εις το παλάτιον. Προσελθών δε ούτος και προσευχηθείς, ηυλόγησεν ύδωρ και ήλειψε δια τούτου τον βασιλόπαιδα, το δε υπόλοιπον έδωσεν ίνα και πάλιν επαλείψωσιν αυτόν. Δια της ευχής δε αυτού και του ευλογηθέντος ύδατος το παιδίον ιάθη πλήρως εις δόξαν Θεού. Αποχαιρετήσας τότε ο Όσιος τον βασιλέα και την βασίλισσαν και ευχηθείς τούτους ανεχώρησεν επιστρέψας εις το Μοναστήριόν του. Επόθησε δε ο Όσιος να εύρη Λείψανα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος και Πολυάθλου Γεωργίου, παρεκάλει δε τον Άγιον να πληρώση τον πόθον αυτού. Ο δε Οσιώτατος Αιμιλιανός, ο Επίσκοπος των Γερμίων, είχε μέρος της αγίας αυτού κεφαλής, ένα δάκτυλον της χειρός και ένα εκ των οδόντων, ακόμη δε ελάχιστα τεμάχια οστών. Εφάνη λοιπόν ο Άγιος Μάρτυς καθ’ ύπνον εις τον Επίσκοπον και προέτρεπε τούτον να παραδώση ταύτα εις τον Αυτού θεράποντα Θεόδωρον, ίνα τα διατηρήση εις τον παρ’ αυτού ανοικοδομηθέντα επ’ ονόματί του Ναόν. Ο δε Επίσκοπος διεμήνυσεν εις την Μονήν προς τον δούλον του Θεού, παρακαλών τον Όσιον να προσέλθη ίνα προσευχηθή εις τον σεβάσμιον Ναόν του Αρχαγγέλου, να ασπασθή δε αυτόν και να του παραδώση τα υπ’ αυτού ποθούμενα Λείψανα του Μάρτυρος. Πλησθείς λοιπόν χαράς ο Όσιος Θεόδωρος, μετέβη εις την πόλιν των Γερμίων, όπου προσηυχήθη εις τον Ναόν του Αρχαγγέλου. Υπεδέχθη δε αυτόν ο Επίσκοπος Αιμιλιανός και τον ωδήγησεν εις το Μοναστήριον της Θεοτόκου το ονομαζόμενον Αλιγέτης. Ανομβρία δε εμάστιζε τότε την περιοχήν της Πεσινουντίων Μητροπόλεως. Κληθείς λοιπόν ο Όσιος παρά του Μητροπολίτου αυτής Γεωργίου και του πλήθους, συμπροσηυχήθη εις λιτήν και, ω του θαύματος! Πηγαί υδάτων εξεχύθησαν εκ των ουρανών επί τρεις ημέρας, πάντες δε ηυχαρίστουν τον Θεόν τον ευεργετούντα την κτίσιν δια παρακλήσεως των δούλων αυτού. Προπεμφθείς είτα υπό του Μητροπολίτου, του Κλήρου και του λαού, επανήλθεν εις τον Επίσκοπον Αιμιλιανόν και παραλαβών τα πολυπαθή και άγια Λείψανα του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου ησπάσθη αυτόν και αποχαιρετήσας επέστρεψε χαίρων εις το Μοναστήριόν του. Όμως, ίνα μη μόνον αλλοτρίους συμφοράς και ξένα σωματικά πάθη διηγούμεθα, πρέπον είναι να είπωμεν προς ωφέλειάν μας, και περί τούτου του σημειοφόρου ανδρός ότι και ούτος ως και ο θείος Παύλος υπόκειτο εις πάθη σωματικά. Είχε δηλαδή και ούτος τραύμα διαρκές, τον οποίον, ως παραμένον ανεπιμέλητον και προστριβόμενον εις τα τρίχινα αυτού ενδύματα ηρεθίζετο και έτρεχεν αίμα. Αλλά και υπό άλλης νόσου σωματικής κατείχετο ο Όσιος, της οφθαλμίας, ήτις επί ένα και ήμισυ μήνα καθ’ έκαστον θέρος προσέβαλλεν αυτόν. Ηυχαρίστει δε τον Θεόν δια ταύτα ο Όσιος, λέγων ότι εδωρήθησαν εις αυτόν παρά Θεού, ίνα έχη αυτά μέχρι τελευτής του, κατά το· «Αρκεί σοι η χάρις μου· η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» (Β΄ Κορινθ. ιβ:9). Επειδή όμως δεν ηδύνατο να εξαρκέση εις την των όχλων υποδοχήν, θεόθεν κινηθείς, εξήλθεν ίνα μεταβή εις τον Ναόν της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου τον εν Σωζοπόλει. Διότι έκπαλαι είχεν πόθον να ίδη την εκείθεν εκπεμπομένην θείαν δωρεάν, διότι μύρον θεοδώρητον εξέρχεται εν τω Ναώ τούτω. Πλείστα δε κατά την διαδρομήν ετέλει θαυμάσια, έως ου φθάση εις τον ποθούμενον τόπον. Μετά δε τεσσαρακονθήμερον παραμονήν εκεί επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν του, όπου αενάως, βουλήσει Κυρίου, ετέλει θαυμάσια. Προείδε δε και τα μετά ταύτα επισυμβάντα δεινά εις την Βασιλίδα καθώς και την αναίρεσιν του βασιλέως Μαυρικίου εκ τινος σημείου φανέντος εις τον νεόκτιστον Ναόν της Θεοτόκου, εις τον οποίον ετέλει τον κανόνα της ψαλμωδίας του. Πράγματι δε μετ’ ου πολλάς ημέρας εφονεύθη ο Μαυρίκιος και τούτον διεδέχθη εις τον θρόνον ο Φωκάς. Τότε απεστάλη εις την Ανατολήν κατά των Περσών ο πατρίκιος και αυλικός Δομεντζίολος, ανεψιός του Φωκά του διαδεχθέντος τον Μαυρίκιον, όστις πτοηθείς εκ της ειδήσεως, καθ’ ην οι Λαζοί εφορμήσαντες έφθασαν μέχρι της Καππαδοκίας, εζήτησε την ευχήν του Οσίου. Ευλογηθείς δε παρ’ αυτού και λαβών την ευχήν του έτρεψεν εις φυγήν του Λαζούς. Γενομένης ποτέ λιτανείας εις τας πόλεις και τα χωρία της των Γαλατών επαρχίας, εκινούντο οι σταυροί τόσον, ώστε εκ του συμβάντος τούτου πολύ κατεπτοήθησαν και φόβος μέγας κατέλαβεν άπαντας. Ερωτηθείς δε περί τούτου ο Όσιος είπε· Προσευχηθήτε, τέκνα, διότι μεγάλαι θλίψεις και ανάγκαι απειλούν τον κόσμον». Ο δε προρρηθείς άρχων Δομεντζίολος θελήσας δια τον λόγον αυτόν να κατασκευάση σταυρόν χρυσούν δια τε τας λιτανείας και προς προσκύνησιν, παρέδωκε τον χρυσόν εις χρυσοχόον, απέστειλε δε ο Όσιος Επιφάνιόν τινα Διάκονον προς παραλαβήν του. Και ο Αγιώτατος Πατριάρχης Θωμάς (607-610), ο μετά τον μακάριον Κυριακόν αναλαβών τον της Βασιλίδος Πατριαρχικόν θρόνον, συγχαίρων δια τούτο τον αυλικόν Δομεντζίολον έδωκε μερίδα του Τιμίου Ξύλου και τεμάχιον εκ του λίθου του Αγίου Μνήματος του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, καθώς και κράσπεδον εκ του Μαφορίου της Παναγίας Θεοτόκου, ίνα τοποθετηθώσιν εν τω ομφαλίω του Σταυρού. Πληροφορηθείς δε και ο Αγιώτατος Πατριάρχης Θωμάς τα της κινήσεως των σταυρών κατά τας λιτανείας εις την χώραν των Γαλατών ηρώτησε τον Διάκονον Επιφάνιον, αν ταύτα αληθεύουσιν. Επιβεβαιώσαντος δε τούτου το γεγονός, εφοβήθη ο μακαριώτατος Πατριάρχης δια το παράδοξον του πράγματος. Όθεν έγραψεν επιστολήν προς τον Όσιον Θεόδωρον, όσον τάχιον να παρευρεθή εις την Κωνσταντινούπολιν. Εξεκίνησεν λοιπόν ο Όσιος δια την οδοιπορίαν του. Ως δε έφθασεν εις την βασιλίδα, υπεδέχθη αυτόν ο Πατριάρχης Θωμάς και ησπάσθησαν αλλήλους εν αγαλλιάσει. Ερωτήσαντος δε του Μακαριωτάτου Πατριάρχου περί της κινήσεως των σταυρών, ο σεβάσμιος ανήρ απέφυγε να απαντήση. Γονυπεώς όμως παρακαλέσαντος και πάλιν του Πατριάρχου ο Όσιος Θεόδωρος είπε· «Δεν ήθελον να σε λυπήσω ομολογών προς την αγιότητά σου τοιαύτα οδυνηρά. Ο των σταυρών σεισμός πολλάς συμφοράς προμηνύει. Διωγμόν της Πίστεως ημών και αποστασίαν, επιδρομάς πολλών βαρβαρικών εθνών, αιμάτων έκχυσιν, φθοράν και αιχμαλωσίαν κοσμικήν, ερήμωσιν των αγίων Εκκλησιών, κατάπαυσιν της θείας δοξολογίας, πτώσιν της βασιλείας και πολλήν πτωχείαν εις την πόλιν. Συ λοιπόν, ως κυβερνών την Εκκλησίαν και Ποιμήν του λαού, ικέτευε τον Θεόν μετά πίστεως, όσον δύνασαι, να προστατεύση τον λαόν Του και μετά ελέους φιλανθρωπίας να οικονομήση τούτον». Ο δε Πατριάρχης, υπό φόβου και αγωνίας καταληφθείς, παρεκάλει τον Όσιον, λέγων· «Εφ’ όσον με κατηξίωσες τοσαύτης τιμής, ώστε να με θεωρής αδελφόν σου και μετά τόσης ειλικρινείας διάκεισαι προς εμέ, δεήθητι προς τον Θεόν ίνα παραλάβη το πνεύμα μου, ώστε να μη ίδω τους επερχομένους κινδύνους. Διότι είμαι ασθενής και δεν θα υπομείνω να ίδω τοιαύτα φρικτά γεγονότα». Επιθυμήσαντος δε του Οσίου Πατρός να επιστρέψη εις την πατρίδα του, ο Πατριάρχης δεν επέτρεψε τούτο, επειδή ηπλούτο η φήμη ότι η πόλις μέλλει να υποδουλωθή. Όθεν είπε προς τον Όσιον· «Είναι ανάγκη τούτον τον χειμώνα να παραμείνης εδώ, ίνα πρεσβεύσης, ώστε δυσωπούμενος υπό σού ο Πανάγαθος Θεός απομακρύνη τον επερχόμενον κίνδυνον». Πεισθείς τότε ο Όσιος παρέμεινεν εις την Μονήν του Αγίου Στεφάνου των Ρωμαίων πλησίον του Πετρίου. Συνέβη δε να ασθενήση ο Πατριάρχης, διο και έστειλε παρακαλών τον Όσιον ίνα ευχηθή προς τον Θεόν και του δωρήση το πέρας του βίου. Ο δε του Κυρίου δούλος του διεμήνυσεν ότι «Συ μεν, κατά τον Άγιον Απόστολον Παύλον, το «αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (Φιλιπ. α:23) ποθείς· αλλ’ επειδή το να μένης εν σαρκί είναι αναγκαιότερον δια την του λαού προστασίαν, ευχόμεθα μάλλον την υγείαν και την ζωήν να σοι χαρίση ο Κύριος». Αλλά πάλιν ο Πατριάρχης επέμεινεν όπως δεηθή ο Άγιος υπέρ της προς Κύριον αποδημίας αυτού. Τότε ο του Θεού θεράπων, κλίνας τα γόνατα, ηυχήθη κατά την του Πατριάρχου παράκλησιν, διεμήνυσε δε τούτο ειπών· «Κατά το τελεσθέν επράξαμεν και προσηυχήθημεν, η δε αίτησις ημών επληρώθη και σήμερον προς Κύριον πορεύεσαι. Ευλόγησον δε ίνα εξέλθω και ελθω ίνα σε αποχαιρετήσω. Άλλως προσεύχου και εκεί θέλομεν ίδει αλλήλους παρά τω Δεσπότη ημών Χριστώ». Και, ω του παραδόξου θαύματος! Την ημέραν εκείνην προ της ώρας του δειλινού ο μακαριώτατος Πατριάρχης ετελειώθη θαυμασίως και εκηδεύθη, αφού πρώτον ο βασιλεύς μαθών τούτο ήλθε και έλαβε παρά του Αγιωτάτου τούτου ανδρός ευλογίαν. Εθλίβοντο λοιπόν πάντες δια την του θείου Πατριάρχου τελευτήν. Όμως, παραχωρήσει Θεού, τον Αγιώτατον Πατριάρχην Θωμάν διεδέχθη ο Σέργιος, όστις, ελθών αίφνης εις τον Όσιον εν ω ετέλει τον κανόνα της ψαλμωδίας, έπεσεν εις τους πόδας αυτού, παρακαλών όπως προσευχηθή, ίνα η Χάρις του Θεού καταστήση αυτόν άξιον του αγιωτάτου αποστολικού θρόνου, και δυνηθή να κυβερνήση τα κατά τον θρόνον και την πολιτείαν ειρηνικώς. Ο δε του Κυρίου δούλος, κατασπασθείς αυτόν, διότι δεν είχεν εισέτι περιπέσει εις την αίρεσιν και προσευχηθείς, είπε· «Νέον σε εξέλεξεν ο Θεός, ίνα ακόπως υπομείνης και γενναίως υποφέρης τας εις την πολιτείαν ημών μελλούσας να συμβώσι θλίψεις και οδύνας. Ασφαλίζου λοιπόν πιστεύων ορθώς εις τον Θεόν, ίνα πολυχρόνιον και καλήν την ποιμαντορίαν σου εκτελέσης». Κατέκρινε δε ο Όσιος το λούεσθαι μετά την μετάληψιν των Αγίων Μυστηρίων, όπερ έπραττον τότε πολλοί, μάλιστα εκ των προυχόντων της πόλεως. Προσήλθε λοιπόν χορός Κληρικών εκ του Πατριαρχείου προς τον Όσιον και είπον· «Επειδή ηκούσαμεν, Πάτερ, ότι απαγορεύεις το λούεσθαι μετά την Αγίαν Μετάληψιν, ήλθομεν, ίνα ωφεληθώμεν παρά της αγιωσύνης σου. Ειπέ μας λοιπόν, παρακαλούμεν, εκ των Γραφών τούτο πληροφορείσαι ή άλλοθέν που»; Ο δε θεσπέσιος ανήρ απήντησε· «Παν ψεύδος εκ του πονηρού εστι ο δε Προφητάναξ Δαβίδ προς τον Κύριον αποτεινόμενος λέγει· «Απολείς πάντας τους λαλούντας το ψεύδος» (Ψαλμ. ε:7). Δι’ ο πιστεύσατέ με, τέκνα, ότι Αυτός ο Θεός με επληροφόρησεν, ότι μεγάλως αμαρτάνουσιν οι μετά την Αγίαν Μετάληψιν λουόμενοι και προς σωματικήν απόλαυσιν τούτο πράτοντες. Διότι ουδέ δια μύρου ή αρώματος εάν ήθελε λουσθή τις δεν θα ηδύνατο να απομακρύνη την ευωδίαν της Αγίας Κοινωνίας. Αλλ’ ούτε και όταν μετά βασιλέως συγγευματίζη τις, ευθύς κατόπιν τρέχει εις το λουτρόν». Εις την Μονήν δε ταύτην παραμένοντος του Οσίου προσήρχετο πλήθος ανθρώπων ίνα λάβη την ευλογίαν αυτού και εις την άτεκνον σύζυγον του αυλικού Δομεντζιόλου πατρικίαν Ειρήνην, εδώρησε δια της ευλογίας του, Θεού συναινέσει, τρία άρρενα τέκνα. Μετά καιρόν δε προπεμφθείς υπό του βασιλέως, του Πατριάρχου και πολλών αρχόντων της Βασιλίδος, επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν του. Εφησυχάζων δε εκεί ο Όσιος ανήρ, πλήθος θαυμάτων ετέλει δια της θείας Χάριτος και εν αυστηρά ασκητική πολιτεία διήγε. Δι’ οίαν δήποτε δε ανάγκην ή νόσον ή συμφοράν ή κακόν προς τον Όσιον προσέτρεχον και λαμβάνοντες ύδωρ, ευλογηθέν υπό της χειρός αυτού, ερράντιζον τους υποφέροντας ή τους δοκιμαζομένους τόπους και ευθύς επετύγχανον του ποθουμένου. Ακόμη δε και όταν επλημμύριζον οι ποταμοί, λαμβάνοντες εκ της χειρός αυτού σταυρόν και καταπηγνύοντες αυτόν εις τον τόπον της συμφοράς, απηλλάσσοντο ταύτης. Και ζώα ιατρεύοντο δια του ραντισμού τού παρά του Οσίου ευλογηθέντος ύδατος. Έχθραι δε ανδρογύνων διελύοντο, ατεκνίαι ιατρεύοντο και μίση διεσκορπίζοντο δια της του Αγίου ευλογίας, όστις προσέτρεχε μετ’ αγάπης, ως έμπειρος και άμισθος ιατρός. Προς δε τους ανατιθεμένους εις αυτόν τους λογισμούς και τα κρυφά της καρδίας νοσήματα ή υποπεσόντας εις πταίσμα, ώριζε χρόνον προς μετάνοιαν, δια νηστειών, προσευχών και ελεημοσύνης καθαίρων τούτους. Εις δε τους αποκρύπτοντας τα εαυτών ψυχικά νοσήματα απεκάλυπτε ταύτα, νουθετών και συμβουλεύων τίνι τρόπω να απαλλαγώσι τούτων. Ορκιζομένους δε και βλασφήμους συλλαμβάνων, δι’ αυστηρού βλέμματος επιτιμών, ώριζε να εγκαταλείψουν την τοιαύτην συνήθειαν και προσέταττε δια δακρύων, δεήσεων και αγαθοεργιών όπως εξιλεώσουν τον Θεόν. Συνεβούλευε δε πάντας να αποφεύγωσι τας έχθρας και να αγαπώσιν αλλήλους και ως ουδέν να υπολογίζωσι τα παρόντα πράγματα, αντί δε παντός πλούτου να προτιμώσι μάλλον την του Θεού εντολήν, την λέγουσαν· «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν» (Ματθ. ιθ:19). Διότι η αγάπη, έλεγε, προς τον πλησίον κακόν δεν απεργάζεται· επειδή ο αγαπών τον αδελφόν αυτού αγαπά τον Θεόν». Παρεκάλει δε πάντας να είναι φιλόξενοι και ελεήμονες, διότι εκ τούτων των αρετών θέλουσι λάβει απολύτρωσιν από των αμαρτιών, παρεδειγμάτιζε δε τους άλλους πράττων και ο ίδιος κατά την Γραφήν την λέγουσαν· «Εξέλεσθε πένητα και πτωχόν εκ χειρός αμαρτωλού ρύσασθε» (Ψαλμ. πα:4). Δια τούτο και ηξιώθη ο Όσιος Πατήρ ημών Θεόδωρος να συνοική μετά των Αγίων, λαμπροφορών, εις δόξαν της Αγίας και Ομοουσίου και ζωοποιού Τριάδος της μετά το τέλος αξιούσης και μεγαλυνούσης τους αληθείς και αγίους Αυτής προσκυνητάς. Ετελειώθη δε εν Κυρίω ο τρισμακάριος Όσιος, Άγιος και πιστός θεράπων του Χριστού Πατήρ ημών Θεόδωρος, εν έτει τρίτω της βασιλείας του ενδόξου βασιλέως Ηρακλείου και πρώτω του νέου Κωνσταντίνου υιού του Ηρακλείου, των αιωνίων αυγούστων και αυτοκρατόρων, ινδικτιώνος πρώτη, μηνί Απριλίω κβ΄ (22α), ενώ εξημέρωνεν η ημέρα του Αγίου Πάσχα και δι’ ου ταις ευχαίς και πρεσβείαις είθε να εύρωμεν έλεος επί του φρικτού Βήματος Χριστού του Θεού ημών και της Βασιλείας των ουρανών συν αυτώ καταξιωθώμεν, ως και πάντες οι την μνήμην αυτού επιτελούντες, εις δόξαν του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, μεθ’ ου τω Πατρί η δόξα, συν τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ευλογητός ο Θεός ο από των αρχαίων χρόνων τους Εαυτού θαράποντας διαφωτίσας ως φωτεινούς αστέρας, ίνα επί της γης κυβερνώσι και διδάσκωσι τον λαόν Αυτού τα θεάρεστα και πλήρη αρετών διδάγματα, οίτινες και μέχρι του νυν διαπρέπουσιν ως ακτίνες του Ηλίου της δικαιοσύνης, με το να μεταλαμπαδεύωσι τας γλυκυφώνους ρήσεις των Αγίων Γραφών, ή αυτοί οι ίδιοι θεόπεμπτοι άνδρες να καθίστανται πρότυπα των κατά Θεόν αρετών. Από του Άβελ του ακάκου, του εναρέτου Ενώχ, του δικαίου Αβραάμ μέχρι του Ιωάννου του Βαπτιστού του μεγαλυτέρου εκ των Προφητών, του χορού των Δώδεκα Αποστόλων των εν πάση χώρα θεμελιωσάντων την Ορθόδοξον χριστοπαράδοτον Πίστιν, του πλήθους των Αγίων Μαρτύρων, οίτινες δια της θυσίας των εαυτών σωμάτων και των αιμάτων αυτών επωκοδόμησαν ταύτην, ως και μέχρι των Συνόδων των Αγίων Πατέρων, οίτινες επεκύρωσαν τα διδάγματα της Αποστολικής διδασκαλίας, πάντας τούτους τους εναρέτους αγωνιστάς έδωσεν ο Θεός εις τον κόσμον, ίνα εκ τούτων διδασκόμενοι και από τα τεράστια αυτών θαυματουργήματα ενισχυόμενοι, θεμελιούμενοι δε και εκ των παραδειγμάτων των αγώνων και των κατορθωμάτων των, αποφεύγωμεν τας εις τας κακάς πράξεις ενασχολήσεις, ίνα ούτω σωζόμενοι εκ της απωλείας, αποβλέψωμεν προς την του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Βασιλείαν και δόξαν, εις ην υπάρχουσι τα παρ’ Αυτού του Θεανθρώπου επαγγελθέντα αγαθά, «Α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν» (Α΄ Κορ. β:9). Ούτω λοιπόν ο Πανάγαθος Θεός εν τη απεράντω Αυτού αγαθότητι ανέδειξε δι’ ημάς, ως φωστήρα λαμπρόν, τον μακάριον τούτον Θεόδωρον τον δια της υπομονής κατανικήσαντα τας πανουργίας του διαβόλου, τον διώκτην των δαιμόνων, τον ιατρόν των νοσούντων, τον πατέρα των ορφανών και σιτοδότην των πανήτων, τον από της γης εις τους ουρανούς πλείστους χειραγωγήσαντα. Παρακαλώ λοιπόν πάντας υμάς τους προσελθόντας προς ακρόασιν των αρετών τούτου, του πράγματι Θεοδώρου, όπως ευχηθήτε προς τον Πανάγαθον Θεόν και επιλάθη των αμαρτιών μου, παραχωρήση δε εις την εμήν αναξιότητα την Εαυτού χάριν, ίνα δυνηθώ καλλίτερον να εξιστορήσω τα θεοδώρητα τούτου του θεοσεβεστάτου Οσίου κατορθώματα. Εις την χώραν των Γαλατών υπάρχει χωρίον Συκεοί καλούμενον, τελούν υπό την πόλιν Αναστασιούπολιν, την κειμένην εις την των Αγκυρανών επαρχίαν. Δια του χωρίου τούτου διέρχεται η βασιλική οδός, επί της οποίας ήτο πανδοχείον εις το οποίον διέμενε κόρη τις ωραιοτάτη ονόματι Μαρία, μετά της μητρός της Ελπιδίας και της αδελφής της Δεσποινίας, αίτινες, εκεί εργαζόμεναι, μετήρχοντο και την αμαρτωλόν τέχνην των εταίρων. Βασιλεύοντος δε τότε του ευσεβούς Ιουστινιανού 527 – 565, απεστάλη εις Ανατολήν, ίνα εκτελέση βασιλικήν διαταγήν, επίσημός τις ανήρ, Κοσμάς ονόματι, διακριθείς εν τω ιπποδρομίω εις καμηλοδρομίας. Ούτος λοιπόν, διερχόμενος εκ Συκεών, κατέλυσεν εις το πανδοχείον. Ιδών δε την Μαρίαν, ως ήτο ωραία, εκοιμήθη μετ’ αυτής. Συλλαβούσα δε η γυνή, βλέπει καθ’ ύπνον ότι παμμεγέθης αστήρ λάμπων κατήλθεν εξ ουρανού επί της κοιλίας αυτής. Αφυπνισθείσα δε έντρομος διηγήθη το ενύπνιον εις τον ρηθέντα αξιωματούχον. Εκείνος δε είπε προς αυτήν· «Φύλαξον τον εαυτόν σου, μήπως επιβλέπων ο Θεός δώση εις σε καρπόν, όστις θέλει αξιωθή του της Επισκοπής κλήρου». Τούτο δε ειπών συνέχισε το πρωϊ την πορείαν του χαίρων. Προσελθούσα δε η γυνή εις Πατέρα προορατικόν κατοικούντα παρά το χωρίον Βαλγατία, διηγήθη το καθ’ ύπνον οραθέν. Ο δε γέρων είπεν· «Κατ’ αλήθειαν σοι λέγω, ότι μέγας ανήρ θέλει καταστή ο εκ σου μέλλων να γεννηθή παις, όχι ως υπερέχων μεταξύ των ανθρώπων, αλλ’ ως προς την προς τον Θεόν ευαρέσκειαν. Διότι το εν είδει λαμπρού αστέρος οραματισθέν υπό σου δηλοί το λαμπρόν των αρετών και των χαρισμέτων κόσμημα, το οποίον κατέπεμψεν ο Θεός προς το εν τη κοιλία σου βρέφος. Διότι ούτως εθδοκεί ο Κύριος· τους αξίους Αυτού δούλους προτού γεννηθούν και εν τη κοιλία ευρισκομένους να αγιάζη». Πληροφορηθείς δε τούτο και ο Θεοδόσιος, ο Επίσκοπος Αναστασιουπόλεως, συνεφώνησεν. Ως δε συνεπληρώθη ο χρόνος της κυήσεως, εγέννησεν αύτη τον δούλον του Θεού. Ως δε συνηθίζουσιν οι Χριστιανοί, μετ’ ολίγας ημέρας έφερε το βρέφος εις την Αγίαν Ορθόδοξον Εκκλησίαν και το παρέδωσεν εις τον Ιερέα, όστις το εβάπτισεν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος ονομάσας Θεόδωρον. Όταν δε το παιδίον εγένετο εξ ετών, ηθέλησεν η μήτηρ του να το κατατάξη εις τον στρατόν της Βασιλευούσης, διο και του ηγόρασε ζώνην χρυσήν και πολυτελή ενδύματα, έτι δε ητοίμασε δι’ αυτό και άπαντα τα δια το ταξίδιον αναγκαία. Κατά δε την νύκτα κατά την οποίαν το παιδίον έμελλε να ταξιδεύση, εφάνη εις αυτήν καθ’ ύπνον ο Άγιος του Θεού Μεγαλομάρτυς Γεώργιος, όστις είπεν εις την γυναίκα· «Ποίαν απόφασιν έλαβες δια το παιδίον, ω γύναι; Μη ματαίως κοπιάζης. Διότι ο Ουράνιος Βασιλεύς έχει ανάγκην αυτού». Εγερθείσα δε την πρωϊαν διηγήθη το όραμα δακρύουσα, υποπτευομένη ότι θάνατος ηπείλει το παιδίον της. Δια τούτο και εματαίωσε το ταξίδιον. Ότε δε εγένετο ο Θεόδωρος οκτώ ετών τον παρέδωσεν εις διδάσκαλον προς εκπαίδευσιν. Ούτος δε, δια της θείας Χάριτος, ταχέως επρόκοπτε και παρά πάντων ηγαπάτο και πασών των αρετών δόκιμος εργάτης ανεδεικνύετο. Εις δε την οικίαν του Θεοδώρου ειργάζετο άνθρωπος τις Στέφανος ονομαζόμενος, όστις μετήρχετο την τέχνην του μαγείρου, λίαν θεοσεβής και ενάρετος, τον οποίον υπερηγάπων αι γυναίκες. Ένεκα δε τούτου εγκατέλειψαν τον έκλυτον βίον των και εβοήθουν τούτον εις το έργον του. Ούτος δε ο ευσεβής, όσα ελάμβανεν ως μισθόν από τας γυναίκας και όσα φιλοδωρήματα εισέπραττε παρά των εις το πανδοχείον προσερχομένων, διέθετεν εις τας Εκκλησίας, πρωϊαν δε και εσπέραν απαραιτήτως προσηύχετο. Κατά δε την Αγίαν Τεσσαρακοστήν, αφού ητοίμαζε το φαγητόν, ενήστευε μέχρι της εσπέρας, ουδέν τρώγων ει μη μόνον ολίγα κόλλυβα και ύδωρ. Βλέπων δε τούτον ο παις διάγοντα με τόσην εγκράτειαν και υπό της θείας αγάπης κινηθείς, εξετίμησε τον τρόπον τούτον του ζην, κατά την Αποστολικήν φωνήν· «Μνημονεύετε των ηγουμένων ημών, οίτινες ελάλησαν υμίν τον λόγον του Θεού, ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής μιμείσθε την πίστιν… Καλόν γαρ χάριτι βεβαιούσθαι την καρδίαν, ου βρώμασιν, εν οις ουκ ωφελήθησαν οι περιπατήσαντες» (Εβρ. ιγ: 7-9) και «Βρώμα δε ημάς ου παρίστησι τω Θεώ» (Α΄ Κορ. η:8). Αγνοούσα δε η μήτηρ του Θεοδώρου και αι γυναίκες τον ζήλον αυτού, ως επέστρεφεν από το διδασκαλείον την ώραν του γεύματος, παρεκίνουν αυτόν να συντρώγη μετ’ αυτών. Εκείνος δε μεταβαίνων εις το διδασκαλείον, δεν επέστρεφεν, αλλά μένων νήστις καθ’ όλην την ημέραν επανήρχετο μόνον το εσπέρας εις την οικίαν του. Τότε δε ανεχώρει μετά του θεοσεβούς εκείνου Στεφάνου και μετέβαινεν εις τας Εκκλησίας, όπου προσευχόμενος μετελάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων, επανερχόμενος δε μόνον κόλλυβα και ύδωρ έτρωγε μετά του Στεφάνου. Επειδή δε εξησθένει εκ της ασιτίας, παρήγγειλεν η μήτηρ του Μαρία εις τον διδάσκαλον να στέλλη τον Θεόδωρον κατά την ώραν του γεύματος, ίνα πείση τούτον να τρώγη τουλάχιστον ολίγα όσπρια. Έστελλε λοιπόν αυτόν ο διδάσκαλος κατά την παραγγελίαν. Αλλ’ ο παις έπραττε κατά τον ψαλμόν του Δαβίδ· «Επί τω Κυρίω πέποιθα, πως ερείτε τη ψυχή μου, μεταναστεύου επί τα όρη ως στρουθίον»; (Ψαλμ. ι:1). Μόλις λοιπόν εξήρχετο από το σχολείον, ανήρχετο εις το παρακείμενον πετρώδες όρος, ένθα υπήρχε Ναός του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, οδηγούμενος οφθαλμοφανώς υπό τινος νεανίσκου, προφανώς του Αγίου. Εισερχόμενος δε εις τον Ναόν απερροφάτο υπό της μελέτης των θείων Γραφών, μετά δε την μεσημβρίαν μετέβαινεν εις το διδασκαλείον και το εσπέρας επέστρεφεν εις την οικίαν του. Ούτω λοιπόν επί ολόκληρον τετραετίαν και έως ότου εγένετο δωδεκαετής ήσκει την νηστείαν, τακτικώς δε μετέβαινε και παρέμενον εις τον Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιούχου και εκεί από βαθυτάτης πρωϊας παρέμενε, συχνάκις οραματιζόμενος τον Άγιον Γεώργιον οδηγούντα αυτόν εκεί. Εις μάτην δε παρώτρυνε τούτον η μήτηρ του να μη εφείρεται ενωρίς και να παρευρίσκεται εις το γεύμα. Διότι σκοπός του Θεοδώρου ήτο να ακολουθήση τα ίχνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εγκαταλείπων τους οικείους του και να προστρέξη προς τον Θεόν, ως ο Πέτρος, ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης και οι άλλοι Απόστολοι, αφέντες πάντα, ηκολούθησαν τω Ιησού (Μαρκ. α:18). Επί πλέον δε της μαθήσεως εξέμαθε το Ψαλτήριον, όπου δε ετελείτο μνήμη Αγίων προθύμως προσήρχετο. Ομοίως εφαρμόζων το του Ψαλμού· «Μετά Οσίου Όσιος έση και μετά ανδρός αθώου αθώος έση και μετά εκλεκτού εκλεκτός έση» (Ψαλμ. ιζ: 26-27), όπου ήκουεν ότι ευρίσκετο ανήρ δίκαιος προσέτρεχε προς αυτόν, πληριφορούμενος δε τα της πολιτείας του απεκόμιζε τα άνθη των αρετών του, ως αναγκαία εις τον βίον εφόδια. Δεκατεσσάρων δε ήδη ετών γεγονώς προσήλθε προς Πατέρα τινά Γλυκέριον, όστις εννοήσας την εν τω παιδί ενάρετον πολιτείαν ηρώτησεν αυτόν προσμειδιών· «Αγαπάς, τέκνον, το Σχήμα των Μοναχών»; Ο δε Θεόδωρος απεκρίθη· «Ναι, Πάτερ, πολύ αγαπώ τούτο και επιθυμώ και εγώ να γίνω άξιος αυτού». Ήτο δε ανομβρία τότε και εξελθόντες εστάθησαν αμφότεροι προ της κόγχης του Αγίου Βήματος του Ιερού Ναού του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Κλίναντες δε τα γόνατα, ω του θαύματος! Νέφη ηπλώθησαν εις τον ουρανόν και έβρεξεν ο Κύριος βροχήν πολλήν επί της γης. Ο Γέρων τότε μετά χαράς είπεν· «Από τούδε, τέκνον, όσα τυχόν ζητήσης παρά του Κυρίου θέλουν σοι παραχωρηθή. Ας γίνη λοιπόν η επιθυμία σου και ο Κύριος θα είναι μετά σου και θέλει σε βοηθήσει όχι μόνον κατά την αύξησιν του σώματος, αλλά και κατά τον πλούτον των αρετών». Ευλογηθείς λοιπόν ο παις παρά του Γέροντος Γλυκερίου και ασπασθείς αυτόν επέστρεψεν εις τον οίκον του. Τότε απεφάσισε να εγκαταλείψη τα του οίκου του και να επιδοθή εις την άσκησιν. Ανεχώρησε λοιπόν και παρέμενεν έκτοτε εις το προαναφερθέν ευκτήριον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, κάτωθεν του Θυσιαστηρίου του οποίου ανώρυξε κρύπτην, όπου απεσύρατο αγωνιζόμενος κατά μόνας. Η δε μήτηρ αυτού και η μάμμη του μετέβαινον εκεί και έφερον εις τον παίδα άρτον καθαρόν και τροφάς. Ο μακάριος όμως Θεόδωρος απεδέχετο μεν ταύτας δια να μη τον ενοχλούν, αλλ’ αυστηρώς τηρών την νηστείαν του, άφηνε ταύτας έξω επί τινος πέτρας, και κατεβρόχθιζον αυτάς τα πετεινά και τα άγρια ζώα. Εις μεγάλας δε στερήσεις και κακουχίας υπέβαλλεν εαυτόν εκεί. Τόσον δε αφωσιώθη ψυχικώς εις την του Θεού λατρείαν, ώστε ηξιώθη και δαιμόνια να εκβάλη και νοσούντας να ιατρεύση δια της θείας Χάριτος και μάλιστα παιδίον νεκρόν ανέστησεν. Ανελθών δε εις το υψηλότερον σημείον του όρους ώρυξε σπήλαιον κάτωθεν πέτρας, εντός του οποίου, αφού έφραξε την είσοδον, παρέμεινε κεκρυμμένος επί δύο έτη, νηστεύων και προσευχόμενος. Διάκονος δε τις έφερεν εκάστοτε εις αυτόν ύδωρ και λάχανα. Τόσον δε απηρνήθη το σώμα ώστε, όταν έμαθον οι οικείοι του, ότι ευρίσκετο εκεί και τον εξέβαλον εκείθεν, έγεμε πληγών, σκώληκες δε κατέτρωγον την σάρκα του χωρίς ο νεανίας να θλιβή ουδόλως εκ τούτου. Τον επεριποιήθηκαν λοιπόν αι γυναίκες και τον συνέφερον, αλλ’ εις την οικίαν του δεν ηθέλησε να επιστρέψη. Μαθών δε ταύτα ο Επίσκοπος Αναστασιουπόλεως Θεοδόσιος, ήλθεν εις τον τόπον του ευκτηρίου του Αγίου Γεωργίου προς συνάντησιν του παιδός, εκπλαγείς δε εκ της αφοσιώσεως του Θεοδώρου και ασπασθείς αυτόν εχειροτόνησεν αναγνώστην, την δε επομένην Διάκονον και εν συνεχεία Πρεσβύτερον, ειπών· «Ιδού ηξιώθης παρά Θεού να λάβης πάντας τους βαθμούς του Κλήρου, ίνα τελής και την θείαν Λειτουργίαν, είθε δε ο Κύριος να σε αξιώση και εις Επισκοπικόν θρόνον να ανέλθης. Πρόκοπτε λοιπόν εις την Πίστιν και εύχου υπέρ εμού». Ευλογήσας δε τούτον και ασπασθείς επέστρεψεν εις την πόλιν του. Δεκαοκταετής λοιπόν ο Όσιος Θεόδωρος ηξιώθη του Πρεσβυτερίου. Σπουδάζων δε τας θείας Γραφάς και προ πάντων το θείον και Ιερόν Ευαγγέλιον ήρχετο εις κατάνυξιν δια την του Θεού ενανθρώπησιν, πόθος δε θερμός κατέλαβε τούτον να επισκεφθή και να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους. Όθεν και έπραξε τούτο οδοιπορών. Αφού δε προσεκύνησε και κατησπάσθη όλα τα σημεία όπου ο Κύριος ημών ως άνθρωπος εγεννήθη, εβαπτίσθη και εσταυρώθη, απεσκέφθη και όλα τα Μοναστήρια ως και τα εις το άκρον της ερήμου ευρισκόμενα. Κατελθών δε εις τον Ιορδάνην μετέβη και εις το Μοναστήριον το τιμώμενον επ’ ονόματι της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου το καλούμενον του Χοζεβά. Ασπασθείς δε τον Αρχιμανδρίτην και τους εν αυτώ Οσίους Πατέρας, εζήτησε να τον αξιώσουν του Μοναχικού και Αγγελικού Σχήματος. Ο δε Αρχιμανδρίτης, θεόθεν πληροφορηθείς τα των αρετών του Θεοδώρου, προθύμως παρέδωκεν εις τούτον το Μοναχικόν Σχήμα. Μετά δε ταύτα επέστρεψεν εις την πατρίδα του Γαλατίαν και εγκατεστάθη και πάλιν εις τον Ναόν του Αγίου Γεωργίου, ασχολούμενος εις νηστείας, χαμαικοιτίας, αγρυπνίας και ψαλμωδίας, έτι μάλλον εαυτόν τελειοποιών. Δια τούτο και περισσότερον δωρεών έτυχεν άνωθεν κατά ακαθάρτων πνευματικών και παντοίων νοσημάτων, πλείστας δε αγαθοεργίας κατά Θεόν εποίησε και, απλώς ειπείν, επολιτεύθη εντελώς κατά την διδασκαλίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ολίγα δε εκ των έργων τούτου θέλομεν αναφέρει, διότι αδύνατον είναι να ιστορήσωμεν άπαντα. Η μήτηρ αυτού, τα της σαρκός φρονούσα, καταλιπούσα τον αγιώτατον αυτής υιόν και λαβούσα το ανήκον εις αυτήν μέρος της περιουσίας, συνεζεύχθη μετά τινος Δαβίδ, περιφανούς ανδρός, αξιωματούχου της Μητροπόλεως της Αγκύρας. Αλλ’ η αδελφή της Δέσποινία και η μήτηρ ταύτης, η μάμμη του Οσίου Θεοδώρου Ελπιδία, ως και η αδελφή του, δεν ήθελον να τον αποχωρισθώσιν, αλλά τον ενάρετον τούτου βίον μιμούμεναι εφρόντιζον δια σωφροσύνης και αγνότητος, ελεημοσύνης και προσευχών, να αποκαθαρθούν και να αποκτήσουν πλήρη σεμνότητα. Η δε Δεσοινία, τελευτήσασα, πάντα τα υπάρχοντα αυτής κατέλιπεν εις τον Όσιον, κηδευθείσα υπ’ αυτού εις τον Ναόν του Αγίου Μάρτυρος Γεμέλλου. Είχε δε ο Άγιος και αδελφήν, ως είπομεν, δωδεκαετή τότε την ηλικίαν, ονόματι Βλάταν, ευσεβή και παρθένον υπάρχουσαν. Έστειλε δε αυτήν ο Όσιος εις την Μητρόπολιν των Αγκυρανών οπόθεν μετέβη εις την Μονήν του Πετρίν πλησίον σεμνών παρθένων. Χειροτονηθείσα δε εκεί Μοναχή και εις αρετάς διαπρέψασα, μετά τρία έτη ανεπαύθη εν Κυρίω. Ημάμμη δε του Οσίου Ελπιδία, ως σφόδρα αγαπώσα αυτόν, εδόξαζε τον Οεόν, διότι δια του παραδείγματος αυτού ανεβλάστησεν εν εαυτή ρόδον αρετής εκ των πορνικών ακανθών. Όθεν και εγκαταλείψασα το πανδοχείον και συλλέξασα τα εαυτής, ηθέλησε να παραμείνη μετ’ αυτού ίνα πλείονος ευφροσύνης απολαύση, υπηρετή δε συγχρόνως αυτόν. Ο Όσιος όμως δεν εδέχθη τούτο, αλλ’ εγκατέστησε ταύτην εις το παρακείμενον Μοναστήριον του Αγίου Χριστοφόρου, έστελλε δε προς αυτήν τα υπό των ακαθάρτων πνευμάτων προσβαλλόμενα παιδία, μάλιστα εάν ήσαν κοράσια, ίνα επιμελείται αυτά και να διδάσκωνται τα πρέποντα, μετά δε την ίασιν, τα επιθυμούντα να παραμείνουν, να αξιούνται του ασκητικού αξιώματος. Ούτω προνοία Θεού του ειπόντος· «Μη φοβού, από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών· ποιήσω γαρ σε αλιέα ανθρώπων» (Ματθ. δ:19) πλείστοι προσήρχοντο εκεί και από δαιμονικών ενοχλήσεων απηλλάσσοντο, και γυναίκες αλγούσαι εκ του πάθους της υστερίας ιατρεύοντο, δια της προς την χάριν του Θεού μεσιτείας του Οσίου τούτου Πατρός. Προς αυστηροτέραν δε άσκησιν διέταξε χαλκέα και κατεσκεύασε κλωβόν σιδηρούν στενώτατον, ίνα εισέρχεται εν αυτώ και τελή τας ημέρας των νηστειών. Αλλ’ οι κάτοικοι του χωρίου, οίτινες εκ πίστεως προσέφερον τα γεωργικά των εργαλεία προς κατασκευήν του κλωβού, παρεκάλεσαν τον Όσιον, όστις και απεδέχθη, να κατασκευάσουν και ξύλινον κλωβόν, εις το οποίον παραμένων ο Όσιος να τελέση την συνήθη αυτού ησυχίαν, τούτον δε μετά τούτο να παραλάβωσιν, ίνα παραμένη εις αυτούς ως φυλακτήριον λόγω της αγιωσύνης του. Ούτω δε και εγένετο. Εισελθών δε ο Όσιος εις τον ξύλινον κλωβόν τοποθετηθέντα εις τον Ναόν του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, διήλθεν εις αυτόν από της του Χριστού Γεννήσεως έως των Βαϊων. Τότε δε οι χωρικοί προσελθόντες παρέλαβον εν λιτή τον ξύλινον κλωβόν και λαβόντες ευχήν επέστρεψαν εις τα ίδια, αφήσαντες εις την θέσιν αυτού τον σιδηρούν κλωβόν. Πολύ δε τότε εταλαιπώρει το φθαρτόν σώμα ο ευλογημένος Θεόδωρος δια βαρυτάτων σιδηρών ζωνών, τρίχινα φορέματα ενδυόμενος και εν σπηλαίω αποσυρόμενος, εκτιθέμενος εις ψύχη δριμύτατα, εις χιόνας και καύσωνας. Εις δε τον ως άνω σιδηρούν κλωβόν ηγωνίζετο ο Όσιος περισφίγγων και πιέζων το εαυτού σώμα, τόσον ώστε εξεμηδένιζεν αυτό, εις μόνον τον σκοπόν αποβλέπων του να αναπετάση και να προσεγγίση την ψυχήν αυτού προς τον Θεόν. Αλλά και άγρια ζώα ημερούντο προ της του Θεού δωρηθείσης εις αυτόν Χάριτος. Διότι κατά τας πρώτας ημέρας της εν τω κλωβώ ησυχίας αυτού και επί τρία συνεχή έτη ήρχετο άρκτος τις, ήτις λαμβάνουσα εκ της χειρός του ευλογίαν, ανεχώρει χωρίς να βλάψη ουδένα. Λύκος δε άλλοτε ελθών προ της θύρας του σπηλαίου αυτού, ενώ ο Όσιος ευρίσκετο εντός, παρέμενεν εκεί. Εξερχόμενος δε ο υπηρέτης αυτού, Μαρίνος το όνομα, και ιδών αίφνης το θηρίον, εφοβήθη και επανεισελθών εις το σπήλαιον ανήγγειλεν τούτο εις τον Όσιον. Ούτος δε, υπομειδιάσας μετά σεμνότητος, είπε προς αυτόν· «Μη φοβού, δειλέ· διότι δεν ήλθεν ο λύκος δια να μας κακοποιήση, αλλά υπό της ομοίας με την ιδικήν σου κοιλίας ωθούμενος ήλθεν, ίνα του προσφέρωμεν τροφήν. Συ δε, αδελφέ, παράλαβε και πρόσφερε εις τούτον, ίνα μη μόνον επί ανθρώπων, αλλά και επί των αγρίων ζώων πληρωθή η εντολή του Θεού η λέγουσα· «Παντί τω αιτούντί σε δίδου» (Ματθ. ε:42, Λουκ. στ: 30). Τότε ο υπηρέτης λαβών ολίγον άρτον και τεμάχιον του μήλου εξ ων συνήθιζεν ο Άγιος του Θεού να προσφέρη, ευλογίας χάριν, προς τους προσερχομένους, εξήλθε και έρριψεν εις τον λύκον μόνον το τεμάχιον του μήλου, εκδιώξας αυτόν. Εκείνος δε έφαγε τούτο, αλλά δεν ανεχώρει, ως έχων κάτι ακόμη να λάβη. Έρριψε τότε ο Μαρίνος προς αυτόν και το τεμάχιον του άρτου και τότε ο λύκος ευθύς ανεχώρησε τρέχων, ο δε υπηρέτης εισελθών ανέφερε τούτο εις τον Όσιον. Άλλοτε πάλιν εις το χωρίον Μαζαμίας το ευρισκόμενον εις τον άνω Σίβεριν εις τον νομόν της Μνηζινής επέπεσε πλήθος ακρίδων κατά μήνα Ιούνιον και ως νεφέλη σκεπάζουσα την περιοχήν κατέτρωγε τον του θέρους και της αμπέλου καρπόν. Ιδόντες δε οι άνθρωποι την επελθούσαν μεγάλην πληγήν και ακούσαντες τα παρά του αγιωτάτου τούτου ανδρός τεκούμενα θαύματα, προσήλθον εν λιτή και πίπτοντες εις τους πόδας αυτού παρεκάλουν όπως προστρέξη και δια των ευπροσδέκτων αυτού προσευχών λυτρώση τούτους εκ της μάστιγος ταύτης. Προστρέξας λοιπόν πράγματι εις το χωρίον των, κατέλυσεν εις τον Ναόν του Αγίου Ειρηνικού, διότι συνήθιζε πάντοτε να καταλύη εις Εκκλησίας. Την επομένην λοιπόν, τελέσας λιτήν εις τους αγρούς, προσέταξε τους χωρικούς να σταθούν εις τινα τόπον και να ζητήσουν παρά του Κυρίου έλεος. Αυτός δε ο Όσιος, θέσας επί της χειρός του τρεις ακρίδας, εστάθη προσευχόμενος προς τον Κύριον. Ενώ δε προσηύχετο, αι τρεις ακρίδες απέθανον επί της χειρός αυτού. Ευχαριστήσας δε τον Θεόν, είπε προς το πλήθος· «Ας επιστρέψωμεν εις την Εκκλησίαν, τέκνα· διότι ο Θεός ταχέως έπεμψε το έλεός του εις ημάς». Ούτως επέστρεψαν εις τον Ναόν του Αγίου Ειρηνικού, όπου ετέλεσαν την θείαν Λειτουργίαν. Κατά δε την επομένην, εξελθόντες οι άνθρωποι εις τους αγρούς, εύρον όλον το σμήνος των ακρίδων νεκρόν και εδόξασαν τον Πανάγαθον Θεόν. Αλλ’ ο μυσαρός δαίμων, ο πάντοτε φθονών τα αγαθά έργα και τους εργαζομένους αυτά δούλους του Χριστού, ευρών έτερον σκεύος όμοιον αυτού εις τον φθόνον, Θεόδοτον ονομαζόμενον, φοβερόν φαρμακευτήν και δούλον της κακίας υπάρχοντα, παρώτρυνε τούτον ίνα θανατώση τον Άγιον, εν αγνοία τούτου ότι και του σκοπού του θέλει αποτύχει καταισχυνόμενος και του εργαστηρίου της κακίας του θέλει στερηθή ζημιούμενος. Ιδών λοιπόν ο φαρμακεύς ούτος Θεόδοτος το δια του Οσίου τελεσθέν θαύμα και ενθυμηθείς ότι άλλοτε εξέβαλεν εκ γυναικός τον συνεργόν αυτού δαίμονα, μισήσας δε την αρετήν και την φήμην του Αγίου, έστειλε τον δαίμονα εκείνον ομού μετ’ άλλων δαιμόνων, ίνα κακοποιήσουν τον Όσιον, ει δυνατόν μέχρι θανάτου. Οι δε σταλέντες, μη τολμήσαντες να εμφανισθώσι προ των οφθαλμών του, ενώ ο Όσιος ησύχαζεν, ανέμενον έως ότου ο του Θεού άνθρωπος κοιμηθή. Τότε δε ως λησταί απεπειράθησαν να επιτεθώσι. Της δε φρουρούσης αυτόν θείας Δυνάμεως απομακρυνούσης αυτούς, πάλιν εκ της κακίας απεθρασύνοντο ίνα επιτεθώσι κατ’ αυτού. Αλλ’ η Χάρις του Θεού και πάλιν, ως πυρ εκπορευομένη και τούτους καταφλέγουσα, απεδίωκεν. Αφού δε ούτω πολλάκις επεχείρησαν και αντί να βλάψουν τον Όσιον εβλάπτοντο εκείνοι, επέστρεψαν κατησχυμμένοι προς τον αποστείλαντα αυτούς Θεόδοτον. Ερωτήσας δε ούτος τούτους δια ποίαν αιτίαν επέστρεψαν άπρακτοι και ονειδίζων αυτούς, εκείνοι είπον· «Και ημείς περισσότερον από σε θέλομεν να είμεθα ψύχραιμοι και γενναίοι εις ό,τι μας αποστέλλεις. Αλλά ενώ ημείς εκάμνομεν την απόπειραν, μεγίστη φλοξ πυρός εξήρχετο εκ του στόματος αυτού, ουχί η κοινή την οποίαν περιφρονούμεν, αλλά θεία, η εν αυτώ κατοικούσα, ήτις και κατέκαιεν ημάς. Δια τούτο και ανεχωρήσαμεν. Και εις την τροφήν και το ποτόν του ενηργήσαμεν, αλλά η συνήθης ευλογία την οποίαν κάμνει επ’ αυτών ηχρήστευσε την ενέργειάν μας». Ο φαρμακεύς όμως Θεόδοτος, αφ’ ενός μεν αισχυνθείς εκ της ήττης του, αφ’ ετέρου δε θυμωθείς, παρεσκεύασε θανατηφόρον φάρμακον και το ανέμιξεν εις ιχθύν, δια μέσου δε φθονερών τινων έπεισε τον Όσιον να τον φάγη. Όμως, Θεού Χάριτι και δια της γενομένης επί του ιχθύος ευλογίας, ουδόλως εβλάβη ο Όσιος. Τότε ο Θεόδοτος καταισχυνθείς ακόμη μίαν φοράν δια την άπρακτον αυτού επιβουλήν και εννοήσας την των δαιμόνων αδυναμίαν και την του Θεού δύναμιν, ως μεγάλην και θαυμαστήν, ήτις και δαιμόνων και φαρμάκων και ακρίδων και νόσων και θανάτου κατισχύει, ανανήψας δε εκ της φθοροποιού επιβουλής του διαβόλου προς την γνώσιν του Θεού, ήλθε προς τον Όσιον και πεσών εις τους πόδας αυτού ωδύρετο μετά δακρύων, αιτών να συγχωρηθή. Ηρώτα δε ο Άγιος Θεόδωρος την αιτίαν των τοιούτων θρήνων και δια τίνα λόγον εζήτει συγχώρησιν. Τότε ο Θεόδοτος εγνώρισεν εις τον Όσιον τα της επιβουλής τούτου ως και τας παροτρύνσεις του διαβόλου προς βλάβην πολλών ψυχών, παρεκάλει δε να λυτρώση αυτόν και να τον αξιώση του θείου Βαπτίσματος. Είπε τότε ο Όσιος Θεόδωρος· «Εάν θέλης να γίνης δεκτός παρά του Θεού και να αξιωθής παρ’ Αυτού συγχωρήσεως δια τας μέχρι τούδε αμαρτίας σου, εξομολογήσου πρώτον πάσας τας πράξεις σου και πάντα άνθρωπον ή οίκον ή ζώον το οποίον ενέπλεξας εις τας μαγγανείας σου λύσον, μετανόησον δε δια τας πράξεις σου εν συντριβή και εις το εξής εγκατάλειψον τας τοιαύτας διαβολικάς τέχνας, διάγων εν μετανοία. Θέλω δε παρακαλέσει τον Θεόν να σε αξιώση συγγνώμης δια τα μέχρι τούδε πταίσματά σου. Διότι δέχεται ο Θεός τους μετανοούντας και άπαντας τους ανθρώπους θέλει να σωθώσι και να έλθωσιν «εις επίγνωσιν αληθείας» (Α΄ Τιμ. β:4). Τότε ο Θεόδοτος υπεσχέθη ότι θέλει πράξει πάντα τα υπό του Οσίου προσταττόμενα. Προσκομίσας δε άπαντα τα της φαρμακείας βιβλία αυτού κατέκαυσεν ενώπιόν του, παρακαλών να βαπτισθή. Αφού δε κατήχησεν αυτόν ο μακάριος Θεόδωρος και εκαθάρισε τούτον δια νηστειών και ελεημοσύνης, έδωσεν εις αυτόν το λουτρόν της αφθαρσίας, επιστρέψας τον αμαρτωλόν «εκ πλάνης οδού αυτού» (Ιακ. ε:20) και σώσας την ψυχήν αυτού εκ του αιωνίου θανάτου. Αφού δε επέστρεψεν ο Όσιος εις το Μοναστήριόν του, συνέβη να ασθενήση εκ βαρυτάτης νόσου, είδε δε Αγίους Αγγέλους ελθόντας πλησίον του. Τότε ήρχισε να κλαίη και να αδημονή. Άνωθεν δε αυτού ευρίσκετο εικών των Αγίων και θαυματουργών Κοσμά και Δαμιανού. Εφάνη λοιπόν εις τον Όσιον, ότι ούτοι οι Άγιοι ήγγιζον αυτόν και τους σφυγμούς εμέτρων, έλεγον δε μεταξύ των, ότι ευρίσκετο εν απογνώσει εξ αιτίας του ότι αι δυνάμεις του κατέπεσον αναφέροντες και περί των ελθόντων Αγγέλων. Ηρχισαν τότε να ερωτούν αυτόν· «Διατί κλαίεις και αδημονείς, αδελφέ;» Απεκρίθη δε εις τους Αγίους ο Όσιος· «Διότι είμαι αμετανόητος, κύριοί μου, και δια το μικρόν τούτο ποίμνιον το οποίον είναι νεοκατήχητον και ακυβέρνητον και πολλής επιμελείας έχει ανάγκην». Είπον τότε οι Άγιοι· «Θέλεις λοιπόν να πρεσβεύσωμεν υπέρ σου, ίνα σοι επιτραπή να ζήσης»; Απεκρίθη ο Όσιος· «Εάν τούτο ποιήσητε, μεγάλην ευεργεσίαν θα μοι παράσχητε, με το να ζητήσετε δι’ εμέ καιρόν μετανοίας, θέλετε δε κερδίσει τον μισθόν της από τούδε εργασίας και μετανοίας μου». Τότε οι Άγιοι παρεκάλεσαν τους Αγίους Αγγέλους να παραμείνωσι μετά του Οσίου επ’ ολίγον, έως ότου παρακαλέσωσι τον Βασιλέα περί αυτού. Ικέτευσαν λοιπόν περί του Οσίου τον της ζωής και του θανάτου εξουσιαστήν επουράνιον Βασιλέα Χριστόν, τον Θεόν ημών, τον και προς τον Εζεκίαν τον βασιλέα προσθήκην ζωής δεκαπέντε ετών χαρισάμενον (Δ΄ Βας. κ:6). Εισακουσθείσης δε της ικεσίας των, ήλθον προς τον Όσιον, έχοντες εν μέσω αυτών ωραιότατον νεανίαν, όμοιον κατά την μορφήν προς τους εκεί ευρισκομένους Αγγέλους, διαφέροντα όμως τούτων μεγάλως κατά την δόξαν. Όστις και είπεν εις τους παρόντας Αγγέλους· «Αναχωρήσατε· διότι παρεκλήθη ο των όλων Δεσπότης και Βασιλεύς της δόξης και εδωρήσατο την εν τη σαρκί τούτου παραμονήν». Οι δε Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός είπον προς τον Άγιον· «Ανάστηθι, αδελφέ, και πρόσεχε προς σεαυτόν και το ποίμνιόν σου. Διότι απεδέχθη την περί σου πρεσβείαν ημών ο φιλάνθρωπος ημών Δεσπότης και εδωρήσατο προ σε το ζην εις εργασίαν βρώσεως ουχί φθειρομένης, αλλά μενούσης εις ζωήν αιώνιον και εις επιμέλειαν πολλών ψυχών». Ταύτα δε ειπόντες έγιναν άφαντοι. Ούτω δε αναρρώσας τελείως ο Όσιος, ηγέρθη πλήρως υγιής, μεγαλυτέραν έκτοτε αναλαβών την φροντίδα δια την εγκράτειαν αυτού και τον της ψαλμωδίας κανόνα. Πολλά δε θαύματα ετέλει ο Όσιος δια της θεόθεν δωρηθείσης αυτώ Χάριτος, ως είπομεν, εξαιρέτως δε κατά των ακαθάρτων πνευμάτων, τα οποία δια μόνης της επιτιμήσεως ή δια λόγου απέπεμπεν από των ανθρώπων. Δια τούτο πλείστοι άνθρωποι, ταύτα μανθάνοντες, εγκατέλιπον τας οικίας αυτών και προσήρχοντο προς τον Όσιον, προτιμώντες τον Μοναχικόν βίον. Τινές δε, υπ’ αυτού θεραπευόμενοι, δεν ανεχώρουν, αλλά παρέμενον μετ’ αυτού εργαζόμενοι τας ποικίλας διακονίας. Επειδή δε ο Ναός του Αγίου Γεωργίου ήτο μικρός και δεν εχώρει ούτε τους διακονούντας, ούτε και τους προσερχομένους προς ευχήν, ανήγειρεν εις το δεξιόν του Ναού καλλίστην Εκκλησίαν επ’ ονόματι του Αρχιστρατήγου των ουρανίων Δυνάμεων Μιχαήλ, έχουσαν εξ αριστερών μικρόν προσευχητήριον επ’ ονόματι του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, εκ δεξιών δε της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. Εν τω Ναώ τούτω εθέσπισεν ο Άγιος να τελείται ο κανών των αδελφών, οι δε παραμένοντες δι’ ίασιν νόσων ή εκδίωξιν πονηρών πνευμάτων ή προς προσευχήν, να αναπαύωνται εντός του σεβασμίου Ναού του Αρχαγγέλου, όστις παρέμενεν ανοικτός ημέραν και νύκτα και να ακούωσι την θείαν Λειτουργίαν, συμπροσευχόμενοι δε να αξιούνται και της ιάσεως της νόσου των. Τότε απέστειλε προς τον Επίσκοπον Αναστασιουπόλεως και τον συναθλητήν αυτού Φιλούμενον, ίνα χειροτονήση αυτόν Πρεσβύτερον, σθγχρόνως δε και Ηγούμενον επί των αδελφών, ίνα ούτος, απερίσπαστος μένων, αφοσιούται πληρέστερον εις το έργον της κατά Θεόν ασκήσεως αυτού. Επόθη δε ο Όσιος να μεταβή και πάλιν εις την αγίαν πόλιν της Ιερουσαλήμ προς προσκύνησιν. Όθεν παραλαβών δύο αδελφούς, συνεπορεύετο μετά τούτων. Ήτο δε τότε μεγάλη ανομβρία εις τα Ιεροσόλυμα, όλα δε τα ξηροφρέατα και αι υδαταποθήκαι είχον ξηρανθή. Εκινδύνευον λοιπόν οι άνθρωποι και τα κτήνη εκ της τοιαύτης ανυδρίας, αν δε και ελιτάνευον προσευχόμενοι προς τον Κύριον, δεν ετύγχανον όμως της Χάριτος, επιφυλασσομένης ταύτης παρά Θεού εις τον δούλον Του Θεόδωρον. Παρευρίσκοντο δε τότε εκεί και τινες Γαλάται, οι οποίοι εγνώριζον τα παρά του αγίου τούτου δούλου του Θεού γενόμενα θαύματα, οίτινες έλεγον εις τους μετ’ αυτών συναντωμένους· «Γνωρίζομεν Πατέρα Άγιον εις την χώραν ημών, όστις δύναται δια μιάς προσευχής όλην την οικουμένην να αρδεύση δια βροχών, καθώς εποίησεν ο Προφήτης Ηλίας επί Αχαάβ, του βασιλέως Ισραήλ». Ως δε έφθασεν εις την αγίαν πόλιν ο Όσιος και προσεκύνησε τον ζωοποιόν Σταυρόν και άπαντας τους Αγίους Τόπους, διελάλησαν την παρουσίαν αυτού οι την σημειοφόρον αυτού πολιτείαν γνωρίζοντες Μοναχοί. Προσελθόντες δε τινες Κληρικοί, από του Πατριάρχου μέχρι των Μοναχών και επιφανείς άνδρες της πόλεως παρεκάλουν όπως δια προσευχής του εξιλεώση τον Θεόν και αποστείλη προς αυτούς βροχήν. Εκείνος δε παρεκάλει τούτους να τον συγχωρήσουν, διότι ήτο ανάξιος. Όμως εκείνοι επέμενον λέγοντες, ότι αν συμπροσευχηθή μετά των άλλων Πατέρων, θέλουν τύχει της ευσπλαγχνίας του Θεού. Προσέταξε τότε ο Όσιος να ποιήσωσι λιτήν και είπε προς τους στρατιώτας να αλλάξωσι τας στολάς των, ίνα μη αύται μεν βραχούν, αυτοί δε κρυολογήσουν. «Διότι (είπε) κατά την πίστιν υμών, ο Θεός συντόμως θέλει αποστείλει το έλεος Αυτού». Ενώ δε ελιτάνευον, εστάθησαν εις τι σημείον, ίνα προσευχηθώσι κατά προσταγήν του Οσίου, όστις αναπετάσας τας χείρας προς τον ουρανόν, προσηυχήθη επί μακρόν. Τότε, ω του θαύματος! νέφη εκάλυψαν τον ουρανόν και ήρχισεν η βροχή να πίπτη ποταμηδόν. Εδόξασαν τότε άπαντες τον Θεόν δια το έλεος Αυτού. Ο δε Όσιος, δια να μη ενοχλήται υπό των πληροφορηθέντων το τοιούτον θαύμα, αναχωρήσας αμέσως επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν του. Ήτο τότε βασιλεύς ο ευσεβούς μνήμης Τιβέριος, όστις απέστειλε τον χαρτουλάριον κόμητα Μαυρίκιον, εις την Ανατολήν, ίνα καταπολεμήση τους Πέρσας. Ότε δε κατενίκησεν αυτούς ανεκλήθη υπό του βασιλέως. Διερχόμενος λοιπόν εκ Γαλατίας, επληροφορήθη τα περί του Οσίου, ευρίσκετο δε τότε ο Όσιος εφησυχάζων εν τω σπηλαίω αυτού. Ανελθών λοιπόν ο Μαυρίκιος έπεσε προ των ποδών αυτού και τον παρεκάλει, ίνα προσευχηθή και κατευοδωθή ο δρόμος προς τον βασιλέα. Προσευχήθη τότε ο Όσιος και ως εκ θείας αποκαλύψεως είπεν εις τον Μαυρίκιον· «Τέκνον, εάν μνημονεύης της ευχής του Αγίου Μάρτυρος Γεωργίου, μεθ’ ου πολύ θα πληροφορηθής εις ποίαν ένδοξον εξουσίαν αποκαθίστασαι. Αλλ’ όταν φθάσης εις τοιούτον αξίωμα, μη παραλείψης να φροντίσης δια την διατροφήν των πτωχών». Εννοήσαντος δε του Μαυρικίου το λεχθέν, εις ποίαν αρχήν μέλλει να αποκατασταθή, ωμολόγησε κατ’ ιδίαν εις τον Όσιον, ότι μέλλει να βασιλεύση. Ευλογηθείς λοιπόν ο Μαυρίκιος μετά πάντων των μετ’ αυτού, ανεχώρησε χαίρων και ήλθεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Τελευτήσαντος δε του Τιβερίου κατά την του Οσίου πρόρρησιν, ανήλθεν ο Μαυρίκιος εις την βασιλείαν και ενθυμηθείς τους λόγους του έστειλεν επιστολήν προς τον Όσιον παρακαλών όπως ευχηθή υπέρ αυτού και ίνα η βασιλεία αυτού ειρηνική και ατάραχος από εχθρών φυλαχθή, αν δε ο Όσιος επιθυμή τι, να το ζητήση. Ο δε μακάριος απέστειλε προς τον βασιλέα τον Ηγούμενον Φιλούμενον και εζήτει δι’ επιστολής όπως ο βασιλεύς αποστείλη ολίγα τρόφιμα εις το Μοναστήριον δια τας ανάγκας των εκεί διατρεφομένων. Ως δε εδέχθη ο βασιλεύς την επιστολήν, δια δωρεάς του εξεχώρησε διακόσια μόδια σίτου ετησίως εις το Μοναστήριον. Απέστειλε δε ο αυτοκράτωρ την δωρεάν του ταύτην προς τον Όσιον μετά αργυρού δισκοποτηρίου. Λόγω δε της πληθώρας των προς αυτόν προσερχομένων προς ίασιν και σωτηρίαν ψυχής, διαθέσας ο Όσιος άπαντα τα υπάρχοντα χρήματα, ανωκοδόμησε και τον μικρόν Ναόν του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, εις άξιον του Αγίου Μάρτυρος Ναόν, τρίκογχον, έχοντα εκ δεξιών ευκτήριον του Αγίου Μάρτυρος Πλάτωνος, άνωθεν δε τούτου επωκοδόμησε Ναϊδριον επ’ ονόματι των Αγίων Μαρτύρων Σεργίου και Βάκχου. Αλλά και πολλάς άλλας αναγκαίας οικοδομάς προσέθεσεν ο Όσιος. Ως δε επερατώθη ο Ναός, ηρώτησε τον Όσιον ο μαθητής αυτού Ιωάννης, τις θέλει ποιήσει τα εγκαίνια. Ο δε Όσιος απήντησεν· «Ιδού λέγω σοι, ότι Επίσκοπος εκ του τόπου τούτου θέλει εγκαινιάσει τον Ναόν», προγνωστικώς υπαινισσόμενος το μέλλον να συμβή. Ο δε φιλόδουλος Θεός, ο πάντοτε τιμών τους δούλους Αυτού, προσέθεσεν εις τον μακάριον και αγιώτατον άνδρα και νέα χαρίσματα καταξιώσας αυτόν και της ποιμαντικής προεδρίας. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ετελεύτησεν ο Επίσκοπος Αναστασιουπόλεως Τιμόθεος, οι δε εις την πόλιν κατοικούντες Κληρικοί και λαϊκοί μεταβάντες εις Άγκυραν προς τον Αρχιεπίσκοπον ταύτης μακαριώτατον Παύλον, εζήτησαν όπως αναβιβάση τον μέγαν δούλον του Θεού Θεόδωρον εις Επίσκοπον της Αγίας Εκκλησίας της Αναστασιουπόλεως. Εχάρη τότε ο Αρχιεπίσκοπος και επρόσταξε να φέρωσι τον Όσιον προς αυτόν. Προσήλθον λοιπόν ούτοι εις τον Άγιον εφησυχάζοντα εις το σπήλαιον και τον παρεκάλουν να δεχθή το αξίωμα τούτο. Αλλ’ αυτός ούτε να ακούση ηθέλησε, ούτε συγκατετέθη εις την πρόθεσιν αυτών. Τότε εκείνοι, βιαιότερον τρόπον χρησιμοποιήσαντες, εξέβαλον αυτόν του σπηλαίου και αναβιβάσαντες αυτόν εις μικρόν αμάξιον, τον απήγαγον. Οδυρομένων δε των αδελφών και πάντων των εν τη Μονή ενοικούντων δια τον από του Αγίου χωρισμόν, εδήλωσε προς τούτους ο αγιώτατος· «Μη θλίβεσθε, τέκνα, διότι εάν με εμπιστεύεσθε, δεν θέλω σας εγκαταλείψει. Διότι ουδέν των επί γης θέλει με χωρίσει από της μεθ’ ημών συνοικήσεως». Ως δε έφθασεν εις την Μητρόπολιν της Αγκύρας, μετά χαράς υπεδέχθη τούτον ο τότε Αρχιεπίσκοπος Παύλος και μετά πολλάς παραινέσεις ηξίωσε τον Όσιον της Επισκοπής. Ωραματίσθη δε τότε τις εις Αναστασιούπολιν, ότι αστήρ παμμεγέθης ακτινοβολών, ουρανόθεν ελθών εστάθη επί της Εκκλησίας αυτών λάμπων και φωτίζων την πόλιν και τα περίχωρα. Αναχωρήσας δε εξ Αγκύρας ο Όσιος, έφθασεν εις Αναστασιούπολιν μετά του Επισκόπου της πόλεως Κίνας, παρά του οποίου ενθρονισθείς, ανέλαβε την Επισκοπήν Αναστασιουπόλεως, ως αληθής φωστήρ κατά το οραθέν. Εκδραμών δε εις το Μοναστήριον αυτού εποίησε τα εγκαίνια του παρ’ αυτού ανοικοδομηθέντος σεβασμίου Ναού του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου κατά την πρόρρησιν αυτού και ίνα τους πόνους των έργων αυτού ουδείς άλλος, αλλ’ αυτός ο ίδιος εντρυφήση, διο και επί του Επισκοπικού θρόνου ηξιώθη να καθίση κατά το ψαλμικόν· «Τους πόνους των καρπών σου φάγεσαι» (Ψαλμ. ρκζ:2). Μετά δε την των εγκαινίων εορτήν επέστρεψεν εις Αναστασιούπολιν, πολλά δε θαυμάσια εποίει εκεί και μετά πάσης ενθέου υποταγής εποίμαινε το εμπιστευθέν εις αυτόν ποίμνιον. Επιθυμήσας δε να προσκυνήση και δια τρίτην φοράν τους Αγίους Τόπους, παρέλαβε μεθ’ εαυτού δύο Μοναχούς, Ιωάννην τον Αρχιδιάκονον του Μοναστηρίου και Μαρτίνον, τον οποίον είχεν απαλλάξει από λεγεώνας δαιμόνων, και μετέβει εκεί. Προσκυνήσας δε άπαντας τους ιερούς τόπους και τα άγια κειμήλια, περιήρχετο τα Μοναστήρια. Ώχλησε δε αυτόν ο λογισμός να μη επανέλθη εις την πατρίδα, αλλά να διέλθη βίον ήσυχον εις εν των εκεί Μοναστηρίων. Διότι εφαντάζετο ότι με το να δεχθή το αξίωμα του Επισκόπου εξέπιπτε του Μοναχικού Σχήματος, επειδή ηνωχλείτο εκ των εις το αξίωμα τούτο αρμοζόντων καθηκόντων. Μετέβη λοιπόν εις την Λαύραν του Οσίου Σάββα και παρέμενεν εκεί εντός κελλίου. Μετά δε την εορτήν του Πάσχα παρεκάλουν αυτόν οι συνοδεύοντες δύο αδελφοί όπως απέλθωσιν εις την πατρίδα των· αλλ’ ο Όσιος δεν ήθελε. Νύκτα όμως τινά ενεφανίσθη εις αυτόν καθ’ ύπνον ο Άγιος του Θεού Μεγαλομάρτυς Γεώργιος και προσφέρων εις τον Όσιον βακτηρίαν του έλεγεν· «Έξελθε ταχέως ίνα απέλθωμεν εις την πατρίδα. Διότι δεν σοι επιτρέπεται να εγκαταλείψης τα εκεί και να διάγης εδώ. Αναστάς λοιπόν βάδιζε, διότι πολλοί εκ μακράς οδού μεταβάντες εκεί, θλιβόμενοι δια την απουσίαν σου αναχωρούσι στενάζοντες, δια τούτο και εγώ αγανακτώ κατά σου. Φρόντισον λοιπόν να ταχύνης την αναχώρησίν σου και μη αναβάλης». Εγερθείς τότε εκ του ύπνου ο Όσιος διηγήθη εις τους δύο αδελφούς την οπτασίαν και αποχαιρετήσας τους αδελφούς της Μονής ταύτης ανεχώρησε πάραυτα. Οπόθεν δε διήρχετο οδοιπορών, είτε εκ Μοναστηρίου, είτε εκ χωρίου ή πόλεως, μετά χαράς και λιτανειών υπεδέχοντο αυτόν και ασθενείς έφερον προς ίασιν και εις κωφάλαλον, Χάριτι θεία, απέδωσε την λαλιάν και παντού εζήτουν την ευλογίαν του, έως ου έφθασεν εις Αναστασιούπολιν και μετά διήμερον εκεί παραμονήν μετέβη εις το Μοναστήριόν του, όπου γυναίκα παράλυτον υγιά κατέστησε, Θεού συγκατανεύσει, και πλείστα άλλα θαύματα εποίησεν εκεί, κατόπιν δε επέστρεψε και πάλιν εις την Επισκοπήν του εις Αναστασιούπολιν. Εκεί τότε και παιδίον ψυχορραγούν επανέφερεν εις την ζωήν, Κομητάν ονόματι, τέκνον του Πρωτοπρεσβυτέρου του χωρίου Αραννίας Ανδρέου. Αλλά ποίον εκ των θαυμάτων τα οποία ετέλεσε, Θεού ευδοκία, εν όσω ήτο Επίσκοπος Αναστασιουπόλεως, να διηγηθή τις; Επειδή πάμπολλα είναι ταύτα, άτινα και εγώ ο γράφων τον Βίον του αγιωτάτου τούτου ανδρός ιδίοις όμμασιν είδον και οι κάτοικοι της πόλεως και των χωρίων δύνανται να βεβαιώσωσιν. Όμως παρά την κατά Θεόν άσκησιν των καθηκόντων του ως Επισκόπου, πολύ εθλίβετο ο Όσιος, διότι δεν ήθελε να απασχολήται με τας φροντίδας και τας υποθέσεις της Επισκοπής, δια να μη απορροφάται ο λογισμός του από τα γήϊνα και αμελήση την προπαρασκευήν προς την ποθουμένην παρ’ αυτού αγαλλίασιν. Διότι είχε πάντοτε κατά νουν τον λόγον του Κυρίου, τον λέγοντα· «Ουδείς οικέτης δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν· ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει» (Λουκ. ιστ: 13). Εκάλεσε λοιπόν τους άρχοντας της πόλεως και είπε προς αυτούς· «Γνωρίζετε, αδελφοί, ότι αποσπάσαντές με βιαίως εκ του Μοναστηρίου, με εξηναγκάσατε να αναλάβω τούτον τον ζυγόν· αν δε και σας προείπον, ότι είμαι ανίκανος δια να σας διακυβερνήσω, όμως σεις επράξατε εκείνο το οποίον σας εφάνη καλόν. Ενδέκατον δε ήδη έτος έχω, αφ’ ότου γίνομαι πρόξενος λύπης και παρ’ υμών θλίβομαι. Παρακαλώ λοιπόν να εύρετε Ποιμένα, τον δυνάμενον να σας ευχαριστήση και να αναλάβη τας υποθέσεις σας. Διότι από τώρα και εις το εξής δεν είμαι πλέον Επίσκοπός σας, αλλά ταπεινός Μοναχός, όστις απέρχομαι εις την Μονήν μου, εις την οποίαν υπεσχέθην να υπηρετήσω τον Κύριον καθ’ άπαντα τον βίον μου». Ειπών δε ταύτα και αποχαιρετήσας και ευλογήσας πάντας τους παρισταμένους, εξήλθε της Επισκοπής μετά του Αρχιδιακόνου αυτού Ιωάννου. Κατά την νύκτα εκείνην είδε τις εκ της πόλεως καθ’ ύπνον, ότι αστήρ φωτεινός, όστις εφώτιζε την πόλιν άνωθεν της Εκκλησίας, μετεκινήθη και απεμακρύνετο, μόλις δε και μετά βίας εφαίνετο. Μεταβάς δε ο Όσιος δια σύντομον ταξίδιον εις την Μητρόπολιν της Αγκύρας παρεκάλει τον Θεοφιλέστατον Μητροπολίτην Παύλον να ορίση διάδοχόν του. Ο δε Μητροπολίτης έλεγεν ότι δεν ηδύνατο να εύρη διάδοχον τοσούτον εναρέτου ανδρός. Μετά δε μακράν συνομιλίαν απεφάσισαν να στείλωσιν ίνα ζητήσωσι την γνώμην του μακαριωτάτου Κυριακού, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, εις ό,τι δε εκείνος ήθελε προστάξει, εις τούτο να υπακούσωσι. Και ο μεν μακάριος Θεόδωρος παρεκάλει τον ευσεβή βασιλέα Μαυρίκιον και τον μακαριώτατον Πατριάρχην Κυριακόν ίνα προστάξουν την διαδοχήν του, ο δε Μητροπολίτης ανέφερε την εκ της παραιτήσεως του Οσίου ανωμαλίαν και παρεκάλει να διατάξη τι πρέπει να γίνη. Τότε ο Αγιώτατος Πατριάρχης, ειδοποιηθείς και παρά του βασιλέως, διεμήνυσεν εις τον Μητροπολίτην να αποδεχθή την αίτησιν του Οσίου, να παραδώση δε εις τούτον το ωμοφόριον της Επισκοπής, διότι ήτο άξιος τούτου, ως απερχόμενος του θρόνου μετά αγίαν και άμεμπτον διακονίαν. Δεχθείς λοιπόν την προσταγήν ταύτην ο Μητροπολίτης Αγκύρας Παύλος απεδέχθη την παραίτησιν του Οσίου εκ της των Αναστασιουπολιτών Επισκοπής και δεχθείς παρά τούτου έγγραφον παραίτησιν επέδωσεν εις τον Όσιον το ωμοφόριον της Επισκοπής συμβουλεύσας τούτον να αποχωρήση μακράν της Αναστασιουπόλεως έως ότου έλθη εκεί άλλος Επίσκοπος. Αναχωρήσας λοιπόν εκ της Μητροπόλεως της Αγκύρας, μετέβη εις την περιοχήν της Ηλιουπόλεως πλησίον του Πίδρου εις τον Ναόν του Αρχαγγέλου, του εις Άκρηναν, όπου και απεκρύβη. Ότε δε επληροφορήθη ότι ετοποθετήθη άλλος Επίσκοπος εις την Επισκοπήν της Αναστασιουπόλεως, επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν του δοξάζων τον Θεόν. Νέα τότε θαύματα λαμπρύνουσι τον Βίον του Οσίου τούτου Πατρός. Πλήθος νοσούντων και ταλαιπωρουμένων προσήρχοντο εκεί και δια της μεσιτείας του Οσίου Θεοδώρου ελάμβανον ιατρείαν και ανακούφισιν. Ήλθον δε μετ’ ολίγον καιρόν προς τον Όσιον επιστολαί εκ μέρους του φιλοχρίστου βασιλέως Μαυρικίου και του μακαρίου Πατριάρχου Κυριακού ως και παρά των αρχόντων, ίνα μεταβή εις την βασιλίδα των πόλεων Κωνσταντινούπολιν και ευλογήση αυτούς. Όθεν μετέβη εις την θεοφύλακτον πόλιν και αφού κατησπάσθη τον μακαριώτατον Πατριάρχην, τον βασιλέα και άπαντας τους της συγκλήτου, ηυλόγησε τούτους και εφιλοξενήθη υπ’ αυτών. Μεγάλας δε τιμάς και περιποιήσεις προσέφερον εις αυτόν ο βασιλεύς, η βασίλισσα και άπαντες οι αξιωματούχοι του παλατίου, δια θείας δε τούτων προσταγής εχορηγήθη και ειδική προστασία εις τα Μοναστήρια αυτού, ούτως ώστε και των φόρων απηλλάγησαν και υπό τον Αποστολικόν θρόνον της Αγιωτάτης Μεγάλης Εκκλησίας υπήχθησαν αμέσως, ώστε να μη έχη άλλη τις Επισκοπή δικαίωμα επεμβάσεως εις αυτά. Ταύτα δε ωκονόμησεν ο Θεός, πρεσβείαις του Αγίου Αυτού Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Κατά δε τον ολίγον καιρόν της εις Κωνσταντινούπολιν παραμονής του πλείστα θαύματα ετέλεσεν εκεί ο Όσιος Πατήρ ημών Θεόδωρος. Εις τυφλόν παιδίον επανεδώρισε, Θεού συγκατανεύσει, την όρασιν, εκ κόρης μεγιστάνος εξέβαλε δαιμόνιον, γυναίκα παράλυτον ιάτρευσε και προγνωρίσας θανάτους, προέτρεπεν εις μετάνοιαν τους μέλλοντας να αποθάνωσι. Πλείστους δε δαιμονιζομένους, άνδρας τε και γυναίκας, ηλευθέρωσε δια της θείας Χάριτος από των δαιμόνων, εξ ων τρεις βαρύτατα πάσχοντας υπό διαβολικής ενεργείας απέστειλε προς τον Όσιον ο μακαριώτατος Πατριάρχης, εις τους οποίους, Θεού συνεργούντος, απέδωκε την υγείαν των. Και εις αλάλους και αιμορροούσας γυναίκας εδωρήσατο, ευλογία Κυρίου, την θεραπείαν αυτών. Γυνή δε τις αιμορροούσα και επιζητήσασα την ευλογίαν του Οσίου, έφερε μεθ’ εαυτής δοχείον εξ αλαβάστρου πλήρες πολυτίμου μύρου και προσεπάθησε να αλείψη δια τούτου τους πόδας αυτού. Ο δε Όσιος αντιληφθείς τας προθέσεις αυτής είπε· «Τι θέλεις να πράξης, ω γύναι· βαρύ δι’ εμέ προώρισες πράγμα». Συνεστάλη τότε εκείνη. Ο δε Όσιος δια μόνης της προσευχής του και της επικλήσεως του ονόματος Θεού και του Αγίου Γεωργίου εθεράπευσεν αυτήν. Εθεράπευσε δε και εν τέκνον του βασιλέως Μαυρικίου πάσχον εκ πάθους σοβαρωτάτου. Εις τούτου το σώμα είχον αναφανή πληγαί πολλαί και ήτο όλον διωγκωμένον, οι δε ιατροί ουδόλως ηδύναντο να το βοηθήσουν. Προσκάλεσε λοιπόν ο βασιλεύς τον Όσιον εις το παλάτιον. Προσελθών δε ούτος και προσευχηθείς, ηυλόγησεν ύδωρ και ήλειψε δια τούτου τον βασιλόπαιδα, το δε υπόλοιπον έδωσεν ίνα και πάλιν επαλείψωσιν αυτόν. Δια της ευχής δε αυτού και του ευλογηθέντος ύδατος το παιδίον ιάθη πλήρως εις δόξαν Θεού. Αποχαιρετήσας τότε ο Όσιος τον βασιλέα και την βασίλισσαν και ευχηθείς τούτους ανεχώρησεν επιστρέψας εις το Μοναστήριόν του. Επόθησε δε ο Όσιος να εύρη Λείψανα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος και Πολυάθλου Γεωργίου, παρεκάλει δε τον Άγιον να πληρώση τον πόθον αυτού. Ο δε Οσιώτατος Αιμιλιανός, ο Επίσκοπος των Γερμίων, είχε μέρος της αγίας αυτού κεφαλής, ένα δάκτυλον της χειρός και ένα εκ των οδόντων, ακόμη δε ελάχιστα τεμάχια οστών. Εφάνη λοιπόν ο Άγιος Μάρτυς καθ’ ύπνον εις τον Επίσκοπον και προέτρεπε τούτον να παραδώση ταύτα εις τον Αυτού θεράποντα Θεόδωρον, ίνα τα διατηρήση εις τον παρ’ αυτού ανοικοδομηθέντα επ’ ονόματί του Ναόν. Ο δε Επίσκοπος διεμήνυσεν εις την Μονήν προς τον δούλον του Θεού, παρακαλών τον Όσιον να προσέλθη ίνα προσευχηθή εις τον σεβάσμιον Ναόν του Αρχαγγέλου, να ασπασθή δε αυτόν και να του παραδώση τα υπ’ αυτού ποθούμενα Λείψανα του Μάρτυρος. Πλησθείς λοιπόν χαράς ο Όσιος Θεόδωρος, μετέβη εις την πόλιν των Γερμίων, όπου προσηυχήθη εις τον Ναόν του Αρχαγγέλου. Υπεδέχθη δε αυτόν ο Επίσκοπος Αιμιλιανός και τον ωδήγησεν εις το Μοναστήριον της Θεοτόκου το ονομαζόμενον Αλιγέτης. Ανομβρία δε εμάστιζε τότε την περιοχήν της Πεσινουντίων Μητροπόλεως. Κληθείς λοιπόν ο Όσιος παρά του Μητροπολίτου αυτής Γεωργίου και του πλήθους, συμπροσηυχήθη εις λιτήν και, ω του θαύματος! Πηγαί υδάτων εξεχύθησαν εκ των ουρανών επί τρεις ημέρας, πάντες δε ηυχαρίστουν τον Θεόν τον ευεργετούντα την κτίσιν δια παρακλήσεως των δούλων αυτού. Προπεμφθείς είτα υπό του Μητροπολίτου, του Κλήρου και του λαού, επανήλθεν εις τον Επίσκοπον Αιμιλιανόν και παραλαβών τα πολυπαθή και άγια Λείψανα του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου ησπάσθη αυτόν και αποχαιρετήσας επέστρεψε χαίρων εις το Μοναστήριόν του. Όμως, ίνα μη μόνον αλλοτρίους συμφοράς και ξένα σωματικά πάθη διηγούμεθα, πρέπον είναι να είπωμεν προς ωφέλειάν μας, και περί τούτου του σημειοφόρου ανδρός ότι και ούτος ως και ο θείος Παύλος υπόκειτο εις πάθη σωματικά. Είχε δηλαδή και ούτος τραύμα διαρκές, τον οποίον, ως παραμένον ανεπιμέλητον και προστριβόμενον εις τα τρίχινα αυτού ενδύματα ηρεθίζετο και έτρεχεν αίμα. Αλλά και υπό άλλης νόσου σωματικής κατείχετο ο Όσιος, της οφθαλμίας, ήτις επί ένα και ήμισυ μήνα καθ’ έκαστον θέρος προσέβαλλεν αυτόν. Ηυχαρίστει δε τον Θεόν δια ταύτα ο Όσιος, λέγων ότι εδωρήθησαν εις αυτόν παρά Θεού, ίνα έχη αυτά μέχρι τελευτής του, κατά το· «Αρκεί σοι η χάρις μου· η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» (Β΄ Κορινθ. ιβ:9). Επειδή όμως δεν ηδύνατο να εξαρκέση εις την των όχλων υποδοχήν, θεόθεν κινηθείς, εξήλθεν ίνα μεταβή εις τον Ναόν της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου τον εν Σωζοπόλει. Διότι έκπαλαι είχεν πόθον να ίδη την εκείθεν εκπεμπομένην θείαν δωρεάν, διότι μύρον θεοδώρητον εξέρχεται εν τω Ναώ τούτω. Πλείστα δε κατά την διαδρομήν ετέλει θαυμάσια, έως ου φθάση εις τον ποθούμενον τόπον. Μετά δε τεσσαρακονθήμερον παραμονήν εκεί επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν του, όπου αενάως, βουλήσει Κυρίου, ετέλει θαυμάσια. Προείδε δε και τα μετά ταύτα επισυμβάντα δεινά εις την Βασιλίδα καθώς και την αναίρεσιν του βασιλέως Μαυρικίου εκ τινος σημείου φανέντος εις τον νεόκτιστον Ναόν της Θεοτόκου, εις τον οποίον ετέλει τον κανόνα της ψαλμωδίας του. Πράγματι δε μετ’ ου πολλάς ημέρας εφονεύθη ο Μαυρίκιος και τούτον διεδέχθη εις τον θρόνον ο Φωκάς. Τότε απεστάλη εις την Ανατολήν κατά των Περσών ο πατρίκιος και αυλικός Δομεντζίολος, ανεψιός του Φωκά του διαδεχθέντος τον Μαυρίκιον, όστις πτοηθείς εκ της ειδήσεως, καθ’ ην οι Λαζοί εφορμήσαντες έφθασαν μέχρι της Καππαδοκίας, εζήτησε την ευχήν του Οσίου. Ευλογηθείς δε παρ’ αυτού και λαβών την ευχήν του έτρεψεν εις φυγήν του Λαζούς. Γενομένης ποτέ λιτανείας εις τας πόλεις και τα χωρία της των Γαλατών επαρχίας, εκινούντο οι σταυροί τόσον, ώστε εκ του συμβάντος τούτου πολύ κατεπτοήθησαν και φόβος μέγας κατέλαβεν άπαντας. Ερωτηθείς δε περί τούτου ο Όσιος είπε· Προσευχηθήτε, τέκνα, διότι μεγάλαι θλίψεις και ανάγκαι απειλούν τον κόσμον». Ο δε προρρηθείς άρχων Δομεντζίολος θελήσας δια τον λόγον αυτόν να κατασκευάση σταυρόν χρυσούν δια τε τας λιτανείας και προς προσκύνησιν, παρέδωκε τον χρυσόν εις χρυσοχόον, απέστειλε δε ο Όσιος Επιφάνιόν τινα Διάκονον προς παραλαβήν του. Και ο Αγιώτατος Πατριάρχης Θωμάς (607-610), ο μετά τον μακάριον Κυριακόν αναλαβών τον της Βασιλίδος Πατριαρχικόν θρόνον, συγχαίρων δια τούτο τον αυλικόν Δομεντζίολον έδωκε μερίδα του Τιμίου Ξύλου και τεμάχιον εκ του λίθου του Αγίου Μνήματος του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, καθώς και κράσπεδον εκ του Μαφορίου της Παναγίας Θεοτόκου, ίνα τοποθετηθώσιν εν τω ομφαλίω του Σταυρού. Πληροφορηθείς δε και ο Αγιώτατος Πατριάρχης Θωμάς τα της κινήσεως των σταυρών κατά τας λιτανείας εις την χώραν των Γαλατών ηρώτησε τον Διάκονον Επιφάνιον, αν ταύτα αληθεύουσιν. Επιβεβαιώσαντος δε τούτου το γεγονός, εφοβήθη ο μακαριώτατος Πατριάρχης δια το παράδοξον του πράγματος. Όθεν έγραψεν επιστολήν προς τον Όσιον Θεόδωρον, όσον τάχιον να παρευρεθή εις την Κωνσταντινούπολιν. Εξεκίνησεν λοιπόν ο Όσιος δια την οδοιπορίαν του. Ως δε έφθασεν εις την βασιλίδα, υπεδέχθη αυτόν ο Πατριάρχης Θωμάς και ησπάσθησαν αλλήλους εν αγαλλιάσει. Ερωτήσαντος δε του Μακαριωτάτου Πατριάρχου περί της κινήσεως των σταυρών, ο σεβάσμιος ανήρ απέφυγε να απαντήση. Γονυπεώς όμως παρακαλέσαντος και πάλιν του Πατριάρχου ο Όσιος Θεόδωρος είπε· «Δεν ήθελον να σε λυπήσω ομολογών προς την αγιότητά σου τοιαύτα οδυνηρά. Ο των σταυρών σεισμός πολλάς συμφοράς προμηνύει. Διωγμόν της Πίστεως ημών και αποστασίαν, επιδρομάς πολλών βαρβαρικών εθνών, αιμάτων έκχυσιν, φθοράν και αιχμαλωσίαν κοσμικήν, ερήμωσιν των αγίων Εκκλησιών, κατάπαυσιν της θείας δοξολογίας, πτώσιν της βασιλείας και πολλήν πτωχείαν εις την πόλιν. Συ λοιπόν, ως κυβερνών την Εκκλησίαν και Ποιμήν του λαού, ικέτευε τον Θεόν μετά πίστεως, όσον δύνασαι, να προστατεύση τον λαόν Του και μετά ελέους φιλανθρωπίας να οικονομήση τούτον». Ο δε Πατριάρχης, υπό φόβου και αγωνίας καταληφθείς, παρεκάλει τον Όσιον, λέγων· «Εφ’ όσον με κατηξίωσες τοσαύτης τιμής, ώστε να με θεωρής αδελφόν σου και μετά τόσης ειλικρινείας διάκεισαι προς εμέ, δεήθητι προς τον Θεόν ίνα παραλάβη το πνεύμα μου, ώστε να μη ίδω τους επερχομένους κινδύνους. Διότι είμαι ασθενής και δεν θα υπομείνω να ίδω τοιαύτα φρικτά γεγονότα». Επιθυμήσαντος δε του Οσίου Πατρός να επιστρέψη εις την πατρίδα του, ο Πατριάρχης δεν επέτρεψε τούτο, επειδή ηπλούτο η φήμη ότι η πόλις μέλλει να υποδουλωθή. Όθεν είπε προς τον Όσιον· «Είναι ανάγκη τούτον τον χειμώνα να παραμείνης εδώ, ίνα πρεσβεύσης, ώστε δυσωπούμενος υπό σού ο Πανάγαθος Θεός απομακρύνη τον επερχόμενον κίνδυνον». Πεισθείς τότε ο Όσιος παρέμεινεν εις την Μονήν του Αγίου Στεφάνου των Ρωμαίων πλησίον του Πετρίου. Συνέβη δε να ασθενήση ο Πατριάρχης, διο και έστειλε παρακαλών τον Όσιον ίνα ευχηθή προς τον Θεόν και του δωρήση το πέρας του βίου. Ο δε του Κυρίου δούλος του διεμήνυσεν ότι «Συ μεν, κατά τον Άγιον Απόστολον Παύλον, το «αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (Φιλιπ. α:23) ποθείς· αλλ’ επειδή το να μένης εν σαρκί είναι αναγκαιότερον δια την του λαού προστασίαν, ευχόμεθα μάλλον την υγείαν και την ζωήν να σοι χαρίση ο Κύριος». Αλλά πάλιν ο Πατριάρχης επέμεινεν όπως δεηθή ο Άγιος υπέρ της προς Κύριον αποδημίας αυτού. Τότε ο του Θεού θεράπων, κλίνας τα γόνατα, ηυχήθη κατά την του Πατριάρχου παράκλησιν, διεμήνυσε δε τούτο ειπών· «Κατά το τελεσθέν επράξαμεν και προσηυχήθημεν, η δε αίτησις ημών επληρώθη και σήμερον προς Κύριον πορεύεσαι. Ευλόγησον δε ίνα εξέλθω και ελθω ίνα σε αποχαιρετήσω. Άλλως προσεύχου και εκεί θέλομεν ίδει αλλήλους παρά τω Δεσπότη ημών Χριστώ». Και, ω του παραδόξου θαύματος! Την ημέραν εκείνην προ της ώρας του δειλινού ο μακαριώτατος Πατριάρχης ετελειώθη θαυμασίως και εκηδεύθη, αφού πρώτον ο βασιλεύς μαθών τούτο ήλθε και έλαβε παρά του Αγιωτάτου τούτου ανδρός ευλογίαν. Εθλίβοντο λοιπόν πάντες δια την του θείου Πατριάρχου τελευτήν. Όμως, παραχωρήσει Θεού, τον Αγιώτατον Πατριάρχην Θωμάν διεδέχθη ο Σέργιος, όστις, ελθών αίφνης εις τον Όσιον εν ω ετέλει τον κανόνα της ψαλμωδίας, έπεσεν εις τους πόδας αυτού, παρακαλών όπως προσευχηθή, ίνα η Χάρις του Θεού καταστήση αυτόν άξιον του αγιωτάτου αποστολικού θρόνου, και δυνηθή να κυβερνήση τα κατά τον θρόνον και την πολιτείαν ειρηνικώς. Ο δε του Κυρίου δούλος, κατασπασθείς αυτόν, διότι δεν είχεν εισέτι περιπέσει εις την αίρεσιν και προσευχηθείς, είπε· «Νέον σε εξέλεξεν ο Θεός, ίνα ακόπως υπομείνης και γενναίως υποφέρης τας εις την πολιτείαν ημών μελλούσας να συμβώσι θλίψεις και οδύνας. Ασφαλίζου λοιπόν πιστεύων ορθώς εις τον Θεόν, ίνα πολυχρόνιον και καλήν την ποιμαντορίαν σου εκτελέσης». Κατέκρινε δε ο Όσιος το λούεσθαι μετά την μετάληψιν των Αγίων Μυστηρίων, όπερ έπραττον τότε πολλοί, μάλιστα εκ των προυχόντων της πόλεως. Προσήλθε λοιπόν χορός Κληρικών εκ του Πατριαρχείου προς τον Όσιον και είπον· «Επειδή ηκούσαμεν, Πάτερ, ότι απαγορεύεις το λούεσθαι μετά την Αγίαν Μετάληψιν, ήλθομεν, ίνα ωφεληθώμεν παρά της αγιωσύνης σου. Ειπέ μας λοιπόν, παρακαλούμεν, εκ των Γραφών τούτο πληροφορείσαι ή άλλοθέν που»; Ο δε θεσπέσιος ανήρ απήντησε· «Παν ψεύδος εκ του πονηρού εστι ο δε Προφητάναξ Δαβίδ προς τον Κύριον αποτεινόμενος λέγει· «Απολείς πάντας τους λαλούντας το ψεύδος» (Ψαλμ. ε:7). Δι’ ο πιστεύσατέ με, τέκνα, ότι Αυτός ο Θεός με επληροφόρησεν, ότι μεγάλως αμαρτάνουσιν οι μετά την Αγίαν Μετάληψιν λουόμενοι και προς σωματικήν απόλαυσιν τούτο πράτοντες. Διότι ουδέ δια μύρου ή αρώματος εάν ήθελε λουσθή τις δεν θα ηδύνατο να απομακρύνη την ευωδίαν της Αγίας Κοινωνίας. Αλλ’ ούτε και όταν μετά βασιλέως συγγευματίζη τις, ευθύς κατόπιν τρέχει εις το λουτρόν». Εις την Μονήν δε ταύτην παραμένοντος του Οσίου προσήρχετο πλήθος ανθρώπων ίνα λάβη την ευλογίαν αυτού και εις την άτεκνον σύζυγον του αυλικού Δομεντζιόλου πατρικίαν Ειρήνην, εδώρησε δια της ευλογίας του, Θεού συναινέσει, τρία άρρενα τέκνα. Μετά καιρόν δε προπεμφθείς υπό του βασιλέως, του Πατριάρχου και πολλών αρχόντων της Βασιλίδος, επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν του. Εφησυχάζων δε εκεί ο Όσιος ανήρ, πλήθος θαυμάτων ετέλει δια της θείας Χάριτος και εν αυστηρά ασκητική πολιτεία διήγε. Δι’ οίαν δήποτε δε ανάγκην ή νόσον ή συμφοράν ή κακόν προς τον Όσιον προσέτρεχον και λαμβάνοντες ύδωρ, ευλογηθέν υπό της χειρός αυτού, ερράντιζον τους υποφέροντας ή τους δοκιμαζομένους τόπους και ευθύς επετύγχανον του ποθουμένου. Ακόμη δε και όταν επλημμύριζον οι ποταμοί, λαμβάνοντες εκ της χειρός αυτού σταυρόν και καταπηγνύοντες αυτόν εις τον τόπον της συμφοράς, απηλλάσσοντο ταύτης. Και ζώα ιατρεύοντο δια του ραντισμού τού παρά του Οσίου ευλογηθέντος ύδατος. Έχθραι δε ανδρογύνων διελύοντο, ατεκνίαι ιατρεύοντο και μίση διεσκορπίζοντο δια της του Αγίου ευλογίας, όστις προσέτρεχε μετ’ αγάπης, ως έμπειρος και άμισθος ιατρός. Προς δε τους ανατιθεμένους εις αυτόν τους λογισμούς και τα κρυφά της καρδίας νοσήματα ή υποπεσόντας εις πταίσμα, ώριζε χρόνον προς μετάνοιαν, δια νηστειών, προσευχών και ελεημοσύνης καθαίρων τούτους. Εις δε τους αποκρύπτοντας τα εαυτών ψυχικά νοσήματα απεκάλυπτε ταύτα, νουθετών και συμβουλεύων τίνι τρόπω να απαλλαγώσι τούτων. Ορκιζομένους δε και βλασφήμους συλλαμβάνων, δι’ αυστηρού βλέμματος επιτιμών, ώριζε να εγκαταλείψουν την τοιαύτην συνήθειαν και προσέταττε δια δακρύων, δεήσεων και αγαθοεργιών όπως εξιλεώσουν τον Θεόν. Συνεβούλευε δε πάντας να αποφεύγωσι τας έχθρας και να αγαπώσιν αλλήλους και ως ουδέν να υπολογίζωσι τα παρόντα πράγματα, αντί δε παντός πλούτου να προτιμώσι μάλλον την του Θεού εντολήν, την λέγουσαν· «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν» (Ματθ. ιθ:19). Διότι η αγάπη, έλεγε, προς τον πλησίον κακόν δεν απεργάζεται· επειδή ο αγαπών τον αδελφόν αυτού αγαπά τον Θεόν». Παρεκάλει δε πάντας να είναι φιλόξενοι και ελεήμονες, διότι εκ τούτων των αρετών θέλουσι λάβει απολύτρωσιν από των αμαρτιών, παρεδειγμάτιζε δε τους άλλους πράττων και ο ίδιος κατά την Γραφήν την λέγουσαν· «Εξέλεσθε πένητα και πτωχόν εκ χειρός αμαρτωλού ρύσασθε» (Ψαλμ. πα:4). Δια τούτο και ηξιώθη ο Όσιος Πατήρ ημών Θεόδωρος να συνοική μετά των Αγίων, λαμπροφορών, εις δόξαν της Αγίας και Ομοουσίου και ζωοποιού Τριάδος της μετά το τέλος αξιούσης και μεγαλυνούσης τους αληθείς και αγίους Αυτής προσκυνητάς. Ετελειώθη δε εν Κυρίω ο τρισμακάριος Όσιος, Άγιος και πιστός θεράπων του Χριστού Πατήρ ημών Θεόδωρος, εν έτει τρίτω της βασιλείας του ενδόξου βασιλέως Ηρακλείου και πρώτω του νέου Κωνσταντίνου υιού του Ηρακλείου, των αιωνίων αυγούστων και αυτοκρατόρων, ινδικτιώνος πρώτη, μηνί Απριλίω κβ΄ (22α), ενώ εξημέρωνεν η ημέρα του Αγίου Πάσχα και δι’ ου ταις ευχαίς και πρεσβείαις είθε να εύρωμεν έλεος επί του φρικτού Βήματος Χριστού του Θεού ημών και της Βασιλείας των ουρανών συν αυτώ καταξιωθώμεν, ως και πάντες οι την μνήμην αυτού επιτελούντες, εις δόξαν του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, μεθ’ ου τω Πατρί η δόξα, συν τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου