Ιωάννης ο μακάριος ούτος Πατήρ ημών κατήγετο εκ της Ειρηνουπόλεως, ήτις
ήτο μία εκ των δέκα πόλεων της εν τη Κοίλη Συρίας Δεκαπόλεως, μεταξύ των οποίων
ήτο η Καισάρεια η του Φιλίππου, η Καπερναούμ και η Τιβεριάς, αίτινες και εις τα
Ιερά Ευαγγέλια αναφέρονται. Ήτο δε ο μακάριος ούτος υιός γονέων Χριστιανών και
θεοφιλών, Θεοδώρου και Γρηγορίας ονομαζομένων, ήκμασε δε κατά τους χρόνους
Κωνσταντίνου και Ειρήνης των βασιλέων (780 – 802).
Εννεαετής δε γενόμενος ο Άγιος εθερμάνθη υπό του προς Θεόν πόθου και μετέβη εις Κοινόβιον, όπου εκουρεύθη Μοναχός. Πρόθυμος δε ων εις διακονίας, ταπεινός και υπήκοος, ηγαπήθη υπό του διδασκάλου και Γέροντός του, μετά του οποίου μετέβη εις την Νίκαιαν κατά τον καιρόν, που συνήλθεν εκεί η Αγία Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος η συγκροτηθείσα το δεύτερον εν Νικαία κατά το έτος ψπζ΄ (787). Εκείθεν επορεύθη εις Κωνσταντινούπολιν, όπου ο μεν Γέρων αυτού έγινεν Ηγούμενος και Αρχιμανδρίτης του Μοναστηρίου των Δαλμάτων, ο δε Όσιος ούτος Ιωάννης έγινε Μεγαλόσχημος και Ιερεύς και απεστάλη υπό του βασιλέως Νικηφόρου Α΄ του Πατρικίου του μετά την Ειρήνην βασιλεύσαντος (802 – 811). Ηγούμενος εις το εν Βιθυνία Μοναστήριον το ονομαζόμενον των Καθαρών, όπου ποιμάνας την του Χριστού Ποίμνην θεαρέστως και αποστολικώς υπέρ τα δέκα έτη, εγένετο προσφιλής εις όλους. Όταν δε έμελλε να εκσπάση εις την Εκκλησίαν του Χριστού ο νέος παγκόσμιος πειρασμός εξ αιτίας της αιρέσεως των Εικονομάχων, τότε απεκαλύφθη παρά Θεού εις τον μακάριον τούτον ο ρηθείς σάλος. Όθεν συναθροίσας όλην την αδελφότητα του Μοναστηρίου, ενουθέτησε και εδίδαξεν αυτούς τα πρέποντα. Έπειτα δε είπε προς αυτούς· «Γρηγορείτε και προσέχετε, Πατέρες και αδελφοί, ίνα μη καταντήσητε έρμαια του διαβόλου και αρνηθήτε την προσκύνησιν των πανσέπτων και αγίων Εικόνων, διότι εμέ δεν θέλετε ίδει πλέον εις την παρούσαν ζωήν». Εν ω δε έλεγε ταύτα, ήλθον απεσταλμένοι του εικονομάχου βασιλέως Λέοντος Ε΄ του Αρμενίου (813-820), οίτινες, αφού τους μεν Μοναχούς όλους διεσκόρπισαν, τα δε υπάρχοντα του Μοναστηρίου άλλα μεν διεμοίρασαν, άλλα δε άφησαν να διαρπαγώσι, συνέλαβον τον Άγιον και τον ωδήγησαν σιδηροδέσμιον εις το Βυζάντιον. Παρουσιασθείς λοιπόν ο Άγιος εις τον βασιλέα, ωνόμασε τούτον, άνευ δειλίας, αλιτήριον και άθεον, αποδώσας εις τούτον και πολλά άλλα δύσφημα ονόματα, καθώς ήρμοζεν εις αυτόν. Οι λόγοι ούτοι προεκάλεσαν την οργήν του τυράννου, όστις θυμωθείς επρόσταξε και έδειραν ασπλάγχνως με βούνευρα τον Άγιον. Δερόμενος δε ο μακάριος ηγάλλετο, διότι εδέρετο δια την Πίστιν του Χριστού την Αγίαν. Έπειτα εφυλακίσθη εις τι Μετόχιον του Μοναστηρίου του επί τρεις ολοκλήρους μήνας και εκείθεν εξωρίσθη εις φρούριον ονομαζόμενον Πενταδάκτυλον, ευρισκόμενον εις την χώραν της Λάμπης. Εκεί λοιπόν έδεσαν τους πόδας του με αλύσεις σιδηράς και έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν όπου παρέμεινεν επί δεκαοκτώ μήνας. Έπειτα έφεραν αυτόν πάλιν εις Κωνσταντινούπολιν και τον παρουσίασαν γυμνόν προ του τυράννου. Αφ’ ου δε ο Άγιος συνωμίλησεν αρκετά και εφιλονείκησε με τον τύραννον περί των Αγίων Εικόνων, παρεδόθη εις τον τότε αναξίως πατριαρχεύοντα Θεόδοτον τον Μελισσηνόν (815-821) τον και Κασσιτεράν ονομαζόμενον, ο οποίος πολλάς και σκληράς διώξεις ενήργησε κατά του Αγίου τούτου Ιωάννου και εις μακρόν διάστημα αφήκεν αυτόν να αποθάνη σχεδόν εκ της πείνης και της δίψης. Έπειτα ωδήγησεν αυτόν πάλιν προ του βασιλέως, όστις απέστειλε τον Άγιον εις το φρούριον το ονομαζόμενον Κριόταυρον ευρισκόμενον εις το θέμα των Βουκελλαρίων, εκεί δε τον εφυλάκισαν επί δύο ολόκληρα έτη εντός στενής και σκοτεινής φυλακής. Εκ της μεγάλης δε ταύτης κακοπαθείας κατεξηράνθη τελείως ο αοίδιμος, πλην όμως υπέμεινε τα πάντα ευχαριστών και δοξάζων τον Κύριον. Αφού δε εσφάγη ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος, εβασίλευσεν αντ’ αυτού ο Μιχαήλ Β΄ ο Τραυλός (820-829), ο πατήρ του βασιλέως Θεοφίλου, εικονομάχος και αυτός. Ούτος εις τας αρχάς της βασιλείας του ανεκάλεσε τους ευρισκομένους εις την εξορίαν. Όθεν απηλευθερώθη και ο μακάριος Ιωάννης εκ της εξορίας και ήλθε μέχρι της Χαλκηδόνος, δεν επετράπη όμως εις αυτόν να εισέλθη εις Κωνσταντινούπολιν. Όταν δε εβασίλευσεν ο υιός του Θεόφιλος (829-842), ηθέλησε να διαμείνη ο Άγιος πλησίον εις άλλους Πατέρας εις Εκκλησίαν τινά. Δια τούτο συλληφθείς υπό του τότε Πατριάρχου Ιωάννου του εβδόμου (836-842), του ασπασαμένου την αίρεσιν του Θεοφίλου, τον οποίον και Ιαννήν οι τότε ωνόμαζον, και πολλά κακά παρ’ αυτού υποστάς, εξωρίσθη τέλος εις την νήσον Αφουσίαν, ήτις είναι υποκειμένη εις τον Προικονήσου, και ευρίσκεται πλησίον εις την Άλανα. Διαμείνας δε εκεί επί δύο και ήμισυ έτη, είδεν οπτασίαν και προειπών εις τους μετ’ αυτού, ότι μέλλει να τελευτήση μετά τρεις ημέρας, απήλθε προς Κύριον κοσμηθείς δια του στεφάνου της αιωνίου δόξης.
Εννεαετής δε γενόμενος ο Άγιος εθερμάνθη υπό του προς Θεόν πόθου και μετέβη εις Κοινόβιον, όπου εκουρεύθη Μοναχός. Πρόθυμος δε ων εις διακονίας, ταπεινός και υπήκοος, ηγαπήθη υπό του διδασκάλου και Γέροντός του, μετά του οποίου μετέβη εις την Νίκαιαν κατά τον καιρόν, που συνήλθεν εκεί η Αγία Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος η συγκροτηθείσα το δεύτερον εν Νικαία κατά το έτος ψπζ΄ (787). Εκείθεν επορεύθη εις Κωνσταντινούπολιν, όπου ο μεν Γέρων αυτού έγινεν Ηγούμενος και Αρχιμανδρίτης του Μοναστηρίου των Δαλμάτων, ο δε Όσιος ούτος Ιωάννης έγινε Μεγαλόσχημος και Ιερεύς και απεστάλη υπό του βασιλέως Νικηφόρου Α΄ του Πατρικίου του μετά την Ειρήνην βασιλεύσαντος (802 – 811). Ηγούμενος εις το εν Βιθυνία Μοναστήριον το ονομαζόμενον των Καθαρών, όπου ποιμάνας την του Χριστού Ποίμνην θεαρέστως και αποστολικώς υπέρ τα δέκα έτη, εγένετο προσφιλής εις όλους. Όταν δε έμελλε να εκσπάση εις την Εκκλησίαν του Χριστού ο νέος παγκόσμιος πειρασμός εξ αιτίας της αιρέσεως των Εικονομάχων, τότε απεκαλύφθη παρά Θεού εις τον μακάριον τούτον ο ρηθείς σάλος. Όθεν συναθροίσας όλην την αδελφότητα του Μοναστηρίου, ενουθέτησε και εδίδαξεν αυτούς τα πρέποντα. Έπειτα δε είπε προς αυτούς· «Γρηγορείτε και προσέχετε, Πατέρες και αδελφοί, ίνα μη καταντήσητε έρμαια του διαβόλου και αρνηθήτε την προσκύνησιν των πανσέπτων και αγίων Εικόνων, διότι εμέ δεν θέλετε ίδει πλέον εις την παρούσαν ζωήν». Εν ω δε έλεγε ταύτα, ήλθον απεσταλμένοι του εικονομάχου βασιλέως Λέοντος Ε΄ του Αρμενίου (813-820), οίτινες, αφού τους μεν Μοναχούς όλους διεσκόρπισαν, τα δε υπάρχοντα του Μοναστηρίου άλλα μεν διεμοίρασαν, άλλα δε άφησαν να διαρπαγώσι, συνέλαβον τον Άγιον και τον ωδήγησαν σιδηροδέσμιον εις το Βυζάντιον. Παρουσιασθείς λοιπόν ο Άγιος εις τον βασιλέα, ωνόμασε τούτον, άνευ δειλίας, αλιτήριον και άθεον, αποδώσας εις τούτον και πολλά άλλα δύσφημα ονόματα, καθώς ήρμοζεν εις αυτόν. Οι λόγοι ούτοι προεκάλεσαν την οργήν του τυράννου, όστις θυμωθείς επρόσταξε και έδειραν ασπλάγχνως με βούνευρα τον Άγιον. Δερόμενος δε ο μακάριος ηγάλλετο, διότι εδέρετο δια την Πίστιν του Χριστού την Αγίαν. Έπειτα εφυλακίσθη εις τι Μετόχιον του Μοναστηρίου του επί τρεις ολοκλήρους μήνας και εκείθεν εξωρίσθη εις φρούριον ονομαζόμενον Πενταδάκτυλον, ευρισκόμενον εις την χώραν της Λάμπης. Εκεί λοιπόν έδεσαν τους πόδας του με αλύσεις σιδηράς και έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν όπου παρέμεινεν επί δεκαοκτώ μήνας. Έπειτα έφεραν αυτόν πάλιν εις Κωνσταντινούπολιν και τον παρουσίασαν γυμνόν προ του τυράννου. Αφ’ ου δε ο Άγιος συνωμίλησεν αρκετά και εφιλονείκησε με τον τύραννον περί των Αγίων Εικόνων, παρεδόθη εις τον τότε αναξίως πατριαρχεύοντα Θεόδοτον τον Μελισσηνόν (815-821) τον και Κασσιτεράν ονομαζόμενον, ο οποίος πολλάς και σκληράς διώξεις ενήργησε κατά του Αγίου τούτου Ιωάννου και εις μακρόν διάστημα αφήκεν αυτόν να αποθάνη σχεδόν εκ της πείνης και της δίψης. Έπειτα ωδήγησεν αυτόν πάλιν προ του βασιλέως, όστις απέστειλε τον Άγιον εις το φρούριον το ονομαζόμενον Κριόταυρον ευρισκόμενον εις το θέμα των Βουκελλαρίων, εκεί δε τον εφυλάκισαν επί δύο ολόκληρα έτη εντός στενής και σκοτεινής φυλακής. Εκ της μεγάλης δε ταύτης κακοπαθείας κατεξηράνθη τελείως ο αοίδιμος, πλην όμως υπέμεινε τα πάντα ευχαριστών και δοξάζων τον Κύριον. Αφού δε εσφάγη ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος, εβασίλευσεν αντ’ αυτού ο Μιχαήλ Β΄ ο Τραυλός (820-829), ο πατήρ του βασιλέως Θεοφίλου, εικονομάχος και αυτός. Ούτος εις τας αρχάς της βασιλείας του ανεκάλεσε τους ευρισκομένους εις την εξορίαν. Όθεν απηλευθερώθη και ο μακάριος Ιωάννης εκ της εξορίας και ήλθε μέχρι της Χαλκηδόνος, δεν επετράπη όμως εις αυτόν να εισέλθη εις Κωνσταντινούπολιν. Όταν δε εβασίλευσεν ο υιός του Θεόφιλος (829-842), ηθέλησε να διαμείνη ο Άγιος πλησίον εις άλλους Πατέρας εις Εκκλησίαν τινά. Δια τούτο συλληφθείς υπό του τότε Πατριάρχου Ιωάννου του εβδόμου (836-842), του ασπασαμένου την αίρεσιν του Θεοφίλου, τον οποίον και Ιαννήν οι τότε ωνόμαζον, και πολλά κακά παρ’ αυτού υποστάς, εξωρίσθη τέλος εις την νήσον Αφουσίαν, ήτις είναι υποκειμένη εις τον Προικονήσου, και ευρίσκεται πλησίον εις την Άλανα. Διαμείνας δε εκεί επί δύο και ήμισυ έτη, είδεν οπτασίαν και προειπών εις τους μετ’ αυτού, ότι μέλλει να τελευτήση μετά τρεις ημέρας, απήλθε προς Κύριον κοσμηθείς δια του στεφάνου της αιωνίου δόξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου