Θαύμα
εξαίσιον και πάσης διηγήσεως άξιον εγένετο κατά τους χρόνους Ηρακλείου του
βασιλέως και Νικήτα Πατρικίου εν έτει χκε΄ (625) εις την Καρθαγένην της
Αφρικής, έχει δε τούτο ως εξής: Εις την Καρθαγένην ευρίσκετο κατά την εποχήν
εκείνην στρατιώτης τις βασιλικός, επειδή δε επέπεσεν εις την πόλιν λοιμός
πανώλους, παραλαβών ούτος την σύζυγόν του έφυγεν εις τι προάστιον, ίνα σωθή εκ
του θανάτου.
Ο διαβολος όμως παρακινήσας αυτόν εις σαρκικήν αμαρτίαν, τον ηνάγκασε να μοιχεύση την γυναίκα του γεωργού του. Μετά δε την αμαρτίαν προσβληθείς υπό της νόσου ταύτης, ήτις προσβάλλει τον βουβώνα, ήτοι τας βάσεις των μηρών, απέθανε και ετάφη. Μετά τρεις όμως ώρας ήρχισε να φωνάζη εκ του τάφου λέγων· «Ελεήσατέ με». Όθεν ανοίξαντες οι εκεί παρευρισκόμενοι τον τάφον, εύρον τούτον ζώντα, αλλά μη δυνάμενον να ομιλήση. Ο δε τότε Πάπας της Αφρικής Θαλάσσιος, παρηγόρησεν αυτόν. Μετά τρεις ημέρας, συνελθών εις εαυτόν ο στρατιώτης εκείνος, διηγήθη ταύτα. «Όταν η ψυχή μου έμελλε να εξέλθη εκ του σώματός μου, έβλεπον αιθίοπας τινάς μελανούς και φοβερούς κατά την όψιν, οι οποίοι ορμήσαντες εναντίον μου με επολέμουν. Μετά ταύτα είδον δύο νεανίσκους ωραιοτάτους ελθόντας εκεί και εχάρη η ψυχή μου, παραλαβόντες με δε εκείνοι με ανεβίβαζον εις τον ουρανόν. Διερχόμενοι δε τα τελώνια των εν τω αέρι μαύρων δαιμόνων εξήταζον ούτοι πάσαν αμαρτίαν μου, εις άλλο το ψεύδος, εις άλλο το φθόνον και εις άλλο την πλεονεξίαν. Εις ταύτας όμως τας αμαρτίας ανταπεκρίνοντο οι νέοι εκείνοι, αναφέροντες τας αρετάς όσας έπραξα. Όταν δε ανήλθομεν πλησίον της πύλης του ουρανού, συνήντησεν ημάς το τελώνιον της μοιχείας, το οποίον προέβαλε την προ ολίγου πραχθείσαν παρ’ εμού αμαρτίαν. Όθεν νικήσαντες οι ακάθαρτοι δαίμονες με κατεβίβασαν εις τα σκοτεινότατα βάθη της γης, όπου ευρίσκονται αι ψυχαί των αμαρτωλών, των οποίων την οδύνην, την οποίαν δοκιμάζουσιν εκεί, αδυνατεί να διηγηθή γλώσσα ανθρώπου. Καταβιβασθείς λοιπόν εκεί, εθρήνουν και έκλαιον. Όθεν εφάνησαν πάλιν εις εμέ οι δύο εκείνοι νέοι, κλαίων δε εγώ, έλεγον εις αυτούς· «Ελεήσατέ με και δότε μοι καιρόν να μετανοήσω». Τότε εκείνοι είπον, ο εις προς τον άλλον· «Συμφωνείς με αυτόν, ότι μέλλει να μετανοήση καθώς λέγει;» Ο δε έτερος απεκρίθη· «Ναι, συμφωνώ». Ανεβίβασαν τότε την ψυχήν μου και την έθεσαν εν τω τάφω· εκεί δε ιδών το σώμα μου ως βόρβορον και λάσπην, δεν ήθελον να εισέλθω εντός αυτού. Οι δε νέοι μοι είπον· «Αδύνατον είναι κατ’ άλλον τρόπον να μετανοήσης, εάν δεν εισέλθης εις το σώμα σου και αν δι’ αυτού δεν αγωνισθής να μετανοήσης· διότι δια τούτου διέπραξας την αμαρτίαν. Εισήλθον λοιπόν εντός του σώματός μου και αφού αυτό ενεψυχώθη και εζωντάνευσε, ήρχισα να φωνάζω». Ταύτα αφού διηγήθη ο στρατιώτης εκείνος, εις έκπληξιν και θαυμασμόν πάντων, έζησεν επί τεσσαράκοντα ημέρας χωρίς να φάγη ή να πίη· κλαίων δε και οδυρόμενος, εκοιμήθη πάλιν.
Ο διαβολος όμως παρακινήσας αυτόν εις σαρκικήν αμαρτίαν, τον ηνάγκασε να μοιχεύση την γυναίκα του γεωργού του. Μετά δε την αμαρτίαν προσβληθείς υπό της νόσου ταύτης, ήτις προσβάλλει τον βουβώνα, ήτοι τας βάσεις των μηρών, απέθανε και ετάφη. Μετά τρεις όμως ώρας ήρχισε να φωνάζη εκ του τάφου λέγων· «Ελεήσατέ με». Όθεν ανοίξαντες οι εκεί παρευρισκόμενοι τον τάφον, εύρον τούτον ζώντα, αλλά μη δυνάμενον να ομιλήση. Ο δε τότε Πάπας της Αφρικής Θαλάσσιος, παρηγόρησεν αυτόν. Μετά τρεις ημέρας, συνελθών εις εαυτόν ο στρατιώτης εκείνος, διηγήθη ταύτα. «Όταν η ψυχή μου έμελλε να εξέλθη εκ του σώματός μου, έβλεπον αιθίοπας τινάς μελανούς και φοβερούς κατά την όψιν, οι οποίοι ορμήσαντες εναντίον μου με επολέμουν. Μετά ταύτα είδον δύο νεανίσκους ωραιοτάτους ελθόντας εκεί και εχάρη η ψυχή μου, παραλαβόντες με δε εκείνοι με ανεβίβαζον εις τον ουρανόν. Διερχόμενοι δε τα τελώνια των εν τω αέρι μαύρων δαιμόνων εξήταζον ούτοι πάσαν αμαρτίαν μου, εις άλλο το ψεύδος, εις άλλο το φθόνον και εις άλλο την πλεονεξίαν. Εις ταύτας όμως τας αμαρτίας ανταπεκρίνοντο οι νέοι εκείνοι, αναφέροντες τας αρετάς όσας έπραξα. Όταν δε ανήλθομεν πλησίον της πύλης του ουρανού, συνήντησεν ημάς το τελώνιον της μοιχείας, το οποίον προέβαλε την προ ολίγου πραχθείσαν παρ’ εμού αμαρτίαν. Όθεν νικήσαντες οι ακάθαρτοι δαίμονες με κατεβίβασαν εις τα σκοτεινότατα βάθη της γης, όπου ευρίσκονται αι ψυχαί των αμαρτωλών, των οποίων την οδύνην, την οποίαν δοκιμάζουσιν εκεί, αδυνατεί να διηγηθή γλώσσα ανθρώπου. Καταβιβασθείς λοιπόν εκεί, εθρήνουν και έκλαιον. Όθεν εφάνησαν πάλιν εις εμέ οι δύο εκείνοι νέοι, κλαίων δε εγώ, έλεγον εις αυτούς· «Ελεήσατέ με και δότε μοι καιρόν να μετανοήσω». Τότε εκείνοι είπον, ο εις προς τον άλλον· «Συμφωνείς με αυτόν, ότι μέλλει να μετανοήση καθώς λέγει;» Ο δε έτερος απεκρίθη· «Ναι, συμφωνώ». Ανεβίβασαν τότε την ψυχήν μου και την έθεσαν εν τω τάφω· εκεί δε ιδών το σώμα μου ως βόρβορον και λάσπην, δεν ήθελον να εισέλθω εντός αυτού. Οι δε νέοι μοι είπον· «Αδύνατον είναι κατ’ άλλον τρόπον να μετανοήσης, εάν δεν εισέλθης εις το σώμα σου και αν δι’ αυτού δεν αγωνισθής να μετανοήσης· διότι δια τούτου διέπραξας την αμαρτίαν. Εισήλθον λοιπόν εντός του σώματός μου και αφού αυτό ενεψυχώθη και εζωντάνευσε, ήρχισα να φωνάζω». Ταύτα αφού διηγήθη ο στρατιώτης εκείνος, εις έκπληξιν και θαυμασμόν πάντων, έζησεν επί τεσσαράκοντα ημέρας χωρίς να φάγη ή να πίη· κλαίων δε και οδυρόμενος, εκοιμήθη πάλιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου