Ιωάννης ο του Χριστού Άγιος Νεομάρτυς ηξιώθη των μαρτυρικών στεφάνων εν
τη νήσω Κω κατά το έτος 1669, έλαβε δε χώραν το Μαρτύριον αυτού ούτως: Αγαρηνοί
τινες, άγνωστον δια ποίαν αιτίαν, μεταχειρισθέντες επ’ αυτού μαγικάς τινας
τέχνας, τον έκαμαν έξω φρενών και έπειτα τον ετούρκευσαν.
Μετ’ ολίγας δε ημέρας, ελθών εις αίσθησιν και αντιληφθείς εαυτόν περιτετμημένον και λευκόν σαρίκιον φέροντα εις την κεφαλήν, ελυπήθη δια το κακόν το οποίον έπαθε και απορρίψας το σαρίκιον έζη πάλιν χριστιανικώς και μετανοών ενώπιον του Θεού με δάκρυα και στεναγμούς δια το ακούσιον πταίσμα του. Ιδόντες οι Αγαρηνοί ότι μετεμελήθη και είναι πάλιν Χριστιανός, επέπεσον κατ’ αυτού με ορμήν και αφ’ ου τον έδειραν ανηλεώς, τον έρριψαν εις την φυλακήν, μετ’ ολίγας δε ημέρας τον εξήγαγον πάλιν εκείθεν και προσεπάθουν με διαφόρους τρόπους να τον μεταστρέψουν εις την θρησκείαν των. Πολλά του είπαν δια τούτο και πολύ τον ηπείλησαν. Αλλ’ ο Μάρτυς εις ουδέν ταύτα υπελόγιζεν, αλλ’ έλεγεν· «Εγώ εις τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν πιστεύω και τούτον ομολογώ Θεόν αληθινόν, εξ όλης μου ψυχής και καρδίας. Διότι Αυτός μέλλει να κρίνη τον κόσμον άπαντα και τους ζώντας και τους νεκρούς· την δε ιδικήν σας θρησκείαν αποστρέφομαι και είμαι έτοιμος να υπομείνω εις όσας βασάνους και αν με υποβάλετε δια την αγάπην του Χριστού μου». Τότε εκείνοι, βλέποντες το αμετάπειστον της γνώμης του Μάρτυρος, τον ήρπασαν με θυμόν και δέροντες και απωθούντες και λακτίζοντες αυτόν, παρουσιάσθησαν εις τον κριτήν και εμαρτύρησαν ότι ενώ ωμολόγησε πίστιν εις την θρησκείαν των, κατόπιν μετεμελήθη και επέστρεψε και πάλιν εις τον Χριστόν. Όθεν ο κριτής επρόσταξε και τον έδειραν και πάλιν ανηλεώς, αφού δε είδεν ότι δεν εννοεί να πεισθή εξέδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, να τον καύσουν. Ανάψαντες λοιπόν μεγάλην πυράν, τον έκαυσαν και ούτως εγένετο θυσία καθαρά και άμωμος εις τον Χριστόν. Ετελειώθη λοιπόν και έλαβε χαίρων του Μαρτυρίου τον στέφανον, αξιωθείς και της των ουρανών Βασιλείας· ου ταις αγίαις πρεσβείαις λυτρωθείημεν και ημείς των παρόντων φθαρτών και τύχοιμεν της εκ δεξιών του Χριστού παραστάσεως εν τη αγήρω μακαριότητι. Αμήν.
Μετ’ ολίγας δε ημέρας, ελθών εις αίσθησιν και αντιληφθείς εαυτόν περιτετμημένον και λευκόν σαρίκιον φέροντα εις την κεφαλήν, ελυπήθη δια το κακόν το οποίον έπαθε και απορρίψας το σαρίκιον έζη πάλιν χριστιανικώς και μετανοών ενώπιον του Θεού με δάκρυα και στεναγμούς δια το ακούσιον πταίσμα του. Ιδόντες οι Αγαρηνοί ότι μετεμελήθη και είναι πάλιν Χριστιανός, επέπεσον κατ’ αυτού με ορμήν και αφ’ ου τον έδειραν ανηλεώς, τον έρριψαν εις την φυλακήν, μετ’ ολίγας δε ημέρας τον εξήγαγον πάλιν εκείθεν και προσεπάθουν με διαφόρους τρόπους να τον μεταστρέψουν εις την θρησκείαν των. Πολλά του είπαν δια τούτο και πολύ τον ηπείλησαν. Αλλ’ ο Μάρτυς εις ουδέν ταύτα υπελόγιζεν, αλλ’ έλεγεν· «Εγώ εις τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν πιστεύω και τούτον ομολογώ Θεόν αληθινόν, εξ όλης μου ψυχής και καρδίας. Διότι Αυτός μέλλει να κρίνη τον κόσμον άπαντα και τους ζώντας και τους νεκρούς· την δε ιδικήν σας θρησκείαν αποστρέφομαι και είμαι έτοιμος να υπομείνω εις όσας βασάνους και αν με υποβάλετε δια την αγάπην του Χριστού μου». Τότε εκείνοι, βλέποντες το αμετάπειστον της γνώμης του Μάρτυρος, τον ήρπασαν με θυμόν και δέροντες και απωθούντες και λακτίζοντες αυτόν, παρουσιάσθησαν εις τον κριτήν και εμαρτύρησαν ότι ενώ ωμολόγησε πίστιν εις την θρησκείαν των, κατόπιν μετεμελήθη και επέστρεψε και πάλιν εις τον Χριστόν. Όθεν ο κριτής επρόσταξε και τον έδειραν και πάλιν ανηλεώς, αφού δε είδεν ότι δεν εννοεί να πεισθή εξέδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, να τον καύσουν. Ανάψαντες λοιπόν μεγάλην πυράν, τον έκαυσαν και ούτως εγένετο θυσία καθαρά και άμωμος εις τον Χριστόν. Ετελειώθη λοιπόν και έλαβε χαίρων του Μαρτυρίου τον στέφανον, αξιωθείς και της των ουρανών Βασιλείας· ου ταις αγίαις πρεσβείαις λυτρωθείημεν και ημείς των παρόντων φθαρτών και τύχοιμεν της εκ δεξιών του Χριστού παραστάσεως εν τη αγήρω μακαριότητι. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου