Μώκιος, ο Άγιος Ιερομάρτυς, ήκμασε
κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄
- τε΄ (284-305), οι δε γονείς αυτού, ονομαζόμενοι Ευφράτιος και Ευσταθία, ήσαν
ευγενείς και πλούσιοι και κατήγοντο εκ της παλαιάς Ρώμης. Εχρημάτισε δε ο Άγιος
ούτος Ιερεύς της εν Αμφιπόλει Εκκλησίας, προσέχων πάντοτε εις το να διδάσκη
κηρύττων τον Χριστόν και παραγγέλων εις τους ανθρώπους να απέχωσι της πλάνης
των ειδώλων.
Ενώ δε ο ανθύπατος Λαοδίκιος προσέφερε θυσίαν εις τον ψευδοθεόν Διόνυσον και οι άλλοι ειδωλολάτραι ήσαν εκεί συνηγμένοι, τότε ο Άγιος Μώκιος μετέβη και εκρήμνισε τον βωμόν. Συλληφθείς ένεκα τούτου, ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν· και πρώτον μεν εκρέμασαν αυτόν, έπειτα δε εξέσχισαν τας μήνιγγας της κεφαλής του, τας σιαγόνας και τας πλευράς του. Μετά ταύτα ήναψαν κάμινον με στυππείον και κλήματα, των οποίων η φλοξ ανήλθεν εις ύψος έως επτά πήχεων. Εκεί λοιπόν τεθείς ο Άγιος διεφυλάχθη σώος εκ της φλογός και οι έξω της καμίνου έβλεπον αυτόν περιπατούντα εν τω μέσω της καμίνου, μετά τριών άλλων ενδόξων ανδρών, εκ των οποίων το πρόσωπον του ενός ήστραπτε περισσότερον της λαμπρότητος της καμίνου. Ενώ όμως η φλοξ ουδόλως ήγγισε τον Άγιον ούτε εις αυτάς τας τρίχας της κεφαλής του, εξαπλωθείσα εκτός της καμίνου κατέκαυσε τον ανθύπατον και εννέα ανθρώπους του κατά τοιούτον τρόπον, ώστε δεν απέμεινεν ουδέ το ελάχιστον μέρος εκ των σωμάτων ή των ανδυμάτων αυτών. Αφού δε ο Άγιος εξήλθεν αβλαβής εκ της καμίνου, ερρίφθη εις την φυλακήν υπό του πρίγκηπος Θαλασσίου. Όταν δε μετέβη εις τον τόπον εκείνον λαλλος ανθύπατος, ονόματι Μάξιμος, εκάλεσε τον Μάρτυρα εις εξέτασιν και επειδή ο Άγιος δεν επείσθη να αρνηθή τον Χριστόν, αλλά μάλλον τον εκήρυττε λαμπρότερον, έδεσαν αυτόν επί δύο τροχών, υπό των οποίων αν και ο του Χριστού Αθλητής επιέσθη και κατεκόπη, όμως έμεινε, παραδόξως, αβλαβής. Δια τούτο ερρίφθη εις τα θηρία, ίνα τον καταφάγωσιν. Η χάρις όμως του Θεού τον διεφύλαξε και δεν εβλάβη ούτε υπό των θηρίων. Όθεν όλος ο λαός εφώναζε να αφήσωσι πλέον τον Άγιον και να μη τον βασανίζουν. Τούτου ένεκα έστειλεν αυτόν ο ανθύπατος προς τον άρχοντα Φιλιππήσιον, όστις ευρίσκετο εις την Πέρινθον της Θράκης, την νυν ονομαζομένην Ηράκλειαν και εκείθεν έστειλαν αυτόν εις το Βυζάντιον, όπου εξεδόθη, κατά του μακαρίου τούτου Αγίου Μωκίου, η απόφασις του δια ξίφους θανάτου αυτού. Αποκεφαλισθείς λοιπόν ο γενναίος αγωνιστής, έλαβε παρά Θεού διπλούς τους στεφάνους και ως Ιερεύς και ως Μάρτυς του Κυρίου. Το δε άγιον αυτού Λείψανον τότε μεν ενεταφιάσθη εις απόστασιν ενός μιλίου από της πόλεως, αργότερον δε, όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος εβασίλευσεν, έκτισεν ούτος Ναόν λαμπρόν και περιφανή κατά τε το μεγαλείον και το κάλλος επ’ ονόματι του Αγίου τούτου Ιερομάρτυρος Μωκίου και εκεί απέθηκε το τίμιον αυτού Λείψανον, όπου και τελείται αυτού η Σύναξις και η εορτή.
Ενώ δε ο ανθύπατος Λαοδίκιος προσέφερε θυσίαν εις τον ψευδοθεόν Διόνυσον και οι άλλοι ειδωλολάτραι ήσαν εκεί συνηγμένοι, τότε ο Άγιος Μώκιος μετέβη και εκρήμνισε τον βωμόν. Συλληφθείς ένεκα τούτου, ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν· και πρώτον μεν εκρέμασαν αυτόν, έπειτα δε εξέσχισαν τας μήνιγγας της κεφαλής του, τας σιαγόνας και τας πλευράς του. Μετά ταύτα ήναψαν κάμινον με στυππείον και κλήματα, των οποίων η φλοξ ανήλθεν εις ύψος έως επτά πήχεων. Εκεί λοιπόν τεθείς ο Άγιος διεφυλάχθη σώος εκ της φλογός και οι έξω της καμίνου έβλεπον αυτόν περιπατούντα εν τω μέσω της καμίνου, μετά τριών άλλων ενδόξων ανδρών, εκ των οποίων το πρόσωπον του ενός ήστραπτε περισσότερον της λαμπρότητος της καμίνου. Ενώ όμως η φλοξ ουδόλως ήγγισε τον Άγιον ούτε εις αυτάς τας τρίχας της κεφαλής του, εξαπλωθείσα εκτός της καμίνου κατέκαυσε τον ανθύπατον και εννέα ανθρώπους του κατά τοιούτον τρόπον, ώστε δεν απέμεινεν ουδέ το ελάχιστον μέρος εκ των σωμάτων ή των ανδυμάτων αυτών. Αφού δε ο Άγιος εξήλθεν αβλαβής εκ της καμίνου, ερρίφθη εις την φυλακήν υπό του πρίγκηπος Θαλασσίου. Όταν δε μετέβη εις τον τόπον εκείνον λαλλος ανθύπατος, ονόματι Μάξιμος, εκάλεσε τον Μάρτυρα εις εξέτασιν και επειδή ο Άγιος δεν επείσθη να αρνηθή τον Χριστόν, αλλά μάλλον τον εκήρυττε λαμπρότερον, έδεσαν αυτόν επί δύο τροχών, υπό των οποίων αν και ο του Χριστού Αθλητής επιέσθη και κατεκόπη, όμως έμεινε, παραδόξως, αβλαβής. Δια τούτο ερρίφθη εις τα θηρία, ίνα τον καταφάγωσιν. Η χάρις όμως του Θεού τον διεφύλαξε και δεν εβλάβη ούτε υπό των θηρίων. Όθεν όλος ο λαός εφώναζε να αφήσωσι πλέον τον Άγιον και να μη τον βασανίζουν. Τούτου ένεκα έστειλεν αυτόν ο ανθύπατος προς τον άρχοντα Φιλιππήσιον, όστις ευρίσκετο εις την Πέρινθον της Θράκης, την νυν ονομαζομένην Ηράκλειαν και εκείθεν έστειλαν αυτόν εις το Βυζάντιον, όπου εξεδόθη, κατά του μακαρίου τούτου Αγίου Μωκίου, η απόφασις του δια ξίφους θανάτου αυτού. Αποκεφαλισθείς λοιπόν ο γενναίος αγωνιστής, έλαβε παρά Θεού διπλούς τους στεφάνους και ως Ιερεύς και ως Μάρτυς του Κυρίου. Το δε άγιον αυτού Λείψανον τότε μεν ενεταφιάσθη εις απόστασιν ενός μιλίου από της πόλεως, αργότερον δε, όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος εβασίλευσεν, έκτισεν ούτος Ναόν λαμπρόν και περιφανή κατά τε το μεγαλείον και το κάλλος επ’ ονόματι του Αγίου τούτου Ιερομάρτυρος Μωκίου και εκεί απέθηκε το τίμιον αυτού Λείψανον, όπου και τελείται αυτού η Σύναξις και η εορτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου