Νικόλαος
ο Άγιος Νεομάρτυς, ο του Χριστού Αθλητής, πατρίδα είχε το Μέτσοβον, το κατά την
Ήπειρον της Ελλάδος ευρισκόμενον. Γεννηθείς δε από γονείς ευσεβείς, νέος ων
ακόμη ανεχώρησεν εις τα Τρίκκαλα της Θεσσαλίας και εκεί συνεφώνησε με ένα
αρτοπώλην να εργάζεται εις αυτόν με μισθόν. Μετά δε χρόνον πολύν μερικοί
Αγαρηνοί, άλλοτε με απάτας και υποσχέσεις και άλλοτε με απειλάς και
συκοφαντίας, ηνάγκασαν, φεύ! τον Νικόλαον να αρνηθή τον Χριστόν.
Εις εαυτόν δε ελθών, έφυγε και μετέβη εις την πατρίδα του, όπου διήγε πάλιν ζωήν χριστιανικήν. Μετά παρέλευσιν χρόνου πολλού, φορτώσας τον ίππον του με δαδίον, μετέβη μετ’ άλλων τινών συμπατριωτών του εις τα Τρίκκαλα δια να πωλήση το φορτίον του. Εκεί ανεγνώρισεν αυτόν κουρεύς τις Τούρκος, γείτων του ρηθέντος αρτοπώλου, όστις, αφού τον συνέλαβε, τον έσυρε και τον ωνείδιζε επειδή ηρνήθη την πίστιν των και έγινε πάλιν Χριστιανός. Ο δε Νικόλαος φοβηθείς έδωκεν εις αυτόν το φορτίον του δαδίου, παρακαλών αυτόν να μη τον αποκαλύψη. Εκείνος δε είπεν εις τον Νικόλαον, ότι εάν του υποσχεθή ότι θα του φέρη κατ’ έτος, εφ’ όρου ζωής, εν φορτίον δαδίου δεν θέλει αποκαλύψει τίποτε. Ο Νικόλαος τότε υπεσχέθη τούτο και κατ’ έτος έδιδε το δαδίον. Μετανοήσας όμως μετά ταύτα ο Νικόλαος δια την υπόσχεσιν αυτήν, απεφάσισε να μη φέρη πλέον εις τον Τούρκον το δαδίον, προκρίνας να αποθάνη δια την αγάπην του Χριστού, ίνα θεραπεύση την προτέραν άρνησιν αυτού. Ταύτα αποφασίσας μετέβη ευθύς εις τον Πνευματικόν του και εξωμολογήθη τον σκοπόν του. Εκείνος όμως ημπόδιζεν αυτόν και τον συνεβούλευε να εγκαταλείψη την επιθυμίαν του, μήπως τυχόν δεν δυνηθή να υποφέρη τα βάσανα και περιπέση εις δευτέραν άρνησιν, ειπών εις αυτόν τον λόγον του Κυρίου· «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής» (Ματθ. κστ: 41). Αλλ’ ούτος ο ευλογημένος έμενε στερεός εις την γνώμην του και έλεγεν, ότι έχει βεβαίας τας ελπίδας του εις τον Κύριον, όστις θέλει ενισχύσει αυτόν, ώστε να υποφέρη γενναίως όλας τας τιμωρίας, τας οποίας θα επέβαλλον εις αυτόν δια την αγάπην Του και να μείνη ασάλευτος εις την Πίστιν αυτού, καταπατών πάντα εχθρόν και πολέμιον. Ιδών λοιπόν ο Πνευματικός την ζέσιν και την προθυμίαν, την οποίαν είχεν ο μακάριος Νικόλαος δια το Μαρτύριον, εστήριξεν αυτόν με νουθεσίας πολλάς και ευχάς και τον απέλυσε. Με τοιαύτην στερεάν γνώμην και απόφασιν μετέβη ο Άγιος εις τα Τρίκκαλα, όπου, συλλαβών αυτόν ο κουρεύς και σφίγγων αυτόν εις τον λαιμόν, έλεγε· «Που είναι, άπιστε, το δαδίον, το οποίον μου υπεσχέθης»; Ο δε Νικόλαος απεκρίθη· «Δεν σου χρεωστώ τίποτε». Τότε θυμωθείς εκείνος εφώναξε μεγαλοφώνως και κατέδωσεν αυτόν. Όθεν δραμόντες Τούρκοι πολλοί και μαθόντες την υπόθεσιν, συνέλαβον ευθύς τον ευλογημένον με θυμόν πολύν και κτυπώντες αυτόν και ωθούντες βιαίως έφεραν εις το κριτήριον, όπου εμαρτύρησαν, ότι ηρνήθη την πίστιν των και εδέχθη εκείνην των Χριστιανών. Ο δε Μάρτυς ερωτηθείς απεκρίθη· «Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να αποθάνω. Δεν αρνούμαι λοιπόν ποτέ την Πίστιν μου, όσα μαρτύρια και αν υποστώ», Όθεν, επειδή ούτε με κολακείας ούτε με απειλάς ηδυνήθησαν να φέρουν τον Άγιον Μάρτυρα με την γνώμην των, ερράβδισαν αυτόν αγρίως επί ώραν πολλήν και έπειτα τον έρριψαν εντός σκοτεινής φυλακής, εκεί δε κατετυράννουν αυτόν δια πείνης, δίψης και άλλων πολλών βασάνων. Όμως ο Μάρτυς υπέφερεν όλα, όχι μόνον με γενναίον φρόνημα, αλλά και με μεγάλην χαράν. Επειδή δε ο Άγιος έμενεν ασάλευτος εις την πίστιν του Χριστού, εξήγαγον αυτόν εκ της φυλακής και τον ωδήγησαν εκ δευτέρου εις το κριτήριον. Εκεί ενώπιον του κριτού εκήρυξε και πάλιν μεγαλοφώνως τον Χριστόν Θεόν αληθινόν και ότι Αυτόν πιστεύει και ουδέποτε θέλει τον αρνηθή. Ιδών τότε ο κριτής το αμετάθετον της γνώμης του, προσέταξε να ανάψουν μεγάλην πυράν εις το μέσον της αγοράς και να ρίψουν αυτόν εντός των φλογών. Όθεν οδηγήσαντες τον Άγιον Μάρτυρα εις τον τόπον της καταδίκης, τον έρριψαν εις την πυράν, εκεί δε, χαίρων και δοξολογών τον Θεόν, παρέδωκε το πνεύμα την ιστ΄ (16ην) Μαϊου εν έτει αχιζ΄ (1617). Εις δε κεραμεύς, υπό ευλαβείας κινούμενος, μετέβη την νύκτα εις τον τόπον εκείνον, δια να εύρη μέρος τι του αγίου Λειψάνου και ιδών Αγαρηνούς τινάς, οίτινες ηγρύπνουν και εφύλαττον, έδωκεν εις αυτούς ποσόν χρημάτων και έλαβε την αγίαν Κάραν του Μάρτυρος, η οποία ήτο ολίγον τι βεβλαμμένη υπό της πυράς εις τους κροτάφους. Επιστρέψας τότε εις τον οίκον του έκρυψεν αυτήν εντός τοίχου, δια τον φόβον των Τούρκων, χωρίς να γνωρίζη άλλος τις τούτο εκτός των οικείων του. Μετά παρέλευσιν δε χρόνου απέθανεν ο κεραμεύς και η τιμία Κάρα του Μάρτυρος έμεινε κεκρυμμένη. Τον δε οίκον εκείνον του κεραμέως ηγόρασεν έτερος Χριστιανός, Μέλανδρος καλούμενος. Ούτος κατά την εσπέραν της ημερομηνίας καθ’ ην ο Άγιος ετελείωσε το Μαρτύριον είδε φως λάμπον εις το μέρος εκείνο του τοίχου. Απορών δε και θαυμάζων ο Μέλανδρος, εδέχθη καθ’ ύπνον άνωθεν αποκάλυψιν κατά την οποίαν, εκεί όπου εφάνη το φως, ήτο κεκρυμμένη η αγία Κάρα του Μάρτυρος Νικολάου. Όθεν σκάψας τον τοίχον και ανευρών ταύτην, έκρινεν ανάξιον τον εαυτόν του να έχη εις τον οίκον του τοιούτον θησαυρόν. Διό μετέβη εις το Μοναστήριον του Βαρλαάμ, όπου είχε και αδελφόν Μοναχόν και αφιέρωσεν αυτήν εκεί εις μνημόσυνον αυτού και των γονέων του. Εκεί λοιπόν ευρίσκεται τεθησαυρισμένη μέχρι σήμερον αύτη η αγία Κάρα του Αγίου Νεομάρτυρος Νικολάου, τελούσα άπειρα θαύματα, εξ ων ας διηγηθώμεν τινά, εις πίστωσιν και των άλλων. Καιρόν τινά, ότε ήτο θανατικόν εις τα Τρίκκαλα και απέθνησκον καθ’ ημέραν πολλοί, με μόνην την παρουσίαν της και την επ’ αυτής παράκλησιν έπαυσεν ευθύς το θανατικόν. Ομοίως και εις χωρίον, ονομαζόμενον Ντιστάτα του οποίου οι κάτοικοι έπασχον υπό του ιδίου θανατικού, η αγία αύτη Κάρα ηλευθέρωσε τούτους. Ακόμη και τους Καλαρρύτας, οίτινες εβασανίζοντο ποτέ υπό λοιμικής ασθενείας, ελύτρωσεν ευθύς με την παρουσίαν της. Κατ’ εξοχήν δε η χάρις της αγίας Κάρας διώκει και καταστρέφει τας ακρίδας, φυλάττουσα αβλαβείς τους καρπούς, τόσον ώστε έμενον ακστατικοί και αυτοί οι Τούρκοι προ τούτου του θαύματος, το οποίον εμφανίζεται όχι μίαν ή δύο φοράς, αλλά πολλάκις μέχρι σήμερον. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και πάθη αθεράπευτα θεραπεύει παραδόξως εις όποιον τόπον ήθελε προσκληθή και άλλα πολλά θαύματα τελεί καθ’ εκάστην. Ευρίσκονται δε και έτερα μέρη του μαρτυρικού Λειψάνου του Αγίου εις διαφόρους τόπους. Και εις τα Ιωάννινα ευρίσκεται το ήμισυ της παλάμης της χειρός αυτού, ου ταις πρεσβείαις λυτρωθείημεν και ημείς από πάσης ανάγκης και θλίψεως. Αμήν.
Εις εαυτόν δε ελθών, έφυγε και μετέβη εις την πατρίδα του, όπου διήγε πάλιν ζωήν χριστιανικήν. Μετά παρέλευσιν χρόνου πολλού, φορτώσας τον ίππον του με δαδίον, μετέβη μετ’ άλλων τινών συμπατριωτών του εις τα Τρίκκαλα δια να πωλήση το φορτίον του. Εκεί ανεγνώρισεν αυτόν κουρεύς τις Τούρκος, γείτων του ρηθέντος αρτοπώλου, όστις, αφού τον συνέλαβε, τον έσυρε και τον ωνείδιζε επειδή ηρνήθη την πίστιν των και έγινε πάλιν Χριστιανός. Ο δε Νικόλαος φοβηθείς έδωκεν εις αυτόν το φορτίον του δαδίου, παρακαλών αυτόν να μη τον αποκαλύψη. Εκείνος δε είπεν εις τον Νικόλαον, ότι εάν του υποσχεθή ότι θα του φέρη κατ’ έτος, εφ’ όρου ζωής, εν φορτίον δαδίου δεν θέλει αποκαλύψει τίποτε. Ο Νικόλαος τότε υπεσχέθη τούτο και κατ’ έτος έδιδε το δαδίον. Μετανοήσας όμως μετά ταύτα ο Νικόλαος δια την υπόσχεσιν αυτήν, απεφάσισε να μη φέρη πλέον εις τον Τούρκον το δαδίον, προκρίνας να αποθάνη δια την αγάπην του Χριστού, ίνα θεραπεύση την προτέραν άρνησιν αυτού. Ταύτα αποφασίσας μετέβη ευθύς εις τον Πνευματικόν του και εξωμολογήθη τον σκοπόν του. Εκείνος όμως ημπόδιζεν αυτόν και τον συνεβούλευε να εγκαταλείψη την επιθυμίαν του, μήπως τυχόν δεν δυνηθή να υποφέρη τα βάσανα και περιπέση εις δευτέραν άρνησιν, ειπών εις αυτόν τον λόγον του Κυρίου· «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής» (Ματθ. κστ: 41). Αλλ’ ούτος ο ευλογημένος έμενε στερεός εις την γνώμην του και έλεγεν, ότι έχει βεβαίας τας ελπίδας του εις τον Κύριον, όστις θέλει ενισχύσει αυτόν, ώστε να υποφέρη γενναίως όλας τας τιμωρίας, τας οποίας θα επέβαλλον εις αυτόν δια την αγάπην Του και να μείνη ασάλευτος εις την Πίστιν αυτού, καταπατών πάντα εχθρόν και πολέμιον. Ιδών λοιπόν ο Πνευματικός την ζέσιν και την προθυμίαν, την οποίαν είχεν ο μακάριος Νικόλαος δια το Μαρτύριον, εστήριξεν αυτόν με νουθεσίας πολλάς και ευχάς και τον απέλυσε. Με τοιαύτην στερεάν γνώμην και απόφασιν μετέβη ο Άγιος εις τα Τρίκκαλα, όπου, συλλαβών αυτόν ο κουρεύς και σφίγγων αυτόν εις τον λαιμόν, έλεγε· «Που είναι, άπιστε, το δαδίον, το οποίον μου υπεσχέθης»; Ο δε Νικόλαος απεκρίθη· «Δεν σου χρεωστώ τίποτε». Τότε θυμωθείς εκείνος εφώναξε μεγαλοφώνως και κατέδωσεν αυτόν. Όθεν δραμόντες Τούρκοι πολλοί και μαθόντες την υπόθεσιν, συνέλαβον ευθύς τον ευλογημένον με θυμόν πολύν και κτυπώντες αυτόν και ωθούντες βιαίως έφεραν εις το κριτήριον, όπου εμαρτύρησαν, ότι ηρνήθη την πίστιν των και εδέχθη εκείνην των Χριστιανών. Ο δε Μάρτυς ερωτηθείς απεκρίθη· «Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να αποθάνω. Δεν αρνούμαι λοιπόν ποτέ την Πίστιν μου, όσα μαρτύρια και αν υποστώ», Όθεν, επειδή ούτε με κολακείας ούτε με απειλάς ηδυνήθησαν να φέρουν τον Άγιον Μάρτυρα με την γνώμην των, ερράβδισαν αυτόν αγρίως επί ώραν πολλήν και έπειτα τον έρριψαν εντός σκοτεινής φυλακής, εκεί δε κατετυράννουν αυτόν δια πείνης, δίψης και άλλων πολλών βασάνων. Όμως ο Μάρτυς υπέφερεν όλα, όχι μόνον με γενναίον φρόνημα, αλλά και με μεγάλην χαράν. Επειδή δε ο Άγιος έμενεν ασάλευτος εις την πίστιν του Χριστού, εξήγαγον αυτόν εκ της φυλακής και τον ωδήγησαν εκ δευτέρου εις το κριτήριον. Εκεί ενώπιον του κριτού εκήρυξε και πάλιν μεγαλοφώνως τον Χριστόν Θεόν αληθινόν και ότι Αυτόν πιστεύει και ουδέποτε θέλει τον αρνηθή. Ιδών τότε ο κριτής το αμετάθετον της γνώμης του, προσέταξε να ανάψουν μεγάλην πυράν εις το μέσον της αγοράς και να ρίψουν αυτόν εντός των φλογών. Όθεν οδηγήσαντες τον Άγιον Μάρτυρα εις τον τόπον της καταδίκης, τον έρριψαν εις την πυράν, εκεί δε, χαίρων και δοξολογών τον Θεόν, παρέδωκε το πνεύμα την ιστ΄ (16ην) Μαϊου εν έτει αχιζ΄ (1617). Εις δε κεραμεύς, υπό ευλαβείας κινούμενος, μετέβη την νύκτα εις τον τόπον εκείνον, δια να εύρη μέρος τι του αγίου Λειψάνου και ιδών Αγαρηνούς τινάς, οίτινες ηγρύπνουν και εφύλαττον, έδωκεν εις αυτούς ποσόν χρημάτων και έλαβε την αγίαν Κάραν του Μάρτυρος, η οποία ήτο ολίγον τι βεβλαμμένη υπό της πυράς εις τους κροτάφους. Επιστρέψας τότε εις τον οίκον του έκρυψεν αυτήν εντός τοίχου, δια τον φόβον των Τούρκων, χωρίς να γνωρίζη άλλος τις τούτο εκτός των οικείων του. Μετά παρέλευσιν δε χρόνου απέθανεν ο κεραμεύς και η τιμία Κάρα του Μάρτυρος έμεινε κεκρυμμένη. Τον δε οίκον εκείνον του κεραμέως ηγόρασεν έτερος Χριστιανός, Μέλανδρος καλούμενος. Ούτος κατά την εσπέραν της ημερομηνίας καθ’ ην ο Άγιος ετελείωσε το Μαρτύριον είδε φως λάμπον εις το μέρος εκείνο του τοίχου. Απορών δε και θαυμάζων ο Μέλανδρος, εδέχθη καθ’ ύπνον άνωθεν αποκάλυψιν κατά την οποίαν, εκεί όπου εφάνη το φως, ήτο κεκρυμμένη η αγία Κάρα του Μάρτυρος Νικολάου. Όθεν σκάψας τον τοίχον και ανευρών ταύτην, έκρινεν ανάξιον τον εαυτόν του να έχη εις τον οίκον του τοιούτον θησαυρόν. Διό μετέβη εις το Μοναστήριον του Βαρλαάμ, όπου είχε και αδελφόν Μοναχόν και αφιέρωσεν αυτήν εκεί εις μνημόσυνον αυτού και των γονέων του. Εκεί λοιπόν ευρίσκεται τεθησαυρισμένη μέχρι σήμερον αύτη η αγία Κάρα του Αγίου Νεομάρτυρος Νικολάου, τελούσα άπειρα θαύματα, εξ ων ας διηγηθώμεν τινά, εις πίστωσιν και των άλλων. Καιρόν τινά, ότε ήτο θανατικόν εις τα Τρίκκαλα και απέθνησκον καθ’ ημέραν πολλοί, με μόνην την παρουσίαν της και την επ’ αυτής παράκλησιν έπαυσεν ευθύς το θανατικόν. Ομοίως και εις χωρίον, ονομαζόμενον Ντιστάτα του οποίου οι κάτοικοι έπασχον υπό του ιδίου θανατικού, η αγία αύτη Κάρα ηλευθέρωσε τούτους. Ακόμη και τους Καλαρρύτας, οίτινες εβασανίζοντο ποτέ υπό λοιμικής ασθενείας, ελύτρωσεν ευθύς με την παρουσίαν της. Κατ’ εξοχήν δε η χάρις της αγίας Κάρας διώκει και καταστρέφει τας ακρίδας, φυλάττουσα αβλαβείς τους καρπούς, τόσον ώστε έμενον ακστατικοί και αυτοί οι Τούρκοι προ τούτου του θαύματος, το οποίον εμφανίζεται όχι μίαν ή δύο φοράς, αλλά πολλάκις μέχρι σήμερον. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και πάθη αθεράπευτα θεραπεύει παραδόξως εις όποιον τόπον ήθελε προσκληθή και άλλα πολλά θαύματα τελεί καθ’ εκάστην. Ευρίσκονται δε και έτερα μέρη του μαρτυρικού Λειψάνου του Αγίου εις διαφόρους τόπους. Και εις τα Ιωάννινα ευρίσκεται το ήμισυ της παλάμης της χειρός αυτού, ου ταις πρεσβείαις λυτρωθείημεν και ημείς από πάσης ανάγκης και θλίψεως. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου