Θαλλέλαιος
ο Μεγαλομάρτυς του Χριστού ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Νουμεριανού του
βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπγ΄ - σπδ΄ (283-284) καταγόμενος από τον Λίβανον της
Φοινίκης. Ούτος ανήκεν εις γένος λαμπρόν της πόλεως του Λιβάνου, υιός πατρός
μεν Βερουκίου Αρχιερέως, μητρός δε Ρωμυλίας. Ανατραφείς δε εν παιδεία και
νουθεσία Κυρίου, εξεπαιδεύθη και εις τα θεία και ιερά γράμματα, αφ’ ου δε
έφθασεν εις μέτρον ηλικίας επόθησε να σπουδάση και την ιατρικήν τέχνην, ως
αναγκαιοτέραν και φιλανθρωποτέραν όλων των άλλων τεχνών.
Ευρών δε ιατρόν τινα άριστον και θεοσεβέστατον, εις ολίγον καιρόν εξέμαθε τελείως την τέχνην ταύτην, επειδή ήτο φύσεως δεξιάς. Ήτο δε ο νέος ούτος πολύ ευλαβής και θεοσεβέστατος και εστόλισε την ψυχήν του με όλας τας αρετάς και παν θεάρεστον έργον. Διο εδέχετο εις την οικίαν του όλους τους ανθρώπους, ξένους και εντοπίους, και επεριποιείτο τούτους με αγάπην, προσφέρων εις πάντα πάσαν ανάπαυσιν. Η οικία λοιπόν αυτού ήτο ξενοδοχείον πτωχών και πλουσίων, διότι ηγάπα πολύ την αρετήν της φιλοξενίας και εχαίρετο να βλέπη τους ανθρώπους θεραπευομένους υπ’ αυτού. Όμως περισσοτέραν συμπάθειαν και ευσπλαγχνίαν είχεν εις τους πτωχούς και δια τούτους κατέβαλλε περισσοτέραν φροντίδα, αισθανόμενος τους πόνους αυτών ως να ήσαν ιδικοί του. Πολλάκις δε, δια να ανακουφίση τον κόπον των, μετέφερε τούτους επί των ώμων του εις την οικίαν του και ίστατο έμπροσθέν των ως δούλος, προτιμών καλλίτερον να υπηρετή τούτους παρά να πράττη άλλο καλόν. Τόσην δε ευσπλαγχνίαν εδείκνυε προς τους έχοντας ανάγκην της βοηθείας του, ώστε δεν ανέμενε να τον καλέσουν εκείνοι, αλλ’ έτρεχεν αυτός εις εκείνους και τους εβοήθει δίδων εις αυτούς την υγείαν των δωρεάν, άνευ χρημάτων ή άλλων δώρων. Διότι, μετά της φιλανθρωπίας και της ευσπλαγχνίας, είχε και την ακτημοσύνην, διο και ουδέποτε ηθέλησε να αποκτήση χρήματα ούτε κανέν άλλο πράγμα του κόσμου τούτου. Τόσην δε ταπείνωσιν είχεν, ώστε μόνος επεριποιείτο τας πληγάς των αρρώστων και εθεράπευε ταύτας. Όθεν, τοιουτοτρόπως πολιτευόμενος, ηξιώθη των Αποστολικών χαρισμάτων και εκήρυττε παρρησία το όνομα του Χριστού, ούτω δε μόνον, χωρίς ιατρικά και έμπλαστρα, ιάτρευε πάσαν ασθένειαν, αγωνιζόμενος με πάσαν επιμέλειαν να φέρη τους ιατρευομένους εις την ευσέβειαν, και να κάμη Χριστιανούς τους ειδωλολάτρας. Δια τούτο δεν έκαμνε καμμίαν διάκρισιν μεταξύ των πιστών και των απίστων, αλλ’ εθεράπευεν άπαντας. Όσοι λοιπόν προσέτρεχον εις αυτόν ελάμβανον διπλήν την ιατρείαν, της ψυχής και του σώματος. Διότι όλους εξ ίσου ευσπλαγχνίζετο και συνεπάθει παρακαλών θερμώς τον Θεόν, δια μεν τους Χριστιανούς να μετανοήσουν και να διορθώσουν τα σφάλματά των, δια δε τους ειδωλολάτρας να εγκαταλείψουν την πλάνην και να πιστεύσουν εις τον Χριστόν. Δια τούτο και ήλεγχεν ακόμη εκείνους οίτινες δεν συνεπάθουν τους απίστους εις τας συμφοράς και τας ασθενείας των. Ιδών δε ποτε Χριστιανόν τινα, όστις ήτο ωργισμένος εναντίον ειδωλολάτρου και εχαίρετο δια την δυστυχίαν του, ελυπήθη πολύ και ελέγξας αυτόν δια την σκληρότητα της γνώμης του, είπε· «Δεν πρέπει να χαίρεσαι, αδελφέ, δια το κακόν του αδελφού σου, διότι αι συμφοραί και τα πάθη είναι κοινά εις όλους και δεν γνωρίζει τις τι έχεινα πάθη έως τέλους». Επειδή δε ο Χριστιανός είπεν, ότι κάλλιον να αποθάνουν το συντομώτερον οι ασεβείς παρά να ζουν, διότι τι όφελος κάμνουν εάν ζουν, αφού εγήρασαν εις την ασέβειαν και εις όλα τα κακά, ο μακάριος Θαλλέλαιος απεκρίθη· «Ημείς, αδελφέ, έχομεν εντολήν από τον Κύριόν μας να προσευχώμεθα δια το καλόν των εχθρών μας και όχι να χαιρώμαστε δια το κακόν αυτών. Διότι δια του τρόπου τούτου εξασθενούμεν την απιστίαν των και δια της συμπαθείας φέρομεν αυτούς εις την ευσέβειαν». Δια τούτων και άλλων λόγων εμαλάκωσε την σκληρότητα του Χριστιανού εκείνου, επιτυχών, ο ευλογημένος, να γίνη εκείνος εύσπλαγχνος. Έχων δε ο Άγιος πολύν ζήλον εις την ευσέβειαν, ηγωνίζετο δια διαφόρων τρόπων να εξαλείψη την πλάνην των ειδώλων. Δια τούτο μετέβαινε την νύκτα και έκοπτε τα υψηλά δένδρα του Λιβάνου, υπό τα οποία συνηθροίζοντο οι ειδωλολάτραι και έκαμνον τας θυσίας εις τους θεούς των, μολύνοντες τας ψυχάς των με τας πορνείας. Διότι εκεί εγίνοντο πολλαί διασκεδάσεις και χοροί γυναικών μετά μουσικών οργάνων. Αλλά με την εκκοπήν των δένδρων απέκοπτε τούτους ο Άγιος και από τας θυσίας των μιαρών ειδώλων και από τας ασελγείς πράξεις των. Έπειτα, δια μέσου της ιατρικής, έσυρε πολλούς προς αυτόν, τους οποίους ωδήγει κατόπιν εις την αληθινήν Πίστιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Όφις φαρμακερός εδάγκωσε ποτέ άνθρωπόν τινα εις το στήθος, από δε το δηλητήριον του θηρίου εσάπισε το στήθος και αι πλευραί του και εκινδύνευε να αποθάνη. Όθεν μετέβη εις ιατρούς και εξοδεύσας ό,τι είχε, δεν εύρε θεραπείαν. Απηλπίσθη λοιπόν τελείως και ανέμενε τον θάνατον. Ευρέθη όμως πρόθυμος ιατρός ο Άγιος Θαλλέλαιος να τον θεραπεύση και το μόνον, όπερ εζήτησε παρ’ αυτού, ήτο να πιστεύση εις τον Χριστόν. Ευθύς δε ως ο ασθενής ωμολόγησεν, ότι πιστεύει αδιστάκτως εις τον Χριστόν εάν θεραπευθή, ο Άγιος έθεσε την δεξιάν του χείρα επί του στήθους του και σφραγίσας αυτό με το σημείον του ζωοποιού Σταυρού, εθεράπευσεν αυτόν τελείως χωρίς να απομείνη εις αυτόν κανέν σημείον εκ του πάθους του. Μεγάλως λοιπόν ευχαριστήσας τον Άγιον εδόξασε τον Θεόν δια την διπλήν θεραπείαν, την οποίαν έλαβε, την της ψυχής και του σώματος. Άλλοτε πάλιν ησθένησεν ιατρός τις από βαρείαν ασθένειαν και έχασε την φωνήν του, έκτοτε δε δεν ηδύνατο ουδόλως να ομιλήση. Όθεν οι συγγενείς του, απελπισθέντες από όλους τους ιατρούς και από όλα τα φάρμακα, προσέτρεξαν εις τον Άγιον και φέροντες τον ασθενή έρριψαν αυτόν έμπροσθέν του παρακαλούντες να τον ιατρεύση! Τότε ο εύσπλαγχνος Θαλλέλαιος επλησίασεν αυτόν και είπεν· «Εάν θέλης να επανεύρης την υγείαν σου, είναι ανάγκη να πιστεύσης εις τον Χριστόν και ευθύς Εκείνος θέλει σε θεραπεύσει». Ταύτα ακούσας ο ασθενής προσέπεσεν εις τους πόδας του Αγίου και βρέχων αυτούς δια των δακρύων του του έδωσε να εννοήση δια νευμάτων, ότι πιστεύει εις τον Χριστόν εξ όλης ψυχής, αρκεί μόνον να τύχη της θεραπείας του. Τότε, ω του θαύματος! ευθύς ήλθεν η θεία Χάρις εις αυτόν, ελύθη ο δεσμός της γλώσσης του και ωμίλει καθώς και πρότερον. Έκτοτε πλέον ο Άγιος περιεπάτει εις όλην την πόλιν, αναζητών ίνα εύρη ασθενή ή πτωχόν ή πεινασμένον ή πεπλανημένον τινά εις την ασέβειαν, δια να τους θεραπεύση και σωματικώς και ψυχικώς. Ευρών δε παράλυτον, γυμνόν, ερριμμένον εις την γην, ελυπήθη τούτον και πλησιάσας εις αυτόν, τον ηρώτησε δια την ασθένειάν του. Εκείνος δε απεκρίθη ούτω· «Περιεπάτουν ποτέ εις δρόμον τινά κρημνώδη και παραπατήσας εκρημνίσθην και συνέτριψα τον πόδα μου. Όθεν μετεχειρίσθην διάφορα ιατρικά επί καιρόν πολύν, αλλά δεν ηδυνήθην να λάβω θεραπείαν. Είμαι λοιπόν, ως με βλέπεις, πληγωμένος, κατάκοιτος, απηλπισμένος και αθλιώτερος όλων των ανθρώπων. Συ δε, όστις είσαι περισσότερον εύσπλαγχνος από κάθε σαρκικόν πατέρα, ελέησόν με τον δυστυχή και θεράπευσόν με». Τότε ο Άγιος είπεν· «Εγώ θα σε επιδέσω με την Πίστιν του Χριστού και θα θεραπευθής. Μόνον να πιστεύσης εις τον Χριστόν και ευθύς θέλει σου δοθή η Χάρις της ιατρείας». Αφ’ ου δε είπεν ο ασθενής ότι πιστεύει ολοψύχως εις τον Χριστόν, έλαβεν ο Άγιος τον πόδα αυτού και τον συνήρμοσεν εις τον τόπον του. Ευθύς δε ως ήγγισε τούτον, ηνώθησαν τα νεύρα, ιατρεύθησαν αι πληγαί και ο αδύνατος και χωλός ενεδυναμώθη και έτρεχεν, ευχαριστών τον Άγιον, ο οποίος παρήγγειλεν εις αυτόν ότι, εάν θέλη να τον ευχαριστήση, να μη φανερώση εις κανένα το θαύμα τούτο, επειδή δεν ήθελε να δοξασθή και να επαινεθή παρά των ανθρώπων. Αλλ’ εκείνος έπραξε το αντίθετον, έτρεχεν εις τους δρόμους και εκήρυττεν εις όλους την θεραπείαν, την οποίαν έλαβεν από τον Άγιον. Το θαύμα τούτο ήκουσε και γυνή τις, ήτις είχε δαιμόνιον, το οποίον την ηνώχλει φοβερώς. Όθεν ευθύς έδραμεν εις τον οίκον του Αγίου και διηγήθη προς αυτόν την συμφοράν της. Παρεκάλει δε αυτόν μετά κλαυθμών να την ελευθερώση από το πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα. Ευθύς τότε το δαιμόνιον εξοργισθέν έρριψε αυτήν κατά γης και την εσπάρασσεν. Ο δε Άγιος, βλέπων την γυναίκα βασανιζομένην κατ’ αυτόν τον τρόπον, εσπλαγχνίσθη και σφραγίσας αυτήν εις το μέτωπον δια του σημείου του Τιμίου Σταυρού, επεκαλέσθη το όνομα του Ιησού Χριστού. Τότε, ω του θαύματος! ευθύς το δαιμόνιον εγκατέλειψε αυτήν και έφυγεν. Αφ’ ου δε η γυνή ηλευθερώθη από το ακάθαρτον πνεύμα, έτρεχε με χαράν μεγάλην, κυρύττουσα μεγαλοφώνως τα μεγαλεία του Θεού. Ενώ δε διήρχετο εκ τόπου τινός, είδε τυφλόν τινα, γνώριμόν της, και είπε προς αυτόν μετά φωνής μεγάλης· «Τι κάθεσαι εδώ χωρίς όφελος; Δεν ήκουσες ότι εις την πόλιν μας ευρίσκεται εις ιατρός θαυμάσιος, όστις ιατρεύει όλους τους ασθενείς παραδόξως και τα δαιμόνια διώκει και τα σώματα των ανθρώπων ελευθερώνει από την λώβην και από κάθε άλλην πληγήν, δίδων εις όλους την σωτηρίαν χωρίς να δέχεται κανέν δώρον; Διδάσκει δε ο μακάριος αυτός και παραγγέλλει εις τους ανθρώπους τα καλά έργα. Όλους τους ασθενείς, τους προστρέχοντας εις αυτόν, υποδέχεται και αναπαύει εις κλίνας, η δε οικία του είναι παρηγορία παντός δυστυχούντος, διότι ως εύσπλαγχνος φροντιστής των ασθενών ιατρεύει πάντας. Ελθέ λοιπόν και συ να σε υπάγω εις αυτόν, δια να λάβεις την ιατρείαν σου». Τούτους τους λόγους είπεν η ιαθείσα γυνή εις τον τυφλόν και εκείνος υπήκουσε και μετέβη μετ’ αυτής εις τον Άγιον. Ήτο δε και ούτος τυφλός όχι μόνον κατά τους οφθαλμούς του σώματος, αλλά και κατά τους οφθαλμούς της ψυχής, διότι προσεκύνει τα είδωλα. Όμως ελπίζων ότι θα θεραπευθή από τον Άγιον, προσέπεσεν εις τους πόδας του και έλεγε μετά δακρύων· «Έως τώρα ήμην ελεεινός και άθλιος, αλλά από τώρα και εις το εξής θα είμαι μακάριος και καλότυχος, διότι θέλω λάβει από σε το φως των οφθαλμών μου». Τι δε απεκρίθη προς αυτόν ο Άγιος; «Ο ακοίμητος οφθαλμός του Θεού, ω άνθρωπε, βλέπει όλων τας καρδίας και τας γνώμας και τας πράξεις. Πίστευσον λοιπόν εις τον Χριστόν, τον Δημιουργόν της φύσεως, και θέλεις λάβει την θεραπείαν των οφθαλμών σου. Διότι, εάν πιστεύσης ότι Αυτός είναι ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, τότε Εκείνος θα σε θεραπεύση». Ακούσας ταύτα ο τυφλός είπε· «Πιστεύω εξ όλης της ψυχής μου εις τον Χριστόν». Λαβών δε τας τρισμακαρίας χείρας του Αγίου επέθεσε ταύτας επί των οφθαλμών του και τότε ευθύς έλαβε το φως του και δοξάζων τον Θεόν έμεινε πλησίον του Αγίου. Επειδή λοιπόν ο Άγιος παραδόξως ιάτρευεν άπαντας τους αρρώστους, διεδόθη η φήμη του εις όλον τον κόσμον και πανταχόθεν έτρεχον οι ασθενείς εις τον Άγιον, παρά του οποίου εθεραπεύοντο σωματικώς και ψυχικώς. Όθεν, θείω ζήλω κινούμενος ο μακάριος Θαλλέλαιος, περιεπάτει από τόπου εις τόπον, δήθεν δια να ιατρεύη, πράγματι όμως δια να κηρύττη το όνομα του Χριστού και να οδηγή τους ανθρώπους εις την ευσέβειαν. Όθεν μετέβη και εις την Έδεσσαν, όπου, εξ αιτίας της ιατρικής, έκαμε πολλούς και επίστευσαν εις τον Χριστόν. Αλλ’ ο μισόκαλος διάβολος, μη υποφέρων να βλέπη την Πίστιν του Χριστού αυξανομένην, εκίνησε πονηρούς τινάς ανθρώπους, οίτινες, μεταβάντες εις τον εξουσιαστήν του τόπου, Τιβεριανόν καλούμενον, κατέδωσαν τον Άγιον. Κατά τον καιρόν εκείνον εβασίλευεν, ως είπομεν, ο Νουμεριανός. Ούτος, ως όλως διόλου παραδεδομένος εις την πλάνην των ειδώλων, εκίνησε μέγαν διωγμόν κατά των Χριστιανών και απέστειλεν εις όλην την επικράτειαν ιδικούς του εξουσιαστάς με ορισμούς φοβερούς να θανατώνουν τους Χριστιανούς και να εξαλείψουν, δια παντός τρόπου, το όνομα του Χριστού. Ο καθείς λοιπόν εξουσιαστής εφρόντιζε πως να δείξη περισσοτέραν ευπείθειαν εις τους βασιλικούς ορισμούς. Δια τούτο και ο Τιβετιανός, ακούσας δια τον Άγιον Θαλλέλαιον, ότι εκήρυττε το όνομα του Χριστού, έστειλεν ευθύς στρατιώτας, οίτινες έφεραν τον Άγιον έμπροσθέν του. Τούτου δε γενομένου επρόσταξε και έδειραν αυτόν σφοδρώς. Έπειτα, επειδή ενόμισεν ότι ήτο έξω φρενών, απέλυσε τούτον προστάξας να μη περιπατή πλέον εις τόπον υποκείμενον εις την εξουσίαν του. τότε ο Άγιος ανεχώρησεν εκείθεν και μετέβη εις τα μέρη της Κιλικίας, όπου πάλιν, με την πρόφασιν της ιατρικής, εκήρυττε το όνομα του Χριστού. Τότε μερικοί ειδωλολάτραι διέβαλον τον Άγιον εις τον Θεόδωρον, τον εξουσιαστήν της χώρας των Αιγών, της παραθαλασσίας, λέγοντες, ότι ήλθεν εις την χώραν ταύτην Γαλιλαίος τις Χριστιανός, όστις, μεταχειριζόμενος την ψευδοϊατρικήν, πλανά τον λαόν και καυχάται, ότι θεραπεύει τους ασθενείς με το όνομα του Ιησού Χριστού, του σταυρωθέντος υπό των Εβραίων και κηρύττει ότι αυτός είναι ο λυτρωτής και Σωτήρ του κόσμου. Έλεγον ακόμη ότι ο Γαλιλαίος αυτός ατιμάζει τους θεούς και δεν παύει από του να κόπτη τα ιερά δένδρα του Λιβάνου. Ταύτα ακούσας ο εξουσιαστής, έστειλεν ευθύς στρατιώτας να τον φέρουν ενώπιόν του. Ούτοι δε, ευρόντες τον Άγιον, τον έδεσαν και δέροντες αυτόν, τον έφεραν εις τον Θεόδωρον. Την επομένην εκάθησεν ο εξουσιαστής, ίνα κρίνη, εις τον ναόν του Αδριανού. Οι δε στρατιώται, εκδύσαντες τον Άγιον, τον ωδήγησαν βιαίως έμπροσθέν του ως κατάδικον. Τότε ηρώτησεν αυτόν ο εξουσιαστής πόθεν κατήγετο, το όνομά του και την τέχνην του. ο δε Άγιος απεκρίθη· «Η πατρίς μου είναι η Φοινίκη. Είμαι υιός γονέων ελευθέρων. Ονομάζομαι Θαλλέλαιος, η δε τέχνη μου είναι η ιατρική και είμαι Χριστιανός και δούλος του Ιησού Χριστού». Ο εξουσιαστής ηρώτησε πάλιν· «Πως ήλθες εις την χώραν ταύτην»; Ο δε Άγιος είπε: «Περιπατώ από τόπου εις τόπον δια να κηρύξω την Πίστιν του Ιησού Χριστού και να εξαλείψω την πλάνην των ειδώλων, διότι τίποτε άλλο δεν είναι τόσον ευάρεστον εις τον Θεόν, όσον το έργον τούτο». Ο εξουσιαστής, ακούσας ταύτα, εθυμώθη και επρόσταξε να τρυπήσουν τους αστραγάλους του Αγίου και να κρεμάσουν αυτόν δια σχοινίων με την κεφαλήν προς τα κάτω. Αλλ’ οι στρατιώται, αλλοιωθέντες κατά τας φρένας υπό της θείας δυνάμεως, ετρύπησαν εν ξύλον και εκρέμασαν αυτό, νομίζοντες ότι εκρέμασαν τον Άγιον. Βλέπων ο εξουσιαστής, το ξύλον κρεμάμενον και νομίζων ότι οι στρατιώται περιέπαιζον αυτόν, ετιμώρησεν αυτούς, προστάξας άλλους στρατιώτας να δείρουν τον Μάρτυρα με βούνευρα ωμά, πιστεύων ότι θα καταβάλη τούτον δια των τοιούτων βασάνων. Αλλ’ ο γενναίος του Χριστού στρατιώτης έμενεν ανίκητος. Και, αν και επλήγωσαν όλον το σώμα αυτού οι σκληροί εκείνοι στρατιώται δια των σφοδρών δαρμών, όμως δεν ηδυνήθησαν να κλονίσουν, ουδέ κατ’ ελάχιστον, την προς τον Χριστόν πίστιν αυτού, έμενε δε αύτη στερεά και ακλόνητος, διότι ο Άγιος, ως να μη ησθάνετο κανένα πόνον, υπέμενεν ανδρείως τας πληγάς και τα βάσανα, δια την πολλήν αγάπην την οποίαν είχε προς τον φιλάνθρωπον Θεόν. Όθεν βλέπων ο τύραννος, ότι οι στρατιώται απέκαμον εκ των βασάνων τας οποίας έκαμνον εις τον Μάρτυρα χωρίς όφελος και θαυμάζων την καρτερίαν του, ήρχισε να λέγη προς αυτόν δολίως και υπούλως· «Με ποίον τρόπον θεραπεύεις τους ασθενείς, αγαπητέ Θαλλέλαιε; Ειπέ μοι την αλήθειαν, εάν θέλης να έχης την αγάπην μου. Αν θεραπεύης αυτούς με μαγείας, ειπέ το δια να το μάθω και εγώ. Αν όμως τους θεραπεύης με την δύναμιν των θεών, θέλω πιστεύσει και εγώ, ότι εκείνοι δύνανται να θεραπεύσουν πάσαν ασθένειαν και όχι ο Χριστός και ο Σταυρός, όστις είναι η μεγαλυτέρα καταδίκη του κόσμου». Ταύτα και άλλα βλάσφημα είπεν ο ασεβής εναντίον του Δεσπότου Χριστού. Ο δε Μάρτυς, ακούσας ταύτα, επληγώθη περισσότερον από τας βλασφημίας, τας οποίας ήκουσε κατά του Χριστού ή από τα βάσανα, τα οποία του έκαμνον. Όθεν απεκρίθη μετά παρρησίας εις τον εξουσιαστήν λέγων ταύτα: «Εγώ ούτε μάγος είμαι ούτε με μαγείας θεραπεύω τους ασθενείς ούτε δια των θεών σου, οι οποίοι είναι άψυχα, κωφά και αναίσθητα είδωλα, τα οποία εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού πίπτουν κάτω και συντρίβονται. Αν θέλης λοιπόν να βεβαιωθής δια την αλήθειαν, με τι πράγματι θεραπεύονται οι ασθενείς, εξέτασον εκείνους, οίτινες έλαβον την θεραπείαν, δια να πληροφορηθής από τους ιδίους, ότι με άλλο τι δεν εθεραπεύθησαν, ει μη μόνον δια του ονόματος του Ιησού Χριστού και δια του σημείου του ζωοποιού Σταυρού, τον οποίον συ καταφρονείς, διότι δεν γνωρίζεις ότι Αυτός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, διώκει τους δαίμονας, ανορθοί τους παραλύτους, δίδει το φως εις τους τυφλούς, ανασταίνει τους νεκρούς και θεραπεύει πάσαν ασθένειαν, καθώς κηρύττουν οι ιδόντες και δεχθέντες την τοιαύτην ευεργεσίαν. Αυτός λοιπόν ο Μονογενής Υιός του Θεού, βλέπων την εικόνα Του, τον άνθρωπον, το πλάσμα των χειρών Του, όστις, εξ αιτίας της παρακοής του, εξωρίσθη από τον Παράδεισον, εστερήθη όλων των αγαθών, τα οποία του εχάρισε και υπεδουλώθη από τον διάβολον, δια της πτώσεως εις την ειδωλολατρίαν και εις όλα τα κακά, εις τα οποία ο φθονερός εκείνος εχθρός τον εξώθησεν, ευσπλαγχνίσθη τούτον και κατήλθεν εις τον κόσμον, γενόμενος άνθρωπος, ίνα σώση τον άνθρωπον, ίνα δια της θείας διδασκαλίας Του και του ιδίου Αυτού παραδείγματος οδηγήση ημάς εις τον δρόμον του Παραδείσου. Εσταυρώθη ο αναμάρτητος δια την προς ημάς αγάπην Του και δια του Παναχράντου Αίματός Του εξηγόρασεν ημάς και μας ηλευθέρωσεν από την δουλείαν του διαβόλου. Πόσας ευεργεσίας και πόσα καλά δεν έκαμεν εις τον κόσμον ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός; Παραλύτους εθεράπευσε, κωφούς, τυφλούς, υδρωπικούς, δαιμονισμένους και εκ πάσης ασθενείας ασθενούντας εθεράπευσε, νεκρούς ακόμη ανέστησε και όλα τα αγαθά εδώρισεν εις τους ανθρώπους. Αυτός, λέγω, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, όταν ηθέλησε να αναληφθή εις τους ουρανούς, έδωκε την Χάριν Αυτού εις τους Αποστόλους Του και εις όλους εκείνους, οίτινες πιστεύουν εις Αυτόν και φυλάττουν τας εντολάς Του, με το θέλημα Αυτού να προσφέρουν τας ιδίας αυτάς ευεργεσίας εις τους ανθρώπους. Την Χάριν αυτήν εχάρισε και εις εμέ, τον ταπεινόν δούλον Του ίνα, δια του Αγίου Του ονόματος και δια του σημείου του Τιμίου Του Σταυρού, θεραπεύεται πάσα ασθένεια. Διατί λοιπόν συ βλασφημείς εναντίον του Ιησού Χριστού, του λυτρωτού και Σωτήρος του κόσμου; Έπρεπε μάλιστα να πιστεύσης εις Αυτόν και να εγκαταλείψης τους ματαίους θεούς σου, ίνα κερδίσης την αιώνιον ζωήν. Άκουσόν με, ω εξουσιαστά, αν θέλης το καλόν σου και πίστευσον εις τον Χριστόν τον αληθινόν Θεόν και τότε θέλεις γνωρίσει την ευσπλαγχνίαν Του, την φιλανθρωπίαν Του και την δύναμίν Του, την θεραπεύουσαν όχι μόνον τας σωματικάς ασθενείας, αλλά και τας ψυχικάς τοιαύτας των αμαρτωλών. Διότι ως ευσπλαγχνος και φιλάνθρωπος όπου είναι, θέλει και ποθεί να σωθούν όλοι οι άνθρωποι». Ταύτα του Μάρτυρος λέγοντος και βλέπων ο τύραννος, ότι ο λαός ήκουε τους σωτηρίους τούτους λόγους του με μεγάλον πόθον, ήναψεν από τον θυμόν και είπεν· «Ω! καλός εκδικητής του Χριστού εγένεσο συ ο κατάδικος. Εγώ τώρα θα σου αποδείξω πόσον ματαίως ελπίζεις εις τον Χριστόν σου». Ώρμησε δε εναντίον του, δια να τον παιδεύση δια των ιδίων του χειρών. Αλλ’ ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Εξηράνθησαν ευθύς και αι δύο χείρες του και έμειναν ανενέργητοι! Όμως και με το σημείον τούτο δεν εσωφρονίσθη ο τρισκατάρατος, αλλ’ επρόσταξε τους στρατιώτας να βασανίσουν τον Μάρτυρα δια παντός είδους βασάνων. Ευθύς τότε οι ανήμεροι εκείνοι και απάνθρωποι υπηρέται, κατά την προσταγήν του εξουσιαστού, εβασάνιζον αυτόν δια σιδηρών ονύχων, δια πυρός, δια μαχαιρών και δι’ άλλων φρικτών μαρτυρίων. Ο δε Μάρτυς εδέχετο όλα με μεγάλην ανδρείαν και χαράν, διότι είχε μετ’ αυτού τον Χριστόν, τον ανακουφίζοντα όλας τας τιμωρίας. Ούτως, αν και επληγώθη δι’ αναριθμήτων πληγών εις όλον το σώμα του, εξεσχίσθη δια σιδηρών ονύχων και κατεκάη υπό του πυρός, όμως ίστατο ανδρείος και στερεός εις την Πίστιν του. Καταφρονών δε πάντα τα βασανιστήρια ο Άγιος έλεγεν εις τον τύραννον· «Μη νομίσης ότι θα φοβηθώ τας τιμωρίας σου και τον θάνατον, δια του οποίου με απειλείς. Διότι με μεγάλην τόλμην θα σε πολεμήσω, επειδή προτιμώ να αποθάνω με ευσέβειαν, παρά να ζω με ασέβειαν. Και εάν συ συντρίψης τούτο το πήλινον αγγείον της σαρκός μου, όμως τον θησαυρόν της ψυχής μου δεν θέλεις δυνηθή να τον αρπάσης. Και αν με εξαγάγης από ταύτης της αισθητής σκηνής του σώματός μου, όμως δεν θέλεις δυνηθή να μου στερήσης την νοητήν Μονήν της ουρανίου Βασιλείας. Εγώ επήνεσα τας νίκας άλλων ανδρείων. Τώρα δε, ότε εγώ ευρίσκομαι εις τον αγώνα, πως είναι δυνατόν να απορρίψω τα όπλα, που μου παρέδωκεν ο Χριστός μου δια να νικήσω; Ο Χριστός δεν προσφέρει τας δωρεάς Αυτού εις τους δειλούς και τους αμελείς ούτε στεφανώνει εκείνους όπου κοιμώνται. Δια τούτο παίγνιον φαίνεται εις εμέ το καύμα της πυράς σου, διότι με δροσίζει η δρόσος του Σωτήρος μου. Όλας δε τας τιμωρίας σου υπολογίζω όσον εν φύλλον δένδρου, διότι ο λογισμός μου έγινε σκληρός και αμετάβλητος ως πέτρα. Είμαι λοιπόν έτοιμος να προσφέρω το σώμα μου εις τον Χριστόν ως πρόβατον, επειδή χρεωστώ να θυσιάσω τούτο δι’ Αυτόν, καθώς Εκείνος εθυσιάσθη δι’ εμέ». Ταύτα ακούων ο Θεόδωρος έλεγε καθ’ εαυτόν· «Εγώ, εξ αιτίας της καλωσύνης μου, έδωσα εις αυτόν αφορμήν να λέγη τοιούτους λόγους. Ακόμη δεν έφθασε τους δεκαοκτώ χρόνους της ηλικίας του και ρητορεύει εις ημάς καλύτερα από τους ρήτορας. Εγώ επίστευον, ότι δια των βασανιστηρίων θα τον φέρω με την γνώμην μου, αλλά αυτός δεν φοβείται καθόλου ούτε μετακινείται από τον σκοπόν του. Άραγε θα τον φέρω με την γνώμην μου δια της υποσχέσεως πλούτου; Αλλ’ αυτός ουδόλως υπολογίζει τον πλούτον. Να τον κολακεύσω με λόγους γλυκείς; Αλλ’ ούτε δι’ αυτών νικάται. Λοιπόν άλλον τρόπον πρέπει να μεταχειρισθώ. Να τον ρίψω εντός λέμβου και να τον αφήσω μόνον εις το μέσον της θαλάσσης. Τότε, αν είναι ευσεβής και καλός άνθρωπος, θέλει τον φυλάξει η θεία Πρόνοια, αν δε είναι κακός, θέλει τον πνίξει η θεία Δίκη και δεν θέλει φονευθή δια των χειρών μου». Τούτο είπε με τον λογισμόν ο κριτής και ευθύς εγένετο έργον. Ούτω λοιπόν ο Μάρτυς του Χριστού Θαλλέλαιος ερρίφθη εντός λέμβου και εφέρετο υπό των ρευμάτων της θαλάσσης εδώ και εκεί. Ήτο όμως τόσον απτόητος, ως να περιεπάτει εις την στερεάν γην. Εγείρας δε τας χείρας του προς τον ουρανόν είπε· «Προς Σε, Κύριε, ήρα την ψυχήν μου, τον κατοικούντα εν τω ουρανώ. Πολλάκις Σε επεκαλέσθην και με ευσπλαγχνίσθης. Ευσπλαγχνίσου με λοιπόν και τώρα και οδήγησόν με εις λιμένα σωτηρίας, ίνα με με καταπίη ο βυθός της θαλάσσης και στερηθώ το Μαρτύριόν Σου δια το μέγα Όνομά Σου, αλλά πλήρωσε την επιθυμίαν μου, ίνα θυσιάσω εις Σε, τον Χριστόν μου, το σώμα μου και δια της υπομονής αξιωθώ να παρουσιασθώ, μετά παρρησίας, προ του φοβερού Σου Κριτηρίου. Διότι οι οφθαλμοί της ψυχής μου εις Σε ελπίζουσι, Κύριε». Τότε, ω του θαύματος! Ευθύς εγαλήνευσεν η θάλασσα και ως να ευσπλαγχνίσθη τον Άγιον, εν τελεία γαλήνη έφερεν αυτόν εις τον αιγιαλόν, πλησίον της ιδίας χώρας των Αιγών, ενδεδυμένον δια λευκού ιματίου. Ακούσας ο κριτής το τοιούτον θαύμα, έμεινεν εκστατικός και επρόσταξε να οδηγήσουν τον Άγιον έμπροσθέν του. Ευθύς λοιπόν έτρεξαν οι στρατιώται και, ως άγριοι λύκοι, ήρπασαν το άκακον πρόβατον του Χριστού και έφεραν αυτόν προ του κριτού. Τότε μετέβησαν εις το κριτήριον πολλοί ειδωλολάτραι και μάλιστα οι ιατροί, οίτινες εφθόνουν τον Άγιον δια τας ιατρείας τας οποίας προσέφερε και εφώναζον οι αλιτήριοι εναντίον του Μάρτυρος, παρακινούντες τον άδικον κριτήν να αποφασίση την θανάτωσίν του. Ο δε κριτής είπε προς τον Άγιον· «Τι λέγεις, Θαλλέλαιε, δια όλα αυτά, τα οποία σε κατηγορούν»; Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Ο Θεός, τον οποίον εγώ προσκυνώ και λατρεύω, ας με βοηθή και ο κόσμος όλος ας με πολεμή. Δια τούτο πρέπει να υπομείνω την ταλαιπωρίαν ταύτην, χωρίς να λάβω υπ’ όψιν ουδεμίαν σωματικήν βάσανον, ίνα ούτω αξιωθώ να λάβω τον θάνατον δια την αγάπην του Χριστού μου». Τότε ο εξουσιαστής, δια να καταπαύση τας φωνάς του λαού και πεος απειλήν του Μάρτυρος, είπε με πανουργίαν και όχι αληθώς ταύτα· «Επειδή ουδείς κακός δαίμων δεν σε έπνιξεν εις την θάλασσαν, εγώ θα δώσω τώρα εις σε το τέλος της ζωής σου. Λοιπόν προστάζω να καρφωθή ούτος εις μίαν σανίδα δια τεσσάρων καρφίων και με πίσσαν κοχλάζουσαν να περιχυθή, από της κεφαλής έως των ποδών, έπειτα να χωθή εντός των πετρών και να καίεται δια πυράς, έως ότου αποθάνη». Ταύτα ακούσας ο μακάριος Θαλλέλαιος ίδρωσε κατά το πρόσωπον ως παλαιστής κουρασθείς από τα αγωνίσματα και εκινήθη ασυναισθήτως εις δάκρυα. Νομίσας τότε ο αναιδέστατος τύραννος, ότι ο Άγιος εφοβήθη, είπεν· «Οι δαίμονες έφυγον εξ αυτού και δια τούτο δειλιάζει προ των βασάνων. Όμως εγώ πρέπει να τον ευσπλαγχνισθώ». Και ευθύς στρέψας προς τον Άγιον, του είπεν· «Εάν προσκυνήσης Θαλλέλαιε, τους θεούς, σού υπόσχομαι πλούτον και δόξαν πολλήν και προς τούτοις την ευσπλαγχνίαν και την γλυκύτητα των θεών. Εάν όμως δεν θελήσης να υπακούσης και αυτά θέλεις στερηθή και την ζωήν σου». Αλλ’ ο γενναίος του Χριστού Αθλητής απεκρίθη· «Καταγελώ το όνομα της ευσπλαγχνίας σου και τα χαρίσματά σου, διότι δια τούτων ζητείς να με πλανήσης δια να καταντήσω ασεβής, αρνούμενος την ευσέβειάν μου. Τον πλούτον σου θεωρώ ως το χώμα της γης και άλλο τι δεν μου δίδει περισσότερον κέρδος, όσον η καθαρά θυσία του σώματός μου. Όταν ήμην εις την αρχήν των βασάνων ήτο ο λογισμός μου στερεός και ασάλευτος. Τώρα δε, ότε ευρίσκομαι εις το τέλος και αναμένω να νικήσω, με παρακινείς, παρανομώτατε, να κλίνω προς την γνώμην σου; Εγώ τας βασάνους σου έχω προς χαράν μου, τας πληγάς σου προς δόξαν μου, τους κινδύνους ως στέφανα και να εκδυθώ τούτο το σώμα μου νομίζω ως να εξεδυόμην ενός απλού ενδύματος, διότι δια των ελπίδων του Χριστού μου στερεούμαι περισσότερον». Βλέπων τότε ο τύραννος, ότι δεν δύναται με κανένα τρόπον να μεταστρέψη την γνώμην του Αγίου, εκινήθη εις οργήν και είπε προς εαυτόν· «Λόγους πολλούς είπον, ευσπλαγχνίαν μεγάλην έδειξα και δια βασάνων δεινών ετιμώρησα τούτον. Όμως δεν ηδυνήθην να τον μεταπείσω. Αδίκως εχάθη δι’ αυτόν τόσον πλήθος πληγών. Χωρίς κανέν όφελος εκοπίασαν δι’ αυτόν τόσοι στρατιώται. Αυτός επιθυμεί να σφαγή, αυτός αγαπά να αποθάνη. Τι θέλω λοιπόν να ομιλώ εις ώτα, τα οποία δεν ακούουν; Ας αποφασίσω πλέον τον θάνατόν του». Ευθύς τότε επρόσταξε και έρριψαν τον Άγιον εις τέσσαρας φοβερούς λέοντας, δια να τον καταξεσχίσουν. Αλλ’ ο Θεός των Δυνάμεων δεν εγκατέλειψεν αυτόν αβοήθητον, μεταβαλών, εν τω άμα, την αγριότητα των θηρίων εις ημερότητα αρνίων. Ίσταντο δε ούτοι πλησίον του Μάρτυρος σείοντες τας ουράς των και παίζοντες. Ο δε τύραννος, καταισχυνθείς, ευρίσκετο εν απορία μη γνωρίζων τι να πράξη. Τέλος λαβών την γραφίδα έγραψε την απόφασιν του θανάτου του Μάρτυρος, ήτοι να αποκεφαλισθή. Έπειτα, από τον θυμόν του, έρριψε την γραφίδα εις την γην και εγερθείς από το κριτήριον έφυγεν. Ούτως ετελειώθη ο πολύαθλος Μάρτυς του Χριστού Θαλλέλαιος την κ΄ (20ην) του μηνός Μαϊου και έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον. Τότε και άλλοι πολλοί, βλέποντες την ανδρείαν και υπομονήν του Αγίου Μάρτυρος ως και τα θαύματα εκείνου, επίστευσαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και μαρτυρήσαντες απέθανον τον υπέρ Χριστού θάνατον. Μετά τούτων δε ήτο και ο μακάριος διδάσκαλος του Αγίου Θαλλελαίου εις την ιατρικήν τέχνην και εις ξυλοφόρος, Αστέριος ονόματι, ο στρατιώτης Αλέξανδρος, ο Στερωνάς, ο Φιλέγριος, ο Τιμόθεος, η Θεοδούλη, η Μακαρία και άλλοι πολλοί, ων ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Ευρών δε ιατρόν τινα άριστον και θεοσεβέστατον, εις ολίγον καιρόν εξέμαθε τελείως την τέχνην ταύτην, επειδή ήτο φύσεως δεξιάς. Ήτο δε ο νέος ούτος πολύ ευλαβής και θεοσεβέστατος και εστόλισε την ψυχήν του με όλας τας αρετάς και παν θεάρεστον έργον. Διο εδέχετο εις την οικίαν του όλους τους ανθρώπους, ξένους και εντοπίους, και επεριποιείτο τούτους με αγάπην, προσφέρων εις πάντα πάσαν ανάπαυσιν. Η οικία λοιπόν αυτού ήτο ξενοδοχείον πτωχών και πλουσίων, διότι ηγάπα πολύ την αρετήν της φιλοξενίας και εχαίρετο να βλέπη τους ανθρώπους θεραπευομένους υπ’ αυτού. Όμως περισσοτέραν συμπάθειαν και ευσπλαγχνίαν είχεν εις τους πτωχούς και δια τούτους κατέβαλλε περισσοτέραν φροντίδα, αισθανόμενος τους πόνους αυτών ως να ήσαν ιδικοί του. Πολλάκις δε, δια να ανακουφίση τον κόπον των, μετέφερε τούτους επί των ώμων του εις την οικίαν του και ίστατο έμπροσθέν των ως δούλος, προτιμών καλλίτερον να υπηρετή τούτους παρά να πράττη άλλο καλόν. Τόσην δε ευσπλαγχνίαν εδείκνυε προς τους έχοντας ανάγκην της βοηθείας του, ώστε δεν ανέμενε να τον καλέσουν εκείνοι, αλλ’ έτρεχεν αυτός εις εκείνους και τους εβοήθει δίδων εις αυτούς την υγείαν των δωρεάν, άνευ χρημάτων ή άλλων δώρων. Διότι, μετά της φιλανθρωπίας και της ευσπλαγχνίας, είχε και την ακτημοσύνην, διο και ουδέποτε ηθέλησε να αποκτήση χρήματα ούτε κανέν άλλο πράγμα του κόσμου τούτου. Τόσην δε ταπείνωσιν είχεν, ώστε μόνος επεριποιείτο τας πληγάς των αρρώστων και εθεράπευε ταύτας. Όθεν, τοιουτοτρόπως πολιτευόμενος, ηξιώθη των Αποστολικών χαρισμάτων και εκήρυττε παρρησία το όνομα του Χριστού, ούτω δε μόνον, χωρίς ιατρικά και έμπλαστρα, ιάτρευε πάσαν ασθένειαν, αγωνιζόμενος με πάσαν επιμέλειαν να φέρη τους ιατρευομένους εις την ευσέβειαν, και να κάμη Χριστιανούς τους ειδωλολάτρας. Δια τούτο δεν έκαμνε καμμίαν διάκρισιν μεταξύ των πιστών και των απίστων, αλλ’ εθεράπευεν άπαντας. Όσοι λοιπόν προσέτρεχον εις αυτόν ελάμβανον διπλήν την ιατρείαν, της ψυχής και του σώματος. Διότι όλους εξ ίσου ευσπλαγχνίζετο και συνεπάθει παρακαλών θερμώς τον Θεόν, δια μεν τους Χριστιανούς να μετανοήσουν και να διορθώσουν τα σφάλματά των, δια δε τους ειδωλολάτρας να εγκαταλείψουν την πλάνην και να πιστεύσουν εις τον Χριστόν. Δια τούτο και ήλεγχεν ακόμη εκείνους οίτινες δεν συνεπάθουν τους απίστους εις τας συμφοράς και τας ασθενείας των. Ιδών δε ποτε Χριστιανόν τινα, όστις ήτο ωργισμένος εναντίον ειδωλολάτρου και εχαίρετο δια την δυστυχίαν του, ελυπήθη πολύ και ελέγξας αυτόν δια την σκληρότητα της γνώμης του, είπε· «Δεν πρέπει να χαίρεσαι, αδελφέ, δια το κακόν του αδελφού σου, διότι αι συμφοραί και τα πάθη είναι κοινά εις όλους και δεν γνωρίζει τις τι έχεινα πάθη έως τέλους». Επειδή δε ο Χριστιανός είπεν, ότι κάλλιον να αποθάνουν το συντομώτερον οι ασεβείς παρά να ζουν, διότι τι όφελος κάμνουν εάν ζουν, αφού εγήρασαν εις την ασέβειαν και εις όλα τα κακά, ο μακάριος Θαλλέλαιος απεκρίθη· «Ημείς, αδελφέ, έχομεν εντολήν από τον Κύριόν μας να προσευχώμεθα δια το καλόν των εχθρών μας και όχι να χαιρώμαστε δια το κακόν αυτών. Διότι δια του τρόπου τούτου εξασθενούμεν την απιστίαν των και δια της συμπαθείας φέρομεν αυτούς εις την ευσέβειαν». Δια τούτων και άλλων λόγων εμαλάκωσε την σκληρότητα του Χριστιανού εκείνου, επιτυχών, ο ευλογημένος, να γίνη εκείνος εύσπλαγχνος. Έχων δε ο Άγιος πολύν ζήλον εις την ευσέβειαν, ηγωνίζετο δια διαφόρων τρόπων να εξαλείψη την πλάνην των ειδώλων. Δια τούτο μετέβαινε την νύκτα και έκοπτε τα υψηλά δένδρα του Λιβάνου, υπό τα οποία συνηθροίζοντο οι ειδωλολάτραι και έκαμνον τας θυσίας εις τους θεούς των, μολύνοντες τας ψυχάς των με τας πορνείας. Διότι εκεί εγίνοντο πολλαί διασκεδάσεις και χοροί γυναικών μετά μουσικών οργάνων. Αλλά με την εκκοπήν των δένδρων απέκοπτε τούτους ο Άγιος και από τας θυσίας των μιαρών ειδώλων και από τας ασελγείς πράξεις των. Έπειτα, δια μέσου της ιατρικής, έσυρε πολλούς προς αυτόν, τους οποίους ωδήγει κατόπιν εις την αληθινήν Πίστιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Όφις φαρμακερός εδάγκωσε ποτέ άνθρωπόν τινα εις το στήθος, από δε το δηλητήριον του θηρίου εσάπισε το στήθος και αι πλευραί του και εκινδύνευε να αποθάνη. Όθεν μετέβη εις ιατρούς και εξοδεύσας ό,τι είχε, δεν εύρε θεραπείαν. Απηλπίσθη λοιπόν τελείως και ανέμενε τον θάνατον. Ευρέθη όμως πρόθυμος ιατρός ο Άγιος Θαλλέλαιος να τον θεραπεύση και το μόνον, όπερ εζήτησε παρ’ αυτού, ήτο να πιστεύση εις τον Χριστόν. Ευθύς δε ως ο ασθενής ωμολόγησεν, ότι πιστεύει αδιστάκτως εις τον Χριστόν εάν θεραπευθή, ο Άγιος έθεσε την δεξιάν του χείρα επί του στήθους του και σφραγίσας αυτό με το σημείον του ζωοποιού Σταυρού, εθεράπευσεν αυτόν τελείως χωρίς να απομείνη εις αυτόν κανέν σημείον εκ του πάθους του. Μεγάλως λοιπόν ευχαριστήσας τον Άγιον εδόξασε τον Θεόν δια την διπλήν θεραπείαν, την οποίαν έλαβε, την της ψυχής και του σώματος. Άλλοτε πάλιν ησθένησεν ιατρός τις από βαρείαν ασθένειαν και έχασε την φωνήν του, έκτοτε δε δεν ηδύνατο ουδόλως να ομιλήση. Όθεν οι συγγενείς του, απελπισθέντες από όλους τους ιατρούς και από όλα τα φάρμακα, προσέτρεξαν εις τον Άγιον και φέροντες τον ασθενή έρριψαν αυτόν έμπροσθέν του παρακαλούντες να τον ιατρεύση! Τότε ο εύσπλαγχνος Θαλλέλαιος επλησίασεν αυτόν και είπεν· «Εάν θέλης να επανεύρης την υγείαν σου, είναι ανάγκη να πιστεύσης εις τον Χριστόν και ευθύς Εκείνος θέλει σε θεραπεύσει». Ταύτα ακούσας ο ασθενής προσέπεσεν εις τους πόδας του Αγίου και βρέχων αυτούς δια των δακρύων του του έδωσε να εννοήση δια νευμάτων, ότι πιστεύει εις τον Χριστόν εξ όλης ψυχής, αρκεί μόνον να τύχη της θεραπείας του. Τότε, ω του θαύματος! ευθύς ήλθεν η θεία Χάρις εις αυτόν, ελύθη ο δεσμός της γλώσσης του και ωμίλει καθώς και πρότερον. Έκτοτε πλέον ο Άγιος περιεπάτει εις όλην την πόλιν, αναζητών ίνα εύρη ασθενή ή πτωχόν ή πεινασμένον ή πεπλανημένον τινά εις την ασέβειαν, δια να τους θεραπεύση και σωματικώς και ψυχικώς. Ευρών δε παράλυτον, γυμνόν, ερριμμένον εις την γην, ελυπήθη τούτον και πλησιάσας εις αυτόν, τον ηρώτησε δια την ασθένειάν του. Εκείνος δε απεκρίθη ούτω· «Περιεπάτουν ποτέ εις δρόμον τινά κρημνώδη και παραπατήσας εκρημνίσθην και συνέτριψα τον πόδα μου. Όθεν μετεχειρίσθην διάφορα ιατρικά επί καιρόν πολύν, αλλά δεν ηδυνήθην να λάβω θεραπείαν. Είμαι λοιπόν, ως με βλέπεις, πληγωμένος, κατάκοιτος, απηλπισμένος και αθλιώτερος όλων των ανθρώπων. Συ δε, όστις είσαι περισσότερον εύσπλαγχνος από κάθε σαρκικόν πατέρα, ελέησόν με τον δυστυχή και θεράπευσόν με». Τότε ο Άγιος είπεν· «Εγώ θα σε επιδέσω με την Πίστιν του Χριστού και θα θεραπευθής. Μόνον να πιστεύσης εις τον Χριστόν και ευθύς θέλει σου δοθή η Χάρις της ιατρείας». Αφ’ ου δε είπεν ο ασθενής ότι πιστεύει ολοψύχως εις τον Χριστόν, έλαβεν ο Άγιος τον πόδα αυτού και τον συνήρμοσεν εις τον τόπον του. Ευθύς δε ως ήγγισε τούτον, ηνώθησαν τα νεύρα, ιατρεύθησαν αι πληγαί και ο αδύνατος και χωλός ενεδυναμώθη και έτρεχεν, ευχαριστών τον Άγιον, ο οποίος παρήγγειλεν εις αυτόν ότι, εάν θέλη να τον ευχαριστήση, να μη φανερώση εις κανένα το θαύμα τούτο, επειδή δεν ήθελε να δοξασθή και να επαινεθή παρά των ανθρώπων. Αλλ’ εκείνος έπραξε το αντίθετον, έτρεχεν εις τους δρόμους και εκήρυττεν εις όλους την θεραπείαν, την οποίαν έλαβεν από τον Άγιον. Το θαύμα τούτο ήκουσε και γυνή τις, ήτις είχε δαιμόνιον, το οποίον την ηνώχλει φοβερώς. Όθεν ευθύς έδραμεν εις τον οίκον του Αγίου και διηγήθη προς αυτόν την συμφοράν της. Παρεκάλει δε αυτόν μετά κλαυθμών να την ελευθερώση από το πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα. Ευθύς τότε το δαιμόνιον εξοργισθέν έρριψε αυτήν κατά γης και την εσπάρασσεν. Ο δε Άγιος, βλέπων την γυναίκα βασανιζομένην κατ’ αυτόν τον τρόπον, εσπλαγχνίσθη και σφραγίσας αυτήν εις το μέτωπον δια του σημείου του Τιμίου Σταυρού, επεκαλέσθη το όνομα του Ιησού Χριστού. Τότε, ω του θαύματος! ευθύς το δαιμόνιον εγκατέλειψε αυτήν και έφυγεν. Αφ’ ου δε η γυνή ηλευθερώθη από το ακάθαρτον πνεύμα, έτρεχε με χαράν μεγάλην, κυρύττουσα μεγαλοφώνως τα μεγαλεία του Θεού. Ενώ δε διήρχετο εκ τόπου τινός, είδε τυφλόν τινα, γνώριμόν της, και είπε προς αυτόν μετά φωνής μεγάλης· «Τι κάθεσαι εδώ χωρίς όφελος; Δεν ήκουσες ότι εις την πόλιν μας ευρίσκεται εις ιατρός θαυμάσιος, όστις ιατρεύει όλους τους ασθενείς παραδόξως και τα δαιμόνια διώκει και τα σώματα των ανθρώπων ελευθερώνει από την λώβην και από κάθε άλλην πληγήν, δίδων εις όλους την σωτηρίαν χωρίς να δέχεται κανέν δώρον; Διδάσκει δε ο μακάριος αυτός και παραγγέλλει εις τους ανθρώπους τα καλά έργα. Όλους τους ασθενείς, τους προστρέχοντας εις αυτόν, υποδέχεται και αναπαύει εις κλίνας, η δε οικία του είναι παρηγορία παντός δυστυχούντος, διότι ως εύσπλαγχνος φροντιστής των ασθενών ιατρεύει πάντας. Ελθέ λοιπόν και συ να σε υπάγω εις αυτόν, δια να λάβεις την ιατρείαν σου». Τούτους τους λόγους είπεν η ιαθείσα γυνή εις τον τυφλόν και εκείνος υπήκουσε και μετέβη μετ’ αυτής εις τον Άγιον. Ήτο δε και ούτος τυφλός όχι μόνον κατά τους οφθαλμούς του σώματος, αλλά και κατά τους οφθαλμούς της ψυχής, διότι προσεκύνει τα είδωλα. Όμως ελπίζων ότι θα θεραπευθή από τον Άγιον, προσέπεσεν εις τους πόδας του και έλεγε μετά δακρύων· «Έως τώρα ήμην ελεεινός και άθλιος, αλλά από τώρα και εις το εξής θα είμαι μακάριος και καλότυχος, διότι θέλω λάβει από σε το φως των οφθαλμών μου». Τι δε απεκρίθη προς αυτόν ο Άγιος; «Ο ακοίμητος οφθαλμός του Θεού, ω άνθρωπε, βλέπει όλων τας καρδίας και τας γνώμας και τας πράξεις. Πίστευσον λοιπόν εις τον Χριστόν, τον Δημιουργόν της φύσεως, και θέλεις λάβει την θεραπείαν των οφθαλμών σου. Διότι, εάν πιστεύσης ότι Αυτός είναι ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, τότε Εκείνος θα σε θεραπεύση». Ακούσας ταύτα ο τυφλός είπε· «Πιστεύω εξ όλης της ψυχής μου εις τον Χριστόν». Λαβών δε τας τρισμακαρίας χείρας του Αγίου επέθεσε ταύτας επί των οφθαλμών του και τότε ευθύς έλαβε το φως του και δοξάζων τον Θεόν έμεινε πλησίον του Αγίου. Επειδή λοιπόν ο Άγιος παραδόξως ιάτρευεν άπαντας τους αρρώστους, διεδόθη η φήμη του εις όλον τον κόσμον και πανταχόθεν έτρεχον οι ασθενείς εις τον Άγιον, παρά του οποίου εθεραπεύοντο σωματικώς και ψυχικώς. Όθεν, θείω ζήλω κινούμενος ο μακάριος Θαλλέλαιος, περιεπάτει από τόπου εις τόπον, δήθεν δια να ιατρεύη, πράγματι όμως δια να κηρύττη το όνομα του Χριστού και να οδηγή τους ανθρώπους εις την ευσέβειαν. Όθεν μετέβη και εις την Έδεσσαν, όπου, εξ αιτίας της ιατρικής, έκαμε πολλούς και επίστευσαν εις τον Χριστόν. Αλλ’ ο μισόκαλος διάβολος, μη υποφέρων να βλέπη την Πίστιν του Χριστού αυξανομένην, εκίνησε πονηρούς τινάς ανθρώπους, οίτινες, μεταβάντες εις τον εξουσιαστήν του τόπου, Τιβεριανόν καλούμενον, κατέδωσαν τον Άγιον. Κατά τον καιρόν εκείνον εβασίλευεν, ως είπομεν, ο Νουμεριανός. Ούτος, ως όλως διόλου παραδεδομένος εις την πλάνην των ειδώλων, εκίνησε μέγαν διωγμόν κατά των Χριστιανών και απέστειλεν εις όλην την επικράτειαν ιδικούς του εξουσιαστάς με ορισμούς φοβερούς να θανατώνουν τους Χριστιανούς και να εξαλείψουν, δια παντός τρόπου, το όνομα του Χριστού. Ο καθείς λοιπόν εξουσιαστής εφρόντιζε πως να δείξη περισσοτέραν ευπείθειαν εις τους βασιλικούς ορισμούς. Δια τούτο και ο Τιβετιανός, ακούσας δια τον Άγιον Θαλλέλαιον, ότι εκήρυττε το όνομα του Χριστού, έστειλεν ευθύς στρατιώτας, οίτινες έφεραν τον Άγιον έμπροσθέν του. Τούτου δε γενομένου επρόσταξε και έδειραν αυτόν σφοδρώς. Έπειτα, επειδή ενόμισεν ότι ήτο έξω φρενών, απέλυσε τούτον προστάξας να μη περιπατή πλέον εις τόπον υποκείμενον εις την εξουσίαν του. τότε ο Άγιος ανεχώρησεν εκείθεν και μετέβη εις τα μέρη της Κιλικίας, όπου πάλιν, με την πρόφασιν της ιατρικής, εκήρυττε το όνομα του Χριστού. Τότε μερικοί ειδωλολάτραι διέβαλον τον Άγιον εις τον Θεόδωρον, τον εξουσιαστήν της χώρας των Αιγών, της παραθαλασσίας, λέγοντες, ότι ήλθεν εις την χώραν ταύτην Γαλιλαίος τις Χριστιανός, όστις, μεταχειριζόμενος την ψευδοϊατρικήν, πλανά τον λαόν και καυχάται, ότι θεραπεύει τους ασθενείς με το όνομα του Ιησού Χριστού, του σταυρωθέντος υπό των Εβραίων και κηρύττει ότι αυτός είναι ο λυτρωτής και Σωτήρ του κόσμου. Έλεγον ακόμη ότι ο Γαλιλαίος αυτός ατιμάζει τους θεούς και δεν παύει από του να κόπτη τα ιερά δένδρα του Λιβάνου. Ταύτα ακούσας ο εξουσιαστής, έστειλεν ευθύς στρατιώτας να τον φέρουν ενώπιόν του. Ούτοι δε, ευρόντες τον Άγιον, τον έδεσαν και δέροντες αυτόν, τον έφεραν εις τον Θεόδωρον. Την επομένην εκάθησεν ο εξουσιαστής, ίνα κρίνη, εις τον ναόν του Αδριανού. Οι δε στρατιώται, εκδύσαντες τον Άγιον, τον ωδήγησαν βιαίως έμπροσθέν του ως κατάδικον. Τότε ηρώτησεν αυτόν ο εξουσιαστής πόθεν κατήγετο, το όνομά του και την τέχνην του. ο δε Άγιος απεκρίθη· «Η πατρίς μου είναι η Φοινίκη. Είμαι υιός γονέων ελευθέρων. Ονομάζομαι Θαλλέλαιος, η δε τέχνη μου είναι η ιατρική και είμαι Χριστιανός και δούλος του Ιησού Χριστού». Ο εξουσιαστής ηρώτησε πάλιν· «Πως ήλθες εις την χώραν ταύτην»; Ο δε Άγιος είπε: «Περιπατώ από τόπου εις τόπον δια να κηρύξω την Πίστιν του Ιησού Χριστού και να εξαλείψω την πλάνην των ειδώλων, διότι τίποτε άλλο δεν είναι τόσον ευάρεστον εις τον Θεόν, όσον το έργον τούτο». Ο εξουσιαστής, ακούσας ταύτα, εθυμώθη και επρόσταξε να τρυπήσουν τους αστραγάλους του Αγίου και να κρεμάσουν αυτόν δια σχοινίων με την κεφαλήν προς τα κάτω. Αλλ’ οι στρατιώται, αλλοιωθέντες κατά τας φρένας υπό της θείας δυνάμεως, ετρύπησαν εν ξύλον και εκρέμασαν αυτό, νομίζοντες ότι εκρέμασαν τον Άγιον. Βλέπων ο εξουσιαστής, το ξύλον κρεμάμενον και νομίζων ότι οι στρατιώται περιέπαιζον αυτόν, ετιμώρησεν αυτούς, προστάξας άλλους στρατιώτας να δείρουν τον Μάρτυρα με βούνευρα ωμά, πιστεύων ότι θα καταβάλη τούτον δια των τοιούτων βασάνων. Αλλ’ ο γενναίος του Χριστού στρατιώτης έμενεν ανίκητος. Και, αν και επλήγωσαν όλον το σώμα αυτού οι σκληροί εκείνοι στρατιώται δια των σφοδρών δαρμών, όμως δεν ηδυνήθησαν να κλονίσουν, ουδέ κατ’ ελάχιστον, την προς τον Χριστόν πίστιν αυτού, έμενε δε αύτη στερεά και ακλόνητος, διότι ο Άγιος, ως να μη ησθάνετο κανένα πόνον, υπέμενεν ανδρείως τας πληγάς και τα βάσανα, δια την πολλήν αγάπην την οποίαν είχε προς τον φιλάνθρωπον Θεόν. Όθεν βλέπων ο τύραννος, ότι οι στρατιώται απέκαμον εκ των βασάνων τας οποίας έκαμνον εις τον Μάρτυρα χωρίς όφελος και θαυμάζων την καρτερίαν του, ήρχισε να λέγη προς αυτόν δολίως και υπούλως· «Με ποίον τρόπον θεραπεύεις τους ασθενείς, αγαπητέ Θαλλέλαιε; Ειπέ μοι την αλήθειαν, εάν θέλης να έχης την αγάπην μου. Αν θεραπεύης αυτούς με μαγείας, ειπέ το δια να το μάθω και εγώ. Αν όμως τους θεραπεύης με την δύναμιν των θεών, θέλω πιστεύσει και εγώ, ότι εκείνοι δύνανται να θεραπεύσουν πάσαν ασθένειαν και όχι ο Χριστός και ο Σταυρός, όστις είναι η μεγαλυτέρα καταδίκη του κόσμου». Ταύτα και άλλα βλάσφημα είπεν ο ασεβής εναντίον του Δεσπότου Χριστού. Ο δε Μάρτυς, ακούσας ταύτα, επληγώθη περισσότερον από τας βλασφημίας, τας οποίας ήκουσε κατά του Χριστού ή από τα βάσανα, τα οποία του έκαμνον. Όθεν απεκρίθη μετά παρρησίας εις τον εξουσιαστήν λέγων ταύτα: «Εγώ ούτε μάγος είμαι ούτε με μαγείας θεραπεύω τους ασθενείς ούτε δια των θεών σου, οι οποίοι είναι άψυχα, κωφά και αναίσθητα είδωλα, τα οποία εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού πίπτουν κάτω και συντρίβονται. Αν θέλης λοιπόν να βεβαιωθής δια την αλήθειαν, με τι πράγματι θεραπεύονται οι ασθενείς, εξέτασον εκείνους, οίτινες έλαβον την θεραπείαν, δια να πληροφορηθής από τους ιδίους, ότι με άλλο τι δεν εθεραπεύθησαν, ει μη μόνον δια του ονόματος του Ιησού Χριστού και δια του σημείου του ζωοποιού Σταυρού, τον οποίον συ καταφρονείς, διότι δεν γνωρίζεις ότι Αυτός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, διώκει τους δαίμονας, ανορθοί τους παραλύτους, δίδει το φως εις τους τυφλούς, ανασταίνει τους νεκρούς και θεραπεύει πάσαν ασθένειαν, καθώς κηρύττουν οι ιδόντες και δεχθέντες την τοιαύτην ευεργεσίαν. Αυτός λοιπόν ο Μονογενής Υιός του Θεού, βλέπων την εικόνα Του, τον άνθρωπον, το πλάσμα των χειρών Του, όστις, εξ αιτίας της παρακοής του, εξωρίσθη από τον Παράδεισον, εστερήθη όλων των αγαθών, τα οποία του εχάρισε και υπεδουλώθη από τον διάβολον, δια της πτώσεως εις την ειδωλολατρίαν και εις όλα τα κακά, εις τα οποία ο φθονερός εκείνος εχθρός τον εξώθησεν, ευσπλαγχνίσθη τούτον και κατήλθεν εις τον κόσμον, γενόμενος άνθρωπος, ίνα σώση τον άνθρωπον, ίνα δια της θείας διδασκαλίας Του και του ιδίου Αυτού παραδείγματος οδηγήση ημάς εις τον δρόμον του Παραδείσου. Εσταυρώθη ο αναμάρτητος δια την προς ημάς αγάπην Του και δια του Παναχράντου Αίματός Του εξηγόρασεν ημάς και μας ηλευθέρωσεν από την δουλείαν του διαβόλου. Πόσας ευεργεσίας και πόσα καλά δεν έκαμεν εις τον κόσμον ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός; Παραλύτους εθεράπευσε, κωφούς, τυφλούς, υδρωπικούς, δαιμονισμένους και εκ πάσης ασθενείας ασθενούντας εθεράπευσε, νεκρούς ακόμη ανέστησε και όλα τα αγαθά εδώρισεν εις τους ανθρώπους. Αυτός, λέγω, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, όταν ηθέλησε να αναληφθή εις τους ουρανούς, έδωκε την Χάριν Αυτού εις τους Αποστόλους Του και εις όλους εκείνους, οίτινες πιστεύουν εις Αυτόν και φυλάττουν τας εντολάς Του, με το θέλημα Αυτού να προσφέρουν τας ιδίας αυτάς ευεργεσίας εις τους ανθρώπους. Την Χάριν αυτήν εχάρισε και εις εμέ, τον ταπεινόν δούλον Του ίνα, δια του Αγίου Του ονόματος και δια του σημείου του Τιμίου Του Σταυρού, θεραπεύεται πάσα ασθένεια. Διατί λοιπόν συ βλασφημείς εναντίον του Ιησού Χριστού, του λυτρωτού και Σωτήρος του κόσμου; Έπρεπε μάλιστα να πιστεύσης εις Αυτόν και να εγκαταλείψης τους ματαίους θεούς σου, ίνα κερδίσης την αιώνιον ζωήν. Άκουσόν με, ω εξουσιαστά, αν θέλης το καλόν σου και πίστευσον εις τον Χριστόν τον αληθινόν Θεόν και τότε θέλεις γνωρίσει την ευσπλαγχνίαν Του, την φιλανθρωπίαν Του και την δύναμίν Του, την θεραπεύουσαν όχι μόνον τας σωματικάς ασθενείας, αλλά και τας ψυχικάς τοιαύτας των αμαρτωλών. Διότι ως ευσπλαγχνος και φιλάνθρωπος όπου είναι, θέλει και ποθεί να σωθούν όλοι οι άνθρωποι». Ταύτα του Μάρτυρος λέγοντος και βλέπων ο τύραννος, ότι ο λαός ήκουε τους σωτηρίους τούτους λόγους του με μεγάλον πόθον, ήναψεν από τον θυμόν και είπεν· «Ω! καλός εκδικητής του Χριστού εγένεσο συ ο κατάδικος. Εγώ τώρα θα σου αποδείξω πόσον ματαίως ελπίζεις εις τον Χριστόν σου». Ώρμησε δε εναντίον του, δια να τον παιδεύση δια των ιδίων του χειρών. Αλλ’ ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Εξηράνθησαν ευθύς και αι δύο χείρες του και έμειναν ανενέργητοι! Όμως και με το σημείον τούτο δεν εσωφρονίσθη ο τρισκατάρατος, αλλ’ επρόσταξε τους στρατιώτας να βασανίσουν τον Μάρτυρα δια παντός είδους βασάνων. Ευθύς τότε οι ανήμεροι εκείνοι και απάνθρωποι υπηρέται, κατά την προσταγήν του εξουσιαστού, εβασάνιζον αυτόν δια σιδηρών ονύχων, δια πυρός, δια μαχαιρών και δι’ άλλων φρικτών μαρτυρίων. Ο δε Μάρτυς εδέχετο όλα με μεγάλην ανδρείαν και χαράν, διότι είχε μετ’ αυτού τον Χριστόν, τον ανακουφίζοντα όλας τας τιμωρίας. Ούτως, αν και επληγώθη δι’ αναριθμήτων πληγών εις όλον το σώμα του, εξεσχίσθη δια σιδηρών ονύχων και κατεκάη υπό του πυρός, όμως ίστατο ανδρείος και στερεός εις την Πίστιν του. Καταφρονών δε πάντα τα βασανιστήρια ο Άγιος έλεγεν εις τον τύραννον· «Μη νομίσης ότι θα φοβηθώ τας τιμωρίας σου και τον θάνατον, δια του οποίου με απειλείς. Διότι με μεγάλην τόλμην θα σε πολεμήσω, επειδή προτιμώ να αποθάνω με ευσέβειαν, παρά να ζω με ασέβειαν. Και εάν συ συντρίψης τούτο το πήλινον αγγείον της σαρκός μου, όμως τον θησαυρόν της ψυχής μου δεν θέλεις δυνηθή να τον αρπάσης. Και αν με εξαγάγης από ταύτης της αισθητής σκηνής του σώματός μου, όμως δεν θέλεις δυνηθή να μου στερήσης την νοητήν Μονήν της ουρανίου Βασιλείας. Εγώ επήνεσα τας νίκας άλλων ανδρείων. Τώρα δε, ότε εγώ ευρίσκομαι εις τον αγώνα, πως είναι δυνατόν να απορρίψω τα όπλα, που μου παρέδωκεν ο Χριστός μου δια να νικήσω; Ο Χριστός δεν προσφέρει τας δωρεάς Αυτού εις τους δειλούς και τους αμελείς ούτε στεφανώνει εκείνους όπου κοιμώνται. Δια τούτο παίγνιον φαίνεται εις εμέ το καύμα της πυράς σου, διότι με δροσίζει η δρόσος του Σωτήρος μου. Όλας δε τας τιμωρίας σου υπολογίζω όσον εν φύλλον δένδρου, διότι ο λογισμός μου έγινε σκληρός και αμετάβλητος ως πέτρα. Είμαι λοιπόν έτοιμος να προσφέρω το σώμα μου εις τον Χριστόν ως πρόβατον, επειδή χρεωστώ να θυσιάσω τούτο δι’ Αυτόν, καθώς Εκείνος εθυσιάσθη δι’ εμέ». Ταύτα ακούων ο Θεόδωρος έλεγε καθ’ εαυτόν· «Εγώ, εξ αιτίας της καλωσύνης μου, έδωσα εις αυτόν αφορμήν να λέγη τοιούτους λόγους. Ακόμη δεν έφθασε τους δεκαοκτώ χρόνους της ηλικίας του και ρητορεύει εις ημάς καλύτερα από τους ρήτορας. Εγώ επίστευον, ότι δια των βασανιστηρίων θα τον φέρω με την γνώμην μου, αλλά αυτός δεν φοβείται καθόλου ούτε μετακινείται από τον σκοπόν του. Άραγε θα τον φέρω με την γνώμην μου δια της υποσχέσεως πλούτου; Αλλ’ αυτός ουδόλως υπολογίζει τον πλούτον. Να τον κολακεύσω με λόγους γλυκείς; Αλλ’ ούτε δι’ αυτών νικάται. Λοιπόν άλλον τρόπον πρέπει να μεταχειρισθώ. Να τον ρίψω εντός λέμβου και να τον αφήσω μόνον εις το μέσον της θαλάσσης. Τότε, αν είναι ευσεβής και καλός άνθρωπος, θέλει τον φυλάξει η θεία Πρόνοια, αν δε είναι κακός, θέλει τον πνίξει η θεία Δίκη και δεν θέλει φονευθή δια των χειρών μου». Τούτο είπε με τον λογισμόν ο κριτής και ευθύς εγένετο έργον. Ούτω λοιπόν ο Μάρτυς του Χριστού Θαλλέλαιος ερρίφθη εντός λέμβου και εφέρετο υπό των ρευμάτων της θαλάσσης εδώ και εκεί. Ήτο όμως τόσον απτόητος, ως να περιεπάτει εις την στερεάν γην. Εγείρας δε τας χείρας του προς τον ουρανόν είπε· «Προς Σε, Κύριε, ήρα την ψυχήν μου, τον κατοικούντα εν τω ουρανώ. Πολλάκις Σε επεκαλέσθην και με ευσπλαγχνίσθης. Ευσπλαγχνίσου με λοιπόν και τώρα και οδήγησόν με εις λιμένα σωτηρίας, ίνα με με καταπίη ο βυθός της θαλάσσης και στερηθώ το Μαρτύριόν Σου δια το μέγα Όνομά Σου, αλλά πλήρωσε την επιθυμίαν μου, ίνα θυσιάσω εις Σε, τον Χριστόν μου, το σώμα μου και δια της υπομονής αξιωθώ να παρουσιασθώ, μετά παρρησίας, προ του φοβερού Σου Κριτηρίου. Διότι οι οφθαλμοί της ψυχής μου εις Σε ελπίζουσι, Κύριε». Τότε, ω του θαύματος! Ευθύς εγαλήνευσεν η θάλασσα και ως να ευσπλαγχνίσθη τον Άγιον, εν τελεία γαλήνη έφερεν αυτόν εις τον αιγιαλόν, πλησίον της ιδίας χώρας των Αιγών, ενδεδυμένον δια λευκού ιματίου. Ακούσας ο κριτής το τοιούτον θαύμα, έμεινεν εκστατικός και επρόσταξε να οδηγήσουν τον Άγιον έμπροσθέν του. Ευθύς λοιπόν έτρεξαν οι στρατιώται και, ως άγριοι λύκοι, ήρπασαν το άκακον πρόβατον του Χριστού και έφεραν αυτόν προ του κριτού. Τότε μετέβησαν εις το κριτήριον πολλοί ειδωλολάτραι και μάλιστα οι ιατροί, οίτινες εφθόνουν τον Άγιον δια τας ιατρείας τας οποίας προσέφερε και εφώναζον οι αλιτήριοι εναντίον του Μάρτυρος, παρακινούντες τον άδικον κριτήν να αποφασίση την θανάτωσίν του. Ο δε κριτής είπε προς τον Άγιον· «Τι λέγεις, Θαλλέλαιε, δια όλα αυτά, τα οποία σε κατηγορούν»; Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Ο Θεός, τον οποίον εγώ προσκυνώ και λατρεύω, ας με βοηθή και ο κόσμος όλος ας με πολεμή. Δια τούτο πρέπει να υπομείνω την ταλαιπωρίαν ταύτην, χωρίς να λάβω υπ’ όψιν ουδεμίαν σωματικήν βάσανον, ίνα ούτω αξιωθώ να λάβω τον θάνατον δια την αγάπην του Χριστού μου». Τότε ο εξουσιαστής, δια να καταπαύση τας φωνάς του λαού και πεος απειλήν του Μάρτυρος, είπε με πανουργίαν και όχι αληθώς ταύτα· «Επειδή ουδείς κακός δαίμων δεν σε έπνιξεν εις την θάλασσαν, εγώ θα δώσω τώρα εις σε το τέλος της ζωής σου. Λοιπόν προστάζω να καρφωθή ούτος εις μίαν σανίδα δια τεσσάρων καρφίων και με πίσσαν κοχλάζουσαν να περιχυθή, από της κεφαλής έως των ποδών, έπειτα να χωθή εντός των πετρών και να καίεται δια πυράς, έως ότου αποθάνη». Ταύτα ακούσας ο μακάριος Θαλλέλαιος ίδρωσε κατά το πρόσωπον ως παλαιστής κουρασθείς από τα αγωνίσματα και εκινήθη ασυναισθήτως εις δάκρυα. Νομίσας τότε ο αναιδέστατος τύραννος, ότι ο Άγιος εφοβήθη, είπεν· «Οι δαίμονες έφυγον εξ αυτού και δια τούτο δειλιάζει προ των βασάνων. Όμως εγώ πρέπει να τον ευσπλαγχνισθώ». Και ευθύς στρέψας προς τον Άγιον, του είπεν· «Εάν προσκυνήσης Θαλλέλαιε, τους θεούς, σού υπόσχομαι πλούτον και δόξαν πολλήν και προς τούτοις την ευσπλαγχνίαν και την γλυκύτητα των θεών. Εάν όμως δεν θελήσης να υπακούσης και αυτά θέλεις στερηθή και την ζωήν σου». Αλλ’ ο γενναίος του Χριστού Αθλητής απεκρίθη· «Καταγελώ το όνομα της ευσπλαγχνίας σου και τα χαρίσματά σου, διότι δια τούτων ζητείς να με πλανήσης δια να καταντήσω ασεβής, αρνούμενος την ευσέβειάν μου. Τον πλούτον σου θεωρώ ως το χώμα της γης και άλλο τι δεν μου δίδει περισσότερον κέρδος, όσον η καθαρά θυσία του σώματός μου. Όταν ήμην εις την αρχήν των βασάνων ήτο ο λογισμός μου στερεός και ασάλευτος. Τώρα δε, ότε ευρίσκομαι εις το τέλος και αναμένω να νικήσω, με παρακινείς, παρανομώτατε, να κλίνω προς την γνώμην σου; Εγώ τας βασάνους σου έχω προς χαράν μου, τας πληγάς σου προς δόξαν μου, τους κινδύνους ως στέφανα και να εκδυθώ τούτο το σώμα μου νομίζω ως να εξεδυόμην ενός απλού ενδύματος, διότι δια των ελπίδων του Χριστού μου στερεούμαι περισσότερον». Βλέπων τότε ο τύραννος, ότι δεν δύναται με κανένα τρόπον να μεταστρέψη την γνώμην του Αγίου, εκινήθη εις οργήν και είπε προς εαυτόν· «Λόγους πολλούς είπον, ευσπλαγχνίαν μεγάλην έδειξα και δια βασάνων δεινών ετιμώρησα τούτον. Όμως δεν ηδυνήθην να τον μεταπείσω. Αδίκως εχάθη δι’ αυτόν τόσον πλήθος πληγών. Χωρίς κανέν όφελος εκοπίασαν δι’ αυτόν τόσοι στρατιώται. Αυτός επιθυμεί να σφαγή, αυτός αγαπά να αποθάνη. Τι θέλω λοιπόν να ομιλώ εις ώτα, τα οποία δεν ακούουν; Ας αποφασίσω πλέον τον θάνατόν του». Ευθύς τότε επρόσταξε και έρριψαν τον Άγιον εις τέσσαρας φοβερούς λέοντας, δια να τον καταξεσχίσουν. Αλλ’ ο Θεός των Δυνάμεων δεν εγκατέλειψεν αυτόν αβοήθητον, μεταβαλών, εν τω άμα, την αγριότητα των θηρίων εις ημερότητα αρνίων. Ίσταντο δε ούτοι πλησίον του Μάρτυρος σείοντες τας ουράς των και παίζοντες. Ο δε τύραννος, καταισχυνθείς, ευρίσκετο εν απορία μη γνωρίζων τι να πράξη. Τέλος λαβών την γραφίδα έγραψε την απόφασιν του θανάτου του Μάρτυρος, ήτοι να αποκεφαλισθή. Έπειτα, από τον θυμόν του, έρριψε την γραφίδα εις την γην και εγερθείς από το κριτήριον έφυγεν. Ούτως ετελειώθη ο πολύαθλος Μάρτυς του Χριστού Θαλλέλαιος την κ΄ (20ην) του μηνός Μαϊου και έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον. Τότε και άλλοι πολλοί, βλέποντες την ανδρείαν και υπομονήν του Αγίου Μάρτυρος ως και τα θαύματα εκείνου, επίστευσαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και μαρτυρήσαντες απέθανον τον υπέρ Χριστού θάνατον. Μετά τούτων δε ήτο και ο μακάριος διδάσκαλος του Αγίου Θαλλελαίου εις την ιατρικήν τέχνην και εις ξυλοφόρος, Αστέριος ονόματι, ο στρατιώτης Αλέξανδρος, ο Στερωνάς, ο Φιλέγριος, ο Τιμόθεος, η Θεοδούλη, η Μακαρία και άλλοι πολλοί, ων ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου