του εν σχήματι
δερβίσου διατελέσαντος και εν Σμύρνη μαρτυρήσαντος κατά το έτος 1794, ξίφει
τελειωθέντος.
Αλέξανδρος
ο Άγιος Νεομάρτυς κατήγετο εκ της μεγαλουπόλεως Θεσσαλονίκης, οι δε γονείς του
κατώκουν εις το Μοναστήριον της Λαοδηγίας, το καλούμενον Λαγωδιανήν. Επειδή δε,
ότε ήτο νέος, έτυχε να είναι ωραίος κατά την όψιν, δεν ήτο δυνατόν να μη πέση
εις πειρασμόν, κατά την τυραννικήν συνήθειαν, την οποίαν είχον εις την πόλιν
ταύτην οι Αγαρηνοί. Όθεν οι γονείς του, δια να σώσουν αυτόν από της βίας
εκείνου, όστις επεβουλεύετο την σωφροσύνην του, ηναγκάσθησαν, ως η μήτηρ αυτού
μαρτυρεί, να φυγαδεύσουν αυτόν εις την Σμύρνην, ως εις τόπον ασφαλέστερον.
Αλλ’
έφυγεν όφιν και έπεσεν εις δράκοντα. Απέφυγε τον μικρόν κίνδυνον της σωφροσύνης
και εκεί ερρίφθη εις τον κρημνόν της απωλείας. Και ή δια της βίας ή δι’ απάτης
εξώμοσε την πάτριον θρησκείαν και ετούρκευσε. Λέγουσι δε, ότι εις αγάν Τούρκον
ειργάσθη και εκείνος δια δόλου επαγίδευσε την απλήν αυτού ψυχήν, φεύ! εις την
ασέβειαν. Μετ’ ολίγον δε έφυγε από τον αγάν εκείνον και περιπλανώμενος έφθασεν
εις την Μέκκαν, εκεί όπου ευρίσκεται ο τάφος του Μωάμεθ, καθώς αυτός ο ίδιος
αργότερον ωμολόγησεν ενώπιον του κριτού, καταφρονών και εμπαίζων την μιαράν
αυτού θρησκείαν. Από τότε λοιπόν περιήρχετο πόλεις και χώρας με το σχήμα των
δερβίσηδων. Αλλά, καθώς φαίνεται, ο ευλογημένος ουδόλως εβάρυνε την συνείδησίν
του, ουδέ εθόλωσε περισσότερον την ψυχήν του με άλλας κακάς πράξεις και
ησθάνετο ζωντανόν τον έλεγχον της αγίας συνειδήσεως, η δε διάνοιά του από
πολλού ήρχισε να κυοφορή το Μαρτύριον, δια να εξαλείψη με το αίμα του την
ανομίαν του. Όθεν περιεπάτει με πολλήν συστολήν και σεμνότητα και σχεδόν
εγνωρίζετο, ότι ήτο σύννους και μάλιστα υπεκρίνετο ότι είναι τρελλός και, ως
τοιούτος, ελάλει πολλά κατά των Αγαρηνών, ελέγχων αυτούς πικρώς δια τας πολλάς
των αδικίας και παρανομίας, λέγων ότι κατατυραννούσι τον πτωχόν δούλον, τον
οποίον ο Θεός υπέταξεν εις αυτούς δια να τον κυβερνούν και όχι δια να τον
κατεξευτελίζουν, χωρίς να συλλογίζωνται ότι όλοι οι άνθρωποι είναι πλάσματα του
ενός Θεού. Και ταύτα μεν συνηθίζουν να λέγουν και άλλοι δερβίσηδες, αλλ’ ο
Άγιος Νεομάρτυς Αλέξανδρος έλεγεν ακόμη περισσότερα και με τόλμην παράδοξον και
ασυνήθιστον, τόσον ώστε λόγω της δριμύτητος του ελέγχου πολλάκις ωργίζοντο
κατ’αυτού. Εις το Ραχήτι δε της Αιγύπτου τόσον εθύμωσαν οι Αγαρηνοί, ώστε τινές
εξ αυτών, Τουρκοκρήτες το γένος, απεφάσισαν να τον φονεύσουν, λέγοντες, ότι
ασφαλώς δεν είναι Τούρκος, αλλά Χριστιανός, μαθών δε τούτο ο Αλέξανδρος
ανεχώρησεν εκείθεν. Τοιούτος θάνατος δεν ήτο ομολογουμένως της Χριστιανικής
ομολογίας πρόστιμον, καθώς κατόπιν εγένετο. Υπωψιάσθησαν δε εκείνοι ότι ήτο
Χριστιανός, επειδή έβλεπον, ότι συχνά συνανεστρέφετο Χριστιανούς και με πολλήν
ημερότητα και γλυκύτητα συνωμίλει μετ’ αυτών. Όταν λοιπόν συνηντάτο μόνος μετά
Χριστιανών, συνήθιζε να λέγη αινιγματωδώς, ότι το εν τρία και τα τρία εν. Εις
τινα δε Ζαγοραίον Παναγιώτην και άλλα τινά μυστικώτερα έλαβε θάρρος να είπη, εκ
των οποίων εκείνος εβεβαιώθη, ότι ήτο Χριστιανός. Εξ Αιγύπτου δε αναχωρήσας
ανήλθεν εις την πατρίδα του, την Θεσσαλονίκην, αγνώριστος, δέκα χρόνους προ του
Μαρτυρίου του. Εκείθεν δε μεταβάς εις πολλούς άλλους τόπους, έφθασεν εις την
Χίον κατά τον χρόνον εκείνον κατά τον οποίον εμαρτύρησε. Κατά την Μεγάλην
Τεσσαρακοστήν του έτους εκείνου μετέβη εις τινα Εκκλησίαν και έμεινεν εις την
Ακολουθίαν προσευχόμενος, καθώς εμαρτύρησεν ο εφημέριος της Εκκλησίας. Ημέραν
δε τινά ήρχισε πάλιν να ελέγχη τους Τούρκους πικρώς. Χριστιανός δε τις Χίος,
ευπατρίδης, έτυχε να ευρίσκεται πλησίον του και ευθύς, φοβηθείς, έφυγε μακράν.
Εξ όλων λοιπόν τούτων φαίνεται ότι ο μακάριος Αλέξανδρος δια του δερβισικού
εκείνου ενδύματος εφεύρε τρόπον δια να διδάσκη τους Τούρκους σωφροσύνην,
φιλανθρωπίαν και πάσαν άλλην αρετήν και δεικνύων τον εαυτόν του ως καλόν
παράδειγμα ωμίλει περί ταπεονώσεως, μετριότητος, ακτημοσύνης και πάσης άλλης
ασκήσεως. Ούτε ήθελε να βαρύνη κανένα ζητών από τους πλουσίους χρήματα, καθώς
συνηθίζουν να κάμνουν οι δερβίσηδες, αλλ’ εξετέλει οίαν δήποτε εργασίαν ίνα
κερδίζη τον επιούσιον. Εις το σχήμα δε εκείνο παρέμεινεν επί χρόνους δεκαοκτώ.
Μετά λοιπόν ταύτα διελθών από την Χίον εις την Σμύρνην ο σχήμα έχων δερβίσου
Νεομάρτυς Αλέξανδρος, ήκουσεν έσωθεν την χάριν του Θεού λαλούσαν μυστικώς εις
την αγαθήν του καρδίαν, ότι έφθασεν η ώρα να παρουσιασθή και να τελειώση το προ
πολλών χρόνων σκοπούμενον. Βεβαίως πρέπει να είχε και Πνευματικόν τινά Πατέρα,
με του οποίου την γνώμην ήλθεν εις τούτο το μέγα στάδιον. Όθεν την Τρίτην της
εβδομάδος της προ της Αγίας Πεντηκοστής, οπλισθείς καλώς με την δύναμιν του
Τιμίου Σταυρού, δια του οποίου εδωρήθη εις τον κόσμον η σωτηρία ημών, μετέβη
εις τον κριτήν της πόλεως και λίαν ευτόλμως είπεν· «Ω δικαστά, εγώ ήμην
Χριστιανός, αλλ’ από αφροσύνην ηρνήθην την Πίστιν μου και έγινα Τούρκος.
Κατόπιν συνησθάνθην ότι η πρώτη μου Πίστις ήτο φως, το οποίον απώλεσα και ότι η
ιδική σας είναι σκότος, ως την εγνώρισα. Ήλθον λοιπόν σήμερον να ομολογήσω, ότι
έσφαλα αρνηθείς το φως και δεχθείς το σκότος. Διότι Χριστιανός εγεννήθην και
Χριστιανός θέλω να αποθάνω. Ιδού, ήκουσες την απόφασίν μου, ω δικαστά, και συ
τώρα πράξον εις εμέ ό,τι θέλεις, διότι είμαι έτοιμος να υποστώ πάσαν βάσανον
και να χύσω και το αίμα μου δια την αγάπην του Ιησού Χριστού μου, τον οποίον
κακώς ηρνήθην». Ταύτα δε ειπών έρριψε προ του κριτού το δερβισικόν κάλυμμα της
κεφαλής ειπών· «Ιδού και το σημείον της θρησκείας σας». Αντί δε εκείνου έθεσεν
επί της κεφαλής του κάλυμμα χριστιανικόν. Ο καθείς τώρα δύναται να εννοήση
οπόσην κακίαν έλαβεν η αλαζονική και υπερήφανος καρδία του δυνάστου. Διότι και
εκείνος και όσοι ευρέθησαν εκεί έμειναν εκστατικοί, βλέποντες αίφνης ένα
δερβίσην αφ’ ενός μεν να κηρύττη τον εαυτόν του Χριστιανόν και αφ’ ετέρου να
ατιμάζη τόσον θαρραλέως τον Μωαμεθανισμόν, να ελέγχη την ματαιότητά των και να
μυκτηρίζη την ανόσιον θρησκείαν των. Όμως, επειδή ήτο ανάγκη να αποκριθούν,
πρώτος ο κριτής και μετ’ αυτού όλοι οι άλλοι, είπον απορούντες· «Τι είναι ταύτα
τα ανέλπιστα πράγματα; Έχασες τας φρένας σου; Συ, εις δερβίσης, λέγεις
τοιούτους λόγους και εντροπιάζεις την πίστιν σου και την υπόληψίν σου»; Αλλ’
εις ταύτα ο Μάρτυς απεκρίθη σοφώτατα· «Αληθώς είχον χάσει τας φρένας και τώρα
ήλθον εις τον εαυτόν μου. Ομολογώ παρρησία την ανομίαν μου. Επειδή δε λέγετε
ότι είμαι δερβίσης και λέγω τοιούτους λόγους, βεβαίως λέγω την αλήθειαν, ότι
εγώ και εις το τζαμίον εξήτασα και ηννόησα ότι όλα είναι ψευδή και βλάσφημα».
Ταύτα και άλλα είπεν ο Μάρτυς με πλήρη ελευθερίαν. Εκείνοι δε, ταύτα
ακούσαντες, απεκρίθησαν μετά θυμού και οργής, ότι είναι μεθυσμένος και ως
τοιούτος λαλεί. Όθεν επρόσταξεν ο κριτής να ρίψουν αυτόν εις την φυλακήν, έως
ότου παρέλθη ο σκοτισμός της μέθης. Την επομένην, ήτοι την Τετάρτην, επρόσταξεν
ο κριτής να τον φέρουν εις δευτέραν εξέτασιν. Ο δε Μάρτυς, λαβών εν τη φυλακή
περισσότερον θάρρος, ωμολόγησεν ενώπιον πάντων τον Ιησούν Χριστόν Θεόν αληθινόν
και με περισσοτέραν ευτολμίαν εμυκτήρισε και κατεφρόνησε την θρησκείαν των
καταπλήξας τους πάντας. Εκείνοι δε πρώτον ηπείλσαν αυτόν. Κατόπιν όμως, αν και
οι τοιούτοι λόγοι του Μάρτυρος εξηρέθιζον αυτούς, όμως, ελπίζοντες μήπως
μεταβάλουν την γνώμην του, όχι τόσον δια να τον κερδήσωσιν, αλλά δια να μη
καταισχυνθώσι μέχρι τέλους, ήρχισαν να κολακεύουν τον Μάρτυρα, λέγοντες· «Δεν
λυπείσαι, άνθρωπε, την ζωήν σου; Δεν λυπείσαι την νεότητά σου; Ζήτησον ό,τι
θέλεις και χρήματα και ενδύματα και ό,τι άλλο επιθυμείς και παύσε να λέγης
τοιαύτας φλυαρίας». Αλλ’ εκείνος, ο μακάριος, έμεινεν ανένδοτος και ούτε τας
απειλάς των εφοβήθη, ούτε από τας κολακείας των εχαυνώθη, αλλ’ απεκρίθη δια
θαυμαστού φρονήματος, ειπών· «Ω ανόητοι, τι με απειλείτε με θάνατον; Εγώ δια
τούτο ήλθον εδώ. Δια να αποθάνω δια την αγάπην του γλυκυτάτου μου Ιησού Χριστού.
Τι, ω μάταιοι, σπουδάζετε να μεταβάλετε την στερεάν μου απόφασιν με τας
απατηλάς και ουτιδανάς υποσχέσεις σας; Μίαν αληθή ευδαιμονίαν εγώ πιστεύω δια
τον εαυτόν μου· το να αποθάνω δια την αγίαν Πίστιν, την οποίαν κακώς ηρνήθην
και να αναχωρήσω από ταύτην την ψευδή ζωήν, δια να κερδήσω την άλλην, την αληθή
και αιώνιον. Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός θέλω να αποθάνω. Τούτο ποθώ,
τούτο διψώ και δια τούτο ήλθον ενταύθα». Έκλεισαν τότε πάλιν τον Μάρτυρα εις
την φυλακήν, όπου έμεινε μέχρι της Παρασκευής. Την ημέραν της Παρασκευής οι
Οθωμανοί τιμώσι μεγάλως ως σεβασμίαν ημέραν. Δια τούτο συνειθίζουσιν όπως κατά
την ημέραν ταύτην συναθροίζωνται εις τον κριτήν εκάστης πόλεως οι αγάδες και οι
προύχοντες του τόπου, οπόθεν μεταβαίνουν εις το τζαμίον. Είτε λοιπόν ένεκα της
συνηθείας ταύτης, είτε εκ της διαδοθείσης φήμης, ότι εις δερβίσης παρουσιάσθη
εις τον κριτήν ως Χριστιανός κάμνων μεγάλον όνειδος και καταισχύνην εις τον
Μωάμεθ, την Παρασκευήν εκείνην άπαντες οι αγάδες και οι εγκριτώτεροι της
Σμύρνης συνήχθησαν εις τον κριτήν. Αλλά και λαός όχι ολίγος, ταύτα μαθόντες,
συνέδραμον εκεί. Εξήγαγον τότε τον Μάρτυρα εκ της φυλακής και τον ωδήγησαν δια
τρίτην φοράν εις το κριτήριον, δια να ομολογήση και εκ τρίτου την πίστιν της
Αγίας Τριάδος, ο πρότερον αφρόνως αρνηθείς ταύτην. Όπερ και εγένετο πληρέστατα
και θεοφιλέστατα. Διότι, ως ηρώτησαν αυτόν, αν ήλθεν εις τας φρένας του,
απεκρίθη ο γενναίος του Χριστού Αθλητής· «Ήμην και είμαι, με την χάριν του
Χριστού μου, εις τας φρένας μου. Και είπα και λέγω πολλάκις, ότι Χριστιανός
εγεννήθην και Χριστιανός θέλω να αποθάνω, ότι δεν ανταλλάσσω το φως δια του
σκότους, αλλά προσκυνώ Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και
αχώριστον». Ταύτα δε λέγων, εσχημάτισεν εις τον εαυτόν του το σημείον του
Τιμίου Σταυρού. Τότε οι Αγαρηνοί, ιδόντες το αμετάθετον της αγίας του ψυχής και
απελπισθέντες τελείως δια πάσαν άλλην προσπάθειαν, κοινή γνώμη απεφάσισαν να
αποθάνη ο υβριστής του Μωαμεθανισμού χωρίς αναβολήν. Ούτως ο κριτής έδωκεν
εγγράφως κατ’ αυτού την δια ξίφους απόφασιν. Ωδηγήθη λοιπόν υπό των υπηρετών
του εξουσιαστού ο γενναίος του Χριστού Αθλητής εις τον τόπον της καταδίκης
δεδεμένος τας χείρας κατά το σύνηθες των καταδίκων και εις όλον τον δρόμον οι
ιμάμηδες και οι χοτζάδες δεν έπαυσαν από του να συμβουλεύουν και να επιμένουν
με κάθε τρόπον να ελκύσωσι τον Μάρτυρα εις την γνώμην των. Αλλ’ εκείνος ο
μακάριος δεν έδιδε καμμίαν προσοχήν εις τους ψυχωλέθρους λόγους αυτών, έχων τον
νουν του προσηλωμένον εις τον Χριστόν και εις το υπέρ εκείνου μακάριον τέλος,
ένα και μόνον λόγον συχνάκις αποκρινόμενος· «Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θα
αποθάνω». Ω μακαρίας φωνής! Ω γενναίας αντοχής! Ω ψυχής καιομένης υπό του θείου
έρωτος! Εις το παράδοξον δε τούτο θέαμα συνέδραμον αναρίθμητα πλήθη ανθρώπων,
Τούρκοι και Έλληνες, Φράγκοι και Αρμένιοι. Εις το μέσον λοιπόν εκείνο του
πλήθους στήσας ο δήμιος τον Μάρτυρα, έσυρε προ των οφθαλμών του το ξίφος και
έδειξε τούτο γυμνόν και εξαστράπτον εις αυτόν, δια να τον φοβίση. Αλλ’ ο Μάρτυς
τόσον απτόητος ήτο και τόσην αφοβίαν εδείκνυεν, ώστε, ιδών αυτόν εις Φράγκος,
ώμοσεν ότι ακόμη δεν είδεν εις άνθρωπον τόσην σταθερότητα ως του ευλογημένου
Αλεξάνδρου. Μετά τούτο ο δήμιος επρόσταξε τον Άγιον να γονατίση. Εγονάτισε τότε
ο Μάρτυς, αλλ’ αίφνης έφθασε προσταγή εκ μέρους του κριτού να αναμείνη ο
δήμιος, διότι θα έλθη ίνα ίδη το θέαμα τούτο και ο υιός του κριτού. Και ανέβαλε
την αποτομήν ο δήμιος επί μίαν ώραν και πλέον. Καθ’ όλον δε τούτο το διάστημα ο
Μάρτυς έμενεν εκεί γονατιστός, βλέπων μόνον έμπροσθεν με κεκλιμένην την κεφαλήν
και αδιακόπως προσευχόμενος δια του νοός και των χειλέων. Είναι δε βέβαιον, ότι
άνωθεν ο αγωνοθέτης Χριστός ενίσχυε με την παντοδύναμον χάριν Αυτού τον Αθλητήν
Του. Ήτο δε μεγάλη και η αγωνία των Ορθοδόξων και ομογενών Χριστιανών, όσον
έβλεπον την ώραν παρερχομένην, συλλογιζόμενοι το ασθενές της ανθρωπίνης φύσεως.
Τέλος πάντων ενίκησεν ο Χριστός και ανύψωσε την αγίαν Του Πίστιν δια του
λαμπρού Μαρτυρίου του Αγίου Νεομάρτυρος Αλεξάνδρου, όστις ετελειώθη κατά το
έτος 1794, Μαϊου 26. Όθεν οι ευσεβείς ηυφράνθησαν και οι Άγγελοι εχάρησαν, οι
δε δαίμονες εθρήνησαν και οι της πλάνης θεραπευταί έμειναν κατησχυμμένοι,
ιδόντες τον υπέρ Χριστού θάνατον του γενναίου και θαυμασίου τούτου Αθλητού εν
Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα και το κράτος συν τω Πατρί και τω Αγίω
Πνεύματι εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις,
Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου