όστις,
πωληθείς ως αιχμάλωτος και εν τη κωμοπόλει Προκοπίω της εν τη Μικρά Ασία
Καππαδοκίας αχθείς και ασκητικώς εκεί αγωνισάμενος, εκοιμήθη εν Κυρίω κατά το
έτος αψλ΄ (1730)
Ιωάννης ο Ρώσος ο Όσιος και Θεοφόρος Πατήρ ημών και νέος Ομολογητής, ο
φιλόστοργος και αναίμακτος του Χριστού Μάρτυς, συγκαλεί σήμερον ημάς, ω
χριστεπώνυμον πλήρωμα, εις τον πανίερον αυτού Ναόν, προς εορτασμόν της ιεράς
και χαριτωνύμου αυτού μνήμης.
Διότι δια της άκρας αυτού καρτερίας και της
αδιστάκτου και ευσεβούς αυτού πίστεως, όχι μόνον μέγας Ομολογητής ανεδείχθη,
αλλά και θαυματουργός μέγιστος, καταπλήξας άπαντας δια των υπερφυών θαυμάτων
του και της υψοποιού ταπεινώσεως αυτού και μετά των Αγίων Αγγέλων πέριξ του
θρόνου της Μεγαλωσύνης παριστάμενος και αοράτος εν μέσω ημών ευρισκόμενος,
πλουσιοπαρόχως παρέχει τας δωρεάς εις ημάς τους τιμώντας την ιεράν μνήμην
αυτού. Ένεκα τούτου εις τον παρ’ ημών εορταζόμενον Άγιον Ιωάννην μεγάλη τιμή
οφείλεται και βαθεία ευλάβεια. Διότι υπό τον ζυγόν απηνούς δεσπότου
ευρισκόμενος και πολλάς παρ’ αυτού προπηλακίσεις και ύβρεις υπομένων και καθ’
εκάστην παρ’ αυτού εκβιαζόμενος, ίνα αρνηθή την Πίστιν αυτού, όχι μόνον
αήττητος και αμετάτρεπτος έμεινεν, αλλ’ αν και εντός τοιούτων δεινών βασάνων
και κινδύνων ευρισκόμενος, κατώρθωσε να φθάση εις την της αρετής τελειότητα.
Τούτου λοιπόν του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου τον βίον και τα ένθεα κατορθώματα
διηγούμεθα σήμερον, ω φιλόχριστοι ακροαταί, προς την υμετέραν αγάπην. Ο
χαριτώνυμος Ιωάννης κατήγετο εκ τινος χωρίου της Μικράς Ρωσίας, γονείς έχων
ευσεβείς και Ορθοδόξους, οίτινες κατά το Άγιον Βάπτισμα ωνόμασαν αυτόν Ιωάννην.
Ανατραφείς δε παρ’ αυτών εκ νεαράς ηλικίας εις την ευσέβειαν και διδαχθείς
επιμελώς τα περί της αμωμήτου ημών Πίστεως, εσπούδαζε καθ’ εκάστην να βελτιώση
τον βίον αυτού, απέχων από τας κακάς συναναστροφάς και συνομιλίας των
συνομηλίκων αυτού. Αγαπών δε καθ’ υπερβολήν τον Δημιουργόν του παντός Θεόν,
εφρόντιζεν ίνα φυλάττη ακριβώς πάσας τας εντολάς Αυτού. Ως δε έφθασεν εις
ηλικίαν, κατετάγη εις στρατιωτικήν υπηρεσίαν και έμεινεν εν αυτή έως ότου
εξερράγη ο μέγας Ρωσοτουρκικός πόλεμος, ο επί του αυτοκράτορος πασών των Ρωσιών
Πέτρου Α΄ του Μεγάλου (1672 – 1725), ότε, εκστρατεύσας και ο γενναίος ούτος
νεανίας Ιωάννης μετά των άλλων συστρατιωτών αυτού και νικηθέντες,
ηχμαλωτίσθησαν παρά Τατάρων, οίτινες και τον επώλησαν εις τινα Οθωμανόν,
ίππαρχον, όστις και έφερεν αυτόν εις την πατρίδα του εις την Μικράν Ασίαν, εις
κωμόπολιν καλουμένην Προκόπιον, απέχουσαν της Καισαρείας δώδεκα περίπου ώρας.
Κατά διατηρουμένην παράδοσιν πολλοί των συναιχμαλώτων του Αγίου Ιωάννου οι μεν
δελεασθέντες εκ των επιγείων αγαθών, τα οποία προσέφερεν εις αυτούς ο κύριός
των, οι δε υποχωρήσαντες προ των αυστηρών βασάνων, τας οποίας παρ’ αυτού
υπέστησαν, εξώμοσαν, φεύ! και ηρνήθησαν την αγίαν Πίστιν των πατέρων αυτών.
Αλλ’ ο ατρόμητος του Χριστού αθλητής Ιωάννης, τα μεν προσφερόμενα αυτώ αγαθά
ουδόλως υπελόγιζεν, ως έχων τον νουν αυτού προσηλωμένον εις τον Εσταυρωμένον
Σωτήρα του κόσμου και μεγαλοψύχως τας βασάνους υπομένων. Και ανθίστατο εις τον
κύριόν του, λέγων εις αυτόν αποστολικώς· «Τις με χωρίσει της αγάπης του Χριστού
μου; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;»
(Ρωμ. η:35). Έχω τελείαν πεποίθησιν εις τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, τον
Μονογενή Υιόν του Θεού και ουδέν εκ τούτων θέλει με χωρίσει από της αγάπης
Αυτού. Είσαι, του έλεγεν ακόμη, κύριος του σώματός μου, αλλ’ ουχί και της ψυχής
μου. Και εάν μεν με αφήσης ελεύθερον, να εκτελώ τα καθήκοντα της θρησκείας μου,
προθύμως θα υπακούσω εις τας προσταγάς σου. Εάν όμως θελήσης να με αποσπάσης
από τους φιλοστόργους κόλπους της θρησκείας μου, είτε δι’ απειλών, είτε δι’
απατηλών υποσχέσεων, πλούτη, δόξης και ηδονών, γνώριζε, ότι ουδέν τούτων
δύναται να με δελεάση και να κλονίση την πίστιν μου προς τον Σωτήρα μου
Χριστόν. Και ως τοιούτος, έχων πάντοτε προ των οφθαλμών μου Αυτόν, τον αρχηγόν
και Σωτήρα μου, όστις ως βασιλικήν κοιτίδα έσχε ποτέ την φάτνην εν Βηθλεέμ,
ευχαρίστως θα αναπαυθώ εις την σκοτεινήν ταύτην γωνίαν του σταύλου σου, όπου με
κατεδίκασες να διαμείνω, έχων δε υπ’ όψιν μου και τον κάλαμον δια του οποίου οι
στρατιώται την ακήρατον Αυτού κορυφήν εκτύπησαν, προθύμως δέχομαι τους
ραβδισμούς σου. Ενθυμούμενος δε πάντοτε και τον ακάνθινον στέφανον, τον οποίον
επί της θείας Αυτού κορυφής επέθηκαν οι σταυρωταί Του, έτοιμος είμαι να
υπομείνω και εγώ γενναίως το σιδηρούν τούτο κάλυμμα, το οποίον σεις πεπυρακτωμένον
συνειθίζετε πολλάκις να φορήτε εις τας κεφαλάς εκείνων, οι οποίοι αρνούνται να
υποδουλωθούν εις τα θελήματά σας. Τέλος τα μεγαλύτερα και δεινότερα των βασάνων
πρόθυμος είμαι να υποστώ, εάν θελήσης εις ταύτα να με καθυποβάλης, τον Χριστόν
μου όμως ουδέποτε αρνούμαι. Οι δίκαιοι αυτοί και πλήρεις θερμής χριστιανικής
πίστεως λόγοι του Αγίου, ατρομήτως απευθυνόμενοι υπ’ αυτού προς τον κύριόν του,
η εν ταπεινώσει διαγωγή αυτού και η λοιπή σώφρων εν γένει συμπεριφορά του,
αίφνης του απηνούς αυτού δεσπότου την καρδίαν μετέβαλον και προς ευσπλαγχνίαν
ταύτην έκαμψαν. Έκτοτε δε έπαυσε πλέον κατατυραννών αυτόν και αναγκάζων εις την
της θρησκείας αυτού άρνησιν. Επέβαλε δε εις αυτόν μόνον ίνα κατοικήση εις τινα
γωνίαν του σταύλου αυτού και να περιποιήται τους αγαπητούς εις αυτόν ίππους,
όταν δε εξέρχεται έφιππος εις το χωρίον, να παρακολουθή αυτόν ως ιπποκόμος,
κατά την συνήθειαν των δούλων. Ταύτα δε πάντα μετά μεγίστης ευχαριστήσεως
δεχθείς ο Άγιος, εδόξαζεν ενδομύχως τον Κύριον, τον λυτρώσαντα αυτόν αοράτως του
μεγίστου πειρασμού της αρνήσεως και κάμψαντα την καρδίαν του κυρίου του εις
ευσπλαγχνίαν. Όθεν και έμεινεν εις τον σκοτεινόν και βραχώδη εκείνον σταύλον,
επιμελούμενος με όλας του τας δυνάμεις τους ίππους του κυρίου του. Τις δύναται
να διηγηθή λεπτομερώς τους σκληρούς αγώνας και τας ασκήσεις; Την πείναν και
δίψαν, την οποίαν υπέμενεν ο αοίδιμος, τας ολονυκτίους γονυκλισίας και
προσευχάς, την εν κοπρία μικράν αυτού ανάπαυσιν, ως ο μακάριος Ιώβ, γυμνός και
ανυπόδητος, εν ώρα χειμώνος εξερχόμενος και τους όππους του κυρίου αυτού αόκνως
περιποιούμενος; Ωσαύτως τας ύβρεις και τους χλευασμούς των συνδούλων αυτού
ευχαρίστως δεχόμενος και παντί τρόπω υπηρετών αυτούς; Ακόμη δε τας ολονυκτίους
στάσεις και αγρυπνίας, τας εν τω νάρθηκι του εκεί πλησίον Ιερού Ναού του Αγίου
ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τελουμένας, εις τον οποίον κρυφίως δια νυκτός
κατέφευγε και εδέετο του Θεού, ως ο άνθρωπος του Θεού Άγιος Αλέξιος,
μεταλαμβάνων και των Αχράντων του Χριστού Μυστηρίων κατά παν Σάββατον. Δια
τούτο και ο τα πάντα εφορών ακοίμητος οφθαλμός του Υψίστου Θεού, ο αντιδοξάζων
τοε αυτόν αδιαλείπτως δοξάζοντας, τι περί αυτού ωκονόμησεν, ακούσατε. Καθώς
ποτε δια του Προφήτου Ηλιού την Σαραφθίαν και δια Ιωσήφ του Παγκάλου τον
Πετεφρήν, ούτω και δια του ευλογημένου τούτου Ιωάννου τον κύριον αυτού κατά
πολύ επλούτισε και περιφανέστατον αυτόν μεταξύ των συμπολιτών αυτού ανέδειξεν.
Όστις, αν και αλλόθρησκος, εγνώρισεν όμως εκ των πραγμάτων, ότι η τοιαύτη προς
αυτόν ευτυχία και ο πολύς πλούτος εγένετο παρά Θεού, ευχαίς του αιχμαλώτου αυτού
Ιωάννου. Το οποίον και αυτός προφορικώς τοις πάσιν εκήρυττε και γεγονός τι μετά
ταύτα όλως παράδοξον και απροσδόκητον εβεβαίωσε. Τούτο δε είναι το εξής: Ο
κύριος του Ιωάννου, ούτως ανελπίστως και καθημερινώς πλουτών και ευημερών εν
πάσιν, εσκέφθη όπως, κατά θρησκευτικόν αυτού καθήκον, επισκεφθή την Μέκκαν. Και
δη, μετά παρέλευσιν ολίγων μηνών, αναχωρήσας εκ Προκοπίου μετά μεγάλης πομπής,
αφίκετο μετά πολλούς κόπους και οδοιπορικάς ταλαιπωρίας εις Μέκκαν. Μετά
παρέλευσιν ολίγων εβδομάδων, η εν τη οικία αυτού διαμείνασα γυνή του, ως
οικοδέσποινα, προσκαλέσασα εν τη οικία αυτής τους τε συγγενείς και φίλους,
παρέθεσε τράπεζαν, όπως, ευφρανθέντες, ευχηθώσι περί της αισίας επανόδου του
ταξιδεύοντος ανδρός της. Εις την τράπεζαν υπηρέτει και ο Άγιος Ιωάννης, ως δούλος,
μετά μεγάλης προθυμίας και σεμνότητος. Όταν δε ούτος προσέφερεν εις αυτήν
φαγητόν, το οποίον πάρα πολύ ήρεσεν εις τον απουσιάζοντα κύριόν του, η σύζυγος,
ενθυμηθείσα τον σύζυγόν της, είπε προς τους προσκεκλημένους δεικνύουσα τον
Άγιον· «Πόσον ήθελεν ευχαριστηθή και ευφρανθή ο κύριος αυτού, εάν συνευρίσκετο
και εκείνος και συνέτρωγεν εις την τράπεζαν ταύτην το προσφιλές εις αυτόν
φαγητόν τούτο»! Τότε ο Άγιος, ακούσας τον πόθον της κυρίας αυτού, έχων δε
πίστιν εις τον θαυμαστόν εν τοις Αγίοις Θεόν ημών, προσηυχήθη νοερώς και
εζήτησε παρά της κυρίας του πινάκιον πλήρες τοιούτου φαγητού, όπως αποστείλη
προς τον εν Μέκκα κύριον αυτού. Καταγελώντων δε πάντων επί τούτω και
εξουθενούντων τον Άγιον, ως αδύνατα τάχα λέγοντα, επέτρεψεν εν τούτοις η κυρία
αυτού, όπως δοθή εις αυτόν πινάκιον τοιούτου φαγητού, ήτο δε τούτο το εις τους
Οθωμανούς προσφιλές πιλάφι, λέγουσα αστείως ότι, ως φαίνεται, πεινά ο
αιχμάλωτος, δια τούτο ζητεί ίνα, προφάσει του κυρίου αυτού, φάγη αυτός
μετ’ ανέσεως το φαγητόν. Αλλ’ ο Άγιος
σιωπήσας και εξελθών της τραπέζης, κρατών το πινάκιον και εγκλεισθείς εις τον
σκοτεινόν εκείνον σταύλον, εδέετο θερμώς εις τον πανάγαθον Θεόν, ίνα, όπως ποτέ
εν Βαβυλώνι δια του Προφήτου Αββακούμ έφερεν αοράτως τροφήν εις τον εν τω λάκκω
των λεόντων ευρισκόμενον Προφήτην Δανιήλ, ούτως, επακούσας της δεήσεως Αυτού,
αποστείλη, ως γνωρίζει, το εις χείρας αυτού φαγητόν εις τον κύριον αυτού. Ούτω
δε προσευχηθείς ο Άγιος επέστρεψε πάλιν, αναγγέλων, ότι το δοθέν εις αυτόν
φαγητόν απέστειλεν εις τον κύριον αυτού. Πράγματι δε, παραδόξως, το πινάκιον
μετά του περιεχομένου φαγητού ελήφθη παρά του κυρίου αυτού. Ταύτα του Αγίου
ειπόντος, εκείνοι τότε μεν κατεγέλων αυτόν, λέγοντες ότι αυτός ο ίδιος έφαγε το
φαγητόν και ψεύδεται, λέγων, ότι έδωσε τούτο εις τον κύριόν του. Ότε όμως
επέστρεψεν ο κύριος του Ιωάννου, φέρων μεθ’ εαυτού και το προαναφερθέν
πινάκιον, τότε επείσθησαν πάντες περί της αληθείας. Ανήγγειλε δε ούτος τότε
παρρησία εις πάντας την υπόθεσιν ούτως πως: Την δείνα ημέραν περί το δειλινόν,
ήτο δε ακριβώς η ημέρα και η ώρα κατά την οποίαν έλαβεν ο Άγιος το φαγητόν προς
αποστολήν, επιστρέφων εκ του εν Μέκκα μεγάλου τεμένους εις το κατάλυμά μου δια
να αναπαυθώ, μετ’ ολίγον εύρον αίφνης επί της τραπέζης πινάκιον σκεπασμένον,
περιέχον φαγητόν ζεστόν και αχνίζον. Εκπλαγείς δε επί τούτω, διελογιζόμην και
έλεγον, ποίος άραγε μου έφερε το φαγητόν τούτο προσφάτως εις το κεκλεισμένον
δωμάτιόν μου. Και απορών, περιειργαζόμην το πινάκιον, ότε είδον αίφνης εις αυτό
επιγραφήν με το όνομά μου. Όθεν, αφού έφαγον το φαγητόν, εκράτησα το πινάκιον.
Αλλ’ αγνοώ ακόμη πως τούτο συνέβη. Η διήγησις αύτη του ιππάρχου εξέπληξεν
άπαντασς. Ηνάγκασε δε συνεπώς την σύζυγον αυτού και πάντα άλλον να ομολογήσουν
την αλήθειαν εις τον ίππαρχον, ήτοι την παρά του αιχμαλώτου αυτών Ιωάννου
παράδοξον μετακόμισιν του φαγητού, λέγοντες προς αυτόν· «Ημείς τότε, ότε
εδώσαμεν εις τον Ιωάννην το πινάκιον, διαβλέποντες το αδύνατον των υποσχομένων,
ειρωνευόμεθα αυτόν. Τώρα βλέπομεν, ότι η πραγματοποίησις της υποσχέσεώς του
οφείλεται εις θείαν δύναμιν». Και ήρχισαν όλοι ν’ αναφωνούν· «Αλλάχ! Αλλάχ!»
Έκτοτε λοιπόν έπαυσαν χλευάζοντες και υβρίζοντες τον Άγιον. Θεωρούντες δε αυτόν
ως Άγιον και δίκαιον άνθρωπον, ετίμων αυτόν καθ’ υπερβολήν. Έδωσαν δε εις αυτόν
και ιδιαίτερον δωμάτιον εκτός του σταύλου, αφήσαντες αυτόν ελεύθερον. Αλλ’ ο
Άγιος, ευχαριστών και αποφεύγων την ανθρωπίνην δόξαν, ηθέλησε μάλλον να διαμένη
εις την σκοτεινήν εκείνην γωνίαν του σταύλου, όπου και ηγωνίζετο περισσότερον,
δοξάζων τον Θεόν. Ούτω λοιπόν θεαρέστως μετά ταύτα πολιτευσάμενος και ασκητικώς
αγωνισάμενος ο Άγιος, μετά παρέλευσιν χρόνων τινών ασθενήσας, προεγνώρισε την
τελευτήν του. Όθεν, προσκαλεσάμενος ένα των Ιερέων της κωμοπόλεως, παρεκάλεσεν
αυτόν, όπως φέρη τα Άχραντα Μυστήρια και τον μεταλάβη. Ο δε Ιερεύς, φοβούμενος
να μεταφέρη εις τον οίκον του ιππάρχου τα Θεία Μυστήρια, εσοφίσθη παρά της
θείας Χάριτος τοιούτον τι και απεφάσισεν, όπως θέση ταύτα τολμηρώς εντός ενός
μήλου και ούτω πορευθείς μεταλάβη τον Άγιον, προσφέρων εις αυτόν το μήλον.
Τοιαύτην ιδίαν σκέψιν και οικονομίαν μετεχειρίσθη ο καλός εκείνος Ιερεύς, όπως
αποφύγη τον διαγραφόμενον κίνδυνον. Όθεν ο μακάριος Ιωάννης μεταλαβών ούτω των
Αχράντων του Χριστού Μυστηρίων και δοξάζων εγκαρδίως τον Θεόν, παρέδωκεν εις
Αυτόν μετ’ ολίγον το πνεύμα του. Και ούτω μετέστη εκ της προσκαίρου αιχμαλωσίας
και δεινής κακοπαθείας εις την ουράνιον ελευθερίαν και αιωνίαν αγαλλίασιν, τη
κζ΄ (27η) Μαϊου του σωτηρίου έτους αψλ΄ (1730). Ακούσας δε ο κύριος
αυτού ότι εκοιμήθη ο δούλος αυτού Ιωάννης, προσκαλεσάμενος τους προκρίτους
Χριστιανούς της κωμοπόλεως και τους Ιερείς αυτών, επέτρεψεν εις αυτούς, όπως,
παραλαβόντες ελευθέρως το σώμα, ενταφιάσωσιν αυτό κατά την Χριστιανικήν
συνήθειαν. Θέλων δε να φανερώση προς πάντας οποίαν αγάπην είχε προς τον
Ιωάννην, φέρων τότε πολύτιμον τάπητα επέθηκεν αυτόν επί του φερέτρου αυτού.
Προσελθόντες δε οι Ιερείς μεθ’ όλων των Χριστιανών της κωμοπόλεως μετά πολλής
ευλαβείας και κατανύξεως και μετά λαμπάδων και θυμιαμάτων άραντες το πολύαθλον
σώμα του Αγίου, εκήδευσαν αυτό ευλαβώς εν τω νεκροταφείω των Χριστιανών. Μετά
παρέλευσιν τριών και ημίσεως ετών από της προς Κύριον εκδημίας του Αγίου, γέρων
τις Ιερεύς βλέπει κατ’ όναρ τον Άγιον παροτρύνοντα αυτόν, να ποιήση ανακομιδήν
του ιερού αυτού Λειψάνου. Αλλ’ ο Ιερεύς αμφέβαλλε περί της αληθείας του
οράματος, διότι δεν είχον ακόμη αυτόν οι Χριστιανοί ως Άγιον. Αλλ’ ότε μετά
ταύτα φως ουράνιον, κατερχόμενον επανειλημμένως περί το μεσονύκτιον επί του
τάφου του Αγίου, εφώτιζεν αυτόν και έβλεπον τούτο πάντες ως στύλον πυρός, τούτο
ηνάγκασε τον καλόν Ιερέα, όπως μαζί με άλλους Χριστιανούς κατέλθωσι μετά
σπουδής και ανοίξωσι τον τάφον αυτού. Εγνώρισαν τότε, ότι το φαινόμενον εκείνο
ουράνιον φως επί του μνήματος του Αγίου ήτο σημείον αναμφίβολον της αυτού
αγιότητος. Ανοίξαντες λοιπόν τον τάφον, ευρίσκουσιν, ω του θαύματος! το του
Αγίου σώμα ακέραιον όλως και αδιάφθορον, πλήρες πνευματικής χάριτος και
ευωδίας. Όθεν μετά πάσης πνευματικής ευφροσύνης και ευλαβείας άραντες αυτό μετά
ψαλμών και ύμνων και θυμιαμάτων, μετέφεραν εις το πλησίον του οίκου του κυρίου
αυτού λελατομημένον εις βράχους Ιερόν Ναόν του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος
Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, όπου πρότερον ηγρύπνει προσευχόμενος ο Άγιος και
κατέθεσαν αυτό εντός λάρνακος κάτωθεν της Αγίας Τραπέζης. Ευθύς δε διαδοθείσης
της φήμης της αγιότητος αυτού εν τοις πέριξ, ήρχισαν οι Χριστιανοί πανταχόθεν
να έρχωνται εις Προκόπιον δια να προσκυνήσουν το ιερόν Λείψανον αυτού, προς
ίασιν ψυχικών τε και σωματικών αυτών ασθενειών. Έκτοτε πλείστα όσα θαύματα
ετέλεσε και τελεί το άγιον Λείψανον του Οσίου. Θα διηγηθώμεν δε τινά προς δόξαν
Θεού και τιμήν του Αγίου. Κατά το έτος αωλβ΄ (1832) τουρκικά στρατεύματα υπό
τον Οσμάν πασάν κατευθυνόμενα προς καταστολήν της εν Αιγύπτω εκραγείσης
επαναστάσεως, ηθέλησαν να διανυκτερεύσουν εις Προκόπιον. Επειδή δε τότε
πλείστοι των Οθωμανών κατοίκων του Προκοπίου, Γενίτσαροι όντες, εμίσουν πολύ
τον Σουλτάνον, συνεφώνησαν άπαντες, όπως μη υποδεχθώσι τον Οσμάν πασάν εν τη
κωμοπόλει των, ουδέ εις τα όρια αυτής. Εις μάτην τότε προσεπάθουν οι δυστυχείς Χριστιανοί
συμπολίται αυτών να μεταπείσωσιν αυτούς. Αλλ’ ουδόλως εκείνοι επείθοντο εις
ταύτα. Όθεν ιδόντες οι Χριστιανοί το αμετάθετον της γνώμης των Γενιτσάρων,
κατέφυγον δια νυκτός συν γυναιξί και τέκνοις εις τα πέριξ της κωμοπόλεως
χριστιανικά χωρία, προς διάσωσίν των, αφήσαντες εν αυτή τους γέροντας μόνονκαι
τας γραίας. Πράγματι την επομένην ημέραν ηναγκάσθη ο Οσμάν πασάς να εισέλθη εξ
εφόδου εις Προκόπιον και τότε ο υπ’ αυτόν στρατός επεδόθη αμέσως εις σφαγάς,
αρπαγάς και βιαιοπραγίας. Διαρπάσαντες δε οι στρατιώται παν το προστυχόν,
εισήλθον τέλος και εις τον ιερόν Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ένθα
συλήσαντες πρώτον τα ιερά σκεύη και τας κανδήλας, ήνοιξαν έπειτα και την
λάρνακα του ιερού Λειψάνου του Αγίου, νομίσαντες ότι θα εύρουν θησαυρούς χρυσού
ή αργύρου. Αποτυχόντες όμως των ελπίδων απεφάσισαν, όπως καύσωσι το ιερόν
εκείνο σώμα, προς εμπαιγμόν και χλεύην μεν των Χριστιανών, προς εκδίκησιν δε
της ιδίας αυτών αποτυχίας. Διο και εξαγαγόντες αυτό εις την έξωθεν του Ιερού
Ναού αυλήν και περισυλλέξαντες φρύγανα ικανά και σχηματίσαντες δι’ αυτών πυράν
μεγάλην, έρριψαν ανοσίως το τίμιον σώμα του Αγίου επί της πυράς. Το ιερόν όμως
τούτο σώμα, δια της εν αυτώ οικούσης χάριτος, όχι μόνον αβλαβές όλως και
άφλεκτον έμεινεν, αλλ’ ως αυτοί ούτοι οι αυτουργοί του ανοσιουργήματος
διηγούντο ύστερον εις τους ομοφύλους αυτών, αίφνης φαινόμενος ζων ο Άγιος
ηπείλησεν αυτούς και σφοδρώς κατεδίωξεν εκ της αυλής του Ναού. Ούτοι δε
έντρομοι εκ τούτου και σχεδόν ημιθανείς εγκαταλείψαντες τα πάντα έφυγον εις τα
ίδια. Ύστερον δε γέροντες Χριστιανοί, λαβόντες το ιερόν Λείψανον του Αγίου
απέθεσαν και πάλιν αυτό εις την ιδίαν αυτού λάρνακα. Κατά το έτος αωμε΄ (1845),
ότε εκτίσθη εν Προκοπίω έτερος μέγας Ναός, επ’ ονόματι του εν Αγίοις Πατρός
ημών Βασιλείου του Μεγάλου, ηθέλησαν οι Χριστιανοί της κωμοπόλεως, όπως
μεταφέρωσι το ιερόν Λείψανον του Αγίου από τον παλαιόν Ναόν του Αγίου
Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου εις τον νέον. Όθεν, αποφασισθέντος τούτου, μετέφεραν οι
Χριστιανοί την ιεράν λάρνακα, εναποθέσαντες αυτήν εις τον νέον Ναόν. Αλλά του
Αγίου Ιωάννου μη εις τούτο, ως φαίνεται, αρεσκομένου, μετεκομίζετο παραδόξως
δια νυκτός η λάρναξ αυτού κεκλεισμένων των θυρών του Ναού εις τον παλαιόν Ναόν,
όπου και ζων ηγωνίζετο. Οι δε Χριστιανοί, ιδόντες τούτο και μη ως θαύμα
εκλαμβάνοντες, μετεκόμισαν πάλιν την ιεράν λάρνακα εις τον Ιερόν Ναόν του εν
Αγίοις Πατρός ημών Βασιλείου του Μεγάλου. Και τούτου δις και τρις γενομένου
ευρίσκετο πάλιν την επαύριον η λάρναξ εις τον παλαιόν Ιερόν Ναόν. Έως ότου
γνωρίσαντες την του Αγίου θαυματουργίαν και δια πολλών δεήσεων και παρακλήσεων
δυσωπήσαντες αυτόν, συγκατετέθη τέλος ο Άγιος και μετέφεραν και πάλιν την ιεράν
λάρνακα αυτού εις τον Ναόν του Αγίου Βασιλείου τιμωμένην και προσκυνουμένην
παρά πάντων. Κατά το έτος αωξβ΄ (1862) εν ημέρα Σαββάτω, ενώ ήτο ακόμη πρωϊα
και ετελείτο η θεία Λειτουργία, ευλαβής τις γυνή διηγείτο, ότι την προηγουμένην
είδε κατ’ όναρ τον Άγιον Ιωάννην, ότι εξήλθεν εκ της λάρνακος αυτού και έτρεχε
κρατών με τας δύο χείρας του την στέγην της Ελληνικής Σχολής, ήτις έμελλε να
καταρρεύση. Ενώ δε ταύτα έλεγεν αύτη, αίφνης κρότος και θόρυβος ηκούσθη πολύς
και οι εκκλησιαζόμενοι πάντες αμέσως εξήλθον του Ναού και είδον πράγματι ότι
όλη η στέγη της Σχολής κατέπεσε. Δραμόντες δε πάντες μετά θρήνων και κλαυθμών
και ανεγείραντες την καταπεσούσαν βαρείαν στέγην, εξέβαλον τους υπ’ αυτήν
ταφέντας υπέρ τους είκοσι μαθητάς ζώντας, ω του θαύματος! και όλως υγιείς.
Ερωτήσαντες δε τους μαθητάς πως τούτο εγένετο, απεκρίθησαν ούτοι ταύτα· «Αίφνης
ακούσαντες τον σφοδρόν τριγμόν των δοκών της στέγης και ιδόντες τον επικείμενον
δι’ ημάς κίνδυνον πάντες, ως εκ συνθήματος και ως υπ’ αοράτου χειρός
οδηγούμενοι, κατήλθομεν εν μια στιγμή υπό τα θρανία εν φόβω και τρόμω. Πεσούσης
τότε εν βοή της στέγης, αι μεν δοκοί ταύτης εστηρίχθησαν επί των αδυνάτων
θρανίων, ημείς δε μείναντες υπό ταύτα αβλαβείς παρ’ ελπίδα διεφυλάχθημεν». Και
ούτω, Χάριτι Θεού και δι’ αοράτου επιστασίας του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου,
εσώθησαν τότε τόσα αθώα πλάσματα. Κατά δε το έτος αωοδ΄ (1874), δωδεκαετές κοράσιον
εκ της γενεάς του ιππάρχου εκείνου, όστις διετέλεσεν αυθέντης του Αγίου,
εγένετο αίφνης άφαντον. Οι δε γονείς αυτού, ζητούντες αυτό, ουδαμού εύρον.
Τέλος κατέφυγον προς τον Άγιον, δεόμενοι όπως αποκαλύψη εις αυτούς τι εγένετο
το θυγάτριον αυτών. Ο δε Άγιος, εμφανισθείς κατ’ όναρ εις την μητέρα του
κορασίου, απεκάλυψεν, ότι η δείνα πτωχή γυνή εκ των ομοεθνών της, ειπών και το
όνομα αυτής, προσκαλέσασα χθες το εσπέρας το κοράσιον εις την οικίαν αυτής,
αφήρεσε πρώτον τα χρυσά ενώτια (σκουλαρίκια) και τα λοιπά πολύτιμα κοσμήματα
αυτού. Κατόπιν έπνιξεν αυτό και έκρυψε το πτώμα αυτού εις την καπνοδόχον της
οικίας της. Εγερθείσα τότε η γυνή εκείνη της κλίνης και δραμούσα μετά του
συζύγου της και των λοιπών των εν τω οίκω εις την παρά του Αγίου υποδειχθείσαν
οικίαν, εύρον το πτώμα της θυγατρός αυτών εις τον υποδειχθέντα τόπον. Η δε
δολοφόνος συλληφθείσα ετιμωρήθη δεόντως παρά των Αρχών. Μεταξύ δε των άλλων
πολλών θαυμάτων τα οποία ετέλεσεν ο Άγιος αναφέρονται και τα εξής: Μοναχός εξ
Αγίου Όρους, μεταβάς εις προσκύνησιν του αγίου Λειψάνου του Οσίου και
επιστρέφων, εσώθη εκ της επιδρομής ληστών τη επεμβάσει του Αγίου, όστις
ενεφανίσθη εκ του μακρόθεν και προειδοποίησε τούτον περί του επαπειλούντος
αυτόν κινδύνου. Ωσαύτως θαυματουργικώς έπεισε τους κατοίκους της κωμοπόλεως
Προκοπίου να παραχωρήσωσι την χείρα του ιερού σκήνους εις το Ρωσικόν
Μοναστήριον του Μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος. Η αδελφότης της Ιεράς εκείνης
Μονής εζήτησε το πρώτον ως ευλογίαν δια την Ιεράν Μονήν την χείρα του Αγίου.
Αλλά το αίτημά των αυτό προσέκρουσεν εις την πείσμονα άρνησιν των κατοίκων.
Αλλ’ ως είδομεν ανωτέρω, τη παρακλήσει και τη δεήσει της αδελφότητος, ένευσεν ο
Άγιος εις τας καρδίας των κατοίκων, οι οποίοι επλήρωσαν τον πόθον των Μοναχών. Μετά
την Μικρασιατικήν καταστροφήν το άγιο Σκήνωμα μετεφέρθη επιμελώς υπό των
προσφύγων εκ Προκοπίου της Καππαδοκίας εις το Νέον Προκόπιον (πρώην Αχμέτ Αγά)
της Ευβοίας, όπου και φυλάσσεται ως θησαυρός ανεκτίμητος, πλείστα όσα θαύματα
καθ’ εκάστην επιτελούν. Κατά την ετήσιον μνήμην του Αγίου συρρέουν εκεί πλήθη
πιστών προς προσκύνησιν και αγιασμόν των. Παράδειγμα αγιότητος και εναρέτου
ζωής προς μίμησιν πρόκειται εις ημάς ο μακάριος ούτος Άγιος Ιωάννης, όστις
εγένετο ένδοξος της Ορθοδοξίας πρόμαχος και αγωνιστής. Και ημείς τοιουτοτρόπως
πολιτευόμενοι θα έχωμεν διαρκή την ευσεβή πεποίθησιν, ότι όχι μόνον θέλομεν
διάγει κατά την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν ειρηνικώς, αλλά και μετά θάνατον θέλομεν
αξιωθή της ουρανίου Βσσιλείας, τη πρεσβεία του Αγίου τούτου Ιωάννου, εν Χριστώ
Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω
Αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ Αυτού Πνεύματι, νυν και αεί
και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο
Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου