Λεόντιος ο Άγιος κατήγετο μεν από την Ελλάδα, έζησε δε κατά τους χρόνους
του βασιλέως Ουεσπασιανού, εν έτει ο΄ (70). Και επειδή είχεν ανδρείαν και ρώμην
φυσικήν, η οποία ηυξήθη με την ηλικίαν του σώματος, συνηριθμήθη εις τα
στρατιωτικά τάγματα. Φανείς δε εις τον πόλεμον ανδρείος και πολλάς νίκας
κατορθώσας, προς τούτοις δε φημισθείς ότι είχε σύνεσιν και λογισμόν φρόνιμον,
δια ταύτα όλα ετιμήθη με την στολήν της στρατηγικής αξίας, και με τα άλλα
σημεία αυτής· έγεινε δηλαδή αρχιστράτηγος. Ούτος λοιπόν ευρισκόμενος εις την εν
Αφρική Τρίπολιν, έδιδεν εις τους πτωχούς από τα βασιλικά σιτηρέσια, και γνησίως
και καθαρώς ελάτρευε τον Χριστόν.
Μαθών δε περί αυτού Αδριανός ο ηγεμών της Φοινίκης απέστειλεν εις τον Άγιον τον τριβούνον Ύπατον, ομού με άλλους δύο στρατιώτας, εις εκ των οποίων ωνομάζετο Θεόδουλος. Ο δε Ύπατος, ελθών εις τον Άγιον, εκρατήθη από μίαν θέρμην υπερβολικήν, και ήκουσε μίαν φωνήν, η οποία ήλθεν άνωθεν· εφάνη δε και Άγγελος Κυρίου εις αυτόν λέγων, ότι αν θέλη να ελευθερωθή από την ασθένειαν, είναι ανάγκη να επικαλεσθή τρεις φοράς τον Θεόν του Λεοντίου· την φωνήν δε αυτήν ήκουσε και ο Θεόδουλος. Αφού λοιπόν ο Ύπατος έκαμεν ό,τι προσετάχθη υπό του Αγγέλου, ιατρεύθη από την θέρμην· συναντήσας δε τον Άγιον και μη ηξεύρων, ότι είναι αυτός ο παρ’ αυτού ζητούμενος, εφιλοξενήθη από τον ίδιον. Ύστερον δε επιζητών τον Άγιον Λεόντιον, ωνόμαζεν αυτόν κατά προσποίησιν φίλον ιδικόν του και των θεών· ο δε Άγιος εφανέρωσε μεν εαυτόν, ότι αυτός είναι ο παρ’ αυτού ζητούμενος Λεόντιος, έλεγε δε ότι τους ονομαζομένους θεούς μισεί και αποστρέφεται. Ταύτα δε ακούσαντες ο Ύπατος και ο Θεόδουλος προσέπεσον εις τους πόδας του Αγίου, και εζήτουν να λάβωσι δι’ αυτού την του Χριστού ένωσιν και οικείωσιν. Τότε λοιπόν ο Άγιος προσηυχήθη εις τον Θεόν υπέρ αυτών· όθεν ήλθεν από τον ουρανόν σύννεφον με νερόν, το οποίον εβάπτισεν αυτούς και εφώτισεν, ενέδυσε δε αυτούς και λευκά ενδύματα. Ταύτα βλέποντες οι Έλληνες εταράχθησαν και τα απεκάλυψαν όλα εις τον ηγεμόνα Αδριανόν, ο οποίος παρέστησε και τους τρεις Αγίους έμπροσθέν του, και τους παρεκίνει να αρνηθώσι την πίστιν του Χριστού. Μη δυνηθείς όμως να τους καταπείση, επρόσταξε τον μεν Άγιον Θεόδουλον να δείρωσι με ξυλίνας σπάθας. Αφού δε ταύτα έγιναν, απεκεφάλισαν και τους δύο, και ούτως έλαβον παρά Κυρίου τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Τον δε Άγιον Λεόντιον πρώτον έδειραν με βούνευρα και επειδή δεν επείθετο εις τας παρακινήσεις και κολακείας του ηγεμόνος, αλλά ενέπαιζεν αυτόν, τον έδειραν πάλιν δυνατά και κρεμάσαντες τον εξέσχισαν. Είτα εκρέμασαν πέτραν βαρείαν και μεγάλην από τον λαιμόν του, και κατά μεν το παρόν τον έκλεισαν εις την φυλακήν, ύστερον δε εξαπλώσαντες αυτόν κατά γης τον ετάνυσαν από τέσσαρας πασσάλους και τον έδειραν. Δερόμενος δε ο μακάριος παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού. Τελείται δε η αυτού σύναξις και εορτή πέραν εις το Καμαρίδιον και εις τον Ευκτήριον Ναόν του Αγίου τον ευρισκόμενον πλησίον εις την πύλην της Πηγής.
Μαθών δε περί αυτού Αδριανός ο ηγεμών της Φοινίκης απέστειλεν εις τον Άγιον τον τριβούνον Ύπατον, ομού με άλλους δύο στρατιώτας, εις εκ των οποίων ωνομάζετο Θεόδουλος. Ο δε Ύπατος, ελθών εις τον Άγιον, εκρατήθη από μίαν θέρμην υπερβολικήν, και ήκουσε μίαν φωνήν, η οποία ήλθεν άνωθεν· εφάνη δε και Άγγελος Κυρίου εις αυτόν λέγων, ότι αν θέλη να ελευθερωθή από την ασθένειαν, είναι ανάγκη να επικαλεσθή τρεις φοράς τον Θεόν του Λεοντίου· την φωνήν δε αυτήν ήκουσε και ο Θεόδουλος. Αφού λοιπόν ο Ύπατος έκαμεν ό,τι προσετάχθη υπό του Αγγέλου, ιατρεύθη από την θέρμην· συναντήσας δε τον Άγιον και μη ηξεύρων, ότι είναι αυτός ο παρ’ αυτού ζητούμενος, εφιλοξενήθη από τον ίδιον. Ύστερον δε επιζητών τον Άγιον Λεόντιον, ωνόμαζεν αυτόν κατά προσποίησιν φίλον ιδικόν του και των θεών· ο δε Άγιος εφανέρωσε μεν εαυτόν, ότι αυτός είναι ο παρ’ αυτού ζητούμενος Λεόντιος, έλεγε δε ότι τους ονομαζομένους θεούς μισεί και αποστρέφεται. Ταύτα δε ακούσαντες ο Ύπατος και ο Θεόδουλος προσέπεσον εις τους πόδας του Αγίου, και εζήτουν να λάβωσι δι’ αυτού την του Χριστού ένωσιν και οικείωσιν. Τότε λοιπόν ο Άγιος προσηυχήθη εις τον Θεόν υπέρ αυτών· όθεν ήλθεν από τον ουρανόν σύννεφον με νερόν, το οποίον εβάπτισεν αυτούς και εφώτισεν, ενέδυσε δε αυτούς και λευκά ενδύματα. Ταύτα βλέποντες οι Έλληνες εταράχθησαν και τα απεκάλυψαν όλα εις τον ηγεμόνα Αδριανόν, ο οποίος παρέστησε και τους τρεις Αγίους έμπροσθέν του, και τους παρεκίνει να αρνηθώσι την πίστιν του Χριστού. Μη δυνηθείς όμως να τους καταπείση, επρόσταξε τον μεν Άγιον Θεόδουλον να δείρωσι με ξυλίνας σπάθας. Αφού δε ταύτα έγιναν, απεκεφάλισαν και τους δύο, και ούτως έλαβον παρά Κυρίου τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Τον δε Άγιον Λεόντιον πρώτον έδειραν με βούνευρα και επειδή δεν επείθετο εις τας παρακινήσεις και κολακείας του ηγεμόνος, αλλά ενέπαιζεν αυτόν, τον έδειραν πάλιν δυνατά και κρεμάσαντες τον εξέσχισαν. Είτα εκρέμασαν πέτραν βαρείαν και μεγάλην από τον λαιμόν του, και κατά μεν το παρόν τον έκλεισαν εις την φυλακήν, ύστερον δε εξαπλώσαντες αυτόν κατά γης τον ετάνυσαν από τέσσαρας πασσάλους και τον έδειραν. Δερόμενος δε ο μακάριος παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού. Τελείται δε η αυτού σύναξις και εορτή πέραν εις το Καμαρίδιον και εις τον Ευκτήριον Ναόν του Αγίου τον ευρισκόμενον πλησίον εις την πύλην της Πηγής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου