Τω Λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν, και τω Πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών (Ψαλμ. λβ:6). Ταύτα ο μακαριώτατος Δαβίδ, υπό του Αγίου Πνεύματος ενηχούμενος, τρανώς εδογμάτισεν. Λέγων δηλαδή ότι η Αγία Τριάς είναι των όλων δημιουργός. Αύτη είναι η προάναρχος αρχή, η εν τρισί προσώποις μία θεότης, η πάντων βασιλεύουσα, η οποία εφιλοξενήθη επί της γης εις την δρυν του Μαμβρή υπό του προπάτορος Αβραάμ, χωρίς να αφήση τα ουράνια·
προεμήνυε δε με την φιλοξενίαν ταύτην την δια σαρκός του Θεού Λόγου επιφάνειαν, και τους σήμερον εορταζομένους Αγίους Αποστόλους, επειδή είπεν εις τον Αβραάμ· «Και ευλογηθήσονται εν τω σπέρματί σου πάντα τα έθνη της γης» (Γεν. κβ: 18) και πάλιν· «Και βασιλείς εκ σου εξελεύσονται» (Γεν. ιζ: 6). Διότι ο Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, ο δε Ισαάκ εγέννησε τον Ιακώβ, ο δε Ιακώβ εγέννησε τους δώδεκα Πατριάρχας του Ισραήλ. Και βλέπε, ω ακροατά, πως είναι σύμφωνα με την Νέαν Διαθήκην τα της Παλαιάς παραδείγματα, διότι οι ανωτέρω δώδεκα Πατριάρχαι προεικόνιζον τους σημερινούς δώδεκα Αποστόλους, αλλά και οι δώδεκα κώδωνες, οι οποίοι ηχολόγουν όταν ιεράτευεν εν τη σκηνή ο Αρχιερεύς Ααρών, τους δώδεκα τούτους Αποστόλους εδήλουν, διότι αυτοί ήχησαν και εκήρυξαν εις όλην την οικουμένην του σαρκωθέντος Χριστού την επιδημίαν και το Ευαγγέλιον. Δια τούτο και ο Ωσηέ προεφήτευσεν, ότι δώδεκα δρύες θέλουσιν ακολουθήσει τον επί γης φανέντα Θεόν, το οποίον έγινε και εμπράκτως· και πολλά άλλα της Παλαιάς Γραφής προεικόνισαν τους ιερούς Αποστόλους. Επειδή δε, δια την άπειρον Αυτού αγαθότητα και το μέγα έλεος, κενώσας την εαυτού δόξαν ο Υιός και Λόγος του Θεού προσέλαβε την ανθρωπίνην φύσιν και εθέωσεν αυτήν, δια τούτο, θέλων να δείξη τρανοτέραν την προς ημάς αυτού αγαθότητα, εξελέξατο τους κατά το φαινόμενον ευτελείς δώδεκα Μαθητάς Του, και εποίησεν αυτούς Αποστόλους και αυτόπτας της οικονομίας Του· και αφ’ ου διεμοίρασεν εις αυτούς το Άγιον Πνεύμα εν είδει πυρίνων γλωσσών, τους απέστειλεν εις όλην την υφήλιον, ίνα θεολογώσι το της Τριάδος Μυστήριον και την θείαν οικονομίαν, και ίνα ευαγγελίζωσι πάντα τα έθνη και βαπτίζωσιν αυτά εις το όνομα της Αγίας Τριάδος. Όθεν δι’ αυτών εφωτίσθη όλη η κτίσις, και την ορθόδοξον επλούτησε πίστιν, ευσεβώς την Αγίαν Τριάδα λατρεύουσα, και τον ένα της Αγίας Τριάδος ομολογούσα Θεόν τε και άνθρωπον, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Τούτους λοιπόν τους δώδεκα ιερούς Αποστόλους χρεωστούμεν όλοι οι Χριστιανοί να τιμώμεν και να γεγαίρωμεν, ως καθαιρέτας της πλάνης, ως φωστήρας του κόσμου και κήρυκας της ευσεβείας, και θεμελιωτάς της εκκλησιαστικής ευταξίας, την οποίαν δια των υπ’ αυτών εκτεθέντων θείων και ιερών Κανόνων, καλώς περιεχαράκωσαν. Χρεωστούμεν δε να φανερώσωμεν και πως έκαστος των Αποστόλων εκήρυξε, και εις ποίον τόπον ετελειώθη· διότι, καίτοι οι Απόστολοι δεν ετελειώθησαν όλοι ομού κατά τον αυτόν χρόνον, ούτε εις τον αυτόν τόπον, όμως επειδή η Εκκλησία του Θεού εορτάζει σήμερον την μνήμην όλων ομού των Αποστόλων, δια τούτο, χρεωστεί να αναφέρη και όλων ομού το κήρυγμα και το τέλος.
Πρώτος λοιπόν των Αποστόλων είναι ο Κορυφαίος Πέτρος, ο οποίος εκήρυξε το Ευαγγέλιον πρότερον μεν εις την Ιουδαίαν και Αντιόχειαν, έπειτα δε εις τα μέρη του Ευξείνου Πόντου και εις την Γαλατίαν και Καππαδοκίαν, την Ασίαν και Βιθυνίαν, ως προείπομεν εις την εικοστήν ενάτην του παρόντος· τελευταίον δε έφθασε και έως εις την Ρώμην, και εκεί ευρών τον Σίμωνα μάγον διελέχθη μετ’ αυτού, καυχωμένου ότι θέλει νικήσει τον Πέτρον με τα θαύματα εις ωρισμένην ημέραν. Όταν λοιπόν ήλθεν η ωρισμένη ημέρα, εξήλθε και ο βασιλεύς Νέρων εις την θεωρίαν ταύτην μεθ’ όλων των πολιτών της Ρώμης. Τότε εφόρεσεν ο Σίμων εις την κεφαλήν του στέφανον εκ δάφνης και, στερεωθείς με τας επωδάς των δαιμόνων, υψώθη άνωθεν της γης και εφαίνετο μετέωρος εις τον αέρα. Ο δε Πέτρος βλέπων τον Σίμωνα είπε προς αυτόν· επειδή εγώ είμαι μαθητής του Χριστού του ειπόντος «Εθεώρουν τον Σατανάν, ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα», δια τούτο και εγώ με την εξουσίαν Εκείνου σε επιτάσσω να κρημνισθής κάτω εις την γην έμπροσθεν πάντων. Όθεν ως πυρ φοβηθέντες τον λόγον του Αποστόλου οι δαίμονες, οι υποστηρίζοντες τον Σίμωνα, έφυγον και ευθύς έπεσεν ο άθλιος κατά γης και καταπληγωθείς όλος εκ της πτώσεως κακώς ο κακός ετελεύτησε. Τότε λοιπόν όλον το πλήθος επίστευσεν εις τον του Πέτρου Θεόν· διο ο Νέρων ηβουλήθη να θανατώση τον Πέτρον. Ο δε Πέτρος, τούτο γνωρίσας, εχειροτόνησε Επίσκοπον της Ρώμης Κλήμεντα τον μαθητήν του, επειδή ο προκάτοχός του Λίνος προς Κύριον εξεδήμησε. Παρευθύς λοιπόν ο Αγρίππας, παρών εις την Ρώμην, συνέλαβε τον Πέτρον και προσέταξε να σταυρωθή κατακέφαλα, ως ο ίδιος ο Απόστολος το εζήτησεν. Εν τω Σταυρώ λοιπόν ευρισκόμενος ο μακάριος προσηυχήθη δια την σωτηρίαν του λαού, και ούτω παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού.
Δεύτερος είναι ο Απόστολος Παύλος ο πάντας τους Αποστόλους υπερνικήσας κατά τον ζήλον της εις Χριστόν πίστεως και τους κόπους. Ούτος λοιπόν εκήρυξε τον Χριστόν από Ιερουσαλήμ μέχρι του Ιλλυρικού, καθώς το λέγει μόνος, και φθάσας εις την Ρώμην απεκεφαλίσθη. Πως δε και εκ τίνος αφορμής παρεκινήθη να υπάγη εις Ρώμην αναγκαίον είναι να διηγηθώ εν συντόμω εις τας φιληκόους σας ακοάς, εκ των Αποστολικών πράξεων ταύτα ερανισάμενος. Αφ’ ου ο μακάριος Παύλος μετέβη εις Καισάρειαν και εξενίσθη εις τον οίκον Φιλίππου, ενός των επτά Διακόνων, επήγεν εκεί μετ’ ολίγας ημέρας εκ της Ιουδαίας εις Προφήτης, ονόματι Άγαβος, όστις είπε τω Παύλω· τάδε λέγει σοι Κύριος δι’ εμού, οι αιμοχαρείς Ιουδαίοι θα δέσωσι τας χείρας σου και τους πόδας σου, και θα σε παραδώσωσιν εις τα έθνη. Ο δε Απόστολος απεκρίθη· εγώ είμαι έτοιμος όχι μόνον να δεθώ και να παραδοθώ δια τον Χριστόν εις την Ιερουσαλήμ, αλλά και να αποθάνω. Πορευθείς λοιπόν εις την Ιερουσαλήμ συνήντησε τον αδελφόθεον Ιάκωβον και τους μετ’ αυτού, και αφ’ ου τους εχαιρέτησε, διηγήθη εις αυτούς τα μεγαλεία, τα οποία δι’ αυτού εποίησεν εις τα έθνη ο Θεός. Μετ’ ολίγας δε ημέρας κρατήσαντες οι Ιουδαίοι τον Παύλον εν τω ιερώ, τον έδειραν ασπλάγχνως και δέσαντες αυτόν τον έρριψαν εν τη φυλακή. Την επιούσαν δε εξετάσαντος αυτόν του χιλιάρχου περί των φρονημάτων του, ήρχισεν ο Παύλος εν τω μέσω του Συνεδρίου και διηγήθη την γέννησιν, την ανατροφήν, την ενηλικίωσιν και την μάθησιν και τον ζήλον του· την δε ακόλουθον ημέραν διηγήθη, ότι εφάνη ο Χριστός εις αυτόν, ότι ετυφλώθησαν οι οφθαλμοί του, ότι πάλιν ανέβλεψε, και ότι εδίωκε τον Χριστόν εν αγνοία, ύστερον δε Τούτον γνωρίσας αληθή Θεόν ανακηρύττει Αυτόν εις όλους. Ταύτα ακούσαντες οι εις το Συνέδριον καθεζόμενοι Ιουδαίοι εφώναξαν μεγάλως προς τον χιλίαρχον λέγοντες· άρον εκ της γης τον τοιούτον. Ενώ δε ητοιμάζοντο οι στρατιώται να τον δείρωσιν, αντέστη ο Απόστολος εις αυτούς και είπε· δεν είναι συγκεχωρημένον εις σας να δείρητε ακατάκριτον άνδρα Ρωμαίον (διότι Ρωμαίος ήτο ο Παύλος, των προγόνων αυτού υποκειμένων εις τους Ρωμαίους δια βασιλικού γράμματος, ως ερμηνεύει ο κριτικός Φώτιος). Τούτον τον λόγον ακούσας ο χιλίαρχος και φοβηθείς, δεν έδειρεν αυτόν, αλλά τον παρέστησεν εις το Συνέδριον, θέλων να μάθη τα περί αυτού. Και συνελόντι ειπείν, ο Παύλος, επειδή επεκαλέσθη τον εν τη Ρώμη Καίσαρα όπως κριθή εκεί, τούτου ένεκα υπήγεν εις την Ρώμην, ένθα ευρόντες αυτόν αδελφοί τινες εχάρησαν σφόδρα· ότε δε παρεστάθη εις τον Καίσαρα Νέρωνα, επειδή ουδεμία κατ’ αυτού αιτία θανάτου ευρέθη, απεφασίσθη υπό του Νέρωνος να μένη ελεύθερος καθ’ ο αθώος. Έκτοτε λοιπόν μετέβη ο Παύλος εις ιδιαίτερον τόπον και εκήρυττε τον Χριστόν Υιόν Θεού εις τους προστρέχοντας αυτώ. Αφ’ ου δε παρήλθεν ολίγος χρόνος, έγινεν εις τον Παύλον θεία Αποκάλυψις, ότι να αφήση την Ρώμην και να υπάγη εις την Ισπανίαν, ένθα μεταβάς ο Απόστολος πολλούς εβάπτισε, και ασθενείς ιάτρευσε, και ιερείς εχειροτόνησε, και όλους εστήριξεν εις την πίστιν του Χριστού· εκ δε της Ισπανίας επανήλθεν εις την Ρώμην. Έξω δε εις την Ρώμην ευρισκόμενος εδίδασκε και έκαμνε να συρρέη περί αυτόν το πλήθος του λαού. Εις δε οινοχόος του βασιλέως, κύπτων από υψηλόν τι μέρος και προσέχων εις την διδασκαλίαν του Παύλου, έπεσεν εις την γην και απέθανε· τούθ’ όπερ ακούσας ο Παύλος προσέταξε να φέρωσι προς αυτόν τον νεκρόν· όθεν θέσας τας χείρας του επ’ αυτού και επικαλεσάμενος το όνομα του Χριστού, ω του θαύματος! ανέστησεν αυτόν και υγιαίνοντα απέδωκεν εις τους δι’ αυτόν κλαίοντας. Δια τούτο και αυτός ο αναστηθείς επίστευσεν εις τον Χριστόν, και λαβών το άγιον Βάπτισμα εγκατέλιπε την υπηρεσίαν του βασιλέως. Μαθών δε τούτο ο βασιλεύς προσέταξε να παρασταθή ο οινοχόος εις το βασιλικόν του βήμα, και παρασταθέντα ηρώτα αυτόν, εάν αρνήται την του Χριστού πίστιν· ο δε οινοχόος απεκρίνατο, ότι δεν δύνανται να με χωρίσωσιν από της αγάπης του Χριστού ούτε τα ενεστώτα ούτε τα μέλλοντα, ούτε ζωή ούτε θάνατος. Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς και απορήσας, προσέταξε να κατακαώσι δια πυρός όσοι Χριστιανοί ευρίσκονται εν τη φυλακή, ο δε Παύλος να αποκεφαλισθή. Όθεν οι δήμιοι (ήτοι οι εκτελεσταί των βασάνων) έλαβον τον του Χριστού θείον Απόστολον και έφεραν αυτόν έξω της Ρώμης, σπεύδοντες προς εκτέλεσιντης βασιλικής προσταγής. Γυνή τις δε, Περπέτουα ονόματι, κατά συνεργείαν του διαβόλου έχασε το φως του δεξιού οφθαλμού της, βλέπουσα δε ότι απήγαγον τον Παύλον όπως τον αποκεφαλίσωσιν, επόνεσεν η καρδία της και εδάκρυσεν. Ο δε Παύλος είπε προς αυτήν· ω γύναι, δος μοι το μανδήλιόν σου, και όταν επανέλθω πάλιν σοι το δίδω. Και η γυνή έδωκεν εις αυτόν προθύμως το μανδήλιόν της. Τούτο δε βλέποντες οι στρατιώται έλεγον εμπαικτικώς εις την γυναίκα· πρόσμενε, ω γραία, τούτον όστις δεν επανέρχεται πλέον. Φθάσαντες δε εις τον τόπον της καταδίκης προητοίμασαν τον Απόστολον, όπως τον αποκεφαλίσωσι, και έδεσαν τους οφθαλμούς του με το μανδήλιον της μονοφθάλμου γυναικός· όταν δε απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν έτρεξεν αίμα ομού και γάλα, και έβρεξε τα ιμάτια του Αποστόλου, το δε μανδήλιον αοράτως εδόθη εις την μονόφθαλμον γυναίκα, εις την οποίαν παρευθύς εχαρίσθη και η του οφθαλμού της ανάβλεψις. Αφ’ ου δε οι δήμιοι απεκεφάλισαν τον Απόστολον, επανερχόμενοι εύρον την γυναίκα κρατούσαν εις χείρας της το μανδήλιον αιματωμένον, το οποίον θερμώς κατεφίλει, και δεικνύουσα αυτοίς τον οφθαλμόν της υγιά και βλέποντα έλεγε· Ζη Κύριος, δεν είναι άλλος Θεός ειμή εκείνος, τον οποίον ο Παύλος εκήρυττεν. Όθεν και αυτοί θαυμάσαντες το γενόμενον επίστευσαν εις τον Χριστόν, και μετ’ αυτής παρουσιάσθησαν εις τον Νέρωνα κηρύττοντες μεγαλοφώνως τα μεγαλεία του Θεού. ο δε Νέρων, νικηθείς υπό της οργής, προσέταξε να λάβη έκαστος αυτών διάφορον τιμωρίαν, και ο μεν πρώτος δήμιος απεκεφαλίσθη, ο δε δεύτερος εσχίσθη εις το μέσον δια ξίφους και ο τρίτος ελιθοβολήθη, της Περπετούας ριφθείσης εν τη φυλακή· ερχομένη δε προς αυτήν η βασίλισσα και σύζυγος του Νέρωνος μετά των τιμιωτέρων γυναικών της Ρώμης, εδιδάχθησαν υπ’ εκείνης την αληθή και βεβαίαν πίστιν του Χριστού, και με το άγιον Βάπτισμα ετελειώθησαν. Ταύτα μαθών ο Νέρων, την μεν Περπέτουαν, αφ’ ου έδειρε δυνατά, έδεσεν εις τον λαιμόν της πέτραν του μύλου και την έρριψεν εν τω βυθώ, τας δε λοιπάς απεκεφάλισεν, επειδή δεν ηθέλησαν να αρνηθώσιν τον Χριστόν. Εύρεν όμως η θεία εκδίκησις τον ασεβή Νέρωνα, διότι μισηθείς υπό του λαού της Ρώμης έφυγεν εκ του παλατίου του, και περιεπλανάτο εις τα δάση και τα λαγκάδια, προτιμών κάλλιον να αποθάνη παρά να ζη. Όθεν κακοπαθήσας εκ του ψύχους και της πείνης, κακώς την ζωήν ετελείωσε, γενόμενος βορά των θηρίων ο ασεβής και παρανομώταρος τύραννος.
Τρίτος Απόστολος του Κυρίου είναι ο Πρωτίκλητος Ανδρέας, ο και αδελφός του Πέτρου. Ούτος λοιπόν εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις όλα τα παραθαλάσσια μέρη του Ευξείνου Πόντου, της Βιθυνίας και Αρμενίας, και επανελθών δια της Βυζαντίδος κατέβη έως εις την Ελλάδα· ελθών δε εις τας Πάτρας της Αχαϊας, εσταυρώθη υπό του Αιγεάτου.
Τέταρτος είναι ο Ιάκωβος ο του Ζεβεδαίου, ο οποίος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις όλην την Ιουδαίαν και ύστερον εθανατώθη δια μαχαίρας υπό του Ηρώδου Αγρίππα δια την πολλήν παρρησίαν του.
Πέμπτος είναι ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής και Θεολόγος, ο και αδελφός Ιακώβου, ο επιπεσών εις το στήθος του Χριστού. Ούτος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις την Ασίαν και εξορισθείς εις την Πάτμον υπό του Δομετιανού πολλά πλήθη απίστων προσέφερεν εις τον Χριστόν, και επιστρέψας εις την πόλιν Έφεσον ανεπαύθη εν ειρήνη πλήρης ημερών γενόμενος.
Έκτος είναι Φίλιππος ο από Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, συμπατριώτης Ανδρέου και Πέτρου. Ούτος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις την Ασίαν και Ιεράπολιν μετά της αδελφής του Μαριάμνης και του Βαρθολομαίου· ύστερον δε υπό των Ελλήνων σταυρωθείς εθανατώθη εν αυτή τη Ιεραπόλει.
Έβδομος είναι ο Θωμάς, ο και Δίδυμος, ο οποίος, κηρύξας τον Χριστόν εις Πάρθους και Μήδους και Πέρσας και Ινδούς, εκτυπήθη υπ’ αυτών ακοντίοις και ετελειώθη.
Όγδοος είναι ο Βαρθολομαίος, ο οποίος εκήρυξε το Ευαγγέλιον του Χριστού εις τους Ινδούς τους καλουμένους Ευδαίμονας, και σταυρωθείς εις την Ουρβανούπολιν ετελειώθη.
Ένατος είναι Ματθαίος, ο και Λευϊ, αδελφός Ιακώβου του Αλφαίου, ο Τελώνης και Ευαγγελιστής, όστις μεγάλως εφιλοξένησε τον Ιησούν. Ούτος κηρύξας το Ευαγγέλιον εις Ιεράπολιν της Συρίας, λιθοβοληθείς ετελειώθη.
Δέκατος είναι Ιάκωβος ο του Αλφαίου, ο και αδελφός Ματθαίου (διότι αμφότεροι είχον πατέρα τον Αλφαίον). Ούτος λοιπόν εκήρυξε τον Χριστόν εις τα έθνη, διο επωνομάσθη σπέρμα θείον· ταχέως δε και προθύμως προχωρήσας εις το κήρυγμα, και ελέγχων τους απαιδεύτους λαούς, εκρεμάσθη εις σταυρόν και παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.
Ενδέκατος είναι Σίμων ο Ζηλωτής, ο καταγόμενος εκ Κανά της Γαλιλαίας, όστις ονομάζεται Ναθαναήλ εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον. Ούτος λοιπόν εκήρυξεν εις όλην την Μαυριτανίαν και την χώραν της Αφρικής το Ευαγγέλιον του Χριστού, και σταυρωθείς τελειούται.
Δωδέκατος είναι Ιούδας ο Ιακώβου, ο παρά μεν του Λουκά ονομαζόμενος Ιούδας Ιακώβου, εις τε το Ευαγγέλιόν του και τας Πράξεις, παρά δε του Ματθαίου Θαδδαίος και Λευαίος, αδελφός κατά σάρκα χρηματίσας του Κυρίου. Ούτος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις την Μεσοποταμίαν, ύστερον δε ετελειώθη εις την πόλιν Αραράτ, κρεμασθείς και τοξευθείς υπό των απίστων.
Ματθίας, ο αντί του προδότου Ιούδα συναριθμηθείς μετά την Ανάληψιν μετά των ένδεκα Αποστόλων, εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις την Αιθιοπίαν, και πολλάς τιμωρίας παθών υπό των απίστων παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.
Ιάκωβος ο αδελφός του Κυρίου, ο και υιός Ιωσήφ του Μνήστορος, έγινε πρώτος Επίσκοπος των Ιεροσολύμων· κρεμασθείς δε υπό των Ιουδαίων άνωθεν από το πτερύγιον, ήτοι το τοξάτον και εξωπέτακτον του Ιερού, και κτυπηθείς εις την κεφαλήν με το ξύλον των κναφέων, ετελειώθη.
Σίμων, ο και Συμεών ονομαζόμενος και Κλεώπας, ήτο μεν υιός του Ιωσήφ του Μνήστορος, αδελφός δε Ιακώβ του αδελφοθέου. Έγινε δεύτερος Επίσκοπος των Ιεροσολύμων, και έζησεν εκατόν είκοσιν έτη. Επειδή δε ήτο συγγενής του Κυρίου και κατήγετο εκ της φυλής του Ιούδα, κατεδικάσθη υπό του βασιλέως Δομετιανού εν έτει πβ΄ (82) να πίη δηλητήριον, το οποίον εξήγαγον εκ σκορπίων, όφεων, φαλαγγίων, και άλλων θηρίων δηλητηριωδών, δεν έπαθεν όμως ουδέν κακόν. Όθεν σταυρωθείς ύστερον υπό του βασιλέως Τραϊνού εν έτει 96 ετελειώθη.
Βαρνάβας, ο και Ιωσής ονομαζόμενος εν ταις Πράξεσι των Αποστόλων (κεφ. δ΄ 36), είναι εις εκ των εβδομήκοντα. Ούτος αντέγραψε το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον και ετελειώθη εν τη νήσω Κύπρω.
Μάρκος ο Ευαγγελιστής, ο χρηματίσας υιός κατά πνεύμα του Κορυφαίου Πέτρου, εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις την Αλεξάνδρειαν και εις όλην την περίχωρον, μέχρι Πενταπόλεως· εν Αλεξανδρεία δε συρθείς επί πετρών ετελειώθη και ετάφη εκεί.
Λουκάς ο Ευαγγελιστής και ιατρός, ο συνέκδημος Παύλου, συνέγραψε το Ευαγγέλιόν του, υπαγορεύσαντος αυτώ του μακαρίου Παύλου προς δε τούτοις και τας Πράξεις των Αποστόλων. Αφ’ ου δε αυτός ανεχώρησεν εκ της Ρώμης (διότι ο Παύλος έμεινεν εκεί), περιήλθεν όλην την Ελλάδα και εκήρυξε το Ευαγγέλιον· ελθών δε εις τας Θήβας της Βοιωτίας, εκεί εν ειρήνη ετελειώθη, ογδοήκοντα ετών γέρων. Λέγουσι δε ότι αυτός πρώτος εζωγράφησε την εικόνα του Δεσπότου Χριστού και της αυτού Μητρός και των Κορυφαίων Αποστόλων, και έκτοτε διεδόθη εις όλον τον κόσμον το τοιούτον ευσεβές και πάντιμον έργον της εικονογραφίας.
Φίλιππος, ο αναφερόμενος εις τας Πράξεις των Αποστόλων και καταγόμενος εκ Καισαρείας της Παλαιστίνης, έλαβε νόμιμον γυναίκα και είχε τέσσαρας θυγατέρας προφήτιδας· αυτός κατέστη Διάκονος υπό των Αποστόλων, και εβάπτισε τον Σίμωνα μάγον καθ’ υπόκρισιν πιστεύσαντα, αυτός και τον Αιθίοπα Ευνούχον εβάπτισε. Κηρύξας δε το Ευαγγέλιον εις τας Τράλλεις της Μ. Ασίας μετά των θυγατέρων του, εκεί απήλθε προς Κύριον. Ανανίας ο Απόστολος έγινεν Επίσκοπος Δαμασκού, όστις και τον Παύλον εβάπτισε δι’ αποκαλύψεως. Ούτος επειδή πολλά εποίει θαύματα και ιατρείας εν τε τη Δαμασκώ και Ελευθερουπόλει, εδάρη με βούνευρα υπό του ηγεμόνος Λουκιανού, και εξέσθη εις τας πλευράς, και εκάη με λαμπάδας ανημμένας· βληθείς δε έξω της πόλεως, ελιθοβολήθη.
Ιωσήφ ο και Ιούστος και Βαρσαβάς καλούμενος εν ταις Πράξεσιν, ο σύμψηφος γενόμενος με τον Ματθίαν. Ούτος, εις των εβδομήκοντα Μαθητών υπάρχων, εν ειρήνη ετελειώθη.
Στέφανος ο Πρωτομάρτυς, ο πρώτος των επτά Διακόνων και εις των εβδομήκοντα Μαθητών, ο εν ταις Πράξεσι των Αποστόλων αναφερόμενος, ελιθοβολήθη υπό των Ιουδαίων δια την θερμήν πίστιν του, συνευδοκούντος εις τον φόνον αυτού του Αποστόλου Παύλου, έτι απίστου όντος, και ενεταφιάσθη εις την Ιερουσαλήμ. Ύστερον δε κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου ανεκομίσθη το άγιον αυτού λείψανον εις την Κωνσταντινούπολιν, και απετέθη εις τόπον λεγόμενον Κωνσταντιαναί.
Πρόχορος, εις των επτά Διακόνων και των εβδομήκοντα ων, και Επίσκοπος γενόμενος της εν Βιθυνία πόλεως Νικομηδείας, εν ειρήνη ετελειώθη.
Νικάνωρ, και αυτός εις των επτά Διακόνων και των εβδομήκοντα, εν ειρήνη ετελειώθη.
Τίμων, και αυτός ήτο εις των επτά Διακόνων, και γενόμενος Επίσκοπος Βόστρων της Αραβίας, κατεκάη δια πυρός υπό των αθέων Ελλήνων.
Παρμενάς· και αυτός ήτο εις των επτά Διακόνων, όστις έμπροσθεν των Αγίων Αποστόλων ετελειώθη εν τη διακονία αυτού.
Πρέπει δε να ηξεύρωμεν ότι οι ανωτέρω πανεύφημοι Απόστολοι, οι τε δώδεκα και οι κατώτεροι αυτών εβδομήκοντα, τους οποίους ο Κύριος Αποστόλους ανέδειξε μετά των σεπτών Μυροφόρων και πιστών γυναικών, όλοι αυτοί εκατόν είκοσιν όντες τον αριθμόν, ως αναφέρουσιν αι Πράξεις των Αποστόλων, δεν εβαπτίσθησαν με το δι’ ύδατος βάπτισμα, διότι αυτός ο Κύριος υπεσχέθη αυτοίς ότι θέλουσι βαπτισθή εν Πνεύματι Αγίω· «Ιωάννης, γαρ φησιν, εβάπτισεν ύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Αγίω», και διότι όταν κατέβη το Πνεύμα το Άγιον εις όλους τους ανωτέρω κατά την ημέραν της Πεντηκοστής, επλήρωσεν αυτούς εκ των χαρίτων Του, καθώς και ο προφήτης Ιωήλ προεφήτευσεν. Όθεν δεν εχρειάσθησαν ύστερον άλλου βαπτίσματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου