Κύριλλος ο Άγιος και Μέγας της Εκκλησίας διδάσκαλος ήτο κατά την πατρίδα
Αλεξανδρεύς, από γονείς ευσεβείς και ευγενείς, ανεψιός εξ αδελφής Θεοφίλου
Πατριάρχου Αλεξανδρείας· ανατραφείς δε ελευθερίως, έγινε δοκιμώτατος εις την
φιλοσοφίαν και την αρετήν· ήτο πλήρως ησκημένος εις τα Ελληνικά και Ρωμαϊκά
βιβλία και πεπαιδευμένος τόσον εις όλην την έξω σοφίαν, όσον και εις την έσω
πνευματικήν· εσχόλαζε πάντοτε εις την ανάγνωσιν και μελέτην των θείων Γραφών.
Όθεν και ο θείος του Θεόφιλος, βλέπων εις αυτόν τόσον μεγάλην σοφίαν και
αρετήν, συνηρίθμησε τούτον εις τον Κλήρον της Εκκλησίας, χειροτονήσας
Αρχιδιάκονον.
Και λοιπόν ήτο τότε ο Άγιος πεφυτευμένος εις τον λειμώνα της Εκκλησίας του Χριστού, ως ευωδέστατον και ωραιότατον κρίνον, το οποίον ήνθει μεν με την καθαρότητα και τας λοιπάς αρετάς, ευωδίαζε δε όλον το πλήρωμα των πιστών με την οσμήν της θείας σοφίας του. Αφ’ ου δε απέθανεν ο Θεόφιλος, όλοι ομοφώνως κληρικοί τε και λαϊκοί εψήφισαν δια Πατριάρχην της Αλεξανδρείας τον θείον Κύριλλον, ο οποίος ευθύς ως ανέβη εις τον θρόνον εδίωξεν από την Αλεξάνδρειαν τους αιρετικούς και τους σχισματικούς, τους ονομαζομένους Νοβατιανούς· οι δε Νοβατιανοί ούτοι, παρομοιάζοντες με τους Φαρισαίους, ωνόμαζον εαυτούς καθαρούς και δικαίους· εφόρουν δε λευκά ενδύματα, δια να δείξουν τάχα δια τούτου την καθαρότητα του βίου των· εδογμάτιζον ότι ο μετά το βάπτισμα υποπίπτων εις θανάσιμον αμαρτίαν, ούτος δεν πρέπει να έρχεται εις την Εκκλησίαν· έλεγον δε ότι κατ’ ουδένα άλλον τρόπον δεν συγχωρείται η θανάσιμος αμαρτία, εάν δεν μεταβαπτισθή ο άνθρωπος· δεν συνεχώρουν τον δεύτερον γάμον, ονομάζοντες αυτόν μοιχείαν, ενώ εβάπτιζον δια δευτέραν φοράν τους καλώς και ορθοδόξως βεβαπτισμένους· και άλλα ακόμη αιρετικά φρονήματα είχον οι τοιούτοι· ωνομάσθησαν δε Νοβατιανοί από κάποιον Νοβάτον, αρχηγόν του σχίσματος τούτου, ο οποίος ιερεύς ων εις την Ρώμην, επί Δεκίου του βασιλέως, επεθύμει να γίνη Πάπας. Επειδή όμως ο δυστυχής αυτός Νοβάτος μετά τον θάνατον του δια Χριστόν μαρτυρήσαντος Πάπα Φαβίνου δεν έγινε Πάπας, ως ήλπιζε και επεθύμει, αλλ’ έγινεν ο μακάριος Κορνήλιος, δια ταύτην την αφορμήν απεσχίσθη από την Εκκλησίαν ο υπερήφανος και έγινεν εχθρός όχι μόνον του θείου Κορνηλίου αλλά και της ορθής πίστεως. Διότι ο μεν θείος Κορνήλιος εδέχετο πάλιν εις την Εκκλησίαν τους χριστιανούς εκείνους, οι οποίοι δια τον φόβον των βασάνων ηρνήθησαν πρότερον τον Χριστόν, εις τον καιρόν του διώκτου Δεκίου, ύστερον δε μετανοούντες επέστρεφον εις την πίστιν του Χριστού μετά δακρύων· καθώς και ο Χριστός εδέχθη τον Απόστολον Πέτρον, όστις τρις τον ηρνήθη πρότερον, ύστερον δε μετά δακρύων μετενόησεν. Ο δε σχισματικός και υπερήφανος Νοβάτος, όχι μόνον δεν εδέχετο εις την μετάνοιαν τους τοιούτους αρνησιχρίστους, αλλά και τον Πάπαν Κορνήλιον κατηγόρει, ονομάζων αυτόν κοινωνόν και σύντροφον των ειδωλολατρών· και ούτω χωρισθείς από αυτού, και άλλους ομόφρονας αποκτήσας, έγινεν ως άλλος Πάπας εις την Ρώμην· και εκείθεν εξηπλώθη η αίρεσις αύτη και το σχίσμα, μέχρι και της Αλεξανδρείας. Τους τοιούτους λοιπόν σχισματοαιρετικούς απεδίωξεν ο Άγιος Κύριλλος, ως είπομεν, ευθύς ως έγινε Πατριάρχης ομού με τον Επίσκοπόν των Θεόπεμπτον. Μετά ταύτα επεκαλέσθη την βοήθειαν του Θεού, δια να διώξη από την εκεί κατοικίαν των και τους δαίμονας. Πλησίον δηλαδή της Αλεξανδρείας, έως δώδεκα στάδια, ευρίσκεται τόπος ονομαζόμενος Κάνωβος, και πλησίον εκείνου είναι άλλος τόπος ονομαζόμενος Μανούθιν, εις τον οποίον ήτο βωμός παλαιός, κατοικητήριον των δαιμόνων. Όθεν όλος ο τόπος εκείνος ήτο φοβερώτατος από το πλήθος των εκεί κατοικούντων ακαθάρτων πνευμάτων. Δια τούτο και όταν έζη ο Πατριάρχης Θεόφιλος πολλάκις ηθέλησε να καθαρίση τον τόπον εκείνον από τους δαίμονας και να τον κάμη κατοικητήριον άγιον, ίνα δοξολογήται ο Θεός, αλλ’ όμως δεν ηδυνήθη, αφ’ ενός μεν διότι εύρισκε πολλά εμπόδια, αφ’ ετέρου δε διότι ηκολούθησε κατόπιν ο θάνατός του. Ο δε του Θεοφίλου διάδοχος τρισμακάριστος Κύριλλος εφρόντισε περί τούτου, και προθύμως εδέετο του Θεού, να του δώση θείαν βοήθειαν και δύναμιν, δια να διώξη από τον τόπον εκείνον τα ακάθαρτα πνεύματα. Όθεν φαίνεται κατ’ όναρ εις αυτόν Άγγελος Κυρίου και του λέγει να φέρη εις τον τόπον εκείνον τα τίμια λείψανα των αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου και ούτω θέλει αναχωρήσει από εκεί η δύναμις των δαιμόνων. Ο δε Άγιος χωρίς αργοπορίαν έκαμε το πρόσταγμα του Αγγέλου, και ευθύς ως έφερεν εις τον τόπον εκείνον τα λείψανα των αγίων Αναργύρων, και έκτισεν εκεί Ναόν εις το όνομά των, ω του θαύματος! εξεδιώχθησαν απ’ εκεί τα ακάθαρτα πνεύματα, και έγινεν ο τόπος εκείνος πηγή αναβλύζουσα ιάματα, εκ της χάριτος των αγίων Αναργύρων. Αφ’ ου δε ο Άγιος εδίωξεν από τον τόπον της Αλεξανδρείας τους αοράτους και νοητούς δαίμονας, έλαβε την φροντίδα να διώξη και τους ορατούς και αισθητούς, οίτινες ήσαν οι μισόχριστοι Εβραίοι, οι οποίοι κατώκουν εις την Αλεξάνδρειαν έκπαλαι, από τον καιρόν όπου εκτίσθη η πόλις αύτη από τον Μέγαν Αλέξανδρον, και με την πολυκαιρίαν έγιναν πλήθος πολύ και δεν έπαυον, κατά την συνήθειαν την οποίαν έχει το φιλοτάραχον τούτο γένος, να επιβουλεύωνται κρυφά και φανερά τους Χριστιανούς, δια το άσπονδον μίσος που τρέφουν κατά του Χριστού και των Χριστιανών και πολλάς συγχύσεις και ταραχάς, αλλά και αιματοχυσίας και φόνους επροξένουν οι μιαροί. Προσκαλεσάμενος λοιπόν ο Άγιος τους πρώτους της συναγωγής των, τους συνεβούλευσε να εμποδίσουν το έθνος των από τας μιαράς αυτάς πράξεις και να το σωφρονίσουν· εκείνοι δε οι κατάρατοι όχι μόνον δεν εσωφρονίσθησαν, αλλά και χειρότεροι έγιναν, και ακούσατε: Εις την Αλεξάνδρειαν υπήρχε παμμεγέθης και ωραιότατος Ναός, ο οποίος, επειδή εκτίσθη από τον Επίσκοπον Αλέξανδρον ωνομάζετο Ναός του Αλεξάνδρου· οι αλιτήριοι λοιπόν Εβραίοι, θέλοντες να κακοποιήσουν τους Χριστιανούς, ωπλίσθησαν όλοι και μίαν νύκτα εξεχύθησαν εις την πόλιν και τρέχοντες ανά τας οδούς με αλαλαγμούς, εφώναζον κάτω από τους οίκους των Χριστιανών: Καίεται ο Ναός του Αλεξάνδρου. Οι δε Χριστιανοί, ακούσαντες, έδραμον εν σπουδή δια να σβέσουν την πυρκαϊάν. Οι Εβραίοι τότε επετέθησαν κατά των Χριστιανών, και άλλους έκοπτον με τα ξίφη, άλλους εφόνευον με ακόντια, άλλους έσφαζον με μαχαίρας και άλλους εθανάτωνον με ό,τι όπλον είχεν ο καθείς· ώστε εν εκείνη τη νυκτί εφονεύθη μέγα πλήθος Χριστιανών. Tην πρωϊαν, μαθών το συμβεβηκός ο Άγιος Κύριλλος, υπερβολικά ελυπήθη και εζήτει την τιμωρίαν των Εβραίων από τον έπαρχον της πόλεως, Ορέστην ονομαζόμενον· αλλά ο έπαρχος, μολονότι ήτο Χριστιανός, επειδή είχε κάποιαν εχθρότητα κατά του Αγίου, εβοήθει τους Εβραίους και υπερήσπιζε τους φονείς. Ο δε θείος Κύριλλος, ζήλου θείου πλησθείς, παραλαβών μεθ’ εαυτού πλήθος Χριστιανών, ήλθεν ο ίδιος εις την περιοχήν που κατώκουν και τους μεν Εβραίους εδίωξεν από την Αλεξάνδρειαν, τας δε κατοικίας των εκρήμνισε και την συναγωγήν των κατέκαυσε. Τούτο μαθών ο Έπαρχος επλήσθη θυμού κατά του Πατριάρχου και ήρχισε να κακοποιή τους συγγενείς και φίλους του Αγίου, ώστε και τον γραμματικόν Ιέρακα, άνδρα ονομαστόν και τίμιον, έδειρεν ασπλάγχνως και εξεγύμνωσεν εις το θέατρον. Από τότε ανεφύη μεταξύ του Αγίου και του επάρχου μεγάλη διχόνια και ασυμφωνία· διότι ο μεν Άγιος υπερήσπιζε τους Χριστιανούς, ο δε έπαρχος τους Εβραίους. Όθεν και οι δύο έγραψαν, ο καθ’ εις χωριστά, προς τον βασιλέα Θεοδόσιον τον Μικρόν περί της υποθέσεως ταύτης και επερίμεναν τας διαταγάς του αυτοκράτορος. Εν τω μεταξύ δε τούτω συνέβη και έτερον γεγονός εις την Αλεξάνδρειαν, όπερ έγινεν αιτία φόνων και μεγάλης συγχύσεως. Είναι δε τούτο το εξής: Εις την πόλιν της Αλεξανδρείας έζη μία παρθένος φιλόσοφος, ονομαζομένη Υπατία, λίαν δε ενάρετος, θυγάτηρ Θέωνος του φιλοσόφου, από τον οποίον διδασκομένη την φιλοσοφίαν εκ νεαράς της ηλικίας τοσούτον επρόκοψεν, ώστε υπερέβαλλεν εις την σοφίαν όλους τους φιλοσόφους του τότε καιρού, καθώς δι’ αυτήν γράφει και ο σοφός Συνέσιος, ο της Κυρήνης Επίσκοπος, και εγκωμιάζει αυτήν. Αύτη εφύλαττε καθαράν παρθενίαν και δεν ηθέλησε να υπανδρευθή, κυρίως δια να δύναται απερίσπαστος να καταγίνεται εις τα βιβλία τής φιλοσοφίας. Όθεν οι μεν σπουδαίοι άνδρες έσπευδον εις την Αλεξάνδρειαν από κάθε μέρος δια να ίδουν και ακούσουν την σοφίαν τής φιλοσόφου ταύτης Υπατίας. Οι δε κληρικοί και άρχοντες και πας ο λαός ετίμων αυτήν και ήκουον με αγάπην τας ψυχωφελείς αυτής συμβουλάς και νουθεσίας. Αυτή λοιπόν η φιλόσοφος και παρθένος, επιθυμούσα να ειρηνεύση προς αλλήλους τον Πατριάρχην και τον έπαρχον, μετέβαινε με πολλήν πραότητα και ταπείνωσιν, πότε εις τον ένα και πότε εις τον άλλον και δια των σοφών και φρονίμων λόγων της κατέπεισε και τους δύο να ειρηνεύσουν. Αλλ’ αν και ο αγιώτατος Πατριάρχης και προ τούτου ακόμη εζήτει να ειρηνεύση μετά του επάρχου, εκείνος όμως, κακότροπος και μνησίκακος ων, ούτε να ακούση ήθελε δια την συνδιαλλαγήν με τον Πατριάρχην. Εις το σημείον τούτο ευρίσκοντο αι σχέσεις του επάρχου προς τον Πατριάρχην, όταν ημέραν τινά επέστρεφεν η φιλόσοφος αύτη με την άμαξάν της εις τον οίκον της. Τότε τινές στασιώδεις και μισούντες την ειρήνευσιν του επάρχου και του Πατριάρχου, ώρμησαν έξαφνα εναντίον της και σύραντες αυτήν βιαίως έξω από την άμαξαν, και σχίσαντες τα ενδύματά της, τόσον σκληρώς και απανθρώπως εκτύπησαν αυτήν, ώστε την εθανάτωσαν· και δεν ικανοποιήθη μέχρι τούτου η κακία των, αλλά, ω της απανθρωπίας και θηριώδους αυτών ασπλαγχνίας! και εις το νεκρόν σώμα της παρθένου ορμήσαντες, κατέκοψαν αυτό εις κομμάτια και εν τόπω καλουμένω Κηνάρω τα λείψανα τούτου κατέκαυσαν. Ταύτην την ελεεινήν τραγωδίαν και συμφοράν μαθόντες όλοι οι Αλεξανδρινοί ελυπήθησαν εις το έπακρον, και μάλιστα οι σπουδαίοι και σοφοί. Την ταραχήν ταύτην μαθόντες και οι εν τω όρει της Νητρίας κατοικούντες Μοναχοί και πλησθέντες ζήλου συνήχθησαν έως πεντακόσιοι· και δη κατελθόντες εις την Αλεξάνδρειαν προς βοήθειαν και υπεράσπισιν του Πατριάρχου ευρίσκουσι κατά τύχην εις τον δρόμον τον έπαρχον καθήμενον εις άμαξαν και αμέσως ήρχισαν να φωνάζουν, υβρίζοντες αυτόν και ονομάζοντές τον Έλληνα και ειδωλολάτρην· (επειδή Έλλην πρότερον ων, είχε λάβει προ ολίγου το Βάπτισμα εις την Κωνσταντινούπολιν). Ένας δε από τους Μοναχούς, ο πλέον θυμώδης, έρριψε λίθον κατά του επάρχου και έπληξε τούτον εις την κεφαλήν. Συναχθέν δε πλήθος λαού, εχώρισε τους Μοναχούς από τον έπαρχον· αλλ’ οι υπηρέται του επάρχου συνέλαβον ένα Μοναχόν ονόματι Αμμώνιον και τον έφεραν εις τον έπαρχον, ο οποίος υποπτευόμενος, ότι ο Άγιος εκίνησε τους Μοναχούς κατ’ αυτού, ήναψεν από τον θυμόν και τόσον σκληρά εβασάνισε τον Αμμώνιον, εν μέσω της πόλεως, έως ότου τον εθανάτωσεν. Όπερ μαθών ο Άγιος ελυπήθη, και αποστείλας έλαβε το σώμα του Μοναχού και το ενεταφίασε με την πρέπουσαν τιμήν. Τα συμβεβηκότα ταύτα έδωκαν θάρρος εις τους Εβραίους, τους οποίους είχεν εκδιώξει από την Αλεξάνδρειαν ο Άγιος, ως είπομεν· και πρώτον μεν αυτοί εσύστησαν εκεί όπου ευρίσκοντο νέαν Συναγωγήν. Έπειτα, οι χριστοκτόνοι και θεοκτόνοι, απετόλμησαν να κάμουν και τούτο το ανομώτατον έργον, προς ύβριν και καταισχύνην του Χριστού και των Χριστιανών. Αφού δηλαδή κατεσκεύασαν ένα υψηλόν σταυρόν, συνέλαβον το παιδίον χριστιανού τινός, και γυμνώσαντες αυτό το εσταύρωσαν εις τον Σταυρόν, προσδέσαντες με λεπτά σχοινία. Είτα αφ’ ου το κατεγέλασαν επί πολύ, το ενέπτυσαν εις το πρόσωπον και το περιέπαιζον, όπως έκαμαν οι πατέρες των εις τον Κύριον. Τέλος πάντων τόσον πολύ το έδειραν, ώστε το εθανάτωσαν· και ούτω το ευλογημένον εκείνο παιδίον έγινε κοινωνός και μιμητής των παθών του Κυρίου. Ταύτα πάντα μαθών τα ανέφερεν ο θείος Κύριλλος εις τον βασιλέα, ο οποίος, αν και εβράδυνε να ενεργήση, έκρινεν όμως εν δικαιοσύνη· και τους μεν αρχηγούς των Εβραίων επρόσταξε και ετιμώρησαν αυστηρώς, τον δε έπαρχον Ορέστην κατεβίβασεν από το αξίωμάτου. Όθεν αφού ησύχασεν από τας ανωτέρω ταραχάς και τα σκάνδαλα ταύτα ο Άγιος, εποίμαινε το λογικόν του ποίμνιον επιμελώς και θεαρέστως, ως ποιμήν αληθινός, η δε Εκκλησία επί τι διάστημα απελάμβανεν ειρήνην και ησυχίαν. Αλλ’ ο εχθρός της ειρήνης και αληθείας και όλων ομού των καλών διάβολος δεν άφησε να χαίρεται την ειρήνην ταύτην ο Άγιος και οι λοιποί χριστιανοί επί πολύν καιρόν. Αλλά εκίνησε πόλεμον μέγαν και ταραχήν εις όλην την του Χριστού αγίαν Εκκλησίαν, με την βλάσφημον αίρεσιν του δυσσεβούς Νεστορίου, κατά της οποίας έπρεπε να αγωνισθή ο της ευσεβείας υπέρμαχος θείος Κύριλλος, διότι ο δυσσεβής ούτος Νεστόριος, αφ’ ου εφέρθη από την Αντιόχειαν εις την Κωνσταντινούπολιν και έγινε Πατριάρχης μετά τον Σισίννιον, εις μεν την αρχήν της Πατριαρχείας του εφαίνετο ευσεβής εις την πίστιν και ουδέν αντίθετον κατά της ευσεβείας έλεγεν, αν και κατά την καρδίαν ήτο αιρετικός ο ταλαίπωρος, ονομάζων τον μεν δεσπότην Χριστόν άνθρωπον μόνον ψιλόν και όχι Θεόν, την δε Κυρίαν Θεοτόκον ωνόμαζεν όχι Θεοτόκον, αλλά Χριστοτόκον. Την αίρεσιν ταύτην εδίδαξαν πρώτοι οι ομόφρονες του Νεστορίου, ο Επίσκοπος Δωρόθεος, όστις ήτο και συγκάτοικός του και ο πρεσβύτερος Αναστάσιος, αυτοί πρώτοι ήρχισαν να σπείρουν την αίρεσιν ταύτην ως ζιζάνιον εν μέσω του σίτου. Διότι ο μεν Δωρόθεος εν τη Καθολική Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, διδάσκων τον λαόν εις μίαν εορτήν, εξεφώνησε τούτον τον βλάσφημον λόγον και είπεν· «όστις ονομάση την Μαρίαν Θεοτόκον, ανάθεμα έστω». Ο δε Αναστάσιος πάλιν, κηρύττων εις τον λαόν, είπεν: «Ας μη ονομάση τις Θεοτόκον την Μαρίαν· διότι η Μαρία ήτο άνθρωπος γένους θηλυκού· από ανθρώπου σώμα, πως είναι δυνατόν να γεννηθή Θεός»; Τους βλάσφημους τούτους λόγους ως ήκουσεν ο λαός, ήρχισαν να ταράττωνται, και δια να πληροφορηθούν περισσότερον ηρώτησαν και τον Πατριάρχην Νεστόριον περί τούτων. Τότε εκείνος ο μιαρός και ιουδαιόφρων δεν ηδυνήθη πλέον να κρύπτη εις την καρδίαν του το δηλητήριον της αιρέσεως, αλλά φανερά ήμεσε τας βλασφημίας ταύτας κατά του Χριστού και της Θεοτόκου, λέγων· «εγώ δεν θέλω να ονομάσω Θεόν, εκείνον όστις συνελήφθη εις την κοιλίαν γυναικός, και επρόσμενεν αριθμόν ημερών και μηνών, έως ου να γεννηθή· ούτε Θεοτόκον θέλω να ονομάσω γυναίκα, ήτις εγέννησεν άνθρωπον με σάρκα εκ της ιδίας της φύσεως». Από τότε λοιπόν και ύστερα ήρχισαν να γίνωνται φιλονικίαι και διαιρέσεις περί τούτου ανάμεσα εις τον λαόν και άλλοι μεν ηναντιώνοντο εις την αίρεσιν του Νεστορίου και τον απεστρέφοντο, άλλοι δε συνεφώνουν με αυτόν και εδέχοντο την δυσσέβειάν του. Ου μόνον δε εις την Κωνσταντινούπολιν εγίνοντο αυταί αι διαιρέσεις, αλλά και εις όλην σχεδόν την Οικουμένην, και εις κάθε τάγμα των Ορθοδόξων· επειδή ο ανθρωπολάτρης Νεστόριος ομού με τους ακολούθους του έγραψεν εις βιβλία την αίρεσίν του και διέσπειρε πανταχού, έως και εις αυτάς τας ερήμους, όπου κατώκουν Μοναχοί· και τόσους πολλούς παρέσυρεν ο τρισκατάρατος εις την πλάνην ταύτην, κληρικούς, Μοναχούς και λαϊκούς, ώστε καθώς πρότερον ο Άρειος συνετάραξε την Εκκλησίαν του Χριστού και διέσπασε την ενότητα της πίστεως, ούτω και ο Νεστόριος διεχώρισε το πλήρωμα της Εκκλησίας εις πολλά μέρη. Ταύτα πάντα μαθών εις την Αλεξάνδρειαν ο Άγιος Κύριλλος υπερβολικά ελυπήθη. Και καθ’ ο μεν δούλος πιστός του Χριστού και της Θεοτόκου απεδύθη εις τον αγώνα δια την προάσπισιν της αληθούς πίστεως, καθό δε ποιμήν αληθινός, ητοιμάσθη δια να αποδιώξη τον νοητόν λύκον από την μάνδραν των λογικών προβάτων. Και πρώτον μεν έγραψε γράμματα προς τον Νεστόριον συμβουλευτικά, με τα οποία εν αγάπη αδελφική συνεβούλευεν αυτόν να εγκαταλείψη τα τοιαύτα αιρετικά φρονήματα, και με την μεταβολήν του εις την ευσέβειαν να διορθώση εκείνους όπου παρέσυρεν εις την δυσσέβειαν. Ο δε δυσσεβής Νεστόριος, λαμβάνων τα γράμματα του Αγίου, όχι μόνον δεν διωρθώθη, αλλά και χειρότερος έγινε, και εσπούδαζε να εξαπλώση πλατύτερα την αίρεσίν του· και τους μεν εναντιουμένους εις την πλάνην του Κληρικούς και Μοναχούς εβασάνιζε διαφοροτρόπως, κατά δε του θείου Κυρίλλου εθυμώνετο με μεγάλην υπερηφάνειαν, ωνόμαζεν αυτόν αιρετικόν και πολλάς ψευδείς και αδίκους συκοφαντίας έλεγε κατ’ αυτού και τας διέσπειρεν εις τον λαόν. Όθεν ο Άγιος Κύριλλος, βλέπων αδιόρθωτον τον Νεστόριον, έγραψε προς αυτόν αυστηρώς, στηλιτεύων την αίρεσίν του· έγραψε δε και εις τον κλήρον της Κωνσταντινουπόλεως και εις το παλάτιον του βασιλέως, έπειτα έγραψεν εις τον Πάπαν Κελεστίνον, και εις τους άλλους Πατριάρχας· ομοίως έγραψε και εις διαφόρους πόλεις και χώρας προς τους Επισκόπους και ηγεμόνας και άρχοντας, αλλά και εις πολλούς ερημίτας και Μοναχούς δεν ημέλησε να γράψη ο τρισμακάριστος, αποδεικνύων από τας θείας Γραφάς πόσον ολεθρία και ψυχοβλαβής είναι η πλάνη του Νεστορίου, και παρεκίνει όλους να φυλάττωνται από την αίρεσιν ταύτην, ως από δηλητηρίου θανατηφόρου. Τέλος πάντων επειδή η αίρεσις του Νεστορίου καθ’ ημέραν ηύξανε και εις το χείρον επρόκοπτε, τα σχίσματα της Εκκλησίας εγίνοντο μεγαλύτερα και πολλοί από τους Επισκόπους διεφθάρησαν από την λύμην της αιρέσεως. Δια τούτο ο ευσεβέστατος βασιλεύς Θεοδόσιος ο Μικρός, θέλων να διορθώση ταύτα τα σκάνδαλα και να καθαρίση την Εκκλησίαν του Χριστού και τον σίτον της Πίστεως από τας ακάνθας και τα ζιζάνια της πλάνης του Νεστορίου, προστάσσει να συναχθή εις την Έφεσον Τρίτη Σύνοδος Οικουμενική, εν έτει υλα΄ (431). Συνήχθησαν λοιπόν από όλην την οικουμένην Επίσκοποι διακόσιοι και επέκεινα· και όσοι δεν ηδύναντο να μεταβούν αυτοπροσώπως, ένεκα διαφόρων εμποδίων, ούτοι έστειλαν τοποτηρητάς ιδικούς των. Όθεν και ο τότε Πάπας Κελεστίνος, επειδή δεν ηδύνατο να μεταβή εις την Έφεσον δια το γήρας και την ασθένειαν, έγραψεν εις τον Άγιον Κύριλλον να κρατήση τον τόπον του εις την Σύνοδον. Όθεν ηγεμόνες της Συνόδου ταύτης ήσαν, πρώτος ο Άγιος Κύριλλος, και ως τοποτηρητής του Πάπα και ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Δεύτερος ο Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος, και τρίτος Μέμνων ο Εφέσου. Πρωτοκάθεδρος λοιπόν ευρισκόμενος εις την Οικουμενικήν ταύτην Σύνοδον ο Άγιος Κύριλλος εκήρυξεν ομού με τους άλλους Πατέρας και εδογμάτισεν, ότι ο μεν Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι εις κατά την υπόστασιν, τέλειος Θεός ο αυτός, και τέλειος άνθρωπος ο αυτός, και ουχί άλλος και άλλος· η δε πανάχραντος Παρθένος, η κατά σάρκα τούτον γεννήσασα, είναι κυρίως και αληθώς Θεοτόκος. Έγινεν όθεν μεγάλη χαρά εις όλους τους Ορθοδόξους, και όλος ο λαός της πόλεως Εφέσου πανηγυρικώς εκρότησε και έλεγαν ομοφώνως: ουχί μεγάλη η Άρτεμις Εφεσίων, καθώς έλεγον παλαιά, αλλά μεγάλη η πανάχραντος Παρθένος Μαρία η Θεοτόκος. Τον δε μιαρόν Νεστόριον, ως αιρετικόν και βλάσφημον, ανεθεμάτισαν και καθήρεσαν οι Πατέρες της Συνόδου ταύτης. Αλλ’ επειδή αυτός δεν ησύχαζεν, αλλά εκήρυττε πάλιν την αίρεσίν του, συνήργησαν και εξωρίσθη πρώτον εις την Θάσον, κατά τον Θεοφάνη, έπειτα εις την όασιν της Αραβίας την λεγομένην τουρκιστί Ίπριμ· εκεί δε ευρισκόμενος ο αλιτήριος ετιμωρήθη δια τας βλασφημίας του, διότι εσάπησε και εφαγώθη απόσκώληκας η βλάσφημος γλώσσα του, κατά τον Ευάγριον· ομοίως εσάπησε και όλον το σώμα του, κατά τον Κεδρηνόν και τον Νικηφόρον. Εν δε τη Άνω Θηβαϊδι, φοβερόν και επώδυνον θάνατον ο άθλιος εδοκίμασε, παρόμοιον του Αρείου. Πηγαίνων εις το αναγκαίον, ήρχισε να βλασφημή κατά του Χριστού και της Θεοτόκου, δια τούτο Άγγελος Κυρίου επάταξεν αυτόν, και εξεχύθησαν όλα του τα σπλάγχνα μέσα εις το αγγείον της ακαθαρσίας του, και εκεί κακώς ο κακός εξεψύχησεν, ως διηγείται τούτο ο Κωνσταντινουπόλεως Άγιος Γερμανός. Τοιαύτας μεν ατιμίας και τιμωρίας έλαβεν ο ιουδαιόφρων και αιρετικός Νεστόριος. Ο δε Άγιος Κύριλλος έλαβε μεγάλας τιμάς και προνόμια από την Αγίαν και Οικουμενικήν τρίτην Σύνοδον ταύτην. Διότι καθώς διηγείται ο υπερφυής Ιωάννης ο Ζωναράς εις το θαυμαστόν εγκώμιον, το οποίον πλέκει εις τον Άγιον τούτον Κύριλλον, εν χειρογράφοις σωζόμενον, οι Πατέρες της τρίτης Συνόδου εχάρισαν εις τον θείον Κύριλλον τα προνόμια ταύτα· δηλαδή το να ονομάζεται κριτής της οικουμένης, και να φορή εις την κεφαλήν, όταν λειτουργή, ένα οθόνιον λεπτόν, ως μανδήλιον· δηλοί δε το μεν κριτής της οικουμένης, την θαυμασίαν και οικουμενικήν κρίσιν, που έκαμεν ο Άγιος ενώσας όλην την οικουμένην δια της Ορθοδοξίας, ήτις είχε διασπασθή από την αίρεσιν του Νεστορίου, το δε λεπτόν οθόνιον δηλοί την λεπτότητα του νοός και των φρενών του Αγίου, με την οποίαν εσύστησε και εδογμάτισε την καθ’ υπόστασιν ένωσιν. Επειδή δια του όρου τούτου παριστάνεται εν ταυτώ και το εν πρόσωπον του Χριστού, και αι δύο φύσεις αυτού. Ωνομάσθη δε και Πάπας ο θείος Κύριλλος, ίσως διότι είχε τον τόπον του Πάπα Κελεστίνου εν τη Τρίτη ταύτη Συνόδω, αν και άλλοι άλλως ερμηνεύουσι τα ανωτέρω προνόμια. Δι’ ο και πάντες οι Πατριάρχαι Αλεξανδρείας, οι του Αγίου Κυρίλου διάδοχοι, επεκράτησε να ονομάζωνται και αυτοί Πάπαι και κριταί της οικουμένης, και να φορούν όταν λειτουργούν δύο Μίτρας και δύο επιτραχήλια. Ίσως εις δήλωσιν του λεπτού εκείνου οθονίου, όπερ εχάρισεν εις τον Άγιον Κύριλλον η Σύνοδος. Ταύτα λοιπόν δια βραχέων αφορώντα την πολιτείαν του Αγίου Κυρίλλου. Αλλά δεν ηκολούθησαν ούτω: διότι, έως ότου να συστήση ο Άγιος Κύριλλος την προρρηθείσαν Σύνοδον και δι’ αυτής να συστήση και να στερεώση την Ορθόδοξον Πίστιν, πολλούς κόπους και πειρασμούς εδοκίμασεν, ο αοίδιμος, και πολλάς συκοφαντίας αδίκους και καταδρομάς έλαβεν από τους αιρετικούς, τους ομόφρονας του Νεστορίου· διότι εκείνοι βοηθούμενοι από τους κοσμικούς άρχοντας, έκαμαν ιδικόν των συνέδριον, και εκήρυξαν ψευδώς τον θείον Κύριλλον αιρετικόν και ομόφρονα του Απολλιναρίου, ο οποίος ηρνείτο την αληθινήν ανθρωπότητα του Χριστού· επειδή έλεγεν ότι ο Χριστός δεν έχει νουν, αλλά η θεότης ανεπλήρωνε τον τόπον του νοός. Όθεν ακολούθως κατεδίκασαν τον Άγιον Κύριλλον ως αιρετικόν, και τον διέβαλον εις τον βασιλέα με τας επιστολάς των, και τόσον υπερίσχυσαν αι διαβολαί και κατηγορίαι των, ώστε παρώξυναν και τον βασιλέα εις οργήν κατά του Αγίου· δι’ ο και εις την φυλακήν ενεκλείσθη ο Άγιος, και σίδηρα εφόρεσεν υπέρ της αληθείας αγωνιζόμενος εις την Έφεσον, ομού με τον Εφέσου Μέμνονα. Ύστερον δε ο βασιλεύς εξετάσας λεπτομερώς και μαθών τόσον τας ψευδείς κατηγορίας των αιρετικών, όσον και την αθωότητα του Αγίου, τους μεν αιρετικούς εταπείνωσε και εξώρισε, τον δε Άγιον Κύριλλον, ομού με τους ομόφρονάς του, εις τους θρόνους των εστερέωσε, και την υπομονήν αυτού και πραότητα με εγκώμια εμακάρισε. Δια να εννοήση δε ο καθείς πόσον μισητή υπήρξε δια την Μητέρα του Θεού η βλάσφημος αίρεσις του Νεστορίου, κατά της οποίας τόσον ηγωνίσθη ο θείος Κύριλλος, καλόν είναι να αναφέρωμεν εδώ, ως εν παρεκβάσει, την ιστορίαν την οποίαν διηγούνται οι πατέρες του Λειμωναρίου Σωφρόνιος και Ιωάννης, οι οποίοι γράφουν ούτως: Επήγαμεν εις τον αββάν Κυριακόν τον πρεσβύτερον της Λαύρας του Καλαμώνος, ήτις κείται πλησίον του Ιορδάνου, ο οποίος μας είπε ταύτα. Εν μια των ημερών είδον καθ’ ύπνους την Κυρίαν Θεοτόκον με λαμπρόν και φωτεινόν πρόσωπον, ενδεδυμένην με πορφυρούν ιμάτιον και ακολουθουμένην από δύο ιεροπρεπείς άνδρας, η οποία εστέκετο έξω από το κελλίον μου· εγώ δε εγνώρισα ότι είναι η Δέσποινα Θεοτόκος, και ότι οι δύο άνδρες οι συν Αυτή ήταν οι Άγιοι Ιωάννης ο Βαπτιστής και Ιωάννης ο Θεολόγος. Όθεν εξήλθον από το κελλίον μου και προσκυνήσας την Κυρίαν Θεοτόκον, παρεκάλουν Αυτήν να εισέλθη δια να ευλογήση το κελλίον μου· η δε Θεοτόκος δεν έστεργε παντελώς· επειδή δε εγώ πολλήν ώραν παρεκάλουν Αυτήν λέγων, «μη αποστραφήτω, ω Δέσποινα, ο δούλος Σου εντροπιασμένος από Σου και ωνειδισμένος» και άλλα παρόμοια, Εκείνη βλέπουσα προς εμέ απεκρίθη μοι λέγουσα· «έχεις τον εχθρόν μου μέσα εις το κελλίον σου και πως ζητείς να εισέλθω εις συτό»; Και τούτο ειπούσα έγινε άφαντος. Εξυπνήσας εγώ ήρχισα να κλαίω και να λυπούμαι δια τον λόγον τούτον της Θεοτόκου· και επειδή άλλος τις δεν ήτο μέσα εις το κελλίον μου, ειμή μόνος εγώ, εσυλλογιζόμην μήπως έσφαλα εις κανέν πράγμα με τον λογισμόν μου εις την Θεοτόκον, και δια τούτο με απεστράφη· αλλά δεν εύρισκα τον εαυτόν μου να έπταισεν εις Αυτήν. Εν απορία λοιπόν και λύπη ευρισκόμενος, έλαβον βιβλίον να αναγνώσω, δια να παρηγορηθώ· ήτο δε το βιβλίον Ησυχίου πρεσβυτέρου Ιεροσολύμων, το οποίον είχα ζητήσει προσωρινώς από αυτόν· αναγινώσκων δε αυτό, ευρίσκω κατά το τέλος του βιβλίου δύο βλάσφημους λόγους του δυσσεβούς Νεστορίου. Αμέσως ηννόησα ότι αυτός είναι ο εχθρός της Θεοτόκου, τον οποίον είχον εις το κελλίον μου, και παρευθύς το επέστρεψα εις εκείνον, όστις μου το έδωκεν, ειπών αυτώ: λάβε το βιβλίον σου, αδελφέ, διότι από αυτό περισσότερον εζημιώθην παρά ωφελήθην. Εκείνος δε ερωτήσας και μαθών την αιτίαν της ζημίας ταύτης παρ’ εμού, διηγηθέντος την οπτασίαν, ενεπλήσθη από θείον ζήλον, και παρευθύς έκοψεν από το βιβλίον τους δύο εκείνους βλασφήμους λόγους και τους έκαυσεν εις το πυρ, δια να μη ευρίσκεται εις το κελλίον του ο εχθρός της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου. Δεν πρέπει και τούτο να σιωπήσωμεν εδώ· ότι ο Άγιος Κύριλλος, ο τόσον άκρος φίλος του Χριστού και τόσον μέγας εις την αγιότητα, είχεν όμως και κάποιον παράπτωμα εις τον εαυτόν του, όχι από κακίαν και γνώσιν, αλλ’ από πρόληψιν και άγνοιαν της αληθείας· διότι μόνον του Θεού είναι ίδιον το αναμάρτητον, ως λάγει ο Θεολόγος Γρηγόριος· οι δε Άγιοι, όσον και αν είναι Άγιοι, υπόκεινται όμως, ως άνθρωποι, εις την ανθρωπίνην ασθένειαν και εις κάποια πάθη ανθρώπινα, έστω και παραμικρά· «άπτεται γαρ ου μόνον των πολλών, αλλά και των αρίστων ο μώμος, ως μόνου του Θεού το παντελώς άπταιστον και ανάλωτον πάθεσιν» (Επιτάφ. εις τον Μ. Βασίλειον). Όθεν και ο άγιος Κύριλλος, ως άνθρωπος, είχε πάθος τι ανθρώπινον αλλά πάλιν διώρθωσε το τοιούτον πάθος με θαυμάσιον τρόπον· ποίον δε ήτο το πάθος; Και ποία εστάθη η τούτου διόρθωσις; Ακούσατε: Ο μέγας Κύριλλος, έχων συγγενή και θείον τον Πατριάρχην Θεόφιλον, τον εχθρόν του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, και πιστεύων ως αληθείς τας ψευδείς κατηγορίας που έλεγον κατά του Χρυσοστόμου οι εχθροί του, όχι από κακίαν, αλλά από απλότητά του και ακακίαν, καθώς είναι γεγραμμένον «άκακος ανήρ πιστεύει παντί λόγω», από αυτά, λέγω, τα δύο αίτια, έφθασε να λάβη ο θείος Κύριλλος κακήν υπόληψιν εναντίον του αγιωτάτου και θείου πατρός ημών Χρυσοστόμου. Όθεν εθυμώνετο κατ’ αυτού, όχι μόνον όταν έζη ακόμη ο θείος Χρυσόστομος, αλλά και αφ’ ου ετελεύτησε. Δια τούτο ουδέ το όνομά του ήθελε να μνημονεύη εις τα δίπτυχα μετά των άλλων ευσεβών Πατριαρχών, καθώς ήτο συνήθεια. Έγραψεν εις τον θείον Κύριλλον ο μετά τον Αρσάκιον γενόμενος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αττικός, ομολογών ότι και αυτός υπήρξεν ένας από τους εχθρούς του Χρυσοστόμου· αλλ’ ύστερον, στοχαζόμενος το ανέγκλητον και αθώον του αγίου εκείνου ανδρός, μετενόησε δια το πρότερον σφάλμα του και συνηρίθμησε το όνομα του Χρυσοστόμου ομού με τους Αγίους, και το εμνημόνευεν· συνεβούλευε δε και τον Άγιον Κύριλλον αδελφικώς και τον παρεκάλει να κάμη και αυτός το ίδιον, να γράψη το όνομα του Χρυσοστόμου εις τα δίπτυχα και να τον μνημονεύη· αλλ’ ο θείος Κύριλλος δεν εισήκουε την παραίνεσιν ταύτην, μη θέλων τάχα να κατηγορήση την κατά του Χρυσοστόμου επί Θεοφίλου γενομένην Σύνοδον. Έγραψε μετά ταύτα εις τον αυτόν θείον Κύριλλον και ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, συγγενής αυτού ων και πρεσβύτερος την ηλικίαν, και παρρησία μετά πολλού θάρρους συνεβούλευεν αυτόν, ότι αδίκως και παραλόγως οργίζεται κατά του απταίστου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, και ότι δεν πρέπει να καταδικάζη τις άνθρωπον, εάν πρώτον δεν εξετάση εν πάση λεπτομερεία την κατ’ αυτού αιτίαν και το σφάλμα τού ανθρώπου εκείνου· διότι ο Θεός, αν και γνωρίζει τα πάντα προ του να γίνουν και προβλέπει τα μέλλοντα ως ενεστώτα, όμως λέγει η Αγία Γραφή, ότι κατέβη από τον ουρανόν μόνος Του εις τας πόλεις των Σοδόμων, ίνα ίδη, αν αληθώς ήμαρτον οι Σοδομίται ή όχι, δια να ηξεύρη· «κραυγή Σοδόμων και Γομόρρας πεπλήθυνται προς με, και αι αμαρτίαι αυτών μεγάλαι σφόδρα· καταβάς ουν όψομαι, ει κατά την κραυγήν αυτών την ερχομένην προς με συντελούνται· ει δε μη, ίνα γνω». Τούτο δε εποίησεν ο Παντέφορος Κύριος δια να μας δώση παράδειγμα, να μη πιστεύωμεν αμέσως και αβασανίστως εις τας διαβολάς των κατηγόρων, αλλά μόνοι μας να εξετάζωμεν πρότερον, έως ου να βεβαιωθώμεν εάν όντως έχη η αλήθεια, καθώς ακούομεν. «Λοιπόν και συ (έλεγε προς τον θείον Κύριλλον) πρέπει πρώτον να στοχάζεσαι, και έπειτα να οργίζεσαι, εάν εύρης εύλογον αιτίαν της οργής· διότι πολλοί από εκείνους οι οποίοι ήσαν μετά σου εις την εν Εφέσω Σύνοδον, φανερά σε κατηγορούν, ότι αδίκως θυμώνεσαι κατά του αθώου Ιωάννου, και ότι με το να είσαι συγγενής του Θεοφίλου μιμείσαι κατά πάντα την κατάστασιν εκείνου. Επειδή καθώς εκείνος εδημοσίευσε την μωρίαν του φανερά, διώκων από τον θρόνον του τον άπταιστον και άγιον και ηγαπημένον του Θεού Ιωάννην, ούτω και συ κάμνεις κατηγορών και διαβάλλων την δόξαν του διωγμένου, μολονότι ούτος έχει πλέον απέλθει εκ του προσκαίρου τούτου βίου». Και πάλιν ο αυτός Ισίδωρος έγραψεν άλλην επιστολήν εις τον αυτόν θείον Κύριλλον και του λέγει ταύτα· «Με φοβίζουν τα παραδείγματα άτινα αναφέρονται εις την θείαν Γραφήν, και με βιάζουν να σοι γράψω εκείνα τα οποία κρίνω απαραίτητα. Εάν εγώ είμαι πατήρ σου, ως με ονομάζεις, φοβούμαι την καταδίκην, την οποίαν έλαβεν ο Ηλί ο ιερεύς εις τον παλαιόν νόμον, διότι δεν επετίμησε καθώς έπρεπε τους υιούς του, όταν ήμαρτον. Εάν δε πάλιν εγώ είμαι υιός σου, καθώς μόνος μου το ηξεύρω, φοβούμαι μη με καταλάβη η παίδευσις εκείνη, την οποίαν έλαβεν ο Ιωνάθαν ο υιός του Σαούλ, όστις αν και ηδύνατο να εμποδίση τον πατέρα του, ο οποίος εζήτει μαγείας, όμως δεν τον ημπόδισεν από την αμαρτίαν· δια τούτο πρώτος εκείνος εφονεύθη εις τον πόλεμον. Λοιπόν δια να μη καταδικασθώ εγώ, σου λέγω εκείνα τα οποία θα συντελέσουν εις ωφέλειάν σου· και δια να μη καταδικασθής και συ, από τον απροσωπόληπτον και δίκαιον κριτήν, άκουσόν μου. Απόρριψον τον θυμόν τον οποίον έχεις κατά του αποθανόντος, και μη συγχύζης την Εκκλησίαν των ζώντων και προξενής εις αυτήν ταραχάς». Και πάλιν εις άλλο μέρος της επιστολής του λέγει: «Με ρωτάς διατί και πως εξωρίσθη ο Ιωάννης; Πλην εγώ καταλεπτώς δεν θέλω σού αποκριθή, δια να μη φαίνωμαι ότι ονειδίζω και κατακρίνω τους άλλους· τούτο μόνον σοι λέγω, ότι παράνομοι πολλοί, αδίκως κατ’ εκείνου ετελείωσαν την κακίαν των, και με ολιγολογίαν σου φανερώνω την κατάστασιν της Αιγύπτου, εις την οποίαν γειτονεύεις. Η Αίγυπτος τον Μωϋσήν ηρνήθη, και εις τον Φαραώ εδούλευσε· τους ταπεινούς επλήγωσε με μάστιγας, τους κοπιώντας Ισραηλίτας εβασάνισε. Πόλεις τής έκτιζαν, και αυτή τον μισθόν των εργατών δεν επλήρωσεν. Εις ταύτα και τα τοιαύτα έργα η Αίγυπτος σχολάζουσα, εφύτρωσε τον Θεόφιλον, όστις ετίμα τον χρυσόν ως θεόν· αυτός με τους ομόφρονάς του εμίσησε και ελύπησε τον ηγαπημένον άνθρωπον του Θεού και θεοκήρυκα Ιωάννην. Αλλ’ ο οίκος του Δαβίδ αυξάνει μάλλον και στερεώνεται, ο δε οίκος του Σαούλ ελαττώνεται και ολιγοστεύει, καθώς βλέπεις». Ταύτα τα γράμματα του Αγίου Ισιδώρου αναγνώσας ο θείος Κύριλλος, ήρχισε να γνωρίζη το σφάλμα του και να διορθώνεται. Πλην τότε το εγνώρισε καθαρά και τότε εντελώς διωρθώθη, αφ’ ου είδε την ακόλουθον οπτασίαν. Εφάνη εις τον ύπνον του Αγίου Κυρίλλου μίαν φοράν, ότι ευρίσκετο εις ένα τόπον ωραιότατον και γεμάτον από χαράν ανεκλάλητον, εις τον οποίον έβλεπε τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, και άλλους θαυμαστούς και ενδόξους άνδρας της Παλαιάς Διαθήκης. Ομοίως έβλεπεν εις αυτόν και πολλούς αγίους της νέας χάριτος του Ευαγγελίου. Εις τον τόπον δε εκείνον έβλεπε και ένα Ναόν φωτεινότατον, του οποίου η ωταιότης ήτο ανερμήνευτος· μέσα δε εις τον Ναόν ήκουε πλήθος πολύ να ψάλλουν μελωδικώτατα. Εισελθών δε και ο Άγιος εις τον Ναόν, όλος μεν έγινεν έκθαμβος εις τον νουν από την θεωρίαν των εκεί, όλος δε εγέμισεν από χαράν και γλυκύτητα εις την καρδίαν, διότι έβλεπεν εκεί την Κυρίαν Θεοτόκον, περικυκλωμένην από πλήθος αγίων Αγγέλων και λάμπουσαν από δόξαν άρρητον γύρωθεν, έβλεπε δε και τον Άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον, όστις εστέκετο πλησίον της Θεοτόκου με μεγάλην τιμήν, και ήστραπτεν από φως θαυμαστόν ως Άγγελος Θεού, κρατών εις τας χείρας και το βιβλίον των διδαχών του· ήσαν δε μαζί με τον Χρυσόστομον και άλλοι πολλοί ένδοξοι άνδρες, παραστεκόμενοι εις αυτόν ως υπηρέται, όλοι ωπλισμένοι και τάχα ως ητοιμασμένοι δια να κάμουν εκδίκησιν. Ταύτα βλέπων ο θείος Κύριλλος ηθέλησε να πλησιάση ίνα προσκυνήση την Κυρίαν Θεοτόκον και δη και έδραμε προς αυτήν, δια να την προσκυνήση· αλλ’ ευθύς ο Άγιος Ιωάννης με τους δορυφόρους του έδραμεν εναντίον του με θυμόν και όχι μόνον τον ημπόδισεν από το να πλησιάση την Θεοτόκον, αλλά και από τον Ναόν εκείνοντον απεδίωξεν. Ο δε Άγιος Κλυριλλος, καθ’ ον χρόνον εστέκετο έντρομος, συλλογιζόμενος δια ποίον λόγον ωργίζετο κατ’ αυτού ο Χρυσόστομος και τον εδίωκεν από τον Ναόν, ιδού ακούει από την Δέσποιναν, ήτις εμεσίτευε και έλεγε προς τον Ιωάννην να τον συγχωρήση και από τον Ναόν εκείνον να μη τον αποδιώξη, επειδή όχι από κακίαν, αλλ’ από άγνοιαν έλαβε κατ’ αυτού κακήν υπόληψιν· «σύγγνωθι…. Αγνοία γαρ την περί σου φαύλην υπόληψιν προσεκτήσατο· και δηλώσει τω ταύτην μετά την επίγνωσιν αποκτήσασθαι». Ο δε Ιωάννης υπεκρίνατο, ότι δεν έστεργε να τον συγχωρήση. Τότε λέγει προς τον Ιωάννην η Θεοτόκος: δια την αγάπην μου συγχώρησέ τον· επειδή πολλά ηγωνίσθη δια την τιμήν μου, καταισχύνας τον υβριστήν μου Νεστόριον και εμέ Θεοτόκον ανακηρύξας εις τους ανθρώπους. «Σύγγνωθι εμού γε ένεκα· πολλά γαρ διαπεπόνηκεν υπέρ εμού, Νεστόριον καταισχύνας τον υβριστήν, καμέ Θεοτόκον ανακηρύξας». Ταύτα ως ήκουσεν από την Θεοτόκον ο Χρυσόστομος, ευθύς κατεπράϋνε, και εναγκαλισάμενος τον Άγιον Κύριλλον, ως φίλος φίλον, φιλικώς και γλυκερώς εν αγάπη αυτόν ησπάζετο, και ούτως ειρήνευσαν και εφιλιώθησαν οι δύο άγιοι προς αλλήλους εν τη οπτασία εκείνη, δια μεσιτείας της Θεοτόκου. Εξυπνήσας λοιπόν ο Άγιος Κύριλλος, και συλλογιζόμενος με ακρίβειαν την οπτασίαν ταύτην, μετενόει πολύ, και μόνος τον εαυτόν του κατηγόρει, πως είχε πάθος τόσον καιρόν μάταιον και ασυλλόγιστον εναντίον αγίου ανδρός τόσον ευαρέστου τω Θεώ. Και ευθύς συναθροίσας όλους τους Επισκόπους της Αιγύπτου έκαμεν εορτήν και πανήγυριν μεγάλην του Χρυσοστόμου, έγραψε το όνομά του εις τα δίπτυχα και το εμνημόνευε μετά των άλλων αγίων, εμακάριζεν αυτόν κατ’ έτος με εγκωμιαστικούς λόγους, έγραψε τον βίον του εις σχέδια, από τα οποία μετά ταύτα συνέγραψε τον βίον του Χρυσοστόμου, τον ευρισκόμενον εις τα Χρυσοστομικά, Γεώργιος ο Αλεξανδρείας. Και ούτω απηλλάγη από τον μώμον αυτόν η αγιότης του θείου Κυρίλλου. Από τότε λοιπόν και ύστερα επέρασεν τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής του ο μακάριος Κύριλλος με πολιτείαν θαυμασίαν, ποιμαίνων το λογικόν αυτού ποίμνιον εις νομάς ζωηφόρους, πάντας οδηγών εις την οδόν της σωτηρίας, και με μεγάλην σοφίαν και ποιμαντικήν επιστήμην ελευθερώνων από την πλάνην του διαβόλου τους πεπλανημένους. Ταύτης δε της σοφίας και επιστήμης του απόδειξις αρκετή είναι το ακόλουθον διήγημα, το οποίον θέλομεν προσθέσει εδώ, δια περισσοτέραν ευφροσύνην των ευσεβών ακροατών, και ούτω να δώσωμεν τέλος του λόγου. Διηγείται ο αββάς Δανιήλ εις το Πατερικόν, ότι εις τα κατώτερα μέρη της Αιγύπτου έζη γέρων τις όσιος, άγιος μεν κατά την πολιτείαν, κατά δε τον νουν απλούς και απαίδευτος· όθεν δια την απλότητά του εφρόνει και έλεγεν, ότι ο Μελχισεδέκ είναι υιός του Θεού· τούτο ανήγγειλάν τινες εις τον Άγιον Κύριλλον, ο οποίος προσκαλεσάμενος τον Γέροντα εκείνον, και μαθών ότι ποιεί σημεία και θαύματα και ό,τι ζητήση από τον Θεόν τού το φανερώνει ο Θεός, μετεχειρίσθη τοιαύτην σοφίαν και λέγει προς τον Γέροντα με πραότητα. «Αββά, ένας λογισμός μου λέγει ότι ο Μελχισεδέκ είναι υιός του Θεού, και άλλος πάλιν λογισμός μού λέγει, ότι δεν είναι υιός του Θεού, αλλά άνθρωπος και αρχιερεύς του Θεού, και έχω περί τούτου αμφιβολίαν. Όθεν περί τούτου σε έκραξα και σε παρακαλώ να παρακαλέσης τον Θεόν, να σου αποκαλύψη το αληθές, δια να το φανερώσης και εις εμέ». Ο δε γέρων τούτο ακούσας, ελπίζων εις την πολιτείαν του, απεκρίθη με θάρρος και παρρησίαν: άφες με, Δέσποτα, να παρακαλέσω τον Θεόν τρεις ημέρας περί τούτου· και ό,τι μοι αποκαλύψη ο Θεός θέλω το φανερώσει και εις την μεγάλην αγιωσύνην σου. Και λοιπόν πηγαίνων ο γέρων εις το κελλίον του, εκλείσθη τρεις ημέρας και παρεκάλει θερμώς τον Κύριον να του φανερώση περί του Μελχισεδέκ. Αποκαλυφθείσης δε της αληθείας εκ Θεού, επανήλθε προς τον Άγιον Κύριλλον και του λέγει· άνθρωπος είναι, Δέσποτα, ο Μελχισεδέκ, και όχι υιός του Θεού. Ο δε Άγιος του είπε· και πόθεν το ηξεύρεις, πάτερ; Ο γέρων απεκρίθη· ο Θεός μου εφανέρωσεν όλους τους Πατριάρχας ένα καθ’ ένα, από του Αδάμ έως του Μελχισεδέκ, τους οποίους είδον όλους διερχομένους έμπροσθέν μου· και όταν ήλθεν ο Μελχισεδέκ να περάση, μου είπεν Άγγελος Κυρίου· ιδού, ούτος είναι ο Μελχισεδέκ· επληροφορήθην λοιπόν, Δέσποτα, ότι ούτως είναι. Τότε ο Άγιος Κύριλλος, ευχαριστήσας τον Κύριον, εχάρη πολύ, ότι ηλευθέρωσεν από την πλάνην τον γέροντα, και απέλυσεν αυτόν εν ειρήνη. Απελθών δε ο γέρων εκήρυξεν εις όλους, ότι ο Μελχισεδέκ είναι άνθρωπος και όχι υιός του Θεού· με τοιαύτην σοφίαν και μέθοδον του Αγίου ωδηγήθη ο απλούς γέρων εις την επίγνωσιν της αληθείας. Αφ’ ου δε ο Άγιος Κύριλλος έζησεν εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας χρόνους ολοκλήρους τριάκοντα και έγραψε πολλά βιβλία ψυχωφελή και ορθόδοξα, από τα οποία τα πλέον εξαίρετα είναι οι θησαυροί και τα ονομαζόμενα Γλαφυρά εις την Παλαιάν Γραφήν, και αφ’ ου εκαθάρισεν εις τας ημέρας του την Εκκλησίαν του Χριστού από τας αιρέσεις, παρέδωκε την αγίαν ψυχήντου εις χείρας Θεού, κατά την ενάτην του Ιουνίου, εις την οποίαν εορτάζεται η καθ’ αυτό και κυρία μνήμη αυτού. Παρεστάθη δε μόνη αυτή η Κυρία Δέσποινα Θεοτόκος εις τον θάνατον του Αγίου Κυρίλλου, και επεσκέφθη τον δούλον της μετά επιμελείας· ότι και αυτός εις την ζωήν του την εδούλευσε πιστώς και ηγωνίσθη πολλά δια την τιμήν Της ο τρισμακάριστος. Και τώρα ευρίσκεται εις τους ουρανούς και συναγάλλεται με όλους τους χορούς των Αγγέλων, με Πατριάρχας, με Προφήτας, με Αποστόλους, με Ιεράρχας, και με όλους τους απ’ αιώνος Αγίους· εξαιρέτως δε και μάλιστα με τον άκρον και ηγαπημένον φίλον του τον θείον Ιωάννην τον Χρυσόστομον και παρίσταται αμέσως εις τον θρόνον Χριστού του Θεού και της παναχράντου αυτού Μητρός, υπέρ ων υπερεμάχησε και εκακοπάθησε και την Παναγίαν και Ομοούσιον Τριάδα ακαταπαύστως παρακαλεί δι’ όλους τους Χριστιανούς, ίνα και αυτοί τύχωσι της Βασιλείαςτων Ουρανών· ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· Ω πρέπει πάσα δόξα συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Και λοιπόν ήτο τότε ο Άγιος πεφυτευμένος εις τον λειμώνα της Εκκλησίας του Χριστού, ως ευωδέστατον και ωραιότατον κρίνον, το οποίον ήνθει μεν με την καθαρότητα και τας λοιπάς αρετάς, ευωδίαζε δε όλον το πλήρωμα των πιστών με την οσμήν της θείας σοφίας του. Αφ’ ου δε απέθανεν ο Θεόφιλος, όλοι ομοφώνως κληρικοί τε και λαϊκοί εψήφισαν δια Πατριάρχην της Αλεξανδρείας τον θείον Κύριλλον, ο οποίος ευθύς ως ανέβη εις τον θρόνον εδίωξεν από την Αλεξάνδρειαν τους αιρετικούς και τους σχισματικούς, τους ονομαζομένους Νοβατιανούς· οι δε Νοβατιανοί ούτοι, παρομοιάζοντες με τους Φαρισαίους, ωνόμαζον εαυτούς καθαρούς και δικαίους· εφόρουν δε λευκά ενδύματα, δια να δείξουν τάχα δια τούτου την καθαρότητα του βίου των· εδογμάτιζον ότι ο μετά το βάπτισμα υποπίπτων εις θανάσιμον αμαρτίαν, ούτος δεν πρέπει να έρχεται εις την Εκκλησίαν· έλεγον δε ότι κατ’ ουδένα άλλον τρόπον δεν συγχωρείται η θανάσιμος αμαρτία, εάν δεν μεταβαπτισθή ο άνθρωπος· δεν συνεχώρουν τον δεύτερον γάμον, ονομάζοντες αυτόν μοιχείαν, ενώ εβάπτιζον δια δευτέραν φοράν τους καλώς και ορθοδόξως βεβαπτισμένους· και άλλα ακόμη αιρετικά φρονήματα είχον οι τοιούτοι· ωνομάσθησαν δε Νοβατιανοί από κάποιον Νοβάτον, αρχηγόν του σχίσματος τούτου, ο οποίος ιερεύς ων εις την Ρώμην, επί Δεκίου του βασιλέως, επεθύμει να γίνη Πάπας. Επειδή όμως ο δυστυχής αυτός Νοβάτος μετά τον θάνατον του δια Χριστόν μαρτυρήσαντος Πάπα Φαβίνου δεν έγινε Πάπας, ως ήλπιζε και επεθύμει, αλλ’ έγινεν ο μακάριος Κορνήλιος, δια ταύτην την αφορμήν απεσχίσθη από την Εκκλησίαν ο υπερήφανος και έγινεν εχθρός όχι μόνον του θείου Κορνηλίου αλλά και της ορθής πίστεως. Διότι ο μεν θείος Κορνήλιος εδέχετο πάλιν εις την Εκκλησίαν τους χριστιανούς εκείνους, οι οποίοι δια τον φόβον των βασάνων ηρνήθησαν πρότερον τον Χριστόν, εις τον καιρόν του διώκτου Δεκίου, ύστερον δε μετανοούντες επέστρεφον εις την πίστιν του Χριστού μετά δακρύων· καθώς και ο Χριστός εδέχθη τον Απόστολον Πέτρον, όστις τρις τον ηρνήθη πρότερον, ύστερον δε μετά δακρύων μετενόησεν. Ο δε σχισματικός και υπερήφανος Νοβάτος, όχι μόνον δεν εδέχετο εις την μετάνοιαν τους τοιούτους αρνησιχρίστους, αλλά και τον Πάπαν Κορνήλιον κατηγόρει, ονομάζων αυτόν κοινωνόν και σύντροφον των ειδωλολατρών· και ούτω χωρισθείς από αυτού, και άλλους ομόφρονας αποκτήσας, έγινεν ως άλλος Πάπας εις την Ρώμην· και εκείθεν εξηπλώθη η αίρεσις αύτη και το σχίσμα, μέχρι και της Αλεξανδρείας. Τους τοιούτους λοιπόν σχισματοαιρετικούς απεδίωξεν ο Άγιος Κύριλλος, ως είπομεν, ευθύς ως έγινε Πατριάρχης ομού με τον Επίσκοπόν των Θεόπεμπτον. Μετά ταύτα επεκαλέσθη την βοήθειαν του Θεού, δια να διώξη από την εκεί κατοικίαν των και τους δαίμονας. Πλησίον δηλαδή της Αλεξανδρείας, έως δώδεκα στάδια, ευρίσκεται τόπος ονομαζόμενος Κάνωβος, και πλησίον εκείνου είναι άλλος τόπος ονομαζόμενος Μανούθιν, εις τον οποίον ήτο βωμός παλαιός, κατοικητήριον των δαιμόνων. Όθεν όλος ο τόπος εκείνος ήτο φοβερώτατος από το πλήθος των εκεί κατοικούντων ακαθάρτων πνευμάτων. Δια τούτο και όταν έζη ο Πατριάρχης Θεόφιλος πολλάκις ηθέλησε να καθαρίση τον τόπον εκείνον από τους δαίμονας και να τον κάμη κατοικητήριον άγιον, ίνα δοξολογήται ο Θεός, αλλ’ όμως δεν ηδυνήθη, αφ’ ενός μεν διότι εύρισκε πολλά εμπόδια, αφ’ ετέρου δε διότι ηκολούθησε κατόπιν ο θάνατός του. Ο δε του Θεοφίλου διάδοχος τρισμακάριστος Κύριλλος εφρόντισε περί τούτου, και προθύμως εδέετο του Θεού, να του δώση θείαν βοήθειαν και δύναμιν, δια να διώξη από τον τόπον εκείνον τα ακάθαρτα πνεύματα. Όθεν φαίνεται κατ’ όναρ εις αυτόν Άγγελος Κυρίου και του λέγει να φέρη εις τον τόπον εκείνον τα τίμια λείψανα των αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου και ούτω θέλει αναχωρήσει από εκεί η δύναμις των δαιμόνων. Ο δε Άγιος χωρίς αργοπορίαν έκαμε το πρόσταγμα του Αγγέλου, και ευθύς ως έφερεν εις τον τόπον εκείνον τα λείψανα των αγίων Αναργύρων, και έκτισεν εκεί Ναόν εις το όνομά των, ω του θαύματος! εξεδιώχθησαν απ’ εκεί τα ακάθαρτα πνεύματα, και έγινεν ο τόπος εκείνος πηγή αναβλύζουσα ιάματα, εκ της χάριτος των αγίων Αναργύρων. Αφ’ ου δε ο Άγιος εδίωξεν από τον τόπον της Αλεξανδρείας τους αοράτους και νοητούς δαίμονας, έλαβε την φροντίδα να διώξη και τους ορατούς και αισθητούς, οίτινες ήσαν οι μισόχριστοι Εβραίοι, οι οποίοι κατώκουν εις την Αλεξάνδρειαν έκπαλαι, από τον καιρόν όπου εκτίσθη η πόλις αύτη από τον Μέγαν Αλέξανδρον, και με την πολυκαιρίαν έγιναν πλήθος πολύ και δεν έπαυον, κατά την συνήθειαν την οποίαν έχει το φιλοτάραχον τούτο γένος, να επιβουλεύωνται κρυφά και φανερά τους Χριστιανούς, δια το άσπονδον μίσος που τρέφουν κατά του Χριστού και των Χριστιανών και πολλάς συγχύσεις και ταραχάς, αλλά και αιματοχυσίας και φόνους επροξένουν οι μιαροί. Προσκαλεσάμενος λοιπόν ο Άγιος τους πρώτους της συναγωγής των, τους συνεβούλευσε να εμποδίσουν το έθνος των από τας μιαράς αυτάς πράξεις και να το σωφρονίσουν· εκείνοι δε οι κατάρατοι όχι μόνον δεν εσωφρονίσθησαν, αλλά και χειρότεροι έγιναν, και ακούσατε: Εις την Αλεξάνδρειαν υπήρχε παμμεγέθης και ωραιότατος Ναός, ο οποίος, επειδή εκτίσθη από τον Επίσκοπον Αλέξανδρον ωνομάζετο Ναός του Αλεξάνδρου· οι αλιτήριοι λοιπόν Εβραίοι, θέλοντες να κακοποιήσουν τους Χριστιανούς, ωπλίσθησαν όλοι και μίαν νύκτα εξεχύθησαν εις την πόλιν και τρέχοντες ανά τας οδούς με αλαλαγμούς, εφώναζον κάτω από τους οίκους των Χριστιανών: Καίεται ο Ναός του Αλεξάνδρου. Οι δε Χριστιανοί, ακούσαντες, έδραμον εν σπουδή δια να σβέσουν την πυρκαϊάν. Οι Εβραίοι τότε επετέθησαν κατά των Χριστιανών, και άλλους έκοπτον με τα ξίφη, άλλους εφόνευον με ακόντια, άλλους έσφαζον με μαχαίρας και άλλους εθανάτωνον με ό,τι όπλον είχεν ο καθείς· ώστε εν εκείνη τη νυκτί εφονεύθη μέγα πλήθος Χριστιανών. Tην πρωϊαν, μαθών το συμβεβηκός ο Άγιος Κύριλλος, υπερβολικά ελυπήθη και εζήτει την τιμωρίαν των Εβραίων από τον έπαρχον της πόλεως, Ορέστην ονομαζόμενον· αλλά ο έπαρχος, μολονότι ήτο Χριστιανός, επειδή είχε κάποιαν εχθρότητα κατά του Αγίου, εβοήθει τους Εβραίους και υπερήσπιζε τους φονείς. Ο δε θείος Κύριλλος, ζήλου θείου πλησθείς, παραλαβών μεθ’ εαυτού πλήθος Χριστιανών, ήλθεν ο ίδιος εις την περιοχήν που κατώκουν και τους μεν Εβραίους εδίωξεν από την Αλεξάνδρειαν, τας δε κατοικίας των εκρήμνισε και την συναγωγήν των κατέκαυσε. Τούτο μαθών ο Έπαρχος επλήσθη θυμού κατά του Πατριάρχου και ήρχισε να κακοποιή τους συγγενείς και φίλους του Αγίου, ώστε και τον γραμματικόν Ιέρακα, άνδρα ονομαστόν και τίμιον, έδειρεν ασπλάγχνως και εξεγύμνωσεν εις το θέατρον. Από τότε ανεφύη μεταξύ του Αγίου και του επάρχου μεγάλη διχόνια και ασυμφωνία· διότι ο μεν Άγιος υπερήσπιζε τους Χριστιανούς, ο δε έπαρχος τους Εβραίους. Όθεν και οι δύο έγραψαν, ο καθ’ εις χωριστά, προς τον βασιλέα Θεοδόσιον τον Μικρόν περί της υποθέσεως ταύτης και επερίμεναν τας διαταγάς του αυτοκράτορος. Εν τω μεταξύ δε τούτω συνέβη και έτερον γεγονός εις την Αλεξάνδρειαν, όπερ έγινεν αιτία φόνων και μεγάλης συγχύσεως. Είναι δε τούτο το εξής: Εις την πόλιν της Αλεξανδρείας έζη μία παρθένος φιλόσοφος, ονομαζομένη Υπατία, λίαν δε ενάρετος, θυγάτηρ Θέωνος του φιλοσόφου, από τον οποίον διδασκομένη την φιλοσοφίαν εκ νεαράς της ηλικίας τοσούτον επρόκοψεν, ώστε υπερέβαλλεν εις την σοφίαν όλους τους φιλοσόφους του τότε καιρού, καθώς δι’ αυτήν γράφει και ο σοφός Συνέσιος, ο της Κυρήνης Επίσκοπος, και εγκωμιάζει αυτήν. Αύτη εφύλαττε καθαράν παρθενίαν και δεν ηθέλησε να υπανδρευθή, κυρίως δια να δύναται απερίσπαστος να καταγίνεται εις τα βιβλία τής φιλοσοφίας. Όθεν οι μεν σπουδαίοι άνδρες έσπευδον εις την Αλεξάνδρειαν από κάθε μέρος δια να ίδουν και ακούσουν την σοφίαν τής φιλοσόφου ταύτης Υπατίας. Οι δε κληρικοί και άρχοντες και πας ο λαός ετίμων αυτήν και ήκουον με αγάπην τας ψυχωφελείς αυτής συμβουλάς και νουθεσίας. Αυτή λοιπόν η φιλόσοφος και παρθένος, επιθυμούσα να ειρηνεύση προς αλλήλους τον Πατριάρχην και τον έπαρχον, μετέβαινε με πολλήν πραότητα και ταπείνωσιν, πότε εις τον ένα και πότε εις τον άλλον και δια των σοφών και φρονίμων λόγων της κατέπεισε και τους δύο να ειρηνεύσουν. Αλλ’ αν και ο αγιώτατος Πατριάρχης και προ τούτου ακόμη εζήτει να ειρηνεύση μετά του επάρχου, εκείνος όμως, κακότροπος και μνησίκακος ων, ούτε να ακούση ήθελε δια την συνδιαλλαγήν με τον Πατριάρχην. Εις το σημείον τούτο ευρίσκοντο αι σχέσεις του επάρχου προς τον Πατριάρχην, όταν ημέραν τινά επέστρεφεν η φιλόσοφος αύτη με την άμαξάν της εις τον οίκον της. Τότε τινές στασιώδεις και μισούντες την ειρήνευσιν του επάρχου και του Πατριάρχου, ώρμησαν έξαφνα εναντίον της και σύραντες αυτήν βιαίως έξω από την άμαξαν, και σχίσαντες τα ενδύματά της, τόσον σκληρώς και απανθρώπως εκτύπησαν αυτήν, ώστε την εθανάτωσαν· και δεν ικανοποιήθη μέχρι τούτου η κακία των, αλλά, ω της απανθρωπίας και θηριώδους αυτών ασπλαγχνίας! και εις το νεκρόν σώμα της παρθένου ορμήσαντες, κατέκοψαν αυτό εις κομμάτια και εν τόπω καλουμένω Κηνάρω τα λείψανα τούτου κατέκαυσαν. Ταύτην την ελεεινήν τραγωδίαν και συμφοράν μαθόντες όλοι οι Αλεξανδρινοί ελυπήθησαν εις το έπακρον, και μάλιστα οι σπουδαίοι και σοφοί. Την ταραχήν ταύτην μαθόντες και οι εν τω όρει της Νητρίας κατοικούντες Μοναχοί και πλησθέντες ζήλου συνήχθησαν έως πεντακόσιοι· και δη κατελθόντες εις την Αλεξάνδρειαν προς βοήθειαν και υπεράσπισιν του Πατριάρχου ευρίσκουσι κατά τύχην εις τον δρόμον τον έπαρχον καθήμενον εις άμαξαν και αμέσως ήρχισαν να φωνάζουν, υβρίζοντες αυτόν και ονομάζοντές τον Έλληνα και ειδωλολάτρην· (επειδή Έλλην πρότερον ων, είχε λάβει προ ολίγου το Βάπτισμα εις την Κωνσταντινούπολιν). Ένας δε από τους Μοναχούς, ο πλέον θυμώδης, έρριψε λίθον κατά του επάρχου και έπληξε τούτον εις την κεφαλήν. Συναχθέν δε πλήθος λαού, εχώρισε τους Μοναχούς από τον έπαρχον· αλλ’ οι υπηρέται του επάρχου συνέλαβον ένα Μοναχόν ονόματι Αμμώνιον και τον έφεραν εις τον έπαρχον, ο οποίος υποπτευόμενος, ότι ο Άγιος εκίνησε τους Μοναχούς κατ’ αυτού, ήναψεν από τον θυμόν και τόσον σκληρά εβασάνισε τον Αμμώνιον, εν μέσω της πόλεως, έως ότου τον εθανάτωσεν. Όπερ μαθών ο Άγιος ελυπήθη, και αποστείλας έλαβε το σώμα του Μοναχού και το ενεταφίασε με την πρέπουσαν τιμήν. Τα συμβεβηκότα ταύτα έδωκαν θάρρος εις τους Εβραίους, τους οποίους είχεν εκδιώξει από την Αλεξάνδρειαν ο Άγιος, ως είπομεν· και πρώτον μεν αυτοί εσύστησαν εκεί όπου ευρίσκοντο νέαν Συναγωγήν. Έπειτα, οι χριστοκτόνοι και θεοκτόνοι, απετόλμησαν να κάμουν και τούτο το ανομώτατον έργον, προς ύβριν και καταισχύνην του Χριστού και των Χριστιανών. Αφού δηλαδή κατεσκεύασαν ένα υψηλόν σταυρόν, συνέλαβον το παιδίον χριστιανού τινός, και γυμνώσαντες αυτό το εσταύρωσαν εις τον Σταυρόν, προσδέσαντες με λεπτά σχοινία. Είτα αφ’ ου το κατεγέλασαν επί πολύ, το ενέπτυσαν εις το πρόσωπον και το περιέπαιζον, όπως έκαμαν οι πατέρες των εις τον Κύριον. Τέλος πάντων τόσον πολύ το έδειραν, ώστε το εθανάτωσαν· και ούτω το ευλογημένον εκείνο παιδίον έγινε κοινωνός και μιμητής των παθών του Κυρίου. Ταύτα πάντα μαθών τα ανέφερεν ο θείος Κύριλλος εις τον βασιλέα, ο οποίος, αν και εβράδυνε να ενεργήση, έκρινεν όμως εν δικαιοσύνη· και τους μεν αρχηγούς των Εβραίων επρόσταξε και ετιμώρησαν αυστηρώς, τον δε έπαρχον Ορέστην κατεβίβασεν από το αξίωμάτου. Όθεν αφού ησύχασεν από τας ανωτέρω ταραχάς και τα σκάνδαλα ταύτα ο Άγιος, εποίμαινε το λογικόν του ποίμνιον επιμελώς και θεαρέστως, ως ποιμήν αληθινός, η δε Εκκλησία επί τι διάστημα απελάμβανεν ειρήνην και ησυχίαν. Αλλ’ ο εχθρός της ειρήνης και αληθείας και όλων ομού των καλών διάβολος δεν άφησε να χαίρεται την ειρήνην ταύτην ο Άγιος και οι λοιποί χριστιανοί επί πολύν καιρόν. Αλλά εκίνησε πόλεμον μέγαν και ταραχήν εις όλην την του Χριστού αγίαν Εκκλησίαν, με την βλάσφημον αίρεσιν του δυσσεβούς Νεστορίου, κατά της οποίας έπρεπε να αγωνισθή ο της ευσεβείας υπέρμαχος θείος Κύριλλος, διότι ο δυσσεβής ούτος Νεστόριος, αφ’ ου εφέρθη από την Αντιόχειαν εις την Κωνσταντινούπολιν και έγινε Πατριάρχης μετά τον Σισίννιον, εις μεν την αρχήν της Πατριαρχείας του εφαίνετο ευσεβής εις την πίστιν και ουδέν αντίθετον κατά της ευσεβείας έλεγεν, αν και κατά την καρδίαν ήτο αιρετικός ο ταλαίπωρος, ονομάζων τον μεν δεσπότην Χριστόν άνθρωπον μόνον ψιλόν και όχι Θεόν, την δε Κυρίαν Θεοτόκον ωνόμαζεν όχι Θεοτόκον, αλλά Χριστοτόκον. Την αίρεσιν ταύτην εδίδαξαν πρώτοι οι ομόφρονες του Νεστορίου, ο Επίσκοπος Δωρόθεος, όστις ήτο και συγκάτοικός του και ο πρεσβύτερος Αναστάσιος, αυτοί πρώτοι ήρχισαν να σπείρουν την αίρεσιν ταύτην ως ζιζάνιον εν μέσω του σίτου. Διότι ο μεν Δωρόθεος εν τη Καθολική Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, διδάσκων τον λαόν εις μίαν εορτήν, εξεφώνησε τούτον τον βλάσφημον λόγον και είπεν· «όστις ονομάση την Μαρίαν Θεοτόκον, ανάθεμα έστω». Ο δε Αναστάσιος πάλιν, κηρύττων εις τον λαόν, είπεν: «Ας μη ονομάση τις Θεοτόκον την Μαρίαν· διότι η Μαρία ήτο άνθρωπος γένους θηλυκού· από ανθρώπου σώμα, πως είναι δυνατόν να γεννηθή Θεός»; Τους βλάσφημους τούτους λόγους ως ήκουσεν ο λαός, ήρχισαν να ταράττωνται, και δια να πληροφορηθούν περισσότερον ηρώτησαν και τον Πατριάρχην Νεστόριον περί τούτων. Τότε εκείνος ο μιαρός και ιουδαιόφρων δεν ηδυνήθη πλέον να κρύπτη εις την καρδίαν του το δηλητήριον της αιρέσεως, αλλά φανερά ήμεσε τας βλασφημίας ταύτας κατά του Χριστού και της Θεοτόκου, λέγων· «εγώ δεν θέλω να ονομάσω Θεόν, εκείνον όστις συνελήφθη εις την κοιλίαν γυναικός, και επρόσμενεν αριθμόν ημερών και μηνών, έως ου να γεννηθή· ούτε Θεοτόκον θέλω να ονομάσω γυναίκα, ήτις εγέννησεν άνθρωπον με σάρκα εκ της ιδίας της φύσεως». Από τότε λοιπόν και ύστερα ήρχισαν να γίνωνται φιλονικίαι και διαιρέσεις περί τούτου ανάμεσα εις τον λαόν και άλλοι μεν ηναντιώνοντο εις την αίρεσιν του Νεστορίου και τον απεστρέφοντο, άλλοι δε συνεφώνουν με αυτόν και εδέχοντο την δυσσέβειάν του. Ου μόνον δε εις την Κωνσταντινούπολιν εγίνοντο αυταί αι διαιρέσεις, αλλά και εις όλην σχεδόν την Οικουμένην, και εις κάθε τάγμα των Ορθοδόξων· επειδή ο ανθρωπολάτρης Νεστόριος ομού με τους ακολούθους του έγραψεν εις βιβλία την αίρεσίν του και διέσπειρε πανταχού, έως και εις αυτάς τας ερήμους, όπου κατώκουν Μοναχοί· και τόσους πολλούς παρέσυρεν ο τρισκατάρατος εις την πλάνην ταύτην, κληρικούς, Μοναχούς και λαϊκούς, ώστε καθώς πρότερον ο Άρειος συνετάραξε την Εκκλησίαν του Χριστού και διέσπασε την ενότητα της πίστεως, ούτω και ο Νεστόριος διεχώρισε το πλήρωμα της Εκκλησίας εις πολλά μέρη. Ταύτα πάντα μαθών εις την Αλεξάνδρειαν ο Άγιος Κύριλλος υπερβολικά ελυπήθη. Και καθ’ ο μεν δούλος πιστός του Χριστού και της Θεοτόκου απεδύθη εις τον αγώνα δια την προάσπισιν της αληθούς πίστεως, καθό δε ποιμήν αληθινός, ητοιμάσθη δια να αποδιώξη τον νοητόν λύκον από την μάνδραν των λογικών προβάτων. Και πρώτον μεν έγραψε γράμματα προς τον Νεστόριον συμβουλευτικά, με τα οποία εν αγάπη αδελφική συνεβούλευεν αυτόν να εγκαταλείψη τα τοιαύτα αιρετικά φρονήματα, και με την μεταβολήν του εις την ευσέβειαν να διορθώση εκείνους όπου παρέσυρεν εις την δυσσέβειαν. Ο δε δυσσεβής Νεστόριος, λαμβάνων τα γράμματα του Αγίου, όχι μόνον δεν διωρθώθη, αλλά και χειρότερος έγινε, και εσπούδαζε να εξαπλώση πλατύτερα την αίρεσίν του· και τους μεν εναντιουμένους εις την πλάνην του Κληρικούς και Μοναχούς εβασάνιζε διαφοροτρόπως, κατά δε του θείου Κυρίλλου εθυμώνετο με μεγάλην υπερηφάνειαν, ωνόμαζεν αυτόν αιρετικόν και πολλάς ψευδείς και αδίκους συκοφαντίας έλεγε κατ’ αυτού και τας διέσπειρεν εις τον λαόν. Όθεν ο Άγιος Κύριλλος, βλέπων αδιόρθωτον τον Νεστόριον, έγραψε προς αυτόν αυστηρώς, στηλιτεύων την αίρεσίν του· έγραψε δε και εις τον κλήρον της Κωνσταντινουπόλεως και εις το παλάτιον του βασιλέως, έπειτα έγραψεν εις τον Πάπαν Κελεστίνον, και εις τους άλλους Πατριάρχας· ομοίως έγραψε και εις διαφόρους πόλεις και χώρας προς τους Επισκόπους και ηγεμόνας και άρχοντας, αλλά και εις πολλούς ερημίτας και Μοναχούς δεν ημέλησε να γράψη ο τρισμακάριστος, αποδεικνύων από τας θείας Γραφάς πόσον ολεθρία και ψυχοβλαβής είναι η πλάνη του Νεστορίου, και παρεκίνει όλους να φυλάττωνται από την αίρεσιν ταύτην, ως από δηλητηρίου θανατηφόρου. Τέλος πάντων επειδή η αίρεσις του Νεστορίου καθ’ ημέραν ηύξανε και εις το χείρον επρόκοπτε, τα σχίσματα της Εκκλησίας εγίνοντο μεγαλύτερα και πολλοί από τους Επισκόπους διεφθάρησαν από την λύμην της αιρέσεως. Δια τούτο ο ευσεβέστατος βασιλεύς Θεοδόσιος ο Μικρός, θέλων να διορθώση ταύτα τα σκάνδαλα και να καθαρίση την Εκκλησίαν του Χριστού και τον σίτον της Πίστεως από τας ακάνθας και τα ζιζάνια της πλάνης του Νεστορίου, προστάσσει να συναχθή εις την Έφεσον Τρίτη Σύνοδος Οικουμενική, εν έτει υλα΄ (431). Συνήχθησαν λοιπόν από όλην την οικουμένην Επίσκοποι διακόσιοι και επέκεινα· και όσοι δεν ηδύναντο να μεταβούν αυτοπροσώπως, ένεκα διαφόρων εμποδίων, ούτοι έστειλαν τοποτηρητάς ιδικούς των. Όθεν και ο τότε Πάπας Κελεστίνος, επειδή δεν ηδύνατο να μεταβή εις την Έφεσον δια το γήρας και την ασθένειαν, έγραψεν εις τον Άγιον Κύριλλον να κρατήση τον τόπον του εις την Σύνοδον. Όθεν ηγεμόνες της Συνόδου ταύτης ήσαν, πρώτος ο Άγιος Κύριλλος, και ως τοποτηρητής του Πάπα και ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Δεύτερος ο Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος, και τρίτος Μέμνων ο Εφέσου. Πρωτοκάθεδρος λοιπόν ευρισκόμενος εις την Οικουμενικήν ταύτην Σύνοδον ο Άγιος Κύριλλος εκήρυξεν ομού με τους άλλους Πατέρας και εδογμάτισεν, ότι ο μεν Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι εις κατά την υπόστασιν, τέλειος Θεός ο αυτός, και τέλειος άνθρωπος ο αυτός, και ουχί άλλος και άλλος· η δε πανάχραντος Παρθένος, η κατά σάρκα τούτον γεννήσασα, είναι κυρίως και αληθώς Θεοτόκος. Έγινεν όθεν μεγάλη χαρά εις όλους τους Ορθοδόξους, και όλος ο λαός της πόλεως Εφέσου πανηγυρικώς εκρότησε και έλεγαν ομοφώνως: ουχί μεγάλη η Άρτεμις Εφεσίων, καθώς έλεγον παλαιά, αλλά μεγάλη η πανάχραντος Παρθένος Μαρία η Θεοτόκος. Τον δε μιαρόν Νεστόριον, ως αιρετικόν και βλάσφημον, ανεθεμάτισαν και καθήρεσαν οι Πατέρες της Συνόδου ταύτης. Αλλ’ επειδή αυτός δεν ησύχαζεν, αλλά εκήρυττε πάλιν την αίρεσίν του, συνήργησαν και εξωρίσθη πρώτον εις την Θάσον, κατά τον Θεοφάνη, έπειτα εις την όασιν της Αραβίας την λεγομένην τουρκιστί Ίπριμ· εκεί δε ευρισκόμενος ο αλιτήριος ετιμωρήθη δια τας βλασφημίας του, διότι εσάπησε και εφαγώθη απόσκώληκας η βλάσφημος γλώσσα του, κατά τον Ευάγριον· ομοίως εσάπησε και όλον το σώμα του, κατά τον Κεδρηνόν και τον Νικηφόρον. Εν δε τη Άνω Θηβαϊδι, φοβερόν και επώδυνον θάνατον ο άθλιος εδοκίμασε, παρόμοιον του Αρείου. Πηγαίνων εις το αναγκαίον, ήρχισε να βλασφημή κατά του Χριστού και της Θεοτόκου, δια τούτο Άγγελος Κυρίου επάταξεν αυτόν, και εξεχύθησαν όλα του τα σπλάγχνα μέσα εις το αγγείον της ακαθαρσίας του, και εκεί κακώς ο κακός εξεψύχησεν, ως διηγείται τούτο ο Κωνσταντινουπόλεως Άγιος Γερμανός. Τοιαύτας μεν ατιμίας και τιμωρίας έλαβεν ο ιουδαιόφρων και αιρετικός Νεστόριος. Ο δε Άγιος Κύριλλος έλαβε μεγάλας τιμάς και προνόμια από την Αγίαν και Οικουμενικήν τρίτην Σύνοδον ταύτην. Διότι καθώς διηγείται ο υπερφυής Ιωάννης ο Ζωναράς εις το θαυμαστόν εγκώμιον, το οποίον πλέκει εις τον Άγιον τούτον Κύριλλον, εν χειρογράφοις σωζόμενον, οι Πατέρες της τρίτης Συνόδου εχάρισαν εις τον θείον Κύριλλον τα προνόμια ταύτα· δηλαδή το να ονομάζεται κριτής της οικουμένης, και να φορή εις την κεφαλήν, όταν λειτουργή, ένα οθόνιον λεπτόν, ως μανδήλιον· δηλοί δε το μεν κριτής της οικουμένης, την θαυμασίαν και οικουμενικήν κρίσιν, που έκαμεν ο Άγιος ενώσας όλην την οικουμένην δια της Ορθοδοξίας, ήτις είχε διασπασθή από την αίρεσιν του Νεστορίου, το δε λεπτόν οθόνιον δηλοί την λεπτότητα του νοός και των φρενών του Αγίου, με την οποίαν εσύστησε και εδογμάτισε την καθ’ υπόστασιν ένωσιν. Επειδή δια του όρου τούτου παριστάνεται εν ταυτώ και το εν πρόσωπον του Χριστού, και αι δύο φύσεις αυτού. Ωνομάσθη δε και Πάπας ο θείος Κύριλλος, ίσως διότι είχε τον τόπον του Πάπα Κελεστίνου εν τη Τρίτη ταύτη Συνόδω, αν και άλλοι άλλως ερμηνεύουσι τα ανωτέρω προνόμια. Δι’ ο και πάντες οι Πατριάρχαι Αλεξανδρείας, οι του Αγίου Κυρίλου διάδοχοι, επεκράτησε να ονομάζωνται και αυτοί Πάπαι και κριταί της οικουμένης, και να φορούν όταν λειτουργούν δύο Μίτρας και δύο επιτραχήλια. Ίσως εις δήλωσιν του λεπτού εκείνου οθονίου, όπερ εχάρισεν εις τον Άγιον Κύριλλον η Σύνοδος. Ταύτα λοιπόν δια βραχέων αφορώντα την πολιτείαν του Αγίου Κυρίλλου. Αλλά δεν ηκολούθησαν ούτω: διότι, έως ότου να συστήση ο Άγιος Κύριλλος την προρρηθείσαν Σύνοδον και δι’ αυτής να συστήση και να στερεώση την Ορθόδοξον Πίστιν, πολλούς κόπους και πειρασμούς εδοκίμασεν, ο αοίδιμος, και πολλάς συκοφαντίας αδίκους και καταδρομάς έλαβεν από τους αιρετικούς, τους ομόφρονας του Νεστορίου· διότι εκείνοι βοηθούμενοι από τους κοσμικούς άρχοντας, έκαμαν ιδικόν των συνέδριον, και εκήρυξαν ψευδώς τον θείον Κύριλλον αιρετικόν και ομόφρονα του Απολλιναρίου, ο οποίος ηρνείτο την αληθινήν ανθρωπότητα του Χριστού· επειδή έλεγεν ότι ο Χριστός δεν έχει νουν, αλλά η θεότης ανεπλήρωνε τον τόπον του νοός. Όθεν ακολούθως κατεδίκασαν τον Άγιον Κύριλλον ως αιρετικόν, και τον διέβαλον εις τον βασιλέα με τας επιστολάς των, και τόσον υπερίσχυσαν αι διαβολαί και κατηγορίαι των, ώστε παρώξυναν και τον βασιλέα εις οργήν κατά του Αγίου· δι’ ο και εις την φυλακήν ενεκλείσθη ο Άγιος, και σίδηρα εφόρεσεν υπέρ της αληθείας αγωνιζόμενος εις την Έφεσον, ομού με τον Εφέσου Μέμνονα. Ύστερον δε ο βασιλεύς εξετάσας λεπτομερώς και μαθών τόσον τας ψευδείς κατηγορίας των αιρετικών, όσον και την αθωότητα του Αγίου, τους μεν αιρετικούς εταπείνωσε και εξώρισε, τον δε Άγιον Κύριλλον, ομού με τους ομόφρονάς του, εις τους θρόνους των εστερέωσε, και την υπομονήν αυτού και πραότητα με εγκώμια εμακάρισε. Δια να εννοήση δε ο καθείς πόσον μισητή υπήρξε δια την Μητέρα του Θεού η βλάσφημος αίρεσις του Νεστορίου, κατά της οποίας τόσον ηγωνίσθη ο θείος Κύριλλος, καλόν είναι να αναφέρωμεν εδώ, ως εν παρεκβάσει, την ιστορίαν την οποίαν διηγούνται οι πατέρες του Λειμωναρίου Σωφρόνιος και Ιωάννης, οι οποίοι γράφουν ούτως: Επήγαμεν εις τον αββάν Κυριακόν τον πρεσβύτερον της Λαύρας του Καλαμώνος, ήτις κείται πλησίον του Ιορδάνου, ο οποίος μας είπε ταύτα. Εν μια των ημερών είδον καθ’ ύπνους την Κυρίαν Θεοτόκον με λαμπρόν και φωτεινόν πρόσωπον, ενδεδυμένην με πορφυρούν ιμάτιον και ακολουθουμένην από δύο ιεροπρεπείς άνδρας, η οποία εστέκετο έξω από το κελλίον μου· εγώ δε εγνώρισα ότι είναι η Δέσποινα Θεοτόκος, και ότι οι δύο άνδρες οι συν Αυτή ήταν οι Άγιοι Ιωάννης ο Βαπτιστής και Ιωάννης ο Θεολόγος. Όθεν εξήλθον από το κελλίον μου και προσκυνήσας την Κυρίαν Θεοτόκον, παρεκάλουν Αυτήν να εισέλθη δια να ευλογήση το κελλίον μου· η δε Θεοτόκος δεν έστεργε παντελώς· επειδή δε εγώ πολλήν ώραν παρεκάλουν Αυτήν λέγων, «μη αποστραφήτω, ω Δέσποινα, ο δούλος Σου εντροπιασμένος από Σου και ωνειδισμένος» και άλλα παρόμοια, Εκείνη βλέπουσα προς εμέ απεκρίθη μοι λέγουσα· «έχεις τον εχθρόν μου μέσα εις το κελλίον σου και πως ζητείς να εισέλθω εις συτό»; Και τούτο ειπούσα έγινε άφαντος. Εξυπνήσας εγώ ήρχισα να κλαίω και να λυπούμαι δια τον λόγον τούτον της Θεοτόκου· και επειδή άλλος τις δεν ήτο μέσα εις το κελλίον μου, ειμή μόνος εγώ, εσυλλογιζόμην μήπως έσφαλα εις κανέν πράγμα με τον λογισμόν μου εις την Θεοτόκον, και δια τούτο με απεστράφη· αλλά δεν εύρισκα τον εαυτόν μου να έπταισεν εις Αυτήν. Εν απορία λοιπόν και λύπη ευρισκόμενος, έλαβον βιβλίον να αναγνώσω, δια να παρηγορηθώ· ήτο δε το βιβλίον Ησυχίου πρεσβυτέρου Ιεροσολύμων, το οποίον είχα ζητήσει προσωρινώς από αυτόν· αναγινώσκων δε αυτό, ευρίσκω κατά το τέλος του βιβλίου δύο βλάσφημους λόγους του δυσσεβούς Νεστορίου. Αμέσως ηννόησα ότι αυτός είναι ο εχθρός της Θεοτόκου, τον οποίον είχον εις το κελλίον μου, και παρευθύς το επέστρεψα εις εκείνον, όστις μου το έδωκεν, ειπών αυτώ: λάβε το βιβλίον σου, αδελφέ, διότι από αυτό περισσότερον εζημιώθην παρά ωφελήθην. Εκείνος δε ερωτήσας και μαθών την αιτίαν της ζημίας ταύτης παρ’ εμού, διηγηθέντος την οπτασίαν, ενεπλήσθη από θείον ζήλον, και παρευθύς έκοψεν από το βιβλίον τους δύο εκείνους βλασφήμους λόγους και τους έκαυσεν εις το πυρ, δια να μη ευρίσκεται εις το κελλίον του ο εχθρός της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου. Δεν πρέπει και τούτο να σιωπήσωμεν εδώ· ότι ο Άγιος Κύριλλος, ο τόσον άκρος φίλος του Χριστού και τόσον μέγας εις την αγιότητα, είχεν όμως και κάποιον παράπτωμα εις τον εαυτόν του, όχι από κακίαν και γνώσιν, αλλ’ από πρόληψιν και άγνοιαν της αληθείας· διότι μόνον του Θεού είναι ίδιον το αναμάρτητον, ως λάγει ο Θεολόγος Γρηγόριος· οι δε Άγιοι, όσον και αν είναι Άγιοι, υπόκεινται όμως, ως άνθρωποι, εις την ανθρωπίνην ασθένειαν και εις κάποια πάθη ανθρώπινα, έστω και παραμικρά· «άπτεται γαρ ου μόνον των πολλών, αλλά και των αρίστων ο μώμος, ως μόνου του Θεού το παντελώς άπταιστον και ανάλωτον πάθεσιν» (Επιτάφ. εις τον Μ. Βασίλειον). Όθεν και ο άγιος Κύριλλος, ως άνθρωπος, είχε πάθος τι ανθρώπινον αλλά πάλιν διώρθωσε το τοιούτον πάθος με θαυμάσιον τρόπον· ποίον δε ήτο το πάθος; Και ποία εστάθη η τούτου διόρθωσις; Ακούσατε: Ο μέγας Κύριλλος, έχων συγγενή και θείον τον Πατριάρχην Θεόφιλον, τον εχθρόν του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, και πιστεύων ως αληθείς τας ψευδείς κατηγορίας που έλεγον κατά του Χρυσοστόμου οι εχθροί του, όχι από κακίαν, αλλά από απλότητά του και ακακίαν, καθώς είναι γεγραμμένον «άκακος ανήρ πιστεύει παντί λόγω», από αυτά, λέγω, τα δύο αίτια, έφθασε να λάβη ο θείος Κύριλλος κακήν υπόληψιν εναντίον του αγιωτάτου και θείου πατρός ημών Χρυσοστόμου. Όθεν εθυμώνετο κατ’ αυτού, όχι μόνον όταν έζη ακόμη ο θείος Χρυσόστομος, αλλά και αφ’ ου ετελεύτησε. Δια τούτο ουδέ το όνομά του ήθελε να μνημονεύη εις τα δίπτυχα μετά των άλλων ευσεβών Πατριαρχών, καθώς ήτο συνήθεια. Έγραψεν εις τον θείον Κύριλλον ο μετά τον Αρσάκιον γενόμενος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αττικός, ομολογών ότι και αυτός υπήρξεν ένας από τους εχθρούς του Χρυσοστόμου· αλλ’ ύστερον, στοχαζόμενος το ανέγκλητον και αθώον του αγίου εκείνου ανδρός, μετενόησε δια το πρότερον σφάλμα του και συνηρίθμησε το όνομα του Χρυσοστόμου ομού με τους Αγίους, και το εμνημόνευεν· συνεβούλευε δε και τον Άγιον Κύριλλον αδελφικώς και τον παρεκάλει να κάμη και αυτός το ίδιον, να γράψη το όνομα του Χρυσοστόμου εις τα δίπτυχα και να τον μνημονεύη· αλλ’ ο θείος Κύριλλος δεν εισήκουε την παραίνεσιν ταύτην, μη θέλων τάχα να κατηγορήση την κατά του Χρυσοστόμου επί Θεοφίλου γενομένην Σύνοδον. Έγραψε μετά ταύτα εις τον αυτόν θείον Κύριλλον και ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, συγγενής αυτού ων και πρεσβύτερος την ηλικίαν, και παρρησία μετά πολλού θάρρους συνεβούλευεν αυτόν, ότι αδίκως και παραλόγως οργίζεται κατά του απταίστου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, και ότι δεν πρέπει να καταδικάζη τις άνθρωπον, εάν πρώτον δεν εξετάση εν πάση λεπτομερεία την κατ’ αυτού αιτίαν και το σφάλμα τού ανθρώπου εκείνου· διότι ο Θεός, αν και γνωρίζει τα πάντα προ του να γίνουν και προβλέπει τα μέλλοντα ως ενεστώτα, όμως λέγει η Αγία Γραφή, ότι κατέβη από τον ουρανόν μόνος Του εις τας πόλεις των Σοδόμων, ίνα ίδη, αν αληθώς ήμαρτον οι Σοδομίται ή όχι, δια να ηξεύρη· «κραυγή Σοδόμων και Γομόρρας πεπλήθυνται προς με, και αι αμαρτίαι αυτών μεγάλαι σφόδρα· καταβάς ουν όψομαι, ει κατά την κραυγήν αυτών την ερχομένην προς με συντελούνται· ει δε μη, ίνα γνω». Τούτο δε εποίησεν ο Παντέφορος Κύριος δια να μας δώση παράδειγμα, να μη πιστεύωμεν αμέσως και αβασανίστως εις τας διαβολάς των κατηγόρων, αλλά μόνοι μας να εξετάζωμεν πρότερον, έως ου να βεβαιωθώμεν εάν όντως έχη η αλήθεια, καθώς ακούομεν. «Λοιπόν και συ (έλεγε προς τον θείον Κύριλλον) πρέπει πρώτον να στοχάζεσαι, και έπειτα να οργίζεσαι, εάν εύρης εύλογον αιτίαν της οργής· διότι πολλοί από εκείνους οι οποίοι ήσαν μετά σου εις την εν Εφέσω Σύνοδον, φανερά σε κατηγορούν, ότι αδίκως θυμώνεσαι κατά του αθώου Ιωάννου, και ότι με το να είσαι συγγενής του Θεοφίλου μιμείσαι κατά πάντα την κατάστασιν εκείνου. Επειδή καθώς εκείνος εδημοσίευσε την μωρίαν του φανερά, διώκων από τον θρόνον του τον άπταιστον και άγιον και ηγαπημένον του Θεού Ιωάννην, ούτω και συ κάμνεις κατηγορών και διαβάλλων την δόξαν του διωγμένου, μολονότι ούτος έχει πλέον απέλθει εκ του προσκαίρου τούτου βίου». Και πάλιν ο αυτός Ισίδωρος έγραψεν άλλην επιστολήν εις τον αυτόν θείον Κύριλλον και του λέγει ταύτα· «Με φοβίζουν τα παραδείγματα άτινα αναφέρονται εις την θείαν Γραφήν, και με βιάζουν να σοι γράψω εκείνα τα οποία κρίνω απαραίτητα. Εάν εγώ είμαι πατήρ σου, ως με ονομάζεις, φοβούμαι την καταδίκην, την οποίαν έλαβεν ο Ηλί ο ιερεύς εις τον παλαιόν νόμον, διότι δεν επετίμησε καθώς έπρεπε τους υιούς του, όταν ήμαρτον. Εάν δε πάλιν εγώ είμαι υιός σου, καθώς μόνος μου το ηξεύρω, φοβούμαι μη με καταλάβη η παίδευσις εκείνη, την οποίαν έλαβεν ο Ιωνάθαν ο υιός του Σαούλ, όστις αν και ηδύνατο να εμποδίση τον πατέρα του, ο οποίος εζήτει μαγείας, όμως δεν τον ημπόδισεν από την αμαρτίαν· δια τούτο πρώτος εκείνος εφονεύθη εις τον πόλεμον. Λοιπόν δια να μη καταδικασθώ εγώ, σου λέγω εκείνα τα οποία θα συντελέσουν εις ωφέλειάν σου· και δια να μη καταδικασθής και συ, από τον απροσωπόληπτον και δίκαιον κριτήν, άκουσόν μου. Απόρριψον τον θυμόν τον οποίον έχεις κατά του αποθανόντος, και μη συγχύζης την Εκκλησίαν των ζώντων και προξενής εις αυτήν ταραχάς». Και πάλιν εις άλλο μέρος της επιστολής του λέγει: «Με ρωτάς διατί και πως εξωρίσθη ο Ιωάννης; Πλην εγώ καταλεπτώς δεν θέλω σού αποκριθή, δια να μη φαίνωμαι ότι ονειδίζω και κατακρίνω τους άλλους· τούτο μόνον σοι λέγω, ότι παράνομοι πολλοί, αδίκως κατ’ εκείνου ετελείωσαν την κακίαν των, και με ολιγολογίαν σου φανερώνω την κατάστασιν της Αιγύπτου, εις την οποίαν γειτονεύεις. Η Αίγυπτος τον Μωϋσήν ηρνήθη, και εις τον Φαραώ εδούλευσε· τους ταπεινούς επλήγωσε με μάστιγας, τους κοπιώντας Ισραηλίτας εβασάνισε. Πόλεις τής έκτιζαν, και αυτή τον μισθόν των εργατών δεν επλήρωσεν. Εις ταύτα και τα τοιαύτα έργα η Αίγυπτος σχολάζουσα, εφύτρωσε τον Θεόφιλον, όστις ετίμα τον χρυσόν ως θεόν· αυτός με τους ομόφρονάς του εμίσησε και ελύπησε τον ηγαπημένον άνθρωπον του Θεού και θεοκήρυκα Ιωάννην. Αλλ’ ο οίκος του Δαβίδ αυξάνει μάλλον και στερεώνεται, ο δε οίκος του Σαούλ ελαττώνεται και ολιγοστεύει, καθώς βλέπεις». Ταύτα τα γράμματα του Αγίου Ισιδώρου αναγνώσας ο θείος Κύριλλος, ήρχισε να γνωρίζη το σφάλμα του και να διορθώνεται. Πλην τότε το εγνώρισε καθαρά και τότε εντελώς διωρθώθη, αφ’ ου είδε την ακόλουθον οπτασίαν. Εφάνη εις τον ύπνον του Αγίου Κυρίλλου μίαν φοράν, ότι ευρίσκετο εις ένα τόπον ωραιότατον και γεμάτον από χαράν ανεκλάλητον, εις τον οποίον έβλεπε τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, και άλλους θαυμαστούς και ενδόξους άνδρας της Παλαιάς Διαθήκης. Ομοίως έβλεπεν εις αυτόν και πολλούς αγίους της νέας χάριτος του Ευαγγελίου. Εις τον τόπον δε εκείνον έβλεπε και ένα Ναόν φωτεινότατον, του οποίου η ωταιότης ήτο ανερμήνευτος· μέσα δε εις τον Ναόν ήκουε πλήθος πολύ να ψάλλουν μελωδικώτατα. Εισελθών δε και ο Άγιος εις τον Ναόν, όλος μεν έγινεν έκθαμβος εις τον νουν από την θεωρίαν των εκεί, όλος δε εγέμισεν από χαράν και γλυκύτητα εις την καρδίαν, διότι έβλεπεν εκεί την Κυρίαν Θεοτόκον, περικυκλωμένην από πλήθος αγίων Αγγέλων και λάμπουσαν από δόξαν άρρητον γύρωθεν, έβλεπε δε και τον Άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον, όστις εστέκετο πλησίον της Θεοτόκου με μεγάλην τιμήν, και ήστραπτεν από φως θαυμαστόν ως Άγγελος Θεού, κρατών εις τας χείρας και το βιβλίον των διδαχών του· ήσαν δε μαζί με τον Χρυσόστομον και άλλοι πολλοί ένδοξοι άνδρες, παραστεκόμενοι εις αυτόν ως υπηρέται, όλοι ωπλισμένοι και τάχα ως ητοιμασμένοι δια να κάμουν εκδίκησιν. Ταύτα βλέπων ο θείος Κύριλλος ηθέλησε να πλησιάση ίνα προσκυνήση την Κυρίαν Θεοτόκον και δη και έδραμε προς αυτήν, δια να την προσκυνήση· αλλ’ ευθύς ο Άγιος Ιωάννης με τους δορυφόρους του έδραμεν εναντίον του με θυμόν και όχι μόνον τον ημπόδισεν από το να πλησιάση την Θεοτόκον, αλλά και από τον Ναόν εκείνοντον απεδίωξεν. Ο δε Άγιος Κλυριλλος, καθ’ ον χρόνον εστέκετο έντρομος, συλλογιζόμενος δια ποίον λόγον ωργίζετο κατ’ αυτού ο Χρυσόστομος και τον εδίωκεν από τον Ναόν, ιδού ακούει από την Δέσποιναν, ήτις εμεσίτευε και έλεγε προς τον Ιωάννην να τον συγχωρήση και από τον Ναόν εκείνον να μη τον αποδιώξη, επειδή όχι από κακίαν, αλλ’ από άγνοιαν έλαβε κατ’ αυτού κακήν υπόληψιν· «σύγγνωθι…. Αγνοία γαρ την περί σου φαύλην υπόληψιν προσεκτήσατο· και δηλώσει τω ταύτην μετά την επίγνωσιν αποκτήσασθαι». Ο δε Ιωάννης υπεκρίνατο, ότι δεν έστεργε να τον συγχωρήση. Τότε λέγει προς τον Ιωάννην η Θεοτόκος: δια την αγάπην μου συγχώρησέ τον· επειδή πολλά ηγωνίσθη δια την τιμήν μου, καταισχύνας τον υβριστήν μου Νεστόριον και εμέ Θεοτόκον ανακηρύξας εις τους ανθρώπους. «Σύγγνωθι εμού γε ένεκα· πολλά γαρ διαπεπόνηκεν υπέρ εμού, Νεστόριον καταισχύνας τον υβριστήν, καμέ Θεοτόκον ανακηρύξας». Ταύτα ως ήκουσεν από την Θεοτόκον ο Χρυσόστομος, ευθύς κατεπράϋνε, και εναγκαλισάμενος τον Άγιον Κύριλλον, ως φίλος φίλον, φιλικώς και γλυκερώς εν αγάπη αυτόν ησπάζετο, και ούτως ειρήνευσαν και εφιλιώθησαν οι δύο άγιοι προς αλλήλους εν τη οπτασία εκείνη, δια μεσιτείας της Θεοτόκου. Εξυπνήσας λοιπόν ο Άγιος Κύριλλος, και συλλογιζόμενος με ακρίβειαν την οπτασίαν ταύτην, μετενόει πολύ, και μόνος τον εαυτόν του κατηγόρει, πως είχε πάθος τόσον καιρόν μάταιον και ασυλλόγιστον εναντίον αγίου ανδρός τόσον ευαρέστου τω Θεώ. Και ευθύς συναθροίσας όλους τους Επισκόπους της Αιγύπτου έκαμεν εορτήν και πανήγυριν μεγάλην του Χρυσοστόμου, έγραψε το όνομά του εις τα δίπτυχα και το εμνημόνευε μετά των άλλων αγίων, εμακάριζεν αυτόν κατ’ έτος με εγκωμιαστικούς λόγους, έγραψε τον βίον του εις σχέδια, από τα οποία μετά ταύτα συνέγραψε τον βίον του Χρυσοστόμου, τον ευρισκόμενον εις τα Χρυσοστομικά, Γεώργιος ο Αλεξανδρείας. Και ούτω απηλλάγη από τον μώμον αυτόν η αγιότης του θείου Κυρίλλου. Από τότε λοιπόν και ύστερα επέρασεν τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής του ο μακάριος Κύριλλος με πολιτείαν θαυμασίαν, ποιμαίνων το λογικόν αυτού ποίμνιον εις νομάς ζωηφόρους, πάντας οδηγών εις την οδόν της σωτηρίας, και με μεγάλην σοφίαν και ποιμαντικήν επιστήμην ελευθερώνων από την πλάνην του διαβόλου τους πεπλανημένους. Ταύτης δε της σοφίας και επιστήμης του απόδειξις αρκετή είναι το ακόλουθον διήγημα, το οποίον θέλομεν προσθέσει εδώ, δια περισσοτέραν ευφροσύνην των ευσεβών ακροατών, και ούτω να δώσωμεν τέλος του λόγου. Διηγείται ο αββάς Δανιήλ εις το Πατερικόν, ότι εις τα κατώτερα μέρη της Αιγύπτου έζη γέρων τις όσιος, άγιος μεν κατά την πολιτείαν, κατά δε τον νουν απλούς και απαίδευτος· όθεν δια την απλότητά του εφρόνει και έλεγεν, ότι ο Μελχισεδέκ είναι υιός του Θεού· τούτο ανήγγειλάν τινες εις τον Άγιον Κύριλλον, ο οποίος προσκαλεσάμενος τον Γέροντα εκείνον, και μαθών ότι ποιεί σημεία και θαύματα και ό,τι ζητήση από τον Θεόν τού το φανερώνει ο Θεός, μετεχειρίσθη τοιαύτην σοφίαν και λέγει προς τον Γέροντα με πραότητα. «Αββά, ένας λογισμός μου λέγει ότι ο Μελχισεδέκ είναι υιός του Θεού, και άλλος πάλιν λογισμός μού λέγει, ότι δεν είναι υιός του Θεού, αλλά άνθρωπος και αρχιερεύς του Θεού, και έχω περί τούτου αμφιβολίαν. Όθεν περί τούτου σε έκραξα και σε παρακαλώ να παρακαλέσης τον Θεόν, να σου αποκαλύψη το αληθές, δια να το φανερώσης και εις εμέ». Ο δε γέρων τούτο ακούσας, ελπίζων εις την πολιτείαν του, απεκρίθη με θάρρος και παρρησίαν: άφες με, Δέσποτα, να παρακαλέσω τον Θεόν τρεις ημέρας περί τούτου· και ό,τι μοι αποκαλύψη ο Θεός θέλω το φανερώσει και εις την μεγάλην αγιωσύνην σου. Και λοιπόν πηγαίνων ο γέρων εις το κελλίον του, εκλείσθη τρεις ημέρας και παρεκάλει θερμώς τον Κύριον να του φανερώση περί του Μελχισεδέκ. Αποκαλυφθείσης δε της αληθείας εκ Θεού, επανήλθε προς τον Άγιον Κύριλλον και του λέγει· άνθρωπος είναι, Δέσποτα, ο Μελχισεδέκ, και όχι υιός του Θεού. Ο δε Άγιος του είπε· και πόθεν το ηξεύρεις, πάτερ; Ο γέρων απεκρίθη· ο Θεός μου εφανέρωσεν όλους τους Πατριάρχας ένα καθ’ ένα, από του Αδάμ έως του Μελχισεδέκ, τους οποίους είδον όλους διερχομένους έμπροσθέν μου· και όταν ήλθεν ο Μελχισεδέκ να περάση, μου είπεν Άγγελος Κυρίου· ιδού, ούτος είναι ο Μελχισεδέκ· επληροφορήθην λοιπόν, Δέσποτα, ότι ούτως είναι. Τότε ο Άγιος Κύριλλος, ευχαριστήσας τον Κύριον, εχάρη πολύ, ότι ηλευθέρωσεν από την πλάνην τον γέροντα, και απέλυσεν αυτόν εν ειρήνη. Απελθών δε ο γέρων εκήρυξεν εις όλους, ότι ο Μελχισεδέκ είναι άνθρωπος και όχι υιός του Θεού· με τοιαύτην σοφίαν και μέθοδον του Αγίου ωδηγήθη ο απλούς γέρων εις την επίγνωσιν της αληθείας. Αφ’ ου δε ο Άγιος Κύριλλος έζησεν εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας χρόνους ολοκλήρους τριάκοντα και έγραψε πολλά βιβλία ψυχωφελή και ορθόδοξα, από τα οποία τα πλέον εξαίρετα είναι οι θησαυροί και τα ονομαζόμενα Γλαφυρά εις την Παλαιάν Γραφήν, και αφ’ ου εκαθάρισεν εις τας ημέρας του την Εκκλησίαν του Χριστού από τας αιρέσεις, παρέδωκε την αγίαν ψυχήντου εις χείρας Θεού, κατά την ενάτην του Ιουνίου, εις την οποίαν εορτάζεται η καθ’ αυτό και κυρία μνήμη αυτού. Παρεστάθη δε μόνη αυτή η Κυρία Δέσποινα Θεοτόκος εις τον θάνατον του Αγίου Κυρίλλου, και επεσκέφθη τον δούλον της μετά επιμελείας· ότι και αυτός εις την ζωήν του την εδούλευσε πιστώς και ηγωνίσθη πολλά δια την τιμήν Της ο τρισμακάριστος. Και τώρα ευρίσκεται εις τους ουρανούς και συναγάλλεται με όλους τους χορούς των Αγγέλων, με Πατριάρχας, με Προφήτας, με Αποστόλους, με Ιεράρχας, και με όλους τους απ’ αιώνος Αγίους· εξαιρέτως δε και μάλιστα με τον άκρον και ηγαπημένον φίλον του τον θείον Ιωάννην τον Χρυσόστομον και παρίσταται αμέσως εις τον θρόνον Χριστού του Θεού και της παναχράντου αυτού Μητρός, υπέρ ων υπερεμάχησε και εκακοπάθησε και την Παναγίαν και Ομοούσιον Τριάδα ακαταπαύστως παρακαλεί δι’ όλους τους Χριστιανούς, ίνα και αυτοί τύχωσι της Βασιλείαςτων Ουρανών· ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· Ω πρέπει πάσα δόξα συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου