Στέφανος
ο Πάπας και Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους Δεκίου, Ουαλλερίου και Γαλλιηνού
των βασιλέων εν έτει σν΄ (250). Δια δε τον κατά των Χριστιανών διωγνόν
εκρύπτετο εν Ρώμη, και τους προς αυτόν ερχομένους Έλληνας εδίδασκε και κατήχει
εις τον Χριστιανισμόν, βαπτίζων αυτούς και χειροτονών εξ αυτών πρεσβυτέρους,
διακόνους και αναγνώστας. Τινές τούτων συλληφθέντες ωμολόγησαν, δια
παρακινήσεως αυτού, τον Χριστόν και έλαβον του Μαρτυρίου τον στέφανον. Όθεν δια
ταύτα εφανερώθη ο μακάριος ούτος εις τον ηγεμόνα·
προσαχθείς δε εις τον ναόν του Άρεως και προσευχηθείς, έσεισε τον ναόν και
μέρος αυτού εκρήμνισε. Τότε οι μεν στρατιώται φοβηθέντες έφυγον, ο δε Άγιος
ανεχώρησε και μετέβη εις τον τάφον της Μάρτυρος Λουκίας, τον ευρισκόμενον εν
Καμπανία της Ιταλίας ένθα ετέλει την αναίμακτον θυσίαν. Ύστερον δε ζητήσαντες
αυτόν οι στρατιώται και ευρόντες, τον ετιμώρησαν πολύ και τελευταίον τον
απεκεφάλισαν, ούτω δε έλαβεν ο αοίδιμος διπλούν τον ομώνυμον στέφανον, και ως
Αρχιερεύς, και ως αθλητής Κυρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου