Ρωμανός ο εν Αγίοις Πατήρ ημών κατήγετο εκ Συρίας, πατρίδα έχων την πόλιν Έμεσαν, η οποία τώρα λέγεται τουρκιστί Εμς. Εχρημάτισε δε και Διάκονος της Εκκλησίας της Βυρητού. Εκείθεν ανέβη εις Κωνσταντινούπολιν κατά τους χρόνους Αναστασίου Α΄ του βασιλέως εν έτει 496 και διέτριβεν εις τον Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου της επιλεγομένης Κύρου μετά πάσης ευλαβείας και σεμνότητος νυχθημερόν προσευχόμενος.
Ούτος λοιπόν ποιών πολλάκις αγρυπνίαν εις τον Ναόν της Θεοτόκου της επιλεγομένης των Βλαχερνών, πάλιν επέστρεφεν εις τον Ναόν της αυτής Θεοτόκου τον εν τοις Κύρου. Όθεν και εκεί, εις τον εν τοις Κύρου δηλαδή Ναόν, διατρίβων ο Όσιος, έλαβε το χάρισμα του να συντάξη και να μελουργήση τα του χρόνου όλου Κοντάκια· εφάνη δηλαδή εις αυτόν κατ’ όναρ η Κυρία Θεοτόκος και δούσα εις αυτόν ένα τόμον χάρτου, προσέταξεν αυτόν να τον φάγη. Ανοίξας δε το στόμα αυτού ο Όσιος του εφάνη ότι κατέπινεν αυτόν. Και λοιπόν έξυπνος γενόμενος, ανέβη επάνω εις τον άμβωνα και ήρχισε να ψάλλη το «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει», διότι έτυχε τότε να είναι η εορτή των Χριστουγέννων. Ποιήσας λοιπόν και εις τας λοιπάς εορτάς Δεσποτικάς, Θεομητορικάς και Αγίων, Κοντάκια υπέρ τα χίλια και ευλαβώς και οσίως διανύσας την ζωήν του, προς Κύριον εξεδήμησεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου