Ιάκωβος ο θείος ανήρ, ο σώμα και ψυχήν καθηγιασμένος, κατήγετο εκ τινος κώμης της επαρχίας Καστορίας. Εγεννήθη δε ουχί από πλουσίους και ενδόξους γονείς, αλλά από ταπεινούς και απαιδεύτους, σεμνούς όμως και εναρέτους, οίτινες ωνομάζοντο Παρασκευή και Μαρτίνος. Ούτοι είχον και άλλον υιόν, διεμοίρασαν δε ζώντες την περιουσίαν των και εις τους δύο υιούς των. Παρελθόντος ολίγου χρόνου ετελεύτησαν οι γονείς των και έμειναν οι υιοί των· ήτο δε ο θείος Ιάκωβος βοσκός προβάτων, καθώςποτε ο Πατριάρχης Ιακώβ, ο Μωϋσής και ο Δαβίδ· εις ολίγον δε καιρόν επλούτισε, Θεού ευδοκούντος, δια τούτο και εφθονήθη από τον αδελφόν του, καθώς ο Άβελ από τον Κάϊν, όστις απελθών εις τον κριτήν του τόπου εσυκοφάντησε τον Ιάκωβον, ότι εύρε θησαυρόν κεκρυμμένον.
Εξετάσας δε αυτόν κατά πολλά ο κριτής και ευρών αυτόν αναίτιον, τον απέλυσε χωρίς να τον κακοποιήση, ο δε θείος Ιάκωβος, βλέπων τον σατανικόν φθόνον του αδελφού του και φοβηθείς μήπως πάθη και άλλο τι κακόν από αυτόν, έφυγενεκ της πατρίδος του και μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου εγένετο προμηθευτής της αυλής του βασιλέως των Οθωμανών, φέρων πρόβατα και πωλών το κρέας, από το επάγγελμα δε τούτο εσύναξε πολύν πλούτον, δια τον οποίον ήτο ονομαστός και εξετιμάτο από όλους. Εκεί ευρισκόμενον τον προσεκάλεσεν εν μια των ημερών άρχων τις Αγαρηνός, δια να τον φιλεύση εις τον οίκον του· και καθίσαντες εις την τράπεζαν έβαλον τα φαγητά, ήτο δε τότε η νηστεία των Αγίων Αποστόλων· ενώ όμως έτρωγον όλοι οι συγκαθήμενοι από τα κρέατα, μόνον ο θείος Ιάκωβος δεν έτρωγεν· όθεν λέγει ο Αγαρηνός άρχων εις αυτόν· «Διατί και συ δεν τρώγεις κρέας»; Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Αυτάς τας ημέρας ημείς οι Χριστιανοί νηστεύομεν»· εκείνος δε μεγάλως στενάξας είπεν· «Όντως μεγάλην πίστιν έχετε σεις οι Χριστιανοί»! Ο δε του Θεού άνθρωπος ακούσας τούτο εχάρη και λέγει προς αυτόν· «Πόθεν γνωρίζεις συ ότι είναι μεγάλη η πίστις των Χριστιανών»; Ο δε Αγαρηνός άρχων αποκριθείς είπεν· «Εγώ είχον γυναίκα κατά πολλά φρόνιμον και εύμορφον, με την οποίαν συνέζησα χρόνους τινάς· προ ολίγων όμως χρόνων, δεν ηξεύρω πως, της ήλθε και εδαιμονίσθη. Αφού έπαθε τούτο εξώδευσα ό,τι και αν είχα εις τους χοντζάδες μας δια να την ιατρεύσουν, αλλά κανείς δεν ημπόρεσε να την ιατρεύση· μόνον ματαίως εξώδευσα όλον τον πλούτον μου και απελπισθείς ευρισκόμην εις λύπην μεγάλην. Εν μια δε των ημερών ήλθεν εις εμέ φίλος μου τις ηγαπημένος και μου λέγει: «Τι λυπείσαι τόσον πολύ βλέπων την γυναίκα σου βασανιζομένην από τον δαίμονα; Άκουσόν μου και πήγαινε εις τον Πατριάρχην των Χριστιανών και παρεκάλεσέ τον να την ιατρεύση· διότι οι Χριστιανοί λατρεύουσι τον αληθινόν Θεόν». Στενάξας δε πάλιν ο Αγαρηνός είπεν· «Ως ήκουσα εγώ ταύτα, επήγα εις τον Πατριάρχην και του διηγήθην το κακόν το οποίον έπαθα· ο δε Πατριάρχης μού είπε· «Πρέπον δεν είναι να δεχώμεθα ξένους της πίστεώς μας! Αλλ’ επειδή ο Δεσπότης ημών Χριστός είπεν· «Τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω» (Ιωαν. στ:37), δια τούτο φέρε αυτήν εδώ». Εγώ δε ενδύσας αυτήν ανδρικήν στολήν, την επήγα την νύκτα εις αυτόν με τους υπηρέτας μου· εκείνος δε ώρισε και ήνοιξαν την Εκκλησίαν· αφού δε εισήλθεν η γυνή μου την έβαλεν εις την γην, εγώ δε και οι ακολουθούντες με εστεκόμεθα έξω της θύρας βλέποντες τι θέλει ποιήσει εις αυτήν. Τότε αυτός έβαλεν επάνω της δύο μανδήλια (τα δύο μανδήλια περί των οποίων λέγει ο Αγαρηνός είναι το επιτραχήλιον και το ωμοφόριον), και ως ήνοιξε το Ευαγγέλιον επάνω τής γυναικός και ήρχισε να αναγινώσκη, είδομεν την στέγην του Ναού ηνεωγμένην, λαμπρότατον δε φως κατερχόμενον άνωθεν εσκέπασε τον Πατριάρχην και την γυναίκα μου, όλη δε η Εκκλησία έλαμψεν από εκείνο το φως! Και εθαυμάζομεν δια το παράδοξον, το οποίον εβλέπομεν. Και καθώς έπαυσε να λέγη το Ευαγγέλιον, ευθύς εκείνο το φως ανέβη εις τους ουρανούς, η στέγη του Ναού εκλείσθη, καθώς ήτο και πρότερον, η δε γυνή μου ιατρεύθη. Όθεν την επήραμεν ημείς ευχαριστούντες μεγάλως τον Πατριάρχην και χαίροντες ήλθομεν εις τον οίκον μας. Και εάν δεν εφοβούμεθα τους εξουσιαστάς, ίσως εγώ τε και οι συν εμοί εγινόμεθα Χριστιανοί». Ο δε του Θεού άνθρωπος, ακούσας ταύτα, εστερεώθη έτι περισσότερον εις την ευσέβειαν και μεγάλως εθαύμασεν ακούων από τον ασεβή κηρυσσομένην την ευσέβειαν, απ’ εκείνης δε της ώρας επόθησε να ίδη τον Πατριάρχην και ηθέλησε να γνωρίση απ’ αυτόν την ευσέβειαν καλλίτερον. Ήτο δε τότε Πατριάρχης ο αγιώτατος Νήφων. Αφ’ ου δε επέρασαν ολίγαι ημέραι, ήλθεν εις τον Πατριάρχην ζητών να εξομολογηθή εις αυτόν· ούτος δε τον εδέχθη με ιλαρόν πρόσωπον και τον εδίδαξε τα μυστήρια της ευσεβείας· απολαβών όθεν εκείνο, το οποίον επόθησε, επήγε πάλιν εις το έργον του. Και το άξιον θαυμασμού είναι ότι εδέχθη τους λόγους του Πατριάρχου, καθώς η καλή και κάρπιμος γη, ότι δε ούτως έχει η αλήθεια, θέλει το δείξει ο λόγος, ω ευλογημένοι Χριστιανοί. Εκ της διδασκαλίας ταύτης του Πατριάρχου πόθος θεϊκός ήλθεν εις την καρδίαν του και κατανοήσας το μάταιον του κόσμου τούτου ηύξανε την προθυμίαν του. Και όσον πόθον είχε πρότερον δια να συνάξη πλούτον, άλλον τόσον και περισσότερον είχεν ύστερον να τον διασκορπίση εις τους πτωχούς, καθώς λέγει ο θείος Δαβίδ· «Εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησιν (τον πλούτον αυτού)· η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα» (Ψαλμ. ρια: 9). Ήτο δε ο πλούτος του εξακόσιαι χιλιάδες γρόσια και όταν τα διεμοίρασεν όλα ηθέλησε να υπάγη εις το όρος του Άθωνος να προσκυνήση και τα εκεί Μοναστήρια και να ίδη και τους εκεί Ασκητάς δια να ωφεληθή. Έγινε δε κατά τον πόθον του. Απελθών λοιπόν και προσκυνήσας όλα τα εκείσε Μοναστήρια, από τα οποία μεγάλως ωφελήθη, ύστερον έμεινεν εις την Μονήν του Δοχειαρίου και ενεδύθη το των Μοναχών σχήμα, μετονομασθείς από Ιωάννου Ιάκωβος. Τότε λοιπόν εδόθη εις άκραν άσκησιν ο μακάριος και ούτε τυρόν ήσθιε, ούτε οψάρια, ούτε έλαιον. Αλλ’ ολίγον μόνον άρτον έτρωγε και άλλοτε όσπρια βρεκτά· και έμεινεν εις αυτό το Μοναστήριον χρόνους τρεις ούτως αγωνιζόμενος εν πολλή υπακοή και ταπεινώσει, και παν είδος αρετής μετερχόμενος, διο και εθαυμάζετο από όλους τους εκεί Πατέρας! Αφού δε παρήλθον τα τρία έτη εκεί, καθώς είπομεν, του ήλθε πόθος ησυχίας, και παρακαλέσας τον Ηγούμενον κατά πολλά και όλους τους αδελφούς να του δώσουν άδειαν δια να ησυχάση, δεν το έστερξαν, διότι δεν ήθελον να τον στερηθώσι, επειδή όλοι τον ηγάπων δια την αρετήν του και την ταπείνωσίν του. Αν δε και κατά πολύ τον ημπόδιζον, δεν ηδυνήθησαν όμως να τον κρατήσουν, διότι ως φαίνεται υπό Θεού εκινείτο. Εξελθών λοιπόν από το Μοναστήριον, επεριπάτησεν όλην την έρημον του Αγίου Όρους, ζητών να εύρη τόπον επιτήδειον δια να ησυχάση και ο Θεός βέβαια τον εβοήθει. Δια τούτο και εύρεν εν μικρόν Μονύδριον πεπαλαιωμένον και κρημνισμένον από τα θεμέλια, το οποίον είναι άνωθεν της Ιεράς Μονής των Ιβήρων, δια το οποίον ηυχαρίστησε τον Θεόν. Έπειτα επήγε και έλαβε συγχώρησιν από τον Πρώτον του Όρους και τον Ηγούμενον της Μονής των Ιβήρων, και τότε ανέκτισε το Μονύδριον του Προδρόμου, εις το οποίον έμεινεν ολίγους χρόνους, εργαζόμενος με τας ιδίας του χείρας τα προς την χρείαν του σώματος, δια να μη βαρύνη άλλους (κατά τον θείον Παύλον). Εποίει δε κάθε αρετήν, νηστείαν, λέγω, αγρυπνίαν, προσευχήν και τα όμοια τούτων· είχε δε και Γέροντα τινά, Ιγνάτιον ονομαζόμενον, ο οποίος είχεν εις την μοναχικήν πολιτείαν χρόνους πολλούς. Η κατοικία των όμως ήτο χωριστά, όταν δε ήθελε να κάμη καμμίαν υπηρεσίαν ο θείος Ιάκωβος, ήρχετο εις εκείνον τον θείον άνδρα και ελάμβανεν ευλογίαν και εις τον ίδιον εξωμολογείτο, λαμβάνων μεγάλην ωφέλειαν. Χαίρων δε ο θείος Ιάκωβος επήγαινε πολλάς φοράς εις το κελλίον του θείου εκείνου Γέροντος και υπηρέτει αυτόν με κάθε προθυμίαν, επειδή από το γήρας δεν ηδύνατο να υπηρετηθή. Έμεινε λοιπόν ο θείος Ιάκωβος εις την θεάρεστον αυτήν πολιτείαν χρόνους εξ, χαίρων ως να ευρίσκετο εις βασιλικά παλάτια! Όμως ο απ’ ερχής πολέμιος των ψυχών ημών διάβολος, μη υποφέρων του ανδρός την θεάρεστον ζωήν, εκίνησε κατ’ αυτού μυρίας τέχνας και λογισμούς ακαθάρτους εις την αρχήν του αγώνος του δια να τον κρημνίση, ενθύμησιν της προτέρας ζωής του, φαγητών τε, λέγω, και κάθε είδος κακίας. Ο Άγιος όμως εφυλάττετο αβλαβής με την θείαν δύναμιν. Αλλά δεν ησύχαζεν ο κατάρατος, επειδή έβλεπε τον Άγιον ασάλευτον, αλλ’ εσήκωσε πάλιν κατ’ αυτού μεγαλυτέρας τέχνας και φανερούς έφερε πολέμους, προξενών συριγμούς γύρωθεν του κελλίου και σείων την κέλλαν δια να πέση αύτη επάνω του Αγίου. Πολλάκις μάλιστα και εξ ονόματος τον έκραζε, και πλήθος δαιμόνων άπειρον εφαίνετο κτυπώντων και τους οδόντας τριζόντων! Και οι μεν δαίμονες αυτά έκαμνον δια να τον εμποδίσουν από την άσκησιν, ο δε Όσιος ίστατο ως στύλος ασάλευτος, και εγείρων τας χείρας και τους οφθαλμούς του προς τον ουρανόν έψαλλε γλυκύτατα το «Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου· τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου· από τίνος δειλιάσω; Εν τω εγγίζειν επ’ εμέ κακούντας του φαγείν τας σάρκας μου, οι θλίβοντές με και οι εχθροί μου, αυτοί ησθένησαν και έπεσαν»! (Ψαλμ. κστ: 1-2). Δια τούτο μη υποφέροντες την ανδρείαν του Αγίου οι δαίμονες, κατεσκορπίσθησαν καθώς αι μέλισσαι από τον καπνόν. Τότε ο Άγιος χαίρων εδόξαζε τον Κύριον, όστις του εχάρισε την κατά των δαιμόνων νίκην. Αλλά πάλιν δεν έπαυσαν οι πονηροί πολεμούντες αυτόν. Ημέραν δε τινά, ιστάμενος ο Όσιος έξω της κέλλας του, βλέπει αγριόχοιρον ερχόμενον κατ’ αυτού με ορμήν. Όθεν ποιήσας τον σταυρόν του, έλαβε μικρόν σκαλίδιον και το έρριψε κατ’ αυτού, ευθύς δε έγινεν άφαντος. Και άλλοτε την νυκτερινήν ακολουθίαν ψάλλων ο Όσιος, ιδού και βλέπει φως εις το μέσον του κελλίου του, εντός δε του φωτός είδε τινά ως Άγγελον. Αποστρέψας δε εκείθεν τους οφθαλμούς του ο Όσιος και προς άλλην βλέπων κατεύθυνσιν είδε πάλιν προς τα εκεί το φως εκείνο· όθεν θυμωθείς είπεν· «Επιτιμήσαι σοι Κύριος, διάβολε! Γνωρίζω τας πολυπλόκους σου τέχνας και επιβουλάς». Ευθύς δε το φως εκείνο εχάθη και εξηφανίσθησαν αι τέχναι του δαίμονος. Άλλοτε πάλιν εξήλθε από το κελλίον του ο θείος ανήρ, και κατέβαινε προς την των Ιβήρων Μονήν δια να μεταλάβη των Θείων Μυστηρίων, και καθ’ οδόν εύρεν άρκτον ισταμένην εις στενόν τόπον, από τον οποίον ήθελε να περάση και έκθαμβος γενόμενος εθαύμαζε τι να κάμη. Σταθείς δε εις προσευχήν παρεκάλει τον Κύριον να διώξη το θηρίον δια να περάση. «Εκέκραξεν ο δίκαιος, και ο Κύριος εισήκουσεν αυτού» (Ψαλμ. λγ:18), και ευθύς το θηρίον ηφανίσθη και ο Όσιος επέρασεν. Άλλοτε πάλιν εκάθητο εις την πυράν ο Όσιος τον χειμώνα, τόσος δε φόβος του ήλθε, τον οποίον ποτέ δεν εδοκίμασε και θαυμάζων έλεγε· «Τι να μου είναι τούτο»; Και ευθύς βλέπει ένα αράπην φουσκωμένον και σαπρόν, έχοντα μύτην μεγάλην κατά πολλά, ο οποίος εστάθη πλησίον του, και απλώσας την χείρα προς τον Όσιον του είπε· «Ελθέ φίλησέ την». Και ο Άγιος σηκωθείς, και χείρας ομού και όμματα προς ουρανόν υψώσας, εστέναξε και είπεν· «Ω Δέσποινα Θεοτόκε, βοήθησόν μοι την ώραν ταύτην», και ευθύς με τον λόγον βλέπει την πανάχραντον Θεοτόκον ισταμένην άνωθέν του, βαστάζουσαν εις τας αγκάλας της τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν· και θαρρυνθείς δια το παράδοξον όπου είδεν, εχάρη κατά πολλά, και στραφείς να ίδη τον αράπην δεν τον είδε πλέον. Και από τότε του ήλθε παρηγορία του Αγίου Πνεύματος εις την καρδίαν του, και τον εχαροποίει κατά το γεγραμμένον· «Κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τη καρδία μου αι παρακλήσεις σου εύφραναν την ψυχήν μου» (Ψαλμ. 93: 19). Βλέπων λοιπόν την πολύτεχνον κακίαν του εχθρού και φοβηθείς μήποτε καταπέση, έκλινε τα γόνατα εις προσευχήν έμπροσθεν της εικόνος του Κυρίου μας και μετά δακρύων είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, μη με αφήσης τον δούλον σου να απολεσθώ, αλλά δος μοι σοφίαν, σύνεσιν και διάκρισιν, ίνα μη από της δόξης του Σου κάλλους εκκλίνω, διότι Συ γινώσκεις, ύψιστε Βασιλεύ, την κατ’ εμού πολύτεχνον κακίαν του εχθρού· μη λοιπόν υπερίδης με τον εις Σε και μόνον ελπίζοντα». Από τότε λοιπόν εγνώρισεν ο Όσιος χάριν διακρίσεως, δοθείσαν εις αυτόν. Η δε χάρις αύτη δεν τον άφηνε να πειραχθή πλέον, αλλά τον εστερέωνε, και του εδείκνυε πως να καταφρονή τας φαντασίας του σατανά. Είχε δε ο Όσιος εσπαρμένον ολίγον σίτον δια τροφήν του, εμφανισθέν όμως πλήθος ποντικών έβλαψαν τον σίτον και ελυπείτο ο ΄Οσιος. Μετ’ ολίγον ήλθεν εις πνευματικός να ίδη τον Όσιον ιδών δε τον σίτον χαλασμένον και τον Όσιον λυπημένον, είπε εις αυτόν: «Ευχήθητι εις τον Θεόν, Αββά, δια να διώξη τους ποντικούς»· ο δε Όσιος είπε· «Τάχα εισακούει ο Θεός εις αυτήν την δέησιν»; «Ναι βέβαια, του απεκρίθη ο πνευματικός· διότι είναι γεγραμμένον: «Θέλημα των φοβουμένων Αυτόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών επακούσεται, και σώσει αυτούς» (Ψαλμ. ρμδ΄ =144:19). Και καθώς έκανε προσευχήν ο του Χριστού πιστός δούλος ευθύς οι ποντικοί εχάθησαν και ο σίτος έμεινεν αβλαβής· και ω των ανεκφράστων κρίσεων του Θεού! από τότε και ύστερον κανέν στάχυ δεν εβλάβη. Αφού παρήλθον ημέραι τινές, άλλον πόλεμον εκίνησε κατά του Οσίου ο μισόκαλος, φέρων όφεις πολλούς και όπου αν επήγαινεν ο Όσιος και οι όφεις έμπροσθέν του ευρίσκοντο. Αλλ’ ο του Θεού γνήσιος δούλος δεν τους εφοβείτο, επειδή είχε βοηθόν τον Θεόν, όστις είπε να πατώμεν επάνω όφεων και σκορπίων· δια τούτο και έστειλεν ένα μέγαν όφιν και έφαγεν όλους τους όφεις και τον Όσιον καθόλου δεν έβλαψεν, αλλ’ έμεινεν αχώριστος απ’ αυτόν και εκαθάρισε τον τόπον απ’ εκείνα τα φαρμακερά θηρία· κατ’ εκείνας δε τας ημέρας ήλθε Μοναχός τις να ίδη τον Όσιον· και βλέπων τον όφιν εκεί ετρόμαξε και ελθών εις τον Ηγούμενον των Ιβήρων του διηγήθη δι’ εκείνον τον όφιν· ο δε Ηγούμενος έστειλε και έφερε τον Όσιον εις το Μοναστήριον, είπε δε εις αυτόν και εθανάτωσε τον όφιν. Και ταύτα περί των όφεων· ακούσατε δε και άλλο θαύμα. Βρύσις ήτο πλησίον του κελλίου του Οσίου, της οποίας το ύδωρ τον μεν χειμώνα έφθανε δια την εξυπηρέτησίν του και επερίσσευε, το καλοκαίρι όμως ωλιγόστευε· δια τούτο πολύ ελυπείτο και μη έχων τι να ποιήση, επήγαινε πλησίον του λάκκου και έπαιρνεν απ’ εκεί το ύδωρ το οποίον έπινεν· επειδή όμως τούτο ήτο ολίγον και συνεπώς ουχί καθαρόν, του ήλθεν ασθένεια και δεν ηδύνατο να κάμη τον συνειθισμένον του κανόνα και τας ευχαριστηρίους ευχάς δια να ευχαριστή τον Θεόν· όθεν ηθέλησε να υπάγη να κατοικήση εις άλλον τόπον, εις τον οποίον θα υπήρχεν ύδωρ. Αναχωρήσας λοιπόν εκείθεν επεριπάτει εις τους ερήμους τόπους. Αφού δε εύρεν εις τα μέρη του Ξενόφου τόπον με ύδωρ πολύ, ηθέλησε να υπάγη να κατοικήση εκεί. Πάλιν όμως ελυπείτο ν’ αφήση την πρώτην κατοικίαν του, διότι πολύ εκοπίασεν εις εκείνην· και δια να μη φανή κατά το γεγραμμένον «Ανήρ άβουλος καθ’ εαυτού πολέμιος», δια τούτο κατέβη εις την Μονήν των Ιβήρων και εζήτει συγχώρησιν από τον Ηγούμενον και τους λοιπούς αδελφούς να υπάγη εις τον τόπον του Ξενόφου. Ακούσαντες τούτο ο Ηγούμενος και οι λοιποί αδελφοί του λέγουν· «Διατί θέλεις να υπάγης εκεί και να αφήσης το κελλίον σου»; Ως δε έμαθον, ότι δια την έλλειψιν του ύδατος ήθελε να αναχωρήση, του είπον να καταβαίνη να παίρνη από το ύδωρ, το οποίον υπάγει εις το Μοναστήριον. Του είπον δε τούτο δια να μη φύγη απ’ εκεί, διότι τον ηγάπων όλοι δια την αρετήν του. Ο δε Όσιος, γνωρίζων τον μεγάλον ανήφορον και το μακρύ του τόπου, έφυγε λυπημένος· και πηγαίνων εις την κέλλαν του εδόθη εις προσευχήν λέγων ταύτα· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ο τα πάντα εκ του μη όντος ποιήσας εις το είναι· ο εκ πέτρας ύδωρ βλύσας και ποτίσας τον πάλαι Ισραήλ· Αυτός και νυν επάκουσόν μου του δούλου σου, και δος μοι ύδωρ εις παραμυθίαν του σώματός μου, ίνα μη αναχωρήσω εντεύθεν». Κοιμηθείς δε ολίγον, ηγέρθη όλος χαρούμενος· και του λέγει ο λογισμός του· «Ύπαγε εις την βρύσιν και ίσως εύρης ύδωρ». Δεν έδιδεν όμως πίστιν εις τον λογισμόν, αλλ’ αναγκαζόμενος από βίαν επήγεν εις την βρύσιν· και ιδών αυτήν πλήρη ύδατος καθαρού εδόξασε μεγάλως τον Θεόν και εαυτόν ανάξιον ονομάζων, επήγεν εις το κελλίον του. Η δε βρύσις είναι έως την σήμερον και ποτέ δεν στειρεύει. Κατά δε τον μήνα Αύγουστον έγινε και το εξής θαύμα. Μοναχός τις νέος, ονόματι Μεθόδιος, μετονομασθείς δια του Αγίου Σχήματος Μαρκιανός, επάγωσε τον χειμώνα και ησθένησεν, ήτο δε ούτος Βατοπαιδινός, επονούσε δε πολύ εις τα νεφρά του και επήγεν εις την Θεσσαλονίκην να ιατρευθή. Αφού εθεραπεύθη, επήγεν εις το Μοναστήριον του Αγίου Παντελεήμονος χάριν προσκυνήσεως και ως τον είδον οι εκεί ευρισκόμενοι Μοναχοί και επληροφορήθησαν ότι εγνώριζε γράμματα, τον παρεκάλεσαν να μείνη εκεί να τους αναγινώσκη ακολουθία, διότι Ιερέα δεν είχον ούτε άλλον να γνωρίζη γράμματα. Έμεινε λοιπόν εις την Μονήν του Αγίου Παντελεήμονος επί εν έτος και ύστερον ηθέλησε να αναχωρήση εκείθεν, παρεκάλει δε τον Θεόν γονυκλινώς νύκτα και ημέραν, επί ημέρας επτά, να τον οδηγήση εις οδόν σωτηρίας. Αφού δε ήλθεν η Παρασκευή και εκοιμήθη ολίγον κατά γης, βλέπει ότι ευρέθη εις το Άγιον Όρος και άνωθεν της Μονής των Ιβήρων, εκεί όπου κατώκει ο Πανόσιος Ιάκωβος. Βλέπων δε προς την θύραν ο Μαρκιανός, είδε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν επί θρόνου καθήμενον, έχοντα πλησίον του τον Όσιον Ιάκωβον και τον Τίμιον Πρόδρομον και πλησιάσας ησπάσθη μετ’ ευλαβείας την χείρα του Κυρίου, ομοίως και του Οσίου, οίτινες τον ηυλόγησαν. Επήγε δε και εις τον Τίμιον Πρόδρομον, όστις βλέπων αυτόν είπεν· «Ο Θεός, δια της Παναχράντου σου Μητρός, οδήγησον τον δούλον σου». Καθώς δε είδε τον Κύριον ο αδελφός εδάκρυσε· και ο Κύριος του είπε με πρόσωπον χαρούμενον: «Από την αστασίαν σου δεν κατοικείς εις ένα τόπον». Ο δε αδελφός απεκρίθη· «Συ είσαι, Κύριε, οδηγός των πεπλανημένων και κυβερνήτης των εν θαλάσση πλεόντων, οδήγησόν με να πορευθώ εις οδόν των δικαιωμάτων σου». Έξυπνος γενόμενος ο Μαρκιανός μεγάλως ηυχαρίστει την Παντάνασσαν Δέσποιναν, ήτις ήκουσε την παράκλησίν του και ενόησεν ότι θεόθεν ήσα εκείνα τα οποία είδεν εις τον ύπνον του, λαβών δε συγχώρησιν απ’ εκείνους τους Μοναχούς επήγε να ίδη τον θείον Ιάκωβον, ο οποίος του ήτο και γνώριμος. Φθάσας εις το Άγιον Όρος, ήλθεν εις τον τόπον εις τον οποίον ευρίσκετο ο Όσιος. Ιδών δε αυτόν μακρόθεν ο Όσιος του είπε· «Καλώς ήλθες, πάτερ Μαρκιανέ· από πολλάς ημέρας μου έλεγεν ο λογισμός, ότι έρχεσαι». Ιδών ο αδελφός το διορατικόν του Οσίου εθαύμασεν. Ο δε Όσιος, δεξάμενος αυτόν, και αναπέμψας εις τον Θεόν τας συνήθεις ευχάς, εκάθησε μετά του επισκέπτου και του λέγει· «Δια ποίαν αιτίαν ήλθες, αδελφέ, εις ημάς τους ταπεινούς»; Και εκείνος του είπε· «Δια να κατοικήσω μετά σου, Πάτερ, και παρακαλώ σε να με δεχθής, δια να μη χάσω τον κόπον, τον οποίον έλαβον δια να έλθω έως εδώ». Ο Όσιος του είπε· «Μείνε έως αύριον και ό,τι αρέσει εις τον Θεόν κάμνομεν». Την άλλην ημέραν του λέγει ο Όσιος· «Αδελφέ, εγνώρισα ότι είναι θέλημα Θεού να κατοικήσωμεν μαζί». Ακούσας τούτο ο Μαρκιανός εχάρη πολύ διξάζων τον Άγιον Θεόν· έγινε λοιπόν υποτακτικός προθυμότατος εις τον Όσιον. Ημέραν τινά έσπειραν κουκκία εις τον κήπον των και ο δαίμων πάλιν τους επείραξε, επειδή τα κουκκία ευρίσκοντο φαγωμένα, ως από ζώα, και ο Μαρκιανός βλέπων ταύτα ελυπείτο και είπεν εις τον Όσιον· «Παρακάλεσον τον Θεόν, Πάτερ, δια να μη χαθώσιν οι κόποι μας». Προσευξάμενος δε ο Όσιος εισηκούσθη η δέησίς του και δεν εβλάβησαν πλέον. Ιδών ο Μαρκιανός την παρρησίαν, την οποίαν είχεν εις τον Θεόν ο Όσιος, ηυχαρίστησε τον Θεόν. Άλλην φοράν πάλιν επήγεν ο Μαρκιανός εις το Βατοπαίδιον ν’ αγοράση έλαιον δια τας κανδήλας της Εκκλησίας των και μη έχων αγγείον, το έβαλεν εις καινουργές κολοκύνθιον και φέρων αυτό το έβαλεν εντός της Εκκλησίας. Εις ολίγας ημέρας ήλθε να βάλη έλαιον εις τας κανδήλας και εύρε το κολοκύνθιον έως την μέσην και ελυπήθη λέγων εις τον Όσιον· «Αββά, ιδέ τι επάθαμεν, το κολοκύνθιον έπιε το μισό έλαιον». Ακούσας τούτο ο Όσιος τον έστειλεν εις την Μονήν των Ιβήρων δια τινα υπηρεσίαν, και λαβών το αγγείον εις τας χείρας του και προσευξάμενος το εγέμισεν έλαιον. Όταν επέστρεψεν ο Μαρκιανός από την Μονήν των Ιβήρων εύρε το δοχείον πλήρες ελαίου και θαυμάσας εις το γενόμενον θαύμα εδόξασε τον Θεόν. Εις ολίγας ημέρας ετρύπησεν και πάλιν υποκάτωθεν το κολοκύνθιον και εχύθη όλον το έλαιον, ο δε Μαρκιανός το είπεν εις τον Όσιον, αυτός δε επήρε το αγγείον και το εκρέμασε πλησίον της εικόνος της Θεοτόκου και είπε χαρούμενος· «Δέσποινα Θεοτόκε, γέμισον αυτό ό,τι δύνασαι». Και το πρωϊ ήλθεν ο Μαρκιανός και εύρε το αγγείον πλήρες ελαίου και λέγει εις τον Όσιον χαίρων· «Αββά, και τώρα εγέμισε το αγγείον έλαιον καθώς και πρότερον»! Ο δε Όσιος του είπε· «Τι θαυμαστόν είναι δι’ αυτό, ω τέκνον μου, αφού ο Θεός δύναται να κάμη όλην την άβυσσον έλαιον»; Από τότε δε έβανον εις τας κανδήλας απ’ εκείνο το έλαιον μήνας εξ και δεν ωλιγόστευσε ποτέ καθώς ο καμψάκης της Σαραφθίας. Ο δε Μαρκιανός εφανέρωσε το θαύμα εις τινας Μοναχούς φίλους του και ήρχοντο και ηλείφοντο χάριν ευλογίας απ’ εκείνο το έλαιον, ο δε Όσιος, μη αγαπών την δόξαν των ανθρώπων, εξεκένωσε και πάλιν δια προσευχής το δοχείον. Ακούσατε και άλλο θαυμάσιον. Εθαύμαζεν ο Μαρκιανός ο μαθητής του Οσίου δια την ολονύκτιον στάσιν αυτού και δια την μεγάλην εγκράτειαν, διότι εξ ουγγίας άρτου έτρωγεν εις το ημερονύκτιον, τας δε σκληραγωγίας του λόγος δεν δύναται να παραστήση, αλλά μόνον εις τον Θεόν είναι γνωσταί, επειδή δεν τας απεκάλυπτεν. Ημέραν δε τινά είπεν ο Όσιος εις τον μαθητήν του· «Ω Μαρκιανέ, κάθε άνθρωπος χρεωστεί να έχη τέσσαρας αρετάς, ήτοι οφθαλμούς, δύο μεν του σώματος και δύο της ψυχής· και όταν οι ψυχικοί οφθαλμοί ανοιχθώσι με την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, βλέπουσιν εκείνα τα οποία δεν βλέπουσιν οι σωματικοί οφθαλμοί». Και το τι βλέπουν τα διηγήθη. Ο δε μαθητής θαυμάσας εις τα λεγόμενα του είπεν· «Άλλου τινός είπες αυτά, Πάτερ»; Και ο Όσιος απεκρίθη· «Εις ουδένα άλλον είπον αυτά». Υπέβαλε δε την ερώτησιν ταύτην ο Μαρκιανός, διότι δεν ήκουσεν από άλλον τινά τοιούτους λόγους. Τον ηρώτησε δε πάλιν αν ήθελε να τα φανερώση εις τον Προηγούμενον του Βατοπαιδίου Ιώβ, επειδή εγνώριζε τας θείας Γραφάς και την έξω σοφίαν, με τον οποίον είχε κάμει ο Μαρκιανός έτη τρία. Και του λέγει ο Όσιος· «Πήγαινε και ειπέ του πως έπαθα πολλούς πειρασμούς». Και ταύτα ειπόντος του Οσίου ήρχισε να διηγήται εις τον Μαρκιανόν τα κάτωθι τα οποία γράφομεν. Ημέραν τινά εκατάλαβα εις την καρδίαν μου, ω τέκνον μου Μαρκιανέ, πρώτον ως μικράν παρηγορίαν, έπειτα επερίσσευσεν η παρηγορία εκείνη και τότε ησθάνθην θερμότητα ως πυρός, με χαράν πολλήν ηνωμένην και με αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον. Ύστερον από αυτάς τας διαθέσεις και ενεργείας του Πνεύματος, επέλαμψεν εις την ψυχήν μου φως γλυκύτατον και άρρητον, το οποίον μου εσκέπασε το νέφος, όπερ είχον πρότερον δια την παράβασιν του Αδάμ του πρωτοπλάστου και εις την αρχήν ως ολίγον τι φως, τοιούτον μου εφαίνετο. Κατόπιν ολίγον κατ’ ολίγον επερίσσευσε και εσήκωνε μεγάλην φλόγα και ούτω με έπαιρνε και ηρπαζόμην εις ύψος ακατανόητον. Απ’ εκεί έβλεπα όλην την αισθητήν κτίσιν υποκάτωθέν μου φαινομένην, ως και την μεγαλειότητα και το κάλλος του ηλίου, τον στολισμόν των αστέρων, τον γύρον της γής, της αβύσσου το πλάτος, τον αισθητόν Παράδεισον κατά ανατολάς μετά των ευρισκομένων εκεί Αγίων ψυχών και φως χωρίς νύκτα, επειδή δεν χρειάζονται το ηλιακόν φως του κόσμου τούτου, εκεί όπου αναπαύονται αι ψυχαί των Δικαίων, τους οποίους φωτίζει φως παντοτεινόν. Ύστερον απ’ αυτήν την θεωρίαν, συνέχισεν ο Όσιος, ηρπάγην, τέκνον μου Μαρκιανέ, υψηλότερα και έξω του ουρανού και εις την αρχήν είδον τον τόπον των εκπεσόντων Αγγέλων των πρώτων εωσφόρων, οίτινες εξέπεσον και έγιναν σκότος δια την υπερηφάνειάν των· είναι δε ο τόπος εκείνος κενός, φωτοειδής και γεμάτος κάλλος άρρητον. Ύστερον ηρπάγην εις το προσεχές των Αγγέλων τάγμα και μετά τούτο εις άλλο, έως ου επέρασα τα τάγματα με την θεωρίαν, εις τα οποία εγνώριζα ότι το φως όπερ ευρίσκετο εις εμέ επερίσσευε και εγινόμην λαμπρότερος τόσον, ώστε έβλεπον και αυτά τα πολυόμματα χερουβίμ και μου εφαίνετο, ότι ο νους μου εγένετο πολυόμματος· διότι δεν έμεινε κανέν εξ όσων είναι εκεί, το οποίον να μη είδα, αυτό δε το μέτρον, ω τέκνον μου Μαρκιανέ, δίδεται από τον Κύριον εις εκείνην την ψυχήν, ήτις καταφρονεί τα του κόσμου φαινόμενα και προσηλώνεται όλη εις τον Θεόν. Όθεν δια τούτο δεν κρύπτεται τότε κανέν απ’ εκείνα. Και αφ’ ου είδον αυτά, ηρπάγην εις το ύψος το άρρητον, εις το φως το απρόσιτον, και είδον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν υπό του θείου εκείνου φωτός περιβαλλόμενον, διότι τα της θεότητος όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά ουδέ οι Άγγελοι δύναται να ίδουν. Προσέτι γνώριζε και τούτο, τέκνον μου Μαρκιανέ, ότι ο πεφωτισμένος την καρδίαν βλέπει εδώ τον Κύριον καθώς και εκεί, διότι θρόνος Θεού καθίσταται η τοιαύτη ψυχή κατά το «Ένα τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιωάν. ιδ: 23). Και τότε, τέκνον μου, τότε, λέγω, έρχεται εκείνη η ψυχή εις τελείαν αγάπην και ταπεινοφροσύνην και γίνεται ανίκητος εις την αμαρτίαν, στερεωθείσα και βεβαιωθείσα χάριτι Χριστού και γίνεται θέσει υιός Θεού, όπως είναι εκείνος φύσει, καθώς και ο Θεολόγος Γρηγόριος λέγει· «Θεός θεοίς ενούμενός τε και γνωριζόμενος». Είδον και άλλας θεωρίας εις την νοητήν εκείνην Ιερουσαλήμ, την μητέρα των πρωτοτόκων, της οποίας είναι τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός! Αλλά πως να διηγηθώ εκείνα τ’ άρρητα κάλλη και τον εύμορφον στολισμόν της, τέκνον μου Μαρκιανέ; Ότι ανθρωπίνη γλώσσα δεν ημπορεί να είπη τα περί αυτής, καθώς λέγει ο μέγας Παύλος· «Α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α΄ Κορ. β:9). Αν δεν φθάση, τέκνον μου, εις την τελειότητα της αρετής ο άνθρωπος, δεν δύναται να κατανοήση εκείνα τα οποία ητοίμασεν ο Θεός δια τους αγαπώντας Αυτόν καθαρώς και ποιούντας τας παραγγελίας του. Λέγεται δε αύτη νέα Ιερουσαλήμ, διότι αναμένει τους Δικαίους, οίτινες μέλλουν να κατοικήσουν εις αυτήν, ύστερον από την Δευτέραν Παρουσίαν του Χριστού. Μετά ταύτα πάλιν ηρπάγην εις τα κατώτερα μέρη της γης, εκεί όπου είναι αι ψυχαί των αμαρτωλών και η κόλασις, ήτις αναμένει αυτάς, ήτοι ο Τάρταρος, ο σκώληξ ο ακοίμητος και η γέεννα του πυρός. Αι δε ψυχαί δεν παιδεύονται από τούδε, αλλ’ είναι φυλακισμέναι εις σκοτεινόν τόπον και αναμένουν την δικαίαν κατ’ αυτών απόφασιν, καθώς λέγει και το Ευαγγέλιον του Κυρίου ημών· «Απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον» (Ματθ. κε: 46). Και τι σου είπον, τέκνον μου Μαρκιανέ; Ότι δεν είναι κανέν απόκρυφον, το οποίον να μη ίδη η πεφωτισμένη ψυχή, ούτε από τα ορατά ούτε από τα αόρατα. Γνώριζε ότι ούτε ανθρώπινοι λογισμοί δύνανται να κρυβούν απ’ αυτήν, αλλά είναι όλα αποκεκαλυμμένα εις αυτήν». Ακούων ταύτα ο Μαρκιανός από τον πεφωτισμένον Γέροντά του έγινεν εκστατικός και πεσών κατά γης επάρθη τον νουν και πολλήν ώραν εθαύμαζεν. Ο δε του Θεού άνθρωπος τον ήγειρε και τον έστειλε να υπάγη να τα είπη εις τον Ιερομόναχον Ιώβ, εκείνος δε μεταβάς εις αυτόν είπεν όλα όσα ήκουσε με προσοχήν και καθώς τα ήκουσε ο Ιώβ εχάρη εν τη ψυχή του και εδόξασε τον Θεόν, άρας δε τας χείρας εις τον ουρανόν είπεν· «Ω Μαρκιανέ, τοιαύτη είναι η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος και ούτως ενεργεί εις εκείνους, οίτινες αξιούνται να γίνουν κατοικητήριόν της· επειδή λέγει ο Κύριός μας· «Εάν τι; Αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν και προς αυτόν ελευσόμεθα…» (Ιωάν. ιδ: 23). Ημείς όμως επειδή δεν ποιούμεν τας εντολάς του Θεού από αμέλειαν, δεν αξιούμεθα τοιούτων χαρισμάτων και αλλοίμονον εις ημάς». Όχι δε μόνον εις τον Ιώβ τα είπεν ο Μαρκιανός, αλλ’ επήγε και εις την Μονήν του Παντοκράτορος, όπου ησκήτευεν ο Πανοσιώτατος Θεωνάς, και μυστικώς του διηγήθη τα παράδοξα του πράγματος. Εκείνος δε ακούσας ταύτα εχάρη πολύ και επεθύμει να ίδη τον Όσιον προσωπικώς, δια να απολαύση ψυχικήν ωφέλειαν, όπερ και έγινε, τη μεσιτεία δε του Μαρκιανού εδέχθη και αυτόν ο Όσιος εις την συνοδείαν του. Όταν έμαθον ταύτα οι Αγιορείται πολύ τον ηυλαβούντο όλοι και πολλοί ήρχοντο να εξομολογηθώσιν εις αυτόν· ο δε Όσιος κατ’ αρχάς δεν εδέχετο, προφασιζόμενος (δια την ταπεινοφροσύνην του) ότι δεν είχεν άδειαν Αρχιερέως· εν τούτοις οι Μοναχοί δεν έφευγον, έως ου ελάμβανον το ποθούμενον. Δια τούτο ο των Ιβήρων Ηγούμενος μετέβη εις τον Επίσκοπον Ιερισσού και του είπε τα περί του Αγίου· ο δε Επίσκοπος, ακούσας ταύτα εδόξασε τον Θεόν, διότι εις τους υστερινούς καιρούς έδειξεν άνθρωπον τοιούτον, και του έγραψε παρακινών αυτόν να εξομολογή τους Πατέρας· από τότε δε πλήθος Μοναχών και κοσμικών μετέβαινον εκεί και εξωμολογούντο· αλλά και εκ των Ιερέων εις άλλους μεν τελείως απηγόρευε την θείαν λειτουργίαν, άλλους δε ετιμώρει δια χρονικής αργίας αναλόγως της καταστάσεως, εις την οποίαν τους εύρισκε και όλοι εθαύμαζον δια την διάκρισίν του, διότι ήτο αγράμματος. Και αν τυχόν ελησμόνει τις καμμίαν αμαρτίαν ή την έκρυπτεν από εντροπήν, τον έψεγε κατά μόνας ειρηνικώτατα, γενικώς δε όσοι επήγαινον εις αυτόν ωφελούντο. Ακούσατε δε, παρακαλώ, και δια το προορατικόν του Οσίου. Ο θυρωρός της Μονής των Ιβήρων εκοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων επί τινα καιρόν ανεξομολόγητος ή από εντροπήν του ή από άλλην αιτίαν άγνωστον. Μίαν ημέραν λοιπόν, ελθών ο Όσιος εις το Μοναστήριον, εκάλεσεν αυτόν χωριστά και του είπε· «Διατί, αδελφέ, μεταλαμβάνεις των Αχράντων Μυστηρίων ανεξομολόγητος»; Εκείνος δε απεκρίθη· «Επειδή δεν έχω κανέν σφάλμα». Τότε ήρχισεν ο Όσιος και του είπεν όσα έκαμε καθ’ όλην του την ζωήν· και ως τα ήκουσεν ο θυρωρός έπεσεν εις τους πόδας του Οσίου και εζήτει συγχώρησιν. Ο δε Όσιος τον ήγειρεν, εκείνος δε από την χαράν του έτρεξεν εις την αυλήν του Μοναστηρίου και μεγάλη τη φωνή εβόησε, καθώς ποτε η Σαμαρείτις δια τον Χριστόν, λέγων· «Τρέξατε, Πατέρες, να ίδητε άνθρωπον, όστις μου είπεν όσα έκαμα εις όλην μου την ζωήν». Και ακούσαντες εδόξασαν όλοι τον Θεόν και εθαύμασαν τον Όσιον! Εις το ίδιον Μοναστήριον ήτο Ιεροδιάκονος τις Ίβηρ, όστις δεν εγνώριζεν Ελληνικά και καθώς ήκουσε την φήμην του Οσίου, επήγεν εις το κελλίον να τον ιδή και αν ήτο δυνατόν να εξομολογηθή εις αυτόν· αλλά δεν εγνώριζε την γλώσσαν δια να ομιλήση, καθώς προείπομεν. Δια τον πόθον του όμως ελυπήθη ο Όσιος και είπεν εις αυτόν· «Εις σε τον Διάκονον λέγω, εν ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, λάλει ό,τι έχεις», και ευθύς ο Διάκονος ήρχισε και ωμίλει και εξωμολογήθη εις τον Όσιον, ο οποίος τον εκανόνισε με γλώσσαν Ελληνικήν και τον διώρθωσε· πολύ λοιπόν ωφεληθείς ανεχώρησε δοξάζων τον Θεόν. Ακούων δε ταύτα ο Θεσσαλονίκης Μακάριος εδίσταξε λέγων, πως τάχα ιδιώτης ων και γράμματα μη ειδώς και Ιερωσύνην μη έχων καθαιρεί και κανονίζει τους Ιερείς και τόσα άλλα κάμνει. Έλεγε δε ταύτα χωρίς να έχη ουδεμίαν γνωριμίαν παντελώς με τον Όσιον, ευρισκόμενος κατά τύχην τότε εις το Βατοπαίδιον. Ο δε Όσιος εγνώριζεν από την κέλλαν όσα ο Θεσσαλονίκης κατά του ιδίου έλεγεν εις το Βατοπαίδιον και λέγει εις τον μαθητήν του· «Τέκνον, οι μακρινοί μάς υβρίζουν! Αλλ’ ας υπάγωμεν εις πληροφορίαν και διόρθωσίν των». Και καθώς επήγεν εις το Βατοπαίδιον, τον εδέχθη εις φίλος του λωβιασμένος· και καθώς ήκουσαν οι Μοναχοί της Μονής, εξήλθον όλοι, νέοι και γέροντες, να τον ίδουν και να εξομολογηθούν, οι οποίοι ελάμβανον μεγάλην ωφέλειαν. Δια τούτο και έτρεχον όλοι να ακούσουν τους γλυκυτάτους λόγους του και να ίδουν το αγγελοειδές εκείνο πρόσωπον, διότι όλοι οι ακούοντες εθαύμαζον τους λόγους του, επειδή χάρις και γλυκύτης εξήρχετο εκ των χειλέων του, δια των οποίων ο Θεός εδοξάζετο και ο τούτου άνθρωπος εμεγαλύνετο, οι δε υπερήφανοι κατησχύοντο. Εκεί λοιπόν όπου ωμίλουν ήλθε Μοναχός τις να εξομολογηθή, όστις ήτο υποτακτικός εις Γέροντα· και άμα τον είδεν ο Όσιος, ήρχισε να τον κατηγορή ως ανυπότακτον και με αυστηρότητα του είπε· «Πρόσεχε τον εαυτόν σου και γενού κατά πάντα εις τον πνευματικόν σου πατέρα υπήκοος, δια να μη παραχωρήση ο Θεός και σου έλθη τοιούτον κακόν, ώστε όσοι σε βλέπουν να τρομάζουν». Το οποίον και έγινε, διότι δεν διωρθώθη ο άθλιος! Ήτο δε ημέρα Παρασκευή, όταν του είπεν αυτά ο Όσιος και διαγενομένης της Παρασκευής, ευρέθη ο νέος δαιμονισμένος, επειδή, καθώς έλεγεν ύστερον, καθήμενος εις το κελλίον του έψαλλε κατάμονος τα εωθινά, ως να μη του έφθανεν η κοινή ακολουθία. Από δε της κενοδοξίας του κλεπτόμενος ο δυστυχής ενόμιζεν εν όσω έψαλλεν, ότι έβλεπε φως και από το φως ήκουσε φωνήν, ήτις έλεγεν εις αυτόν· «Άνοιξον το στόμα σου να το πληρώσω εκ της χάριτός μου». Και τυφλωθείς τον νουν και σκοτισθείς τον λογισμόν ο άθλιος, ήνοιξε το στόμα του, και ήκουσε φωνήν, ήτις έλεγε· «Δέξου το χάρισμα των Αποστόλων μου και των Προφητών μου και των Αναργύρων μου και των Μαρτύρων μου και των άλλων Αγίων μου», αντί όμως Αγίων εδέχθη ο άθλιος τους δαίμονας της πλάνης και φουσκωθείς απ’ εκείνους και μη δυνάμενος να σταθή εις τους πόδας του, πεσών χαμαί έκειτο ως νεκρός. Ο δε Γέρων αυτού, ευρών τούτον ούτω πεσμένον και άφωνον εις την μέσην του κελλίου του, και βλέπων αυτόν εις τοιαύτην κατάστασιν, ήρχισε να κλαίη και να οδύρεται· από δε τας φωνάς του συνηθροίσθησαν όλοι οι Μοναχοί του Μοναστηρίου, καθώς του προείπεν ο Όσιος. Και ηπόρουν τι σημείον είναι αυτό, το οποίον του ήλθεν. Ο δε πεπτωκώς εγερθείς ήρχισε να βλασφημή και εζήτει μάχαιραν να σφαγή μόνος του· όθεν τον έδεσαν και τον έφεραν εις τον Όσιον, παρεκάλουν δε αυτόν θερμώς ο τε Γέρων του πάσχοντος και οι λοιποί Γέροντες, δια να τον ιατρεύση· ο Όσιος όμως δεν εδέχετο ταπεινοφρονών. Παρ’ όλον τούτο τον ελυπήθη και εξαγαγών έξω πάντας, ήγειρε τας χείρας του και τα όμματα προς τον ουρανόν, κλίνας δε τα γόνατα τρις, προσηυχήθη και ούτω τον εθεράπευσε δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, επρόσταξε δε να του δώσουν να φάγη άρτον. Ήτο δε ημέρα Κυριακή ότε έγινε το θαύμα τούτο, ο δε ιαθείς Μοναχός δεν είχε φάγει από την Παρασκευήν, και βλέποντες όλοι το θαύμα εδόξαζον τον Θεόν και εμεγάλυνον τον Όσιον! Ως ήκουσε τα γενόμενα ο Θεσσαλονίκης, τα οποία προείπομεν, έστειλεν ευθύς και προσεκάλεσε τον Όσιον· αφού δε εκείνος επήγε προς αυτόν, τον εδέχθη ευμενώς, και του λέγει· «Πως αργείς τους Ιερείς και όσα προλέγεις πόθεν τα γνωρίζεις»; Ο δε Όσιος του απεκρίθη· «Όσα βλέπω με τους οφθαλμούς της ψυχής, δεν θέλω παύσει να τα λέγω και να τα κάμνω, Δέσποτα Παναγιώτατε»! Και ο Δεσπότης του είπε· «Και πως γνωρίζεις αν είναι αληθινά όσα βλέπεις; Μήπως ταύτα είναι πλάνη του διαβόλου και συ τα κηρύττεις ως αληθή»; Και ο Όσιος απεκρίθη· «Τότε λέγω ότι είναι αληθή εις εκείνους όπου τα λέγω, όταν όντως έτσι είναι, οι οποίοι καταλαμβάνοντες τούτο αναχωρούν ευχαριστούντες τον Θεόν»! Τότε ηννόησεν ο Αρχιερεύς, ότι βέβαια από θείαν Χάριν είναι αυτά όπου βλέπει και λέγει ο Όσιος· εδόξασεν όθεν τον Θεόν, τον δε Όσιον υπερετίμησε, και ποιήσαντες μετανοίας προς αλήλλους ανεχώρησαν. Πολλάκις δε προσεκαλείτο ο Όσιος και από τα Κοινόβια, και εδίδασκε τους Μοναχούς, διώρθωνε δε αυτούς με το διορατικόν του χάρισμα εις όσα εκείνοι έκρυπτον και παρώτρυνεν αυτούς εις το καλόν και τους εστερέωνεν. Ασκητάς δε τινάς, οίτινες εκαυχώντο ότι είχον χρόνους πολλούς εις την άσκησιν και ησυχίαν, εταπείνου με την θεόσοφον διδαχήν του, ποιών αυτούς υποτακτικούς εις άλλους, ως αρχαρίους, διότι ενόμιζον ότι ευρίσκονται εις ύψος αρετής, χωρίς να είναι, και δι’ αυτό τους εδίδασκε την υψοποιόν και σωτήριον ταπείνωσιν. Ημέραν τινά επήγεν εις τας Καρυάς μετά του μαθητού του, ίνα ίδη τινάς γνωρίμους του και καθώς ήλθεν η ώρα της λειτουργίας εμβήκεν εις την Εκκλησίαν, σταθείς δε εις μέρος τι έβλεπε προσεκτικώς με το διορατικόν του χάρισμα προς τα βημόθυρα. Και με τον θαυμασμόν μειδιών υπετραύλιζεν, ο δε μαθητής τον έβλεπεν. Άμα ετελείωσεν η λειτουργία, τον ηρώτησεν ο μαθητής του να του είπη τι έβλεπεν εις την Εκκλησίαν. Μετά πολλής δε παρακλήσεως εδέχθη ο Όσιος να του διηγηθή όσα είδε και λέγει· «Καθώς ήρχισεν ο Ιερεύς, τέκνον μου Μαρκιανέ, να ενδυθή την ιερατικήν στολήν δια να λειτουργήση, ήλθεν έμπροσθέν του το φως των Αγγέλων, όπως κατά την αυγήν πριν ανατείλη ο ήλιος. όταν δε ήρχισε να προσκομίζη, επήγαν οι Άγγελοι εις τους χορούς της Εκκλησίας και ίσταντο εν καθ’ εν τάγμα εις τα τέσσαρα μέρη της Εκκλησίας. Αφού ετελείωσε την προσκομιδήν ο Ιερεύς και εσκέπασε τα Τίμια Δώρα με τα άγια καλύμματα, φως πολύ περιεσκέπασεν αυτά, διότι τα αισθητά καλύμματα φανερώνουσι το νοητόν φως, όπερ σκεπάζει τα Άγια. Όταν δε ήλθεν η ώρα της μεγάλης εισόδου και εξήλθεν ο Ιερεύς με τα Άγια, ήρχετο το φως έμπροσθεν και εσκέπαζε τον λαόν· όταν δε εγύρισεν ο Ιερεύς εις το άγιον Βήμα και έβαλε τα Άγια εις την αγίαν Τράπεζαν, το φως εκείνο την περιεκύκλωσεν, ως τον γύρον της σελήνης· εις δε την μέσην εκείνην του γύρου ευρίσκετο ο Ιερεύς με τα Άγια Δώρα, έξωθεν δε του κύκλου ίσταντο οι Άγιοι Άγγελοι με πολλήν ευλάβειαν και δεν ετόλμων να πλησιάσουν διόλου». Ταύτα του Αγίου λέγοντος ενεθυμήθη ο Μαρκιανός το του Αποστόλου Πέτρου· «Εις α επιθυμούσιν Άγγελοι παρακύψαι» (Α΄ Πέτρου α:12). Ο δε Όσιος συνέχισε λέγων· «Ενώ λοιπόν, τέκνον μου, οι Άγγελοι μετά τοσούτου φόβου και τρόμου ίσταντο πέριξ του θείου εκείνου φωτός, ο Ιερεύς εφαίνετο νοητώς όλος δεμένος και μαύρος το είδος μς τα σχοινία των αμαρτιών του σφιγγόμενος και δυσωδία εξήρχετο απ’ αυτόν, ώστε οι Άγγελοι απέστρεφον τα πρόσωπά των απ’ εκείνην την δυσωδίαν, επειδή αναξίως υπηρέτει τα θεία ο άθλιος»! Αφού ήκουσε ταύτα ο μαθητής του Οσίου τον ηρώτησε και πάλιν λέγων· «Παρακαλώ σε, Πάτερ μου, ειπέ μοι· ο καθαρός Ιερεύς, όταν λειτουργή, πως φαίνεται»; Ο δε Όσιος του είπε· «από τον καθαρόν Ιερέα δεν φεύγει το φως, καθώς σου προείπα, αλλά γίνεται εν με αυτόν και γίνεται ο Ιερεύς όλος φως, ομοίως και η στολή του· και από το στόμα του λαμπάς φωτός εξέρχεται, όταν λέγη το Ευαγγέλιον και τας ευχάς· ομοίως και όταν ανυψοί τας χείρας του λαμπάδες φωτός εξήρχοντο από τους δακτύλους του· αυτά γίνονται εις τους αξίους, ω τέκνον μου· εις δε τους αναξίους, καθώς ήκουσας πρότερον». Κατά δε την ώραν της θυσίας, όταν δηλονότι ετελείωσαν τα Άγια και ηυλόγησεν αυτά σταυροειδώς ο Ιερεύς, είδε και άλλο θαυμασιώτερον ο Όσιος και λέγει εις τον μαθητήν του· «Είδα τον Κύριον, τέκνον μου, εις τον δίσκον καθήμενον εν φωτί· και ήτο εκείνο το φως με πολλούς οφθαλμούς· καθώς δε εμέλισεν αυτόν ο Ιερεύς εις τέσσερα μέρη, είδον να χύνεται το τίμιον αυτού Αίμα εις το ποτήριον από του οποίου μετέλαβεν ο Ιερεύς, όταν δε ετελείωσεν η θεία Λειτουργία είδα πάλιν το βρέφος ακέραιον ομού με τους Αγγέλους αναβαίνον μετά δόξης εις τον ουρανόν». Ηρώτησε δε πάλιν τον Όσιον ο μαθητής αυτού λέγων· «Δια ποίαν αιτίαν, Πάτερ μου, δεν αποστρέφεται η Χάρις τους αναξίους Ιερείς»; Και ο Όσιος του λέγει· «Δια την πίστιν του λαού· διότι δεν γνωρίζουν οι άνθρωποι ποίος είναι άξιος και ποίος ανάξιος· και δια τούτο με πίστιν εις όλους, βλέπων δε ο Θεός την πίστιν του λαού στέλλει την Χάριν του εις τους αναξίους, διότι θα έμενον οι άνθρωποι αβάπτιστοι και αμετάδοτοι, αν η Χάρις δεν ήρχετο εις τους αναξίους Ιερείς. Ο δε Ιερεύς, όστις αναξίως ιερουργεί, αν δεν μετανοήση και δεν κάμη τελείαν αποχήν της λειτουργίας, δεν ευρίσκει έλεος από τον Θεόν, αλλά με τους παρανόμους Εβραίους, οίτινες εσταύρωσαν τον Χριστόν, θέλει σταλή κατά την ημέραν εκείνην της κρίσεως εις το πυρ το άσβεστον, ως καταφρονητής των θείων Μυστηρίων. Αν δε μετανοήση και κάμη παραίτησιν, πηγαίνει με τους αξίους εις την Βασιλείαν του Θεού δια την άφατον Αυτού φιλανθρωπίαν». Ταύτα πάντα ακούσας ο μαθητής του Οσίου ηυχαρίστησε τον Θεόν, διότι τον ηξίωσε να γίνη υποτακτικός τοιούτου Γέροντος κατά τους υστερινούς τούτους καιρούς, και εθαύμαζε δια το διορατικόν αυτού και την εκ Θεού δοθείσαν εις αυτόν σοφίαν. Ο δε Ιερεύς, περί του οποίου είπομεν, εξωμολογήθη την αυτήν ώραν εις τον Όσιον, όστις τον εκώλυσε να μη λειτουργήση πλέον, διότι δεν ήτο άξιος κατά την εξομολόγησίν του, καθώς άνωθεν είπομεν. Άλλος δε πάλιν Ιερεύς, Γρηγόριος το όνομα, είχεν ολίγα χρήματα και συμβουλεύσας αυτόν ο Όσιος τον κατέπεισε να τα μοιράση εις τους πτωχούς. Αλλ’ όταν τα εμοίρασε, μετενόησε δια τούτο, όπερ έπραξε και δεν ηδύνατο να ειρηνεύση. Όθεν λέγει εις τον Όσιον· «Μου λέγει η συνείδησίς μου, ότι έκαμα κακώς και εσκόρπισα τα χρήματά μου γελασθείς εκ των λόγων σου». Και ο Όσιος του είπεν· «Εάν εις τα ιδικά μου λόγια δεν πιστεύης, πίστευε καν του Ευαγγελίου· ότι ο Κύριος λέγει· «Δύσκολον είναι να υπάγη ο πλούσιος εις την Βασιλείαν των ουρανών», καθώς και συ το αναγιγνώσκεις». Και εκείνος λέγει εις τον Όσιον· «Δεν βεβαιούμαι εις τους λόγους σου, αν είναι αληθινοί, αν δεν ίδω κανέν σημείον από σε». Και ο Όσιος του είπε· «Και τι σημείον ζητείς από εμέ»; (ήτο δε καιρός θέρους και αβροχία). «Να δεηθής του Θεού να βρέξη». Και ο Όσιος του λέγει· «Περίμενε ολίγον έως να υπάγω εις το κελλίον μου». Λέγει ο Ιερεύς· «Όχι, αλλά τώρα θέλω να γίνη αυτό». Τότε με παράδειγμα του είπεν ο Όσιος· «Εάν βασιλεύς επίγειος αποστείλη δούλον του εις υπηρεσίαν, και κάμη εκείνο, όπου τον προστάξη, όταν επιστρέψη, δεν ζητεί από τον βασιλέα ευθύς χάρισμα, αλλά πρώτον πηγαίνει εις τον οίκον του και αλλάσσει την στολήν του, ύστερα δε έρχεται εμπρός εις τον βασιλέα και λαμβάνει το χάρισμα». Δια τούτο και ημείς πρέπει πρώτον να παρασταθώμεν εις τον επουράνιον Βασιλέα, και τότε να ζητήσωμεν αυτό, όπου θέλεις»! Και ταύτα ειπών επήγεν εις το κελλίον του· την δε άλλην ημέραν, ω των θαυμασίων σου, Κύριε! μεγάλη βροχή έπεσε και όσοι είδον εδόξασαν τον Θεόν. Ημέραν τινά κατέβη ο Όσιος εις την Μονήν των Ιβήρων και εδίδασκε τους Μοναχούς περί ακτημοσύνης, ηλέγχοντο δε όλοι οι ακούοντες από την συνείδησίν των· δια τούτο και όσοι είχον περισσότερα ενδύματα τα έφερον εις τον Όσιον, αυτός δε έκραζε τους μη έχοντας και τα έδιδε· Μοναχός δε τις ενεδύθη δύο υποκάμισα και ελθών λέγει εις τον Όσιον· «Εν υποκάμισον έχω και παρακαλώ σε, Πάτερ μου, δος μοι άλλο εν». Ο δε Όσιος του είπεν· «Έλα πλησίον μου». Και σηκώσας το εν εφάνη και το άλλο και λέγει εις αυτόν· «Τούτο τι είναι, τέκνον μου»; Και εκείνος εντραπείς ανεχώρησεν. Άλλοτε πάλιν καθήμενος μετ’ άλλων εις την τράπεζαν έτρωγε και λαβών μέρος ιχθύος, το οποίον ήτο εις την τράπεζαν, το έβαλε παράμερα λέγων· «Από το δείνα Μοναστήριον έρχεται αδελφός προς ημάς». Και με τον λόγον έκρουσε την θύραν ο αδελφός· ο δε Όσιος λαβών το τεμάχιον έβαλεν εμπρός του λέγων· «Λάβε, αδελφέ, και συ το μερίδιόν σου». Και οι καθεζόμενοι εθαύμασαν και εδόξασαν τον Θεόν. Και άλλοτε καθήμενος εις το κελλίον με μαθητήν, είπεν εις αυτόν· «Πάτερ, υπάγωμεν εις την Μονήν των Ιβήρων να μας φιλεύσουν». Και ο Όσιος του είπε· «Υπόμεινε ολίγον, διότι μας έρχεται από το Μοναστήριον του Παντοκράτορος ο Παπα-Θεωνάς, ένοικον έχων τον Χριστόν, φέρων και ολίγας ευλογίας με άλλο φαγητόν». Και με τον λόγον έκρουσε την θύραν ο Παπα-Θεωνάς και ο μαθητής του εμέτρησε τας ευλογίας, και τας εύρεν όσας είπεν ο Όσιος και εδόξασε τον Θεόν. Άλλοτε πάλιν διερχόμενος ο Όσιος τα μέρη της Σκήτης, ήλθεν εις έκτασιν· και αφού συνήλθεν από την οπτασίαν, λέγει εις τον άλλον μαθητήν του, Θεόγνωστον ονομαζόμενον· «Να ηξεύρετε, αδελφοί, ότι δια το πράγμα τούτο θέλω εύγει εις μάκρος, θέλει δε γίνει κρίσις και θέλουν υπάγει κεφάλαιον». Με τούτο δε εφανέρωσε το τέλος του ο της αληθείας κήρυξ ως και ύστερον έγινεν· αντί δε τούτων των δύο μαθητών του, άλλους δύο επήρεν εις το Μαρτύριον. Και πάλιν άλλοτε περιπατούντος εις τα μέρη της Σκήτης μετά τινος αδελφού, δια να επισκεφθή άλλον αδελφόν, ευθύς έγινεν ομίχλη πολλή και σκότος· ο δε αδελφός εφοβήθη μήπως πέσουν εις κρημνώδεις τόπους και παρεκάλει τον Όσιον να δεηθή του Θεού να μη χαθώσιν· ο δε Όσιος απλώσας τας χείρας εις τον ουρανόν και ποιήσας το σημείον του Σταυρού προσηυχήθη, ευθύς δε εσχίσθη η ομίχλη εις δύο τμήματα και εστάθησαν το ένα από το ένα μέρος της οδού και το άλλο από το άλλο, έως ου έφθασαν εκεί όπου επήγαιναν. Άλλοτε δε πάλιν εξελθόντος του Οσίου από την Μονήν του Εσφιγμένου, και πηγαίνοντος εις το κελλίον του, του επήλθε δίψα πολλή, διότι ήτο καιρός θέρους· και εκείνος ο τόπος είναι παντελώς άνυδρος· μη δυνάμενος δε να περιπατήση, εστάθη εις προσευχήν και ευθύς εξήλθεν ύδωρ, εκ του οποίου έπιε και είτα πάλιν εχάθη. Όθεν ηυχαρίστησε τον Θεόν δια τούτο. Και ερχόμενος πάλιν εις το Βατοπαίδιον με δύο μαθητάς του, Μαρκιανόν και Ιάκωβον τον συμμαρτυρήσαντα με αυτόν, εύρον εις τον δρόμον κοσμικούς τινάς από την νήσον Σκύρον και ηρώτησεν ο Όσιος πόθεν ήσαν και διατί επήγαν εκεί, αυτοί δε απεκρίθησαν άλλα αντ’ άλλων, μη γνωρίζοντες ποίος ήτο. Εκείνος δε νουθετών και ελέγχων αυτούς τους εφανέρωσε τα απόκρυφα της καρδίας των· εντραπέντες δε αυτοί προσέπεσαν εις τους πόδας του Οσίου και εζήτουν συγχώρησιν, ευλογηθέντες δε υπ’ αυτού ανεχώρησαν ευχαριστούντες τον Θεόν, διότι τους ηξίωσε και είδον τοιούτον άνθρωπον. Ομοίως την ιδίαν ημέραν συνήντησε και ένα Ιερομόναχον Σέρβον, εις τον οποίον με το διορατικόν του χάρισμα είπεν όσα είχε κατά διάνοιαν, το αξίωμά του, πόθεν είναι, διατί ευρέθη εκεί, και όσα είχε κάμει όλα του τα εφανέρωσεν ο Όσιος· και ιδόντες οι μαθηταί αυτά εθαύμασαν, περισσότερον δε εκείνος ο Ιερεύς, όστις εδόξασε τον Θεόν, διότι τον ηξίωσε να ίδη τοιούτον Όσιον και να συνομιλήση μετ’ αυτού. Ταύτα δε έκαμεν ο Όσιος προς πληροφορίαν και ενίσχυσιν των μαθητών του, διότι διαβάλλοντες αυτούς τινές φθονεροί, τους έλεγον ότι δεν είχεν ο Όσιος διορατικόν χάρισμα. Μετά ταύτα έφυγεν από την Σκήτην των Ιβήρων και επήγεν εις τα ενδότερα του Άθωνος· καθήσας δε εκεί ειργάζετο το μέλι της αρετής με τους άλλους εξ μαθητάς του· και τας μεν πέντε ημέρας της εβδομάδος δεν συνωμίλει μετ’ ουδενός, ούτε έτρωγεν, ειμή μόνος του ησύχαζεν εις το κελλίον του χορταίνων με την αναβίβασιν του νοός του εις το ύψος των θείων θεωριών και των θείων Μυστηρίων. Το Σάββατον δε και την Κυριακήν ηνούτο και συνέτρωγε μετά των μαθητών του και διηγείτο εις αυτούς τα Μυστήρια, άτινα έβλεπεν, ήσαν δε ούτοι πλήρεις θάμβους και εκπλήξεως. Ακούοντες δε ταύτα οι μαθηταί του υψούτο πολλάκις ο νους των και το φρόνημά των από χαράν και αγαλλίασιν, την οποίαν ελάμβανον, εφαίνετο δε εις αυτούς ότι ευρίσκοντο εις τους ουρανούς και έβλεπον όσα ο Όσιος έλεγε. Σάββατον δε τι εσπέρας εδίδασκεν ο Όσιος φανερώνων εις αυτούς τα θεία Μυστήρια, αυτοί δε τον ηρώτησαν δια τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, ποίον απ’ αυτά είναι υψηλότερον. Και τους είπε με παράδειγμα· «Καθώς η όρνις σκεπάζει τους νεοσσούς της υποκάτω των πτερύγων της, ούτω και το χάρισμα της θεολογίας είναι το υψηλότερον πάντων». Και καθώς ήρχισε να λέγη λεπτομερώς και να πλατύνη τον λόγον περί του χαρίσματος (εις δόξαν Θεού), τοιαύτη χαρά και ανεκλάλητος αγαλλίασις ήλθεν εις αυτούς, ώστε επί πολλήν ώραν έμειναν άφωνοι και παντελώς ακίνητοι, μη ηξεύροντες που ευρίσκονται, μετ’ αρκετήν δε ώραν ερχόμενοι εις εαυτούς ηρώτων τον Όσιον· «Τι είναι αυτό το πράγμα όπερ έγινεν εις ημάς, Πάτερ; Ότι ο νους μας επληρώθη πολλής χαράς και αγαλλιάσεως»! Κι ο Όσιος είπεν· «Ω τέκνα μου, όστις των ανθρώπων αξιωθή να φωτισθή από την Χάριν του Αγίου Πνεύματος και διανοιγούν οι ψυχικοί αυτού οφθαλμοί, ούτος, όταν αρχίση να λαλή Θεού Μυστήρια, εξέρχεται από το στόμα του ως νέφος φωτεινόν και σκεπάζει όλους εκείνους όπου ακούουντα λεγόμενα υπ’ αυτού θεία Μυστήρια, και δια τούτο γίνονται εν χαρά και αγαλλιάσει». Τότε ενεθυμήθησαν οι μαθηταί εκείνο όπερ λέγει η Αγία Γραφή, ότι έτι λαλούντος του Πέτρου τα ρήματα ταύτα, «επέπεσε το Πνεύμα το Άγιον» επί πάντας τους ακούοντας τον λόγον (Πράξεις ια: 15), και θαυμάσαντες εδόξασαν τον Θεόν, διότι τους ηξίωσε τοιούτου Γέροντος. Είχε δε συνήθειαν ο Όσιος έκαστον Σάββατον να μεταλαμβάνη των αχράντων Μυστηρίων. Ότε δε ποτε μετέλαβεν, ήλθεν εις θεωρίαν τόσον ώστε καθίσας εις την τράπεζαν δεν έφαγε καθόλου, έως ότου ήλθεν εις τον εαυτόν του από την θεωρίαν· τούτο δε συνέβη ουχί άπαξ ή δις, αλλά πολλάκις ηρπάζετο εις θεωρίας, είτε καθ’ οδόν ευρίσκετο είτε εις το εργόχειρον είτε εις την τράπεζαν. Άλλοτε πάλιν όλον το ημερονύκτιον δεν ενεθυμείτο φαγητού ή ποτού ή άλλο από τα γήϊνα, αλλ’ έμεινεν όλος ακίνητος, όλος αφιερωμένος εις τον Θεόν και εις όλους θεόληπτος φαινόμενος κατετρύφα εις θείας και υψηλάς θεωρίας. Ούτε δε και εις τους μαθητάς του ωμίλει τότε καθόλου, ούτε εις εκείνους οι οποίοι επήγαινον εις αυτόν, επειδή ο νους του αφιερούτο εις θεωρίας. Ημέραν τινά του ήλθε λογισμός να εξέλθη του Όρους, και να μεταβή εις τα μέρη της Αιτωλίας· οι δε μαθηταί του τον ημπόδιζον και αυτός τους έλεγεν· «Αδύνατον είναι να μη υπάγω». Και βλέπων πως δεν τον αφήνουν τους είπεν· «Ας αναβώμεν επάνω εις τον Άθωνα να κάμωμεν ολονύκτιον προσευχήν και δέησιν, δεόμενοι του Θεού και θέλει μας δείξει τι να κάμωμεν». Τότε τους ήρεσεν αύτη η σκέψις, γνωρίζοντες ότι τα προεγνωσμένα και προωρισμένα από τον Θεόν αδύνατον είναι να εμποδισθούν από ανθρώπους· και λαβών δύο μαθητάς ανέβη εις τον Άθωνα· φθάσαντες δε εις τον Ναόν της Παναγίας, έκαμον κοινήν δέησιν. Και τους είπεν ο Όσιος· «Καθήσατεεδώ ολίγον, εγώ δε πηγαίνω να προσευχηθώ». Αφού δε προσηυχήθη ολίγην ώραν, επέστρεψε διαφορετικός την όψιν από την θείαν Χάριν, ηννόησαν δε οι μαθηταί ότι οπτασίαν είδε, διο ηρώτησαν αυτόν, ούτος δε τους είπεν· «Είδον ένα ιεροπρεπή και πολιόν άνδρα, όστις μου είπεν, ότι θέλημα Θεού είναι να κάμης ό,τι ηβουλήθης». Έπειτα λαβών αυτούς ανέβη εις την κορυφήν του Άθωνος δια να κάμη και εκεί ολονύκτιον αγρυπνίαν, την οποίαν ποιήσας απεμακρύνθη ολίγον ο Όσιος και σταθείς κατ’ ανατολάς προσηύχετο. Πρωϊας δε γενομένης ήλθεν εις έκτασιν και ιδού Άγγελος Κυρίου έφερεν εις αυτούς τρεις άρτους μαύρους το είδος και τους λέγει· «Λάβε και φάγε αυτούς». Και αυτός είπε προς τον Άγγελον· «Μη γένοιτο να φάγω απ’ αυτούς τους άρτους». Του λέγει πάλιν ο Άγγελος· «Αδύνατον είναι να μη τους φάγητε». Και ταύτα ειπών ο Άγγελος έφυγεν από αυτόν. Ελθών δε εις εαυτόν ο Όσιος και γνωρίσας τα της θεωρίας ήλθε προς τους μαθητάς του και τους διηγήθη όσα είδεν εις την οπτασίαν και αυτοί τον ηρώτησαν τι φανερώνουν αυτά (οι τρεις μαύροι άρτοι δηλονότι), ο δε Όσιος είπε· «Θλίψεις και στενοχωρίαι πολλαί με περιμένουν και θέλημα Θεού είναι ν’ απέλθω εις τα κάτω μέρη και οι τρεις μαύροι άρτοι φανερώνουν, ότι εγώ και άλλοι δύο με μαρτυρικόν θάνατον θ’ αποθάνωμεν, ο καθείς δε θα φάγη τον άρτον του ήτοι τας θλίψεις του μαρτυρίου του», καθώς η υπόθεσις το εφανέρωσεν ύστερον. Ταύτα ακούσαντες οι μαθηταί δεν είχον πλέον λόγον να τον εμποδίσουν και εβεβαιώθησαν, ότι είναι θέλημα Θεού να εξέλθη από το Όρος και να υπάγη όπου θέλει ο Θεός. Όθεν καταβάντες εις το κελλίον των ησύχασαν. Κατά δε την Τετάρτην της Διακαινησίμου επρόσταξεν ο Όσιος και εμαγείρευσαν ολίγον φαγητόν δια το χαρμόσυνον της εβδομάδος· και ενώ ήλθον να ψάλουν τας ώρας εις τον συνειθισμένον τόπον, εμβήκεν ο Όσιος εις το κελλίον του, προσευχόμενος μόνος του. Αφού ετελείωσαν και οι άλλοι τας ώρας των, ητοίμασαν την τράπεζαν και τον εφώναξαν να φάγωσιν, αλλ’ αυτός ηρπάγη εις θεωρίαν και ήτο ακίνητος. Ευρισκόμενος δε εις τα άνω έβλεπε τα θεία κάλλη, κατατρυφών και χορταζόμενος· αυτοί όμως τον έλαβον εκ της χειρός και τον έφερον εις την τράπεζαν, αλλά πάλιν δεν έτρωγεν, αλλ’ η ευχή, ήτοι το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», εξήρχετο εκ του στόματος με πόθον ανέκφραστον. Αφού δε έφαγον αυτοί και ήθελον να σηκωθούν από την τράπεζαν, ήλθεν εις τον εαυτόν του και δακρύζων και στενάζων εφώναξε· «Δίκαιος ει, Κύριε, και ευθείαι αι κρίσεις σου, διότι όταν δεν γίνεται το θέλημά σου, τότε πληρώνεται εκεί με οργήν μεγάλην»! Και ταύτα ακούσαντες οι μαθηταί ετρόμαξαν και ήρχισαν να κλαίουν και να οδύρωνται, νομίζοντες ότι δι’ αυτούς είπε ταύτα· αυτός όμως τους παρηγόρησε με λόγους ειρηνικούς. Ήρχισε δε και έτρωγε και φαγών επήγεν εις το κελλίον του· οι δε μαθηταί του έπεσον εις τους πόδας του παρακαλούντες να τους φανερώση τα της οπτασίας, βιάζοντες αυτόν πολύ. Και τους είπε· «Συνήθεια είναι εις τους αρπαζομένους εις την Βασιλείαν του Θεού, όταν ίδουν τα θεία εκείνα και ανεκδιήγητα, ύστερα να καταβαίνουν εις τα τελώνια του αέρος εις τον άδην. Λοιπόν αρπαγείς εις την του Κυρίου μου Βασιλείαν, και καταβαίνων εις τας αρχάς και τα τελώνια του σκότους, είδον ψυχήν κρινομένην και με οργήν φερομένην εις τα κατώτατα του άδου από τους πονηρούς δαίμονας και πολύ παιδευομένην». Μετά δύο ημέρας, ήτοι την Παρασκευήν της Διακαινησίμου, ανεχώρησεν από το Άγιον Όρος ο Όσιος, λαβών τον Διάκονον μαζί του, εις δε τους άλλους παρήγγειλεν να έλθουν κατόπιν του και ερχόμενοι επεριπάτουν όλοι ομού με τον Όσιον. Διαβάντες λοιπόν τα μέρη της Θεσσαλονίκης έφθασαν ολησίον μικράς τινος πόλεως του Ολύμπου, καλουμένης Πέτρας. Αφού δε διέβησαν τον εκεί ποταμόν, ήλθον εις την Επισκοπήν. Κατά το διάστημα όμως τούτο ήλθεν ο Όσιος εις θεωρίαν· και βλέποντες αυτόν οι άνθρωποι του Επισκόπου, τον ενόμισαν μεθυσμένον, μη γνωρίζοντες ότι είναι νηστικός και από άρτον και κατάκοπος από τον πολύν δρόμον. Ως δε ήλθεν εις εαυτόν, τον ηρώτησαν οι μαθηταί του να τους είπη ό,τι είδεν, αλλ’ ο Όσιος δεν ηθέλησε· τούτο δε μόνον τους είπεν· «Εις τρεις ημέρας θέλετε ίδει το γινόμενον εις την χώραν ταύτην», και εις τρεις ημέρας έγινε πυρίκαυστος η χώρα εκείνη και μόνον η Επισκοπή έμεινεν άκαυστος. Αναχωρήσαντες εκείθεν ήλθον εις τα Μετέωρα και τον εδέχθησαν οι Πατέρες με κάθε τιμήν, ήλθον δε τινές να εξομολογηθούν εις τον Όσιον και αυτός τους είπεν· «Χωρίς Αρχιερέως άδειαν δεν κάμνω τούτο». Μεταβάς δε ο Ηγούμενος μετ’ άλλων τινών Μοναχών εις τον Αρχιερέα των Τρικάλων, εφανέρωσαν τα θαύματα του Οσίου και έλαβον παρ’ αυτού γραπτήν άδειαν κατά την συνήθειαν των πνευματικών και τότε εξωμολόγησεν όλους τους Πατέρας. Αρκετάς δε ημέρας μείναντες εκεί, ήλθεν ο Αρχιερεύς, Μάρκος ονομαζόμενος, με δύο Επισκόπους, να ίδουν τον Όσιον, ευλαβείας χάριν· και ιδόντες την αρετήν και την διάκρισίν του εθαύμασαν λέγοντες· «Αληθώς ούτος ο άνθρωπος πεφωτισμένος είναι από την θείαν Χάριν». Εκείθεν πάλιν επινεύσει Θεού ήλθεν πλησίον της Ναυπάκτου, εις το Μοναστήριον του Τιμίου Προδρόμου της Δερβέκιστας, τόπον της Αιτωλίας, τον λεγόμενον τώρα Απόκουρον. Τρεις δε ημέρας προτού να φθάση εκεί ο Όσιος, έβλεπον τα πέριξ χωρία καθ’ εκάστην εσπέραν φως, όπερ κατέβαινεν εις το Μοναστήριον και το εσκέπαζεν, έφεγγε δε όλος ο τόπος εκείνος και εθαύμαζον οι άνθρωποι δι’ αυτό το οποίον έβλεπον! Ακούσαντες δε ότι ήλθεν ο Όσιος, εγνώρισαν όλοι ότι εκείνο το φως δι’ αυτόν εφαίνετο και εδόξασαν τον Θεόν. Το φως δε τούτο, όπερ έπιπτεν επάνω εις το Μοναστήριον, είδε και ο μαθητής του Οσίου Ιερομόναχος Θεωνάς. Ήρχοντο λοιπόν εκάστην Κυριακήν οι εγχώριοι εις το Μοναστήριον και ελάμβανον ευλογίας από τον Όσιον, ευχαριστούντες τον Θεόν, διότι τους ηξίωσε να ίδουν τοιούτον άγιον άνθρωπον, εζήτουν δε ούτοι να εξομολογηθούν εις τον Όσιον, αλλ’ αυτός χωρίς την άδειαν του Αρχιερέως δεν εδέχθη κανένα· αναγκασθείς όμως πολύ από το πλήθος όπερ έτρεχε ποταμηδόν καθημερινώς, έστειλε τον Ιερομόναχον Θεωνάν με ένα Ιερέα από την Δερβέκισταν, Πέτρον ονομαζόμενον, εις τον Αρχιερέα Άρτης Ακάκιον και ανέφερον εις αυτόν περί του Οσίου και δια την συρροήν του κόσμου· αυτός δε τους εδέχθη μετά χαράς, δώσας και έγγραφον άδειαν εις τον Όσιον, κατά την συνήθειαν των πνευματικών, απέστειλε δε και ολίγα μετρητά δι’ ευλάβειαν, έγραψε δε προσέτι ότι μετ’ ολίγας ημέρας θα έλθη και ο ίδιος εις συνάντησίν του δια να λάβη τας ευχάς του. Εις τούτον τον καιρόν έφθασε και η Μεγάλη Τεσσαρακοστή (μίαν δε και μόνην Τεσσαρακοστήν έκαμεν εκεί ο Όσιος) κατά την οποίαν εκλείσθη εις το κελλίον του και δεν εξήρχετο καθόλου ούτε εις το Μοναστήριον ούτε αλλαχού, αλλά μόνον κατά Σάββατον και Κυριακήν κατά την συνήθειάν του. Επεδόθη δε τότε εις μεγαλυτέραν άσκησιν και σκληραγωγίαν και όλας τας εβδομάδας της Τεσσαρακοστής δεν έτρωγεν, ειμή μόνον το Σαββατοκύριακον, ότεμετελάμβανε των θείων Μυστηρίων· και με την τόσην εγκράτειαν, την οποίαν έκαμνε, δεν μετεβάλλετο τελείως η όψις του, αλλά τον έβλεπον οι μαθηταί λαμπρόν και αγλαοειδή, όταν ήρχετο να μεταλάβη τα Άχραντα Μυστήρια. Μίαν δε ημέραν ευρών αυτόν ο Μαρκιανός κατά μόνας του λέγει· «Σε παρακαλώ, Πάτερ, μη μου κρύψης αυτό που θα σε ερωτήσω». Και ο Όσιος του είπε· «Τι είναι, τέκνον μου»; Του λέγει ο Μαρκιανός: «Καθ’ όλην την εβδομάδα κατά την οποίαν δεν τρώγεις, ούτε πίνεις τίποτε, δεν διψάς, ούτε φαφητόν τι ορέγεσαι; Πως δε η όψις σου είναι όλη φωτοειδής, όταν έρχεσαι να μεταλάβης και λαμπρά ωσάν Αγγέλου Θεού ή ως να σηκώνεσαι από την βασιλικήν τράπεζαν; Δια τούτο θαυμάζω εις το θαύμα το οποίον βλέπω». Ο δε Όσιος είχε συνήθειαν να μη κρύπτη τίποτε από τον Μαρκιανόν, αλλ’ ό,τι τον ερωτούσε του εφανέρωνε, διότι τον ηγάπα κατά πολλά, ομοίως και αυτός· λοιπόν του λέγει ο Όσιος· «Τέκνον μου, η ψυχή, η οποία θα αξιωθή να φωτισθή υπό της θείας Χάριτος και διανοιχθούν οι νοεροί αυτής οφθαλμοί, δεν αγαπά πλέον κανέν πράγμα του κόσμου τούτου ούτε φαγητόν ούτε ποτόν, ούτε άλλο τι από τα γλυκά ταύτα και απολαυστικά, αλλά γίνεται ελευθέρα απ’ όλα· και έρχεται όλη προς τα ουράνια, βλέπει δε τ’ ανεκλάλητα κάλλη του Παραδείσου και την αχόρταστον γλυκύτητα του ποιητού και Θεού των απάντων. Απ’ εκείνας λοιπόν τας θεωρίας κατατρυφά και χορταίνει αχόρταστα και δεν λαμβάνει αυτή η ψυχή καμμίαν αίσθησιν σωματικής τροφής, καθώς λέγει και ο σοφός Σολομών· «Καρδίας ευφραινομένης πρόσωπον θάλλει, εν δε λύπαις ούσης σκυθρωπάζει» (Παρ. ιε:13). Τότε ο Μαρκιανός ενεθυμήθη του Κυρίου λέγοντος· «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ εν παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Ματθ. δ: 4), και εδόξασε τον Θεόν. Όταν δε ετελείωνεν η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τη Μεγάλη Πέμπτη εσπέρας, έψαλε την ολονύκτιον δέησιν εις την Εκκλησίαν και κατά το μεσονύκτιον κατήλθε φως, το οποίον εσκέπασε την Εκκλησίαν αρκετήν ώραν, εκεί όπου έψαλλαν οι Μοναχοί τας ωδάς της νυκτός. Και το πρωϊ ηρώτησαν τον Όσιον λέγοντες· «Τι φανερώνει, Πάτερ, το σημείον εκείνο του φανέντος φωτός»; Και ο Όσιος τους είπε· «Μέγα πράγμα βέβαια θα γίνη εδώ, ότι όλος ο τόπος ούτος θα γεμίση ανθρώπους και τα λακκώματα και τα βουνά». Το οποίον και έγινε, διότι τόσον πλήθος έδραμεν εις τον Όσιον, ώστε δεν τους εχώρει ο τόπος του Μοναστηρίου, κατά την πρόρρησίν του, επειδή εις όλα εκείνα τα μέρη επηνείτο το όνομά του και όλοι έτρεχον να τον ίδουν και να ευλογηθούν απ’ αυτόν. Και δια μεν το πλήθος σιωπώμεν, από δε τα θαύματά του ολίγα να διηγηθώμεν δια πληροφορίαν σας. Άνθρωποι τινές έφεραν κόρην τινά δαιμονιζομένην δια να την ιατρεύση. Όμως εις το φανερόν δεν ηθέλησε να την θεραπεύση, φεύγων τον έπαινον των ανθρώπων και ίνα μη ακούεται το όνομά του, ότι δια την ενάρετον ζωήν του ήλθον και άλλοι πολλοί Μοναχοί και έγιναν μαθηταί του. Καλέσας όμως τους συγγενείς της κόρης κρυφίως τους είπεν· «Επιστρέψατε εις τον οίκον σας και καθ’ οδόν θέλει θεραπευθή η θυγάτηρ σας», το οποίον και έγινε· περιπατούντες όθεν εις την οδόν έφυγεν απ’ αυτήν το δαιμόνιον και εθεραπεύθη, ως προείπεν ο Άγιος. Τούτο το παράδοξον ιδόντες οι γονείς της κόρης επέστρεψαν εις τον οίκον των θαυμάζοντες και δοξάζοντες τον Θεόν. Χήρα δε τις είχεν υιόν μονογενή, τον οποίον φθονήσας ο διάβολος, τον έκαμνε και έτρωγεν άνθρακας, έγινε δε το πρόσωπόν του ως νεκρού. Βλέπουσα τούτο η μήτηρ του επήγεν εις τον Όσιον κλαίουσα και λέγουσα· «Πάτερ, βοήθησον τον υιόν μου, ότι δεν τρώγει την τροφήν, την οποίαν μας εχάρισεν ο Θεός, αλλά άνθρακας, και δεν ημπορώ να τον βλέπω παιδευόμενον ούτω». Ταύτα ακούσας ο Όσιος είπε και έφεραν ποτήριον με οίνον και τεμάχιον άρτου, ποιήσας δε το σημείον του Σταυρού εις αυτά, τα έδωσε του παιδός, λέγων· «Φάγε αυτά και από την σήμερον πλέον να μη φάγης κάρβουνα». Και από τότε δια της Χάριτος του Κυρίου δεν έφαγε κάρβουνα, λαβούσα δε αυτόν η μήτηρ αυτού επέστρεψεν εις τον οίκον της δοξάζουσα τον Θεόν. Άλλοτε πάλιν γέρων τις μάντις, από το χωρίον Γαλατά, ήλθε να εξομολογηθή δι’ ανθρωπαρέσκειαν και προσκυνήσας τον Όσιον εκάθησε παρ’ αυτώ· ύστερον δε από ολίγον του λέγει ο Όσιος· «Λέγε, γέρων, τας αμαρτίας σου, δια να λάβης από τον Θεόν συγχώρησιν». Ήρχισε δε εκείνος να λέγη παρά μικρά τινά, τα δε μεγάλα τα έκρυπτε, νομίζων ο άθλιος ότι θα γελάση τον Όσιον. Ο δε Όσιος τον παρώτρυνε να είπη τας αμαρτίας του, αυτός δε έλεγεν ότι έκαμνε καλωσύνας τινάς εις πτωχούς και ορφανά, οπότε ο Όσιος του είπεν· «Ειπέ τας αμαρτίας σου, ειπέ και μη ψεύδεσαι». Και εκείνος έλεγεν· «Άλλας αμαρτίας δεν έχω». Εξετάζων δε αυτόν επί πολλήν ώραν δεν ωμολογούσεν· όθεν ελυπήθη ο Όσιος και παρευθύς έπεσεν ο γέρων εις τους πόδας του κυλιόμενος και αφρίζων! Τούτο ιδών ο λαός εθαύμασε, και έντρομοι γενόμενοι πάντες παρεκάλουν τον Όσιον να τον ιατρεύση, ποιήσας δε εκείνος ευχήν τον ιάτρευσε. Τότε επρόσταξεν αδελφόν τινά και έβγαλεν από τον κόλπον του δαιμονισθέντος εν βιβλίον, όπερ ήτο γεγραμμένον με ωδάς σατανικάς, με την προσταγήν δε του Οσίου το έκαυσαν· εκείνος όμως ο άθλιος ούτε με την παίδευσιν αυτήν εσωφρονίσθη να μετανοήση, αλλά την νύκτα εγερθείς ανεχώρησε και εις ολίγας ημέρας απέθανεν ο ταλαίπωρος αμετανόητος! Όταν ήλθεν ο Όσιος με την συνοδείαν του εις το Μοναστήριον αυτό του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, ήσαν όλοι πτωχοί, μη έχοντες ούτε κτήματα ούτε χρήματα, ομοίως και το Μοναστήριον ήτο πτωχόν· ολίγον δε μόνον σίτον είχον, ο οποίος εσώθη και δεν είχον πλέον άλευρον, ειμή μόνον δι’ εν ζύμωμα. Όθεν του λέγουν οι μαθηταί του· «Πάτερ, το σιτάρι και το αλεύρι ετελείωσαν· τι προστάζεις να κάμωμεν»; Και ο Όσιος τους είπε· «Πηγαίνετε εις τα κελλία σας και κάμετε την προσευχήν σας, δια φαγητόν δε ή ποτόν μη σας μέλη, ότι ο Κύριος είπε: «Μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες, τι φάγωμεν ή τι πίωμεν ή τι περιβαλώμεθα… ζητείτε δε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού» (Ματθ. στ: 31-33). Λοιπόν υπάγετε και εγώ έχω την μέριμνάν σας και σας ετοιμάζω ό,τι χρειάζεται δια να μη σας λείψη τίποτε, μόνον έχετε πίστιν και υπομονήν». Και ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Το πρωϊ ήλθεν άνθρωπος τις και έφερεν με τον ίππον του φορτίον αλεύρου και λέγει εις τον Όσιον· «Πάτερ, με την Χάριν του Θεού και με την ευχήν σου, εγώ έχω κάθε ευχέρειαν, την οποίαν μου εχάρισεν ο Θεός, και ό,τι σας λείψη, ας έρχεται ένας αδελφός να παίρνη απ’ εκείνα όπου μου έδωκεν ο Κύριος». Τον άνθρωπον δε τούτον ούτε ο Όσιος τον εγνώρισεν, ούτε τις από την συνοδείαν του. Βλέποντες δε οι αδελφοί το γενόμενον εθαύμασαν την πίστιν και την παρρησίαν, την οποίαν είχεν εις τον Θεόν ο Όσιος και εδόξασαν τον Κύριον. Εις το Μοναστήριον είχον όνον τινά δι’ υπηρεσίαν των, όστις τόσον ωγκάνιζεν, ώστε εσύγχυζε τους αδελφούς, οι οποίοι είπον εις τον Όσιον δι’ αυτό. Όθεν επρόσταξε και έφεραν έμπροσθέν του τον όνον και του λέγει χαριεντιζόμενος· «Διατί συγχύζεις τους αδελφούς με τας φωνάς σου; Πρόσεχε, σε παρακαλώ, και από την σήμερον να μη λαλήσης πλέον, έως της τελευτής σου». Και ω των θαυμασίων σου, Κύριε! Από τότε έως της τελευτής του δεν ωγκάνισεν. Είχον επίσης αμπελώνα τινά πλησίον του Μοναστηρίου, αδελφός δε τις νικηθείς από την λαθροφαγίαν επήγαινεν εις την άμπελον κρυφίως και έτρωγε σταφύλια· ο δε Όσιος ευρίσκετο έξω από το Μοναστήριον ησυχάζων εις το σπήλαιον, έχων δε μεθ’ εαυτού μαθητήν του τινά δι’ υπηρεσίαν, λέγει εις αυτόν· «Πήγαινε εις το Μοναστήριον και ειπέ εις τους αδελφούς: εις εξ υμών πηγαίνει εις το αμπέλι και τρώγει τα σταφύλια κρυφά, είπε δε ο Αββάς, ο τοιούτος ή να παύση ή να διωχθή από το Μοναστήριον». Εθαύμασαν όθεν οι αδελφοί εις το διορατικόν του Οσίου, βλέπων δε ταύτα ο λαθροφάγος διωρθώθη. Ημέραν τινά ερχόμενος ο Όσιος εις τα μέρη των Αθηνών με δύο μαθητάς του, εζήτουν να εύρουν τόπον προσηλιακόν και επιτήδειον δια να κατοικήσουν, επειδή το Μοναστήριον του Προδρόμου ήτο ανήλιον, και μάλιστα τον χειμώνα δεν το έβλεπε τελείως ο ήλιος. Και όχι ότι ήθελεν ο Όσιος να μετοικήση, αλλά τον παρεκίνουν προς τούτο οι αδελφοί, οίτινες ήσαν ασθενείς. Μη ευρόντες όμως τόπον κατάλληλον κατά την θέλησίν των (θέλημα Θεού θα ήτο τούτο), επέστρεφον εις το ίδιον Μοναστήριον. Εις το μέσον δε της οδού λέγει προς αυτούς ο Όσιος· «Σπεύσατε, αδελφοί, να φθάσωμεν γρήγορα εις το Μοναστήριον, διότι αδελφός τις αποδημεί προς Κύριον». Όθεν βιασθέντες εύρον τον αδελφόν υγιά, όστις μετά δύο ημέρας απήλθε προς Κύριον, καθώς εις την οδόν τους είπεν ο Όσιος· εδόξασαν όθεν τον Θεόν και τον Όσιον εθαύμασαν! Ιερομόναχος δε τις από την συνοδείαν του Οσίου, τον οποίον έπαυσε της ιερωσύνης ο Όσιος ως ανάξιον, είχεν αδελφόν κατά σάρκα, όστις ήτο Μοναχός εις το Μοναστήριον· συνεβούλευσε δε ούτος τον Ιερομόναχον να μη κάμη τελείαν παραίτησιν της Ιερωσύνης. Ο δε Όσιος γνωρίσας με το διορατικόν του χάρισμα τας κακάς αυτάς συμβουλάς, ημέραν τινά, ότε εκάθηντο εις την τράπεζαν, λέγει προς αυτούς παραβολικώς ο Όσιος· «Δύο αδελφοί σαρκικοί ήσαν εις τόπον τινά, και επειδή ο εις ηγάπα τον άλλον, του έδιδε ποτήριον πλήρες δηλητηρίου μεμιγμένου μετά μέλιτος. Ποίας τιμωρίας είναι άξιος ο αδελφός εκείνος, όστις ηθέλησε να θανατώση τον αδελφόν του»; Τινές δε εξ εκείνων, οίτινες ήσαν εις την τράπεζαν, είπον· «Ούτος είναι άξιος θανάτου»! Και ο Όσιος, βλέπων προς εκείνον, δια τον οποίον είπε την παραβολήν, εμειδίασεν, έπειτα δε εσιώπησε, και ουδείς των αδελφών ηννόησε τίποτε περί εκείνης της υποθέσεως, ειμή μόνον ο Μοναχός δια τον οποίον είπε τούτο· όθεν θαυμάσας αυτός εδόξασε τον Θεόν. Και Πνευματικός τις συνεβούλευσε τον Εφημέριον της Μονής να εκδιώξη τον Όσιον από το Κοινόβιον δια να κατοικήσουν εκείνοι ομού, επειδή ήσαν συμπατριώται· ο δε Όσιος, γνωρίσας τον δόλον, ενώ εκάθησεν εις την τράπεζαν, λέγει παραβολικώς προς τον πνευματικόν εκείνον· «Άνθρωπος τις έχων πρόβατα, έχει και κύνας δια να διώκουν τους λύκους, εις δε από αυτούς τους κύνας, όταν επιστρέφη από το κυνήγι των λύκων, αρπάζη κρυφά ανά εν αρνίον και το τρώγει· όταν λοιπόν το μάθη ο κύριός του τι πρέπει να κάμη»; Και ο αίτιος είπε· «Πρέπει να τον θανατώση». Και ο Άγιος του είπε· «Συ είσαι, όστις κάμνεις τούτο». Και εννοήσαντες ο Πνευματικός και ο Εφημέριος την αιτίαν, δια την οποίαν έλεγε τούτο και ότι εγνώρισε τον δόλον, μετενόησαν και εδόξασαν τον Θεόν. Άλλοτε πάλιν εις εκ των μαθητών του ηθέλησε να αναχωρήση από το Μοναστήριον κρυφίως· και ο Όσιος έμπροσθεν όλων είπεν· «Εις εξ υμών θέλει να αναχωρήση από το Μοναστήριον κρυφίως, είναι δε ενδεδυμένος με δύο υποκάμισα, θέλων να μας διαφύγη». Τούτο ακούσας ο Μοναχός και εντραπείς έμεινεν εις την Μονήν και διηγήθη ύστερον το πράγμα. Αλλά δια τα θαύματα του Οσίου ας παύσωμεν τον λόγον, διότι είναι πολλά και αναρίθμητα. Πρέπει δε να φανερώσωμεν και δια την αγίαν αυτού τελείωσιν, πως και με ποίον μαρτυρικόν θάνατον έγινε το τέλος της ζωής του, διότι, ως νομίζω, οι ακούοντες το μαρτύριόν του θέλουν λάβει περισσοτέραν ωφέλειαν. Επειδή λοιπόν συνέτρεχον πλήθη ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, και από τα πλέον μεμακρυσμένα χωρία δια να βλέπουν τον τρισόλβιον Όσιον Ιάκωβον και να εξομολογώνται εις αυτόν, φθάνοντες άλλοτε μεν τα χίλια άτομα, άλλοτε δε και περισσότερα, διότι όχι μόνον δια ξηράς, αλλά και δια θαλάσσης ακόμη ήρχετο πλήθος άμετρον, δια τούτο προσέταξεν ο Όσιος δι’ επιστολών του και ήρχοντο έκαστον χωρίον κατά σειράν χωριστά, ούτως ώστε να εξομολογώνται όλοι εν ανέσει και να αναχωρούν ειρηνικοί και αναπεπαυμένοι. Όθεν όλοι όσοι ήρχοντο εχαίροντο και εδόξαζον τον Θεόν, διότι τους ηξίωσε να ίδουν τοιούτον φωστήρα εις τούτους τους υστερινούς χρόνους. Πολλοί δε εκ των προσερχομένων έφερον και τα βρέφη των δια να βαπτισθούν και ευλογηθούν από τον Όσιον και εξωμολογούντο και αυτοί. Τόσον δε πλήθος ήρχετο, ώστε δεν τους εχώρει το Μοναστήριον, καθώς το προείπεν ο του Θεού άνθρωπος εις τους μαθητάς του· ότι δηλαδή όλος ο τόπος δεν θα χωρήση τους ανθρώπους, οίτινες θα μετέβαινον εκεί. Όλοι δε ελάμβανον απ’ αυτόν ό,τι εζήτουν και επέστρεφον εις τας οικίας των χαίροντες δια την διόρθωσιν, την οποίαν ελάμβανον. Και τους μεν εξομολογουμένους ειρήνευε και εστερέωνεν, εκείνους δε οίτινες δεν ήθελον να είπουν τας αμαρτίας των τους κατηγόρει μυστικά και τους εφανέρωνεν όσα έκαμναν και με ένα λόγον, αδελφοί, εις τους τυφλούς ήτο οφθαλμός, εις τους χωλούς ήτο βακτηρία, παρηγορία εις τους λυπημένους, τροφή εις τους πεινώντας και εις όλους άμισθος ιατρός και τροφεύς, ήτο δε χαρά και αγαλλίασις εις όλα εκείνα τα μέρη της Αιτωλίας και εις τα πέριξ αυτής. Έχοντες δε αυτόν πάντες εις το στόμα των, έλεγον τα θαύματά του. Τούτο μη υποφέρων ο του σκότους πατήρ διάβολος, ο πάντοτε φθόνον πνέων κατά του Οσίου, τι κάμνει; Εύρεν ο κατηραμένος όργανον άξιον της κακίας του, εις το οποίον και κατώκησεν· ήτο δε ούτος ουχί απλούς και αγράμματος άνθρωπος, αλλά (αλλοίμονον εις την μεγάλην κακίαν!) ο Αρχιερεύς της επαρχίας εκείνης, Ακάκιος ονομαζόμενος, παγκάκιστον έχων τον τρόπον, ο οποίος πρώτον εδέχθη τον Άγιον, καθώς προείπομεν, και του έστειλε και γράμμα φιλικόν, δια να εξομολογή τους ανθρώπους, ύστερον όμως ηπατήθη ο άθλιος από τινας ψευδομοναχούς, οι οποίοι, κατά τον Απόστολον Παύλον «Έχοντες μόρφωσιν ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι» (Β΄ Τιμ. γ:5) και ο Άρτης Ακάκιος έγινεν (αλλοίμονον! Πάλιν λέγω) αίτιος της του δικαίουπροδοσίας! Και όχι μόνον ό,τι ήκουσεν από εκείνους τους κακομοναχούς, αλλά έκαμνε και μερικάς παρανομίας, τας οποίας δια το άτοπον σιωπώμεν κατά τον Απόστολον. Ταύτα δε έπραξεν, επειδή εφοβείτο ο κακός Αρχιερεύς μη φανερωθούν αι κακίαι του, επειδή ήκουσε δια τον μάγον, περί του οποίου προείπομεν, και δι’ όλους τους άλλους, οίτινες δεν εξωμολογούντο καθαρώς, τους οποίους ελέγχων ο Άγιος με πνευματικόν τρόπον, τους έφερεν εις μετάνοιαν. Επειδή δε, καθώς γνωρίζομεν, οι άνθρωποι λέγουν τα πράγματα όπως αρέσκει εις τον καθένα, δια τούτο εύρον οι ψευδομοναχοί εκείνοι, περί ων προείπομεν, αιτίαν και κατηγόρησαν τον Όσιον εις τον Άρτης λέγοντες προς αυτόν· «Όσοι δεν θέλουν να εξομολογηθούν εις αυτόν φανερώνει εις τους ανθρώπους τα αμαρτήματά των». Τούτο ετάραξε και εσύγχυσε τον Άρτης και τον έδειξε προδότην αντί ποιμένα· και πολλάκις έστειλεν ο Όσιος τινάς των μαθητών του εις αυτόν, και του έλεγον αν θέλη να έλθη ο Άγιος να τον ίδη να ομιλήσουν· και ο Άρτης έλεγεν ευλογοφανώς· «Ας μη πάρη τον κόπον ο Αββάς να έλθη εδώ, διότι έχω σκοπόν να έλθω εκεί», και όσας φοράς του εμήνυσεν, ούτω του απήντα. Ο δε Άγιος κατεγίνετο να στερεώνη τους ανθρώπους να εργάζωνται την αρετήν και να υπομένουν τας θλίψεις και τους πειρασμούς, οίτινες έρχονται, διότι δεν είναι άξια τούτου του καιρού τα παθήματα· «Ουκ άξια τα παθήματα…» (Ρωμ. η:18), δι’ εκείνην την δόξαν την οποίαν θα λάβωμεν εις τον Παράδεισον, όταν θα κάμνωμεν τας παραγγελίας του Θεού. Και η Γραφή λέγει· «Δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού» (Πράξ. ιδ:22). Συνεβούλευε δε να μη κρύπτωμεν τίποτε από τα δικαιώματα των εξιουσιών, αλλά να φυλάττωμεν μεν την πίστιν, εις εκείνα δε, άτινα δεν μας βλάπτουν, να υποτασσώμεθα. Διότι αυτοί υπερμαχούν και μας φυλάττουν από διαφόρους κινδύνους και από τους κακοποιούς και διότι, καθώς λέγει και ο Απόστολος Παύλος, «Ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν, οι δε ανθεστηκότες εαυτοίς κρίμα λήψονται» (Ρωμ. ιγ:2). Απέκοπτε δε με τούτο την πρόφασιν της προδοσίας του Αρχιερέως, επειδή και τούτο βεβαίως το προείδεν ο του Θεού άνθρωπος. Τινές δε εξ εκείνων οίτινες ήρχοντο και εξωμολογούντο, τον ηρώτων δια τα τέκνα των, τα οποία ήρπαζον κατά καιρόν οι Αγαρηνοί και ο Όσιος τους είπεν· «Ανίσως και ημπορείτε με χρήματα ή με άλλον τρόπον να τα ελευθερώσητε, καλά θα κάμητε· ειδεμή, συνάξατε όλα τα παιδία, και οποίον παραχωρήση ο Θεός τούτο και ας πάρουν και μη προδίδετε τα ξένα και πτωχά». Ακούοντες δε αυτά οι εξουσιασταί εθαύμαζον εις τον θεόσοφον διάκρισιν του Οσίου, και δεν είχον καμμίαν υποψίαν δι’ εκείνα, δια τα οποία ύστερον από τον Άρτης επροδόθη. Ημέραν δε τινά εγνώρισεν ο Όσιος με το διορατικόν του χάρισμα τον δόλον του Αρχιερέως Ακακίου, όστις εδούλευε κρυφίως την προδοσίαν του Αγίου· και καθήμενος εις τόπον τινά είπεν εις τους μαθητάς του τρις, καθώς ο Χριστός δια τον Ιούδαν· «Αλλοίμονον εις τον Αρχιερέα Ακάκιον! Καλλίτερον ήτο να μη είχε γεννηθή, παρά αυτό όπου βούλεται να ποιήση»! Πολλά δε βιασθείς από τους μαθητάς του, δεν ηθέλησε να τους φανερώση, αλλά τόσον μόνον τους είπεν· «Εις ολίγας ημέρας θέλετε ίδει με τους οφθαλμούς σας», δεν εψεύσθη δε εις τούτο ο άνθρωπος του Θεού. Έχων λοιπόν τον δόλον ο κάκιστος Ακάκιος εκαιροφυλάκτει δια να τελειώση το κακόν ο αλιτήριος! Ευρών δε ευλογοφανή αιτίαν κατά του Οσίου, μετέβη εις τους εξουσιαστάς του τόπου, και πλέκων την προδοσίαν, είπε λόγους παρανόμους κατά του Οσίου και ότι συνάγει πλήθος ανθρώπων δια ξηράς και θαλάσσης, εις τους οποίους γράφει κατ’ όνομα. «Ίσως δε να θέλη, αγάδες μου, είπε, να μας παραδώση εις άλλο βασίλειον». Τούτο δε είπε θέλων να εξορίση τον Όσιον από την επαρχίαν του. Ακούσαντες αυτά οι αγάδες εταράχθησαν και ευθύς γράφουν εις τον μπέην των Τρικκάλων όσα ήκουσαν από το στόμα του Άρτης. Λαβών ο διοικητής των Τρικκάλων την επιστολήν και μαθών τα αδίκως κατά του Οσίου καταγγελθέντα, εθυμώθη σφόδρα και έστειλεν ευθύς δέκα οκτώ στρατιώτας ωπλισμένους να συλλάβουν τον Όσιον και να τον φέρουν δεδεμένον κατά την τυραννικήν των συνήθειαν. Ο δε του Κυρίου μαθητής περισσότερον ή μιμητής, προϊδών τα κατ’ αυτόν, και ότι εκείνοι, οίτινες έρχονται να τον συλλάβουν, είναι πλησίον, προσεκάλεσε τους μαθητάς του και τους είπεν όσα θα γίνουν και όσα μέλλει να πάθη, καθώς και ο Χριστός είπεν εις τους μαθητάς του δια τα Πάθη του· πάντα ταύτα εφανέρωσεν ο Όσιος, καθώς και άλλα περί των οποίων προείπομεν. Δια τούτο λέγει εις τους μαθητάς του· «Όστις δεν έχει μαχαίριον, ας αγοράση τώρα»! Εις δε εκ των μαθητών αυτού του είπε· «Πάτερ, και τι φανερώνει το μαχαίριον»; Ο δε Όσιος του απεκρίθη· «Θλίψεις, πειρασμούς, φυλακάς, πληγάς, και τέλος τον θάνατον, όστις μας αναμένει». Ταύτα ακούσαντες οι μαθηταί ελυπήθησαν πολύ, ο δε Όσιος τους συνεβούλευσε και τους εστερέωσεν όλην εκείνην την νύκτα, και κατά το πρέπον τους απέλυσε. Πρωϊας δε γενομένης είπεν εις τον Εφημέριον του Μοναστηρίου. «Σήμερον, αδελφέ, να λειτουργήσης ενωρίτερον». Ήτο δε ημέρα Κυριακή και ο μεν Εφημέριος έκαμεν ως επροστάχθη, όταν δε η Λειτουργία ευρίσκετο περί το τέλος έφθασαν οι Αγαρηνοί ως άγρια θηρία, οίτινες φοβούμενοι μήπως και δεν τους αφήσουν το πλήθος των ανθρώπων να δέσουν τον Όσιον, εφάνησαν εν αρχή ως άγρια θηρία. Ως είδον οι μαθηταί του Οσίου ότι αίφνης οι Τούρκοι περιεκύκλωσαν το Μοναστήριον, επάγωσαν από τον φόβον των! Ο δε Όσιος χαρούμενος τους λέγει· «Ποίον ζητείτε»; Και εκείνοι του είπον· «Τον Αββάν». Τότε τους λέγει· «Εγώ είμαι». Βλέποντες εκείνοι το θάρρος του δεν επίστευον, μαθόντες όμως ότι αυτός είναι, τον ηυλαβήθησαν και με ειρηνικούς λόγους είπον την προσταγήν του διοικητού και του Άρτης την επιβουλήν, διότι τους εναρέτους και οι πολέμιοι τους ευλαβούνται καθώς αι θείαι Γραφαί λέγουσι. Τότε επρόσταξεν ο Όσιος και έβαλαν τράπεζαν, φιλεύσαντες αυτούς φιλοφρόνως, και ως έφαγον είπον να φέρουν άλογον να ιππεύση ο Όσιος δια να τον υπάγουν εις τον μπέην· και αυτός δεν ηθέλησεν άλογον, αλλ’ είπε και του έφερον ημίονον, καθώς φαίνεται τον Χριστόν μιμούμενος και εις τούτο, και ιππεύσας ανεχώρησεν ομού με αυτούς. Ηκολούθουν δε και οι μαθηταί του όλοι πεζοί μη φοβούμενοι, αλλά με προθυμίαν. Όταν όμως έφθασαν εις το χωρίον Δερβέκισταν, εστάθησαν εκεί ολίγην ώραν και κρατήσαντες οι Τούρκοι δύο από τους μαθητάς του Οσίου, τον Ιάκωβον και τον Διονύσιον, προσέταξαν τους λοιπούς να επιστρέψωσιν εις το Μοναστήριον· εις δε τον Όσιον και τους άλλους δύο έβαλαν εις τον λαιμόν άλυσιν, εκείνοι δε έπεσον να κοιμηθούν. Την πρωϊαν ήλθεν εις των μαθητών αυτού και του λέγει· «Πάτερ, μη μας αφήσης ορφανούς, διότι γνωρίζεις ότι όλοι δια σε εσυνάχθημεν εδώ». Τότε ο Όσιος είπε· «Μη γένοιτο, τέκνον μου, ν’ αφήσω κανένα εξ υμών, αλλ’ όπου και αν υπάγω, εντός ολίγου πάλιν θα επανέλθω και θα λάβω ένα από σας· μόνον τούτο να ηξεύρητε, ότι εδώ πάλιν δεν γυρίζω». Και αυτά λέγοντος του Αγίου ευθύς οι ανήμεροι στρατιώται τους έβγαλαν την άλυσιν και φέροντες ημιόνους τους έβαλαν να τους υπάγουν εις τον διοικητήν των. Την ερχομένην όμως νύκτα ησθένησεν εις στρατιώτης, οι δε άλλοι φοβηθέντες έστειλαν Χριστιανόν τινά, όστις είπεν εις τον Όσιον· «Σε παρακαλούν, Πάτερ, οι στρατιώται να τους συμπαθήσης, δια να μη χαθή κανείς απ’ αυτούς, διότι αυτοί δεν πταίουν, καθότι ούτω διαταχθέντες εκτελούσι την διαταγήν του αυθέντου των». Ο δε Όσιος τούτο ακούσας ιάτρευσε τον ασθενήσαντα, ώστε πάλιν ηκολούθησαν την οδόν των· φθάσαντες δε εις τον διοικητήν των Τρικκάλων, παρουσίασαν τον Όσιον έμπροσθέν του, ούτος δε ηρώτησε τον Όσιον αν ηλήθευον όσα δι’ αυτόν ήκουσε και άλλα πολλά τον σξήταζε, πότε μεν δια λόγων ειρηνικών, πότε δε και περιπαίζων. Εγνώρισε δε ότι όσα ήκουσε δι’ αυτόν ήσαν συκοφαντία και ψεύματα και δεν εύρε κανέν εναντίον, εν τούτοις τον εφυλάκισεν ομού με τους δύο μαθητάς του, προσμένων την απόφασιν του βασιλέως του, εις τον οποίον είχε γράψει. Ήλπιζε δε να λάβη και χρήματα, νομίζων ότι οι Χριστιανοί, έχοντες σέβας εις τον Όσιον, θα έλθουν να τον ελευθερώσουν με χρήματα. Εις τους τρεις όμως τούτους Οσιομάρτυρας, τους τον τύπον φέροντας της Παναγίας και Ζωαρχικής Τριάδος, ηκολούθησεν ό,τι λέγει ο Υμνογράφος· «Μετά κλάδων υμνήσαντες πρότερον, ως κακούργον προδόσαντες ύστερον», και έμειναν εις την φυλακήν ημέρας τεσσαράκοντα προσμένοντες την διαταγήν του τυράννου· αλλά και εκεί ευρισκόμενος ο Όσιος εδίδασκεν εις τους Χριστιανούς, οίτινες επήγαινον να τους ίδουν εις την φυλακήν, τον λόγον το Ευαγγελίου· τον ηρώτησαν δε οι δύο μαθηταί του, ο Ιερεύς Θεωνάς και ο Μαρκιανός, οίτινες μετέβησαν εκεί προς επίσκεψίν του· «Ειπέ μας, Πάτερ, μετά την τελευτήν σου, τι θα γίνη το Κοινόβιον και οι αδελφοί; Θα μείνουν ή θα σκορπισθούν»; Ο δε Όσιος τους είπε με νόημα· «Όταν, Θεού ευδοκούντος, ελευθερωθώμεν από τας χείρας του βασιλέως, θα υπάγωμεν πρώτον εις τον Πατριάρχην και ύστερον εις την Μεγάλην Βλαχίαν· όταν δε υπάγωμεν εκεί, πειρασμούς δεν φοβούμεθα· και έτσι ημείς θα έλθωμεν από τα επάνω μέρη, σεις δε από τα κάτω, και πλησίον εις την Θεσσαλονίκην θα συναθροισθώμεν· Θεού δε συνεργούντος θα ευρεθή Μοναστήριον να κατοικήσωμεν και θα γίνωμεν αχώριστοι και εις τούτον τον κόσμον και εις τον άλλον». Η δε εξήγησις τούτου του αινίγματος είναι αύτη· Πατριάρχην είπε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Μεγάλην Βλαχίαν τον Παράδεισον όπου ευρίσκονται αι ψυχαί των δικαίων· το δε να έλθουν αυτοί από τα επάνω μέρη φανερώνει τα λείψανά των· είπε δε θα έλθωμεν, διότι είχε και τους δύο άλλους συμμάρτυράς του, δια τούτο δεν εψεύσθη ο Άγιος, αλλά έμεινεν αχώριστος κατά το πνεύμα με τους μαθητάς του, καθώς προβαίνων ο λόγος θα το φανερώση. Ευρισκόμενος ο Όσιος εις την φυλακήν, έστειλεν εις τους μαθητάς του επιστολήν λέγουσαν· «Ιάκωβος δούλος Χριστού, τοις αδελφοίς μου τοις εν Δερβεκίστα τοις κατοικούσιν εν τη Μονή του Τιμίου Προδρόμου, Χάρις είη υμίν και ειρήνη από Θεού Κυρίου Παντοκράτορος. Τούτο γινώσκετε, αδελφοί μου, ότι ο κόσμος επονηρεύθη, και οι λύκοι όπου γράφει ο Απόστολος επλήθυναν εις τον κόσμον, και σεις, τέκνα μου ηγαπημένα, ηξεύρετε πόσην αγάπην είχα προς σας. Και εγώ Χάριτι Χριστού καθ’ ημέραν σας συνεβούλευον εις το καλόν, τώρα όμως απόφασις ήλθεν εις ημάς να υπάγωμεν εις τον σουλτάνον και το τέλος ο Θεός το ηξεύρει· όμως όταν μάθητε την τελευτήν μου, μη ταραχθήτε, αλλ’ υπομείνατε ανδρείως, αδελφοί μου ευλογημένοι, και ποιήσατε εις ημάς τας παραδεδομένας ακολουθίας, ήτοι έκαστος εξ υμών τας τεσσαράκοντα ημέρας και καθ’ εκάστην ημέραν ποιείτε μετανοίας πεντήκοντα· τας δε τεσσαράκοντα Λειτουργίας ποιήσατε απαραιτήτως· ημείς δε εάν εύρωμεν παρρησίαν εις τον Θεόν, θέλομεν δεηθή δια σας, όπως σας στηρίξη εν ομονοία και αγάπη πνευματική, κατά δε τον μέλλοντα αιώνα να τύχητε της μερίδος των Δικαίων. Εις δε τον Παπα-Θεωνάν να υπακούητε ως εις εμέ, και να εξομολογήσθε εις αυτόν τους λογισμούς σας· μη χωρισθήτε δε απ’ αλλήλων, αλλ’ υπομείνατε ό,τι διωγμούς και θλίψεις θέλετε έχει. Ούτω ποιήσατε, ίνα η Χάρις του Θεού και το έλεος αυτού είη μεθ’ υμών. Αμήν. Αφού έγραψε την επιστολήν, έφθασαν οι βασιλικοί άνθρωποι (Σελήμης δε ήτο ούτος ο απηνής και ωμότατος) και έβγαλαν οι υπηρέται από την φυλακήν τον Όσιον και τους δύο μαθητάς του, τον Ιάκωβον την τάξιν Διάκονον και τον Διονύσιον, και τους έβαλαν ιππεύοντας εις ίππους, δέσαντες τους πόδας αυτών με αλύσεις σιδηράς δια να τους υπάγουν εις τον βασιλέα· και φθάσαντες εις Αδριανούπολιν δεν εύρον εκεί τον βασιλέα, αλλά εις άλλην πόλιν, Διδυμότειχον ονομαζομένην. Όθεν τους επήγαν εκεί και επρόσταξε να έλθουν έμπροσθέν του να τους εξετάση· αφού δε παρεστάθησαν εις το κριτήριόν του, δεν εδειλίασαν, αλλά με ανδρείαν έκαμναν τας αποκρίσεις. Και ο τύραννος βλέπων αυτούς με άγριον βλέμμα είπεν εις τον Όσιον· «Ειπέ, τι είναι αυτά όπου ήκουσα δια σε; Και δια ποίαν αιτίαν συνάγεις τους ραγιάδες εις εαυτόν; Μήπως είσαι κριτής»; Εις ταύτα ο Όσιος απεκρίθη· «Συ είσαι κριτής, όστις κυριεύεις τον κόσμον τούτον· εις εμέ εδόθη άλλη κρίσις, να διδάσκω τα πλήθη των Χριστιανών να κάμνουν τας παραγγελίας του Θεού». Λέγει ο τύραννος· «Ποία κρίσις σου εδόθη παρά Θεού»; Λέγει εις αυτόν ο Όσιος· «Να διδάσκω τον Νόμον του Θεού εις τους ομοφύλους μου Χριστιανούς, δια να εργάζωνται τας αγίας Αυτού εντολάς και να μη κάμνουν κανέν κακόν». Ο δε τύραννος ταύτα ακούσας εθυμώθη περισσότερον και με θυμόν του λέγει: «Ανόητος κεφαλή, λέγε μου την αλήθειαν και μη κρύπτης εκείνα όπου έμαθα εγώ από τους ομοπίστους σου». Λέγει ο Όσιος: «Εάν ζητής να μάθης την αλήθειαν, αυτή όπου σου είπα είναι και εις τας χείρας σου είμαι και κάμε ό,τι θέλεις». Τότε προσέταξεν ο τύραννος να κρεμάσουν τον Άγιον και να τον δείρουν ώραν πολλήν με βούνευρα και δερόμενος καθόλου δεν ελάλει, αλλά μιμούμενος τον υπέρ ημών αποθανόντα Χριστόν και σιωπών υπέμεινε τας βασάνους ανδρείως τόσον, ώστε εφαίνετο ως να επαιδεύετο άλλος τις. Είτα προσέταξεν ο κατηραμένος να δείρουν τους μαθητάς του, και ιδών ότι αιτίαν θανάτου δεν είχον, προσέταξε να τους φυλακίσουν· και την άλλην ημέραν είπε και τους έφεραν έμπροσθέν του και πολύ τους εβασάνισε. Προσέταξε να τους βάλουν στρέβλας εις τας αγίας των κεφαλάς και ο Όσιος στρεβλούμενος δεν έπαθε τίποτε· του δε Διακόνου σφιγγομένου εξήλθεν ο οφθαλμός του· ήτο δε κατά πολλά εύμορφος εις την όψιν, δια το οποίον πολύ επάσχισεν ο τύραννος να τον βιάση ν’ αρνηθή τον Χριστόν· αλλά του Θεού η Χάρις τον ενεδυνάμωνεν. Αυτάς τας δύο τιμωρίας τούς έκαμαν εις το Διδυμότειχον και ύστερα τους έδεσαν με σιδηράς αλύσεις και τους έστειλαν εις την Αδριανούπολιν, επειδή εκεί ήσαν οι πασάδες του, παραγγείλας εις αυτούς να τους φυλάξουν καλά δι’ άλλην εξέτασιν. Εις ολίγας ημέρας επήγε και ο τύραννος εκεί και έμαθεν από τους πασάδες του, ότι δεν είναι ένοχος θανάτου και ότι έχει και προφητικόν χάρισμα και εκείνα όπου θα γίνουν εις τους ανθρώπους τα λέγει ως να τα βλέπη. Ακούσας ταύτα ο τύραννος εχάρη, διότι ήτο φιλόζωος και αγαπούσε να μάθη δι’ εαυτόν, και προσκαλέσας τον Όσιον τον ηρώτα πόσον θα ζήση. Και ο Άγιος του είπεν· «Ήξευρε από εμέ, ω βασιλεύ, ότι η ζωή σου εμετρήθη και εις εννέα μήνας τελειώνει». Λέγει ο τύραννος· «Δεν ηξεύρεις τι λέγεις! Εγώ θέλω να ζήσω και να υπάγω να πάρω την Ρόδον» (την οποίαν τότε επολέμει). Λέγει εις αυτόν ο Άγιος· «Συ εις εννέα μήνας αποθνήσκεις, και δια την Ρόδον τι σε μέλει»; Έγραψαν δε οι πασάδες την ημέραν και δεν εψεύσθη ο Άγιος, διότι τελειώνοντες οι εννέα μήνες, απέθανεν ο τύραννος και επήγεν εις το πυρ της κολάσεως! Ακούων όμως τούτον τον λόγον ο τύραννος εθυμώθη πολύ και είπε και εφυλάκισαν τον Όσιον, εσκέπτετο δε με ποίαν δικαιολογίαν να τον θανατώση, επειδή δεν εύρισκεν έγκλημα άξιον θανάτου και το είχεν εις εντροπήν να τον θανατώση χωρίς εύλογον αιτίαν. Δια τούτο ετεχνεύθη ο κατηραμένος και έστειλεν ένα πασάν να τον ερωτήση περί του Χριστού και του Μωάμεθ· και ελθών ο πασάς λέγει εις τον Όσιον· «Αββά, πως νομίζεις τον Χριστόν»; Και ο Όσιος είπε· «Τέλειον Θεόν και τέλειον άνθρωπον». Και του διηγήθη όλον το μυστήριον της συγκαταβάσεως. Λέγει πάλιν ο πασάς· «Τον προφήτην μας πως τον έχεις»; Και ο Όσιος είπε· «Δεν είναι προφήτης, αλλ’ εχθρός του Θεού και φίλος του διαβόλου άριστος, ότι δεν ελύπησεν άλλος περισσότερον τον Θεόν καθώς αυτός· και όστις ελπίζει εις αυτόν ή τον έχει δια προφήτην δεν αξιώνεται της Βασιλείας του Θεού». Ταύτα ακούσας ο πασάς επήγε και τα είπεν εις τον τύραννον και εκείνος παρευθύς θυμωθείς έστειλε τους φονείς και τους είπεν· «Εάν κάμετε τρόπον ν’ αρνηθούν αυτοί τον Χριστόν, μεγάλης τιμής θα σας αξιώσω». Επήγαν λοιπόν εκείνοι προς τον Όσιον και του είπαν την παραγγελίαν του τυράννου και έκαμαν κάθε τρόπον, πότε με κολακείας και πότε με υποσχέσεις και πότε με απειλάς, ελπίζοντες οι ωμότατοι να τους φέρουν εις την ψευδή των θρησκείαν δια να λάβουν τας τιμάς όπου τους υπεσχέθη ο βασιλεύς. Οι δε Άγιοι και οι τρεις με μίαν καρδίαν, γλώσσαν και φωνήν εβόησαν λέγοντες· «Μη γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ ημών, να αρνηθώμεν τον Κύριον της δόξης και Βασιλέα των βασιλευόντων και να πιστεύσωμεν τον ψεύστην και πλάνον και εχθρόν σου». Και ταύτα ως ήκουσαν οι φονείς, ήλθον και είπον του τυράννου· «Οι άνθρωποι, εις τους οποίους μας έστειλες, κράτιστε βασιλεύ, δια να τους καταπείσωμεν ν’ αρνηθούν τον Χριστόν, όχι μόνον δεν τον αρνούνται, αλλά και τον προφήτην, τον οποίον πιστεύομεν ημείς, αυτοί τον ονομάζουν πλάνον και απατεώνα και ημάς, οίτινες τον πιστεύομεν, μας λέγουν ότι είμεθα τελείως απωλεσμένοι». Ακούσας ταύτα ο τύραννος εθυμώθη και προσέταξε να φέρουν τους τρεις Οσιομάρτυρας και να ξέσουν τας σάρκας των με σιδηρούς όνυχας, ειπών· «Εάν κάμουν το πρόσταγμά μου και αρνηθούν τον Χριστόν, να ελευθερωθούν από τας παιδείας, ει δε να παιδευθούν». Και λέγων αυτά ήρχισαν οι δήμιοι και άλλος έξεε τας σάρκας των Αγίων, άλλος έκρουε τας σιαγόνας των, και άλλος εβάστα κρέας και ηνάγκαζε τους Αγίους να φάγουν, γνωρίζοντες ότι οι Μοναχοί δεν τρώγουν κρέας. Και τόσον τους εβασάνισαν οι κατηραμένοι, ώστε η γη εις την οποίαν ίσταντο οι Μάρτυρες εκοκκίνισεν από το αίμα των. Ο δε τύραννος εθαρρούσε ότι θέλουν φοβηθή τας βασάνους και θέλουν ακολουθήσει εις την πίστιν του· οι Άγιοι όμως όντες στερεοί και ανδρείοι εις την ψυχήν και ούτω πικρώς βασανιζόμενοι, καθόλου δεν ήκουσαν τας φλυαρίας του, αλλ’ ασυγκρίτως παρισσότερον αγαπούσαν εκείνα τα καλά, ήτοι τον Παράδεισον, παρά ταύτα τα γήϊνα· δια τούτο υπέμενον και τας βασάνους με χαράν, ελπίζοντες με αυτάς ν’ απολαύσουν την λαμπρότητα των Δικαίων και την αδάπανον τρυφήν, καθώς και τα απήλαυσαν. Οι δε δήμιοι κουρασθέντες να βασανίζουν τους Αγίους είπον του τυράννου το αμετάθετον της γνώμης αυτών και εκείνος προσέταξε να τους φυλακίσουν δια να τους φέρη και πάλιν εις άλλην εξέτασιν. Μετά τρεις ημέρας, καθήσας ο τύραννος εις το κριτήριον, επρόσταξε και έφεραν τους Αθλητάς έμπροσθέν του· είπε δε εις τους βασανιστάς να βγάλουν λωρίδας εκ του δέρματος του τρισολβίου Γέροντος από τους μαστούς και την ράχιν, έως τους νεφρούς, να βάλουν δε άλας και όξος εις τας πληγάς του. Τους δε δύο μαθητάς τού Οσίου προσέταξε να τους δείρουν με βούνευρα επί τινας ώρας και πάλιν να τους φυλακίσουν, δια να στοχασθή πικρότερα βάσανα· ύστερα δε από ολίγας ημέρας τους έφερε και πάλιν εις το κριτήριον· είδε δε αυτούς να είναι χαρούμενοι, έχοντες τας παιδείας δια χαράν και αγαλλίασιν και καταγελώντας αυτόν. Τότε προσέταξε να καταξεσχίσουν με σιδηρούς όνυχας τους τιμίους πόδας των και να κατακαίουν τας πληγάς των με λαμπάδας· πάλιν δε μετά ημέρας προσέταξε να κατατρίψουν τας πληγάς των, χωρίς λύπην, με τρίχινα πανία· και ως ετελείωσε και αυτή η παιδεία και άλλαι πολλαί αίτινες έγιναν εις διάστημα δέκα επτά ημερών, τότε απεφάσισεν ο κατηραμένος και αλιτήριος να τους κρεμάσουν! Λαβόντες δε οι φονείς τους Μάρτυρας της αληθείας τους έφεραν εις τον τόπον της καταδίκης και της τελειώσεως. Και ο μεν Όσιος, ω του θαύματος! περιπατών ήλθεν εκεί, ενώ δεν είχε σάρκας ουδόλως εις τους πόδας του, αλλά ήσαν τα οστά γυμνά, όπερ βλέποντες οι άνθρωποι όλοι εθαύμασαν· οι δε δύο μαθηταί του Αγίου εβαστάζοντο υπ’ ανθρώπων, διότι δεν ημπορούσαν να περιπατήσουν από τας πολλάς και μεγάλας βασάνους. Όταν λοιπόν έφθασαν εις τον τόπον της τελειώσεως, εζήτησεν ο Όσιος καιρόν να προσευχηθή και οι δήμιοι του είπον· «Καθώς θέλεις, ούτω κάμε». Τότε ο Άγιος λαβών τον Διάκονον τον έστησεν εκ δεξιών και τον άλλον εξ αριστερών και τους λέγει· «Ω τέκνα μου, καιρός είναι να υπάγωμεν προς τον ποθούμενον Χριστόν, δια τον οποίον και τας παιδείας υπεμείναμεν· ας προσευχηθώμεν λοιπόν και δια τον κόσμον και την Εκκλησίαν, ευχαριστούντες τον Κύριον, διότι μας ηλευθέρωσεν από τούτον τον μάταιον κόσμον και μας κατηξίωσε να γίνωμεν κληρονόμοι της ατελευτήτου Βασιλείας Του». Ταύτα ειπών και υψώσας τας χείρας και τα όμματα εις τον ουρανόν προσηύξατο με τους άλλους δύο· εκ τρίτου δε επί της γης πεσόντες και προσκυνήσαντες τον Κύριον, τον ηυχαρίστουν διότι τους ηξίωσεν εις το Μαρτύριον. Τότε εξήγαγεν από τον κόλπον του ο Όσιος τρεις μερίδας των Αχράντων Μυστηρίων και έδωκε την μίαν εις τον Διάκονον, την άλλην εις τον Διονύσιον και την τρίτην μερίδα μετέλαβεν ο ίδιος, χείρας δε και όμματα υψώσας προς τον ουρανόν με μεγάλην φωνήν είπε· «Κύριε, εις χείρας σου παραδίδωμι το πνεύμα μου», και με χαριέστατον πρόσωπον παρέδωκε το πνεύμα πεσών νενεκρωμένος. Ιδόντες δε οι δήμιοι το γενόμενον και ο λαός, όστις έστεκεν εκεί, εθαύμασαν! Τότε επήγεν ένας στρατιώτης και είπεν εις τον βασιλέα το γενόμενον. Ο δε τύραννος είπεν ότι και νεκρόν το σώμα να το κρεμάσουν, τους δε μαθητάς του τον ένα εκ δεξιών και τον άλλον εξ αριστερών· και ούτω και αυτοί οι μακάριοι παρέδωκαν το πνεύμα τω Κυρίω. Ούτω λοιπόν ετελείωσαν οι καλλίνικοι Οσιομάρτυρες την α΄ (1ην) Νοεμβρίου μηνός, κατά το έτος αφκ΄ (1520). Τα δε τίμια αυτών λείψανα τα ηγόρασαν Χριστιανοί τινές και τα έφεραν εις χώραν τινά έξω της πόλεως τρία μίλια, ονομαζομένην Αρβανιτοχώριον, και εκεί κατέθεσαν αυτά χωριστά εις τρείς τάφους θέσαντες τον θείον Ιάκωβον εν τω μέσω των δύο μαθητών, με την πρέπουσαν τιμήν, ευλάβειαν και σέβας εις δόξαν του Παντάνακτος Θεού. Κατά πάσαν δε επίσημον εορτήν και Κυριακήν εφαίνετο φως εις τα μνημεία αυτών καταβαίνον από τον ουρανόν, και αυτό το φως όχι μόνος ένας ή δύο το έβλεπον, αλλά και όσοι κατοικούσαν εις εκείνην την χώραν, έως ότου επάρθησαν τα τίμια λείψανα απ’ εκεί από τους μαθητάς του Οσίου. Και ταύτα μεν περί της τελειώσεως του τρισμάκαρος και τρισολβίου Πατρός ημών Ιακώβου και των συν αυτώ μαρτυρησάντων. Αναγκαίον δε είναι να είπωμεν και δια τους μαθητάς του Αγίου, τον τιμιώτατον Παπα-Θεωνάν και τους λοιπούς Μοναχούς, ότι αφού απωρφανίσθησαν από τον Όσιον διδάσκαλόν των και της καλής συνοδείας του, ευρίσκοντο εις την Μονήν του Τιμίου Προδρόμου οδυρόμενοι την του Πατρός των στέρησιν. Ο δε Άρτης Ακάκιος δεν έπαυσε πάλιν από πάσαν κακίαν, αλλά «Ωδίνησεν αδικίαν, συνέλαβε πόνον και έτεκεν ανομίαν» (Ψαλμ. ζ:15), κατά τον θείον Δαβίδ, μήτε τον Θεόν φοβηθείς μήτε τους ανθρώπους εντραπείς, αλλά εδίωξεν όλους τους Μοναχούς από το Μοναστήριον εν καιρώ χειμώνος. Αλλ’ ο Θεός δεν παρέβλεψε λυπημένας καρδίας, κατάτον θείον Δαβίδ· «Καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει»! (Ψαλμ. ν:19), αλλ’ εκίνησεν εις έλεον άρχοντα τινά πρόθυμον, ο οποίος εδέχθη τους ταπεινούς εκείνους και δεδιωγμένους Μοναχούς, και τους έστειλεν εις Εκκλησίαν τινά του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, λέγων εις αυτούς· «Πηγαίνετε, Πατέρες μου ευλογημένοι, εις την Εκκλησίαν μου, και καθήσατε εκεί όσον θέλετε, εγώ δε σας δίδω πάσαν σωματικήν χρείαν πλουσιοπάροχα· και αν σας αρέση μείνατε εκεί, άλλως πηγαίνετε όπου θελήσετε». Επειδή δε οι Μοναχοί έλαβον τοιαύτην περιποίησιν, χωρίς να την αναμένουν, εδόξασαν τον Θεόν, όστις επρονόησε περί αυτών ως προνοεί και περί παντός όστις ελπίζει εις Αυτόν. Διαμείναντες επί τινα χρόνον οι μαθηταί του Αγίου Οσιομάρτυρος Ιακώβου εις την Εκκλησίαν του Αγίου Γεωργίου, είχον τα προς το ζην πλούσια από τον ευλογημένον εκείνον άνθρωπον, κατόπιν όμως, επειδή εκεί δεν είχον την ποθουμένην ησυχίαν, ανεχώρησαν εκείθεν και μετέβησαν εις το Άγιον Όρος, περιελθόντες δε αυτό εξέλεξαν το Μοναστήριον της Σιμόπετρας, εις το οποίον έζων εν μεγάλη στενοχωρία ως μη έχοντες τα προς σωματικήν χρείαν, επειδή τούτο είχε καταπατηθή από τους Αγαρηνούς και μόνον άλλοι δύο ή τρεις Μοναχοί διέμενον εν αυτώ δια το δύσβατον του τόπου και την ένδειαν των αναγκαίων, απολαμβάνοντες όμως εκεί πλουσίως τους καρπούς της ησυχίας. Αφού παρήλθον τρία έτη από το Μαρτύριον του Αγίου Ιακώβου, ηκολούθησε το εξής θαύμα. Ιερεύς τις από τα μέρη της Άρτης, Νικόλαος το όνομα, είχεν αδελφόν, όστις κατώκει εις τα παρά τον Δούναβιν πλησίον της Νικοπόλεως, επήγε δε ο Ιερεύς να τον ίδη. Ο αδελφός του τον εδέχθη και του έδωσε διάφορα δώρα, μεταξύ των οποίων και ένα ίππον· επιστρέφων δε ο Ιερεύς και ευρισκόμενος πλησίον της Αδριανουπόλεως ησθένησεν ο ίππος του και δεν ηδύνατο να περιπατήση τελείως· στενοχωρούμενος δε και μη γνωρίζων τι να ποιήση, ενεθυμήθη τον Όσιον Ιάκωβον και τον έκραξεν εις βοήθειάν του λέγων· «Άγιε Οσιομάρτυς Ιάκωβε, βοήθησόν μοι εις ταύτην την ώραν τον ξένον οδοιπόρον». Ο δε ταχύς εις βοήθειαν δεν παρήκουσε την παράκλησίν του, αλλ’ ευθύς ιάτρευσε τον ίππον του· ιδών δε ο Ιερεύς εκείνος το θαύμα επήγεν εις τον τόπον εις τον οποίον ήσαν τεθαμμένα τα άγια λείψανα των Αγίων, διηγηθείς δε εις τους εγχωρίους το θαύμα εδόξασαν τον Θεόν, τον ενδοξαζόμενον εν τοις Αγίοις του. Επειδή όμως ηθέλησε να ανοίξη τον τάφον, εκείνοι κατ’ αρχάς τον ηπείλησαν και δεν του επέτρεπον, αλλ’ ύστερον τους παρεκάλεσε και ήλθον όλοι ομού, ανοίξαντες δε τον τάφον του Αγίου εύρον το άγιον λείψανον, ω του θαύματος! πλήρες μυριπνόου ευωδίας και γλυκύτητος· έλαβε δε ο Ιερεύς την αγίαν κάραν και μέρος του αγίου λειψάνου, έδωκε δε και εις τους εκεί ολίγον μέρος, τα δε λοιπά τα εσκέπασαν και ανεχώρησαν εις τους οίκους των. Ο δε Ιερεύς εβάδιζεν εις την οδόν του με χαράν και είχε πόθον να μάθη δια τους μαθητάς του Οσίου που ευρίσκονται και φθάσας εις το Ορφάνι, επήγεν εις το Μετόχι της Μονής του Διονυσίου, όπου εφιλοξενήθη από τους Μοναχούς, ηρώτα δε αυτούς δια τους μαθητάς του Οσίου Μάρτυρος. Ούτοι του είπον, ότι πλησίον εις το Μοναστήριόν των ευρίσκονται και χαρούμενος τους διηγήθη πως ιάτρευσε τον ίππον του ο Άγιος δια παρακλήσεως και πως έχει μέρος των λειψάνων του. Τούτο ακούσας ο οικονόμος του Μετοχίου, το όνομα Νεόφυτος, όστις είχε τον οφθαλμόν βεβλαμμένον, πλησιάσας εις τα άγια λείψανα είπεν· «Άγιε Οσιομάρτυς Ιάκωβε, ιάτρευσον τον πονεμένον μου οφθαλμόν». Και ω του θαύματος! με τον λόγον ιατρεύθη ευθύς ο οφθαλμός του και εδόξασαν τον Θεόν. Συνοδεύσας δε τον Ιερέα επήγαν εις το Άγιον Όρος, προς επίσκεψιν των μαθητών του Οσιομάρτυρος, οι οποίοι όταν είδον τα άγια λείψανα, άπερ έφερεν ο Ιερεύς, πολλής χαράς και αγαλλιάσεως ενεπλήσθησαν· άλλοι τα ησπάζοντο και άλλοι τα εμυρίζοντο προσκυνούντες, όλοι δε ανέπεμπον κοινήν ευχαριστίαν εις τον Θεόν και τον Άγιον. Έπειτα φιλοδωρήσαντες τον Ιερέα έστειλαν πάλιν με άλλον Μοναχόν ονόματι Θεόφιλον και έφεραν και τα υπόλοιπα λείψανα του Οσίου και των άλλων δύο Ιακώβου και Διονυσίου, τα οποία ευωδίαζον όλα και έως τώρα ευωδιάζουν. Έγινε δε και τούτο το θαύμα από τα άγια λείψανα. Ιερεύς τις ονόματι Κάλλιστος, δεν ηξεύρω πως, έπαθεν από γύρισμα του οφθαλμού και του στόματος, άτινα έβλεπον προς εν μέρος του προσώπου του· προσπέσας όμως ο Ιερεύς εις τα άγια λείψανα ιατρεύθη, και υπερθαυμάσας εκήρυττε πανταχού το εις αυτόν θαύμα, όσοι δε ήκουσαν εδόξαζον τον Θεόν και τον Άγιον. Αφού παρήλθεν ολίγος καιρός ανεχώρησαν οι μαθηταί τού Οσίου από την Σιμόπετραν και λαβόντες τα τίμια λείψανα ήλθον πλησίον εις την Θεσσαλονίκην, ένθα εύρον μικρόν Μοναστήριον πεπαλαιωμένον της Μεγαλομάρτυρος Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας και έμειναν εκεί, κτίζοντες αυτό καλά και κελλία των αδελφών πολλά. Αφού δε ηκούσθη η φήμη των αγίων λειψάνων παντού, ήρχοντο πολλοί φιλόθεοι Χριστιανοί από τα πλησιόχωρα και από μακρόθεν γενόμενοι Μοναχοί, όχι δε μόνον άνδρες, αλλά και γυναίκες και παιδία και ο καθείς ελάμβανε κατά τον πόθον του· εις ολίγον δε καιρόν έγιναν (χάριτι του Χριστού) έως εκατόν πεντήκοντα Μοναχοί, δια πρεσβειών του Οσιομάρτυρος. Περί δε του εν Αγίοις Θεωνά του μαθητού του Αγίου πως εποίμαινε τους υπό του Οσίου εμπιστευθέντας αδελφούς, περί της οικοδομής του Μοναστηρίου, και πως ύστερον δι’ αποκαλύψεως θείου Αγγέλου εχρημάτισε Θεσσαλονίκης Μητροπολίτης και περί της ζωής αυτού και του αγίου λειψάνου του, το οποίον είναι σώον έως την σήμερον, ιαμάτων ρείθρα πηγάζον, η κατά πλάτος αυτού ιστορία διηγείται ακριβώς. Ας αφήσωμεν επίσης και τα πολλά θαύματα του Οσιομάρτυρος Ιακώβου όπου έγιναν και γίνονται έως της σήμερον, και μόνον ολίγα να είπωμεν ακόμη και να καταπαύσωμεν τον λόγον. Ιερομόναχος τις Βαρλαάμ, όστις ήτο μετά των μαθητών τού Οσίου, παρήκουσε ποτε τον Ηγούμενον του Μοναστηρίου και εδαιμονίσθη· τόσον δε δεινώς εβασανίζετο, ώστε επί τεσσαράκοντα φοράς το ημερονύκτιον τον εσπάρατε το δαιμόνιον και ήφριζε. Τούτο βλέποντες οι Μοναχοί του έδεσαν τας χείρας και τους πόδας και ανέμενον τον Ηγούμενον να έλθη από την Θεσσαλονίκην, όστις ελθών και ιδών το γινόμενον, έπλυνε τα άγια λείψανα του Αγίου και επότισε τον δαιμονισθέντα, όστις ευθύς ιάθη, όλοι δε εδόξασαν τον Θεόν και τον Άγιον. Και άλλος μισθωτός χωρικού τινός εδαιμονίσθη και αυτός, προστρέξας δε εις την θήκην των αγίων λειψάνων και πιών από το απόνιμμα ευθύς ιατρεύθη· και όχι μόνον τα τίμια λείψανά του, αδελφοί, ιατρεύουν τους ασθενείς, αλλά και ένδυμα βαλλόμενον επάνω εις γυναίκας, αίτινες δεν ηδύναντο να γεννήσωσιν, ευθύς ηλευθερούντο. Και άνθρωπος τις ενάρετος Θεσσαλονικεύς, Φίλιππος ονομαζόμενος, κινδυνεύσας εις την θάλασσαν με άλλους ομού, παρακαλέσαντες τον Άγιον ευθύς ελυτρώθησαν του κινδύνου· λυτρωθείς δε δεν ελησμόνησεν ο Φίλιππος το θαύμα, αλλ’ επήγε με βίαν εις το Μοναστήριον, και έδωκε την πρέπουσαν ευχαριστίαν εις τον Άγιον και έως τέλους της ζωής του έδιδεν έλαιον δια τας κανδήλας της Εκκλησίας. Από τούτον τον Φίλιππον Αγαρηνός τις έλαβε πραγματείαν πεντακοσίων γροσίων, και μάρτυρας δεν είχεν· αφού δε παρήλθον ολίγαι ημέραι, εζήτησε τα γρόσια του από τον Αγαρηνόν, αλλ’ εκείνος όχι μόνον δεν του τα έδιδεν, αλλά και εσκληρύνετο κατ’ αυτού· ο δε Φίλιππος, μη έχων τι να κάμη, παρεκάλεσε τον Άγιον Ιάκωβον εις βοήθειάν του, και ύστερον επήγεν εις τον Αγαρηνόν ζητών τα χρήματά του, ούτος δε τον εδέχθη μετά χαράς, και του έδωκε το χρεωστούμενον· λαβών δε τα χρήματα επήγε χαίρων εις τον οίκον του, δοξάζων τον Θεόν και τον Άγιον. Αυτά είναι τα θαύματα, αδελφοί, του Οσιομάρτυρος Πατρός Ιακώβου και αυτός ο ένθεος Βίος αυτού. Αλλ’ ω μακαριώτατε Πάτερ ημών Ιάκωβε, μετά των σων μαθητών και συνάθλων σου, Ιακώβου και Διονυσίου, μη ελλείπετε να πρεσβεύετε ενώπιον της Αγίας και Ζωαρχικής Τριάδος υπέρ ημών, ίνα ευμενής και ευδιάλλακτος γένηται εις ημάς κατά την ημέραν της Κρίσεως, όπως τύχωμεν της ουρανίου Βασιλείας μετά πάντων των ευσεβώς αυτήν λατρευόντων! Η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου