Συμεών και Θεόδωρος οι τρισόλβιοι και θεοφόροι Πατέρες ημών ήσαν αδελφοί κατά σάρκα, γεννηθέντες περί τας αρχάς του δ΄ αιώνος (310- 320) εν τη μεγαλουπόλει Θεσσαλονίκη της Μακεδονίας, από γονέων λαμπρών μεν κατά το γένος και την του πλούτου πολυτέλειαν, λαμπροτέρων δε κατά την ψυχήν και τον ακήρατον πλούτον των αρετών.
Τοιούτοι δε όντες οι μακάριοι γονείς ηξιώθησαν παρά Κυρίου και τοιούτων κεχαριτωμένων παιδίων, άτινα εκ της βρεφικής αυτών ηλικίας ενέτρεφον εν φόβω Θεού και μετά πάσης επιμελείας, εκπαιδεύοντες εις τα ιερά γράμματα και την ιδίαν εαυτών ζωήν αρετής παράδειγμα προς μίμησιν προτιθέντες εις αυτά. Και προέκοπτον αμφότεροι ο τε Συμεών και ο Θεόδωρος αυξάνοντες και προβαίνοντες θαυμασίως εις την πρώτην στοιχείωσιν των αρετών της θεοσεβείας, ώστε και εξ αυτών έτι των απαλών ονύχων εδείκνυον οποίοι κατά το τέλειον της ηλικίας θέλουν γίνει. Καθώς δε τα γενναία βλαστήματα, όταν εκ της πρώτης αυξήσεως αναβαίνωσιν ευθυτενή και ραδινά, προδεικνύουσιν εις τους γεωργούς την μέλλουσαν αυτών καλλονήν και ευκαρπίαν, παρομοίως και ούτοι εκ της πρώτης και νεαράς αυτών βλαστήσεως προεμήνυον, ότι θέλουν αποβή ως το αειθαλές εκείνο του ψαλμωδού δένδρον «το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων, ο τον καρπόν αυτού δώσει εκ καιρού αυτού και το φύλλον αυτού ουκ απορρυήσεται» (Ψαλμ. α: 3). Προέβαινον λοιπόν εις την ηλικίαν βρίθοντες από τε των φυσικών του νοός πλεονεκτημάτων και των εκ της χρηστής ανατροφής θεαρέστων ηθών, πλήρεις δε και της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος και έτεινον προς εκείνο δια το οποίον προωρίσθησαν υψίκομον μέγεθος και ούτε προς πλούτον και δόξαν απέβλεψαν ούτε προς άλλο τι των γηϊνων, αλλά καταφρονήσαντες πάντα όσα η πλουτούσα νεότης επιθυμεί, ήτοι φιλοδοξίας, απολαύσεις, κυνήγια, καλλωπισμούς, αβροδιαίτους τραπέζας και πάσαν ρέουσαν τρυφήν, ευθύς όλοι εδόθησαν εις την κτήσιν του αθανάτου πλούτου της αρετής. Και πρώτον μεν εσπούδασαν τα της έξω σοφίας μαθήματα, μαθητεύσαντες εις τας εν Θεσσαλονίκη σχολάς γραμματικήν, ρητορικήν, ποιητικήν και φιλοσοφίαν, εξαιρέτως όμως επεδόθησαν και εξέμαθον τας αιωνίους και αναλλοιώτους αληθείας της θείας Σοφίας και τα τελειότατα της εκκλησιαστικής παιδείας διδάγματα, ήτοι την θεολογίαν και την από των θείων Γραφών ζωηφόρον και φωτοπάροχον γνώσιν, «αιχμαλωτίζοντες παν νόημα εις την υπακοήν του Χριστού» (Β΄ Κορ. ι: 5). Όσον λοιπόν ηύξανον εις την επίδοσιν και κατανόησιν της έσω και έξω φιλοσοφίας, τοσούτω προέκοπτον εις την αύξησιν των αρετών και την τελειότητα της ευσεβείας, σύμμαχον έχοντες την εγκράτειαν και το ταπεινόν και άπλαστον ήθος μετά της ενοικούσης Χάριτος του Θεού. Και άλλοτε μεν ως άλλοι τινές υψυπέται αετοί ανυψούντο μετέωροι εις την μυστικήν θεωρίαν των πνευματικών νοημάτων των θεοπνεύστων Γραφών, άλλοτε δε πάλιν ως φίλεργοι μέλισσαι διήρχοντο των πρακτικών αρετών τους λειμώνας, ευρίσκοντες την έμπρακτον του θείου Νόμου μελέτην γλυκυτέραν «υπέρ μέλι και κηρίον» (Ψαλμ. ιη: 11) εν τω λάρυγγι αυτών και ούτω διήγον την μακαρίαν αυτών νεότητα, βίου και λόγου την αρμονίαν ως εν οργάνω μουσικώ συνηχούντες και την πράξιν μετά της θεωρίας αδιαλείπτως ασκούντες. Και μάλλον κατά την ψυχήν παρά κατά το σώμα επεπόθουν να ζουν, ένα και μόνον ζήλον και σκοπόν έχοντες και εις εν και το αυτό τέλος αποβλέποντες, πως να ευαρεστήσωσι τον Χριστόν ίνα κερδήσωσι τον Χριστόν! Τούτον ηγάπων, τούτον επόθουν και προς αυτόν ακαταπαύστως απέβλεπον. Και λοιπόν ακμάζοντες ήδη κατά την του σώματος ηλικίαν, πολύ περισσότερον κατά το πνεύμα και κατά την του Θεού σοφίαν και φρόνησιν, πάντων δε των όντων το άστατον και πρόσκαιρον μελετώντες, ησθάνοντο, ως εκ θείας εμπνεύσεως, αμφότεροι μεγάλην κλίσιν προς την μοναδικήν μακαρίαν ζωήν, ως ανωτάτην φιλοσοφίαν, από των κοσμικών θορύβων απάγουσαν και μάλλον απερίσπαστον και ατάραχον και δια της ησυχίας εις την θεωρίαν του όντως Όντος αναβιβάζουσαν. Εκήρυττε δε τότε η φήμη την άσκησιν και άλλων μεν αλλαχού Μοναστών, μάλιστα δε των κατά τα μέρη της Αλεξανδρείας και της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης εν ερήμοις ασκουμένων Αγίων Αναχωρητών. Διότι κατά την Αίγυπτον πρώτον, έτι περί τα μέσα του πρώτου αιώνος μετά Χριστόν, Μάρκου του Αποστόλου και Ευαγγελιστού τον θείον λόγον κηρύξαντος και κατά τους εφεξής χρόνους πολλοί πιστεύσαντες εις Χριστόν διήγον εις τας ερήμους, μιμούμενοι τον ζηλωτήν Ηλιού και τον εν πνεύματι και δυνάμει Ηλιού επελθόντα μακάριον Πρόδρομον και διέτριβον, ως είπεν ο Προφήτης, «εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω» (Ψαλμ. ξβ:2), εις τον Θεόν λειτουργούντες και υπό του Θεού γνωριζόμενοι. Τούτων των ισαγγέλων Οσίων το παράδειγμα εξέκαιεν εις τας καρδίας των δύο αυταδέλφων τον εμπνευσθέντα της θείας αγάπης ουράνιον έρωτα. Αλλά και εις τα θεία Ευαγγέλια ανεγίνωσκον επισταμένως άλλοτε μεν το «πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι» (Ματθ. ιθ: 21), άλλοτε δε το «και εισίν ευνούχοι, οίτινες ευνούχισαν εαυτούς, δια την Βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. ιθ: 12), και την κοινήν των Αποστόλων ανεπόλουν φωνήν, οίτινες δια του κορυφαίου Πέτρου προς τον Διδάσκαλον έκραζον· «ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα, και ηκολουθήσαμέν σοι» (Λουκ. ιη: 28). Ταύτας δε και τας τοιαύτας εμμελετώντες θείας φωνάς ώρμησαν οι μακάριοι προς την ακριβεστάτην εκπλήρωσιν των εντολών της Ευαγγελικής τελειότητος και έλαβον εις εαυτούς κλήρον την άχραντον και αμίαντον παρθενίαν, την σύνοικον των Αγγέλων και των μακαρίων ψυχών. Λαβόντες όθεν εις τους ώμους αυτών καρτερικώς και ανδρειοφρόνως τον ευαγγελικόν ζυγόν του Χριστού, αφήκαν την δόξαν, τον πλούτον, τους συγγενείς, τους φίλους, τους υπηρέτας, τα μεγάλα κτήματα, τας απολαύσεις και πάντα τα όνειρα της ματαιότητος, όσα τόσον είναι περισπούδαστα εις τους ανθρώπους, ώστε και οι μικράν τινα μερίδα εξ αυτών έχοντες φυσώσι και επαίρονται κατά των υποδεεστέρων και προς την μόνην αληθινήν και αιώνιον ζωήν αποβλέψαντες οι μακάριοι ούτοι αυτάδελφοι Συμεών και Θεόδωρος εφόρεσαν το σχήμα της μοναδικής πολιτείας και ανεχώρησαν εις αβάτους ερήμους, αποφυγόντες θορύβους πολιτικούς, όχλον αγοραίον, έπαρσιν αρχοντικήν και κόρον τρυφής, και διέτριβον μόνοι, καθαρεύοντες τους οφθαλμούς, καθαρεύοντες τα ώτα, καθαρεύοντες την γλώσσαν και προ πάντων την καρδίαν κεκαθαρμένοι. Ανέβησαν δε πρώτον ενασκούμενοι εις τα όρη, ως εύθετα μάλιστα προς τας υψηλάς θεωρίας και ανέκαθεν αναδειχθέντα θεοφιλή χωρία· διότι και ο Θεός εδόξασεν αυτά πάλαι δια της φοβεράς αυτού επιφανείας (ως το Σίναιον και το Χωρήβ). Αλλά και αυτός ο Θεάνθρωπος Κύριος ημών και Δεσπότης κατά την επί γης αυτού πολιτείαν ηυλόγει τα όρη συχνάκις, ανερχόμενος εις αυτά και προσευχόμενος κατ’ ιδίαν· και αυτήν δε την δόξαν της θείας αυτού Μορφής επί του όρους Θαβώρ εφανέρωσεν. Όθεν και Μωσής ο Θεόπτης και Ηλίας ο ζηλωτής και ο Ελισσαίος και άλλοι των Προφητών και αυτός ο εκ παιδός διατρίβων εις τας ερήμους Βαπτιστής του Κυρίου και οι τούτων εφεξής οπαδοί, οι παλαιοί Όσιοι, διήγον πολλάκις εις τα όρη τα άνω ζητούντες κατά την του θείου Παύλου παραγγελίαν, ειπόντος· «Τα άνω ζητείτε» (Κολ. γ:1) και την του Προφήτου φωνήν βοώντος· «Εγγίσατε όρεσιν αιωνίοις» (Μιχ. β:9). Τούτους δε και οι Όσιοι ούτοι μιμούμενοι την εις τα όρη επεδίωκον ησυχίαν, αφορώντες εις εκείνο το νοητόν όρος του Κυρίου, όπερ τέλος αναβαίνει και ίσταται πας «αθώος χερσί και καθαρός τη καρδία» (Ψαλμ. κγ:4). Και πρώτον μεν ανήλθον οι μακάριοι εις τον Όλυμπον της Θεσσαλίας, εις τον οποίον και διέτριψαν χρόνον ικανόν, εκείθεν δε μετέβησαν εις την Όσσαν, και κατόπιν εις το Πήλιον «Υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι… εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης» (Εβρ. ια: 37-38) και τρέχοντες δια της υπομονής τον καλόν αγώνα όνπερ ανέλαβον. Ούτω δε διάγοντες διεμέριζον τον βίον αυτών εις προσευχήν και μελέτην των θείων λόγων, εις την εργασίαν, από της οποίας ετρέφοντο «εργαζόμενοι ταις ιδίαις χερσίν» (Α΄ Κορ. δ:12) και εις μικράν του σώματος ανάπαυσιν. Απέβησαν όθεν ναός του Αγίου Πνεύματος καθαρώτατος, του Θεού ενδιαίτημα, καθώς αυτό το αψευδέστατον στόμα του Κυρίου υπέσχετο δια πάντα τον εις αυτόν πιστεύοντα και εκπληρούντα τας ευαγγελικάς εντολάς, λέγον, ότι εγώ και ο Πατήρ μου «ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιωάν. ιδ: 23). Και διήγον λοιπόν οι μακάριοι επί γης ως να ήσαν εις τον Παράδεισον της τρυφής, αδιαλείπτως εμφορούμενοι των κατά νουν και γνώσιν υψηλοτάτων θεωριών και αποβλέποντες προς «τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν» (Εβρ. ιβ:2). Είχον δε και μεγάλην ευλάβειαν εις την Άχραντον του Κυρίου Μητέρα και Θεοτόκον και ταύτην συνεχώς δι’ οσίων ύμνων εγέραιρον και πιστώς εμακάριζον, καθώς αυτή προείπεν η Μητροπάρθενος· «Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσί με πάσαι αι γενεαί» (Λουκ. α: 48) και πρέσβυν αυτήν επεκαλούντο υπέρ του κόσμου παντός προς τον Μονογενή αυτής Υιόν και Θεόν.Περί της εις τον Άθωνα και την Ιερουσαλήμ και άλλους τόπους ιεράς περιηγήσεως των Πατέρων.
Ήδη
δε χρόνους ικανούς εις τα όρη εκείνα ενασκηθέντες εις τους αγώνας της αρετής,
μετέβησαν και εις το αγιώνυμον όρος του Άθωνος, εις το οποίον διέλαμπον τότε
άνδρες ερημιτικοί και ησυχασταί, της μελλούσης των εκεί Μοναστηρίων ευλογίας
πρόδρομοι. Ήλλασον δε τόπους εκ τόπων οι μακάριοι, εις το καθοδηγούν αυτούς
Πνεύμα πειθόμενοι και πανταχόθεν μεν αυτοί συναθροίζοντες ει τι χρήσιμον εις
την κατά Θεόν πολιτείαν, γινόμενοι δε και προς τους άλλους έμψυχον παράδειγμα
μοναδικής τελειότητος. Διότι ήσαν γεγυμνασμένοι εις την θεωρίαν και εις την
πράξιν και εκοσμούντο με τας αρετάς, ήτοι πίστιν, αγάπην, ελπίδα, γνωσίαν εις
δόγματα ευσέβειαν, αγιασμόν ψυχής και σώματος, διηνεκή δάκρυα, την ακατάπαυστον
προσευχήν, νηστείαν και αγρυπνίαν ακάματον, χαμευνίαν και την άλλην
σκληραγωγίαν την πάθη κατευνάζουσαν, ακτημοσύνην, άκραν ταπείνωσιν, συμπαθή
φιλανθρωπίαν, ήτις μάλιστα εξομοιοί τον άνθρωπον με τον Θεόν, ζήλον ένθεον προς
έλεγχον και επιστροφήν των κατά της ευσεβείας λυσσώντων και επί πάσιν αδιάκοπον
των θείων Γραφών την ανάγνωσιν και μελέτην, την οποίαν η του θείου έρωτος
άσβεστος λαμπάς διακαώς ανέφλεγε, κατά τον ειπόντα Προφήτην· «και εν τη μελέτη
μου εκκαυθήσεται πυρ!» (Ψαλμ. λη: 4). Ούτω δε καταφλεγομένους υπό του θείου
πόθου και άλλος εισήλθεν εις αυτούς ένθεος λογισμός, όπως απέλθωσιν εις
προσκύνησιν και των θεοβαδίστων τόπων της τε Ιερουσαλήμ και του όρους Σινά. Εις
εκείνην μεν, την μητέρα πασών των Εκκλησιών, ίνα καταφιλήσωσι τους τρισολβίους
εκείνους τόπους, εφ’ ων σωματικώς περιεπάτησαν οι θεανδρικοί και άχραντοι πόδες
του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Εις δε το Σίναιον, όπως
θεωρήσωσι τας πανσέπτους εκείνας ερήμους, εις τας οποίας επεφάνη λαμπρώς ο Θεός
εις Μωϋσήν τον θεράποντα αυτού και του έδωκε τας πλάκας της παγκοσμίου
νομοθεσίας· προς δε τούτοις επεθύμουν, ίνα γίνωσι και αυτόπται και αυτήκοοι της
συνομιλίας και συναναστροφής εκείνων μάλιστα των αγίων ανδρών, οίτινες, ως
προείπομεν, διέτριβον εις τα όρη ενασκούμενοι κατά τε την Παλαιστίνην και την
Συρίαν και τας ερήμους του Σινά, της Αλεξανδρείας, της Θηβαϊδος και των εκείσε
χωρών. Πολλούς δε καθ’ οδόν και άλλους ιερούς Ασκητάς και διδασκάλους της
αρετής επεσκέφθησαν κατά τόπους πολλών ιερών σκηνωμάτων και της χάριτος των εις
αυτάς τεθησαυρισμένων αγίων κειμηλίων απήλαυσαν· πολλά εκοπίασαν και πολλάκις
εκακοπάθησαν και πολλαχώς ωφελήθησαν και ωφέλησαν έως ότου, Θεού συνεργούντος,
έφθασαν εις την αγίαν Γην. Χαίροντες δε και πάντα ποιούντες εις δόξαν Θεού,
προσεκύνησαν την αγίαν Βηθλεέμ, εις την οποίαν εγεννήθη ο Χριστός, εσεβάσθησαν
τον Ιορδάνην, εις τον οποίον εβαπτίσθη, εθαύμασαν την έρημον, όπου μετά το
βάπτισμα ημέρας τεσσαράκοντα και νύκτας τεσσαράκοντα νήστις διετέλεσεν,
ετίμησαν το Θαβώριον όρος, όπου πανενδόξως μετεμορφώθη, κατεφίλησαν την αγίαν
Σιών, όπου τον μυστικόν ετέλεσε δείπνον και όπου το Πνεύμα το Άγιον κατήλθεν
επί τους Αποστόλους κατά την ημέραν της Πεντηκοστής εν είδει πυρίνων γλωσσών,
προσεκύνησαν και τον Γολγοθάν, επί του οποίου ο Κύριος εσταυρώθη, και τον
ζωοδόχον Τάφον, όπου σωματικώς ενταφιασθείς τριήμερος ανέστη, και το όρος των
Ελαιών, όθεν εις ουρανούς προς τον αρχίφωτον ανελήφθη Πατέρα, κατησπάσθησαν δε
και τον εν Γεσθημανή της ζωηφόρου Θεομήτορος τάφον, όθεν ζώσα προς τον Υιόν
αυτής ενδόξως μετέστη, και απλώς ειπείν απαξάπαντας τους Αγίους Τόπους της νέας
Σιών εθεώρησαν, εις τους οποίους ετελεσιουργήθησαν τα μυστήρια της παγκοσμίου
σωτηρίας. Μετά τους Αγίους Τόπους απελθόντες προσεκύνησαν και τους ιερούς
τόπους του θεοβαδίστου όρους Σινά, όπου «ελάλησε Κύριος προς Μωϋσήν ενώπιος
ενωπίω, ως ει τις λαλήσαι προς τον εαυτού φίλον» (Εξ. λγ:11)· κατεφίλησαν την
αγίαν εκείνην κορυφήν, όπου, νηστεύσας ο θεόπτης Μωϋσής νυχθήμερα τεσσαράκοντα,
έλαβε τον θεόγραφον Νόμον, κατησπάσθησαν την αγίαν Γην της μυστηριώδους εκείνης
βάτου, ήτις εφλέγετο και ου κατεκαίετο το μέγα της θείας οικονομίας μυστήριον
προτυπούσα, κατείδον δε και το Χωρήβ, όπου και Μωσής πάλιν, και ο Προφήτης
Ηλίας ύστερον, θείας επιφανείας κατηξιώθησαν και όσα άλλα πανσέβαστα μνημεία
και δείγματα των εις εκείνον τον τόπον γενομένων θεοφανειών. Πληρώσαντες δε και
ταύτην την φιλόθεον αυτών έφεσιν απήλθον και εις τας πέριξ ερήμους αυτού τε του
Σινά και της Αλεξανδρείας και της Νιτρίας και Θηβαϊδος, ένθα συνωμίλουν μετά
των εκείσε τότε ενασκουμένων ισαγγέλων ερημιτών. Και συνασκούμενοι μετ’ αυτών
και συμμελετώντες πνευματικώς ηγάλλοντο και έχαιρον, δοξάζοντες τον Θεόν, όστις
ποιεί το θέλημα των φοβουμένων αυτόν και ηξίωσεν αυτούς και ταύτης της χάριτος,
ώστε και το υπόλοιπον της μακαρίας αυτών ζωής ήθελον να διαπεράσωσιν εκεί, θεία
όμως νεύσις ωδήγησε και πάλιν αυτούς εις την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ, προς
Μάξιμον τον της Ιεροσολύμων Εκκλησίας θεοπρόβλητον πρόεδρον, όστις, ως είδεν
αυτούς επανελθόντας, τους υπεδέχθη μετά μεγάλης τιμής, κατόπιν θείας
αποκαλύψεως, καταξιώσας δε τούτους του θείου βαθμού της ιερωσύνης, τους εκράτει
φιλοστόργως πλησίον του, αναμένων να ίδη τι άρα θα ευδοκήση ο Θεός εις αυτούς
δια την των πολλών σωτηρίαν. Ενδημούντες λοιπόν εις την αγίαν Ιερουσαλήμ οι
μακάριοι είδον έκαστος κατά μέρος μίαν και την αυτήν οπτασίαν, κατ’ όναρ
φανερωθείσαν, την εξής: Εφάνησαν εις αυτούς τρεις άνδρες γηραλέοι το είδος,
ιεροπρεπείς την στολήν, σεβάσμιοι εις την κατάστασιν του σχήματος και θεοειδείς
δια την επανθούσαν εις τα πρόσωπα μάλιστα θαυμασίαν χάριν τε και σεμνότητα.
Καταπλαγέντες δε προς την όψιν οι αδελφοί βλέπουσιν ευθύς και άλλο θέαμα
ανώτερον της ανθρωπίνης δυνάμεως. Επιφαίνεται πάγκαλος και ηλιόμορφος Άνασσα,
περιεστεμμένη αίγλην ουράνιον, παρέστησαν δε παρ’ αυτήν ευθύς προσελθόντες και
οι τρεις εκείνοι γεραροί άνδρες, οι πρότερον επιφανέντες. Και η πάμφωτος
βασιλίς ευμενώς προς τους δύο ταθαμβημένους αδελφούς αποβλέψασα ενεθάρρυνεν
αυτούς και με ιλαρόν πρόσωπον έλεγε προς αυτούς τοιαύτα· «Χαίρετε εν Κυρίω,
πιστοί δούλοι του Υιού μου και Θεού Ιησού Χριστού, ούτινος τον Σταυρόν επ’ ώμων
αράμενοι της φωνής αυτού ακούετε και το θέλημα ποιείτε προθύμως και αξίως της
αιωνίου ζωής και Βασιλείας. Εξακολουθήσατε δε του λοιπού να αγωνίζεσθε τον
καλόν αγώνα, ακολουθούντες τον δρόμον των τριών τούτων (ταύτα δε λέγουσα
εδείκνυε συγχρόνως τους μετ’ αυτής τρεις σεβασμίους άνδρας) ολοψύχως βαδίζετε,
εργαζόμενοι και υμείς εις τον αμπελώνα του Υιού και Θεού μου, και μάλιστα κατά
την χώραν της Αχαϊας, όπου και ούτοι το του Χριστού γεώργιον ευαγγελικώς
εφύτευσαν και επότισαν και εκαλλιέργησαν. Είναι δε ούτος μεν Παύλος ο
Απόστολος, ούτος δε Ανδρέας ο Πρωτόκλητος, ο δε τρίτος εκείνος Λουκάς ο
Ευαγγελιστής. Εξέλθετε λοιπόν εκ των Ιεροσολύμων και υπάγετε εις την
Πελοπόννησον, και καθ’ οδόν μεν κηρύττετε τον λόγον της αληθείας επιστρέφοντες
εκ πλάνης αμαρτωλούς, μέχρις ότου φθάσητε και εις τα ενδότερα της Αχαϊας, όπου
και η Χάρις μου θέλει καθοδηγήσει υμάς δια του θείου θελήματος. Αφού δε φθάσετε
εκεί, θέλετε εύρει τον τύπον της εμής μορφής, κατ’ ευδοκίαν του Υιού μου και
Θεού εξεικονισθείσης υπό του θεηγόρου τούτου και Ευαγγελιστού Λουκά· τα δε προς
εύρεσιν της Εικόνος άπαντα θα αποκαλυφθούν εις υμάς, όταν φθάσητε εις τον τόπον
εκείνον, υπάγετε λοιπόν εν ειρήνη». Ταύτα ειπούσα η Παντάνασσα Δέσποινα ανήλθεν
εις τους ουρανούς μετά των τριών Αποστόλων, οι δε Όσιοι εθεώρουν την άνοδον.
Εξεγερθέντες δε του ύπνου έκθαμβοι και ενεοί δια την οπτασίαν, διηγείται ταύτην
πρώτος ο Συμεών προς τον Θεόδωρον, διηγείται δε μετέπειτα και ούτος προς
εκείνον ταύτα και χωρίς τινος δισταγμού πληροφορηθέντες την θείαν ευδοκίαν,
είπον προς αλλήλους· «Το θέλημα του Κυρίου γενέσθω και της αυτόν αφθόρως
τεκούσης Παρθενομήτορος». Και αναστάντες κατ’ αυτήν ταύτην την ώραν διηγήσαντο
πάντα προς τον Ιερώτατον Μάξιμον. Ούτος δε δοξάσας τον Θεόν, τον ποιούντα
μεγάλα και θαυμαστά και νουθετήσας αυτούς και παρακαλέσας χριστομιμήτως, ίνα
πάντοτε διατελώσι πρόθυμοι και ευπειθείς εις τα του Κυρίου θελήματα,
εξαπέστειλεν εκ των Ιεροσολύμων μετά θερμών δακρύων και εγκαρδίων ευχών. Επέδωκε
δε εις τούτους και επιστολάς προς τον τότε Πάπαν της Ρώμης Ιούλιον, ως λέγει η
παλαιά των Αγίων Βιογραφία, τας οποίας απέστειλαν εις Ρώμην εκ της Ελλάδος.
Περί της εξ Ιεροσολύμων αναχωρήσεως των Οσίων και της εις την Ελλάδα επιστροφής.
Αναχωρήσαντες εκ των Ιεροσολύμων οι θεοφόροι Πατέρες Συμεών και
Θεόδωρος, διήρχοντο πάσαν πόλιν και χώραν αποστολικώς διδάσκοντες τους
Χριστιανούς, ίνα φυλάττωσιν ακεραίαν και απαρασάλευτον την Ευαγγελικήν
διδασκαλίαν και τα της πίστεως δόγματα, κατά τας αποστολικάς διατάξεις και
παραδόσεις, αποστρέφωνται δε πάλιν τας θεοστυγείς καινοτομίας και νεοφανείς
αιρέσεις των θεηλάτων Αρειανών και όσαι άλλαι τούτων παραφυάδες ετάραττον τότε
την Εκκλησίαν του Χριστού, ψυχώλεθρα βλαστήσασαι σπέρματα του απ’ αρχής
ανθρωποκτόνου και μισοκάλου διαβόλου. Επλήρουν δε το κήρυγμα οι μακάριοι ουχί
ως ο λόγος τρέχων ταχέως προχωρεί, αλλά μετά πόνων και κινδύνων πολλών και μετά
πάσης της αποστολικής διαγωγής και κακουχίας, έχοντες επακολουθούντα και τα των
θαυμάτων σημεία, δια των οποίων ο Κύριος εβεβαίου και εις αυτούς του θείου
λόγου την ασφάλειαν. Και πολλούς μεν έσωζον εκ νόσων παντοίων, πολλούς δε εκ
της ψυχοφθόρου πλάνης των αιρετικών. Ποικίλους επίσης πειρασμούς εκαρτέρουν οι
Όσιοι ούτοι Πατέρες και θλίψεις αλλεπαλλήλους υφίσταντο, καθώς ο Κύριος ημών
προείπε δια πάντας τους πιστούς αυτού μαθητάς, ότι «εν τω κόσμωθλίψιν έξετε»
(Ιωαν. Ιστ: 33), αλλά και αυτοί οι πρόκριτοι των Αποστόλων εν Πνεύματι Αγίω
διετράνωσαν. Λέγουσι δε και κηρύττουσιν, ο μεν Αδελφόθεος ότι «Μακάριος ανήρ,
ος υπομένει πειρασμόν· ότι δόκιμος γενόμενος λήψεται τον στέφανον της ζωής, ον
επηγγείλατο Κύριος τοις αγαπώσιν αυτόν» (Ιακ. α: 12)· ο δε ουρανοβάμων Παύλος,
ότι «πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού, διωχθήσονται» (Β΄ Τιμ.
γ:12)· και πάλιν· «ει παιδείαν υπομένετε, ως υιοίς υμίν προσφέρεται ο Θεός· τις
γαρ εστιν υιός ον ου παιδεύει πατήρ; Ει δε χωρίς εστέ παιδείας… άρα νόθοι εστέ
και ουχ υιοί» (Εβρ. ιβ: 7-8). Προς δε τούτοις και Πέτρος ο κορυφαίος λέγει·
«Αγαπητοί, μη ξενίζεσθε τη εν υμίν πυρώσει προς πειρασμόν υμίν γινομένη, ως
ξένου υμίν συμβαίνοντος, αλλά καθώς κοινωνείτε τοις του Χριστού παθήμασι,
χαίρετε, ίνα και εν τη αποκαλύψει της δόξης αυτού χαρήτε αγαλλιώμενοι· ει
ονειδίζεσθε εν ονόματι Χριστού, μακάριοι ότι το της δόξης και δυνάμεως και το
του Θεού πνεύμα εφ’ υμάς αναπαύεται» (Α΄ Πέτρ. δ: 12-14). Διελθόντες λοιπόν οι
ισαπόστολοι Πατέρες χώρας πολλάς και μακράς, διαβάντες δε και δια των
Μακεδονικών οροθεσίων και τους εν τω Άθω αδελφούς πάλιν επισκεψάμενοι, ήλθον
εις Θεσσαλονίκην, την κατά σάρκα πατρίδα· έπειτα διήρχοντο τας χώρας της
Θεσσαλίας στηρίζοντες εις την πίστιν τους αδελφούς. Ως δε έφθασαν εις τας
Θερμοπύλας της Θεσσαλίας, ανέβησαν εις το όρος της Οίτης, όπου ησύχασαν επί
ημέρας τινάς αινούντες και ευλογούντες αείποτε τον Θεόν και την Θεομήτορα Θεοτόκον
και πάλιν καταβάντες εκείθεν διήλθον αποστολικώς τας πόλεις και χώρας της
Αιτωλοακαρνανίας, της Αιτωλίας και της Λοκρίδος, αίτινες κείνται απέναντι της
Πελοποννήσου προς βορράν και διαπλεύσαντες τον μεταξύ Λοκρίδος και Πελοποννήσου
δωδεκαμίλιον περίπου πορθμόν εισήλθον εις τα όρια της Αχαϊας. Και πρώτον ήλθον
εις το Αίγιον, μίαν των και τότε διασήμων πόλεων της Αχαϊας. Επειδή όμως
προείπεν εις αυτούς εν Ιεροσολύμοις η Υπεραγία Θεοτόκος, ίνα πορευθέντες
απέλθωσιν εις τα ενδότερα της Αχαϊας, ανεχώρησαν από του Αιγίου· και
οδοιπορήσαντες κατά μεσημβρίαν έως τεσσάρων σχεδόν ωρών διάστημα, έφθασαν προς
εσπέραν εις τόπον παραποτάμιον και έμειναν εκεί παρά τας όχθας και τας πηγάς
του Σελινούντος ή Σελίνου ποταμού. Διανυκτερεύσαντες λοιπόν εκεί είχον καθ’
εαυτούς πολλούς λογισμούς· αφ’ ενός μεν διότι ηγνόουν προς ποίον της Αχαϊας
μέρος έπρεπε, κατά την γενομένην εις αυτούς αποκάλυψιν, να βαδίσουν δια να
εύρωσιν εναποκείμενον τον υπεσχημένον ιερόν θησαυρόν, αφ’ ετέρου δε πως άραγε
και δια ποίων σημείων θα γνωρίσωσιν ότι εκείνο το οποίον θα εύρωσι θα είναι η
προαγγελθείσα εις αυτούς θεομητορική Εικών. Ούτω λοιπόν οι Άγιοι μεριμνώντες
προσηύχοντο προς τον Θεόν και την Υπεραγίαν Θεοτόκον δακρυρροούντες ικέτευον,
και τους εμφανισθέντας εις αυτούς εις Ιεροσόλυμα τρεις Αγίους Αποστόλους
παρεκάλουν, ίνα και δι’ αυτών ευπρόσδεκτος γένηται η προς τον Θεόν αυτών δέησις·
ούτω δε διακείμενοι, εκοιμήθησαν ολίγον. Και ιδού περί τα μέσα της νυκτός κατ’
όναρ πάλιν ενεφανίσθησαν εις αυτούς και οι τρεις ρηθέντες Άγιοι, ο μέγας δηλαδή
Απόστολος των εθνών θείος Παύλος, ο Πρωτόκλητος Ανδρέας και ο ιερώτατος
Ευαγγελιστής Λουκάς οίτινες ιλαρώ τω προσώπω παραμυθούντες αυτούς έλεγον· «Τι
λυπείσθε; Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν· ζητείτε και ευρήσετε· κρούετε και ανοιγήσεται
υμίν· πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει» (Ματθ. ζ: 7-8), ως ο
Κύριος ημών αψευδώς υπεσχέθη. Τι λοιπόν αδημονείτε; Τι δε και διστάζετε;
Απέλθετε προς ανατολάς περιπατούντες έως ώρας δύο προς τας όχθας του Βουραϊκού
ποταμού και εκεί θα συναντήσετε κόρην παρθένον, ονόματι Ευφροσύνην, δούλην και
αυτήν του Διδασκάλου και Θεού ημών Ιησού Χριστού, ήτις, ως άλλοτε αι θυγατέρες
του Ραγουήλ, ποιμένειτας αίγας του πατρός αυτής, κατοικούντος εις την κώμην την
καλουμένην των Γαλατών· αύτη θα καθοδηγήση υμάς προς εύρεσιν της θεομητορικής
Εικόνος, περί της οποίας ενδημούντες εις Ιεροσόλυμα εδιδάχθητε. Υπάγετε λοιπόν
και χαίρετε εν Κυρίω». Και οι μεν Απόστολοι ταύτα ειπόντες εγένοντο άφαντοι· ο
δε τόπος της τούτων επιφανείας απέβη ύστερον επισημότατος, ως λέγομεν εφεξής.
Περί της Οσίας Ευφροσύνης, και πως συνήντησαν αυτήν οι Όσιοι Πατέρες και δι’ αυτής ωδηγήθησαν εις την εύρεσιν της αγίας Εικόνος.
Εξαναστάντες του ύπνου οι μακάριοι Πατέρες επλήσθησαν πάσης χαράς δια
τας πληροφορίας, τας οποίας έλαβον και εδόξασαν τον Θεόν· βαδίσαντες δε ως
διετάχθησαν, έφθασαν εις τον Βουραϊκόν ποταμόν, και βλέπουσι μακρόθεν την αγίαν
εκείνην κόρην, περί της οποίας ήκουσαν προηγουμένως, καθημένην επί πέτρας
αντικρύ παρά τας όχθας του ποταμού, ήτις, ως επλησίασαν οι Γέροντες, εμβλέψασα
προσεκτικώς εις αυτούς, ηγαλλιάσατο τω πνεύματι και πάραυτα δραμούσα μεθ’ όλης
της ευλαβείας προσεκύνησεν αυτούς και αυτοί είπον προς αυτήν· «Χαίρε εν Κυρίω».
Η δε Οσία Ευφροσύνη κατά το σύνηθες απεκρίθη χαρμοσύνως λέγουσα· «Χαίρετε και
υμείς εν Κυρίω, δούλοι και εργάται του αμπελώνος Χριστού του Θεού ημών, Συμεών
και Θεόδωρε». Και οι Άγιοι, ως ήκουσαν αυτήν αποκαλούσαν αυτούς εξ ονόματος,
εθαύμασαν και έστησαν διστάζοντες δια το της κλήσεως απροσδόκητον. Η δε Οσία
κόρη, βλέπουσα τούτους σκεπτικούς και σιωπώντας και εννοήσασα τους διαλογισμούς
αυτών, εποίησε το σημείον του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού εις εαυτήν, το
απροσμάχητον τούτο όπλον κατά του διαβόλου και κλίνασα τα γόνατα κάτωθεν της
πέτρας, επί της οποίας εκάθητο πρότερον, υψώσασα δε και τας χείρας προς τον
ουρανόν ενώπιον αυτών ευχομένη έλεγε τοιαύτα: «Ω Θεοτόκε Παρθένε, η υπέρ λόγον
και έννοιαν αειπάρθενος Μήτηρ του Ιησού Χριστού και Θεού μου, η αέναος πηγή της
ζωής και των θαυμάτων, ήτις ηξίωσας και εμέ την ταπεινήν και αναξίαν δούλην σου
να υπηρετήσω εις την θεομητορικήν σου θέλησιν, θαυμάστωσον επ’ εμοί τη αμαρτωλώ
τα ελέη σου· διότι ως μήτηρ του Παντοδυνάμου Δημιουργού και Σωτήρος των όλων,
πάντα δι’ αυτού δύνασαι προς σωτηρίαν των ανθρώπων». Ταύτα ειπούσα, και
χαράξασα το σημείον του τιμίου Σταυρού επί της γης δια της ποιμενικής αυτής
ράβδου έπληξε το έδαφος, και ερράγη μεν η πέτρα εις δύο, η δε γη κάτωθεν
ανέβλυσεν ύδωρ πολύ, πόσιμον και γλυκύτατον· και βρύει το νάμα μέχρι της
σήμερον ουχί μακράν της κώμης των Γαλατών και πλησίον των αγρών της Οσίας,
καλείται δε η πηγή αύτη της Αγίας Κόρης. Ταύτα βλέποντες οι Πατέρες εθαύμασαν
και προσεκύνησαν τον Θεόν και εδόξασαν την πανάχραντον Θεοτόκον· είτα λέγουσι
προς την κόρην· «Ω θύγατερ, ποίον το όνομά σου; Πόθεν δε εγνώρισας ημάς και
εκάλεσας εξ ονόματος; Που εναπόκειται ο θεομητορικός θησαυρός; Ειπέ εις ημάς τι
γνωρίζεις δια την αγίαν Εικόνα της Θεοτόκου την ζωγραφηθείσαν υπό του θείου
Αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά». Η δε Οσία κόρη αποκρινομένη με ταπεινήν
λαλιάν είπε ταύτα προς τους Πατέρας· «Εγώ μεν, Οσιώτατοι Πατέρες, ονομάζομαι
Ευφροσύνη, γνωρίζω δε την σεπτήν εικόνα της Θεομήτορος και που κείται θεόθεν
τεθησαυρισμένη· πως δε αύτη απεκαλύφθη εις εμέ και πως ωδηγήθην εις εύρεσιν
αυτής, πως δε και τα καθ’ υμάς εδιδάχθην δια να γνωρίσω ποίοι είσθε και πως
ονομάζεσθε, ακούσατε· βλέπετε τούτο το μικρόν ποίμνιον των αιγών του πατρός
μου; Τούτο βόσκουσα συνήθως εις τα περίχωρα ταύτα της πατρίδος μου Γαλάτας,
μετέβαινα πολλάκις και προς το μέρος του υψηλού εκείνου βράχου (και εδείκνυεν
εις αυτούς το μέγα Σπήλαιον). Προ τινων δε ημερών, εν ώρα μεσημβρίας και ενώ
εστάθμευον δια το καύμα του ηλίου μετά της ποίμνης μου κάτωθι δένδρων τινών
πλησίον εκεί ευρισκομένων, βλέπω ένα εκ των τράγων να αποχωρίζεται εκ του
ποιμνίου και να βαδίζη δια του κρημνού προς το φαινόμενον εκεί στόμιον του
σπηλαίου, όπου και εισήλθε· και πάλιν μετ’ ολίγον εξελθών επέστρεψε δια της
αυτής ατραπού και παρίστατο έμπροσθέν μου, έχων και το γένειον βεβρεγμένον· εγώ
όμως το πρώτον ουδέν εκ τούτων περιειργάσθην. Προχθές πάλιν, ενώ διηρχόμην εκεί
την μεσημβρίαν, ως συνήθως, μετά του ποιμνίου κατά τον αυτόν τόπον, ο αυτός
τράγος απομακρυνθείς και πάλιν από της ποίμνης έπραττε τα αυτά και πάλιν
προσελθών παρίστατο προς με μηκάζων και βλέπων εις το πρόσωπόν μου, βεβρεγμένος
κατά το γένειον, ως αν με εδίδασκε και δια της ανάρθρου φωνής αυτού και δια του
σχήματος προσκαλών, ίνα υπάγω και εγώ το ταχύτερον εις την πηγήν εκείνην του
ύδατος. Ταύτα βλέπουσα εκινήθην εις περιέργειαν και ηπόρουν λίαν, ότι κατά το
μέρος εκείνο ουδαμού εφαίνετο ύδωρ. Διο και χθες ανήλθον επίτηδες μετά των
αιγών εις τον ίδιον εκείνον τόπον και παρατηρούσα μετά προσοχής τον τράγον,
όστις πάλιν, ως πρότερον, εβάδιζε τον αυτόν δρόμον ως αν ωδηγείτο υπό τινος
αοράτως· ηκολούθουν δε κατόπιν και εγώ βαδίζουσα επί τα ίχνη αυτού έως ου
ήλθομεν εις το στόμιον του Σπηλαίου. Σφραγισθείσα δε δια του τύπου του Τιμίου
Σταυρού συνεισήλθον μετά του τράγου εις τα ένδον του σπηλαίου και βλέπω τον
τόπον δεδασωμένον, τρέφοντα λόχμην πολλήν, μεταξύ της οποίας εφύετο και
βαθύτατος κισσός· διο και δεν είδον ευθύς την πηγήν του ύδατος· αλλά μετ’
ολίγον, περιεργότερον ατενίσασα, βλέπω καλλίρροον κρήνην, αναβρύουσαν ύδωρ
διαυγέστατον, εθαύμαζον δε λίαν βλέπουσα του σπηλαίου το παμμέγεθες κύτος και
πως από τοσούτον αποτόμου και σκληράς πέτρας αναπιδύει ύδωρ. Καίτοι δε πολλά
συλλογιζομένη και δειλιώσα, πλην όμως επροχώρησα μέχρι της πηγής με δειλά
βήματα και ποιήσασα εις εμαυτήν το σημείον του ζωοποιού Σταυρού ήπλωσα τας
χείρας μου και έλαβον εκ του ύδατος, το οποίον έπιον· ήτο δε τούτο δροσερόν και
γλυκύτατον· όθεν δοξάζουσα τον Θεόν έλεγον· «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε,
πάντα εν σοφία εποίησας» (Ψαλμ. ργ:24), πάντα προς όφελος των ανθρώπων. Ταύτα
λέγουσα και θεωρούσα τα πέριξ, ακούω φωνήν άνωθεν καλούσαν με κατ’ όνομα και
λέγουσαν· «Ευφροσύνη, Ευφροσύνη!» Εγώ δε ακούσασα κατεπλάγην και περιέβλεπον
άνω και κάτω περίτρομος και σχεδόν ημιθανής υπό του φόβου· αναβλέψασα δε και
προς τα δεξιά του σπηλαίου, από όπου μάλιστα μου εφάνη ότι προήρχετο η φωνή (ω
της φρικτής εκείνης θέας!) βλέπω κατέναντι προς τα άνω, μεταξύ του ανέρποντος
κισσού καθιδρυμένην την αγίαν της Θεομήτορος Εικόνα, περί της οποίας μου
προείπετε· δια το παράδοξον δε της θέας εκείνης τοσούτος φόβος και τρόμος
περιεχύθη εις την καρδίαν μου, ώστε και λιποθυμήσασα κατέπεσα πρηνής και
άφωνος. Ούτω δε διακειμένη και συνεχώς κατ’ εμαυτήν επιλέγουσα το «Παναγία
Θεοτόκε, βοήθει μοι», ακούω και εκ δευτέρου φωνήν εκ της αγίας Εικόνος, ήτις με
ενεθάρρυνε και μου έλεγε· «Επώνυμε της Ευφροσύνης, μη φοβού, ότι εγώ ειμί η
μήτηρ του Ιησού Χριστού, την οποίαν πάντοτε και μάλιστα τώρα επικαλείσαι προς αντίληψιν».
Αφ’ ου δε ταύτα ήκουσα, ενεδυναμώθην και ανακύψασα έτεινον προς εκείνο το μέρος
τα βλέματά μου, ίνα ίδω καλλίτερον, αλλά δεν μου ήτο τούτο δυνατόν να ίδω
τίποτε δια την λάμψιν, ήτις εξήστραπτεν εκ της αγίας Εικόνος ακτινοβόλος».
Πεσούσα όθεν και πάλιν επί προσώπου έκραζον συνεχέστερον «Παναγία Θεοτόκε,
βοήθει μοι και δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά σου, ότι συ είσαι η Κυρία μου».
Και ηκούσθη πάλιν η φωνή λέγουσα· «Μη φοβού, αλλά θάρσει· και δράμε τάχιστα
πλησίον της πατρίδος σου προς υπάντησιν του τε Συμεών και Θεοδώρου, των δύο
αδελφών κατά σάρκα και θεοφιλών Ιερέων του Υιού μου και Θεού Ιησού Χριστού,
οίτινες αύριον έρχονται προς με, καθώς απεκαλύφθη εις αυτούς. Έρχονται δε
μακρόθεν διδάσκοντες αποστολικώς κατά πόλιν και χώραν τον σωτήριον του θείου
Ευαγγελίου λόγον, κατά μίμησιν των Αποστόλων Παύλου του κορυφαίου, Ανδρέου του
Πρωτοκλήτου και Λουκά του Ευαγγελιστού και ζωγράφου ταύτης μου της Εικόνος·
τούτων της αποστολής διάδοχοι θεία νεύσει απεστάλησαν. Είναι δε κατά το είδος
του σώματος υψηλοί το ανάστημα, ιλαροί το πρόσωπον, ημίλευκοι και μακρογένειοι
αμφότεροι, έχοντες μεγάλην ομοιότητα εις τους χαρακτήρας των προσώπων ως
ομαίμονες αδελφοί υπάρχοντες· αλλά θάρρει και ύπαγε εν ειρήνη». Ταύτα ως
ήκουσα, κύψασα δουλικώς και προσκυνήσασα πανευλαβώς την αγίαν Εικόνα, εξήλθον
ευθύς κατά το θείον πρόσταγμα· και σήμερον αναστάσα πρωϊας ανέβην επί ταύτην
την πέτραν, παρατηρούσα τον δρόμον και αναμένουσα την άφιξίν σας. Ως δε σας
είδον προσερχομένους σας εγνώρισα από τα αποκαλυφθέντα μοι σημεία και από τους
χαρακτήρας των προσώπων σας. Όθεν και σας ωμίλησα εξ ονόματος αδιστάκτως
πεπληροφορημένη, ότι σεις είσθε οι προσδοκώμενοι πληρωταί των θείων και
θεομητορικών προσταγμάτων και διατάξεων». Τότε οι Άγιοι, αφ’ ου και ταύτης της
διηγήσεως ήκουσαν, ενεπλήσθησαν χαράς μεγάλης και υπερδοξάσαντες τον Θεόν
έδραμον, ως άλλαι προφητικαί έλαφοι, επιποθούντες να καταπαύσουν την δίψαν
αυτών επί την καλλίστην εκείνην πηγήν των υδάτων, εις το ιερώτατον σπήλαιον, προπορευομένης
ως οδηγού της Οσίας Ευφροσύνης. Και ως έφθασαν εις το στόμιον του σπηλαίου,
όπου εναπέκειτο τεταμιευμένος ο θεομητορικός εκείνος και θεοδόξαστος θησαυρός,
κλίναντες το γόνυ της ψυχής και του σώματος προσεκύνησαν τον Σωτήρα Θεόν μετά
δακρύων προσευχόμενοι και εγερθέντες εισήλθον εις το σπήλαιον. Ως δε
προεχώρησαν εις τα ενδότερα, βλέπουσι θέαμα ξένον και θαυμαστόν, και δι’
εκείνον όστις το λέγει και δι’ εκείνον όστις το ακούει, πόσω δε μάλλον δι’
εκείνους οίτινες το έβλεπον δια των ιδίων των οφθαλμών! Βλέπουσι, λέγω,
εναποκειμένην κατά το μέσον του κισσού την αγιωτάτην και πάνσεπτον Εικόνα της
Αειπαρθένου και Θεοτόκου, έμπλεων δόξης και τηλαυγώς απαστράπτουσαν· όθεν
πεσόντες προσεκύνησαν υμνούντες και ευλογούντες τον Θεόν. Αλλά ποία γλώσσα
δύναται να διηγηθή ή ποίος νους ανθρώπινος δύναται να κατανοήση αξίως πόσης
επλήσθησαν ευφροσύνης, πόσους τότε προς τον Θεόν ανέπεμψαν ύμνους και πόσα προς
την Θεοτόκον εξεφώνησαν άσματα οι θεόληπτοι Πατέρες Συμεών και Θεόδωρος;
Τελευταίον δε επέλεγον και ταύτα ταπεινοφρόνως κατανυγόμενοι μετά του Προφήτου·
«Ω τάλανες ημείς, ότι άνθρωποι όντες, ψυχήν και χείλη και στόμα και όμματα
βέβηλα έχοντες, ηξιώθημεν να ίδωμεν τοιαύτα και τοσαύτα θαυμάσια, καθώς
ηυδόκησε το άπειρον έλεος του Αγίου Θεού και η Χάρις της Κυρίας ημών Θεοτόκου!
Είη το όνομα του Κυρίου ευλογημένον από του νυν και έως του αιώνος!».Τοιαύτας
και άλλας δοξολογικάς υμνωδίας επιφωνούντες οι Όσιοι, ακούουσι φωνής άνωθεν εκ
της αγίας Εικόνος, ήτις εθάρρυνεν αυτούς και παρήγγελλε τα πρακτέα και
προηγόρευε τα μέλλοντα και δι’ αυτούς και δια τον ιερόν του μεγάλου Σπηλαίου
τόπον. Διετέλεσαν δε εκεί το υπόλοιπον της ημέρας και όλην την νύκτα οι Πατέρες
εις παννύχιον στάσιν και προσευχήν. Από δε της επομένης πρωϊας χωρίς τινός
αναβολής επεχείρησαν τα προς ανακάθαρσιν και ευπρέπειαν του ιερού σπηλαίου,
όπερ, ως προείπομεν, ήτο πλήρες λόχμης βαθυφύλλου και θάμνων παντοίων και
κατεσκευασμένον πανταχόθεν εξ ύλης πυκνοτάτης, και μάλιστα κισσού και τοιούτων
άλλων περιπλόκων και πολυελίκτων φυτών· ταύτα δε πάντα έκρινον εύλογον να
αφανίσωσι δια πυρός. Προσκυνήσαντες λοιπόν και κατασπασάμενοι την αγιωτάτην και
θαυματουργόν Εικόνα και αναλαβόντες αυτήν μετά δακρύων χαράς και παντοίων
ευφημιών την εξέφεραν έξω του σπηλαίου και την απέθεσαν κατά μέρος· έπειτα
βαλόντες πυρ απετέφρωσαν άπασαν την ύλην. Ήδη δε του πυρός αναφθέντος, πράγμα
παράδοξον και των εφεξής θαυμάτων προοίμοιον ενήργησεν η εν τη αγία Εικόνι
επισκιάζουσα Χάρις της Θεοτόκου, όπερ ακούσατε. Δράκων υπερμεγέθης και φοβερός
ενεφώλευσε προς τας ρίζας του σπηλαίου κατ’ αυτόν τον βαθύτατον πυθμένα, εις
τον οποίον ευρίσκεται σήμερον η οινοθήκη της Μονής, όστις αισθανόμενος την
θέρμην της αναδιδομένης πυρκαϊάς, ανεπήδησε βιαίως, ως αν πτερά τινα δανεισθείς
παρά του αρχεκάκου δράκοντος, και ανετινάχθη προς ύψος ακοντισθείς, και
τοσούτον επήρθη μετέωρος, ώστε και αυτό το στόμιον του σπηλαίου ώρμησε να
διεξέλθη, όπως αποφύγη τον κίνδυνον· αλλά παραδόξως βολίς τις αστραπόμορφος, ως
βέλος ταχύπτερον εξήλθεν εκ της αγίας Εικόνος, ήτις το τρομερόν εκείνο τέρας
μετέωρον φερόμενον βαλούσα καιρίως κατέτρωσε θανασίμως. Και έπεσεν ο δράκων
περί το στόμιον του σπηλαίου συστρεφόμενος και ανελισσόμενος και το έδαφος
πατάσσων και συρίζων φοβερόν. Εν δε τούτω και η φλοξ αυτόν καταλαβούσα το μεν
άλλο σώμα κατέκαυσεν, εκ δε των οστέων αφήκε λείψανα εις την ημίσβεστον τέφραν
καταχωσθέντα προς ένδειξιν και μνήμην του θηρίου. Εσώζοντο δε τα οστά ταύτα
μέχρι και της κατά το έτος 1640 επισυμβάσης πυρκαϊάς του Μοναστηρίου. Το δε
τοιούτον τερατώδες είδος του δράκοντος και η τούτου καταστροφή προεικόνιζεν
ασφαλώς τον αφανισμόν των του νοητού δράκοντος ολεθρίων επιβουλών και μυρίων
καταδρομών, όσας πολλάκις κατά του ιερού και Μεγάλου Σπηλαίου αναρριπίσας
εματαιώθη, και ως καπνός ηφανίσθη· διότι το ιερόν τούτο σκήνωμα εξέλεξεν η
Θεοτόκος εις κατοίκησιν της αγιωτάτης Εικόνος και της Χάριτος αυτής. Αφ’ ου
λοιπόν δια της σπουδής των Αγίων κατεκάη η ύλη και σύμπας ο τόπος του ιερού
Σπηλαίου πανταχόθεν εκαθαρίσθη, ανεφάνη και η αγία Τράπεζα, όπου (καθώς
ανέκαθεν επεφύλαξεν η παράδοσις) αυτός ο Ευαγγελιστής Λουκάς ιερούργει την
αναίμακτον θυσίαν επιτελών. Λέγεται δε ότι και εις αυτό το Μέγα Σπήλαιον
εισερχόμενος, χάριν ησυχίας, συνέγραψε το Ευαγγέλιον ο ιερώτατος Λουκάς, και
περί τούτου διελάμβανον και τα παλαιά χρυσόβουλλα, ως Νικόλαος ο Μαλαξός ο
Πελοποννήσιος βεβαιοί. Και παράδοξον ουδέν, αν και το Μέγα Σπήλαιον υπηρέτησεν
εις τον θεόπνευστον Ευαγγελιστήν εις την συγγραφήν του Ευαγγελίου, καθώς και το
της Πάτμου Σπήλαιον υπηρέτησεν εις τον Θεολόγον Ιωάννην εις την συγγραφήν της
θείας Αποκαλύψεως. Ούτως ο εν σπηλαίω γεννηθείς, εν σπηλαίοις ηυδόκησε να
αποκαλύψη και τον λόγον των της πίστεως μυστηρίων εις τους δύο τούτους
Αποστόλους και κήρυκας της θεότητος αυτού. Τότε δε, συγγράφων ο ιερός Λουκάς το
Ευαγγέλιον, εμέλιζε και τον θείον άρτον, κοινωνών και μεταδίδων εις τους
μαθητάς και συνεργούς αυτού το σώμα του Κυρίου. Προς την ιερουργίαν όθεν του
μυστηρίου είχεν αυτοσχέδιόν τινα κόγχην του Σπηλαίου ως θείαν τράπεζαν ο
ιερουργός Ευαγγελιστής, την οποίαν πάλιν αυτός ούτος ίσως εδήλωσε τότε προς
τους θείους Πατέρας εν οράματι, καθώς και εις άλλας οράσεις επιφανείς· όθεν και
μέχρι σήμερον ονομάζεται Ιερουργική Τράπεζα του Ευαγγελιστού Λουκά. Τούτο
λοιπόν τότε το μικρόν θυσιαστήριον οι θεόληπτοι Πατέρες ανευρόντες εις το
σπήλαιον, και οπωσδήποτε μεγεθύναντες ύστερον έκτισαν περί αυτό Ναόν μικρόν και
αυτοσχέδιον, επί δε της κογχοειδούς τραπέζης εναπέθηκαν οι τρισμακάριοι Πατέρες
την χαριτόβρυτον Εικόνα· εκεί δε πλησίον εύρον αυτήν και το πρώτον αποκειμένην
υπεράνωθεν της αναβλυζούσης πηγής μεταξύ της λόχμης του κισσού και εκεί
παρέμενε φυλαττομένη μέχρι καιρού· αφ’ ου δε μετέπειτα κατεσκευάσθη ο καθολικός
Ναός μετετέθη και ετοποθετήθη εις αυτόν όπου και σήμερον ευρίσκεται.
Περί της εν τω αγίω Σπηλαίω πρώτης καθιδρύσεως του Μοναστηρίου, και της μακαρίας των Οσίων τελευτής.
Ευρεθείσης δε ήδη της αγίας Εικόνος και του μεγάλου Σπηλαίου εις Ναόν
Κυρίου δια του Κυρίου μεταβληθέντος, ευθύς η πολύγλωττος φήμη και
μεγαλόφθογγος, όταν μάλιστα τύχη μηνύτρια θείων οικονομιών και παραδόξων
θαυμάτων διάγγελος, οξύ πετάσασα πτερόν διέτρεχε, διαλαλούσα τα κατά το Μέγα
Σπήλαιον ουχί μόνον εις τους εγγύς κατοικούντας, αλλά και εις πάσαν την
Πελοπόννησον· όθεν οι φιλόχριστοι, και οι μακράν και οι εγγύς κατοικούντες,
πάσα τάξις και ηλικία, και νοσούντες και υγιαίνοντες, συνέτρεχον μετά πολλής
σπουδής· οι μεν υγιαίνοντες, ως αν εις άλλην αγίαν Σιών και νέαν τινά Βηθλεέμ,
αντίτυπον εκείνου του θεοδόχου Σπηλαίου, ίνα και τον ιερόν τόπον ιστορήσωσι και
τους Οσίους τιμήσωσι, της παρ’ αυτών αξιούμενοι διδασκαλίας και ευλογίας, και
αυτήν δε πρώτιστα την πάνσεπτον Εικόνα της Θεοτόκου προσκυνήσωσιν, αυτόπται
γενόμενοι· οι δε πάλιν ασθενείς μετέβαινον ως εις άλλην κολυμβήθραν του Σιλωάμ,
όπως αναλάβωσι την υγείαν της ψυχής και του σώματος, άπαντες δε επέστρεφον μετά
χαράς μεγάλης δοξάζοντες τον Θεόν και την Μητροπάρθενον Θεοτόκον. Τινές δε εκ
των ζώντων τότε πιστών ανεμιμνήσκοντο και πολλάς πατρίους αυτών παραδόσεις και
διηγήσεις, όσας ήκουον περί των εις την Αχαϊαν το πρώτον ευαγγελισαμένων
Αποστόλων Παύλου και Ανδρέου, και αυτού μάλιστα του θείου Λουκά, ότι δηλαδή ήτο
ζωγράφος και ότι συνέγραψε το Ευαγγέλιον εις την Αχαϊαν, και όσα τοιαύτα τοπικά
της Αποστολικής ζωής υπομνήματα, διότι μόλις ήδη ήσαν παρελθόντες τρεις αιώνες
αφ’ ότου είχον διατρίψει ούτοι οι Απόστολοι εις τα κλίματα της Αχαϊας. Οι δε
των Αποστόλων αμέσως αυτόπται τότε γενόμενοι και αυτήκοοι Αχαιοί και άλλοι
Πελοποννήσιοι διηγούντο τα κατ’ αυτούς, εξιστορούντες προς τους ιδίους αυτών
υιούς. Ούτοι δε πάλιν προς τους εγγόνους, ώστε και πολλοί των κατά την εύρεσιν
της αγίας Εικόνος ζώντων πιστών, μόλις ήδη πέντε ή έξ γενεάς μετά τους
Αποστόλους γενόμενοι, εγνώριζον τα κατ’ αυτούς, παις παρά πατρός λαμβάνοντες
τας παραδόσεις. Διετήρουν δε ταύτας ίσως και γραπτάς, εις τα τότε σωζόμενα
Υπομνήματα, αι Εκκλησίαι της Αχαϊας καθώς και το Μαρτύριον του Αγίου Ανδρέου οι
τότε της Αχαϊας Πρεσβύτεροι συνέγραψαν. Και έχαιρον λοιπόν οι τότε των Οσίων
Πατέρων ακουσταί αγαλλόμενοι εν πνεύματι, διότι έβλεπον τα παρόντα θεία
χαρίσματα σύμφωνα προς όσα κατά παράδοσιν εγνώριζον. Οι δε Άγιοι, βλέποντες το
πλήθος των μετ’ ευλαβείας και πίστεως συντρεχόντων, εδόξαζον κατά πάντα και δια
πάντα τον Θεόν, όστις, ως μόνος Αυτός οίδε, πολυτρόπως τα προς σωτηρίαν των
ανθρώπων οικοδομεί και τους προσερχομένους αδιαλείπτως εδίδασκον τον θείον της
πίστεως λόγον και τας αποστολικάς παραδόσεις, όσας είτε εγγράφως είτε αγράφως
και δια λόγου παρέδωκαν. Υπενθύμιζον δε εις τους προσερχομένους και την εν
Χριστώ ευγένειαν των αρχαίων αυτών προγόνων και τον ένθεον ζήλον, όστις εις τας
ψυχάς αυτών εβασίλευε, καθώς και ο Απόστολος Παύλος, εκείνους επαινών, καύχημα
του κατ’ αυτόν Ευαγγελίου ωνόμαζε, γράφων προς τους Κορινθίους και πάντας τους
πιστούς της Αζαϊας τα εφεξής· «και επέγνωτε ημάς από μέρους, ότι καύχημα υμών
εσμεν, καθάπερ και υμείς ημών» (Β΄ Κορ. α: 14). Εκ τοιούτων λοιπόν καταγομένους
πετέρων παρεκίνουν αυτούς οι χριστοκήρυκες των Αποστόλων διάδοχοι, ίνα και
αυτοί δια τε της ευσεβείας και των θεοφιλών αυτών έργων αποδείξωσιν εαυτούς
αξίους εκείνων των αγίων ανδρών, των οποίων υιοί και απόγονοι εχρημάτιζον, όπως
πληρωθή και εις αυτούς η ευαγγελική εκείνη φωνή η θεσπίζουσα, ότι «Εκ γαρ του
καρπού το δένδρον γινώσκεται» (Ματθ. ιβ: 33). Τους έλεγον δε ότι «και δια τούτο
μάλιστα οφείλετε σεις να παρέχετε υπόδειγμα βίου χριστιανικού και εις τους
άλλους λαούς και να τρέφετε άσβεστον το πνεύμα και τον ζήλον της ευαγγελικής
πίστεως, διότι κατηξιώθητε να ποτισθήτε το πνευματικόν άδολον γάλα της
Ορθοδοξίας υπ’ αυτών αμέσως των θεσπεσίων Αποστόλων, οίτινες πρώτοι συνέπηξαν
και συνέστησαν την Αποστολικήν Εκκλησίαν της Κορίνθου και πάσης της Αχαϊας, και
τους οποίους έχομεν πάντοτε πρέσβεις θερμούς προς τον των όλων Θεόν,
συμπρεσβευούσης και της αχράντου Θεομήτορος». Ταύτα και τα τοιαύτα διδάσκοντες
τους επερχομένους ωκοδόμουν εις την ευσέβειαν και την αρετήν, αδιαλείπτως
αγωνιζόμενοι νύκτα και ημέραν. Και έρρεεν η μελίρρυτος και αποστολική των αγίων
διδαχή ως άλλος χρυσορρόας Νείλος, ή μάλλον ως άλλη τις πηγή του Παραδείσου,
ήτις ανέβαινε και επότιζεν ουχί μόνον την Πελοπόννησον, αλλά και πολλούς άλλους
έξωθεν ερχομένους λαούς. Ούτω λοιπόν κατήρτιζον και αυτοί κατά μέρος το της
Αγίας Εκκλησίας χριστεπώνυμον πλήρωμα, όπερ εξηγοράσθη, κατά τον Απόστολον, «Ου
φθαρτοίς, αργυρίω ή χρυσίω… αλλά τιμίω αίματι ως αμνού αμώμου και ασπίλου
Χριστού» (Α΄ Πέτρ, α: 18-19). Αφ’ ου δε εκαθάρισαν και εκαλλώπισαν το ιερώτατον
σπήλαιον και καθίδρυσαν τον ευαγή Ναόν, έκτισαν δε και τινα μικρά κελλία προς
άνεσιν των προσερχομένων, δεν ανεπαύθησαν οι τρισόλβιοι χριστοκήρυκες ουδέ
ανέμενον, ίνα συνέρχωνται προς αυτούς οι ακροαταί, αλλά καταλιπόντες εις
επιστασίαν του νεοδμήτου μονυδρίου ένα τινά, τον σεβασμιώτερον των δι’ άσκησιν
παραμεινάντων και την μοναδικήν εν Χριστώ πολιτείαν εκλεξαμένων αδελφών, αυτοί
πάλιν ανέλαβον την φροντίδα του κηρύγματος του αποστολικού. Και ήτο λοιπόν να βλέπη τις και να θαυμάζη την ένθερμον και
πολύζηλον ταχύτητα, μετά της οποίας εφέροντο οι μακάριοι, ως άλλοι τινές
ταχύπτεροι αετοί, διατρέχοντες ακούραστοι πάσαν πόλιν και χώραν της
Πελοποννήσου. Διήρχοντο δε τας πόλεις και τα χωρία ταύτης μετά κόπου μεγάλου
και βασάνων, πολλούς διατρέχοντες κινδύνους και πολλούς υφιστάμενοι διωγνούς
υπό των δυσσεβών· πολλάκις δε και δεσμά και φυλακάς και ραβδισμούς υπό των κατά
τόπους τυράννων, αφ’ ότου μάλιστα το κράτος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
περιήλθε κατά θείαν παραχώρησιν εις τον αποστάτην Ιουλιανόν (361-363). Αλλ’ εις
πάντας τους πειρασμούς αντεπεξήρχοντο οι χριστοκήρυκες δια του ενδυναμούντος
αυτούς Χριστού και δια της υπομονής αυτών και καρτερίας απέβησαν Ομολογηταί και
Μάρτυρες κατά προαίρεσιν δια των υπέρ Χριστού παθημάτων, «βαστάζοντες και αυτοί
τα στίγματα του Κυρίου εν τω σώματι αυτών». Αναλάμψαντος δε του κράτους της
ευσεβείας μετά τον θάνατον του αποστάτου Ιουλιανού, πολλοί των Χριστιανών,
ευγνωμονούντες δια τας αναριθμήτους ευεργεσίας και τας ιάσεις, όσας παρά της
θαυματουργούσης Χάριτος της θεομητορικής Εικόνος απήλαυον καθ’ εκάστην και δια
τους των Οσίων Πατέρων αποστολικούς αγώνας και τας υπέρ της Εκκλησίας βασάνους
και κακουχίας αυτών, ήθελον προθύμως να καλλωπίσωσι το ιερώτατον Σπήλαιον και
να καθιδρύσωσι Ναόν περικαλλή και άλλας οικοδομάς· αλλ’ οι Άγιοι απεκρίθησαν
προς αυτούς, ότι «καθώς θεόθεν εχρηματίσθησαν, ούτε εις τον καιρόν αυτών, ούτε
κατά τους δευτέρους αυτών διαδόχους, αλλά μετά πολλούς χρόνους μέλλει να
οικοδομηθή το ιερόν τούτο και μέγα Σπήλαιον εις δόξαν Θεού και τιμήν της
Θεοτόκου», όπερ και εγένετο κατά την πρόρρησιν των Αγίων. Διότι χρόνους ικανούς
ύστερον οι Ορθόδοξοι Αυτοκράτορες ανωκοδόμησαν Ναόν περικαλλέστατον και πάντα
τα κατά το θεόδμητον τούτο σκήνωμα της Θεοτόκου βασιλικώς αυξήσαντες
ανεκαίνισαν. Τούτων δε των αοιδίμων Αυτοκρατόρων πρωτοπόρον και κορυφαίον
γνωρίζομεν εκ των σωζομένων αποδείξεων Ανδρόνικον τον Γέροντα, τον Παλαιολόγον.
Τα δε προ τούτου άδηλα και ασαφή κατέστησεν ο κατά το 1640 συμβάς εμπρησμός της
Μονής, όστις ήτο ο μεγαλύτερος και ολεθριώτερος όλων των μέχρι του έτους 1935
γενομένων, καταστρέψας άπαντα τα της Μονής αρχεία και τα χρυσόβουλλα. Πολλά δε
και υπό των εφεξής Αυτοκρατόρων και των Δεσποτών της Πελοποννήσου και ποικίλα
καθιερώθησαν εις το Μοναστήριον. Οι δε θεοφόροι Πατέρες ημών, έμπλεοι των
αποστολικών χαρισμάτων διατελούντες, ηγωνίζοντο τον καλόν αγώνα της Ευαγγελικής
τελειότητος, ώστε (κατά τον Απόστολον) «Μη υστερείσθαι αυτούς εν μηδενί
χαρίσματι, απεκδεχομένους την αποκάλυψιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Α΄
Κορ. α: 7). Και την πίστιν τηρήσαντες, και τον δρόμον τελέσαντες και πλήρεις
ημερών γενόμενοι μετήλλαξαν τον βίον, εκδημήσαντες εκ της γης εις τους ουρανούς·
και τα μεν ιερά και πολύπονα αυτών σώματα παρέδωκαν εις την γην, τας δε
τρισολβίους αυτών ψυχάς εις χείρας Θεού, προσαναμένουσι δε τον αμάραντον της
δικαιοσύνης στέφανον, ον αποδώσει αυτοίς ο Κύριος εν εκείνη τη ημέρα, εις την
Δευτέραν Παρουσίαν αυτού, κατά τον θεηγόρον Απόστολον, ούτινος υπήρξαν μιμηταί κατά πάντα.
Ως δε τούτους ζώντας, ούτω και μετά θάνατον επί της γης εθαυμάστωσεν ο Κύριος, κρουνούς
θαυμάτων τας ιεράς αυτών σορούς αναδείξας. «Αέναος γαρ η Χάρις του Πνεύματος
και τας ακενώτους αυτής δωρεάς προς τας γνώμας των ευσεβούντων επιμετρεί». Ανεπαύθησαν
δε οι Όσιοι ούτοι Πατέρες ουχί κατά την αυτήν ημέραν αμφότεροι, αλλά πρότερον
μεν ο ιερός Συμεών, μετά δ’ ημέρας ολίγας και ο θεοδώρητος Θεόδωρος, αμφότεροι
το εαυτών μακάριον τέλος προμηνυθέντες υπό θείου Αγγέλου· όθεν και δια πολλών
πατρικών νουθεσιών και ευαγγελικών παραγγελμάτων τους ιερούς αυτών μαθητάς
ενισχύσαντες πρότερον, εκοιμήθησαν ύστερον τον ύπνον του δικαίου και ετάφησαν
υπ’ αυτών ένδον του ιερού Σπηλαίου, υπό το έδαφος του νυν Καθολικού Ναού προς
τα δεξιά, κατενώπιον της αγίας Εικόνος, όπου και τα χαριτόβρυτα αυτών μνημεία
μέχρι της σήμερον θεωρούνται. Των δε αγίων λειψάνων αυτών, κρίμασιν οις οίδεν ο
Θεός, υπό ξένων χειρών αλλαχού μετακομισθέντων μένουσι μόνον εν τη Μονή
αμφοτέρων των Αγίων ημών Πατέρων και προστατών αι θεσπέσιαι κάραι, ανεξάντλητος
του Μοναστηρίου θησαυρός. Κατέλιπον δε και διαθήκην οι Άγιοι ούτοι Πατέρες, της
οποίας αντίγραφον μόνον σώζεται σήμερον και τούτο χυδαϊστί, χάριν ίσως των
απαιδευτοτέρων αδελφών υπό τινος πολύ ύστερον μεταγλωττισμένον, αυτό δε το
Ελληνικόν πρωτότυπον μετά των άλλων κωδίκων και της πρωτοτύπου των Αγίων
Βιογραφίας επυρπολήθη κατά τον μέγιστον εμπρησμόν του Μοναστηρίου του έτους
1640 περί του οποίου προείπομεν. Μετά την εν Χριστώ τω Θεώ τρισμακαρίαν λήξιν
των ισαποστόλων και θεοφόρων Πατέρων Συμεών και Θεοδώρου, ουχί πολύ ύστερον
εξεδήμησε προς Κύριον και η Οσία και παμμακάριστος Μήτηρ ημών Ευφροσύνη. Αύτη η
μακαρία μετά την εύρεσιν της αγίας και πανσέπτου Εικόνος αναβάσα προς το
ανώτερον μέρος, απέναντι του νυν Καθολικού της Μονής προς τα δεξιά, πλησίον
δηλαδή του νυν επ’ ονόματι αυτής επιφημιζομένου Παρεκκλησίου, ένθα και η του
Λουκά λεγομένη ιερουργική τράπεζα, ωκοδόμησεν εκεί μικρόν οικίσκον και
εγκλεισθείσα εις αυτόν διετέλεσεν άπαν το υπόλοιπον της μακαρίας και τρισολβίου
ζωής της «νηστείαις και δεήσεσι λατρεύουσα (τον Θεόν) νύκτα και ημέραν» (Λουκ.
β: 37) διότι, από της ώρας κατά την οποίαν ήκουσε την θεομητορικήν εκείνην εκ
της αγίας Εικόνος φωνήν, ούτως ετρώθη την καρδίαν υπό του θείου έρωτος, ώστε
του λοιπού δεν έδωκεν ύπνον εις τους οφθαλμούς αυτής ουδ’ «ανάπαυσιν τοις
κροτάφοις» (Ψαλμ. ρλα: 4), έως ου εύρε τόπον ανέσεως εις τον ουράνιον
εισελθούσα Νυμφώνα προς τον εαυτής γλυκύτατον Νυμφίον. Τούτον ολοψύχως επόθησε
και εγκαρδίως ηγάπησε μέχρι και αυτής της τελευταίας αναπνοής και δι’ αυτόν
έζησεν εν σώματι ως επίγειος άγγελος και ουράνιος άνθρωπος εις ύψος αρετών
αναβάσα, ώστε και προφητικού κατηξιώθη θείου χαρίσματος και παμπόλλων θαυμάτων
εγένετο ενεργός, και ζώσα και μετά θάνατον. Μετέστη δε προς Κύριον ετών
γενομένη πεντήκοντα εξ και ετάφη εις αυτόν τον πλησίον του οικίσκου Ναόν, όστις
δια τούτο και κατ’ εξοχήν το Παρεκκλήσιον της Αγίας Κόρης επονομάζεται. Αλλά
και της Οσίας Μητρός ημών το μεν άλλο τρισόλβιον σκήνος συναφηρέθη ομού μετά
των λειψάνων των Αγίων ημών Πατέρων· καθώς όμως των Οσίων εκείνων, παρομοίως
και ταύτης απέμεινε και σώζεται μέχρι σήμερον μόνη η αγία κάρα, τιμωμένη και
αυτή ως ιερόν της ευσεβείας θησαύρισμα και της Μονής αυτών εγκαλλώπισμα.
Τοιαύτη υπήρξεν εν συντομία η ένθεος βιοτή των ισαποστόλων και θεοφόρων Πατέρων
ημών και της Οσίας Μητρός ημών Ευφροσύνης· και τούτους, αδελφοί, τους επιγείους
αγγέλους και ουρανίους ανθρώπους έχοντες ημείς πνευματικούς ημών γενάρχας και
καθηγεμόνας, αυτούς οφείλομεν ως παρόντες αείποτε να έχωμεν προ οφθαλμών,
απαρέγκλιτον κανόνα και στάθμην της Μοναχικής ημών πολιτείας. Όθεν και προς την
μακαρίαν αυτών ζωήν διευθύνωμεν, όσον το δυνατόν και την ημετέραν, ίνα δια των
αγίων αυτών ευχών και του μακαρίου τέλους αξιωθώμεν, ίνα είπωσι και περί ημών
οι τρισμάκαρες ημών Πατέρες το προφητικόν «Ιδού εγώ και τα παιδία, α μοι έδωκεν
ο Θεός» (Ησαϊα η: 18) και ακούσωμεν και ημείς της δεσποτικής εκείνης φωνής «Ευ
δούλε αγαθέ και πιστέ! Επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε
εις την χαράν του Κυρίου σου» (Ματθ. κε:21). Ναι. Γένοιτο, Κύριε, δια των
πρεσβειών της παναχράντου σου Μητρός, της Δεσποίνης πάντων των Χριστιανών, εν
ελέει επίσκεψαι, Κύριε, και στερέωσον την Ιεράν του Μεγάλου Σπηλαίου Μονήν και
πάσαν την Αγίαν Σου Εκκλησίαν και πάντας
ημάς εις τους αιώνας. Αμήν. Ταις των σων
Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου