Ιωάννης ο Όσιος και θεοφόρος Πατήρ ημών ο Θαυματουργός εγεννήθη εις τινα κώμην, Σκρίνον καλουμένην, ήτις ευρίσκετο πλησίον εις την πόλιν Σοφίαν, την κοινώς Σόφιαν λεγομένην, υιός γονέων ευσεβών και εναρέτων, Βουλγάρων όντων κατά το γένος, ήκμασε δε επί της βασιλείας Πέτρου βασιλέως των Βουλγάρων, βασιλέως δε των Ρωμαίων Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογεννήτου, του βασιλεύσαντος εν έτει 913 – 959. Εκ νεαράς ηλικίας ο Άγιος, χρηστοήθης και ευλαβής ων, υπηρέτει τον Θεόν μετά φόβου και αγάπης.
Όθεν η αγάπη αύτη εδίδαξεν αυτόν να φυλάττη τας εντολάς του Χριστού, καθώς εν τοις Ευαγγελίοις είπεν ο Κύριος· «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστιν ο αγαπών με» (Ιωάν. ιδ: 21). Βλέποντες δε τον νέον φθονεροί τινες και αμελείς των καλών έργων, ωνόμαζον αυτόν υποκριτήν· ο δε Όσιος, εις ουδέν λογιζόμενος τας τοιαύτας διαβολάς, διεμοίρασε τα υπάρχοντά του εις τους πτωχούς και ούτως επήγεν εις Μοναστήριον και έγινε Μοναχός. Αφ’ ου δε εγυμνάσθη εις την υπακοήν και ταπείνωσιν, ηξιώθη ο αοίδιμος υεϊκής οπτασίας, η οποία τον ωδήγησε να αναβή επάνω εις το όρος και εκεί να ησυχάση. Όθεν ο Άγιος αναβάς εις αυτό και ποιήσας μικράν καλύβην ησύχαζεν εκεί, τρεφόμενος από αγρίας βοτάνας και ενδεδυμένος δερμάτινον χιτώνα, καταγινόμενος εις νηστείας, εις προσευχάς, εις αγρυπνίας και εις άλλας κακοπαθείας της ασκήσεως. Εις δε ανεψιός του Οσίου, ονόματι Λουκάς, έτι παιδίον ων, έφυγε λάθρα από τους γονείς του και επορεύθη προς τον θείον του τούτον, ποθών να γίνη μιμητής της πολιτείας του. Αλλ’ ο πατήρ του παιδίου, μαθών ότι επήγεν εις τον θείον του, εκινήθη υπό του διαβόλου και μεταβάς εις τον Όσιον ύβριζεν αυτόν μετ’ αγανακτήσεως, πλάνον και κακόγηρον αυτόν ονομάζων, διότι έκλεψε τον υιόν του. Όθεν αρπάζων τον υιόν του από την έρημον, επανέφερεν εις τον κόσμον. Ο δε Άγιος, προβλέπων ότι το παιδίον έμελλε να πέση εις τας παγίδας του διαβόλου, παρεκάλεσε τον Θεόν λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ίδε την θλίψιν της καρδίας μου και ποίησον μετ’ εμού σημείον εις αγαθόν. Συ γαρ είπας «Άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με· των γαρ τοιούτων εστίν η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ιθ:14). Όθεν πηγαίνων ο πατήρ μετά του παιδίου εις ολίγου δρόμου διάστημα, ω των κριμάτων σου, Κύριε! έδηξε το παιδίον όφις και ευθύς με ελαφρόν θάνατον απέθανεν. Τότε ο μεν πατήρ του παιδίου, στραφείς προς τον Όσιον, μετενόει διότι επήρεν αυτό· ο δε Όσιος εδόξασε τον Θεόν, παρηγορηθείς εις την λύπην του, διότι δια του προσκαίρου θανάτου του σώματος ελύτρωσε το παιδίον από τον μέλλοντα θάνατον της ψυχής του. Μετά ταύτα, μη υποφέροντες οι δαίμονες τους πολλούς αγώνας του Οσίου, εφάνησαν μίαν νύκτα εις σχήμα ληστών, και δείραντες αυτόν, τον εδίωξαν εκ του τόπου εκείνου. Όθεν ο Όσιος αναχωρήσας επήγεν εις τα ενδότερα της ερήμου επί του όρους Ρίλα και κατώκησεν εις κοίλωμα μεγάλου τινός δένδρου· κατά θείαν δε πρόνοιαν εβλάστησεν η έρημος εκείνη ερεβίνθους, από τους οποίους ετρέφετο ο Όσιος επί πολύν χρόνον. Τινές δε βοσκοί, φιλοδωρηθέντες ποτέ από τον Όσιον με τα ερεβίνθια, υπεξήρεσαν προσέτι από αυτά δια τον δρόμον· αλλ’ όμως θέλοντες να τα φάγωσιν, εύρον κενούς τους λοβούς των ερεβινθίων· όθεν επιστρέψαντες εζήτησαν συγχώρησιν από τον Άγιον. Άλλοτε δε ελθών δαιμονιζόμενός τις προς τον Όσιον και πλησιάσας ως εν στάδιον, έπεσε κάτω κυλιόμενος και λέγων· «Πυρ με κατακαίει και δεν ημπορώ να υπάγω πλέον εμπρός». Παρακαλέσαντες δε τον Όσιον οι συνοδεύοντες τον δαιμονιζόμενον, κατέπεισαν αυτόν να προσευχηθή υπέρ εκείνου· όθεν παρακαλέσας ο Άγιος τον Θεόν, εποίησε τον δαιμονιζόμενον υγιά. Ύστερον, αποφεύγων την δόξαν των ανθρώπων ο Όσιος, απεμακρύνθη εις τόπον άγνωστον· και ευρών σπήλαιον εις υψηλήν τινα πέτραν, κατώκησεν εκεί. Οι δε δαίμονες, λαμβάνοντες αυτόν, τον εκρήμνιζον κάτω· αλλ’ ο Άγιος ανέβαινε πάλιν εις αυτό, έως ου οι δαίμονες, Θεού βοηθεία, έγιναν άφαντοι. Όθεν έκτοτε Άγγελος Κυρίου εκόμιζεν εις τον Όσιον τροφήν καθ’ εκάστην, και επληρώθη εις αυτόν το γεγραμμένον· «Άρτον Αγγέλων έφαγεν άνθρωπος» (Ψαλμ. οζ: 25). Κατ’ εκείνον τον καιρόν επήγεν εις την πόλιν Σοφίαν Πέτρος ο ευσεβής βασιλεύς των Βουλγάρων· και ακούσας περί του Αγίου, έστειλεν εις την έρημον εννέα κυνηγούς, δια να εύρωσιν αυτόν. Ούτοι, μόλις μετά πέντε ημέρας ευρόντες τον Άγιον, ηυλογήθησαν παρ’ αυτού και διηγήθησαν τον πόθον, τον οποίον είχεν ο βασιλεύς ίνα τον απολαύση. Επειδή δε οι άνθρωποι ήσαν πεινασμένοι, παρέθεσεν ο Όσιος εις αυτούς τον ένα άρτον, τον οποίον του έφερεν ο Άγγελος· εκ τούτου φαγόντες και οι εννέα εχόρτασαν, και πάλιν επερίσσευσεν ο ήμισυς. Όθεν εκπλαγέντες δια το θαύμα τούτο, επανήλθον εις τον βασιλέα και ανήγγειλαν εις αυτόν το γενόμενον. Μαθών ταύτα ο βασιλεύς επήγεν ο ίδιος εις το όρος εκείνο, μετά των αρχόντων του, ίνα ίδη τον Άγιον· επειδή όμως δεν ηδυνήθη να προχωρήση δια το τραχύ και κρημνώδες του τόπου, δια τούτο είδε μακρόθεν την υψηλήν πέτραν και το σπήλαιον, εις το οποίον κατώκει ο Όσιος. Όθεν απέστειλε το δεύτερον δύο δούλους του, ίνα προσκαλέσωσι τον Άγιον να έλθη και να ευλογήση τον βασιλέα· αλλ’ ο Όσιος δεν έστρεξε να εγκαταλείψη την ησυχίαν του, επήνεσε δε μόνον την του βασιλέως ευλάβειαν και υπέσχετο, ότι μέλλουσι να ίδωσιν αλλήλους εις την Βασιλείαν του Θεού, εάν καρπούς αξίους της μετανοίας ποιήσωσιν. Όθεν ανεχώρησεν ο βασιλεύς περίλυπος, διότι δεν επέτυχε της αιτήσεως. Ύστερον δε έστειλε χρυσίον και οπωρικά διάφορα εις τον Όσιον, γράψας και την κάτωθι επιστολήν, περιέχουσαν ταύτα: «Τω σεβασμίω μοι πατρί Ιωάννη ερημοπολίτη του Ρίλα Πέτρος βασιλεύς. Ήκουσα της υμετέρας αγιωσύνης το φιλόθεον ήθος και την αγγελικήν πολιτείαν· όθεν επεθύμησα να ίδω την σην Οσιότητα, ελπίζων να απολαύσω πολλήν ωφέλειαν εκ της συνομιλίας μας. Επειδή η ματαία δίξα του κόσμου τούτου, αι ηδοναί και ο πλούτος, αυτά καταποντίζουσιν ημάς ωσάν κύματα της θαλάσσης και σκοτιζόμενοι από τας ταραχάς και φροντίδας, δεν δυνάμεθα να ενατενίσωμεν εις το φως της καθαράς μετανοίας, δια τούτο και επεθύμουν να απολαύσω ολίγον τινά φωτισμόν από την αγιωσύνην σου, Οσιώτατε Πάτερ· αλλ’ όμως και αυτής της χάριτος εστερήθην δια το πλήθος των αμαρτιών μου. Όθεν παρακαλώ καν να μοι στείλητε παρηγορίαν τινά και παράκλησιν δια λόγου, ίνα δροσίσω τον καύσωνα της θλίψεώς μου· διότι γνωστόν είναι, τίμιε Πάτερ, εις την αγιωσύνην σου, πόσος χειμών πειρασμών και πόσαι ταραχαί καταβυθίζουσι τας καρδίας των βασιλέων!». Ταύτην την επιστολήν του βασιλέως εδέχθη ο Όσιος και τας ασκητικάς άμα τροφάς, ήτοι τα οπωρικά, το δε χρυσίον δεν εδέχθη. Όθεν απέστειλεν επιστολήν εις τον βασιλέα, ταύτα γράφουσαν: «Τω ευσεβεστάτω αυτοκράτορι του Βουλγαρικού σκήπτρου, βασιλεί Πέτρω, ο πτωχός Ιωάννης. Όλα τα δώρα της υμετέρας βασιλείας δεν είναι χρήσιμα εις ημάς. Όθεν τα μεν οπωρικά μόνον εδέχθην και επαινώ την αγάπην υμών· το δε χρυσίον ας έχη η βασιλεία σου, διότι αυτό πολύ βλάπτει τους Μοναχούς, μάλιστα δε εις τους Αναχωρητάς είναι παντελώς άχρηστον – διότι εις τι δύνανται να το μεταχειρισθώσιν; Εάν λοιπόν την Βασιλείαν των ουρανών θέλης να κληρονομήσης, ω βασιλεύ, γενού πράος και ευπλησίαστος εις τους υπηκόους σου, έχων τας βασιλικάς ταύτας αρετάς, ήτοιτην συμπάθειαν και το έλεος· διότι δι’ αυτών θέλει λάμπει περισσότερον η πορφύρα και το διάδημα της βασιλείας σου, ίνα χαροποιή όλους όσοι εισέρχονται και εξέρχονται από το παλάτιον της σης γαληνότητος. Φεύγε τας αδικίας και αρπαγάς. Έχε την μεν μνήμην του θανάτου ως σύζυγον, τους δε στεναγμούς και τα δάκρυα ως φίλτατα τέκνα. Γενού ευπειθής και υπήκοος εις την Εκκλησίαν του Χριστού, την Μητέρα σου, και τίμα τους εν αυτή πρωτοθρόνους. Ίνα και ο Βασιλεύς των βασιλευόντων, διορών την ταπείνωσίν σου, χαρίσηταί σοι τα αγαθά, α ητοίμασε τοις αγαπώσιν αυτόν εν τη Βασιλεία των ουρανών». Ταύτην την του Οσίου λαβών ο βασιλεύς κατεφίλει και συνεχώς ανεγίνωσκεν, εντρυφών εις αυτήν ως εις θησαυρόν και μεγάλως εξ αυτής παρηγορούμενος. Ο δε Όσιος έμεινεν εις τον τόπον εκείνον του Ρίλα μέχρι τέλους· όθεν πολλοί αδελφοί ελθόντες τον παρεκάλεσαν και τους εδέχθη, ίνα μιμώνται την ένθεον πολιτείαν του. Επειδή δε επλήθυναν οι μαθηταί του, έκτισεν εκείσε Εκκλησίαν και Μοναστήριον και πολλούς σεσωσμένους προσήνεγκεν εις τον Χριστόν και διαφόρους ασθενείς και πολλούς δαιμονιζομένους ιάτρευσε. Προγνωρίσας δε ο αοίδιμος τον θάνατόν του, εκοινώνησε τα θεία Μυστήρια· είτα ευχηθείς τους μαθητάς του, παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, ζήσας έτη εβδομήκοντα. Ετάφη δε το λείψανον του Αγίου εκεί εις το σπήλαιον. Μετά δε τον ενταφιασμόν του εξήρχετο ευωδία εκ του τάφου του· όθεν ανοίξαντες αυτόν οι μαθηταί του, εύρον το άγιον λείψανον σώον, πλήρες ευωδίας και δεδοξασμένον με την θείαν Χάριν. Ύστερον εφάνη ο Όσιος εις τους μαθητάς του και είπεν εις αυτούς να μετακομίσωσι το λείψανόν του εις την πόλιν Σόφιαν. Εκεί λοιπόν αυτό ευρισκόμενον ετέλει πολλά θαυμάσια· όθεν ο Καίσαρ, Χρέλιος ονόματι, ευλαβεία φερόμενος προς τον Άγιον, έκτισεν εκεί Μοναστήριον μέγα εις το όνομα της Γεννήσεως της Θεοτόκου. Όταν δε ο κράλης (ήτοι ηγεμών) της Ουγγαρίας κατέλαβε την ρηθείσαν πόλιν Σόφιαν, τότε έλαβε και το λείψανον του Οσίου και απεθησαύρισεν εις την ιδικήν του πόλιν, την καλουμένην Οστρογόν. Επειδή δε ο ταύτης Επίσκοπος εβλασφήμει κατά του Αγίου, λέγων, ότι δεν εύρισκεν αυτόν γεγραμμένον ομού με τους παλαιούς Αγίους, δια την βλασφημίαν του ταύτην έδεσε την λαλιάν αυτού ο Άγιος· μετανοήσας δε ύστερον και προσελθών μετ’ ευλαβείας εις το λείψανον του Αγίου, έλαβε την λύσιν της γλώσσης του. Τούτο το θαύμα βλέπων ο κράλης εκόσμησε την λάρνακα του λειψάνου με άργυρον και χρυσίον και έστειλεν αυτήν με τιμάς οπίσω εις την Σόφιαν. Μετά ταύτα ο ευσεβής βασιλεύς των Βουλγάρων Ιωάννης ο Ασάνης, επανακτήσας την πόλιν Σόφιαν, έγραψε προς τον Τιρνόβου Αρχιερέα, όστις ελθών μετά του Κλήρου του έλαβε το άγιον λείψανον και απεθησαύρισεν αυτό με τιμήν εις την βασιλικήν καθέδραν, ήτοι εις την πόλιν Τιρνόβου, όπου έκτισε και Εκκλησίαν επ’ ονόματι του Αγίου τούτου Ιωάννου. Αφ’ ου δε οι Αγαρηνοί εκυρίευσαν την πόλιν του Τιρνόβου, μετεκομίσθη το λείψανον από το Τίρνοβον εις το Μοναστήριον της Ρίλας, όπου ευρίσκεται έως της σήμερον, ευωδίαν άρρητον αποπνέον και ιάσεις παρέχον εις τους μετά πίστεως εις τούτο προστρέχοντας. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου