Ιωάννης ο νεοφανής Μάρτυς του Χριστού ήτο από την περιφανή Πελοπόννησον, από τα μέρη της Μονεμβασίας, νέος την ηλικίαν έως δεκαπέντε ετών, πεπαιδευμένος τα ιερά γράμματα· και ο μεν πατήρ αυτού Ιερεύς ων κατήγετο από εν χωρίον καλούμενον Γεράκι, τιμώμενον με θρόνον Επισκοπής παρά της Μητροπόλεως Μονεμβασίας, η δε μήτηρ αυτού ήτο από εν χωρίον της Μονεμβασίας, Γούβες επιλεγόμενον.
Κατά δε τον καιρόν όπου η Πελοπόννησος εστέναζεν υπό τον ζυγόν των Τούρκων κατά το έτος 1770, δια τας τότε περιστάσεις, επιδραμόντες πλήθος Αλβανών ηχμαλώτιζον τους εκεί Χριστιανούς, κατέλαβον δε τότε και το χωρίον του Μάρτυρος και τον μεν πατέρα αυτού απέκοψαν εν μαχαίρα, αυτόν δε και την μητέρα αυτού αιχμαλωτίσαντες επήραν μαζί των και τους επήγαν εις την Λάρισαν, εκεί δε επωλήθησαν δις και τρις ο καθ’ εις ξεχωριστά, ύστερον δε επωλήθησαν και οι δύο ομού εις ένα Αγαρηνόν Θεσσαλονικέα, όστις, επειδή δεν είχε τέκνον, επεθύμει πολύ, τόσον αυτός όσον και η γυνή αυτού, να υιοθετήσωσι τον ευλογημένον Ιωάννην. Όθεν καθημερινώς δεν έπαυε να τον ενοχλή, δοκιμάζων να τον διαστρέψη από την πίστιν των Χριστιανών και να τον οδηγήση εις την ιδικήν του θρησκείαν, πότε με κολακείας και υποσχέσεις τιμών και αξιωμάτων και πότε με απειλάς τιμωριών και βασάνων. Αλλ’ ο του Χριστού Μάρτυς ίστατο στερεός και ακλόνητος εις την ευσέβειαν και ταύτα πάντα ενόμιζεν ως ουδέν. Εν μια λοιπόν των ημερών, απαυδήσας ο Αγαρηνός από του να παρακινή τον Άγιον δια να αρνηθή την ευσέβειαν και μη δυνηθείς, εθυμώθη και βάλλων αυτόν εμπρός με το ξίφος τον επήγε δέρων έως εις την αυλήν του τζαμίου, εκεί δε εσυνάχθησαν και άλλοι πολλοί Αγαρηνοί, οίτινες εβίαζον τον Μάρτυρα να τουρκεύση σπαθίζοντες, λακτίζοντες, βάλλοντες τας πιστόλας εις το στήθος του και άλλα πολλά ποιούντες. Αλλ’ εις μάτην εκοπίαζον, επειδή ο γενναίος Ιωάννης, χωρίς να δειλιάση, έλεγε: «Δεν γίνομαι Τούρκος· εγώ Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω ν’ αποθάνω». Αφήνω δε και τας μαγείας και τα σατανικά γοητεύματα, τα οποία καθημερινώς έκαμνεν η γυνή του αυθέντου του με άλλα κακογραϊδια Αγαρηνά, δια να ποιήσωσιν έξω φρενών τον ευλογημένον Ιωάννην ή καν να τον ελκύσωσιν εις επιθυμίαν γυναικός και ούτω να τον τουρκεύσωσιν. Αλλ’ η Χάρις του Θεού απ’ όλα τον εφύλαττεν. Έφθασε δε και η νηστεία της Κυρίας Θεοτόκου, του δεκαπενταυγούστου λεγομένη, και επειδή ο αοίδιμος Ιωάννης δεν ηθέλησε κατ’ ουδένα τρόπον να αρτυθή και να χαλάση την νηστείαν, εκλείσθη υπό του αυθέντου του εις εν κατώγειον, το οποίον ήτο τόπος των αλόγων και εκεί εις το διάστημα των δέκα πέντε ημερών πότε τον εκρέμα και τον εκάπνιζε με άχυρα και πότε τον εκτύπα με το ξίφος εις όλον το σώμα, βιάζων αυτόν δια να φάγη από τα μιαρά φαγητά των, τόσον την ημέραν όσον και την νύκτα. Ο γενναίος όμως του Χριστού Αθλητής, μιμούμενος τους τρεις Παίδας, οίτινες δεν ηθέλησαν να μιαροφαγήσωσιν από τα βρώματα του βασιλέως Ναβουχοδονόσορος και τους Αγίους Μακκαβαίους, οίτινες δεν ηθέλησαν να φάγωσι χοιρινά κρέατα, διότι ήτο εμποδισμένον από τον θείον Νόμον, δεν έστερξεν ο μακάριος με τελειότητα ούτε καν να γευθή από τα ηρτυμένα φαγητά, αλλ’ επικαλούμενος το όνομα και την βοήθειαν της Κυρίας Θεοτόκου, δια την τιμήν της οποίας η νηστεία αύτη γίνεται, προέκρινε κάλλιον να θανατωθή παρά να χαλάση την αγίαν νηστείαν. Ο δε αυθέντης του, βλέπων αυτόν ότι δεν πείθεται, τον άφηνε νηστικόν δύο και τρεις ημέρας και δεν του έδιδε να φάγη τελείως, η δε μήτηρ αυτού, ισταμένη πλησίον του υιού της και βλέπουσα αυτόν αποκαμωμένον από τους σπαθισμούς, από τα κρεμάσματα, από την νηστείαν και από τας άλλας κακοπαθείας, τας οποίας εδοκίμαζεν, τον επαρακίνει να φάγη λέγουσα προς αυτόν: «Φάγε, υιέ μου, από τα φαγητά αυτά, φάγε δια να μη αποθάνης, και ο Θεός και η Παναγία σε συγχωρούσι, διότι δεν το κάμνεις με το θέλημά σου, αλλ’ εξ ανάγκης. Λυπήσου, υιό μου, και εμέ την πτωχήν και τεθλιμμένην μητέρα σου και μη θελήσης να αποθάνης ματαίως, να μ’ αφήσης απαρηγόρητον εις την αιχμαλωσίαν ταύτην και ξενιτείαν, επειδή, όταν έχω σε, δεν μου φαίνεται ότι ευρίσκομαι εις αιχμαλωσίαν». Ο δε Μάρτυς, στηρίζων την ασθένειαν της μητρός του, της έλεγε: «Διατί κάμνεις ούτω, μητέρα μου, δια ποίαν αιτίαν κλαίεις, διατί δεν μιμείσαι και συ τον Πατριάρχην Αβραάμ, ο οποίος δια την αγάπην του Πλάστου του ηθέλησε να θυσιάση τον μονογενή του υιόν, μόνον κλαίεις και θρηνείς δι’ εμέ; Εγώ είμαι υιός Ιερέως και πρέπει να φυλάττω καλλίτερα από τους υιούς των λαϊκών τους νόμους και τα έθιμα της Αγίας μας Εκκλησίας, διότι όταν τα μικρά δεν φυλάττωμεν, πως ημπορούμεν να φυλάξωμεν τα μεγάλα»; Τέλος πάντων βλέπων ο αυθέντης του, ότι δεν δύναται να καταπείση τον Ιωάννην ούτε να αφήση την του Χριστού πίστιν ούτε και να αρτυθή και να φάγη από τα φαγητά, τα οποία του έδιδεν, εθυμώθη και του εκτύπησε μίαν θανατηφόρον μαχαιριάν εις την καρδίαν και ούτω μετά δύο ημέρας ετελεύτησεν ο αοίδιμος και έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον, κατά το χιλιοστόν επτακοσιοστόν εβδομηκοστόν τρίτον σωτήριον έτος, την εικοστήν πρώτην του Οκτωβρίου μηνός. Αποθνήσκων δε ο Μάρτυς παρήγγειλεν εις την μητέρα του, ως ο Πατριάρχης Ιωσήφ εις τους Εβραίους, να σταθή να κάμη την ανακομιδήν των λειψάνων του και να τα λάβη να τα υπάγη εις την πατρίδα του. Τελευτήσαντος δε του Αγίου ο Αγαρηνός εκείνος αυθέντης του έρριψε το άγιον αυτού λείψανον έξω της αυλής εις κήπον τινά, δια να καταφαγωθή υπό των σκύλων, αποβαλών και την μητέρα του Μάρτυρος. Αλλ’ ω των θαυμασίων σου, Χριστέ βασιλεύ! Όχι μόνον έμεινεν αβλαβές το ιερόν αυτού λείψανον, αλλά και το πρόσωπον αυτού ήστραπτεν ως ο ήλιος, πολλοί δε των Χριστιανών της Λαρίσης είδον εις τας δύο εκείνας ημέρας, ότε ήτο ερριμμένον το ιερόν λείψανον του Μάρτυρος εις τον κήπον, φως ουρανόθεν ως αστέρα καταβάντα επάνω του ιερού λειψάνου. Πληροφορηθείς ταύτα ο τότε Μητροπολίτης Λαρίσης εζήτησε την άδειαν και λαβών ενεταφίασεν αυτό μετ’ ευλαβείας, η δε μήτηρ του Αγίου, ενθυμουμένη πάντοτε την παραγγελίαν του γλυκυτάτου της υιού, έμεινεν εις Λάρισαν και περιπλανωμένη από οικίας εις οικίαν εζήτει τον επιούσιον άρτον. Ο δε αυτάδελφος αυτής μαθών, ότι η αδελφή αυτού μετά του υιού της ευρίσκονται αιχμάλωτοι εις την Λάρισαν, επήγεν εκεί δια να προσπαθήση, ει δυνατόν, να τους ελευθερώση. Φθάσας δε εκεί και ευρών αυτήν, την παρεκίνει πολυειδώς δια να την πείση να έλθη εις την πατρίδα των. Τότε αυτή διηγήθη τα γεγονότα προς αυτόν, τον μαρτυρικόν θάνατον του Ιωάννου, την παραγγελίαν αυτού προς ενταφιασμόν του λειψάνου του και λοιπά και τέλος τον σκοπόν της, δια τον οποίον εκάθητο εκεί, υποφέρουσα τόσην πενίαν. Όθεν ο μεν αυτάδελφός της επέστρεψεν εις τα ίδια, αυτή δε έμεινεν ίνα τελειώση την παραγγελίαν του υιού της· πληρωθέντος δε του χρόνου εγένετο παρά του Μητροπολίτου Λαρίσης η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου, η δε μήτηρ αυτού λαβούσα τα άγια λείψανα και περιπλανωμένη από τόπου εις τόπον έφθασεν εις την πατρίδα της και κατώκησεν εις το πατρικόν της χωρίον Γούβες μετά του αδελφού της· διηγήθη λοιπόν εις πάντας ότι ο υιός αυτής Ιωάννης, μη θέλων να αρνηθή τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν ουδέ να μιαροφαγήση, εθανατώθη και ότι τα άγια αυτού λείψανα ευρίσκονται εις χείρας της και επειδή υπωπτεύετο μήπως στερηθή αυτά υπό του τότε Μητροπολίτου Μονεμβασίας Ιγνατίου, εφύλαττεν αυτά κεκρυμμένα. Μετά παρέλευσιν χρόνων ικανών ησθένησε και αυτή και επειδή εγνώρισεν ότι ήλθεν η ώρα του θανάτου της, παρήγγειλεν εις τους συγγενείς αυτής, όταν ενταφιάσωσιν αυτήν, να βάλωσιν εις τον τάφον της και τα λείψανα του υιού της Ιωάννου, το οποίον και εποίησαν οι χωρικοί εκείνοι· μετά παρέλευσιν δε ετών δεκατριών ετελεύτησε και η γυνή του αυταδέλφου της και επειδή ήθελον να την ενταφιάσωσιν εις τον τάφον της γενεάς των, κατά την συνήθειαν, έσκαπτον δια να ανοίξωσι τον τάφον, όπου η μήτηρ του Αγίου ενεταφιάσθη, αλλ’ ευθύς ως εγένετο μικρά τις οπή, ω του θαύματος! εξήλθεν άρρητος ευωδία, την οποίαν αθσθανθέντες άπαντες οι παρευρεθέντες ηρωτώντο μεταξύ των, οποία να είναι η ευωδία αύτη· τότε ενεθυμήθησαν ότι ευρίσκοντο εκεί και τα άγια λείψανα του Ιωάννου. Όθεν μετά φόβου και πολλής της ευλαβείας ανοίξαντες τον τάφον, εύρον το μεν σώμα της μητρός του Αγίου διαλελυμένον εις οστά και το σάβανον διεφθαρμένον, τον δε σάκκον, όστις περιείχε τα άγια λείψανα του Μάρτυρος αβλαβή και ως να ήσαν εκείνην την ιδίαν ώραν τεθαμμένα εις τον τάφον. Τότε συγγενής τις του Μάρτυρος Ιερεύς Ιωάννης Καυσοκαλύβας επιλεγόμενος οικειοποιήθη αυτά ως συγγενής και κληρονόμος· από της ώρας λοιπόν εκείνης διεφημίσθη, ότι τα άγια λείψανα του Νεομάρτυρος Ιωάννου ευρίσκονται εις χείρας του Ιερέως εκείνου, τα οποία επετέλουν ιάσεις εις τους μετά πίστεως και ευλαβείας προσερχομένους. Αυτή η φήμη των αγίων λειψάνων έφθασε και εις τας ακοάς του ιερωτάτου Μητροπολίτου Μονεμβασίας Χρυσάνθου, του και Γέροντος του συγγραφέως του παρόντος Συναξαρίου, και επεθύμει να ίδη και προσκυνήση αυτά. Όθεν κατά το χιλιοστόν οκτακοσιοστόν δέκατον όγδοον σωτήριον έτος, πορευθείς κατά το έθος εις Μονεμβασίαν και ελθών εις το χωρίον Γούβες, ηρώτησε τους κατοίκους του χωρίου εκείνου περί των λειψάνων του Μάρτυρος, εκείνοι δε διηγήθησαν όσα προεγράφησαν περί του Αγίου και ότι ο έχων αυτά Ιερεύς Ιωάννης, ασθενής ων, πνέει τα λοίσθια. Μετ’ ολίγας ημέρας, τελευτήσαντος του Ιερέως εκείνου, του κατέχοντος τα άγια λείψανα, προσεκλήθη παρά των συγγενών αυτού ο Αρχιερεύς δια να υπάγη εις την κηδείαν αυτού· επορεύθη λοιπόν ο αείμνηστος εκείνος Μητροπολίτης συμπορευομένου και του συγγραφέως του παρόντος, Ιεροδιακόνου τότε, χαίρων και αγαλλόμενος, στοχασθείς ότι έφθασεν η ώρα, την οποίαν επί τοσούτον επεθύμει δια να λάβη τα άγια λείψανα· μετά την κηδείαν λοιπόν του Ιερέως εκείνου έλαβεν όσα ευρέθησαν, εξ ων μέρος απέστειλεν εις την πόλιν της Μονεμβασίας και μέρος έφερε μεθ’ εαυτού εις τας Καλάμας· όθεν ευρισκόμενα νυν και εις τας δύο Μητροπόλεις θαύματα αενάως ποιούσιν εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους αυτά. Ούτω τα επί τοσούτους χρόνους κεκρυμμένα άγια λείψανα του Νεομάρτυρος Ιωάννου εφανερώθησαν ύστερον, πρώτον μεν προς στηριγμόν ευσεβείας και πίστεως και καύχημα των Χριστιανών, δεύτερον δε δια καταισχύνην και έλεγχον των κοιλιοδούλων εκείνων Χριστιανών, οίτινες δεν φυλάττουσι τας παραδεδομένας νηστείας της του Χριστού Αγίας Εκκλησίας, αλλά καταφρονητικώς φερόμενοι καταλύουσιν αυτάς αναιδώς και ασυστόλως. Τούτου του Μάρτυρος την μνήμην εορτάζουσι κατ’ έτος άπαντες οι εν τη επαρχία Μονεμβασίας και Καλαμών, εις δόξαν Χριστού του αντιδοξάζοντος τους Αυτόν δοξάζοντας, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου