Κατά τους χρόνους του βασιλέως Μανουήλ του Κομνηνού, του βασιλεύσαντος εν έτει αρμγ΄ (1143) και Ιωσήφ του Ηγουμένου της εν Κωνσταντινουπόλει ιεράς και βασιλικής Μονής του Παντοκράτορος, έλαβε χώραν η από Θεσσαλονίκης εις Κωνσταντινούπολιν μετάθεσις της ιεράς Εικόνος του Μεγάλου Δημητρίου. Εγένετο δε τοιουτοτρόπως: Κατά το εξακισχιλιοστόν εξακοσιοστόν πεντηκοστόν έβδομον έτος από κτίσεως κόσμου (ήτοι εν έτει 1149 από Χριστού), κατά μήνα Μάρτιον, εξήλθεν ο ανωτέρω βασιλεύς Μανουήλ ο Κομνηνός, ίνα υπάγη εις τον κατά της Σικελίας πόλεμον.
Τότε δε και ο προμνησθείς Ηγούμενος της του Παντοκράτορος Μονής Ιωσήφ, δια τας αναγκαίας υποθέσεις του επορεύθη εις συνάντησιν του βασιλέως. Δεν εύρεν όμως τούτον, καθώς ήλπιζεν, εις την Θεσσαλονίκην, αλλ’ εις κώμην τινά μικράν και ασήμαντον, ήτις απέχει μεν από την Βέροιαν έως δύο μίλια, από δε την Θεσσαλονίκην έως δύο ημέρας. Αφ’ ου λοιπόν συνήντησε τον βασιλέα, προς τοις άλλοις παρεκάλεσεν αυτόν να αναπληρώση ό,τι παρέλειψαν να πράξωσιν οι πρόγονοί του βασιλείς, ήτοι το να αποθησαυρίση εις το γονικόν αυτού Μοναστήριον του Παντοκράτορος την ιεράν Εικόνα του Αγίου Δημητρίου, ήτις ίστατο επί του τάφου και της σορού του λειψάνου του. Ο δε βασιλεύς, τούτο ακούσας, μετά χαράς απεδέχθη την αίτησιν και παρευθύς γράφει προς τον δούκα της Θεσσαλονίκης και χαρτουλάριον, ονόματι Βασίλειον, διορίζων αυτόν να κατασκευάση άλλην Εικόνα και να την θέση επί του τάφου του Αγίου Δημητρίου, δια της επιστασίας Ιωάννου Σμενιώτου, του επιτρόπου των εν Θεσσαλονίκη κτημάτων του ρηθέντος Μοναστηρίου του Παντοκράτορος, την δε παλαιάν Αγίαν Εικόνα του Αγίου να την μεταφέρη εκείθεν και να την αποστείλη εις το ανωτέρω του Παντοκράτορος Μοναστήριον. Ευθύς λοιπόν ο λόγος του βασιλέως έργον εγένετο. Και κατεσκευάσθη μεν άλλη νέα Εικών του Αγίου Δημητρίου από χρυσόν και άργυρον, ωραιοτέρα και μεγαλυτέρα της πρώτης και ετέθη επί του θείου και μυροβλύτου τάφου του Αγίου, η δε παλαιά και πρώτη εκείνη του Αγίου Εικών, ήτις είχεν εζωγραφημένον τον Μέγαν Δημήτριον όρθιον, υψωμένας έχοντα τας χείρας προς τον ουρανόν, αύτη, λέγω, εστάλη εις Κωνσταντινούπολιν. Ταύτης της Αγίας Εικόνος την άφιξιν άμα ήκουσαν οι της συγκλήτου άρχοντες και οι λοιποί ιερωμένοι τε και λαϊκοί, μάλιστα δε οι Μοναχοί του Μοναστηρίου του Παντοκράτορος, εξήλθον όλοι έξω της Κωνσταντινουπόλεως έως επτά μίλια και προϋπήντησαν αυτήν με δορυφορίαν και προπομπήν μεγάλην, με ύμνους, με ωδάς, με λαμπάδας και με θυμιάματα και ούτως εισήγαγον αυτήν εις το διαληφθέν Μοναστήριον του Παντοκράτορος, κατά την εικοστήν τρίτην του Οκτωβρίου μηνός. Ήτο δε τότε αξιοπερίεργον να ίδη τις, πως έτρεχεν ο λαός των Χριστιανών, όχι μόνον εκ της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και εκ των έξωθεν ταύτης μερών, οίτινες προσεκύνουν την αγίαν και θαυμαστήν του Αγίου Εικόνα αδιακόπως, από τας εικοσιτρείς έως τας εικοσιέξ του Οκτωβρίου, ήτοι της κυρίας εορτής του Αγίου Δημητρίου, ήτις και έγινε, κατ’ εκείνο το έτος, χαριστήριος και λαμπροτέρα ή κατά τα άλλα έτη. Εγένετο δε η τοιαύτη μετάθεσις της ιεράς Εικόνος του Αγίου Δημητρίου εις Κωνσταντινούπολιν δια πολλά αίτια· πρώτον, δια να είναι μέγας στολισμός και φύλαξ και βοηθός της ρηθείσης σεβασμίας και βασιλικής Μονής του Παντοκράτορος· δεύτερον, δια να είναι και βοηθός του βασιλέως Κομνηνού και των διαδόχων του και ίνα με την αόρατον αυτού δύναμιν και μακρόθεν διώκη τους εχθρούς του Χριστιανικού βασιλείου και να μη αφήνη αυτούς να πλησιάζωσι· τρίτον, δια να είναι εις φύλαξιν της βασιλευούσης των πόλεων και άλλα όμοια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου