Πελαγία η Οσία Μήτηρ ημών έζη πρότερον εις την Αντιόχειαν, κατά τους χρόνους του βασιλέως των Ρωμαίων Νουμεριανού, ήτο δε περιφανής και πλουσία, πολλά ωραία κατά το σώμα και υπέρκαλος, κατά την ψυχήν όμως ήτο ερρυπωμένη και βέβηλος, όλως βεβυθισμένη εις τον βόρβορον της σαρκός και άλλην φροντίδα δεν είχεν, ειμή μόνον να στολίζη την σάρκα και να αυξάνη την φυσικήν ωραιότητα με διάφορα χρώματα και στολίδια πολύτιμα, δια να ελκύη τους εραστάς και να τους βυθίζη εις την απώλειαν. Πολλοί εδαπανούσαν τον πλούτον των και εκινδύνευον ζωήν και ψυχήν δι’ αγάπην της. Είχε δε αύτη δούλους και δούλας πολλάς, και περιεπάτει εις τας οδούς παρρησία με φαντασίαν ανείκαστον, πληρούσα τον αέρα ευωδίας από τους μόσχους και τα αρώματα που έφερεν επάνω της.
Ο πανοικτίρμων όμως και πολυέλεος Κύριος δεν εμίσησε τοσούτον άσεμνον πόρνην και βέβηλον, αλλ’ ως προγνώστης των μελλόντων, γινώσκων πόσην μετάνοιαν έμελλε να κατορθώση εις το ύστερον, εφώτισε τους οφθαλμούς της ψυχής αυτής με τρόπον τοιούτον και εγνώρισε την αλήθειαν. Κατ’ εκείνας τας ημέρας συνήθροισεν ο πρόεδρος της Αντιοχείας Αρχιερείς δια τινα υπόθεσιν. Μεταξύ δε των συναθροισθέντων ήτο και εις Επίσκοπος πολύ ενάρετος, Νόννος ονόματι, θαυμάσιος και ισάγγελος εις την πολιτείαν και εις την θείαν Γραφήν πολύ έμπειρος. Τούτον τον Όσιον παρεκάλεσαν οι Ορθόδοξοι να διδάξη δια την ωφέλειαν των ψυχών. Έκαμεν όθεν διδαχήν θαυμάσιον έξωθεν του Ναού του Αγίου Ιουλιανού, και πάντας εξέπληξε με την σοφίαν των λόγων του, διότι αληθώς εφαίνετο, ότι το Πνεύμα το Άγιον τον εφώτιζε και είλκυε με την γλυκύτητα των λόγων του τον αμαρτωλόν προς μετάνοιαν. Κατ’ εκείνην την ώραν διήρχετο απ’ εκεί και η Πελαγία, καθεζομένη εις άμαξαν, εστολισμένη κατά το σύνηθες και μυρίζουσα τον πλησίον αέρα από την ευωδίαν των αρωμάτων, εξήστραπτε δε όλη από την λάμψιν των πολυτίμων λίθων, τους οποίους έφερεν επ’ αυτής. Ιδόντες όθεν αυτήν τοσούτον αναίσχυντον, οι μεν άλλοι Αρχιερείς έστρεψαν προς το αντίθετον μέρος τους οφθαλμούς, δια να μη βλέπωσιν αυτήν, ο δε μακάριος Νόννος, γινώσκων ότι και από τα εναντία ωφελείται πολλάκις τις και καρπούται, με τον τρόπον εκείνον, που παρεκινούντο άλλοι προς ηδονήν της σαρκός, ετρώθη την ψυχήν αυτός μάλιστα προς ένθεον έρωτα, και βλέπων την πόρνην ώραν πολλήν, και στενάξας μέγα, έκλαυσεν ικανώς, έως ου έβρεξε το ιμάτιον, ταλανίζων τον εαυτόν του, ώσπερ να ήτο ο στολισμός της πόρνης εις εκείνου κατάκρισιν, και έλεγεν εις τους παρεστώτας· «Ουαί και αλλοίμονον εις ημάς τους αμελείς και αχρείους, διότι έχομεν να εντραπώμεν κατά την ώραν της κρίσεως δι’ αυτήν την πόρνην, ήτις δια να αρέση εις θνητούς ανθρώπους επιμελείται τοσούτον και καλλωπίζεται, δια να απολαύση ολίγην και πικράν ηδονήν, ημείς δε οι ανόητοι αδιαφορούμεν και αφήνομεν τελείως ανεπιμέλητον την ψυχήν, ώστε να αρέσωμεν εις τον αθάνατον και ζώντα Θεόν, αλλά προκρίνομεν τα μάταια και φθαρτά, και υβρίζομεν και καταφρονούμεν την αξίαν μας· όθεν θέλομεν ζημιωθή εκείνην την άρρητον και θαυμαστήν ηδονήν της αϊδίου μακαριότητος, και θέλομεν κατακριθή δια την αμέλειάν μας εις την ατελεύτητον κόλασιν». Αυτά και έτερα όμοια ψυχωφελή παραδείγματα λέγων ο ιερός εκείνος ανήρ, ετελείωσε τον λόγον και απελθών εις το κελλίον αυτού προσηύχετο μόνος εις τον Θεόν όλην την ημέραν εκείνην και έλεγεν ούτω μετά δακρύων· «Ύψιστε Θεέ πολυεύσπλαγχνε, συγχώρησόν μοι τον αμελή ότι μιας ημέρας επιμέλεια της πόρνης εκείνης υπερβαίνει την προσπάθειαν πάντων των χρόνων της πολιτείας μου, εις το να στολίζω εγώ την ψυχήν μου εις κατοικίαν σου. Ποίαν λοιπόν πρόφασιν να εύρω ενώπιον Σου, όστις γινώσκεις τα απόκρυφα των καρδιών; Ουαί μοι τω αθλίω, ότι αναξίως εισέρχομαι εις το ιερόν σου θυσιαστήριον και δεν καλλωπίζομαι κατά το θείον σου θέλημα· αλλά, Κύριε, μη με κατακρίνης εν τη ημέρα της εξετάσεως, διότι είμαι έρημος πάσης αρετής και ουδεμίαν των εντολών σου ετήρησα». Αυτά και πλείονα έτερα έλεγεν ο Άγιος, τα οποία ήκουσεν ο υποτακτικός του Ιεροδιάκονος Ιάκωβος, όστις έγραψε τον Βίον τούτον. Όταν δε έπεσεν ο Επίσκοπος να ανα[αυθή, είδεν όρασιν, ότι ελειτούργει κατά την τάξιν εις τον θείον Ναόν, μία δε περιστερά δυσώδης και βεβορβορωμένη επέτα πέριξ αυτού, και του έδιδε μεγάλην ενόχλησιν δια την δυσωδίαν αυτής. Όταν δε έλεγεν «Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε», εξήλθε και αυτή και ίστατο έξωθεν, έως ότου επληρώθη η Λειτουργία. Αφού δε εξήλθεν ο Όσιος από το άγιον Βήμα, βλέπει πάλιν την περιστεράν πετομένην πλησίον αυτού, ως το πρότερον· όθεν εκτείνας την χείρα έλαβεν αυτήν και την εβύθισεν εις τον λουτήρα, εις τον οποίον εβάπτιζε τους ανθρώπους· εκαθαρίσθη δε αύτη ευθύς και εξελθούσα του ύδατος χωρίς μολυσμόν, επέταξεν εις τον αέρα τόσον υψηλά, ώστε δεν εφαίνετο. Τούτο δε όλον ήτο προτύπωσις και προεικόνιζεν ότι σπουδαίον τι έμελλε να γίνη κατά την ερχομένην ημέραν. Πρωϊας δε γενομένης εφανέρωσεν εις τον Ιάκωβον την όρασιν και απελθόντες εις τον Ναόν με τους άλλους Αρχιερείς έδωσεν ο Πατριάρχης εις τον Νόννον το άγιον Ευαγγέλιον, δια την χάριν την οποίαν είχε του θείου Πνεύματος να διδάξη τον λαόν. Ευρέθη δε και η Πελαγία εις εκείνην την διδαχήν, όχι δια ευλάβειαν, διότι άλλην φοράν δεν επήγεν, αλλά μόνον από νεύσιν και οικονομίαν του ευσπλαγχνου Θεού, του θέλοντος πάντας «σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄ Τιμ. β: 4). Ακούσασα δε η πόρνη περί της αθανασίας της ψυχής, της δικαιοκρισίας του Θεού και των αιωνίων δικαστηρίων, ω του θαύματος! κατενύγη η πρώην άσεμνος, έκλαυσε πικρώς, εμίσησε τας μυσαράς πράξεις και επόθησε τον όντως εραστήν και Νυμφίον της. Έστειλε λοιπόν υπηρέτας τινάς να ακολουθήσουν τον Νόννον και να μάθουν την κατοικίαν του. Τούτου δε γενομένου, του απέστειλεν επιστολήν εις την οποίαν έγραφε ταύτα· «Εις τον Άγιον Επίσκοπον και μαθητήν του Χριστού, η μαθήτρια του δαίμονος Πελαγία, το πέλαγος των ανομιών, απονέμει την δουλικήν προσκύνησιν. Ήκουσα, Άγιε του Θεού, παρά τινος Χριστιανού, ότι ο Δεσπότης δεν ήλθε να καλέση «δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. θ,13), και ότι δεν εμίσησεν ούτε εβδελύσσετοπόρνας και ληστάς και τελώνας, αλλά συνανεστράφη και συνωμίλει μετ’ αυτών ο τοις Χερουβίμ αθεώρητος. Εάν λοιπόν είσαι και συ τοιούτου Διδασκάλου και Δεσπότου δούλος και αθλητής, δείξε αυτό με το έργον και μη με βδελυχθής την πόρνην ομογενή σου και ομόδουλον, αλλά αξίωσόν με, δέομαί σου, να σου εξομολογηθώ τας αμαρτίας μου, δια να σώσω δια σου την ψυχήν μου η άσωτος». Ταύτα αναγνώσας ο Όσιος Νόννος εδειλίασε και δεν ηθέλησε να συνομιλήσουν οι δύο των, αλλά παρήγγειλεν εις αυτήν να υπάγη εις την Εκκλησίαν, όταν είναι και οι άλλοι Αρχιερείς, να είπη όσα εβούλετο. Η δε Πελαγία ακούσασα, αρπάζει τον καιρόν και διώκει τον σώζοντα, τρέχει παρευθύς εις την Εκκλησίαν, πίπτει κατά γης ως άλλη τις πόρνη, καταβρέχουσα τους πόδας αυτού (ως η πρώην του Χριστού) με την ροήν των δακρύων της, και λέγουσα ταύτα μεγαλοφώνως· «Σπλαγχνίσου την αμαρτωλήν, Πάτερ Όσιε, τον σον Δεσπότην μιμούμενος. Βάπτισόν με και οδήγησον προςμετάνοιαν, διότι εγώ είμαι το πέλαγος της ανομίας, η άβυσσος της απωλείας, και του διαβόλου παγίς και θήρατρον, ότι εγενόμην αιτία και απήλθον πολλοί εις την κόλασιν. Τώρα δε δια της Χάριτος του Θεού μετανοώ δια τας πονηρίας μου και ζητώ μετάνοιαν, δια να μη κολασθώ αιώνια». Ταύτην την ένθεον αλλοίωσιν της δεξιάς του Υψίστου ιδόντες οι Αρχιερείς εθαύμαζον δια τα δάκρυα, τα οποία έχυνεν η αείμνηστος, και χαίροντες εις την σωτηρίαν αυτής, μετά βίας την κατέπεισαν και ηγέρθη. Ο δε ιερός Νόννος της λέγει τότε· «Ο νόμος της Εκκλησίας μας ορίζει να μη βαπτίσωμεν πόρνην τινά, εάν δεν έχη εγγυητήν, ότι δεν επιστρέφει πλέον εις τα πρότερα αμαρτήματα». Η δε πάλιν έπεσεν εις την γην και έκλαιε πολλώ μάλλον λέγουσα· «Εις τον λαιμόν σου να κρέμωνται τα αμαρτήματά μου, και να δώσης λόγον περί τούτου δια την ψυχήν μου την ώραν της κρίσεως, εάν βραδύνης και δεν με βαπτίσης το συντομώτερον, να με αναγεννήσης πνευματικώς και να με παραστήσης εις τον καθαρόν Νυμφίον Χριστόν νύμφην καθαράν και αμώμητον, διότι φοβούμαι, εάν βραδύνω να λάβω το Βάπτισμα, μη με παγιδεύση πάλιν ο πτερνιστής και με ρίψη πάλιν εις την προτέραν ασέλγειαν». Ταύτα ακούσας ο Νόννος εδόξασε τον Θεόν βλέπων τοσαύτην μετάνοιαν. Εξομολογήσας λοιπόν αυτήν, ηρώτησε και το όνομά της. Η δε είπε· «Πελαγία εκαλούμην εξ αρχής, οι δε άνθρωποι θαυμάζοντες το πλήθος και κάλλος των πολυτίμων λίθων και μεργάρων, τα οποία εφόρουν, με ωνόμαζον Μαργαρώ». Τότε εβάπτισεν αυτήν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος και της έδωκε την πρώτην κλήσιν, ονομάσας ταύτην Πελαγίαν, την ανεδέχθη δε ενάρετος τις Μοναχή, Ρωμάνα ονόματι, και τελέσας την θείαν Μυσταγωγίαν, την εκοινώνησε τα άχραντα Μυστήρια. Όθεν όλη η Αντιόχεια ηυφράνθη κοινώς και ετέλεσαν εορτήν πάνδημον δια την σωτηρίαν της ψυχής αυτής, έκαστος δε ενόμιζε την χαράν της ως ιδίαν αυτού, ότι ενίκησε τον πτερνίσαντα. Ο δε μισόκαλος διάβολος, μη υποφέρων την ήτταν και καταισχύνην αυτού, μετασχηματίζεται εις άνθρωπον ο μισάνθρωπος και φαίνεται εις το μέσον πάντων έχων τας χείρας αυτού εις την κεφαλήν, και εκόπτετο φωνάζων και εγκαλούμενος τον ιερόν Νόννον, ότι τον ηδίκησε πολλά και μεγάλα με το να του παίρνη τας δυνάμεις αυτού. Έπειτα ο αναιδής επλησίασε προς την Πελαγία και απεκάλει αυτήν προδότιν και άπιστον. Η δε μακαρία Πελαγία ποιήσασα το σημείον του Τιμίου Σταυρού εξηφάνισεν αυτόν. Αλλά πάλιν δεν αφήκεν ο εχθρός την αναίδειαν αυτού, αλλ’ επήγε την νύκτα εις την στρωμνήν της Πελαγίας και την εξύπνησε, κολακεύων αυτήν και παρακινών προς την προτέραν πράξιν, υποσχόμενος να την αξιώση μεγάλων τιμών, εάν κάμη τον λόγον του. Η δε Οσία αναστάσα εδίωξε πάλιν αυτόν δια του Σταυρού, εφανέρωσε δε προς την Ρωμάναν την υπόθεσιν, η οποία την ενουθέτησε να μη φοβήται ποσώς τον πειράζοντα. Ολίγας ημέρας μετά το Βάπτισμα έδωκε πάλιν άλλην πληγήν του εχθρού καιρίαν εις την καρδίαν και θανάσιμον, ήτοι πεφωτισμένη εκ θείου Πνεύματος εκάλεσε τον ευγνωμονέστερον και ευπειθέστερον δούλον της και προστάσσει αυτόν να απογράψη όλον το πράγμα της, χρυσίον, αργύριον, λίθους τιμίους, μαργαρίτας, σκεύη, στολάς και παν ό.τι άλλο πράγμα εξουσίαζε και να της φέρη ταχέως την απογραφήν· τούτου δε γενομένου έλαβε το έγγραφον και το έδωκεν εις χείρας του Επισκόπου, λέγουσα· «Λάβε, άγιε Δέσποτα, όσα πράγματα αναφέρονται εις τον χάρτην αυτόν και διαμοίρασέ τα ως βούλεσαι, διότι εις εμέ φθάνει ο πλούτος του Νυμφίου μου και Δεσπότου Χριστού». Ο δε Νόννος, προσκαλεσάμενος τον επίτροπον και διανομέα της Εκκλησίας, έδωκεν εις αυτόν όλους εκείνους τους θησαυρούς, λέγων· «Ορκίζω σε εις τον Θεόν, να μη κρατήσης απ’ αυτά τίποτε δια την Εκκλησίαν, αλλά να τα διαμοιράσης εις πτωχούς και χήρας και ορφανά, όπως διαμερισθώσι καλώς όσα κακώς συνήχθησαν». Και ούτως εκείνος εποίησεν. Η δε μακαρία Πελαγία έδωκεν ελευθερίαν εις τους δούλους και τας δούλας αυτής, χαρίζουσα εις αυτούς και χρήματα η φιλάνθρωπος και τους ενουθέτησε να φροντίσουν δια την σωτηρίαν των, ίνα λυτρωθούν δια την ευσπλαγχνίαν του Δεσπότου Χριστού από την αιώνιον αιχμαλωσίαν, καθώς υπ’ αυτής από την πρόσκαιρον ελυτρώθησαν. Από την ημέραν που εβαπτίσθη η μακαρία δεν έφαγεν άρτον ποσώς από τον πλούτον αυτής, επειδή ήτο κακώς συνηγμένος· αλλά η Ρωμάνα την εζωοτρόφει τας ολίγας εκείνας ημέρας, κατά τας οποίας έμεινε μετ’ αυτής, κατά δε την νύκτα της Κυριακής απέβαλε την γυναικείαν στολήν, και ενδυθείσα τρίχινον και ρακώδες χιτώνιον απήλθεν εις τα Ιεροσόλυμα, χωρίς να αποκαλύψη εις ουδένα τον σκοπόν, ούτε καν και εις τον πνευματικόν της ή την ανάδοχόν της εφανέρωσε ποσώς το μυστήριον. Εθρήνει δε η ανάδοχος αυτής μη γινώσκουσα τι εγένετο. Ο δε Άγιος Νόννος εγνώρισεν εκ θείας δυνάμεως την υπόθεσιν, και παρηγορήσας αυτήν, της είπε να μη λυπήται, ότι η Πελαγία την αγαθήν μερίδα ως η του Ευαγγελίου Μαρία εξέλεξεν, η οποία δεν θέλει απαρθή απ’ αυτής. Η δε μακαρία Πελαγία ελθούσα εις το όρος των Ελαιών έμεινε τρία έτη κεκλεισμένη εις κελλίον αγνώριστος, υπό ανδρικόν σχήμα αγωνιζομένη και επιτελούσα τοιαύτας αρετάς κατά του δαίμονος και παλαίσματα, ώστε μόνος ο Θεός ο βλέπων τα κρύφια τα γνωρίζει. Όμως ο δικαιοκρίτης Θεός δεν ηθέλησε να αφήση μέχρι τέλους αποκεκρυμμένην την εν τω κρυπτώ αγωνιζομένην δούλην του· όθεν δια την των πολλών ωφέλειαν ωκονόμησε να φανερωθή, εγένετο δε τούτο ως εξής: Ο ιερός Ιάκωβος, τον οποίον ανεφέραμεν άνωθεν, υπό θείου πόθου και έρωτος κινούμενος, απεφάσισεν όπως υπάγη εις προσκύνησιν του Αγίου Τάφου· όθεν έλαβεν από τον Άγιον Νόννον συγχώρησιν, εκείνος δε είπε προς αυτόν· «Ύπαγε εν ειρήνη, τέκνον μου, και αφού προσκυνήσης τους Αγίους Τόπους, ερώτησον δια τινα ευνούχον Πελάγιον ενάρετον Μοναχόν, να λάβης απ’ αυτόν μεγάλην ωφέλειαν, διότι είναι φίλος ακριβός του Κυρίου μας». Απήλθεν δε ο Ιάκωβος μη βάλλων ποσώς εις τον νουν του, ότι δια την μακαρίαν Πελαγίαν του έλεγεν. Αφού λοιπόν ο ιερός Ιάκωβος έφθασε και προσεκύνησε τους Αγίους Τόπους ηρώτησε δια τον Πελάγιον, και του είπον ότι ήτο εις το όρος των Ελαιών. Απελθών λοιπόν έκρουσε την θύραν, και εξήλθεν η Αγία φέρουσα ανδρικόν σχήμα, και αυτή μεν εγνώρισε τον Ιάκωβον, εκείνος όμως δεν την εγνώρισε, διότι το κάλλος της ήτο μαραμμένον, οι οφθαλμοί κουφωμένοι, και όλη η σαρξ αυτής εξηραμμένη από την πολλήν εγκράτειαν, ώστε εφαίνετο μόνον το δέρμα και τα οστέα της και παρουσίαζε φοβερόν θέαμα. Ηρώτησε λοιπόν αυτόν η Αγία, εάν ήτο του Επισκόπου Νόννου ο υποτακτικός. Ο δε είπε· «Ναι». Λέγει τότε προς αυτόν η Αγία· «Όντως Απόστολος Θεού είναι εκείνος ο άνθρωπος, και ειπέ του να δεηθή του Θεού, να μου συγχωρήση τας ανομίας μου». Ταύτα ειπούσα έκλεισε την θύραν, και έψαλε τας ωδάς κατά την τάξιν. Ο δε Ιάκωβος δια ολίγην ώραν επήρε μεγάλην ωφέλειαν, διδαχθείς μέτρα λόγου, ότι δηλαδή πρέπει να ομιλή έκαστος εις μοναστρίας ολίγα πολύ και βραχύτατα ρήματα. Αναχωρήσας εκείθεν ο Ιάκωβος απήλθεν εις άλλα κελλία, να επισκεφθή και ετέρους αδελφούς, οίτινες όλοι επήνουν πολύ τον Πελάγιον, ως πλέον ενάρετον και αγιώτατον άνθρωπον. Μετ’ ολίγας ημέρας ηκούσθη εις όλην την Σκήτην, ότι ο ρηθείς Πελάγιος απήλθε προς Κύριον, και συνήχθησαν όχι μόνον από την Ιερουσαλήμ, αλλά και από τον Ιορδάνην και την Ιεριχώ και όλα τα περίχωρα με μεγάλην ευλάβειαν, δια να ενταφιάσουν το άγιον λείψανον. Θέλοντες δε να το χρίσουν κατά την τάξιν δι’ αγίου μύρου, εγνώρισαν ότι ήτο γυνή, και εκπλαγέντες εδόξασαν τον Κύριον άπαντες, όστις την ενεδυνάμωσε να πολεμήση τον πολέμιον και να νικήση αυτόν κατά κράτος. Αύτη η φήμη εξήλθεν εις τα περίχωρα και συνερίζοντο τις να ασπασθή και να τιμήση το άγιον λείψανον πρότερον και ούτως άραντες αυτό ευλαβείς και άγιοι άνδρες, ακολουθούντες όλοι με λαμπάδας και θυμιάματα, ενεταφίασαν αυτό εντίμως και ως έπρεπεν. Ούτος είναι ο Βίος της πρώην πόρνης· ταύτα της απεγνωσμένης κατά του εχθρού αγωνίσματα. Αυτήν ας μιμηθώμεν και ημείς άπαντες οι το κατ’ εικόνα Θεού βορβορώσαντες. Ας κάμωμεν αποχήν του κακού καν από τώρα και έμπροσθεν. Ημάρτομεν, ηνομήσαμεν και εμολύναμεν τον ναόν του Κυρίου, την σάρκα μας; Ας κλαύσωμεν, ας νηστεύσωμεν και ας παιδεύσωμεν εδώ πρόσκαιρα το σώμα, ίνα μη κολασθώμεν αιώνια. Ας μελετώμεν καθ’ ώραν τον θάνατον, να νικώμεν τας ηδονάς της σαρκός, ίνα αξιωθώμεν εκείνης της ανεκφράστου ηδονής και αγαλλιάσεως εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου