Θεόδωρος ο Όσιος πατήρ ημών ο Στουδίτης ήτο από την ευδαίμονα και μεγαλόπολιν Κωνσταντινούπολιν, ήτιςκαι από άλλας πολλάς ευτυχίας και αγαθά διάφορα επαινείται και σεμνύνεται και μάλιστα ότι εις αυτήν εγεννήθησαν κατά διαφόρους χρόνους ενάρετοι και θαυμάσιοι άνθρωποι, και εξόχως ο επώνυμος ούτος των δωρεών του Θεού Θεόδωρος, τον οποίον ως δώρον Θεού αληθώς εγέννησε και ανέθρεψεν εις κοινήν των ανθρώπων ωφέλειαν και εις τον Θεόν αφιέρωσεν.
Οι γονείς αυτού ήσαν πολύ ενάρετοι, Φωτεινός και Θεοκτίστη ονομαζόμενοι, και όντως σύμφωνος προς την επωνυμίαν ήτο και η εργασία και πράξις των, διότι εκείνος μεν έγινεν εις πολλούς θείου φωτός αίτιος, η δε Θεοκτίστη κτίσις Θεού και Πνεύματος οικητήριον εχρημάτισεν· ήσαν μεν λοιπόν και οι δύο από γένος επίσημον, εις δε την αρετήν επισημότατοι και έμειναν εις καιρούς τρεπτούς άτρεπτοι και δεν εγεύθησαν ουδαμώς της άλμης τα θολερά δόγματα. Ήτο δε ο Φωτεινός θησαυροφύλαξ και εφύλαττε τα βασιλικά αργύρια, αλλά ως συνετός και φρόνιμος κατεφρόνησεν όλα τα απολαυστικά της σαρκός ως πρόσκαιρα και επόθησε τα ουράνια ως μόνιμα και αιώνια, και γενόμενος Μοναχός διήλθε την ζωήν του ενάρετα και θαυμασιώτατα. Ομοίως και η ομόζυγος κατά μίμησιν αυτού ενεδυνάμωσε την ασθένειαν της γυναικείας φύσεως και μονάσασα ετέλεσε θαυμαστούς αγώνας, καθώς εν τοις επομένοις σαφέστερον φαίνεται. Από τούτους λοιπόν τους αειμνήστους εγεννήθη ο μέγας Θεόδωρος τον καιρόν του δυσσεβούς Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου εν έτει ψνθ΄ (759), ο οποίος επερίσσευσεν εις την κακίαν τον πατέρα του τον οφιόγνωμον και θηριώνυμον, τον Ίσαυρον, λέγω, Λέοντα, και εφόνευσε πολλούς δικαίους με πικρότατον θάνατον, διότι ευσεβέστατοι όντες προσεκύνουν τας αγίας Εικόνας. Κατ’ εκείνον λοιπόν τον καιρόν γεννηθείς και ανατραφείς και ευσεβώς αναγεννηθείς ο θείος ούτος ανήρ, έμαθε πρώτον τα κοινά γράμματα, έπειτα εσπούδασε τα Ελληνικά, τα οποία έμαθε ταχέως, διότι είχεν οξύτητα νοός και κατέβαλλε και πολλήν επιμέλειαν· ύστερον δε εξεπαιδεύθη εις την Ρητορικήν και Φιλοσοφίαν, από την οποίαν εσύναξεν όσα ήσαν καλά και χρήσιμα, τα δε άχρηστα και νόθα προβλήματα και τους ψευδείς παραλογισμούς απέφευγεν· όθεν έγινεν εις τους διδασκάλους και εις τους λοιπούς ανθρώπους αιδέσιμος και ευλαβής. Αλλά ταύτα όλα ενόμιζεν, ως γνωστικός, πάρεργα και μόνον εσπούδαζε να αποκτήση τας αρετάς, δια να γίνη η πράξις αυτού θεάρεστος. Εφύλαττε λοιπόν την αγνείαν και σωφροσύνην, την ταπείνωσιν και πραότητα, την εγκράτειαν και τα τούτων συνακόλουθα, επήγαινεν εις τας Εκκλησίας συχνάκις αγρυπνών όλην την νύκτα δια να συβηθίση τους κόπους της μοναδικής πολιτείας, να αγωνίζηται ευκολώτερα ύστερον, όταν μονάση, καθώς εμελέτα και είχε πόθον ανείκαστον να αξιωθή του αγίου Σχήματος, δια την οποίαν αιτίαν ενήστευε πολύ και ηγωνίζετο, προγυμνάζων την σάρκα εις τα κοπιαστικά και επίπονα. Επειδή δε ο τύραννος Κωνσταντίνος απέρρηξε την ψυχήν με κακόν και αίσχιστον θάνατον, επήρε το βασίλειον ο υιός αυτού Λέων Δ΄, όστις επωνομάζετο Χάζαρος 775-780. Ούτος ζηλώσας την πατρώαν ασέβειαν, εστερήθη και την ζωήν και την βασιλείαν ταχέως ως ανάξιος· τότε δε ήγειρεν ημίν κέρας σωτηρίας ο Κύριος, Ειρήνην την της εκκλησιαστικής ειρήνης φερώνυμον, ήτις πάσαν ταραχήν και λύπην εδίωξε και έδωκεν εις ημάς ειρήνην βαθείαν και αγαλλίασιν, την Ορθόδοξον πίστιν ανακηρύττουσα και την των ιερών Εικόνων προσκύνησιν. Αύτη λοιπόν η ευσεβής και φιλόχριστος συνήθροισε και πολλούς Αγίους Πατέρας, οίτινες ήσαν διεσπαρμένοι πανταχού δια τους εικονομάχους και τους εδεξιώθη ως έπρεπεν, ων εις ήτο και ο Οσιώτατος Πλάτων, ο αδελφός Θεοκτίστης της μητρός του Θεοδώρου, όστις ήλθεν από τον Όλυμπον και πολύ τον ετίμησεν η βασίλισσα και ο Πατριάρχης Ταράσιος ως ευσεβή και ενάρετον και ο οποίος τον συνεβουλεύετο εις τας υποθέσεις της Εκκλησίας και τον εσέβετο ως πατέρα του. Ευρισκόμενος λοιπόν ούτος ο θαυμάσιος Πλάτων εις το Βυζάντιον παρεκίνησε πολλούς προς την μοναχικήν πολιτείαν με την σοφίαν των λόγων του και εξόχως τον ανεψιόν αυτού Θεόδωρον, όστις ήτο τότε ετών είκοσιν, έτι δε και την αδελφήν αυτού και μητέρα του Θεοδώρου με άλλα τρία τέκνα της, άπερ είχε, δύο αρσενικά και εν θυγάτριον και άλλους τρεις συγγενείς και φίλους του. Τούτους όλους ο σοφός Πλάτων, σαγηνεύσας με την διδαχήν του, τους κατέπεισε να γίνωσι Μοναχοί, οίτινες ευθύς απηρνήθησαν όλα των τα υπάρχοντα αργύρια, οίκους, αμπελώνας και αγρούς, τα οποία όλα διεμοίρασαν εις πτωχούς και τους αιχμαλώτους ηλευθέρωσαν, αίροντες δε τον Σταυρόν ηκολούθησαν τον καλούντα Χριστόν. Αλλ’ επειδή κατά τους καιρούς εκείνους τα Κοινόβια είχον ερημωθή από τους διωγμούς των εικονομάχων βασιλέων, ο δε Θεόδωρος είχε τόπον καλόν και κατάλληλον δια Μοναστήριον, το οποίον εκάλουν βοσκήτιον, τούτον αφιέρωσεν εις τον Θεόν, εις το οποίον όλοι επήγαν και ιδόντες τον τόπον εχάρησαν, διότι ήτο ήσυχος και πολύ ωραίος με διάφορα δένδρα εστολισμένος και παρείχεν εις τους ορώντας πολλήν αγαλλίασιν. Εις το μέσον του τόπου εκείνου υπήρχε πεδιάς ωραιοτάτη και βρύσις, από της οποίας έρρεεν ύδωρ πολύ ψυχρόν και γλυκύτατον· και απλώς ειπείν, όλος ο τόπος ήτο κατά πολλά χαριέστατος δια Μοναχούς και ωφέλιμος, μάλιστα διότι ήτο κύκλω αυτού μέγα δάσος και ουδόλως εφαίνετο, μόνον δε μίαν είσοδον είχε, δι’ ης εισήρχοντο όσοι την εγνώριζον. Εις δε την βρύσιν πλησίον ήτο η Εκκλησία, πέριξ της οποίας έκτισαν κελλία και έμειναν εκεί αγωνιζόμενοι όλοι οι προειρημένοι και δεδιωγμένοι Στουδίται, τους οποίους και άλλοι πολλοί εζήλωσαν και έγινε μετά καιρόν μέγα Κοινόβιον και νέον Στούδιον με την σπουδήν του Θεοδώρου και την μεγάλην αυτού επιμέλειαν. Την δε μητέρα και την αδελφήν του έβαλεν εις γυναικείον Μοναστήριον, αίτινες εχάρησαν και διήγον πολιτείαν θεάρεστον, αυτός δε έμεινεν εις την υποταγήν του Πλάτωνος, όστις έκειρεν αυτόν Μοναχόν και τον ενέδυσε το σχήμα το Άγιον. Είχε δε τόσην προθυμίαν εις πάσαν διακονίαν, ώστε έκαμνε τας ευτελεστέρας υπηρεσίας με πολλήν ταπείνωσιν, ενώ ήτο από τους άλλους ευγενέστερος και αι χείρες αυτού μαλακώτεραι· αυτός έφερε νερόν και ξύλα, αυτός έσκαπτε τον κήπον και επότιζε τα λάχανα και πάσαν άλλην βαρείαν υπηρεσίαν εξετέλει προθύμως και αόκνως. Τας δε νύκτας ή την μεσημβρίαν, όταν οι άλλοι ανεπαύοντο, επεφορτίζετο ο Άγιος την κοπρίαν εις τον ώμον του και την έφερεν εις τον κήπον εν αγνοία των άλλων, δια να φύγη τον έπαινον· αλλά πάλιν από το συχνόν της πράξεως ταύτης τον εννόουν τινές και τον εθαύμαζον δια την μεγάλην του ταπείνωσιν· όταν δε έβλεπε αδελφόν τινά να μη ποιή υπηρεσίαν, την οποίαν προσέταξαν εις αυτόν, δια μικράν ασθένειαν αυτού ή και αμέλειαν, έτρεχεν αυτός και ανεπλήρου το υστέρημα τούτου, ποιών δε την υπηρεσίαν ελάμβανε την ευλογίαν και απλώς δεν έζη δι’ εαυτόν, αλλά δια τον Θεόν και την αδελφότητα και δεν εποίει καμμίαν πράξιν χωρίς να την φανερώση εις τον Γέροντα έως και αυτά τα απόκρυφα της καρδίας του· πάντοτε είχε ταπεινόν φρόνημα, τρόπου απλότητα, λόγου σεμνότητα και ήθους κοσμιότητα και εξόχως αγάπην εις όλους καθαράν και ανόθευτον, δια της οποίας έφθασεν εις το ύψος της ταπεινώσεως, διότι ενεθυμείτο και εμελέτα πάντοτε την άκραν του Σωτήρος ημών συγκατάβασιν, όστις κατεδέχθη να πλύνη τους πόδας των μαθητών του και έγινεν υπήκοος έως ότου εσταυρώθη ο αναμάρτητος. Ταύτα καθ’ εκάστην συλλογιζόμενος ο Θεόδωρος είχε πολλήν συντριβήν καρδίας και έκλαιε πάντοτε, και τούτο το χάρισμα της κατανύξεως έλαβεν από τον Θεόν δια την πολλήν του ταπείνωσιν και το εφύλαττεν ακριβώς έως το τέλος της ζωής του, προσέχων πολύ και επιμελούμενος να μη του τύχη εμπόδιον τι έξωθεν και σβύση τοιούτον καλόν σωτήριον· ήτο δε και έτερος τόπος εκεί πλησίον, καλούμενος Σακκουδίωνος, εις τον οποίον τον προσέταξεν ο θείος του να κτίση Ναόν επ’ ονόματι του Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου και τον έκτισεν ο Θεόδωρος με την βοήθειαν και άλλων πολλών ανδρών φιλοθέων και έγινε τόσον ωραίος, ώστε εθαύμαζον όσοι τον έβλεπον, διότι όλον τον εστόλισε δια ψηφιδωτών έσωθεν και το έδαφος πάλιν έστρωσε με διάφορα μάρμαρα επιμελώς με πολλήν επιτηδειότητα· είχε δε και ταύτην την καλήν συνήθειαν, να εμβαίνη πρώτος εις τον Ναόν, όταν έψαλλον την ακολουθίαν και να αναχωρή από τους άλλους υστερώτερα· πολλάκις πάλιν επορεύετο, όταν είχεν άδειαν, εις τόπον απόκρυφον, ένθα δεν τον έβλεπε τις και προσηύχετο εις τον Θεόν μόνος με χύσιν δακρύων ανείκαστον· είχε δε και εις τας νηστείας πολλήν διάκρισιν και ούτε ενήστευεν υπερμέτρως, ώστε να του έλθη ασθένεια, ούτε εχορταίνετο πώποτε δια να μη σκοτισθή το καθαρόν του νοός του, αλλά έτρωγε σύμμετρα και εδοκίμαζεν από όσα είχον εις την τράπεζαν, δια να μη φαίνεται ότι ενήστευεν. Δια την ένθεον λοιπόν ταύτην πολιτείαν τού Αγίου απέβλεπον όλοι εις αυτόν και τον είχον αρχέτυπον, εξαιρέτως δε Ιωσήφ ο θαυμάσιος, όστις ήτο αδελφός του εις την φύσιν και εις την προαίρεσιν· και λαμβάνων όλας του τας τάξεις, εγένετο τοσούτον ενάρετος, ώστε τον εψήφισαν Θεσσαλονίκης Αρχιεπίσκοπον και υπέμεινε πολλάς εξορίας και φυλακάς δια τον Χριστόν ως φιλόχριστος· ομοίως και οι Αντώνιος, Τιμόθεος, Αθανάσιος και Ναυκράτιος και άλλοι πολλοί, μιμούμενοι τον ένθεον ζήλον του Θεοδώρου, εγένοντο υπερβαλλόντως πολύ ενάρετοι και διαπρέψαντες εις την άσκησιν εγένοντο και ομολογηταί ύστερον. Ο δε μακάριος Πατήρ ημών Θεόδωρος ανεγίνωσκε πάσαν βίβλον και διηρεύνα όλους τους Βίους των Αγίων, συνάγων τα ωφελιμώτερα και μάλιστα του Μεγάλου Βασιλείου τα Ασκητικά, τα οποία πολλάκις ανεγίνωσκε και βλέπων, ότι δεν εφύλαττον οι Μοναχοί του καιρού εκείνου την ακτημοσύνην και την πτωχείαν, την οποίαν η διάταξις παρήγγελλεν, αλλά είχον τινές και ημιόνους και αιχμαλώτους ηγόραζον, ελυπείτο πολύ δι’ αυτό και εθλίβετο. Έχων δε πόθον να εμποδίση ταύτην την αταξίαν, παρεκάλεσε τον Πλάτωνα να προστάξη καν εκεί εις το ιδικόν των Μοναστήριον, όπερ ώριζον, να φυλάττωσι την διάταξιν του Μεγάλου Βασιλείου, ο δε Πλάτων του έδωκεν εξουσίαν, να ποιήση καθώς εβούλετο. Θείω λοιπόν ζήλω κινούμενος ο Άγιος εξηφάνισε πάσαν αταξίαν από τους Μοναχούς, τους δε αιχμαλώτους ελύτρωσε και τους απέλυσε με τας ημιόνους και άλλας θεαρέστους πράξεις ετέλεσε, διδάσκων τους πριν πολυκτήμονας να γίνωσιν ακτήμονες και πτωχοί κατά την τάξιν του σχήματος, ούτω δε ουχί μόνον εκείνοι διωρθώθησαν, αλλά και έτερα Μοναστήρια. Ούτω λοιπόν προκόπτων καυ’ εκάστην εις τας αρετάς ο Θεόδωρος έλαμπεν εις το μέσον των Πατέρων ως αστήρ διαυγέστατος· όθεν ηθέλησεν ο θείος του να τον τιμήση με την της Ιερωσύνης αξίαν ως αξιώτατον· ο δε ταπεινόφρων Θεόδωρος πρώτον μεν εναντιούτο, το βάρος της αξίας φοβούμενος, έπειτα πάλιν δια να μη γίνη εις τον προεστώτα παρήκοος έστερξε και αφού μετέβησαν ομού εις τον Πατριάρχην Ταράσιον, τον εχειροτόνησεν ευθύς με πολλήν ευλάβειαν. Έλαβε δε ο Άγιος ομού μετά της Ιερωσύνης και όλην την Χάριν του Πνεύματος, διότι επιστρέψαντες εις το Μοναστήριον εδόθη εις περισσοτέρους κοπους και συλλογιζόμενος της αξίας το μέγεθος, δεν εκοιμάτο ειμή μόνον μίαν ώραν της νυκτός και το υπόλοιπον μέρος ηγρύπνει ευχόμενος και αναγινώσκων· όθεν βλέπων αυτόν ο Πλάτων εχαίρετο και τον παρεκάλεσε πολλάκις να γίνη Ηγούμενος των Στουδιτών, διότι εκείνος ήτο γέρων και αδύνατος, αλλά δεν ήθελεν ουδόλως να λάβη φροντίδας άλλων επάνω του. Μετ’ ολίγον ησθένησε βαρέως ο Γέρων και συγκαλέσας όλην την αδελφότητα είπε ταύτα· «Η τελευταία μου ημέρα επλησίασε και σκεφθήτε ποίον θέλετε να σας ψηφίσω Ηγούμενον». Τότε όλοι με μίαν γνώμην εζήτησαν τον Θεόδωρον ως αξιόλογον και ενάρετον και από όλους δοκιμώτερον. Ενουθέτησε λοιπόν ο Γέρων τον Θεόδωρον να μη γίνη παρήκοος εις την δικαίαν εκείνην ψήφον πάσης της Αδελφότητος· ο δε μετά βίας εδέχθη και στενάξας εκ βάθους καρδίας εδέχθη την προστασίαν των Στουδιτών Μοναχών εν έτει 795, εις την Μονήν του Σακκουδίωνος τότε ευρισκομένων, δια τους εντός της Κωνσταντινουπόλεως διωγμούς των εικονομάχων· ήτο δε τότε ετών τριάκοντα πέντε. Έκτοτε δε ηγωνίζετο περισσότερον· διότι πρότερον μεν είχε μόνον φροντίδα πως να σώση την ψυχήν του, ενώ τότε εφορτώθη όλων την μέριμναν· όθεν απητείτο να προσέχη επιμελώς και να αγρυπνή εις την φύλαξιν της ποίμνης του. Με μεγάλην όθεν και πρόθυμον σπουδήν ήρχισε και λόγω και έργω να ανακαινίζη την των Μοναχών αρχαίαν κατάστασιν και με ιδρώτας αιμάτων και μόχθους ακαταπαύστους ωδήγησε τους Μοναχούς αυτού εις το άκρον της αρετής. Εις τόσην δε τελειότητα έφθασαν οι Μοναχοί του Στουδίου, ώστε τους πάντας υπερτέρουν και απλώς ειπείν από την ποίμνην ταύτην την περιώνυμον ημπορεί έκαστος να καταλάβη οποίος ήτο εις την αρετήν και πόσον ζήλον είχε να σώση ψυχάς ο μέγας ούτος Θεόδωρος. Ούτω λοιπόν εναρέτως πολιτευόμενος ο θείος Θεόδωρος επεθύμει κατά πάσαν ώραν να αναχωρήση από τούτον τον πρόσκαιρον κόσμον και να υπάγη εις τον ποθούμενον, μάλιστα δε όλη η ζωή του ήτο μελέτη θανάτου και μόνον εν Χριστώ έζη ο τρισμακάριος· ήρχοντο δε και από πολλούς τόπους άνθρωποι όχι μόνον απ’ εκείνην την περίχωρον, αλλά και από άλλας χώρας και πόλεις πολλοί πλούσιοι και πένητες, έχοντες πόθον να ομιλήσωσι προς αυτόν και ελάμβανον πολλήν ωφέλειαν, διότι ήτο πολύ γλυκύλαλος, πράος, συμπαθής και αόργητος και όλους εδίδασκε προθύμως, Επισκόπους, Ιερείς και Μονάζοντας, νέους και γέροντας και έκαστον άνθρωπον διώρθωνε και δεν έστρεφεν οπίσω ουδείς άπρακτος. Ήρχοντο δε και από την Κωνσταντινούπολιν πολλοί λαϊκοί και Πρεσβύτεροι και όλοι ελάμβανον απ’ εκείνον ωφέλειαν. Ουχί δε μόνον δια ζώσης φωνής εκήρυττεν, αλλά και δια των επιστολών αυτού και των ιερών συγγραμμάτων, τα οποία συνέγραψε, πολλούς διώρθωσε και εις οδόν σωτηρίας ωδήγησεν. Επειδή όμως ήλεγξε με παρρησίαν τον βασιλέα Κωνσταντίνον τον υιόν της Ειρήνης, διότι απέβαλε την νόμιμον αυτού σύζυγον και συνεζεύχθη άλλην, τούτου ένεκεν, δαρείς αγρίως, εξωρίσθη το πρώτον τότε εις την Θεσσαλονίκην εν έτει 796. Έπειτα αφού ο Κωνσταντίνος ετυφλώθη και εδιώχθη από την βασιλείαν εν έτει797, ανεκλήθη ο Άγιος εκ της εξορίας, εγκατεστάθη δε τότε εις την εντός της Κωνσταντινουπόλεως κυρίως Μονήν του Στουδίου· αλλ’ ότε ο Νικηφόρος, ο Λογοθέτης επικαλούμενος, έγινε βασιλεύς 802 – 811, πάλιν εξωρίσθη δια δευτέραν φοράν ο Άγιος εις τινα εν τη Προποντίδι νήσω εν έτει 809, διότι αντέστη εις την παράνομον υπό του Πατριάρχου Νικηφόρου Α΄ γενομένην αποκατάστασιν εις το εκκλησιαστικόν αξίωμα του Ιερέως Ιωσήφ, όστις ετέλεσε τον παράνομον γάμον του Κωνσταντίνου και της Θεοδότης. Εξώρισε δε τότε πάλιν ο βασιλεύς και όλους τους Μοναχούς του Στουδίου εκ των Μονών των και της πόλεως, έμειναν δε εξόριστοι επί δύο έτη, μέχρι του έτους 811, ότε εγένετο βασιλεύς ο Μιχαήλ Α΄ ο Ραγκαβές 811 – 813. Ότε δε πάλιν ο Λέων ο Αρμένιος εβασίλευσεν εν έτει 813 και επεχείρει και αυτός να καταργήση τας αγίας Εικόνας, εξωρίσθη ο μακάριος Θεόδωρος δια τρίτην φοράν εν έτει 815 εις την λίμνην της Απολλωνιάδος και από εκεί εστάλη εις το θέμα των Ανατολικών· εκεί δε λαβών εκατόν ραβδισμούς εις την πλάτην, ανδρείως υπέμεινε, και πάλιν εδάρη δυνατά από τον στρατοπεδάρχην· εκείθεν δε εστάλη εις την Σμύρνην και εκλείσθη εις φυλακήν βρωμερωτάτην, οι δε πόδες του εβλήθησαν εις το τιμωρητικόν ξύλον. Αφού δε ο Λέων εστερήθη την ζωήν και την βασιλείαν, ο δε Μιχαήλ ο Τραυλός έλαβε τα σκήπτρα της βασιλείας εν έτει 820, τότε ανεκλήθη ο Όσιος από τα δεσμά και την εξορίαν, αλλ’ ολίγον μόνον καιρόν μείνας ελεύθερος εξωρίσθη και πάλιν. Ήτο δε κατά τον χαρακτήρα του σώματος ο Άγιος κατάξηρος, κίτρινος εις το πρόσωπον, τας τρίχας έχων αμαυράς μεμιγμένας με λευκάς και φαλακρός την κεφαλήν· αλλ’ επειδή άνθρωπος ήτο και αυτός επίγειος, ήλθεν ο καιρός της αυτού τελειώσεως· ήτο δε τότε ετών επτά και εξήκοντα, και ασθενήσας βαρέως τας πρώτας ημέρας του Νοεμβρίου, έκειτο εις την κλίνην ασάλευτος, με οδύνην δεινήν εις τον στόμαχον και πάλιν ελάλει η εύλαλος εκείνη γλώσσα, προς νουθεσίαν των αδελφών, είχε δε και καλλιγράφον, όστις έγραφε ταχέως όσα ο Άγιος υπηγόρευε. Τότε δε εσχεδίασε και εκείνην την τελευταίαν του Κατήχησιν, ήτις αρχίζει ούτως: «Αδελφοί και Πατέρες, ησθένησα και πάλιν με την ευχήν σας έλαβον δύναμιν». Τα δε επίλοιπα ταύτης της τελευταίας αυτού διδαχής ας αναγνώση όστις βούλεται εις τας Κατηχήσεις του, τας οποίας έγραψε και αίτινες αναγινώσκονται τρις της εβδομάδος ήτοι εκάστην Δευτέραν, Τετάρτην και Παρασκευήν εις όλα τα Μοναστήρια, όπως επίσης και άλλους λόγους ψυχωφελείς και συγγράμματα σοφώτατα, τα οποία συνέθεσεν ο μακάριος πρότερον όταν ηδύνατο και έγραφεν. Αφού λοιπόν ετελείωσε την τελευταίαν εκείνην Κατήχησιν, ω της πολλής σου, Χριστέ, περί τον Θεόδωρον δωρεάς τε και Χάριτος! ενεδυναμώθη θαυμασιώτατα και εγερθείς από την κλίνην ο πρώην σχεδόν νεκρός και ακίνητος, εκίνησε περιπατών έως το Κυριακόν, και τελέσας την θείαν Λειτουργίαν εκοινώνησε τα Άγια Μυστήρια, έπειτα επήγεν εις την τράπεζαν με όλους τους αδελφούς της Μονής και τους ξένους, όσοι έτυχον, και έφαγον· τούτου γενομένου, αφού εφίλευσε τους αδελφούς, έπεσε πάλιν εις τον κράββατον. Κατά δε την έκτην του αυτού μηνός ηγέρθη πάλιν ομοίως και ελειτούργησε και το εσπέρας εισήλθεν εις το κελλίον του. Κατά δε το μεσονύκτιον τον έσφιγξαν οι πόνοι της οδύνης δριμύτερα και συναχθέντες οι Μοναχοί άπαντες εθρήνουν την τούτου στέρησιν, μετά δύο δε ημέρας είπε ταύτα προς αυτούς με δάκρυα· «Αδελφοί και Πατέρες μου, τούτο το ποτήριον του θανάτου είναι κοινόν εις όλους μας· λοιπόν εγώ μεν υπάγω προς τον Δεσπότην μου, τον οποίον και η ψυχή μου επόθησε, σεις δε φυλάξατε την πίστιν Ορθόδοξον και την πολιτείαν σας άμεμπτον, εις όσα σας παρήγγειλα και μη αμελήτε τον κανόνα σας, εάν ποθήτε την σωτηρίαν σας· ενθυμείσθε πως σας εβοήθησα χωρίς ουδεμίαν αμέλειαν εις όσα εχρειάζεσθε και πάλιν τώρα όπου θα λείψω σωματικώς από σας, η ψυχή μου όμως δεν χωρίζεται από το ποθούμενόν μοι ποίμνιον και σας υπόσχομαι, εάν εύρω παρρησίαν τινά προς τον Δεσπότην μου ο ανάξιος, να μη αφήνω, παρά να δέωμαι την Αυτού ευσπλαγχνίαν και αγαθότητα να σας βοηθή εις την ψυχήν, να προκόπτητε εις το καλλίτερον, μόνον μη αμελήτε εις τα ψυχικά όσον δύνασθε». Ταύτα και έτερα ψυχωφελή λόγια έλεγεν άλλας δύο ημέρας, καθ’ ας έζησεν ευλογών τους περιεστώτας και επευχόμενος, διότι πολλοί συνήχθησαν από διαφόρους τόπους να λάβωσι την ευλογίαν του και την Κυριακήν κατά την μεσημβρίαν, ότε είχεν ο μην ένδεκα εγνώρισεν ότι ήθελε να εξέλθη η μακαρία του ψυχή και προστάσσει να άψωσι λαμπάδας, να ψάλωσι τον άμωμον, και όταν έλεγον τον στίχον: «Εις τον αιώνα ου μη επιλάθωμαι των δικαιωμάτων σου» (Ψαλμ. ριη΄ 93), παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του ο μακάριος εν έτει ωκστ΄ (826). Λαβόντες δε αυτήν οι Άγιοι Άγγελοι εκόμισαν εις την εκείθεν μακαριότητα, ίνα συναγάλλεται μετά πάντων των Αγίων, ων τον βίον εζήλωσεν, εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου