Γουρίας και Σαμωνάς οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν από τα όρια της πόλεως Εδέσσης, έζων δε κατά τον ένατον χρόνον της βασιλείας του Διοκλητιανού, εν έτει τγ΄ (303), ότε είχεν εγερθή μέγας και φοβερός κατά των Χριστιανών διωγμός. Τον καιρόν εκείνον οι ευλαβείς και ενάρετοι ούτοι άνδρες κατώκουν μακράν από τας πόλεις, σπουδάζοντες μόνον πως να αρέσωσιν εις τον Θεόν και φυλάσσοντες αυτού τα προστάγματα άπαντα· εις δε την αγάπην και εγκράτειαν ήτο ο Γουρίας τόσον επιμελητής άοκνος, ώστε οι εγχώριοι τον επωνόμαζον εγκρατή, ομοίως και ο Σαμωνάς είχεν όλον τον πόθον του εις τον Θεόν, τον Γουρίαν μιμούμενος.
Τους Αγίους τούτους διέβαλον εις τον ηγεμόνα της Εδέσσης Αντωνίνον ότι εδίδασκον τους ανθρώπους να μη υποτάσσωνται εις τα βασιλικά προστάγματα και να πιστεύωσιν εις τον Χριστόν, καταφρονούντες προσωρινά κολαστήρια· ο δε δικαστής προσέταξε να φυλακίσωσι τους δύο τούτους άνδρας, ως και όσους άλλους εύρωσιν ομολογούντας το όνομα του Χριστού, εξετάζων δε αυτούς διαφόρως ερράβδισε και εβασάνισεν άπαντας, εξαιρέτως δε τους Αγίους τούτους οδηγήσαντες εις το κριτήριον τους παρεκίνει ο τύραννος να θυσιάσωσιν εις τα είδωλα, δια να μη λάβωσιν επώδυνον θάνατον· «Μη γένοιτο, να αφήσωμεν την αληθινήν πίστιν, δια μέσου της οποίας ευρίσκομεν ζωήν αιώνιον και να προσκυνήσωμεν έργα χειρών ανθρώπων και άχρηστα ξόανα». Ο δε ηγεμών είπε· «Σας συμβουλεύω δια το καλόν σας να εκτελέσετε την προσταγήν του βασιλέως». Λέγει προς αυτόν ο Γουρίας· «Ποτέ εις τον αιώνα δεν απαρνούμεθα την πίστιν μας, ούτε θα υποταχθώμεν εις του φθαρτού βασιλέως το θέλημα, ότι ημείς έχομεν Πατέρα εις τους ουρανούς, του οποίου ποιούμεν το πρόσταγμα και όστις είναι πάντων των βασιλέων Δεσπότης και Κύριος. Δια την αγάπην του αληθινού αυτού Κυρίου μας καταφρονούμεν όλα τα σαρκικά θελήματα, και είμεθα έτοιμοι να λάβωμεν πρόσκαιρον θάνατον, δια να δοξασθώμεν εις την Βασιλείαν αυτού και να ζώμεν αιώνια». Ταύτα και άλλα πλείονα διαλεχθείς με τους Αγίους ο ηγεμών και μη δυνάμενος να τους φέρη εις την γνώμην του, τους εφυλάκισεν έως εις δευτέραν εξέτασιν. Ο δε βασιλεύς έστειλεν εκείνας τας ημέρας εις την Έδεσσαν ως επίτροπόν του τον ηγεμόνα της Αντιοχείας Νουσούνιον, να εξετάση όσους εύρη Χριστιανούς και να τους θανατώση με πάνδεινα κολαστήρια, εάν δεν προσκυνήσουν τα είδωλα· έφερον λοιπόν τον Σαμωνάν και τον Γουρίαν πρώτους από τους άλλους εις το κριτήριον· ο δε Μουσούνιος τους εφόβισε με πολλούς λόγους, ότι θα τους δώση διαφόρους βασάνους, θα ξεσχίση τας σάρκας των έως να φανούν τα εντόσθια, θα χύση μόλυβδον από το στόμα να γεμίση την κοιλίαν των και άλλας πολλάς απειλάς τους είπε, δια να τους κάμη να δειλιάσωσιν· ο δε Σαμωνάς απεκρίνατο· «Ημείς φοβούμεθα και τρέμομεν τον ακοίμητον σκώληκα και το πυρ εκείνο το άσβεστον, τα οποία κολάζουν σώμα και ψυχήν αιώνια, ενώ τα ιδικά σας κολαστήρια μόνον το σώμα βλάπτουσιν ολίγον, την δε ψυχήν εκλαμπρύνουσι και όσον μας βασανίσης δριμύτερα, τόσον μας ωφελείς περισσότερον και μας προξενείς ανεκδιήγητον απόλαυσιν και αιώνιον αγαλλίασιν». Όταν είδεν ο ηγεμών την στερράν και αμετάθετον γνώμην αυτών, αφήκε τους λόγους και αρχίζει τα κολαστήρια· προστάσσει δε Ανουϊνον τον κομενταρήσιον να τους κρεμάση από την μίαν χείρα, εις δε τους πόδας αυτών να δέση λίθον βαρύτατον δια να κατασπάσουν τα νεύρα και οι αρμοί και να έχουν πόνον δριμύτατον. Τούτου γενομένου εκρέμαντο ώρας πέντε υπομένοντες καρτερικώς τοιαύτην πανώδυνον βάσανον, χωρίς να φωνάξουν ή να στενάξουν τελείως, αλλ’ ώσπερ να ήσαν άλλοι οι πάσχοντες, αυτοί δε να τους έβλεπον. Αφού λοιπόν παρήλθον αι πέντε ώραι, τους ηρώτησαν πάλιν εάν έστεργον να τελέσουν το πρόσταγμα του βασιλέως, και ιδόντες αυτούς ότι δεν ηδύναντο να αποκριθώσιν από τους πόνους, τους κατεβίβασαν και τους ενέκλεισαν εις ζοφεράν φυλακήν, την οποίαν ωνόμαζον σκοτεινόν λάκκον, καθώς ήτο κατά αλήθειαν, ότι φως ημέρας ουδόλως εφαίνετο εκεί, σφαλίσαντες δε εις το ξύλον τους πόδας των, παρήγγειλαν των φυλάκων να μη τολμήση τις να τους δώση ψιχίον άρτου ή ρανίδα ύδατος. Έκαμαν λοιπόν εις τον ζοφερόν αυτόν τόπον από τας αρχάς του Αυγούστου έως τας δέκα του Νοεμβρίου, από την πείναν και δίψαν και άλλας στενοχωρίας βασανιζόμενοι, και τότε τους έφερον εις τον ηγεμόνα, όστις τους λέγει· «Δεν εσωφρονίσθητε τόσον καιρόν, να εννοήσητε το συμφέρον σας;» Οι δε απεκρίθησαν· «Πολλάκις σου είπομεν την γνώμην μας, και μη χάνης τον καιρόν ματαίως, αλλά κάμε καθώς ο βασιλεύς σε προσέταξε». Τότε κελεύει να κλίνουν τον ένα πόδα του Σαμωνά από το γόνατον, και τούτου γενομένου εκρέμασε κατακέφαλα από τον κεκλιμένον πόδα τον Άγιον, και έδεσαν βάρος σιδήρου εις το κάτω μέρος του ποδός του, δια να κατασπάση η κλείδωσις, τον δε Γουρίαν δεν ετιμώρησε, διότι τον είδεν εις την όψιν χλωμόν και αδύνατον, όχι ότι τον ελυπήθη, αλλά φοβούμενος μη αποθάνη εις τα παιδευτήρια και δεν τον φέρη εις την πλάνην του. Ο μεν Σαμωνάς λοιπόν εκρέματο ώρας τέσσαρας σφοδρώς και δεινώς οδυνώμενος υπό της χαλεπής εκείνης βασάνου και πικρώς πιεζόμενος· οι δε στρατιώται συμπονούντες τον συνεβούλευον να υπακούση εις τον άρχοντα, δια να λυτρωθή της κολάσεως· αλλ’ ο Άγιος ποσώς δεν τους απεκρίνετο, μόνον βλέπων εις τον ουρανόν τοιαύτα εκ βάθους καρδίας προσηύχετο· «Κύριε ο Θεός, όστις εθαυμάστωσας τον Δανιήλ εις τους λέοντας και τους τρεις Παίδας νικητάς της φλογός ανέδειξας, αυτός και τώρα, πολυέλεε, όστις ηξεύρεις την ασθένειαν της ανθρωπίνης φύσεως, επίβλεψον προς ημάς και φύλαξον εις ημάς το φως των προσταγμάτων σου άσβεστον, και αξίωσόν μας να απολαύσωμεν την αιώνιόν Σου μακαριότητα, ότι ευλογημένος είσαι αεί και πάντοτε». Ταύτα τα οποία έλεγεν ο Άγιος έγραφε γραμματεύς τις, όστις παρίστατο εις το μαρτύριον, οι δε τύραννοι καταβιβάσαντες τον Άγιον, τους εφυλάκισαν ως και πρότερον, και την ιε΄ (15) του αυτού μηνός καθήσας το πρωϊ ο ηγεμών εις τον θρόνον, έφερον τους Αγίους βαστάζοντες, διότι δεν ηδύναντο να περιπατήσουν από τας πληγάς και την λοιπήν κακοπάθειαν· και ερωτήσας αυτούς εάν ήθελον να προσκυνήσουν τα είδωλα δια να μην λάβουν πικρότατον θάνατον, του απεκρίθησαν λέγοντες· «Ημείς άλλο δεν ποθούμεν, μόνον αυτό, όπερ μας φοβερίζεις, και κάμε το, ότι πολύ θα σε ευχαριστούμεν δια την τοιαύτην μεγάλην χάριν, με την οποίαν μας κάμνεις κληρονόμους δια θανάτου της αθανάτου ζωής και ατελευτήτου μακαριότητος». Τότε ο μεν ηγεμών, βλέπων το αμετάθετον της γνώμης αυτών, έγραψε την απόφασιν, να τους βάλουν εις άμαξαν και να τους υπάγουν μακράν της πόλεως, εκεί δε να κόψουν τας τιμίας αυτών κεφαλάς. Οι δε Άγιοι εχάρησαν πολύ, δοξάζοντες τον Θεόν, διότι τους έδωκεν έως τέλους δύναμιν· φθάσαντες δε εις τον ωρισμένον τόπον, εξήλθον από το άρμα αγαλλιώμενοι και λαβόντες από τους δημίους διορίαν, έκαμαν την προσευχήν ταύτην οι ταπεινόφρονες: «Ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, πρόσδεξαι τας ψυχάς ημών με ειρήνην και αξίωσόν μας της Βασιλείας Σου». Τότε στραφείς ο Σαμωνάς λέγει προς τον δήμιον· «Κάμε, αδελφέ, το πρόσταγμα του αυθέντου σου». Και κλίναντες τα γόνατα, αποκεφαλίζονται κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και του δουκός Αντωνίνου εν έτει τγ΄ (303). Τούτο είναι το μαρτύριον των μακαρίων Σαμωνά και Γουρία. Ας είπωμεν δε τώρα ολίγα τινά και δια τον μακάριον Άβιβον, όστις ήτο εις τα έτη υστερώτερος, αλλ’ εμαρτύρησε τη αυτή ημέρα, ιε΄ (15η) του Νοεμβρίου, όπως και οι άλλοι δύο ως άνωθεν είπομεν.Άβιβος ο Άγιος Μάρτυς εγεννήθη εις χωρίον της Εμέσης
καλούμενον Αποθελσαία· ήτο δε εις την αξίαν Ιεροδιάκονος κατά τους χρόνους
Λικινίου του βασιλέως εν έτει τιστ΄ (316), όταν ηγεμόνευεν ο Λυσανίας εις την
Έδεσσαν και ήτο εις τους Χριστιανούς διωγμός μεγαλώτατος· ο δε Άβιβος ηρμήνευε τας
Αγίας Γραφάς διδάσκων τους πιστούς να φυλάττουν ακριβώς την ευσέβειαν. Ταύτα
μαθών ο ηγεμών έστειλεν αναφοράν προς τον βασιλέα δια τον Άβιβον, εάν ήθελε να
τον θανατώση, διότι δεν είχεν εξουσίαν τινά κατ’ αυτού πρότερον και εκείνος του
έστειλε γραπτώς εξουσίαν, να ημπορή να παιδεύη όλους τους Χριστιανούς, όσοι δεν
προσκυνήσουν τα είδωλα. Λαβών λοιπόν το γράμμα του Λικινίου ο Λυσανίας, έστειλε
στρατιώτας να φέρουν τον Άβιβον, όστις ήτο με την μητέρα του και άλλους τινάς
συγγενείς και φίλους του εις ένα μέρος της πόλεως και ηγωνίζετο δια την
εκκλησιαστικήν κατάστασιν. Ακούσας δε ότι τον εζήτουν, επήγε μόνος του προς τον
πρώτον της τάξεως ονομαζόμενον Θεότεκνον και του λέγει· «Εγώ είμαι εκείνος τον
οποίον ζητείτε». Ο δε στρατηγός ήτο καλόγνωμος άνθρωπος, και λέγει εις τον
Άγιον· «Ύπαγε φυλάξου τώρα όπου δεν γνωρίζει τις ότι σε εύρον και μη έχης δια
την μητέρα και τους συγγενείς σου καμμίαν φροντίδα, διότι τούτο δεν θέλει τους
λυπήση, μόνον τον εαυτόν σου φύλαξον». Και ταύτα μεν είπεν ο Θεότεκνος· ο δε
θεοπόθητος Άβιβος επόθη να πάθη δια τον απαθή ημών Δεσπότην και Κύριον, και
λέγει προς αυτόν· «Εγώ δεν παρουσιάζομαι δια την μητέρα και τους συγγενείς μου,
αλλά δια την προς τον Χριστόν ομολογίαν έρχομαι εκουσίως να λάβω θάνατον, και
εάν δεν θέλης συ να με δέσης, εγώ υπάγω προς τον ηγεμόνα αυτόκλητος». Τότε ο
Θεότεκνος, δια να μη κινδυνεύση αυτός την ζωήν του, επήγε τον Άβιβον προς τον
ηγεμόνα, όστις ερωτήσας αυτόν πως ονομάζεται, απεκρίνατο ότι ήτο Χριστού
Διάκονος. Και ο μεν ηγεμών επρόσταξεν αυτόν να προσκυνήση τα είδωλα· ο δε Άγιος
έλεγεν ότι δεν ήτο πρέπον να αφήση τον αληθή Θεόν και να προσκυνήση αναίσθητα
και άψυχα πράγματα. Τότε δένοντες αυτόν από τους βραχίονας, τον εκρέμασαν εις
ξύλον και με σιδηρούς όνυχας τον κατεξέσχιζον. Όθεν είχε διπλήν την οδύνην και
βάσανον και περισσότερον πόνον είχεν εις τους βραχίονας από τον βίαιον βάρος,
παρά από τους ξεσχισμούς των ονύχων, διότι εκινδύνευον να σπάσουν αι χείρες του·
ο δε ηγεμών εκολάκευε τον Άγιον, αγάπην και ευσπλαγχνίαν υποκρινόμενος. Και
πάλιν βλέπων ότι ήτο στερρός την γνώμην και αμετάτρεπτος, τον εφοβέριζε να του
δώση δεινότερα κολαστήρια. Ο δε απεκρίνατο λέγων· «Δεν θέλει δυνηθή τις να με
χωρίση από την πίστιν του Χριστού, ούτε να με κάμη να προσκυνήσω τους δαίμονας,
έστω και αν μου έδιδε τα σκληρότερα κολαστήρια, εξ όσων ποτέ ηκούσθησαν».
Ερωτήσας δε ο ηγεμών τίνα ωφέλειαν προξενούσιν εις τον άνθρωπον αι βάσανοι,
αίτινες καταξεσχίζουν και αφανίζουν το σώμα, απεκρίθη ο Άγιος· «Δεν είναι μόνον
ούτος ο κόσμος ο ορώμενος και πρόσκαιρος, αλλά και έτερος ωραιότερος και
αιώνιος και όστις υπομείνη εδώ δια τον Χριστόν δεινά παιδευτήρια, απολαμβάνει
εκεί πλουσίαν αντάμειψιν». Ταύτα και έτερα λέγων αληθέστατα ο ιερός Άβιβος,
κατεγέλα ο ηγεμών ως ανοήτους τους λόγους του, και ποτέ μεν τον εκολάκευε,
σκεπάζων με προσωπείον φιλανθρωπίας την απανθρωπίαν και θυμόν, ποτέ δε τον
εφοβέριζε να του δώση πικρόν και πανώδυνον θάνατον. Βλέπων δε ότι ήτο στερεός
εις την γνώμην και αμετάτρεπτος, έκαμεν απόφασιν να τον τελειώσουν δια πυρός,
αλλά να είναι ολίγον το πυρ, δια να μη τον θανατώση πάραυτα, αλλά κατ’ ολίγον
να αναλώση τας σάρκας του, δια να λάβη μεγάλην βάσανον. Λαβόντες λοιπόν αυτόν
οι δήμιοι τον επήγαν έξω της χώρας,
ηκολούθουν δε και οι συγγενείς μετά της μητρός του. Όταν λοιπόν ητοίμασαν τα
ξύλα και ήναψαν το πυρ, έκαμε προσευχήν ο Άγιος και ηυλόγησεν αυτούς, εφίλησε
δε την μητέρα και τους λοιπούς συγγενείς τε και φίλους του και ούτως έρριψαν
αυτόν εις το πυρ οι δήμιοι και μετά ώραν πολλήν καταφλεγόμενος παρέδωκεν εις
χείρας Θεού το πνεύμα του· το δε σώμα έλαβον οι
συγγενείς του και αλείψαντες αυτό με αρώματα και ψάλλοντες Ύμνους και Ωδάς εις
τον Κύριον, τον ενεταφίασαν ευλαβώς ομού με τα ιερά λείψανα των Αγίων Σαμωνά
και Γουρία, εις δόξαν Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος, της Τρισυποστάτου
και αδιαιρέτου Τριάδος. Τοιούτον τέλος ηξιώθη ο ιερόςΆβιβος κατά τους χρόνους
του Λικινίου εν έτει τιστ΄ (316), εις ολίγον δε καιρόν έπαυσεν ο κατά των
Χριστιανών διωγμός, βασιλεύσαντος του μεγάλου Κωνσταντίνου, εις τας ημέρας του
οποίου επαρρησιάσθη εις δόξαν Θεού η ευσέβεια. Αλλά δια να εννοήσητε πόσην
παρρησίαν έχουσι προς Θεόν οι Άγιοι, θα γράψωμεν ένα μέγα θαύμα, το οποίον έτη
πολλά μετά την τελείωσίν των ετέλεσαν. Οι Ούννοι, οίτινες ήσαν έθνος βάρβαρον,
επολεμούσαν τους Χριστιανούς και πολλάς πόλεις εκυρίευσαν, εξόχως δε έφθασαν
εις την Έδεσσαν και εκυρίευσαν τα περίχωρα. Οι δε βασιλείς των Χριστιανών
έστειλαν πολλούς στρατιώτας εις βοήθειαν των Εδεσσηνών, δια να μη νικήσουν
αυτούς οι εχθροί και διότι ήτο εκεί η αχειροποίητος εικών του Δεσπότου Χριστού,
την οποίαν έστειλε προς τον Αύγαρον, γράφων ότι θέλει φυλάττει την χώραν των
ανάλωτον να μη την νικήσουν οι βάρβαροι· μεταξύ δε των στρατιωτών εκείνων, τους
οποίους έστειλαν οι βασιλείς, ήτο Γότθος τις, εις την γνώμην βάρβαρος,
κακότροπος και ολέθριος· ούτος έμεινεν εις την οικίαν ευλαβούς και σώφρονος
χήρας, Σοφίας ονόματι, ήτις είχε μονογενή θυγατέρα ωραιοτάτην, την οποίαν
βλέπων ημέραν τινά ο άσεμνος ετρώθη την καρδίαν υπό έρωτος· όθεν
προσποιούμενος, ότι ήτο πλούσιος και καλός άνθρωπος, παρεκάλεσε πολύ την μητέρα
της κόρης με κολακείας και πανουργίας, να την δώση εις αυτόν δια γυναίκα του
νόμιμον· η χήρα όμως ουδόλως εδέχετο. Όταν λοιπόν είδεν ο Γότθος ότι με την
ταπείνωσιν δεν κατώρθωσε τίποτε, την εφοβέρισε να την κακοποιήση, εάν δεν κάμη
τον λόγον του. Η δε είπε προς αυτόν· «Μη ελπίζης να
σου δώσω την κόρην μου, ούτε με φοβερισμούς, ούτε με κολακείας ουδέποτε, διότι
ανοησία μου μεγάλη θα είναι να δώσω το τέκνον μου εις βάρβαρον και άγνωστον
άνθρωπον, όστις, όπως νομίζω, έχεις και γυναίκα καθώς μου είπεν άνθρωπος τις». Ο
δε αναίσχυντος ώμοσεν εις το όνομα του Κυρίου ψευδώς ότι ήτο ακόμη ελεύθερος
και ήθελε να κάμη την θυγατέρα της κυρίαν εις όλον τον πλούτον του· η Σοφία
λοιπόν, ως γυνή ευκολόπιστος, επίστευσεν εις τους όρκους του ασεβούς και
υψώσασα προς ουρανούς τας χείρας και τους οφθαλμούς έλεγε· «Δέσποτα Κύριε, μη
παρίδης την ορφανήν ταύτην, την οποίαν υπανδρεύω με τον άγνωστον αυτόν
στρατιώτην, εις τον οποίον την ενεπιστεύθην, έχουσα το θάρρος μου εις την Χάριν
σου, να διαφυλάττης αβλαβή την ευλαβή δούλην σου από κάθε εναντίον
συναπάντημα». Ταύτα λέγουσα ετέλεσαν τους γάμους, γράφοντες κατά λέξιν τα
συνοικέσια και επειδή έκαμαν πολύν καιρόν οι ατρατιώται εις την Έδεσσαν,
πολεμούντες τους βαρβάρους, εκυοφόρησεν η νύμφη, και πριν να γεννήση
ητοιμάζοντο οι Χριστιανοί να επιστρέψουν εις τον τόπον των, επειδή ενίκησαν
τους εχθρούς, οι οποίοι έφυγαν άπρακτοι. Θέλων λοιπόν τότε ο γαμβρός της να
λάβη μαζί και την γυναίκα του, έκλαιεν η Σοφία τον χωρισμόν της θυγατρός της
και τα σπλάγχνα εκόπτετο· μη δυναμένη δε να την χωρίση από τον άνδρα της κατά
τον νόμον των γάμων, επειδή εδέχετο να την λάβη μεθ’ εαυτού, επήγαν και οι
τρεις εις τον Ναόν των Αγίων Μαρτύρων
Γουρία, Σαμωνά και Αβίβου και λέγει η Σοφία προς τον γαμβρόν της· «Έγγισον εις
το μνημείον των Αγίων τας χείρας σου και υποσχέθητι ότι δεν θα διαπράξης
καμμίαν απανθρωπίαν εναντίον της θυγατρός μου, αλλά ότι θα την αγαπάς ως
γυναίκα σου πάντοτε και ούτω λάβε αυτήν». Τότε λέγει προς τους Αγίους ο
αλιτήριος· «Από τας χείρας σας, Μάρτυρες του Χριστού, λαμβάνω την κόρην σήμερον
και δίδω την αγιωσύνην σας εγγυητάς εις την μητέρα της, να μη την λυπήσω
ουδέποτε». Όχι δε μόνον ταύτα είπεν ο ψεύστης εκείνος, αλλά και εις την θείαν
Δύναμιν ώμοσε, να μη παραβή τους όρκους, αλλά να πληρώση τα υποσχόμενα. Τότε
εναγκαλισθείσαι αλλήλας μητέρα και κόρη και καταφιλούσαι η μία την άλλην
εχώρισαν· και η μεν Σοφία επέστρεψεν εις την οικίαν της, αύτη δε επήγε με τον
σύζυγόν της, ο οποίος, όταν έφθασεν εις την χώραν του, ελησμόνησε τους όρκους ο
δυσσεβής, καταφρονήσας την αγάπην της γυναικός, ούτε δε και τον Θεόν εφοβήθη ο
άθλιος· αλλά όταν επλησίαζεν εις τον οίκον του την εγύμνωσεν από τα πλούσια
ιμάτια και τα κοσμήματα, τα οποία εφόρει, και την ενέδυσεν ως αιχμάλωτον με
παλαιά ενδύματα, λέγων· «Γνώριζε ότι έχω γυναίκα και τέκνα και φυλάττου να μη
ομολογήσης εις ουδένα την υπόθεσίν μας, αλλά υπηρέτει ως δούλη προθύμως την
γυναίκα μου, δια να μη κινδυνεύσης εις θάνατον». Ταύτα ανελπίστως η δυστυχής
εκείνη ακούσασα έμεινε σχεδόν ως λίθος από την λύπην της η τάλαινα, βλέπουσα
ότι ηπατήθη απ’ εκείνον τον ασεβέστατον και υστερήθη μητρός, πατρίδος, φίλων
και συγγενών και εις τόσην αθυμίαν
έπεσεν, ώστε εκινδύνευσε να ξεψυχήση. Πλην οι Άγιοι, τους οποίους έβαλεν
η μητέρα της εγγυητάς, την εβοήθησαν και υπέμεινε την λύπην μεγαλοψύχως,
ευχαριστούσα τον Κύριον· είτα λέγει ταύτα προς τον σύζυγον· «Αυτά είναι εκείνα
τα οποία υπεσχέθης με όρκους, αχάριστε, και δεν εφοβήθης τους Αγίους, να γίνης
τοιουτοτρόπως προδότης μου, να με λάβης από τας μητρικάς αγκάλας, και απηρνήθην
τους συγγενείς και τα υπάρχοντά μου δια την ιδικήν σου αγάπην, αγνωμονέστατε,
δια να με κάμης αιχμάλωτόν σου; Θαυμάζω πως δεν με εφόνευσες, άσπλαγχνε». Ταύτα
ειπούσα προσηύχετο προς τον ουρανόν βλέπουσα και λέγουσα με θερμότατα δάκρυα· «Κύριε ο Θεός των πατέρων μου, ίδε την θλίψιν μου
της ταλαιπώρου και λύτρωσαι από τα δεινά την αθλίαν ψυχήν μου, δια πρεσβειών
των Αγίων Μαρτύρων σου, ότι μετά την βοήθειαν και Χάριν σου, έχουσα εις
εκείνους το θάρρος μου, ηκολούθησα τον άγνωστον». Όταν έφθασαν εις τον οίκον
του Γότθου και είδεν η γυνή του την ωραιότητα της κόρης, εζηλοτύπησε και τον
ηρώτα πόθεν ήτο και τι την ήθελεν· ο δε απεκρίθη ότι την ςπήρεν από την Έδεσσαν
αιχμάλωτον, δια να δουλεύη εις την οικίαν των· η δε νεάνις εσιώπα και εξετέλει
ως δούλη προθύμως όλα τα προστασσόμενα, προς δε τους Αγίους έλεγεν εις την
καρδίαν της πάντοτε· «Άγιοι Μάρτυρες, μη υπομείνετε τον δόλον, μήτε αφήσετε την
κακουργίαν απαίδευτον, αλλά βοηθήσατε ταχέως την δούλην σας». Η δε κυρία της
την προσέτασσεν εις βαρείας υπηρεσίας δια τον φθόνον της, δια να αποθάνη από
την κακοπάθειαν και όσον επλησίαζεν ο καιρός να γεννήση, τόσον αυτή την
εβασάνιζε χειρότερα, δια να αποθάνη το βρέφος εις την κοιλίαν της, αλλά ο Θεός
την εφύλαξε. Γεννήσασα δε παιδίον αρσενικόν, ήτο του πατρός αυτού όμοιον· τούτο
βλέπουσα η σύζυγος του Γότθου εζηλοτύπησε και εμελέτα να θανατώση το βρέφος η
άδικος. Ημέραν λοιπόν τινά έστειλεν εις υπηρεσίαν την αντίζηλόν της και μείνασα
μοναχή έβαλε δηλητήριον εις το στόμα του παιδίου και το απέκτεινεν· ελθούσα δε
η μήτηρ αυτού εις ολίγον διάστημα, εύρε νεκρόν το βρέφος, έχον εις το στόμα του
αφρούς. Όθεν επόνεσεν η ψυχή της και είχε θλίψιν ανείκαστον· πλην ως φρόνιμος
δεν έδειξε τίποτε φανερά, αλλά εσύναξε τον αφρόν από το στόμα του παιδός εις
ένα τεμάχιον δέρματος μαλλίνου και το εφύλαξεν επιμελώς δια να δοκιμάση την
πράξιν εις την φονεύτριαν. Εις ολίγας ημέρας έκαμε δείπνον ο άνδρας της και
εκάλεσε τους συγγενείς και φίλους του· η δε νεάνις, ευρίσκουσα καιρόν
επιτήδιον, ηθέλησε να γνωρίση εάν εις τον θάνατον του παιδίου ήτο αιτία η
ζηλοτυπούσα· και πλύνασα το μαλλί επιμελώς εις ποτήριον επότισε την κυρίαν της,
δια να λάβη η άδικος δικαίως την ταυτοπάθειαν· ευθύς δε ως το έπιεν, έστρεψε,
κατά το ψαλμικόν, κατά της κεφαλής της ο πόνος της και εις την κορυφήν της η
αδικία της και πεσούσα εις την γην νεκρά ετρύγησε τους καρπούς των έργων της
και όλοι οι συγγενείς μεγάλως εθλίβησαν. Αφού την έθαψαν είχον υποψίαν εις την
αιχμάλωτον, ότι αυτή θα την εθανάτωσε και έλεγον να την φονεύσουν, αλλά μη
έχοντες εξουσίαν να αποκτείνουν άνθρωπον, την έκλεισαν κρυφίως ζώσαν εις τον
τάφον της αποθαμμένης κυρίας της, βάλλοντες φύλακας έξωθεν να βλέπουν τον τάφον
επιμελέστατα· έχουσα λοιπόν διπλήν την οδύνην και βάσανον, την δυσωδίαν,
δηλαδή, της νεκράς και το σκότος εις το οποίον ευρίσκετο, εθρήνει απαρηγόρητα
λέγουσα· «Κύριε ο Θεός των Δυνάμεων, ο
προσδεξάμενος ως ζώσαν θυσίαν τα των Αγίων Μαρτύρων σου αίματα, επίβλεψον επ’
εμέ, δος μοι βοήθειαν και λύτρωσόν με από τούτον τον κίνδυνον. Και σεις Άγιοι
Ομολογηταί του Χριστού και Μάρτυρες, τους οποίους έβαλεν εγγυητάς προς την
μητέρα μου ο άσπλαγχνος εκείνος και ασεβέστατος, προφθάσατε ταχέως και εκβάλετέ
με από τον λάκκον τούτον τον σκοτεινότατον». Ταύτα λέγουσα βλέπει τρεις άνδρας
εξαστράπτοντας, οίτινες μετέβαλον την δυσωδίαν εις ευωδίαν θαυμάσιον λέγοντες·
«Μη φοβείσαι, ότι δεν αθετούμεν την εγγύησιν, αλλά ήλθομεν να σε υπάγωμεν
αβλαβή και σώαν εις την μητέρα σου». Ταύτα ειπόντων απεκοιμήθη η γυνή και
ελθούσα εις έκστασιν, ευρέθηκεν εις μίαν στιγμήν ως άλλος Αββακούμ ή ως ο Απόστολος
Φίλιππος από τον τάφον (ω θαύματος αξίου της του Χριστού χρηστότητος και
δυνάμεως!) εις την πατρίδα της Έδεσσαν. Όταν δε εξύπνησε το μεσονύκτιον, βλέπει
ότι ήτο εις τον Ναόν των Αγίων Μαρτύρων, αυτούς δε έμπροσθεν αυτής ισταμένους
και λέγοντας προς αυτήν· «Γνωρίζεις καλά που ευρίσκεσαι;» Η δε γυνή στρέφουσα
το πρόσωπον από του ενός μέρους του ευκτηρίου εις το άλλο, εγνώρισε την
Εκκλησίαν των Αγίων Μαρτύρων. Όθεν έχαιρε θαυμάζουσα και εσκίρτα τω πνεύματι
και πίπτουσα εις τους πόδας των Αγίων ηυχαρίστει δια την χάριν δακρύουσα· οι δε
είπον προς αυτήν· «Ιδού επληρώσαμεν την εγγύησιν· λοιπόν ύπαγε εν ειρήνη προς
την μητέρα σου, δοξάζουσα τον Κύριον». Ταύτα λέγοντες έγιναν άφαντοι, η δε γυνή
έμεινεν εις τον Ναόν αυτών ευχαριστούσα και κλαίουσα από την χαράν της, έλεγε
δε ταύτα μεγαλοφώνως σκιρτώσα και χαίρουσα· «Ο Θεός
ημών εν τω ουρανώ και εν τη γη πάντα, όσα ηθέλησεν, εποίησεν» (Ψαλμ. ριγ΄ 11),
«θαυμάστωσον τα ελέη σου ο σώζων τους ελπίζοντας επί Σε» (Ψαλμ ιστ΄ 7). Αυτά
και έτερα λέγουσα ήλθεν ο Ιερεύς ο εφημέριος της Εκκλησίας και ερωτήσας αυτήν
δια την αιτίαν της τοσαύτης χαράς τε και θλίψεως, διηγήθη εκείνη εις τον Ιερέα
ακριβώς την υπόθεσιν άπασαν· ο δε περισσώς εθαύμαζε και δεν επίστευε τοιούτο
εξαίσιον τερατούργημα, έως ου εκάλεσε την μητέρα της και ήλθεν εις τον Ναόν,
ήτις βλέπουσα απροσδοκήτως την θυγατέρα, ενηγκαλίσθησαν αλλήλας και από τα
δάκρυα δεν ηδύναντο να ομιλήσωσι· μετά δε ώραν πολλήν συνήλθον ολίγον εις
εαυτάς και ηρώτησεν η Σοφία την νεάνιδα τι έπαθε και πως ήτο ενδεδυμένη με
τοιούτον ευτελέστατον δουλικόν ιμάτιον. Η δε είπε προς αυτήν όσα έπαθεν· έπειτα
ευχαριστούσαν και αι δύο μετά θερμών δακρύων τον Κύριον και τους Αγίους του
Μάρτυρας, οίτινες ετέλεσαν εις αυτάς τοιούτον θαυμάσιον. Επέρασαν δε όλην την
ημέραν εκείνην εις τον Ναόν προσευχόμεναι και το εσπέρας επήγαν εις την οικίαν
των και όσοι ήλουσαν αυτό το τεράστιον εδόξασαν τον Θεόν και τους Αγίους αυτού
μεγαλύνοντες. Εις ολίγον καιρόν έστειλε πάλιν στράτευμα ο βασιλεύς εις την
Έδεσσαν δια τους άνωθεν βαρβάρους, οίτινες την επολεμούσαν ως πρότερον· επήγε
λοιπόν ο άνω ειρημένος Γότθος εις την οικίαν της πενθεράς αυτού με το θάρρος,
νομίζων ότι δεν ήξευρε τίποτε, ήτις αποκρύψασα την θυγατέρα της εις δωμάτιον,
υπεδέχθη τον γαμβρόν με φαινομενικήν ιλαρότητα και ερωτήσασα δια την συμβίαν
αυτού πως είχεν, εκείνος της απεκρίθη ότι εγέννησεν αρσενικόν παιδίον και ήτο
καλά με την θείαν βοήθειαν και άλλα τοιαύτα ψευδεπίπλαστα λόγια, τα οποία η
ευλαβής Σοφία, μη δυναμένη να υπομείνη, ως μισούσα την πονηρίαν, απεκρίθη με
θυμόν δίκαιον προς εκείνον τον άδικον λέγουσα· «Δόλιε και φονεύ, οποίαν ψυχήν
είχες και έπραξες τόσας θλίψεις εις την γυναίκα σου; Αυτά μου ώμοσας και έβαλες
εγγυητάς τους Αγίους, παμμίαρε; Αλλά δικαία η κρίσις του Θεού, όπου σε έφερε,
δια να λάβης δικαίως την ταυτοπάθειαν». Ταύτα ειπούσα εκάλεσε την θυγατέρα της
και του λέγει· «Την γνωρίζεις, κακούργε; Ενθυμείσαι ότι την ενεταφίασες ζώσαν,
χωρίς ουδόλως να λυπηθής την φύσιν της ανθρωπότητος ή να ευλαβηθής τους Αγίους,
εις τους οποίους ώμοσες, αναιδέστατε; Αλλά αυτοί ανελπίστως την ανεύθυνον
διέσωσαν και σε τον υπεύθυνον έφερον, να λάβης την δικαίαν εκδίκησιν, άδικε».
Ταύτα ακούσας και βλέπων την κόρην ο βάρβαρος έμεινεν από την εντροπήν και τον
φόβον του άφωνος και δεν ετόλμα να εγείρη τους οφθαλμούς, ούτε μικράν απολογίαν
ωμίλησεν, έχων έλεγχον αψευδή την πονηράν του συνείδησιν· τότε είχον
ητοιμασμένους ανθρώπους από την Έδεσσαν και τον έδεσαν· ο δε υπογραφεύς
υπέγραψε την υπόθεσιν έμπροσθεν του Επισκόπου της πόλεως και τον επήγαν εις τον
στρατηλάτην, να του δώση την πρέπουσαν παίδευσιν, όστις ανακρίνας αυτόν
έμπροσθεν της κόρης και ομολογήσαντα την κακουργίαν του, επειδή να την κρύψη
δεν ηδύνατο, έδωκεν ο στρατηλάτης κατ’ αυτού την απόφασιν να τον
αποκεφαλίσωσιν, έπειτα να κατακαύσωσιν το παμμίαρον σώμα του, ως ταφής ανάξιον·
ο δε θεοφιλέστατος Επίσκοπος παρεκάλει τον στρατηλάτην να μη τον θανατώση, δια
να μη υπάγη η ψυχή του εις την απώλειαν· ο δε απεκρίνατο, ότι εφοβείτο τους
Μάρτυρας του Χριστού, τους οποίους έβαλεν εγγυητάς, να μη παιδεύσουν την ύβριν
δικαίως εις εαυτόν δια να μη τολμήση και άλλος πλέον να πράξη τα όμοια· πλην
δια την πολλήν ικεσίαν του Επισκόπου εμοίρασε την τιμωρίαν και δεν έκαυσαν το
παμμίαρον λείψανον· μόνον έκοψαν δικαίως του αδίκου την κεφαλήν, εις εκπλήρωσιν
της δικαιοσύνης του Θεού, και εις δόξαν της Υπερενδόξου, Υπερτίμου και
Ομοουσίου Τριάδος, Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου