Αμφιλόχιος ο ιερός ανήρ και τω Θεώ καθηγιασμένος εγεννήθη από γονείς ευγενείς και επιφανείς εις την χώραν των Καππαδοκών και εμάνθανε τα γράμματα ομού με τον Μέγαν Βασίλειον και τον θείον Γρηγόριον, οίτινες ήσαν συμπατριώται του και έλαμψαν εις την φιλοσοφίαν και την αρετήν, ως και ο ίδιος ο Αμφιλόχιος γράφει σαφέστατα εις τας επιστολάς, όπου έστειλεν δια εκκλησιαστικά τινά ζητήματα προς τον Μέγαν Βασίλειον, όστις του απέστειλε τας λύσεις επί των ερωτήσεων, ας οι ευσεβείς φυλάττουν ως Κανόνα έως την σήμερον.
Αφού λοιπόν ο Άγιος ούτος ηύξησε κατά την ηλικίαν, ως γνωστικός και θεοφοβούμενος εμίσησεν όλα τα εγκόσμια, προτιμήσας τον Χριστόν. Απηρνήθη ως ο μέγας Αβραάμ την πατρίδα· εγκατέλιπε συγγενείς, φίλους, πλούτον και όλα της σαρκός τα θελήματα και επήγεν εις την χώραν των Λυκαόνων, εις την οποίαν εύρε σπήλαιον ησυχαστικόν εις έρημον τόπον, κατά τον πόθον του , και έμεινεν εκεί κτίζων Εκκλησίαν επ’ ονόματι της Αειπαρθένου Θεοτόκου, και επολιτεύετο σχεδόν ως επουράνιος Άγγελος, με νηστείας, χαμευνίας, αγρυπνίας, με προσευχήν ακατάπαυστον και δάκρυα και με πάσαν άλλην σκληραγωγίαν και άσκησιν. Δεν επρόσεχεν εις τα επίγεια πράγματα, αλλ’ όλος μετάρσιος προς Θεόν και υψούμενος, βλέποντες δε αυτόν διαλάμποντα εις τοσαύτα ένθεα κατορθώματα, συνήγοντο πολλοί από τα περίχωρα και εγίνοντο μαθηταί αυτού τον κόσμον αποτασσόμενοι. Καθ’ ον δε χρόνον ευρίσκετο αγωνιζόμενος εις την άσκησιν, ετελεύτησεν ο Αρχιερεύς Ικονίου Ιωάννης ονόματι. Ο δε προνοητής των απάντων Θεός έστειλεν Άγγελον και λέγει προς τον Άγιον· «Αμφιλόχιε, ύπαγε εις την των Ικονέων Μητρόπολιν να γίνης βοσκός των λογικών μου προβάτων». Ο δε Άγιος ήκουσε μεν την θείαν φωνήν, αλλ’ ως ταπεινός δεν είχε προθυμίαν να υπάγη, νομίζων ότι δεν ήτο δια τοιαύτην υπηρεσίαν άξιος. Και την δευτέραν νύκτα ακούει την ομοίαν φωνήν του Αγγέλου. Και πάλιν είχεν αμφιβολίαν μήπως και ήτο απάτη του δαίμονος. Όθεν ήλθε και την τρίτην νύκτα και του λέγει· «Μη εναντιώνεσαι εις το θείον πρόσταγμα, Αμφιλόχιε, διότι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος σε εψήφισεν Επίσκοπον». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Εάν είσαι Άγγελος του Θεού, μένε να ποιήσωμεν προσευχήν αμφότεροι». Ο δε εδέχθη. Εγερθείς λοιπόν ο Όσιος από την κλίνην, κλίνει την κεφαλήν εις προσευχήν ταύτα λέγων· «Άγιος, Άγιος, Άγιος, Κύριος Σαβαώθ» και τα επίλοιπα. Ο δε Άγγελος, κρατήσας από την χείρα τον Άγιον, επήγαν εις την Εκκλησίαν και ήνοιξαν αι θύραι μόναι των. Τότε έλαμψεν όλος ο Ναός από φως ουράνιον και πολλοί λευκοφόροι συνηθροίσθησαν, οι οποίοι επήραν εις το άγιον Βήμα τον Αμφιλόχιον και δίδοντες εις αυτόν Ευαγγέλιον, όπερ έφερον, είπον προς αυτόν· «Ας είναι ο Θεός μετά σου». Εις δε εξ αυτών, όστις εφαίνετο ανώτερος, είπε προς τους άλλους· «Ας ποιήσωμεν προσευχήν, δια να έλθη εις αυτόν η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος». Ευξάμενοι λοιπόν, και ειπόντες εις αυτόν· «Ειρήνοι σοι», ανεχώρησαν. Ήτο δε τότε μεσονύκτιον και έμεινεν ο Άγιος θαυμάζων τοιαύτα παράδοξα και κλίνας τα γόνατα δεν ηδύνατο να ομιλήση λόγον ουδόλως. Μόνον με τον νουν προσηύχετο, διαλογιζόμενος τίνα έκβασιν έμελλε να έχη η όρασις. Όταν δε ήλθεν η ώρα του όρθρου, επήγεν ο εκκλησιάρχης εις την κέλλαν του Οσίου να λάβη συγχώρησιν, να κτυπήση το σήμαντρον και δεν τον εύρεν. Είπε τότε εις τον Αρχιμανδρίτην , και εκείνος του είπε να σημάνη. Συναχθέντες δε οι αδελφοί έψαλλον. Ο δε Άγιος έκειτο άφωνος και μετά μίαν ώραν συνήλθεν από την έκστασιν και φωτισθείς την καρδίαν από την θείαν λάμψιν, ηγέρθη λελαμπρυσμένος εις το πρόσωπον με φως άρρητον και θαυμάσιον. Ουδείς δε από τους αδελφούς ετόλμα να τον ερωτήση τι έπαθε, μόνον έπεσον εις τους πόδας του ζητούντες ευλογίαν, κατά το σύνηθες. Ενώ δε ο Άγιος επήγαινεν εις το καλλίον του, τον υπήντησαν επτά Επίσκοποι, οίτινες είδον θείαν οπτασίαν, δια της οποίας προσετάγησαν να υπάγουν να τον χειροτονήσουν Ικονίου Επίσκοπον. Πλησιάσαντες λοιπόν εχαιρέτησαν αυτόν και τον ηρώτησαν λέγοντες· «Συ είσαι ο αφιερωμένος εις τον Θεόν Αμφιλόχιος;» Ο δε με ταπεινήν λαλιάν απεκρίνατο· «Εγώ είμαι ο αμαρτωλός και ανάξιος». Και λαμβάνοντες αυτόν, επήγαν εις την Εκκλησίαν να τελειώσουν εκείνο το οποίον τους προσέταξε το Πνεύμα το Άγιον. Όταν ενεδύθησαν τας αρχιερατικάς στολάς, ηννόησεν ο Άγιος τι ήθελον να πράξωσιν· όθεν ωμολόγησεν εις αυτούς φιλαλήθως την νυκτερινήν οπτασίαν, ότι Άγγελοι τον εχειροτόνησαν. Οι ταύτα ακούσαντες εξέστησαν δια το παράδοξον του πράγματος και εγνώρισαν ότι θέλημα Θεού ήτο βέβαια να γίνη η χειροτονία του. Τότε συναθροίσαντες όλους τους Επισκόπους και Κληρικούς της επαρχίας ανήγγειλαν την υπόθεσιν άπασιν. Όθεν όλοι με μίαν γνώμην και ψήφον κοινήν ανεβίβασαν αυτόν εις τον θρόνον ως άξιον το τογ΄ (373) έτος, κατά τους χρόνους των βασιλέων Ουαλεντινιανού και Ουάλεντος. Έφθασε δε μέχρι των χρόνων Θεοδοσίου του Μεγάλου και των υιών αυτού εν έτει 395. Παραλαβών λοιπόν την Εκκλησίαν, εποίμανε ταύτην θεάρεστα ποτίζων με ζωήρρυτα λόγια και με άρτον θεοσεβείας εκτρέφων τα λογικά πρόβατα. Κατ’ εκείνους τους χρόνους προσέταξεν ο Μέγας Θεοδόσιος να συναθροισθή εις την βασιλεύουσαν Σύνοδος, διότι η Εκκλησία εταράσσετο από την αίρεσιν του Μακεδονίου και του Ευνομίου· διότι οι μεν Ορθόδοξοι ωμολόγουν τον Υιόν ομοούσιον και ομόδοξον του Πατρός, οι δε αιρετικοί τον εφρόνουν μικρότερον και κτίσμα και υπό χρόνον. Αλλά συγκροτηθείσης τότε εν Κωνσταντινουπόλει της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου των 150 Αγίων Πατέρων εν έτει τπα΄ (381) με την θείαν Χάριν του Παναγίου Πνεύματος, ενίκησαν οι Ορθόδοξοι δια μέσου Αμφιλοχίου του θαυμασίου, και ακούσατε να ευφρανθήτε τω πνεύματι. Αφού ο ευσεβέστατος βασιλεύς Θεοδόσιος έστειλε δόγμα να έλθουν οι εμπειρότεροι Αρχιερείς, ητοιμάσθη να πολεμήση ανδρείως τους εχθρούς της αληθείας ο ιερός Αμφιλόχιος. Και επειδή ήλθε βασιλική άμαξα να τον παραλάβη, επήρεν εις την συνοδείαν του τον Αρχιδιάκονον αυτού Θεόδουλον και του έδωκεν, όταν εξήρχοντο από την χώραν των Ικονιέων, εις λινόν μανδήλιον ανημμένους άνθρακας λέγων· «Φύλαττε τούτο έως την Κωνσταντινούπολιν». Καθ’ οδόν τον εφιλοξένησε γυνή τις φιλάρετος. Ήσαν δε τότε όλαι αι Εκκλησίαι κεκλεισμέναι και σφραγισμέναι. Τούτο ακούσας ο Άγιος, επήγε να τας προσκυνήση. Και ενώ έφθανεν εις εκάστην, ήνοιγον αι θύραι μόναι των, και εισερχόμενος προσηύχετο εις τον Θεόν, να στερεώση την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και να του δώση δύναμιν λόγου να υπερασπίση την αλήθειαν. Και ενώ ηύχετο, ήλθε προς αυτόν θείος Άγγελος και τον ενεδυνάμωσε προς τον πνευματικόν αυτόν πόλεμον. Αφού δε ο Άγιος προσεκύνησεν εις τους θείους Ναούς, επανήλθεν εις τον οίκον της άνωθεν γυναικός, ήτις τον εφιλοξένει. Ο δε δυσσεβής Ευνόμιος και οι ομόφρονές του, ως έμαθον που μένει ο Άγιος και ότι αι θύραι των Εκκλησιών ηνοίχθησαν εις αυτόν αυτομάτως, εφθόνησαν οι κατάρατοι και πηγαίνοντες εις την οικίαν, εις την οποίαν ήτο, είπεν εις αυτόν ο Ευνόμιος· «Συ είσαι ο περιώνυμος Αμφιλόχιος;» Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ είμαι ο αμαρτωλός». Λέγει ο Ευνόμιος· «Διατί διαστρέφεις την Εκκλησίαν του Θεού;» Και ο Άγιος· «Εγώ δεν την διαστρέφω, αλλά συ και ο οίκος του πατρός σου σατανά». Λέγει πάλιν ο Ευνόμιος· «Εάν αυτά τα ευαγγελικά λόγια λέγουσιν, ότι ο Υιός είναι υστερώτερος από τον Πατέρα και μικρότερος, διατί σεις τον λέγετε σύγχρονον και ομοούσιον; Ο Θεολόγος Ιωάννης λέγει· «Εν αρχή ην ο Λόγος». Λοιπόν εάν ήτο εις την αρχήν, φανερόν είναι ότι είναι ύστερον από τον άναρχον Πατέρα, διότι πάσα αρχή γίνεται εν χρόνω, επειδή δε ο Πατήρ είναι υπέρχρονος, φανερόν είναι ότι ήτο καιρός όπου δεν ήτο ο Υιός». Ο δε Άγιος του λέγει· «Κακώς εννοείςτι σημαίνει το της αρχής όνομα· δια τούτο τον λόγον σου κακώς συνεπέρανας. Διότι, εάν ήτο Θεός ο Λόγος και προς τον Θεόν ήτο ο Λόγος και δι’ αυτού τα πάντα εγένοντο, εν από τα γενόμενα είναι και ο χρόνος. Λοιπόν, επειδή δια του Υιού, καθώς λέγει ο Απόστολος, τους αιώνας εποίησεν, άρα και ο Υιός υπέρχρονος είναι. Διότι πως είναι δυνατόν να είναι έν πράγμα, όπερ έγινε, πρωτύτερον απ’ εκείνον όστις το έκαμε; Λοιπόν άχρονος είναι και ο Υιός κατά την του Θεολόγου φωνήν αληθέστατα και του Πατρός ομοούσιος. Αλλ’ υμείς εξηγείτε τας ρήσεις της Γραφής κακά και διεστραμμένα· δι’ αυτό σμικρύνεις τον ομοούσιον, άσοφε· και καν αυτόν τον λόγον του Λόγου δεν ενθυμείσαι, όστις λέγει: «Εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί»· και εις πολλούς άλλους τόπους θέλεις ίδει, ότι ο Υιός είναι ομοούσιος του Πατρός. Αλλά σεις διαστέφετε τας ρήσεις ως θέλετε και περιπίπτετε εις πολλάς βλασφημίας, ταλαίπωροι». Αυτά και άλλα πολλά (τα οποία αφήκα δια συντομίαν και διότι είναι κίνδυνος να παραστήση τις τα περί Θεού δύσληπτα εις απλήν φράσιν) λέγων ο πάνσοφος Αμφιλόχιος, έμεινεν ο Ευνόμιος άλαλος, μη έχων τι να απαντήση κατά της αληθείας ο ανόητος. Μόνον είπεν ότι «αύριον έμπροσθεν του βασιλέως θέλω σοι αποδείξει, ότι αυτά όπου είπες είναι φλυαρήματα». Ο δε Άγιος του λέγει· «Αύριον δεν θα φθάσης να έλθης εις την διάλεξιν»· και ούτως εγένετο. Διότι φθάνων εις τον οίκον του ο Ευνόμιος, του ήλθε κακοήθης πυρετός και έκειτο αναίσθητος. Ο δε Άγιος του Θεού εδέετο όλην την νύκτα να του δώση σοφίαν και φώτισιν, να βεβαιώση το ορθόδοξον της πίστεως. Πρωϊας δε γενομένης εκάλεσε τον Αρχιδιάκονον λέγων· «Σήμερον, τέκνον, ευρισκόμεθα εις κίνδυνον ή να ζήσωμεν ή ν’ αποθάνωμεν. Πλην ει τι σοι λέγω ποίησον και ο Θεός μάς δίδει βοήθειαν». Συνήθεια ήτο πάλαι, όταν εισήρχετο προς τον βασιλέα Επίσκοπος τις, να φωνάζη ο Διάκονος το «Ορθοί πάντες». «Τούτο λοιπόν ποίησον και συ όταν εισέλθωμεν εις το παλάτιον». Ο δε Θεόδουλος του λέγει· «Φοβούμαι, Δέσποτα, μη με φονεύση ο βασιλεύς». Λέγει ο Άγιος· «Ο Κύριος είπε, να μη φοβούμεθα εκείνους οίτινες μόνον το σώμα φονεύουσιν, αλλά την ψυχήν δεν δύνανται να βλάψωσι· μόνον εις εκείνον να υπακούωμεν, όστις δύναται να κολάση σώμα και ψυχήν εις την γέενναν». Λέγει ο Θεόδουλος· «Ας γίνη του Κυρίου το θέλημα». Όταν λοιπόν έφθασεν ο Άγιος εις το παλάτιον, ενεδύθη την αρχιερατικήν στολήν, λέγων προς τον Διάκονον· «Δος μοι την παρακαταθήκην, την οποίαν σου έδωκα, όταν εβγαίναμεν από την Μητρόπολιν». Τότε ο Θεόδουλος, ανελίξας το μανδήλιον, εύρεν ακόμη αναμμένα τα κάρβουνα (ω του θαύματος!) ούτε δε ποσώς έβλαψε το πυρ το μανδήλιον. Βάλλων δε ο Άγιος ευώδες θυμίαμα εις τους άνθρακας, επήγε προς τον βασιλέα. Εκεί ειπόντος του Διακόνου το «Ορθοί πάντες», οι μεν παρόντες εταράχθησαν και από τους θρόνους ηγέρθησαν, ο δε βασιλεύς εθυμώθη, μεμφόμενος ταύτην την πράξιν ως άκαιρον. Οι δε αρχηγοί της αιρέσεως, ευρίσκοντες αιτίαν αρμόδιον, είπον ταύτα εις τον αυτοκράτορα· «Δεν το είπομεν της μεγαλειότητός σου, ότι είναι φλύαρος και ανόητος;» Πλησιάσας δε ο Άγιος είπε· «Χαίροις, Μεγαλειότατε». Ο δε υιός αυτού Αρκάδιος εκάθητο εις το δεξιόν του μέρος και δεν προσεκύνησε και αυτόν, ούτε τον εχαιρέτησεν ως έπρεπεν, αλλά του είπε καταφρονητικώς· «Χαίροις και συ παιδίον». Τούτον τον λόγον ακούσας ο βασιλεύς ωργίσθη και λέγει προς τον Άγιον· «Πως εποίησες τοσαύτην ατιμίαν και καταφρόνησιν εις τον υιόν μου, ώσπερ να ήτο ευτελής και ποταπός άνθρωπος; Δεν είναι και αυτός βασιλεύς; Δεν φέρει αλουργίδα και στέφανον και τα άλλα της βασιλείας σημεία; Τώρα θα σε αποκεφαλίσω να λάβης την πρέπουσαν παίδευσιν». Ταύτα ακούων ο Άγιος απεκρίνατο ηρέμως λέγων· «Εάν συ, Μεγαλειότατε, όστις σήμερον είσαι και αύριον διαλύεσαι ως άνθρωπος, ηγανάκτησες, διότι δεν ετίμησα τον υιόν σου, νομίζων ιδικήν σου την εκείνου ύβριν και καταφρόνησιν, πόσω μάλλον οργίζεται ο αθάνατος Βασιλεύς, όταν οι ασεβείς τον Υιόν αυτού τον μονογενή και ομοούσιον καθυβρίζουν;» Ο δε βασιλεύς του λέγει ακόμη από τον θυμόν νικώμενος· «Διατί είσαι γέρων αναίσχυντος και έχεις ως οι κύνες αναίδειαν;» Και ο Άγιος· «Καλώς απεκρίθης, Μεγαλειότατε· διότι εις τους χρόνους είμαι γέρων, ανευλαβής εις τους ατάκτους και φαίνομαι ως κύων εις τους λύκους, οι οποίοι φθείρουν την Εκκλησίαν του Θεού και σπαράττουσι τα πρόβατα και δεν θέλω παύσει να τους γαυγίζω και να τους δαγκάνω, έως να τους αφανίσω με την θείαν βοήθειαν». Ταύτην την συνετήν και ευμήχανον απόκρισιν ακούσας ο βασιλεύς επράϋνε τον θυμόν του, διότι εγγίζουσα η θεία Χάρις εις την καρδίαν του, τον εφώτισε και ηννόησε του Αγίου τους λόγους· κατανυγείς δε τη καρδία ηγέρθη του θρόνου και ενηγκαλίσθη τον Άγιον καταφιλών αυτόν γλυκύτατα και λέγων· «Φρόνιμον πράξιν και συνετήν μηχανήν εσοφίσθης, από την θείαν ψήφον κεχειροτονημένε Αμφιλόχιε, διότι, εάν εγώ ο θνητός άνθρωπος, δια την ύβριν του υιού μου εσκανδαλίσθην, πως θα υπομείνη την ελάττωσιν του μονογενούς Υιού αυτού ο ουράνιος Βασιλεύς ο Θεός των Δυνάμεων;» Ταύτα λέγων ο μέγας Θεοδόσιος μετά δακρύων, ευθύς προσέταξεν να δείρουν δυνατά τους αιρετικούς όλους με τον αρχηγόν των Ευνόμιον και να τους πομπεύσουν επί των καμήλων εις το μέσον της πόλεως. Έπειτα να είναι καθηρημένοι από τους θρόνους και εξωρισμένοι άπαντες. Τον δε Αμφιλόχιον εκράτησεν ημέρας πολλάς εις το παλάτιον ακούων ευλαβώς την γλυκυτάτην διδασκαλίαν του· πολλάκις δε του εζήτησε συγχώρησιν ο Άγιος να αναχωρήση, αλλά δεν ήθελε να τον αφήση ο ευσεβέστατος βασιλεύς· ο δε παρεκάλει αυτόν λέγων ότι «Ο βοσκός πρέπει να ευρίσκεται πλησίον εις τα πρόβατα». Τέλος, ως είδεν ο βασιλεύς τον μεγάλον πόθον, τον οποίον είχε να υπάγη εις τον θρόνον του, του είπε να ζητήση χάριν οποίαν βούλεται· ο δε απεκρίνατο· «Η χάρις την οποίαν εζήτουν από την βασιλείαν σου, μοι εδόθη Θεού συνεργούντος μοι· όθεν άλλο επίγειον χάρισμα δεν ζητώ από το κράτος σου». Ο δε βασιλεύς πάλιν τον ηνάγκασε να ζητήση χωρίς άλλο δώρημα τι. Όθεν, δια να μη τον λυπήση, του είπε να κτίση δύο Εκκλησίας εις το Ικόνιον, μίαν μεν εις το όνομα της του Θεού Σοφίας και άλλην του Βαπτιστού Ιωάννου. Τας οποίας υπεσχέθη να ανακοδομήση ο βασιλεύς και ούτως εποίησε. Δους δε εις αυτόν Σταυρόν χρυσούν, έχοντα εντός αυτού τίμιον ξύλον και αποχαιρετήσαντες αλλήλους, επέστρεψε πάλιν νήστις όλην την οδοιπορίαν έως ου επήγεν εις το κελλίον του και απέθεσεν εις το σπήλαιον του βασιλέως το δώρημα· και τελέσας αγρυπνίαν ολονύκτιον, την πρωϊαν ελειτούργησε και ούτως εισήλθεν εις το Ικόνιον. Μετά ταύτα έστειλεν ο βασιλεύς και έκτισε τρεις Ναούς, δύο τους οποίους εζήτησεν ο Άγιος και τον άλλον δια τον Αρχιδιάκονον Θεόδουλον· αφού δε οι Ναοί ετελειώθησαν, εκάλεσεν ο Αμφιλόχιος τον Μέγαν Βασίλειον να τους εγκαινιάση· καίτοι δε ήτο ασθενής, όμως δια την αγάπην του φίλου του επήγε, και καθιερώσας αυτούς, γίνεται πνευματική ευφροσύνη και Αγίου Πνεύματος επισκίασις. Μετά ταύτα παρήλθον δύο έτη και εκοιμήθη ο Μέγας Βασίλειος, επήγε δε και ενεταφίασεν αυτόν ο ιερός Αμφιλόχιος, όστις έγραψε και εγκώμιον εις αυτόν. Επιστρέψας μετά ταύτα εις την επαρχίαν του εδίδασκε πάλιν το ποίμνιόν του, ούτω δε αγωνιζόμενος και διδάσκων απήλθεν προς Κύριον και ο σοφός Αμφιλόχιος περί το έτος 395, ίνα λάβη την αμοιβήν των πολλών κόπων του· όλη δε η πόλις ελυπήθη, συμφοράν μεγάλην νομίζουσα την τούτου υστέρησιν. Έθαψαν λοιπόν εντίμως το τίμιον λείψανον, πολλά δάκρυα καταχέαντες· ο δε δοξάζων τους αυτόν αντιδοξάζοντας, εδόξασε τον αυτού θεράποντα και ετέλεσε και μετά θάνατον θαύματα, εις δόξαν Αυτού του μόνου αληθινού Θεού ημών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου