Αικατερίνα η ένδοξος του Χριστού Μεγαλομάρτυς ήτο από την μεγαλόπολιν Αλεξάνδρειαν, ήθλησε δε κατά τον καιρόν των ασεβών βασιλέων Μαξιμιανού, Μαξεντίου και Μαξιμίνου των βασιλευσάντων κατά τα έτη τε΄ - τιγ΄ (305 – 313). Ο Βίος αυτής και το Μαρτύριον είναι τόσον θαυμαστός, γλυκύς και ηδύτατος, ώστε πάσα ψυχή, ήτις μετά προσοχής αναγινώσκει και ακροάται αυτόν, ευφραίνρται και δροσίζεται και πολύν τον καρπόν συγκομίζει. Η ελπίς της συγκομίσεως των καρπών γεμίζει θάρρος τον γεωργόν και τον κάμνει να μη συλλογίζεται ποσώς κόπον και ιδρώτα, ούτε πάσαν άλλην χειμέριον κακοπάθειαν, αλλά να υπομένη καρτερικώς τας θλίψεις των ανέμων και των υδάτων και αυτής της χιόνος την δριμύτητα, αναμένων μετά πόθου πολλού το θέρος να απολαύση τους καρπούς του.
Με την ελπίδα του προσκαίρου κέρδους οι έμποροι, δια να πολλαπλασιάσουν τα χρήματα, δεν συλλογίζονται κακοπάθειαν ουδέ βάσανον, αλλ’ υπομένουν διαφόρους κινδύνους θαλάσσης και στερεάς, και χάνουσι πολλοί την ζωήν των ματαίως και ανωφελώς. Ομοίως και ο ισχυρός στρατιώτης, με την ελπίδα της ματαίας δόξης και τιμής, την οποίαν προσδοκά να απολαύση, δεν συλλογίζεται ποσώς τον κίνδυνον της ζωής, ούτε άλλην τινά βάσανον, αλλ’ έχει θάρρος να νικήση τους εχθρούς και αντιδίκους του βασιλέως του, δια να τον τιμήση ύστερον και να τον δοξάση κατά τους άθλους και τας ανδραγαθίας αυτού. Εάν λοιπόν ούτοι υπομένουσι τόσας θλίψεις και κόπους και λυπηρά, δια να αποκτήσουν φθαρτά και ρέοντα πράγματα, άτινα σήμερον είναι και αύριον αφανίζονται, πολλάκις δε αποτυγχάνουσιν οι ταλαίπωροι και δεν απολαμβάνουσι το ποθούμενον, καθώς είδομεν εις διαφόρους καιρούς και τόπους· και ο μεν γεωργός μοχθεί λίαν και σκορπίζει το γέννημα εις την γην, θαρρών να το δεκαπλασιάση, πολλάκις δε δεν απολαμβάνει ουδέ τον σπόρον του· και πάλιν ο έμπορος δαπανά τα χρήματά του και επιβαίνει εις το πλοίον να ταξιδεύση, δια να δυνηθή να διπλασιάση τα χρήματα και πολλάκις ο κακότυχος πίπτει εις ληστάς και λυστεύεται ή κάμνει αβαρίαν και ρίπτει το πράγμα του εις την θάλασσαν, πολλάκις δε χάνει και την ζωήν του παντελώς· ο δε στρατιώτης υπάγει να πολεμήση τους εχθρούς και αυτός ο άθλιος θανατώνεται· εάν, λέγω, αυτοί παραδίδουσι το σώμα και την ψυχήν εις τόσους κινδύνους δια ρέοντα και μάταια πράγματα, πόσον μάλλον πρέπει να κοπιάσωμεν ημείς οι Χριστιανοί, οίτινες ηξεύρομεν αναμφιβόλως και είμεθα βέβαιοι, ότι έχομεν να κληρονομήσωμεν τόσα αγαθά εις την Βασιλείαν των ουρανών πανευφρόσυνα και αιώνια. Ταύτα γνωρίζοντες τον παλαιόν καιρόν οι άνθρωποι, ως καλοπροαίρετοι και ευγνώμονες εβιάζοντο κατά το δυνατόν να αξιωθώσι ταύτης της μακαριότητος· και άλλοι μεν εδίδοντο εις άκραν άσκησιν και σκληραγωγίαν του σώματος, φεύγοντες τους ανθρώπους και κατοικούντες εις όρη και σπήλαια, μόνοι προς μόνον τον Θεόν προσευχόμενοι. Έτεροι δε πάλιν, θερμότεροι εις την ευσέβειαν και ζηλωταί της αληθούς ημών πίστεως, κατεφρόνουν όχι μόνον τον πλούτον και τα υπάρχοντά των, αλλά και αυτήν την ζωήν των παραδίδοντες εις θάνατον, δια την πολλήν των αγάπην και τον άμετρον έρωτα, τον οποίον είχον προς τον ποθούμενον Χριστόν· όσον δε έβλεπον τους αιμοβόρους τυράννους εφευρίσκοντας κατ’ αυτών διάφορα κολαστήρια, τόσον αυτοί παρρησιάζοντο εθελουσίως προς θάνατον. Το δε θαυμασιώτερον ήτο ότι όχι μόνον άνδρες, τους οποίους βοηθεί και δυναμώνει η φύσις, αλλά και κοράσια τρυφερά δεκαπέντε χρόνων και δώδεκα, από τον άπειρον πόθον τον οποίον είχον και το εγκάρδιον φίλτρον προς τον Νυμφίον τον επουράνιον, ελησμόνουν του θήλεως την χαυνότητα. Δεν επτοούντο βασιλέων και τυράννων θρασύτητα, δεν εσυλλογίζοντο κολαστηρίων δριμύτητα, ούτε ελυπούντο σωματικήν ωραιότητα, αλλ’ απηρνούντο πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον και σαρκικήν ηδυπάθειαν και έτρεχον εκουσίως εις θάνατον, ηξεύρουσαι ότι δια μέσου τούτου του θανάτου ηξιούντο της αιωνίου ζωής και μακαριότητος και μάλιστα αύτη η σήμερον παρ’ ημών χαρμονικώς εορταζομένη και προκειμένη εις έπαινον, η όντως ωραία και πάγκαλος νύμφη του επουρανίου Βασιλέως Χριστού, η πάσας τας λοιπάς υπερβαίνουσα εις σοφίαν και ωραιότητα και εις άλλα πολλά αξιώματα, η βασιλίς Αικατερίνα, η περίφημος όντως και πάνσοφος. Αύτη η αοίδιμος ήτο θυγάτηρ του πρώην βασιλίσκου της Αλεξανδρείας Κώνστα (ή Κέστου) υψηλού αναστήματος, πολλά ωραία και εις το κάλλος αμίμητος, εκπαιδευθείσα εις πάσαν Ελληνικήν παιδείαν, και μαθούσα όλους τους ποιητάς, Όμηρον, Βιργίλιον, Αριστοτέλην και Πλάτωνα· όχι δε μόνον τους φιλοσόφους, αλλά και τας βίβλους των ιατρών Ασκληπιού, Ιπποκράτους και Γαληνού και απλώς ειπείν όλην την Ρητορικήν και Λογικήν και πάσαν λέξιν και γλώσσαν έμαθεν, ώστε όλοι εθαύμαζον την σοφίαν της, όχι μόνον οι ορώντες αλλά και οι εξ ακοής εξεπλήττοντο. Πολλοί πλουσιώτατοι άρχοντες της συγκλήτου εζήτησαν αυτήν εις γάμον από την μητέρα της, η οποία ήτο κεκρυμμένη Χριστιανή δια τον μέγαν διωγμόν, τον οποίον εκίνησε τον καιρόν εκείνον κατά των πιστών ο Μαξιμιανός. Οι δε συγγενείς και η μήτηρ αυτής την συνεβούλευον να υπανδρευθή δια να μη υπάγη η βασιλεία του πατρός της εις αλλότριον άνθρωπον και την αποξενωθώσιν ολοτελώς. Η δε Αικατερίνα ηγάπα την παρθενίαν κατά πολλά ως φιλόσοφος, και προφασιζομένη διαφόρους αιτίας έλεγεν, ότι δεν επεθύμει ουδόλως να υπανδρευθή. Όταν όμως είδεν ότι της έδιδον περί τούτου πολλήν ενόχλησιν, είπεν εις αυτούς, δια να μη την πειράζωσιν· «Εύρετε ένα νέον να είναι όμοιός μου εις τα τέσσαρα χαρίσματα, κατά τα οποία ομολογείτε ότι υπερβαίνω τας λοιπάς νεάνιδας, και τότε να τον λάβω σύζυγον, διότι δεν καταδέχομαι να λάβω αναξιώτερόν μου και ευτελέστερον. Ερευνήσατε λοιπόν πανταχού εάν υπάρχη τις όμοιός μου εις την ευγένειαν, εις τον πλούτον, εις την σοφίαν και την ωραιότητα· ει δε και του λείπει από ταύτα κανέν χάρισμα, δεν είναι άξιος δι’ εμέ». Γνωρίζοντες αυτοί ότι ήτο αδύνατον να ευρεθή τοιούτος άνθρωπος, απεκρίθησαν ότι ο υιός του βασιλέως της Ρώμης και άλλοι τινές ήσαν ευγενείς και πλουσιώτεροι από ταύτην, μόνον εις την σοφίαν και ωραιότητα δεν ωμοίαζον. Η δε έλεγεν, ότι δεν κατεδέχετο να λάβη άνδρα κανένα αγράμματον. Η δε μήτηρ αυτής είχε πνευματικόν ένα αγιώτατον άνθρωπον, όστις ήτο κεκρυμμένος έξω της πόλεως. Έλαβε λοιπόν την Αικατερίναν και επήγαν εις αυτόν να συμβουλευθώσιν. Ο δε Ασκητής, βλέπων την ευταξίαν της κόρης και ακούων αυτής τα γνωστικά και μέτρια λόγια, έβαλε κατά νουν να την ελκύση προς επίγνωσιν του ουρανίου Βασιλέως Χριστού και της λέγει· «Γνωρίζω ένα θαυμάσιον άνθρωπον, όστις σε υπερβαίνει ασυγκρίτως εις όλα τα χαρίσματα, τα οποία είπες και έτερα αναρίθμητα. Η ωραιότης αυτού υπερνικά εις την λάμψιν τον ήλιον· η σοφία του κυβερνά όλα τα αισθητά και νοούμενα κτίσματα· ο πλούτος των θησαυρών αυτού διαμερίζεται εις όλον τον κόσμον και ποτέ δεν ολιγοστεύει, αλλά μάλλον αυξάνει διαδιδόμενος· η ευγένειά του είναι άρρητος, ανεκλάλητος, ασύλληπτος και ακατανόητος». Αυτά και έτερα πλείονα είπεν ο Ασκητής, η δε κόρη ενόμισεν ότι δι’ επίγειον τινα άρχοντα έλεγεν· όθεν ηλλοιώθη την όψιν και την καρδίαν και ηρώτα καταλεπτώς εάν ήσαν αληθινά όλα τα εγκώμια και οι έπαινοι, τους οποίους είπε δια τον ρηθέντα άνθρωπον. Ο δε εβεβαίωνε τα λαληθέντα διηγούμενος και τας λοιπάς αυτού Χάριτας. Λέγει προς αυτόν η κόρη· «Τίνος είναι υιός ο τοσούτον παρά σου ευφημούμενος;» Ο δε απεκρίνατο· «Ούτος δεν έχει πατέρα επί της γης, αλλά εγεννήθη αφράστως και υπέρ φύσιν από μίαν ευγενεστάτην Υπεραγίαν Κεχαριτωμένην Παρθένον, ήτις ηξιώθη δια την υπερβάλλουσαν αυτής αγιότητα και έμεινεν αθάνατος ψυχή τε και σώματι, αναληφθείσα υπεράνω των ουρανών και προσκυνείται υπό πάντων των Αγίων Αγγέλων, ως Βασίλισσα πάσης της κτίσεως». Λέγει πάλιν η Αικατερίνα· «Είναι δυνατόν, να ίδω τον νέον αυτόν περί του οποίου διηγείσαι τόσα θαυμάσια;» Απεκρίθη ο Γέρων· «Εάν κάμης καθώς θα σου είπω, θέλεις αξιωθή να ίδης το υπέρλαμπρον αυτού και πάμφωτον πρόσωπον». Η δε είπε προς αυτόν· «Σε βλέπω άνθρωπον γνωστικόν και σεβάσμιον γέροντα, πιστεύω δε ότι δεν ψεύδεσαι εις όσα μου είπες. Λοιπόν έτοιμος είμαι να τελέσω πάντα τα παρά σου προσταττόμενα». Τότε ο Ασκητής έδωσεν εις αυτήν Εικόνα τινά, εις την οποίαν ήσαν ιστορημένη η Παναγία Θεοτόκος, έχουσα το θείον Βρέφος εις τας αγκάλας, και της λέγει· «Αυτή είναι η αειπάρθενος Μήτηρ εκείνου περί του οποίου σου είπα τοιαύτα θαυμάσια. Λάβε λοιπόν αυτήν εις τον οίκον σου και αφού κλείσης την θύραν του κοιτώνος σου, κάμε προσευχήν ολονύκτιον με ευλάβειαν προς αυτήν, ήτις ονομάζεται Μαρία και παρακάλεσέ Την να καταδεχθή να σου δείξη τον Υιόν αυτής και ελπίζω, ότι, εάν δεηθής μετά πίστεως, θέλει σου επακούσει, να ίδης εκείνον τον οποίον ποθεί η ψυχή σου». Η κόρη λοιπόν, λαβούσα την ιεράν Εικόνα, απήλθεν εις το παλάτιον και την νύκτα εκλείσθη μόνη εις τον θάλαμόν της, καθώς ο Γέρων την ωδήγησε. Προσευχομένη δε από τον κόπον ύπνωσε και βλέπει εις το όραμά της την Βασίλισσαν των Αγγέλων, καθώς ήτο ιστορημένη με το Άγιον Βρέφος, το οποίον ηκτινοβόλει υπέρ τον ήλιον. Αλλ’ έστρεφε προς την Μητέρα του το πρόσωπον· όθεν η κόρη έβλεπε τα τούτου οπίσθια· και ποθούσα να το ίδη απ’ έμπροσθεν, απήλθεν από το έτερον μέρος· ο δε Χριστός έστρεφε πάλιν εκείθεν το πρόσωπον. Τούτου γενομένου τρισσώς, ακούει την Παναγίαν και έλεγε ταύτα· «Κύτταξε, τέκνον, την δούλην σου Αικατερίνα, πόσον είναι ωραία και πάγκαλος». Ο δε απεκρίνατο· «Μάλιστα είναι ζοφώδης και άσχημος τόσον ώστε δεν δύναμαι ποσώς να την ίδω». Λέγει η Θεοτόκος· «Δεν είναι πάνσοφος υπέρ πάντας τους ρήτορας, πλουσία και ευγενής υπέρ τας νεάνιδας πασών των πόλεων;» Ο δε Χριστός απεκρίνατο· «Μάλιστα σοι λέγω, Μήτερ μου, ότι είναι αμαθής, πένης και τοσούτον ευκαταφρόνητος, εν όσω ευρίσκεται εις τοιαύτην κατάστασιν, ώστε δεν καταδέχομαι να με ίδη εις το πρόσωπον». Η δε είπε προς αυτόν· «Δέομαί σου, γλυκύτατον Τέκνον μου, μη καταφρονήσης το πλάσμα σου, αλλά νουθέτησον και ωδήγησον αυτήν τι να πράξη, δια να απολαύση την δόξαν σου, και να ίδη το υπέρλαμπρον και παμπόθητον πρόσωπόν σου, το οποίον επιθυμούσι να βλέπουν οι Άγγελοι». Ο δε Χριστός απεκρίνατο· «Ας υπάγη εις τον Γέροντα, ο οποίος της έδωσε την Εικόνα, και ό,τι την συμβουλεύση, ας κάμη· και τότε θέλει με ίδει, να λάβη πολλήν αγαλλίασιν και ωφέλειαν». Ταύτα ιδούσα η κόρη εξύπνησε και θαυμάζουσα την οπτασίαν αυτήν, απήλθε το πρωϊ με ολίγας γυναίκας εις το κελλίον του Γέροντος και πίπτουσα μετά δακρύων εις τους πόδας αυτού, διηγήθη τα οραθέντα και παρεκάλει μετά δεήσεως να την νουθετήση τι να πράξη, δια να απολαύση τον ποθούμενον. Ο δε Όσιος της διηγήθη καταλεπτώς πάντα τα Μυστήρια της αληθούς ημών Πίστεως, αρχίζων από την κοσμοποιϊαν και πλάσιν του προπάτορος, έως την τελευταίαν έλευσιν του Δεσπότου Χριστού και περί της ανεκλαλήτου δόξης του Παραδείσου και της πανωδύνου και ατελευτήτου κολάσεως και την κατήχησεν ικανώς, ώστε έμαθεν εις ολίγον διάστημα πάσαν την ακρίβειαν της πίστεως, ως εγγράμματος και πάνσοφος· όθεν πιστεύσασα εξ όλης καρδίας, έλαβε παρ’ αυτού το άγιον Βάπτισμα. Έπειτα της παρήγγειλε να δεηθή πάλιν μετά πόθου πολλού της Υπεραγίας Θεοτόκου, να της εμφανισθή ως το πρότερον. Εκδυθείσα λοιπόν η Αγία τον παλαιόν άνθρωπον και ενδεδυμένη στολήν θεοϋφαντον, απήλθεν εις τα ανάκτορα και την νύκτα όλην εδέετο νήστις και μετά δακρύων προσηύχετο, έως ου πάλιν ύπνωσε και τότε βλέπει την ουράνιον Άνασσαν με το θείον Βρέφος, το οποίον εκύτταζε την Αικατερίναν με πολλήν ιλαρότητα. Και η μεν Θεομήτωρ ηρώτησε τον Δεσπότην, εάν του ήρεσκεν η Παρθένος. Ο δε απεκρίνατο· «Τώρα έγινε λελαμπρυσμένη και ένδοξος η πρώην ζοφώδης και άσχημος· η πένης και άγνωστος εγένετο πλουσία και πάνσοφος, η καταφρονημένη και άσημος έγινεν ευγενής και περίφημος και τοσούτων αγαθών και χαρίτων είναι εμπεπλησμένη και τόσον την ευνοώ, ώστε στέργω να την μνηστευθώ δια νύμφην μου άφθορον». Τότε η Αικατερίνα έπεσε κατά γης με δάκρυα λέγουσα· «Δεν είμαι αξία, Υπερένδοξε Δέσποτα, να βλέπω την Βασιλείαν σου, αλλά αξίωσόν με να συναριθμηθώ με τους δούλους σου». Η δε Θεοτόκος έλαβε την δεξιάν χείρα της κόρης και λέγει προς αυτόν· «Δος της δια αρραβώνα, Τέκνον μου, δακτυλίδιον να την νυμφευθής, δια να την αξιώσης της Βασιλείας σου». Τότε ο Δεσπότης Χριστός της έδωκεν εν δακτυλίδιον ωραιότατον, λέγων ταύτα· «Ιδού σήμερον σε λαμβάνω δια νύμφην μου άφθορον και αιώνιον και φύλαξον ακριβώς την συμφωνίαν ταύτην, να μη λάβης ποσώς άλλον νυμφίον επίγειον». Ταύτα είπε και έλαβε τέλος η όρασις, εγερθείσα δε η κόρη βλέπει κατά αλήθειαν εις την δεξιάν της το δακτυλίδιον και τότε ηχμαλωτίσθη η καρδία της εις τον θείον έρωτα του Δεσπότου Χριστού. Ο δε παράνομος βασιλεύς, έχων ζήλον πολύν και ανείκαστον εις τους αναισθήτους θεούς, ο αναισθητότερος τούτων και αλογώτερος, έστειλεν εις τας πόλεις και χώρας της βασιλείας του πρόσταγμα, γράφων μεταξύ άλλων και ταύτα· «Εγώ ο βασιλεύς χαιρετώ όλους εκείνους, οίτινες είναι υπό την εξουσίαν μου και προστάσσω να συναχθήτε όλοι το γρηγορώτερον εις τα βασίλεια να τιμήσωμεν αξίως τους μεγάλους θεούς, δεικνύοντες προς αυτούς ευγνωμοσύνην την πρέπουσαν και προσφέροντες τούτοις θυσίας έκαστος όσον δύναται, επειδή και μας έκαμαν πολλάς ευεργεσίας και χάριτας. Όστις δε καταφρονήση τούτο μου το πρόσταγμα και τολμήση να προσκυνήση άλλον Θεόν, θέλει λάβει από ημάς πολλάς ζημίας και διάφορα κολαστήρια». Αφού έφθασαν εις πάσας τας πόλεις τα τοιαύτα προστάγματα, συνηθροίσθη πλήθος λαού αναρίθμητον φέροντες έκαστος κατά το δυνατόν, έτερος βόας και άλλος πρόβατα, οι δε πτωχοί πετεινά και έτερα όμοια. Όταν δε ήλθεν η ημέρα της βδελυράς αυτής πανηγύρεως, εθυσίασεν ο ασεβής βασιλεύς ταύρους εκατόν και τριάκοντα, οι δε λοιποί ηγεμόνες και άρχοντες ολιγωτέρους και απλώς έκαστος προσέφερεν εις θυσίαν αναλόγως της δυνάμεώς του, δια να δείξουν ευγνωμοσύνην προς αυτόν και σεβασμόν προς τους ανοσίους θεούς των. Επλήσθη λοιπόν όλη η πόλις από τας φωνάς των σφαγέντων ζώων και από την κνίσσαν των θυσιών, ώστε ήτο πανταχού μεγάλη στενοχωρία και σύγχυσις. Βλέπουσα η ευλαβής και περικαλλεστάτη Αικατερίνα το χαλεπώτατον ναυάγιον, εις το οποίον είχον περιπέσει οι άνθρωποι και έτρεχον βιαίως εις την ασέβειαν, δια να φύγουν δε θάνατον πρόσκαιρον επρόδιδαν την ψυχήν των εις τον αιώνιον, επλήγη δεινώς την καρδίαν, συμπονούσα την απώλειαν αυτών και συμπάσχουσα. Όθεν εκινήθη από ζήλον ένθεον και λαβούσα εις την συνοδείαν αυτής ολίγους δούλους, επήγεν εις τον ναόν, εις τον οποίον ετέλουν την θυσίαν οι άφρονες· και ως εσταμάτησεν εις την θύραν, είλκυσε τα βλέμματα όλων προς το αμήχανον κάλλος αυτής, το οποίον εμαρτύρει και την ένδοθεν ωραιότητα. Διεμήνυσε τότε εις τον βασιλέα, ότι έχεινα του είπη λόγον αναγκαίας τινός υποθέσεως, εκείνος δε προσέταξε να εισέλθη. Τότε η πάγκαλος Αικατερίνα ήλθεν έμπροσθεν του βασιλέως και πρώτον μεν υπεκλίθη, έπειτα είπε προς αυτόν ευθαρσώς και ατρομήτως· «Έπρεπεν εις σε, ω βασιλεύ, και πρότερον να γνωρίσης την πλάνην, την οποίαν έχετε, λατρεύοντες ως θεούς είδωλα φθαρτά και αναίσθητα, ότι εντροπή σας μεγάλη είναι να είσθε τόσον φανερά τυφλοί εις την αλήθειαν, προσκυνούντες, ως ανόητοι, τοιαύτα βδελύγματα· τουλάχιστον τον σοφόν σου Διόδωρον δεν πιστεύεις, όστις λέγει, ότι ήσαν άνθρωποι οι θεοί σας και ετελείωσαν τον βίον ελεεινώς, αλλά δια τινας πράξεις, τας οποίας ετέλεσαν, ήτοι ανδρείας ή λόγω ετέρου τινός κατορθώματος, τους ωνόμασαν αθανάτους, ως ανόητοι και με στήλας και είδωλα και όμοια τουτους ετίμησαν; Οι δε μεταγενέστεροι, μη ηξεύροντες την γνώμην των προγόνων αυτών, ότι μόνον προς ενθύμησιν τους έστησαν ανδριάντας, αλλά νομίζοντες ότι είναι πράγμα ευσεβές και δίκαιον, τους προσεκύνουν ως θεούς. Ακόμη δε και ο Χαιρωνεύς Πλούταρχος μέμφεται και καταφρονεί όσους επλανήθησαν και σέβονται τοιαύτα αγάλματα. Τούτων των διδασκάλων έπρεπε να πιστεύσης, ω βασιλεύ, και να μη είσαι αιτία της απωλείας τοσούτων ψυχών, δια τας οποίας θέλεις κληρονομήσει ατελεύτητον κόλασιν. Ένας είναι ο αληθής Θεός, Αϊδιος, Προάναρχος και Αθάνατος, όστις ύστερον έγινε δια την σωτηρίαν μας άνθρωπος. Δια τούτου οι βασιλείς βασιλεύουσιν, αι επαρχίαι κυβερνώνται, τα στοιχεία και όλος ο κόσμος συνίστανται και πάντα τα κτίσματα εκτίσθησαν με ένα του λόγον και διαμένουσιν. Ούτος ο παντοδύναμος και πανάγαθος Θεός δεν έχει ανάγκην από τοιαύτας θυσίας, ουδέ ευφραίνεται εις τας σφαγάς των ανευθύνων ζώων, τα οποία δεν έπταισαν, αλλά μόνον προστάσσει να φυλάττωμεν τας εντολάς του απαρασάλευτα». Ταύτα ακούσας ο παράνομος βασιλεύς εθυμώθη πολύ και έμεινεν άφωνος ώραν πολλήν· έπειτα, μη δυνάμενος να εναντιωθή εις τα λόγια αυτής, απεκρίνατο· «Άφες με να τελειώσωμεν την θυσίαν και τότε θέλομεν ακούσει τους λόγους σου καλύτερα». Αφού δε ετέλεσε την βδελυράν του πανήγυριν, προστάσσει να φέρουν την Αγίαν εις τα βασίλεια, και τότε λέγει προς αυτήν· «Ειπέ μας, ποία είσαι και τίνες ήσαν οι λόγοι, τους οποίους έλεγες προς ημάς;» Η δε απεκρίνατο· «Εγώ είμαι θυγάτηρ του βασιλίσκου Κώνστα. Καλούμαι Αικατερίνα, είμαι πεπαιδευμένη εις όλας τας επιστήμας των γραμμάτων, Ρητορικήν, Φιλοσοφίαν, Γεωμετρίαν και τας λοιπάς· αλλά ταύτα πάντα, ως μάταια και ανωφελή κατεφρόνησα και ήλθον να γίνω νύμφη του Δεσπότου Χριστού, όστις λέγει ταύτα δια του Προφήτου αυτού· «Απολώ την σοφίαν των σοφών και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω» (Ησαϊα κθ:14). Ο δε βασιλεύς, θαυμάζων την σοφίαν αυτής και βλέπων τόσον κάλλος και ωραιότητα, ενόμισεν ότι δεν ήτο γεννημένη εις την γην από γονείς θνητούς, αλλά καμμία θεά απ’ εκείνας τας οποίας αυτός εσέβετο και διελέγετο προς αυτόν με σχήμα ανθρώπινον. Επειδή λοιπόν ο βασιλεύς εφανέρωσε την γνώμην του ταύτην, του απεκρίθη η μακαρία λέγουσα· «Αληθώς είπας, ω βασιλεύ, διότι ονομάζεις θεούς τους δαίμονας, οίτινες σας δεικνύουν διάφορα φαντάσματα και πλανώντες σας παρακινούν εις ασέλγειαν και ετέρας ατόπους επιθυμίας. Εγώ δε είμαι γη και πηλός και με έπλασεν ο Θεός εις μορφήν τοιαύτην και με ετίμησε με το κατ’ εικόνα αυτού και ομοίωσιν και από τούτο πρέπει να θαυμάζεται μάλιστα η σοφία του πλάσαντος, επειδή εις τόσον ευτελή ύλην του πηλού ηδυνήθη να δώση τόσην ευμορφίαν και ωραιότητα». Εις ταύτα απήντησεν ο βασιλεύς, λέγων· «Μη λέγης κακόν δια τους θεούς, οίτινες έχουν δόξαν αθάνατον». Και η Μάρτυς ανταπεκρίνατο· «Εάν θέλης να αποτινάξης ολίγον την αχλύν και τον σκοτισμόν της απάτης, θέλεις γνωρίσει την των θεών σου ευτέλειαν και θα καταλάβης τον αληθή Θεόν, του οποίου το θαυμάσιον Όνομα μόνον λαλούμενον ή και ο Σταυρός αυτού εις τον αέρα τυπούμενος, διώκει τους θεούς σου και αφανίζει αυτούς και εάν ορίζης, θέλω σου αποδείξει φανερά την αλήθειαν». Ο δε βασιλεύς, ιδών την ελευθερίαν της Αγίας, δεν ηθέλησε να διαλεχθώσι, φοβούμενος μήπως και τον νικήση με αποδείξεις και καταισχυνθή, αλλ’ είπε ταύτα προφασιζόμενος· «Απρεπές είναι να διαλέγεται ο βασιλεύς με γυναίκας, θέλω όμως συνάξει τους σοφούς των ρητόρων μου, και τότε θα καταλάβης την ασθένειαν των προβλημάτων σου και γνωρίζουσα το συμφέρον σου, να πιστεύσης εις τα ημέτερα δόγματα». Ταύτα είπεν ο βασιλεύς και προστάσσων να φυλάττωσιν ακριβώς την Μάρτυρα, έστειλεν επιστολήν εις όλας τας πόλεις της εξουσίας αυτού περιέχουσαν ταύτα· «Εγώ ο βασιλεύς χαιρετώ όλους τους σοφούς και τους ρήτορας των Ελλήνων και σας παρακαλώ να έλθετε προς με ταχέως, ίνα επικαλεσάμενοι τον σοφώτατον θεόν Ερμήν και δια της εξόχου γνώσεώς σας αποστομώσετε εν σοφώτατον γύναιον, όπερ ενεφανίσθη τας ημέρας ταύτας και χλευάζει τους μεγάλους θεούς, ονομάζουσα τας πράξεις αυτών μύθους και φλυαρήματα και ούτω θέλετε δείξει την πάτριόν σας σοφίαν, να θαυμαστωθήτε εις τους ανθρώπους και παρ’ εμού να λάβετε πολλάς αμοιβάς». Συνήχθησαν λοιπόν οι εκλεκτότεροι και σοφώτεροι ρήτορες, τον αριθμόν εκατόν πεντήκοντα, οξείς εις το νοήσαι και εις το λαλείν ικανώτατοι, προς τους οποίους είπε ταύτα ο βασιλεύς· «Ετοιμασθήτε επιμελέστατα να αγωνισθήτε ανδρείως και μη αμελήσετε, θαρρούντες ότιμε γυναίκα έχετε την διάλεξιν· αλλ’ ώσπερ να είχατε ανταγωνιστήν ανδρειότατον και τον σοφώτερον ρήτορα, ούτω βάλετε όλην την σπουδήν και δείξατε την σοφίαν σας, ότι καθώς εγώ ακριβώς την εγνώρισα, υπερβαίνει εις την σοφίαν και αυτόν τον θαυμάσιον Πλάτωνα. Λοιπόν παρακαλώ σας, ώσπερ να είχετε αυτόν εκείνον ανταγωνιστήν, τόσην επιμέλειαν και προσοχήν επιδείξατε. Εάν νικήσητε, θα σας δώσω μεγάλα χαρίσματα· αν δε ηττηθήτε, θέλετε λάβει αισχύνην ανείκαστον και επονείδιστον θάνατον». Ταύτα ειπόντος του βασιλέως, απεκρίθη εις ρήτωρ, ο των άλλων επιφανέστερος, λέγων· «Εάν είναι και η φρονιμωτέρα γυνή, ω βασιλεύ, και η φιλοσοφωτέρα, δεν θέλει δυνηθή να συζητήση μεθ’ ημών· πρόσταξον λοιπόν να έλθη και τότε θα ίδης την αλήθειαν». Ακούσας ο βασιλεύς τον ρήτορα ούτω καυχώμενον, ενεπλήσθη όλος ηδονής και φαιδρότητος, ελπίζων ο μάταιος να νικήση η θρασεία και ακόλαστος γλώσσα την της φιλοσοφίας και Χάριτος θείας γέμουσαν. Λοιπόν κελεύει να φέρουν την Μάρτυρα, ήσαν δε συνηγμένοι πλήθος πολύ εις το θέατρον, να ίδουν το αποβησόμενον. Αλλά πριν φθάσουν οι απεσταλμένοι εις την Αγίαν, ήλθεν ουρανόθεν Μιχαήλ ο Αρχάγγελος και λέγει προς αυτήν· «Μη φοβού η παις του Κυρίου. Διότι ιδού ο Κύριος θάλει σου δώσει σοφίαν εις την σοφίαν σου, να νικήσης τους εκατόν πεντήκοντα ρήτορας και όχι μόνον αυτοί, αλλά και άλλοι πολλοί θα πιστεύσωσι δια σου, ίνα λάβητε πάντες του Μαρτυρίου τον στέφανον». Λαβόντες λοιπόν την Αγίαν οι απεσταλμένοι επήγαν εις τα βασίλεια και ευθύς ο υπερήφανος εκείνος ρήτωρ είπε ταύτα με σοβαρόν πρόσωπον φθεγγόμενος· «Συ είσαι, ήτις υβρίζεις τους θεούς μας τοσούτον αναίσχυντα;» Η δε Αγία απεκρίθη προς αυτόν με πραότητα· «Εγώ είμαι, πλην ουχί αναισχύντως, καθώς είπες, και τολμηρώς, αλλά ηπίως και φιλαλήθως μάλιστα». Λέγει ο ρήτωρ· «Ενώ οι μεγάλοι ποιηταί τους ονομάζουσιν υψηλούς, συ, ήτις εδοκίμασες την σοφίαν αυτών και εκοινώνησες τόσης γλυκύτητος, τολμάς και κινείς κατ’ αυτών την γλώσσαβ με τόσην θρασύτητα;» Η δε απεκρίνατο· «Την μεν σοφίαν δωρεάν έχω από τον Θεόν μου, όστις είναι η Σοφία και η Ζωή, ο δε φοβούμενος αυτόν και φυλάττων τα θεία αυτού προστάγματα είναι όντως φιλόσοφος· τα έργα όμως των θεών σας και αι περί αυτών διηγήσεις είναι άξια ψόγου, πλήρη απάτης και καταγέλαστα· πλην ειπέ μας, πως και ποίος από τους μεγάλους σου ποιητάς επωνόμασεν αυτούς θεούς;» Ο δε ρήτωρ είπε· «Πρώτον μεν ο σοφώτατος Όμηρος, επευχόμενος προς τον Δία λέγει· «Ζεύ κύδιστε, μέγιστε» και αθάνατοι θεοί άλλοι. Και ο περίβλεπτος Ορφεύς εις την θεογονίαν αυτού λέγει ταύτα, ευχαριστών τον Απόλλωνα· «Ω άνα, Λητούς υιέ εκατηβόλε, Φοίβε κραταιέ, πανδερκές, θνητοίς και αθανάτοισιν ανάσσων. Ηέλιε χρυσέοισιν αειρόμενε πτερύγεσιν». Ούτω λοιπόν οι πρώτοι των ποιητών και κράτιστοι ετίμων αυτούς και τους εκάλουν θεούς αθανάτους. Μη απατάσαι λοιπόν, συ η πάνσοφος, να προσκυνής τον Εσταυρωμένον, τον οποίον ουδείς ποιητής Θεόν ωνόμασεν». Εις τους λόγους τούτους του ρήτορος απεκρίθη η Αγία λέγουσα· «Αυτός ο Όμηρος λέγει πάλιν εις άλλον τόπον δια τον μέγιστόν σου θεόν Δία, ότι είναι ψεύστης, απατεών, πανούργος και σκολιώτατος, και ότι ήθελαν να τον δέσουν η Ήρα, ο Ποσειδών και η Αθηνά, εάν δεν έφευγε να κρυφθή· ομοίως φαίνονται και άλλα όμοια εις καταφρόνησιν των θεών σας. Επειδή δε τον Εσταυρωμένον είπες, ότι δεν τον λέγει τις παλαιός διδάσκαλος, ούτε τον ομολογεί Θεόν, έπρεπε να μη περιεργαζώμεθα, ούτε να πολυπραγμονώμεν περί αυτού, όστις είναι Θεός αληθής ουρανού και γης, θαλάσσης, ηλίου, σελήνης και πάσης κτίσεως και παντός του ανθρωπίνου γένους Δημιουργός, ακατάληπτος, αδιανόητος, ανεξιχνίαστός τε και άρρητος. Αλλά προς αληθεστέραν πίστωσιν, άκουσον τι λέγει περί αυτού η σοφωτάτη Σίβυλλά σας, μαρτυρούσα αυτού την ένθεον Σάρκωσιν και την σωτήριον Σταύρωσιν· «Οψέποτέ τις επί την πολυσχιδή ταύτην ελάσειε γην και δίχα σφάλματος γενήσεται Σάρξ· ακαμάτοις δε θεότητος όροις ανιάτων παθών λύσει φθοράν. Και τούτω φθόνος γενήσεται εξ απίστου λαού και εις ύψος κρεμασθήσεται, ως θανάτου κατάδικος». Άκουσον δε και τον αψευδή σου Απόλλωνα, ότι και χωρίς να θέλη ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν απαθή, βιαζόμενος υπό της δυνάμεως αυτού· «Εις με, φησί, βιάζεται ουράνιος, ος εστι φως τριλαμπές. Ο δε παθών Θεός εστι. Και ου Θεότης πάθεν αυτή. Άμφω γαρ βροτόσωμος και άμβροτος. Αυτός ήδη Θεός και Ανήρ. Πάντα φέρων εκ θνητής, Σταυρόν, ύβριν, ταφήν» και τα λοιπά. Ταύτα είπεν ο Απόλλων δια τον όντως Θεόν, ο οποίος είναι συνάναρχος και συναϊδιος με τον γεγενηκότα, αρχή και ρίζα και πηγή των αγαθών απάντων». «Ο αληθής ούτος Θεός, συνέχισε λέγουσα η Αγία, εδημιούργησε τον κόσμον εκ του μη όντος εις το είναι, και διακρατεί και συνέχει αυτόν. Ομοούσιος δε υπάρχων τω Πατρί, γέγονεν άνθρωπος δι’ ημάς και περιεπάτει την γην, νουθετών, διδάσκων και πάντα πραγματευόμενος δι’ ημάς. Είτα και θάνατον καταδέχεται δι’ ημάς τους αγνώμονας, δια να λύση την πρώτην καταδίκην, να λάβωμεν την αρχαίαν απόλαυσιν και μακαριότητα και ούτως ανοίγονται πάλιν εις ημάς αι πύλαι του Παραδείσου, τας οποίας κακώς απεκλείσαμεν· και αναστάς τριήμερος ανήλθεν εις ουρανούς, όθεν και κατήλθεν. Απέστειλεν εις τους Μαθητάς το Πνεύμα το Άγιον, τους οποίους έπεμψεν εις όλον τον κόσμον και εκήρυξαν αυτού την Θεότητα, δια να λυτρώσουν τας ψυχάς από την πλάνην της απιστίας· ταύτα πρέπει και συ να πιστεύσης, φιλόσοφε, να γνωρίσης τον αληθή Θεόν, να γίνης δούλος του, εάν ποθής το συμφέρον σου, όστις είναι ελεήμων και εύσπλαγχνος και προσκαλεί τους αμαρτήσαντας λέγων· «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ.ια:28). Πίστευσον λοιπόν καν τους ποιητάς και θεούς σας, του Πλάτωνος, λέγω, Ορφέως τε και Απόλλωνος, οι οποίοι καθαρά και σαφέστατα, ει και άκοντες, Θεόν αυτόν ωμολόγησαν, το οποίον αυτός ο παντοδύναμος και αληθής Θεός ωκονόμησε, δια να μη έχετε εις τούτο καμμίαν πρόφασιν». Αυτά και έτερα πλείονα λέγουσα η πάνσοφος και πάγκαλος ρήτωρ (τα οποία αφήνω δια βραχύτητα) κατέπληξε τον φιλόσοφον, όστις έμεινεν άφωνος και δεν ηδύνατο να λαλήση το σύνολον. Ο δε βασιλεύς, ιδών αυτόν ούτως ηττηθέντα και καταπλαγέντα, προσέταξε τους επιλοίπους να διαλεχθούν με την Μάρτυρα. Οι δε παραιτούνται του αγώνος λέγοντες· «Δεν δυνάμεθα να αντισταθώμεν εις την αλήθειαν, βλέποντες μάλιστα νενικημένον τον προεστώτα μας». Τότε ο βασιλεύς θυμωθείς προστάσσει να άψουν πυρκαϊάν εις το μέσον της πόλεως, να καύσουν τους ρήτορας, οίτινες ακούσαντες την απόφασιν έπεσον εις τους πόδας της Αγίας δεόμενοι να τους συγχωρήση ο Κύριος όσα εν αγνοία ημάρτησαν και να αξιωθούν του αγίου Βαπτίσματος και της δωρεάς του Παναγίου Πνεύματος. Η δε Αγία, εμπλησθείσα ηδονής και αγαλλιάσεως, είπε προς αυτούς· «Όντως μακάριοι και καλότυχοι είσθε, ότι το σκότος αφήκατε και εις το φως της αληθείας ηκολουθήσατε και φθειρόμενον επί γης βασιλέα καταλιπόντες, προσήλθετε εις τον άφθαρτον και ουράνιον. Μη έχετε ανφιβολίαν εις τούτο, διότι το πυρ, δια του οποίου σας φοβερίζουν οι ασεβείς, θέλει σας γίνει Βάπτισμα και κλίμαξ ουράνιος, να καθαρίση πάσαν κηλίδα και ρύπον ψυχής τε και σώματος και ως αστέρας φαεινούς να σας υπάγη εις τον Βασιλέα εκείνον, να σας κάμη φίλους ηγαπημένους του». Ταύτα λέγουσα η Αγία παρεκίνησεν αυτούς με τοιαύτας ελπίδας και τους εσφράγισεν όλους ένα έκαστον χωριστά με το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις το μέτωπον και μετ’ ευχαριστίας και αγαλλιάσεως απέστειλεν αυτούς εις το Μαρτύριον. Έρριψαν δε οι στρατιώται αυτούς εις την πυράν χαίροντες τη ιζ΄ (17) του Νοεμβρίου μηνός. Το δε εσπέρας επήγαν τινές ευσεβείς και φιλόχριστοι να συνάξουν τα λείψανα, και εύρον αυτά όλα σώα και ακέραια και μήτε θρίξ υπό του πυρός κατεκαύθη. Τούτο πρώτον σημείον της προς Θεόν αυτών φιλίας και οικειώσεως. Ευχαριστήσαντες λοιπόν τον Θεόν πρεπόντως και επιστρέψαντες πολλούς προς επίγνωσιν της αληθείας με την θαυματουργίαν ταύτην, λαμπρώς αυτά και οσίως εις τόπον αρμόδιον ενεταφίασαν. Ο δε βασιλεύς είχεν όλην του την φροντίδα εις την Αγίαν και μη δυνάμενος με συλλογισμούς φιλοσοφίας να νικήση αυτήν, επεχείρει με κολακείας και πανουργεύματα να επιτύχη τούτο λέγων· «Υπάκουσόν μου, καλή θύγατερ, ότι ως φιλόστοργος πατήρ σου σε συμβουλεύω να προσκυνήσης τους μεγάλους θεούς, και μάλιστα τον μουσικόν Ερμήν, όστις σε εστόλισε με τοσαύτα της φιλοσοφίας χαρίσματα, και θέλω σου δώσει (μάρτυρες οι θεοί πάντες) το ήμισυ μέρος της εξουσίας μου, να κατοικής μετ’ εμού εις τα βασίλεια». Η δε Αγία, ως μεγαλόφρων όπου ήτο και φρόνιμος, ηννόησε την γνώμην αυτού και τα της πανουργίας σοφίσματα και του λέγει· «Ξεσκέπασε, ω βασιλεύ, την σκηνήν και μη υποκρίνεσαι το δολερόν της αλώπεκος, ότι εγώ, καθώς σου είπον το πρότερον, είμαι Χριστιανή και ήλθον να γίνω νύμφη του Χριστού, τον οποίον μόνον έχω Νυμφίον και σύμβουλον, στολήν και κόσμον της παρθενίας μου και ποθώ το μαρτύριον περισσότερον από πάσαν βασιλικήν αλουργίδα και στέφανον». Ο δε βασιλεύς πάλιν, προσποιούμενος ότι φροντίζει δια το συμφέροντης, απεκρίνατο· «Μη με αναγκάσης να υβρίσω παρά την θέλησίν μου την αξίαν σου». Και η Μάρτυς· «Κάμε ό,τι θέλεις, διότι με την πρόσκαιρον αυτήν ατιμίαν θέλεις μου προξενήσει δόξαν αληθή και αθάνατον και θέλει πιστεύσει και πολύ πλήθος ανθρώπων εις τον Χριστόν μου και εξόχως του παλατίου σου, να με προπέμψωσι και αυτοί προς τας ιεράς εκείνας Μονάς με δόξαν πολλήν και μεγαλοπρέπειαν». Ταύτα μεν είπεν η Αγία· ο δε Θεός επένευσεν άνωθεν και ετελειώθη ταύτης η πρόρρησις. Διότι προστάσσει ευθύς ο βασιλεύς να της εκβάλουν την βασιλικήν πορφύραν, και να την δέρουν με νεύρα βοών ανηλεώς. Τούτου δε γενομένου κατά την πρόσταξιν, έδερον την Μάρτυρα επί ώρας δύο δυνατά εις την κοιλίαν και εις την ράχιν ομού τοσούτον, έως ου κατεξέσχισαν άπαν το παρθενικόν εκείνο σώμα, και γέγονεν όλον άσχημον από τας πληγάς, το πρώην ωραίον και πάγκαλον· και τα μεν αίματα έτρεχον κρουνηδόν και εκκοκίνισε το έδαφος, η δε Αγία ίστατο με τόσην ανδρείαν και γενναιότητα, ώστε οι ορώντες εθαύμαζον. Το δε εσπέρας το ανήμερον εκείνο θηρίον εκέλευσε να την φυλακίσουν και να μη της δώσουν βρώσιν ή πόσιν τινά έως ημέρας δώδεκα, να συλλογισθή με ποίον τρόπον κολάσεως να την θανατώση. Η δε Φαυστίνα, η του βασιλέως ομόζυγος, είχεν πόθον πολύν να γνωρισθή με την Αγίαν, διότι την ηγάπησε πολύ, ακούσασα τας αρετάς αυτής και τα ανδραγαθήματα και μάλιστα από εν όνειρον, όπερ είδεν εκείνας τας ημέρας, καθώς κατόπιν θα είπωμεν. Όθεν ετρώθη την καρδίαν τοσούτον εις την αγάπην της, ώστε δεν ηδύνατο να κοιμηθή αν δεν την έβλεπεν. Ευρούσα δε ευκαιρίαν, όταν εξήλθεν ο βασιλεύς από την πόλιν δι΄ αναγκαίαν υπόθεσιν και έκαμεν εις τι χωρίον ολίγας ημέρας, απεφάσισε να πραγματοποιήση το ποθούμενον. Ήτο δε τότε εις μέγας άρχων δυνατός, στρατοπεδάρχης την αξίαν, φίλος μεγάλος του βασιλέως, Πορφυρίων ονομαζόμενος, άνθρωπος πιστός και καλόγνωμος. Εις τούτον ωμολόγησεν η αυγούστα την γνώμην της μυστικά, ταύτα λέγουσα· «Την παρελθούσαν νύκτα είδον εις το όραμά μου την Αικατερίναν, ήτις εκάθητο εν μέσω πολλών νέων και παρθένων ωραίων, ενδεδυμένων στολήν λευκήν, και τόση λάμψις εξήρχετο από το πρόσωπόν της, ώστε δεν ηδυνάμην να την βλέπω, αυτή δε με εκάθισε πλησίον της και μου έβαλεν εις την κεφαλήν χρυσόν στέφανον λέγουσα· «Ο Δεσπότης Χριστός σου στέλλει τούτον τον στέφανον»· όθεν έχω τόσον πόθον να την ίδω και δεν ευρίσκω ανάπαυσιν. Λοιπόν παρακαλώ σε, να κάμης τρόπον κρυφίως, να την ιδώ». Ο δε Πορφυρίων απεκρίθη λέγων· «Εγώ να πληρώσω τον πόθον σου, δέσποινα». Αφού λοιπόν ενύκτωσεν, έλαβεν ο Πορφυρίων διακοσίους στρατιώτας και επήγαν εις την φυλακήν με την βασίλισσαν, έδωκαν δε του δεσμοφύλακος χρήματα και ήνοιξε τας θύρας. Αφού δε εισήλθον εις την φυλακήν και είδεν η αυγούστα την ποθεινήν εκείνην όψιν της Μάρτυρος και την επανθούσαν εις αυτήν θείαν Χάριν, καταπλαγείσα από την ανθηράν ακτίνα του βασιλικού εκείνου προσώπου, πίπτει ταχέως προς τους πόδας αυτής, μετά δακρύων τοιαύτα λέγουσα· «Τώρα είμαι καλότυχος και μακαρία βασίλισσα, διότι σε απήλαυσα. Εγώ υπέρ φύσιν επόθουν να ίδω το βασιλικόν σου πρόσωπον και εδίψων ως έλαφος να ακούσω την μελίρρυτον γλώσσαν σου και τώρα όπου ηξιώθην της εφέσεως, δεν θέλω λυπηθή εάν στερηθώ την ζωήν και την βασιλείαν μου. Ευφραίνομαι την καρδίαν και την ψυχήν, υποδεχομένη τοσούτον γλυκείαν αυγήν από την ωραίαν σου όρασιν. Μακαρία συ και ζηλευτή, ότι εις τοιούτον Δεσπότην προσεκολλήθης, από τον οποίον λαμβάνεις τόσας δωρεάς και χαρίσματα». Η δε Αγία απεκρίθη, λέγουσα· «Μακαρία είσαι και συ, ω βασίλισσα, διότι βλέπω τον στέφανον, τον οποίον βάλλουν εις την κορυφήν σου οι Άγιοι Άγγελοι και τον οποίον θέλεις λάβει μετά την τρίτην ημέραν δι’ ολίγην τιμωρίαν όπου θα υπομείνης και θα υπάγης προς τον αληθή Βασιλέα, να βασιλεύης αιώνια». Η δε είπε προς αυτήν· «Φοβούμαι τας βασάνους και τον ομόζυγον, ότι είναι πολλά σκληρός και απάνθρωπος». Λέγει προς αυτήν η Αγία· «Έχε θάρρος, διότι θέλεις έχει εις την καρδίαν σου τον Χριστόν βοηθούντα σοι, να μη σου εγγίση καμμία βάσανος, μόνον ολίγον θέλει πονέσει το σώμα σου εδώ προσκαίρως, εκεί όμως θα χαίρης και θα αναπαύεσαι αιώνια». Καθώς έλεγε ταύτα η Αγία, την ηρώτησεν ο Πορφυρίων λέγων· «Τι αγαθόν χαρίζει ο Χριστός εις όσους εις αυτόν πιστεύουσι; Διότι βούλομαι να γίνω και εγώ στρατιώτης του». Αποκρίνεται η Μάρτυς· «Δεν ανέγνωσες ποτέ καμμίαν γραφήν των Χριστιανών ούτε ήκουσες;» Και ο Πορφυρίων· «Από παιδίον ήμην εις τους πολέμους ασχολούμενος και δεν εφρόντιζα δι’ άλλα πράγματα». Λέγει προς αυτόν η Αγία· «Δεν δύναται γλώσσα να διηγηθή τα αγαθά, όσα ο πανάγαθος και φιλάνθρωπος Θεός ητοίμασε δια τους αγαπώντας αυτόν και φυλάττοντας τα θεία αυτού προστάγματα». Τότε ο Πορφυρίων, χαράς απείρου πλησθείς, πιστεύει εις τον Χριστόν με τους διακοσίους στρατιώτας και την βασίλισσαν και ασπασάμενοι άπαντες μετ’ ευλαβείας την Μάρτυρα ανεχώρησαν. Ο δε φιλάνθρωπος και ελεήμων Χριστός δεν αφήκε την Αγίαν ανεπιμέλητον τοσαύτας ημέρας, αλλ’ ως φιλόστοργος πατήρ έδειξε προς αυτήν κηδεμονίαν την πρέπουσαν και έστελλε προς αυτήν τροφήν με μίαν περιστεράν καθ’ εκάστην· έπειτα και αυτός εκείνος ο καλός αγωνοθέτης ήλθε να την επισκεφθή με δόξαν πολλήν και με όλα τα ουράνια τάγματα και ενεδυνάμωσε την καρτερίαν αυτής περισσότερον και της έδωσε θάρρος, λέγων προς αυτήν· «Μη δειλειάσης, αγαπημένη μου θύγατερ, ότι εγώ είμαι μετά σου και δεν θέλει σου εγγίσει καμμία βάσανος, αλλά με την υπομονήν σου θα επιστρέψης πολλούς εις το όνομά μου, να αξιωθής πολλούς στεφάνους και τρόπαια». Ταύτα είπε προς την Αγίαν την τελευταίαν νύκτα ο Κύριος και το πρωϊ, καθήσας ο βασιλεύς επί του βήματος, προστάσσει να φέρουν την Μάρτυρα, ήτις εισήλθεν εις τα βασίλεια μετά των πνευματικών χαρίτων και της γλυκείας εκείνης φαιδρότητος, ώστε και οι παρόντες περιέλαμψαν από την αίγλην της ωραιότητος αυτής, αλλά και ο βασιλεύς εξεπλάγη δεινώς, νομίζων ότι κάποιος από την φρουράν θα της έδιδε τροφήν και δι’ αυτό δεν αδυνάτισε τόσας ημέρας, ούτε το παράπαν ασχήμησεν, εσκέπτετο δε να κακοποιήση τους φύλακας. Η δε Αγία δια να μη κολασθούν οι ανεύθυνοι, ωμολόγησε την αλήθειαν, λέγουσα· «Εις εμέ, βασιλεύ, ουδείς άνθρωπος έδωσε τροφήν τινά, αλλά με έτρεφεν ο Δεπότης μου Χριστός, όστις φροντίζει δια τους δούλους αυτού». Θαυμάζων λοιπόν ο βασιλεύς εις τοιούτον κάλλος, ηθέλησε να την δοκιμάση πάλιν με κολακείαν και υπουλότητα, λέγων ταύτα· «Εις σε πρέπει το βασίλειον, θύγατερ, ηλιόμορφε κόρη, ήτις υπερβαίνεις την Αφροδίτην εις την ευπρέπειαν. Ελθέ λοιπόν και θυσίασον εις τους θεούς, να γίνης βασίλισσα και να διέλθης μετ’ εμού ζωήν πανευφρόσυνον και μη θελήσης, σε παρακαλώ, να απολεσθή η τοσαύτη ωραιότης σου με κολαστήρια». Λέγει προς αυτόν η Αγία· «Εγώ είμαι γη και πηλός, πάσα δε ωραιότης ως άνθος μαραίνεται και ως όνειρον αφανίζεται είτε από ολίγην ασθένειαν ή από γήρας ή μετά θάνατον. Λοιπόν μη σε μέλη δια το κάλλος μου». Ενώ δε ταύτα διελέγετο η Αγία με τον βασιλέα, έπαρχος τις, Χουρσασαδέν ονόματι, οξύς εις οργήν και εις τιμωρίαν ευμήχανος, θέλων να δείξη προς τον βασιλέα αγάπην και εύνοιαν, συλλογιζόμενος ολίγον κατά διάνοιαν, είπε ταύτα· «Εγώ, βασιλεύ, εύρον μίαν μηχανήν, με την οποίαν ή θα νικήσης την κόρην ή θα λάβη πολυώδυνον θάνατον. Πρόσταξον να κάμουν τέσσαρας ξυλίνους τροχούς εις μίαν περόνην, εις τους οποίους να καρφώσουν γύρωθεν ξυράφια και άλλα σίδηρα κοπτερά και οξύτατα. Οι δύο να γυρίζουσι δεξιά και άλλοι δύο αριστερά. Εις το μέσον αυτών ας βάλωσιν αυτήν δεδεμένην και ούτω γυρίζοντες οι τροχοί να καταξεσχίσουν τα σάρκας της· και πρώτον μεν ας γυρίσουν τους τροχούς, μήπως και φοβηθή το σκληρόν τούτο μηχάνημα, και τελέση το προστασσόμενον, ει δε ας λάβη ελεεινόν θάνατον». Η βουλή αύτη του επάρχου ήρεσεν εις τον βασιλέα, όθεν προσέταξε να πράξουν ως άνωθεν. Εις τρεις ημέρας ητοιμάσθη το δεινόν τούτο κολαστήριον και φέροντες την Αγίαν εις αυτό εγύρισαν με βίαν πολλήν τους τροχούς δια να την εκφοβίσουν, λέγει δε εις την Αγίαν ο βασιλεύς· «Βλέπεις; Εις αυτό το μηχάνημα μέλλεις να λάβης πικρότατον θάνατον, εάν δεν προσκυνήσης τους θεούς». Η δε απεκρίνατο· «Πολλάκις είπον σοι την γνώμην μου· λοιπόν μη χάνης καιρόν, αλλά κάμε ως βούλεσαι». Αφού λοιπόν εδοκίμασε πάλιν πολλάκις ο αλιτήριος με κολακείας και πανουργίας και δεν ηδυνήθη να μεταστρέψη την γνώμην της, προστάσσει να ρίψουν την Αγίαν δεδεμένην εις τους τροχούς, να τους κινήσουν ισχυρά και οξύτατα, όπως με την βίαν και σφοδρότητα του κινήματος υπομείνη πικρότατον θάνατον. Αλλά με την θείαν Χάριν και βούλησιν έγινεν εναντία των μελετωμένων η έκβασις· διότι Άγγελος Κυρίου καταβάς ουρανόθεν εβοήθησε την Αγίαν, ήτις ευθύς ευρέθη λελυμένη εκ των δεσμών σώα και αβλαβής· οι δε τροχοί μοναχοί κυλισθέντες πολλούς απίστους ελεεινώς εθανάτωσαν. Οι δε περιεστώτες, ιδόντες το παράδοξον θέαμα, ανεκραύγαζον· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών!» Ο δε βασιλεύς, από τον θυμόν σκοτισθείς, εμαίνετο και εμελέτα πάλιν να δώση της Αγίας και άλλην νεωτέραν κόλασιν. Μαθούσα ταύτα η μακαρία αυγούστα εξήλθε του κοιτώνος αυτής και ήλεγξε παρρησία τον βασιλέα, λέγουσα· «Επ’ αληθείας μωρός και ανόητος είσαι να πολεμής με τον ζώντα Θεόν, και να βασανίζης την δούλην του άδικα». Ταύτα ανελπίστως ακούων ο βασιλεύς, και αγριωθείς από την μανίαν, έγινε πάντων των θηρίων απανθρωπότερος· και αφήνων την Αγίαν, στρέφει τον θυμόν κατά της συζύγου και λησμονήσας ο θηριόγνωμος της φύσεως την συγγένειαν προστάσσει να ανασπάσουν τους μαστούς της γυναικός του με όργανα τινά. Η δε μακαρία αυγούστα ησθάνετο πολλήν και δριμυτάτην την βάσανον, πλην έχαιρεν ότι δια τον αληθή Θεόν έπασχε, προς τον οποίον προσηύχετο να της στείλη εξ ύψους βοήθειαν. Αφού λοιπόν έκοψαν τους μαστούς οι δήμιοι και έτρεχε το αίμα κρουνηδόν, ελυπούντο οι παρεστώτες και συνεπόνουν με αυτήν δια την τοιαύτην πικροτάτην οδύνην και ανείκαστον κόλασιν. Ο δε αιμοβόρος εκείνος και άσπλαγχνος δεν ευσπλαγχνίσθη ποσώς την σάρκα του, αλλά προστάσσει να κόψουν την κεφαλήν της με μάχαιραν. Η δε ασμένως δεξαμένη τοιαύτην απόφασιν, είπε προς την Αγίαν με αγαλλίασιν· «Δούλη του αληθινού Θεού, κάμε προσευχήν δι’ εμέ». Η δε είπε προς αυτήν· «Πορεύου εις ειρήνην, να βασιλεύσης με τον Χριστόν αιώνια». Όθεν ετμήθη την κεφαλήν η μακαρία αυγούστα τη 23η Νοεμβρίου κατά την προσταγήν του βασιλέως. Ο δε στρατηλάτης Πορφυρίων επήγε κρυφίως την νύκτα με τους συντρόφους του και ενεταφίασαν το τίμιον αυτής λείψανον. Ενώ δε το πρωϊ ήθελεν ο τύραννος να παιδεύση τινάς ως υπευθύνους, παρρησιάσθη ο Πορφυρίων με τους λοιπούς εις το κριτήριον, λέγοντες· «Και ημείς Χριστιανοί είμεθα στρατιώται του μεγάλου Θεού επίσημοι». Ταύτην την ακοήν μη υποφέρων ο βασιλεύς, εστέναξεν εκ βάθους καρδίας φωνάζων· «Φεύ! Απωλέσθην, επειδή εζημιώθην τον θαυμαστόν Πορφυρίωνα». Έπειτα στραφείς προς τους λοιπούς έλεγε· «Και σεις, στρατιώται μου φίλτατοι, τι επάθετε και κατεφρονήσατε τους πατρώους θεούς; Τι σας έπταισαν;» Οι δε στρατιώται δεν απεκρίθησαν προς αυτόν λόγον· μόνον ο Πορφυρίων είπε προς τον τύραννον· «Διατί αφήνεις την κεφαλήν και ερωτάς τους πόδας; Μετ’ εμού ομίλει». Ο δε είπε· «Κακή κεφαλή, συ είσαι η αιτία της απωλείας των». Μη δυνάμενος να δευτερώση τον λόγον από τον πολύν θυμόν του, εκέλευσε να κόψουν πάντων τας κεφαλάς και ούτω τη 24η Νοεμβρίου ετελειώθησαν οι προρρηθέντες Μάρτυρες και επληρώθη της Αγίας η πρόρρησις, ήτις είπετου βασιλέως, ότι πολλοί από το παλάτιον αυτού θέλουν πιστεύσει εις Χριστόν δια μέσου αυτής. Την επαύριον έφεραν την Αικατερίνην εις το κριτήριον και της λέγει ο βασιλεύς· «Πολλήν θλίψιν και ζημίαν μου έδωσες· συ επλάνησες την γυναίκα μου και τον ανδρείον μου στρατηλάτην, όστις ήτο η δύναμις του στρατού μου, και άλλα κακά μου συνέβησαν δια μέσου σου και έπρεπε να σε θανατώσω ανηλεώς· αλλά σε συγχωρώ, διότι σε λυπούμαι να απολεσθή κακώς κόρη τοσούτον ωραία και πάνσοφος. Λοιπόν κάμε το θέλημά μου, φιλτάτη μου, θυσίασε εις τους θεούς να σε λάβω βασίλισσαν νόμιμον, και ποτέ να μη σε λυπήσω, ούτε να κάμω καμμίαν πράξιν χωρίς τον λόγον σου, να διέλθης τόσην ευφροσύνην και μακαριότητα, όσην δεν εχάρη ποτέ εις τον κόσμον ομοίως άλλη βασίλισσα». Αυτά και ακόμη περισσότερα έτερα λέγων ο πανούργος, εκίνει κάθε λίθον, κατά τον λόγον, να μεταλλάξη την γνώμην της Αγίας· έπειτα βλέπων, ότι ούτε με κολακείας, ούτε με υποσχέσεις, ούτε με φοβερισμόν κολαστηρίων ηδύνατο να μαλάξη την στερροτέραν αδάμαντος, απελπισθείς τελείως ο άνους και αφρονέστατος, έδωκε κατ’ αυτής την απόφασιν, να την αποκεφαλίσουν έξω της πόλεως. Παραλαβόντες λοιπόν την Αγίαν οι στρατιώται, επήγαιναν εις τον τόπον της καταδίκης. Ηκολούθει δε και όχλος πολύς οπίσω αυτής ανδρών τε και γυναικών, κλαίοντες πικρώς, ότι έμελλε να απολεσθή (καθώς εκείνοι ενόμιζον) τοσούτον πάγκαλος κόρη και πάνσοφος, αι δε πρόκριτοι των γυναικών και ευγενικώτεραι έλεγον προς ταύτην ολοφυρόμεναι· «ω ωραιοτάτη κόρη και πάμφωτε, διατί είσαι τόσον σκληρόκαρδος και προτιμάς θάνατον υπέρ την γλυκυτάτην ζωήν; Διατί να αφανισθή ακαίρως και μάταια το άνθος της σης νεότητος; Δεν είναι κάλλιον να υπακούσης του βασιλέως και να απολαύσης τοσαύτην μακαριότητα, παρά να κακοθανατήσης ελεεινώς;» Η δε απεκρίνατο· «Αφήτε τον ανωφελή θρήνον και χαίρετε μάλιστα, ότι εγώ θεωρώ τον Νυμφίον μου Ιησούν Χριστόν, τον ποιητήν και Σωτήρα μου, όστις είναι των Μαρτύρων η ωραιότης και ο στέφανος και με προσκαλεί εις εκείνα τα άρρητα κάλλη του Παραδείσου, να συμβασιλεύω μετ’ Αυτού και να συναγάλλωμαι εις αιώνα τον ατελεύτητον. Λοιπόν ουχί εμέ, αλλά εαυτάς κλαίετε, όπου υπάγετε δια την απιστίαν σας εις πυρ ατελεύτητον, να οδυνάσθε και να φλογίζεσθε πάντοτε». Αφού έφθασαν εις τον τόπον της τελειώσεως, έκαμε την προσευχήν ταύτην η Αγία λέγουσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, ευχαριστώ σοι, ότι έστησας επί την πέτραν της υπομονής τους πόδας μου και κατηύθυνας τα διαβήματά μου. Έκτεινον τώρα τας αχράντους παλάμας σου, τας οποίας δι’ ημάς εις τον Σταυρόν ετραυμάτισες και δέξαι την ψυχήν μου, η οποία χωρίζεται σήμερον του σώματος δια την αγάπην σου. Ενθυμήσου, Κύριε, ότι σαρξ και αίμα είμεθα και μη αφήσης να φανερωθώσιν από τους δεινούς εξεταστάς εις το φοβερόν σου κριτήριον τα εν αγνοία μου πταίσματα, αλλά απόπλυνον αυτά με τα αίματα, τα οποία έχυσα δια Σε και οικονόμησε να γίνη το σώμα τούτο, όπερ δια Σε κατεκόπη, αθέατον εις εκείνους, οίτινες θα το ζητούν και φύλαξον αυτό σώον και ακέραιον, όπου ορίση η Βασιλεία σου. Επίβλεψον εξ ύψους αγίου σου, Κύριε, επί τον περιεστώτα λαόν τούτον και οδήγησον αυτούς εις το φως της Σης επιγνώσεως. Δίδου δε και εις όσους επικαλεσθούν δι’ εμού το πανάγιον Όνομά Σου τα προς το συμφέρον αιτήματα, δια να υμνούνται υπό πάντων τα μεγαλεία Σου, να Σε δοξάζουν με τον συνάναρχον Πατέρα και το συναϊδιον Πνεύμα Σου, νυν και αεί και εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Ταύτα προσευξαμένη, είπε του δημίου να τελέση το προστασσόμενον, όστις εκτείνας το ξίφος απέκοψε την τιμίαν αυτής κεφαλήν τη 25η του Νοεμβρίου μηνός, περί το τε΄ (305) έτος· και πάλιν τότε θέλων ο Θεός να τιμήση την Αγίαν αυτού και πάνσεπτον Μάρτυρα, θαύμα ηκολούθει τω θαύματι. Εις μεν την εκκοπήν της μακαρίας αυτής κεφαλής είδον όλοι οι παρόντες να ρέη γάλα αντί αίματος. Το δε σεβάσμιον αυτής και πάντινον λείψανον έλαβον την ώραν εκείνην Άγιοι Άγγελοι και το επήγαν εις το Σίναιον όρος, ένθα μετ’ ευλαβείας αυτό περιέστειλαν. Τούτο είναι το Μαρτύριον της πανσόφου και θαυμασίας Αικατερίνης, ήτις ηγάπησε τόσον τον ουράνιον Νυμφίον Χριστόν, ώστε κατεφρόνησε πλούτον και δόξαν και πάσαν ματαίαν απόλαυσιν· όθεν αγάλλεται τώρα και συνευφραίνεται μετά των Αγίων αεί και πάντοτε· επαιδεύθη προσωρινώς και λαμβάνει απόλαυσιν αιώνιον. Αυτήν μιμήσου, ακροατά, και γίνου μάρτυς εις την προαίρεσιν, χωρίς να χύσης το αίμα σου· και επειδή τώρα δεν είναι ανάγκη, ούτε σε βιάζει κανείς να προσκυνήσης τα είδωλα, ούτε να αρνηθής τον Σωτήρα σου, όθεν αρνήσου καν και νίκησον τα πάθη του σώματος, ήτοι μακροθύμησον και υπόμεινον την ύβριν δια τον Κύριον, όπως τιμηθής υπ’ αυτού αιώνια. Εάν δε θυμωθής και αποδώσης εις τον πταίσαντα κακόν περισσότερον, έγινες σχεδόν αρνητής του Ευαγγελίου και επροσκύνησες τον Άρην. Το όμοιον κάμε και εις τα επίλοιπα πάθη και αμαρτήματα, ήτοι όταν έχης πόλεμον εις την σάρκα και την νικήσης ανδρείως, λογίζεσαι μάρτυς. Εάν δε νικηθής και πορνεύσης, επροσκύνησες το είδωλον της Αφροδίτης. Εάν μεθύσης, εθυσίασες εις τον Διόνυσον. Ομοίως και εις τα επίλοιπα πάθη της ψυχής και του σώματος. Εάν λοιπόν νικήσης αυτά και τα καταφρονήσης, θέλεις λάβει υπό του αθλοθέτου Χριστού αμαράντους στεφάνους, να ευφραίνεσαι μετά των Αγίων Μαρτύρων αεί και πάντοτε, να δοξάζης την Παναγίαν Τριάδα και την αειπάρθενον Δέσποινα, εις τους απεράντους αιώνας των ατελευτήτων αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου