Γαλακτίων και Επιστήμη οι Άγιοι Μάρτυρες, ομόζυγοι όντες πρότερον, εφύλαξαν έως τέλους την παρθενίαν αυτών καθαράν και αμόλυντον. Αναχωρήσαντες δε ύστερον εις έρημον και ησυχαστικόν τόπον πλησίον του όρους Σινά, διήγον εκεί τον βίον ασκητικώς, ηξιώθησαν δε τέλος και του μαρτυρικού στεφάνου, αθλήσαντες εν ταις ημέραις του ασεβεστάτου Δεκίου και Σεκούνδου ηγεμόνος εν έτει σν΄ (250).
Ακούσατε όμως απ’ αρχής την περί τούτων διήγησιν, ίνα πολλήν ωφέλειαν λάβητε. Εις τα όρια της Φοινίκης είναι πόλις μεγάλη και περιβόητος, καλουμένη Έμεσα· εις ταύτην εγεννήθη και ανετράφη άνθρωπος τις, Κλειτοφών την κλήσιν, το γένος επίσημος, πλούσιος υπέρ τους άλλους συμπολίτας αυτού και φρόνιμος υπέρ πάντας. Ούτος έλαβε γυναίκα ομοίαν αυτού, Λευκίππην ονόματι, ήτις ήτο ωραία και φρόνιμος, και επορεύοντο ηγαπημένοι εις τον οίκον των, πλην ήσαν ειδωλολάτραι αμφότεροι, ήτο δε στείρα η Λευκίππη και ελυπούντο πολλά πως δεν έκαμναν παιδίον προς διαδοχήν του γένους και του ονόματος αυτών ίνα κληρονομήση και τον πλούτον των· όθεν καθ’ εκάστην επαρακαλούσαν τους μιαρούς και αναισθήτους θεούς των να τους δώσουν κληρονομίαν· αλλά ως κωφοί και αναίσθητοι δεν τους ήκουσαν ούτε τινά βοήθειαν έδωσαν. Ιερομόναχος δε τις ονόματι Ονούφριος, αγαθός ων και ζηλωτής της πίστεως θερμότατος, ευρίσκετο εις εκείνην την πόλιν, αγωνιζόμενος όπως τους μεν πλανωμένους ειδωλολάτρας οδηγή εις την πίστιν του Χριστού, στηρίζη δε τους Χριστιανούς τους οποίους εδίωκον οι άρχοντες και εξόχως ο ηγεμών της πόλεως, Σεκούνδος ονόματι, όστις ήτο εις την γνώμην πολύ βάρβαρος και δεν είχεν άλλην φροντίδα ειμή πως να αφανίση ο ασεβής την ευσέβειαν. Ούτος λοιπόν ο θαυμάσιος Ονούφριος επροφασίζετο ότι ήτο πτωχός και επήγαινεν εις τους οίκους των πλουσίων, δια να του δίδωσιν έλεος, και όσα του έδιδαν, διεμοίραζεν εις τους πτωχούς, συμβουλεύων αυτούς, όπως μη πιστεύουν εις τα είδωλα, αλλά να υπομένουν ανδρείως τας θλίψεις, αι οποίαι θα τους έλθουν δια την πίστιν του Χριστού από τους ειδωλολάτρας. Μεταξύ δε των άλλων έτυχε ποτε και επήγεν εις την οικίαν του Κλειτοφώντος να ζητήση ελεημοσύνην. Κατά την ημέραν δε εκείνην ήτο η Λευκίππη περίλυπος, διότι την ωνείδισε δια την απαιδίαν ο σύζυγός της· όθεν έκλεισε την θύραν να μη εισέλθη ο Ονούφριος, αλλ’ εκείνος, γνωρίζων δια της ενοικούσης εις αυτόν θείας Χάριτος, ότι όχι αυτός είχεν ανάγκην να του δώσουν εκείνοι δωρεάν, αλλά μάλλον αυτοί από αυτόν εχρειάζοντο λόγον σωτηρίας, δεν ανεχώρησεν, αλλά μάλλον εκτύπα την θύραν· όθεν ανοίξαντες οι υπηρέται έλαβον αυτόν και τον εφίλευσαν. Ενώ δε έτρωγεν ο Ονούφριος, ελθούσα η Λευκίππη του είπε την αιτίαν της λύπης αυτής, προσθέσασα ότι δεν ευρέθη ουδείς θεός, από τόσους τους οποίους προσκυνεί, να την λυτρώση από την αισχύνην και το όνειδος της ατεκνίας. Ευρών τότε τον καιρόν κατάλληλον ο Ονούφριος δια να οδηγήση την Λευκίππην προς την ευσέβειαν, απεκρίθη πανσόφως και της λέγει· «Πως είναι δυνατόν να σε λυτρώσουν της αισχύνης οι κατησχυμμένοι θεοί σου και να σου δώσουν παιδίον οι ανύπαρκτοι; Εάν θέλης να πιστεύσης εις τον αληθή Θεόν, αυτός ως παντοδύναμος δύναται ουχί μόνον να σου δώση τεκνογονίαν, αλλά να σου κάμη και άλλας μεγάλας χάριτας». Ταύτα ακούσασα η Λευκίππη, εδέχθη ως καλή γη εις την ψυχήν τον σπόρον της πίστεως και τον ηρώτησε, να της είπη δια τον νόμον των Χριστιανών πως πιστεύουσιν. Ο δε είπεν εις αυτήν καταλεπτώς το της Τριάδος μυστήριον, την Σάρκωσιν του Χριστού, το Πάθος και την Ανάστασιν και τα επίλοιπα άπαντα, καθώς και όσα έπρεπε να τελέση αυτή, ήτοι ελεημοσύνας και άλλας αρετάς και προ πάντων την εσυμβούλευσε να λάβη το Άγιον Βάπτισμα, δια να καθαρισθή από τους προτέρους μολυσμούς και βδελύγματα· της έδειξε δε και το σχήμα των Μοναχών, το οποίον εφόρει κρυφίως, δια να μη τον γνωρίζουν οι άνθρωποι, της είπε δε και ότι, δια να οδηγήση αυτήν εις την ευσέβειαν και να σώση την ψυχήν της, προσεποιείτο ότι ήτο επαίτης. Η δε είπεν εις αυτόν· «Δύο μεγάλα εμπόδια έχομεν εις αυτήν την υπόθεσιν· ένα μεν ότι μισούσι πολλά τους Χριστιανούς οι άρχοντες και τους δίδουσι δεινά κολαστήρια, άλλο δε ότι δεν είναι δυνατόν να είμαι εγώ Χριστιανή και ο άνδρας μου ειδωλολάτρης». Ο δε Ονούφριος απεκρίνατο, ότι εις ολίγας ημέρας γίνεται Χριστιανός και ο άνδρας της και άλλους ψυχωφελείς λόγους της είπεν. Όθεν επίστευσεν εις τον Χριστόν εξ όλης ψυχής και του υπεσχέθη να πληρώση όλα του τα πράγματα. Αφού λοιπόν κατήχησεν αυτήν ικανώς και ετέλεσεν όσα ήσαν αρμόδια, εγέμισαν αι υπηρέτριαι ένα πιθάρι ύδωρ και την εβάπτισεν ο Ονούφριος. Έπειτα νουθετήσας αυτήν να φυλάττη την πίστιν του Σωτήρος Χριστού ακριβώς και τας σωτηρίους εντολάς αυτού ανεχώρησεν. Εις ολίγας ημέρας ηννόησεν η Λευκίππη ότι έμεινεν έγκυος· όθεν δεν εκοιμήθη πλέον με τον άνδρα της, αλλά έφευγε την κοινωνίαν του, δια να μη μολύνη το Άγιον Βάπτισμα· ανήγγειλε δε εις αυτόν το χαρμόσυνον γεγονός· ο δε, ως μωρός και άγνωστος, ηθχαρίστει τους ανοήτους θεούς του, νομίζων ότι αυτοί του έδωκαν την τοιαύτην δωρεάν. Η Λευκίππη όμως, ως γνωστικλη και φρόνιμος, τον απήλλαξεν από την τοιαύτην πλάνην λέγουσα· «Παρακαλώ σε, Κλειτοφών, να μη τους ονομάζης πλέον θεούς, διότι εγώ ένα Θεόν προσκυνώ, τον Ποιητήν και Δεσπότην πάσης της κτίσεως, όστις ουχί μόνον την στείρωσίν μου έλυσεν, αλλά και όσα άλλα θαυμάσια βουληθή εν ευκολία τα τελειοί, ως Θεός παντεξούσιος και πάντα δυνάμενος». Της λέγει ο ανήρ· «Και τις είναι αυτός ο δυνατός Θεός, όστις τοιαύτην καλωσύνην μάς έκαμεν;» Η δε απεκρίνατο· «Εις το όνειρόν μου τον είδα έχοντα απλωμένας τας χείρας εις τον Σταυρόν και παρευθύς με ένα του λόγον επρόσταξε την φύσιν ως δούλην αυτού και υπήκοον και παραδόξως συνέλαβον· εις αυτόν λοιπόν τον γλυκύτατον και πάντα δυνάμενον Θεόν ολοψύχως και ημείς ας πιστεύσωμεν». Ο δε Κλειτοφών ολίγον συλλογισθείς απεκρίνατο· «Γνωρίζω δια ποίον λέγεις, ότι αυτός έχει δύναμιν άμαχον, αλλά πως θα υπομείνωμεν την του βασιλέως σκληρότητα;» Η δε τον λόγον αρπάσασα απεκρίνατο· «Ας φυλάττωμεν ημείς το πρέπον σέβας εις αυτόν κρυφίως, έως ου οικονομήση η Χάρις του να τον ομολογήσωμεν και φανερά, να περιπατήσωμεν εις ημέραν ευσχημόνως, εκτελούντες τα έργα του φωτός και της Χάριτος». Ιδούσα λοιπόν η Λευκίππη ότι συγκατατίθεται εις την βάπτισιν και ο ανήρ της, του ωμολόγησε καταλεπτώς την υπόθεσιν, ότι δηλαδή την εβάπτισεν ο Ονούφριος, προφητεύσας μάλιστα ότι μέλλει να βαπτισθή και αυτός και ότι δια την προς τον Χριστόν πίστιν έλαβε και την δωρεάν της εγκυμοσύνης. Όθεν τον παρεκίνησε να μη αργήση να λάβη το θείον χάρισμα. Ελθών λοιπόν και πάλιν ο σοφός Ονούφριος εβάπτισε και αυτόν, και τον εδίδαξε τα απόρρητα της ευσεβείας μυστήρια. Πληρωθέντος δε του χρόνου εγέννησεν η Λευκίππη παιδίον αρσενικόν, και δι’ αγάπην του διδασκάλου των το επωνόμασαν Ονούφριον, αλλά όταν το εβάπτισεν εκείνος το ωνόμασε Γαλακτίωνα, και η κλήσις προφητεία τού έγινεν, διότι ως καθαρός και ευγενής από ευγενείς γονείς γεννηθείς, εφύλαξε μέχρι αίματος την πίστιν καθαράν και αμόλυντον. Όσον δε ο νέος ετρέφετο, τόσον επλήθυνεν εκ φύσεως και η γνώσις του και τόσα γράμματα έμαθεν εις ολίγα έτη, ώστε υπερέβη και τους διδασκάλους του. Όταν ο Γαλακτίων έγινε ετών είκοσι τεσσάρων, είχεν ο πατήρ του μεγάλην φροντίδα να τον υπανδρεύση, επειδή η μακαρία Λευκίππη ήτο αποθαμμένη πρότερον· έτυχε λοιπόν παρθένος τις ωραία, ευγενής και περίδοξος, Επιστήμη ονόματι, την οποίαν έδωσαν δια γυναίκα του Γαλακτίωνος, την οποίαν δια της βίας εδέχθη ούτος δια να μη γίνη παρήκοος εις τον πατέρα του, αλλά δεν συνεκοινώνησε σαρκικώς μετ’ αυτής τελείως, διότι ήτο αλλοτρία της των Χριστιανών πίστεως. Όθεν η κόρη κατά πολλά εθαύμαζε, πως δεν την ήγγιζε καν να την φιλήση κατά την τάξιν του κόσμου ως ανήρ της και τον ηρώτησε λέγουσα· «Διατί, αγαπημένε μου νυμφίε, έχεις τοιούτον μίσος κατ’ εμού; Τι κακόν σου έκαμα και βδελύττεσαι τοσούτον την κοινωνίαν μου;» Ο δε απεκρίνατο· «Εάν συ δεν συγκοινωνήσης εις την πίστιν μου πρότερον και καθαρισθής με το Άγιον Βάπτισμα, δεν συγκοινωνώ μετά σου, διότι άπρεπον είναι να ενωθή καθαρός με ακάθαρτον· λοιπόν εάν ποθής την συμβίωσίν μου, κάμε αυτό το οποίον σε συμβουλεύω προς το συμφέρον σου». Εδέχθη λοιπόν η Επιστήμη και την εβάπτισεν ο ίδιος ο άνδρας της, επειδή δεν είχον Ιερέα, εάν δε υπήρχε και τις, δια τον φόβον εκρύπτετο. Την ογδόην ημέραν, αφ’ ης έλαβεν η Επιστήμη το Άγιον Βάπτισμα, είδεν εις τον ύπνον της οπτασίαν θαυμασίαν, ότι ευρέθη εις βασιλικά παλάτια ωραία, εις τα οποία είδε τρεις χορούς· ο εις ήσαν άνδρες έντιμοι και σεβάσμιοι ενδεδυμένοι μαύρην στολήν κόσμιον, ο δεύτερος χορός ήσαν γυναίκες με στολήν ομοίαν των ανδρών μέλαιναν, ο δε τρίτος χορός ήσαν παρθένοι και είχον τοσαύτην λάμψιν, ώστε εχαίρετο να βλέπη τις την τοσαύτην αυτών λαμπρότητα. Ερωτήσασα δε η Επιστήμη τίνες ήσαν οι χοροί εκείνοι, της απεκρίθη φωνή τις λέγουσα· «Οι μεν δύο πρώτοι χοροί είναι εκείνοι, οίτινες ηρνήθησαν τον κόσμον και έγιναν Μοναχοί, άνδρες και γυναίκες· ο δε τρίτος χορός είναι εκείνοι οίτινες παρέμειναν άγαμοι και επειδή εφύλαξαν την παρθενίαν των άφθορον, έχουσιν υπέρ τους άλλους τοσαύτην λαμπρότητα». Εγερθείσα του ύπνου η Επιστήμη ανήγγειλε το όραμα εις τον άνδρα αυτής, συνεφώνησαν δε από κοινού να φυλάξουν παρθενίαν έως τέλους της ζωής των, δια να κληρονομήσουν την τοσαύτην δόξαν και ωραιότητα και δια να είναι με την παρθενίαν η συμπάθεια σύμμικτος. Της είπε δε ο Γαλακτίων να διαμοιράσουν όλον τον πλούτον των εις πένητας, δια να εύρουν θησαυρόν άσυλον, κατά τον δεσποτικόν λόγον, εις τον Παράδεισον. Αφού διένειμον όλα των τα υπάρχοντα κινητά και ακίνητα, συνεφώνησαν να αναχωρήσουν εις τόπον έρημον και εκεί να μονάσουν οι τρισμακάριοι. Λαβόντες όθεν εις την συνοδείαν των δούλον τινα ηγαπημένον, ονόματι Ευτόλμιον, επεριπάτουν δέκα ημέρας, έως ου έφθασαν πλησίον του όρους Σινά, εις τόπον λεγόμενον Πούπλιον, εις τον οποίον εύρον ερημίτας δώδεκα. Τούτους συνεβουλεύθησαν και τους παρεκάλεσαν να τους δεχθούν εις την συνοδείαν των· εκείνοι όμως εκράτησαν μόνον τον Γαλακτίωνα, την δε Επιστήμην έστειλαν εις Ασκητήριον, εις το οποίον έμενον τέσσαρες άλλαι Μοναχαί και ησκήτευον. Έμεινε λοιπόν με τους λοιπούς ο Γαλακτίων πάσαν αρετήν επιμελώς εργαζόμενος και βάλλων εις όλας τας αισθήσεις μέτρα και όρια, δια να υποτάσσωνται αύται εις τον σώφρονα λογισμόν. Τοσαύτην δε εγκράτειαν εφύλαττεν, ώστε επί δύο έτη δεν έτρωγεν, ειμή μόνον άπαξ της εβδομάδος ολίγον άρτον και ύδωρ, τόσον ώστε να μη αποθάνη από την μεγάλην εγκράτειαν. Ηγρύπνει καθ’ εκάστην και ακαταπαύστως προσηύχετο, την δε σωφροσύνην τοσούτον επόθησεν, ώστε δεν ηθέλησε να ίδη γυναίκα τελείως. Δύο δε αδελφοί απ’ εκείνους τους Ασκητάς είχον μητέρα υπέργηρων και πλείστα ενάρετον, αδύνατον από το γήρας και την εγκράτειαν και τον παρεκάλεσαν να δεχθή, όπως έλθη και την ευχηθή, αλλά ούτε αυτήν, ήτις ήτο γραία και αγία γυνή δεν εδέχθη. Εις τοσαύτην λοιπόν αρετήν του γλυκυτάτου Γαλακτίωνος αγωνιζομένου, ωργίσθη ο μισάνθρωπος διάβολος και μη έχων πως άλλως να τον βλάψη, ηρέθισεν εις οργήν τον βασιλέα και τον εσκλήρυνε σφόδρα κατά των Χριστιανών. Ακούσας λοιπόν εκείνος από τινας ασεβείς, ότι εις το Σίναιον όρος ήσαν τινές, οι οποίοι υβρίζουν τους θεούς του, προσκυνούντες τον Εσταυρωμένον, εξεμάνη και έστειλε στρατιώτας εις το όρος αυτό δια να του φέρουν δεδεμένους όσους Χριστιανούς εύρωσιν εκεί. Κατ’ εκείνας τας ημέρας είδε πάλιν η Επιστήμη, εκεί εις την άσκησιν, όραμα, ότι επήγαν ομού με τον Γαλακτίωνα εις παλάτιον και έβαλον εκάστου εις την κεφαλήν πολυτίμητον στέφανον. Το πρωϊ εφανέρωσεν εις την οικονόμον της Μονής εκείνης το όραμα, ήτις της είπε την εξήγησιν, διότι ήτο φανερά, ήτοι ότι τους προσεκάλει ο Βασιλεύς των βασιλευόντων εις το μαρτύριον, να τους ανταμείψη με αμάραντον στέφανον. Ελθόντες λοιπόν εις το όρος οι στρατιώται, συνέλαβον μόνον Μοναχούς, ήτοι τον Γαλακτίωνα και άλλον ένα οι δε επίλοιποι έφυγον. Τούτο μαθούσα η Επιστήμη έπεσεν εις τους πόδας της Διακόνου και την παρεκάλει να της συγχωρήση να ακολουθήση τον Γαλακτίωνα, δια να του γίνη συνοδοιπόρος και σύντροφος εις όσας θλίψεις και κολαστήρια του συνβαίνωσι και εάν τον δικάσουν εις θάνατον δεινόν να λάβη και αυτή μετά χαράς μετ’ αυτού το ποθούμενον τέλος, καθώς συνεφώνησαν να έχουν μίαν γνώμην κατά Θεόν και μίαν θέλησιν πάντοτε. Η δε Διάκονος εδοκίμασε πολλά να την κρατήση, μη γινώσκουσα την έκβασιν των πραγμάτων, αλλά δεν έστερξεν η θαυμασία και πάνσοφος αύτη κόρη. Όθεν βλέπουσα η Διάκονος τον μεγάλον αυτής πόθον, την εσυγχώρησε να απέλθη, η δε απεχαιρέτησεν αυτήν και τρέχουσα προφθάνει τον Γαλακτίωνα και λέγειταύτα προς αυτόν δακρύουσα· «Κύριέ μου και οδηγέ της σωτηρίας μου, ενθυμήσου την συμφωνίαν μας και μη με παραιτήσης την δούλην σου, αλλά καθώς είμεθα ομόγνωμοι εις την ζωήν και ομόψυχοι, ούτως είναι πρέπον και να μαρτυρήσωμεν ομού δια τον Σωτήρα μας, δια να μείνωμεν και μετά θάνατον αθάνατοι, εις μίαν δόξαν και αγαλλίασιν, ίνα μη χωρισθώμεν ουδέποτε». Ταύτα οι υπηρέται της ασεβείας ακούσαντες, έδεσαν και αυτήν και την επήγαιναν με τον Άγιον, ο οποίος εις όλον τον δρόμον την ενουθέτει και της έλεγε να ίσταται ανδρείως, να μη δειλιάση προσωρινά κολαστήρια και άλλα τοιαύτα αρμόδια κατ’ εκείνην την περίστασιν. Αφού λοιπόν έφθασαν εις τον τύραννον, ητένισεν ούτος τον Άγιον με βλέμμα άγριον λέγων· «Τις είναι ούτος ο αναιδέστατος, όστις τολμά να καταφρονή τους ζώντας θεούς, προσκυνών θεόν κακοθάνατον;» Ο δε Άγιος με παρρησίαν πολλήν απεκρίνατο· «Μοναχός είμαι εις το αξίωμα και ονομάζομαι Χριστιανός από τον Χριστόν μου, τον οποίον προσκυνώ ως φρόνιμος, επειδή αυτός μόνος είναι Θεός αθάνατος, ενώ οι δικοί σας θεοί είναι άψυχοι όντως και αναίσθητοι, σεις δε πάλιν, όσοι σέβεσθε τοιαύτα βδελύγματα, είσθε τυφλότεροι τούτων και άξιοι γέλωτος». Τότε προστάσσει ο τύραννος να δέσωσιν οπίσω τας χείρας του και να τον δέρουν με βούνευρα άσπλαγχνα. Καθ’ ον δε χρόνον τον έδερον, ιδούσα τούτον η Επιστήμη, επόνεσεν εις την ψυχήν και λέγει ταύτα προς τον δικάζοντα· «Ω ψυχή άσπλαγχνος, διατί δεν λυπείσαι τοιούτον νέον ευγενέστατον, ούτινος είναι τρυφερά τα μέλη του και αδύνατα τοσούτον από την άσκησιν, αλλά τον δέρετε τόσον αχόρταγα;» Ταύτα ακούων ο τύραννος είπε προς τους στρατιώτας· «Γυμνώσατε και αυτήν την αναίσχυντον και δέρετε αυτήν ανηλεώς, δια να μη έχη τόσην αυθάδειαν, αλλά να ομιλή ευτακτώτερα». Τότε οι του παρανόμου δικαστού υπηρέται, παρανομώτεροι και ασπλαγχνότεροι τούτου, έδειραν την Αγίαν απανθρώπως ώραν πολλήν και την εβασάνιζον, υπέμεινε δε αύτη η μακαρία τας πληγάς με αγαλλιώμενον πρόσωπον και ωνείδιζε τον δικαστήν λέγουσα· «Δεν έπρεπεν, άσεμνε, να ξεγυμνώσης μίαν κόρην σεβασμίαν και εύσχημον, να την βλέπωσι τόσοι άνθρωποι εις το θέατρον και να με παιδεύητε αδίκως ώσπερ φονεύτριαν. Δια ταύτην όμως την πράξιν σας δικαίως σας αναμένουσι τα αιώνια κολαστήρια, αλλά και εδώ πάλιν δεν θέλει λείψει η πρόσκαιρος τιμωρία». Ενώ δε ταύτα με πνεύμα προφητικόν έλεγεν η Μάρτυς, παρευθύς έφθασεν η θεία δίκη τους αδίκους δικαίως παιδεύουσα και έμειναν τυφλοί άπαντες οι παριστάμενοι πλησίον του άρχοντος. Αλλά τούτο συνέβη πρώτον μεν εις δόξαν της Μάρτυρος, δεύτερον δε εις αυτούς οίτινες την επαίδευον έγινε σωτηρίας πρόξενος· διότι η τύφλωσις των σωματικών οφθαλμών εφώτισε της ψυχής τα όμματα και εγνώρισαν το φως της θεογνωσίας, παρρησία τον Χριστόν Θεόν ομολογήσαντες. Όθεν αντιστρόφως πάλιν με το φως της ψυχής απέλαβον και του σώματος, και εφωτίσθησαν ύστερον· μόνον δε ο ανόητος τύραννος έμεινεν εις το σκότος της ασεβείας δια την υπερβάλλουσαν κακίαν και πονηρίαν του και προστάσσει να πελεκήσωσιν οξέα καλάμια και να τα καρφώσωσιν εις τους όνυχας των Αγίων, οίτινες υπέμειναν καρτερικώς και ταύτην την πάνδεινον βάσανον ευχαριστούντες τον αληθή Θεόν και υβρίζοντες τα επάξια γέλωτος είδωλα. Η δε αιμοβόρος και μισάνθρωπος εκείνη ψυχή εχαίρετο να βλέπη ανθρώπινα αίματα εκχυνόμενα και προστάσσει να κόψουν τας χείρας, τους πόδας(φεύ!) και τας γλώσσας των Αγίων, υπέμειναν όμως ούτοι οι μακάριοι γενναίως και ταύτην την άρρητον βάσανον, ευλογούντες τον Θεόν εις πάσαν εκκοπήν των μελών και ευχαριστούντες αυτόν, όστις τους ηξίωσε να λάβουν δεινά κολαστήρια δι’ αγάπην του. Τότε έδωκεν ο μιαρός κατά των Αγίων και την δια ξίφους τελευταίαν απόφασιν και έκοψαν τας ιεράς αυτών κεφαλάς τη Πέμπτη του Νοεμβρίου μηνός, ήσαν δε ο μεν Γαλακτίων χρόνων τριάκοντα, η δε Επιστήμη δέκα εξ. Τότε ο ευγνώμων δούλος Ευτόλμιος ετόλμησε και έλαβε τα τούτων σεβάσμια λείψανα· διότι καθώς ποτέ δεν τους απηρνήθη, αλλ’ ήτο πιστός προς αυτούς και υπήκοος εις όλα των τα προστάγματα πάντοτε, ούτω και τότε ηκολούθησεν αυτούς και μετά την αυτών τελείωσιν ετέλεσεν όλα τα πρέποντα, ενταφιάσας εντίμως τα τίμια και πάνσεπτα λείψανά των, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου