Αχιλλάς ο Όσιος πατήρ ημών ήτο αναχωρητής και ησκήτευεν εις την έρημον της Αιγύπτου, γράφει δε περί τούτου ο Ευεργετινός, ότι επήγε ποτέ εις τον Αββάν Ησαϊαν και εύρεν αυτόν τρώγοντα και έχοντα εις το πινάκιον άλας και ύδωρ. Ο δε Ησαϊας, ιδών τον Όσιον Αχιλλάν, έκρυψε κατ’ οικονομίαν το πινάκιον οπίσω του κοφινίου το οποίον έπλεκε, δια να μη σκανδαλίση αυτόν, επειδή δεν υπήρχε τοιαύτη συνήθεια εις την Σκήτην. Ο δε Αχιλλάς, βλέπων αυτόν τρώγοντα και ουδέν ενώπιον αυτού έχοντα, ηρώτησεν αυτόν τι έτρωγεν. Ο δε Ησαϊας απεκρίθη· «Συγχώρησόν μοι, Αββά, ότι έκοπτον θαλλία φοινίκων εις το καύμα, όθεν έβαλον εις το στόμα μου άρτον ξηρόν και δεν κατέβαινεν, επειδή εξηράνθη από το καύμα ο φάρυγξ μου, δια τούτο ηναγκάσθην να βάλω ύδωρ και άλας, ίνα βρέξω εις αυτά τον άρτον μου και δυνηθώ να τον φάγω».
Τότε λέγει ο Αββάς Αχιλλάς: «Ελάτε να ίδητε, ω Πατέρες της Σκήτης, τον Ησαϊαν, όστις τρώγει ζωμόν, ευρισκόμενος εις Σκήτην». Είτα λέγει προς αυτόν· «Εάν θέλης να τρώγης ζωμόν, ύπαγε εις την Αίγυπτον». Τοιαύτην εγκράτειαν είχον τότε εις τας Σκήτας. Εις τούτον τον Αββά Αχιλλάν επήγε ποτέ γέρων τις, όστις ιδών αυτόν ότι έρριψεν από το στόμα του αίμα ηρώτησεν αυτόν· «Τι είναι τούτο»; Ο δε απεκρίθη· «αυτό το αίμα είναι λόγος σκληρός ενός αδελφού, όστις με ελύπησε και εγώ ηγωνίσθην να μη φανερώσω εις κανένα τον λόγον αυτόν, παρακαλέσας τον Θεόν να αρθή η ενθύμησίς του απ’ εμού. Όθεν ο λόγος εκείνος έγινεν αίμα εις το στόμα μου και τώρα πτύσας αυτόν ανεπαύθην, λησμονήσας την λύπην». Του Οσίου τούτου την μνήμην τιμώσα η μήτηρ ημών Εκκλησία εορτάζει αυτήν κατά την παρούσαν ιζ΄ (17ην) Ιανουαρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου