Θεοδούλη η Αγία Μάρτυς ήτο εκ της Αναζάρβου, πόλεως της Κιλικίας, έζη δε κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των βασιλέων, εν έτει 298, υπό των οποίων εστάλη εις την Ανάζαρβον ηγεμών τις ονόματι Πελάγιος, δια να τιμωρήση τους εκεί ευρισκομένους Χριστιανούς. Τότε λοιπόν και η Αγία αύτη Θεοδούλη εκρατήθη ως Χριστιανή και παρέστη εις το κριτήριον του Πελαγίου. Όθεν ομολογήσασα τον Χριστόν Θεόν αληθινόν ενώπιον πάντων, εκρεμάσθη από τας τρίχας τής κεφαλής επί κυπαρίσσου· έπειτα επληγώνετο τους μαστούς αυτής με σούβλας πεπυρακτωμένας.
Ο δε ηγεμών βλέπων ότι όχι μόνον εις ουδέν ελογίζετο η Μάρτυς τας βασάνους, αλλά και κατεγέλα αυτόν και το είδωλον τού Ανδριανού συνέτριψε και πάλιν αυτό αποκατέστησε δια της προσευχής κατά την ιδικήν του παράκλησιν, όστις υπεσχέθη ότι, εάν αποκαταστήση αυτό, θα γίνη Χριστιανός, ηγανάκτει ο ταλαίπωρος και τρισάθλιος και δεν εγνώριζε τι να πράξη. Ελλάδιος δε ο κομενταρήσιος, παριστάμενος τότε εκεί, λέγει προς τον Πελάγιον· «Δος εις εμέ την εξουσίαν και αν εγώ δεν καταπείσω αυτήν να θυσιάση εις το είδωλον του Αδριανού, αποκεφάλισόν με». Όθεν και έλαβεν ευθύς την εξουσίαν να πράξη αυτός ό,τι διελογίζετο. Ποιήσας λοιπόν ούτος πέντε καρφία, τα μεν δύο ενέπηξεν εις τα ώτα της Αγίας, το δε εν εις το μέτωπόν της και τα άλλα δύο εις τους μαστούς της. Αφού δε τα εκάρφωσεν όλα, ύψωσεν η Αγία τους οφθαλμούς της διανοίας της εις τον ουρανόν και προσηυχήθη εις τον Θεόν, όπως χαρίση υπομονήν εις αυτήν και υποφέρη την ανυπόφορον εκείνην βάσανον· όθεν μετ’ ολίγον εδόθη εις την Αγίων η υπομονή, την οποίαν εζήτησε. Βλέπων δε ο κομενταρήσιος την τοσαύτην υπομονήν και γενναιοκαρδίαν της Αγίας και ότι την πικράν εκείνην βάσανον ενόμιζεν ως ουδέν, προς τούτοις δε στοχασθείς και ότι, αν δεν πεισθή η Αγία να αρνηθή τον Χριστόν, θα κινδυνεύση η ζωή του, καθώς υπεσχέθη, προσεκάλεσε την Αγίαν εις την οικίαν του και παρεκάλει αυτήν να θυσιάση μετ’ αυτού εις τα είδωλα. Η δε Αγία, βλέπουσα τον φόβον υπό του οποίου εκείνος κατείχετο, εποίησε προσευχήν υπέρ αυτού εις τον Θεόν και είτα διδάξασα αυτόν δια των θείων αυτής λόγων, τον κατέπεισε να γίνη Χριστιανός. Ότε λοιπόν εξημέρωσε, παρέστη εις τον Πελάγιον ο κομενταρήσιος μετά της Αγίας και λέγει προς αυτόν· «Δεν ηδυνήθην να πείσω την δούλην τού όντως αληθινού Θεού να παρεκκλίνη της αγαθής και ευθείας οδού, την οποίαν βαδίζει, αυτή δε μάλλον μετέβαλεν εμέ και με ηξευθέρωσεν από το σκότος της αγνωσίας, εις το οποίον έως τώρα ευρισκόμην, φωτίσασα τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής μου δια των θείων της λόγων και προσενεγκούσα με εις τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν». Ταύτα ακούσας ο Πελάγιος ήναψεν από τον θυμόν· όθεν προσέταξε να κοπή η κεφαλή αυτού και να ριφθή το σώμα του εις την θάλασσαν· ούτω δε ετελείωσεν ο μακάριος Ελλάδιος το μαρτύριον και ανήλθε στεφηφόρος εις τους ουρανούς. Την δε Αγίαν προσέταξε να ρίψωσιν εντός ανημμένης καμίνου, από της οποίας διαφυλαχθείσα αβλαβής προσηύχετο εν αυτή και εδόξαζε τον Θεόν. Όθεν απορών ο ηγεμών, εφώναξε μεγάλως· «Τι να πράξω με αυτήν την βιαιοθάνατον»! Εις δε των παρεστώτων, Βοηθός ονομαζόμενος, είπεν· «Παράδος αυτήν εις εμέ, ω ηγεμών, διότι εγώ δεν είμαι άφρων και άγνωστος, καθώς ήτο ο κομενταρήσιος, ίνα πεισθώ εις αυτήν». Ο δε άρχων παρέδωκε την Αγίαν εις αυτόν. Λαβών λοιπόν ο Βοηθός την Μάρτυρα εις την οικίαν του, εδέχθη και αυτός τους λόγους και τας διδασκαλίας της και ηλλοιώθη την θείαν αλλοίωσιν, ως και ο κομενταρήσιος. Παρέστη λοιπόν την επιούσαν ημέραν και αυτός εις τον Πελάγιον ομού με την Αγίαν και λέγει προς αυτόν· «Έρχομαι, ω ηγεμών, να σοι φανερώσω τα κατ’ εμέ πράγματα· γνώριζε λοιπόν ότι και εγώ ομολογώ τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, και ότι αι ελπίδες των υποσχέσεών μου εφάνησαν μάταιαι και κεναί, διότι κάλλιον είναι να φανώ ψεύστης και να γίνω συγκληρονόμος του Χριστού ή να αληθεύσω και να κερδίσω την γέενναν του πυρός. Αλλά και συ, ω ηγεμών, έπρεπε να ευχαριστήσης τον αληθινόν Θεόν, όστις σε ελύτρωσεν από τον θάνατον και να πιστεύσης εις αυτόν, καθώς υπεσχέθης. Συ όμως όχι μόνον τούτο δεν έπραξας, αλλά και εφάνης αχάριστος και την ευεργέτιδά σου Θεοδούλην παρέδωκας εις ανυποφόρους βασάνους». Ταύτα ως είπεν ο Βοηθός, προσέταξεν ο Πελάγιος και απέκοψαν την τιμίαν αυτού κεφαλήν, την δε Αγίαν προσέταξε να τανύσουν επί πεπυρακτωμένης εσχάρας, άνωθεν δε της εσχάρας να ραντίζηται πίσσα, έλαιον και κηρίον, ίνα με αυτά ανάπτηται η εσχάρα περισσότερον. Και ο μεν Βοηθός, τελειώσας το μαρτύριόν του, απήλθε προς Κύριον· η δε Θεοδούλη, προσευξαμένη, ανέβη επάνω εις την εσχάραν· και άμα η εσχάρα εδέχθη αυτήν, εσκορπίσθη και κατέκαυσε τους περισσοτέρους από αυτούς. Όθεν έβαλον την Αγίαν εις την φυλακήν· την δε ερχομένην ημέραν ανήφθη μεγάλη κάμινος και εβλήθη εις αυτήν η Αγία ομού με τον Ευάγριον, τον Μακάριον και άλλους πολλούς Αγίους, εκεί δε έλαβον όλοι ομού το μακάριον τέλος του μαρτυρίου και τους αμαράντους στεφάνους παρά Κυρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου