Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

Τη Β΄ (2α) Ιανουαρίου Τη ΙΘ΄ (19η) Ιουλίου μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΣΕΡΑΦΕΙΜ του Ρώσου ασκήσαντος εις την έρημον του Σαρώφ.

Σεραφείμ ο Όσιος Πατήρ ημών, ο εις την έρημον του Σαρώφ ασκήσας, εγεννήθη εκ γονέων ευσεβών την ιθ΄ (19ην) Ιουλίου του έτους αψνθ΄ (1759) εις την πόλιν Κούρσκ της Ρωσίας. Ο πατήρ του ήτο εργολάβος οικοδομών, ιδιαιτέρως δε ηυχαριστείτο όταν ανελάμβανε την ανοικοδόμησιν ιερών Ναών, έργον δια το οποίον ησθάνετο βαθυτάτην ψυχικήν αγαλλίασιν. Η μήτηρ αυτού Αγάθη Φωτίεβνα εξετιμάτο ιδιαιτέρως δια την ευσέβειαν και τας αγαθοεργίας της. Αμφότεροι λοιπόν οι γονείς, διακρινόμενοι δια την ευσέβειαν και την Χριστιανικήν πίστιν των, ανέτρεφον τα τρία τέκνα των, δύο υιούς και μίαν θυγατέρα, εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Νεώτερος την ηλικίαν μεταξύ των τριών τέκνων των ευσεβών γονέων ήτο ο μικρός Προχόρ (Πρόχωρος), όπως ωνομάσθη κατά το Άγιον Βάπτισμα ο Όσιος.

Εις ηλικίαν τριών ετών ο μικρός Προχόρ απώλεσε τον πατέρα του, ο οποίος κατ’ εκείνον τον καιρόν είχεν αναλάβει την ανέγερσιν ενός μητροπολιτικού Ναού, τον οποίον δεν επρόφθασε να αποτελειώση. Μετά τον θάνατον του συζύγου της το έργον συνέχισεν η σύζυγός του, η οποία ήτο υποχρεωμένη να εργασθή δια να δυνηθή να αναθρέψη τα τρία ορφανά τέκνα της, φροντίζουσα συγχρόνως και δια την προκοπήν των εις την ευσέβειαν. Ο μικρός Προχόρ συχνά συνώδευε την μητέρα του, όταν εκείνη καθημερινώς μετέβαινεν εις την οικοδομήν του ανεγειρομένου Ναού και έδιδε τας αναγκαίας οδηγίας εις τους εργαζομένους εις αυτήν. Μίαν ημέραν ανήλθε μετ’ αυτής εις το κωδωνοστάσιον του Ναού και ο μικρός Πρόχωρος. Εκεί όμως είτε από απροσεξίαν είτε και κατά θείαν οικονομίαν, ίνα από της ηλικίας αυτής φανή ότι ο Προχόρ ήτο σκεύος εκλεκτόν του Θεού προωρισμένον δι’ υψηλά έργα, ο μικρός ωλίσθησε και από του ύψους του κωδωνοστασίου κατέπεσεν εις το έδαφος. Όλοι κατελήφθησαν από φρίκην και κυρίως η μήτηρ του, ήτις έσπευσε να κατέλθη, διότι ενόμισαν ότι ο μικρός Προχόρ θα μετεβάλλετο εις άμορφον σωρόν αιματωμένων σαρκών. Όλοι όμως έμειναν κατάπληκτοι, όταν σπεύσαντες εις το σημείον του δυστυχήματος εύρον τον μικρόν Προχόρ ιστάμενον όρθιον, χωρίς την ελαχίστην αμυχήν, ως εάν είχε πηδήσει οικειοθελώς από μικρόν ύψος, όπως πράττουν πολύ συχνά οι παίδες της ηλικίας του. Όταν ο Προχόρ ήρχισε να φοιτά εις το σχολείον, έδειξεν ιδιαιτέραν αντίληψιν και ταχύτητα εις την εκμάθησιν των διδασκομένων. Ιδιαιτέρως ενετρύφα εις την μελέτην των ιερών βιβλίων, ώστε εις την ηλικία των δέκα ετών εγνώριζε πολύ περισσότερα από όσα εγνώριζον παίδες πολύ μεγαλυτέρας ηλικίας από εκείνον. Ηναγκάσθη όμως να διακόψη τας σπουδάς του λόγω σοβαράς ασθενείας. Μίαν νύκτα, κατά την διάρκειαν της ασθενείας του αυτής, ο Προχόρ είδε καθ’ ύπνους την Υπεραγίαν Θεοτόκον, η Οποία υπεσχέθη εις αυτόν ότι θα τον εθεράπευε. Και ο λόγος αυτός της Κυρίας των Ουρανών δεν εβράδυνε να γίνη έργον. Μετ’ ολίγας ημέρας οι κάτοικοι του Κούρσκ ετέλουν λιτανείαν παρακαλούντες τον Θεόν να αποστείλη εις αυτούς το έλεός του, ήτοι βροχήν, διότι η ανομβρία ηπείλει να αφανίση ανθρώπους και ζώα και φυτά. Όταν η λιτανεία διήρχετο προ της οικίας της, η μήτηρ του ασθενούς εσήκωσεν αυτόν εις τας αγκάλας της και με βαθείαν πίστιν τον απέθεσεν εις το έδαφος προ της θαυματουργού εικόνος της Θεοτόκου. Αυτοστιγμεί ο ασθενής έγινε τελείως υγιής. Έκτοτε ο δια της χάριτος της Θεοτόκου θεραπευθείς νέος επεδόθη με μεγαλύτερον ζήλον εις την μελέτην της Αγίας Γραφής και άλλων ψυχωφελών βιβλίων, τα οποία διαρκώς κατηύθυνον την ψυχήν και το πνεύμα του προς τον Θεόν. Ο μεγαλύτερος αδελφός του ησχολείτο με το εμπόριον και συχνά παρελάμβανε μεθ’ εαυτού τον αδελφόν του δια να τον βοηθή εις την εργασίαν του και προ πάντων δια να μένη εις το κατάστημα, όταν εκείνος ησχολείτο με εξωτερικάς υποθέσεις. Ο Πρόχωρος προθύμως εβοήθει τον αδελφόν του, αλλά συγχρόνως ελυπείτο, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπον περιωρίζετο ο χρόνος, τον οποίον διέθετε δια την μελέτην των Αγίων Γραφών και των βιβλίων των Πατέρων της Εκκλησίας. Παρά την απασχόλησίν του όμως αυτήν ουδέποτε παρέλειπε να εγείρεται από βαθείας νυκτός και να μεταβαίνη εις την Εκκλησίαν, δια να παρακολουθήση τον Όρθρον και να προσευχηθή με όλην την θέρμην της νεανικής ψυχής του εις τον Θεόν. Όταν ο Πρόχωρος έφθασεν εις την ηλικίαν των 18 ετών απεφάσισε να εγκαταλείψη τον κόσμον και τα εν τω κόσμω και να αφιερωθή εις την μοναχικήν ζωήν. Η ζωή των μεγάλων Ασκητών Αντωνίου, Ευθυμίου και των άλλων εγέμιζαν την ψυχήν του από θαυμασμόν και αγάπην δια την ερημητικήν ζωήν. Και δεν υπήρχον βεβαίως εις την Ρωσίαν έρημοι ως η της Νιτρίας ή της Θηβαϊδος, υπήρχον όμως απέραντα και πυκνότατα δάση, εις τα οποία μόνον άγρια θηρία έζων ή υπήρχον Μοναστήρια, εις τα οποία φιλέρημοι ψυχαί ήσαν αφιερωμέναι εις την λατρείαν και την υμνολογίαν του Θεού. εις μίαν τοιαύτην έρημον απεφάσισε να καταφύγη και να στήση το ασκητήριόν του ο νέος Πρόχωρος. Προηγουμένως όμως μετέβη εις το Κίεβον, την «μητέρα των ρωσικών πόλεων», η οποία ήτο γεμάτη από ιερούς Ναούς και Λαύρας. Αφού επεσκέφθη και προσεκύνησε όλα τα ιερά καθιδρύματα της πόλεως εκείνης, έφθασεν εις την λεγομένην Λαύραν του Κιέβου. Εκεί ο Πρόχωρος εφανέρωσε τον άγιον σκοπόν του εις τον Ηγούμενον της Λαύρας, ο δε ερημίτης Δοσίθεος, προβλέπων ότι ο νέος εκείνος ήτο «σκεύος εκλογής», τον ηυλόγησε και του υπέδειξε να περιβληθή το αγγελικόν σχήμα των Μοναχών εις την έρημον του Σαρώφ, ένα απέραντον δάσος, το οποίον ευρίσκετο πέραν από την Κούρσκ, την πόλιν όπου εγεννήθη. Με ιερόν ενθουσιασμόν ο Πρόχωρος επέστρεψεν εις την οικίαν της μητρός του, εις την οποίαν εφανέρωσεν όλα όσα του υπέδειξεν ο Δοσίθεος. Εκείνη εχάρη, ηυλόγησε τον υιόν της και εκρέμασεν εις τον λαιμόν του ένα χάλκινον σταυρόν, ο οποίος ήτο οικογενειακόν κειμήλιον. Τον σταυρόν αυτόν ουδέποτε εις την ζωήν του απεχωρίσθη ο νέος Πρόχωρος. Ούτω ενδυναμωμένος από τας ευλογίας του ερημίτου Δοσιθέου και την ευχήν της μητρός του ο Πρόχωρος ανεχώρησε δια την έρημον του Σαρώφ, συνοδευόμενος από δύο φίλους του, οι οποίοι τον είχον ακολουθήσει και εις το Κίεβον. Ως μόνον εφόδιον δια την μακρινήν οδοιπορίαν των οι τρεις νέοι παρέλαβον μαζί των ένα σάκκον με ολίγον ξηρόν άρτον και μίαν ράβδον. Η Μονή του Σαρώφ ήτο κτισμένη επί υψηλού λόφου, μεταξύ δύο μικρών ποταμών. Το μέρος εκείνο ήτο ακατοίκητον και πυκνότατον δάσος ηπλώνετο εις μεγάλην έκτασιν γύρω. Μόνον άγρια ζώα εκατοικούσαν εις αυτό, έως ότου ήλθε και εγκατεστάθη εις την έρημον εκείνην εις αναχωρητής ονόματι Ιωάννης. Η φήμη του Ιωάννου διεδόθη ταχέως, ώστε και άλλαι φιλέρημοι ψυχαί ήλθον και εσχημάτισαν μετ’ αυτού αδελφότητα, η οποία ωκοδόμησε και την Μονήν. Ο κανονισμός της Μονής ήτο απλούς και αυστηρός, όπως οι κανονισμοί των αρχαίων Μονών. Οι Μοναχοί ειργάζοντο και με το εργόχειρόν των εξησφάλιζον τα μέσα της συντηρήσεώς των. Πρώτος έδιδε το παράδειγμα της ταπεινοφροσύνης ο Ηγούμενος, ταχέως δε η Μονή έγινεν ονομαστή όχι μόνον δια την ταπεινοφροσύνην των Μοναχών, αλλά και δια την ελεημοσύνην, την οποίαν έδιδον με πρόθυμον καρδίαν εις τους έχοντας ανάγκην. Όταν κατά το έτος 1775 εσημειώθη λιμός εις την χώραν εκείνην, ο Ηγούμενος διέταξε να ανοίξουν τας αποθήκας και να διανέμουν εις τους έχοντας ανάγκην τον σίτον της Μονής. Εις αυτήν λοιπόν την Μονήν έφθασεν ο Πρόχωρος την κ΄ (20ήν) Νοεμβρίου, παραμονήν των Εισοδίων της Θεοτόκου, του έτους αψοθ΄ (1779). Εκεί τον εδέχθη με καλωσύνη και χαράν ο γέρων Ηγούμενος Ιερομόναχος Παχώμιος, ο οποίος κατήγετο και αυτός από το Κούρσκ και είχε γνωρίσει τους γονείς του. Ο Παχώμιος παρέδωσε τον Πρόχωρον εις τον Ιερομόναχον Ιωσήφ. Ο νέος υπετάχθη με προθυμίαν εις τον Γέροντά του και εξετέλει με ζήλον και αφοσίωσιν τα καθήκοντά του ως υποτακτικού. Ειργάζετο εις το δάσος, όπου έκοπτε ξύλα δια τας ανάγκας της Μονής, εβοήθει όμως και εις το αρτοποιείον, εις το ξυλουργείον, είχε δε αναλάβει και καθήκοντα Εκκλησιάρχου. Η εργασία του Προχώρου ήτο σκληρά και βαρεία. Ουδέποτε όμως παρεπονέθη ούτε παρέλειψε τι εξ εκείνων, τα οποία ήτο διατεταγμένος να εκτελέση. Μάλιστα όσον η εργασία ήτο βαρυτέρα τόσον και η χαρά του ήτο μεγαλυτέρα. Την αργίαν εθεώρει επικίνδυνον δια τον Μοναχόν, διότι ήτο δυνατόν να τον παρασύρη εις πολλούς πειρασμούς. Παρ’ όλους όμως τους κόπους εις τους οποίους υπεβάλλετο ο Πρόχωρος ουδέποτε παρέλειπε να παρευρίσκεται εις όλας τας ιεράς Ακολουθίας. Πρώτος έφθανεν εις την Εκκλησίαν και τελευταίος έφευγεν. Όταν εξετέλει τας διαφόρους εργασίας του η προσευχή του ήτο αδιάκοπος --  «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με» εψιθύριζον διαρκώς τα χείλη του. Αλλά και εντός της Εκκλησίας ο Πρόχωρος είχε τον νουν και την καρδίαν του διαρκώς εστραμμένην προς τον Σωτήρα ημών. Πάντοτε ενήστευεν, τρώγων μόνον ολίγον άρτον και πίνων ολίγον ύδωρ και ταύτα μίαν φοράν την ημέραν, κατά δε τας Τετάρτας και Παρασκευάς ουδεμίαν τροφήν ελάμβανε. Τον ολίγον ελεύθερον καιρόν του διέθετεν εις την προσευχήν και την ανάγνωσιν της Αγίας Γραφής και άλλων ψυχωφελών βιβλίων. «Ο θείος λόγος είναι ο άρτος της ψυχής», έλεγε συχνά. Η ησυχία όμως του Μοναστηρίου δεν του εφαίνετο αρκετή, ώστε να επιδίδεται όσον ήθελεν εις την σιωπηράν και νοεράν προσευχήν. Δια τούτο με την άδειαν και ευλογίαν του Γέροντός του συχνά απεσύρετο εις το βάθος του δάσους της Μονής και εκεί διήρχετο τον ελεύθερον καιρόν του αφωσιωμένος εις την νοεράν προσευχήν. Δύο έτη είχον παρέλθει αφ’ ότου ο νεαρός υποτακτικός ευρίσκετο εις την Μονήν και ησθένησε βαρέως. Ολόκληρον το σώμα του επρήσθη και έμεινε κατάκοιτος υποφέρων από φοβερούς πόνους. Τρία έτη έμεινεν ακίνητος εις το κρεββάτι του πόνου και κατά το διάστημα αυτό ουδείς γογγυσμός εξήλθεν από τα χείλη του ούτε εν παράπονον δεν ηκούσθη από μέρους του. Διαρκώς ηυχαρίστει τον Κύριον δια την δοκιμασίαν του. Δια τούτο όταν ο Ηγούμενος Γέρων Παχώμιος επρότεινεν εις τον Πρόχωρον να καλέσουν ιατρόν να τον εξετάση, εκείνος ηρνήθη. «Εγώ παρέδωσα τον εαυτόν μου εις τον αληθινόν ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και την Πανάμωμον Αυτού Μητέρα», είπε και εζήτησε να κοινωνήση των Αχράντων Μυστηρίων. Αφού εκοινώνησεν, εφανερώθη εις αυτόν η Υπεραγία Θεοτόκος συνοδευομένη από τους Αποστόλους Πέτρον και Ιωάννην περιβαλλομένη από εκθαμβωτικόν φως. Η Παναγία επλησίασε τον άρρωστον και δεικνύουσα τούτον εις τους Αποστόλους είπεν· «Αυτός εδώ είναι ιδικός μας». Και συγχρόνως τον ήγγισε με την χείρα της εις την δεξιάν πλευράν. Αμέσως εις το σημείον εκείνο εσχηματίσθη μία οπή από την οποίαν έρρευσεν άφθονον δυσώδες υγρόν. Την ιδίαν στιγμήν οι πόνοι έπαυσαν και ο Πρόχωρος ησθάνθη να επανέρχωνται αι δυνάμεις του. Δεν επέρασαν πολλαί ημέραι και η υγεία του είχε τελείως αποκατασταθή. Έκτοτε η ευγνωμοσύνη του προς την Μητέρα του Θεού έγινεν απέραντος. Εις ηλικίαν 28 ετών ο Πρόχωρος εκάρη Μοναχός λαβών  το αγγελικόν όνομα Σεραφείμ. Τούτο έδωσεν εις αυτόν νέαν ώθησιν εις το να προσθέση και άλλους αγώνας και άλλας ασκήσεις εις την προσπάθειάν του, δια των οποίων συνεχώς ενεβάθυνε περισσότερον εις την ιεράν θεωρίαν. Μετά εν έτος εχειροτονήθη Ιεροδιάκονος και ούτως ελάμβανεν έκτοτε τακτικά μέρος εις τας ιεράς μυσταγωγίας. Επί εξ έτη υπηρέτησε την Εκκλησίαν με τον βαθμόν τούτον, φλεγόμενος από την θείαν αγάπην, προσθέτων νέους κόπους, νέα αθλήματα και νέα κατορθώματα εις την άσκησίν του. Προσηύχετο διαρκώς και σχεδόν δεν ησθάνετο κόπον ούτε εζήτει ανάπαυσιν. Πολλάκις ελησμόνει και αυτήν την τροφήν ή να πίη ύδωρ και ελυπείτο μόνον, διότι η αδυναμία της ανθρωπίνης φύσεως δεν επιτρέπει εις τον άνθρωπον να υπηρετή αδιαλείπτως τον Θεόν, όπως οι Άγγελοι και όπως επεθύμει και ο ίδιος. Δι’ όλων αυτών η ψυχή του Σεραφείμ ανυψούτο διαρκώς προς την ιεράν θεωρίαν. Τόσον δε προέκοπτεν ο Σεραφείμ εις αυτήν, ώστε κατά τας ιεροτελεστίας έβλεπεν ενίοτε Αγίους Αγγέλους υπηρετούντας την αναίμακτον Θυσίαν, ως νεανίας αστραπηβόλους, των οποίων την ψαλμωδίαν δεν είναι δυνατόν να εκφράση η ανθρωπίνη γλώσσα ούτε η μελωδία των να συγκριθή με καμμίαν γηϊνην μελωδίαν. Κατά μίαν Μεγάλην Πέμπτην ο Σεραφείμ ηξιώθη να ίδη εξαίσιον όραμα. Κατά την διάρκειαν της Λειτουργίας, μετά την Μικράν Είσοδον και ενώ εψάλλετο το Τρισάγιον, όταν ο Ιεροδιάκονος Σεραφείμ προέφερε το «και εις τους αιώνας των αιώνων», εκθαμβωτικόν φως περιέλαμψεν αυτόν και μέσα εις την απαστράπτουσαν εκείνην λάμψιν είδε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, του Οποίου το πρόσωπον εφαίνετο λαμπρότερον από τον ήλιον, περιστοιχιζόμενον από πλήθη ουρανίων Δυνάμεων. Ο Κύριος κατήλθεν εις τον Ναόν από την δυτικήν πλευράν της Εκκλησίας, επροχώρησεν άνωθεν του άμβωνος, ήπλωσε τας χείρας του και ηυλόγησε τους Μοναχούς και τους ιερουργούντας. Κατόπιν εισήλθεν εις την εικόνα Του την ευρισκομένην εις το τέμπλον αριστερά της Ωραίας Πύλης και η Ιερά οπτασία έσβησεν. Η καρδία του Ιεροδιακόνου Σεραφείμ επλημμύρισεν από άφατον ευφροσύνην, έλαμπε δε ολόκληρος από την χάριν του ουρανίου φωτός, το οποίον τον περιέλαμψε. Το πρόσωπόν του ηλλοιώθη και δεν ηδύνατο ούτε να κινηθή ούτε να ομιλήση. Δύο από τους συλλειτουργούντας Ιεροδιακόνους βλέποντες τον Σεραφείμ εις την κατάστασιν εκείνην της εκστάσεως, δεν ηδύναντο να εννοήσουν τι συνέβη. Τον εβοήθησαν να καθίση παρά την Αγίαν Τράπεζαν, όπου έμεινεν ακίνητος, άφωνος, ως εκστατικός επί ώρας πολλάς, και μόνον το πρόσωπόν του ήλλαξε πολλάς φοράς έκφρασιν και χρώμα. Όταν ο Σεραφείμ συνήλθε, δεν ετόλμησε να φανερώση εις τους αδελφούς την οπτασίαν της οποίας ηξιώθη, παρά μόνον εις τους γεροντοτέρους εξ αυτών. Η ουράνιος όμως εκείνη οπτασία ηύξησεν έτι μάλλον τους αγώνας του Σεραφείμ και ιδίως την ταπεινοφροσύνην αυτού. Από της στιγμής εκείνης «τοις μεν όπισθεν επιλανθανόμενος, τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος» (Φιλιπ. γ: 13), κατά τον Απόστολον, επεδίωκεν ακόμη περισσότερον την σιωπήν και την ησυχίαν και συχνότερον απεσύρετο εις την ερημίαν του δάσους του Σαρώφ, όπου είχε κατασκευάσει κελλίον, δια να αφοσιώνεται εις την νοεράν προσευχήν. Εξετέλει βεβαίως τα καθήκοντά του εις την Μονήν, αλλά το εσπέρας, όταν δεν ήτο αγρυπνία, μόνος εις το ερημικόν κελλίον του παρεδίδετο δι’ όλης της νυκτός εις την δια της προσευχής συνομιλίαν με τον Θεόν. Όταν ο Σεραφείμ έφθασεν εις την ηλικίαν των 35 ετών εχειροτονήθη Ιερεύς. Ως Ιερομόναχος πλέον προσέφερε καθημερινώς την αναίμακτον θυσίαν και μετελάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων. Την θείαν Κοινωνίαν εθεώρει ως αστείρευτον πηγήν δυνάμεως και χαράς δια τον Χριστιανόν. Δια τούτο ουδέποτε έπαυε συμβουλεύων την συχνήν μετάληψιν, η οποία καθαρίζει και ανανεώνει τον άνθρωπον. Μετά τον θάνατον του Ηγουμένου Παχωμίου, τον οποίον ο Σεραφείμ εσέβετο και ηγάπα ως υιός τον πατέρα του, έγινεν Ηγούμενος ο Ησαϊας, από τον οποίον εζήτησε και έλαβε την άδειαν να αποσυρθή εις τα εσώτερα του δάσους και να ζήση εκεί ως αληθής ερημίτης. Ο Ηγούμενος Ησαϊας με λύπην τού έδωσε την συγκατάθεσίν του και ο Σεραφείμ με την ψυχήν πλημμυρισμένην από χαράν ανεχώρησε δια το ερημητήριόν του. Το ερημητήριον αυτό ήτο μία καλύβη, την οποίαν ο Σεραφείμ είχε κατασκευάσει με κορμούς ελάτων από την εποχήν κατά την οποίαν ως υποτακτικός ειργάζετο εις το δάσος, κόπτων ξύλα δια τας ανάγκας της Μονής. Εις την καλύβην εκείνην έφθασεν ο Σεραφείμ την κ΄ (20ήν)Νοεμβρίου 1794, παραμονή των Εισοδίων της Θεοτόκου, κατά την ιδίαν ημέραν κατά την οποίαν προ 15 ακριβώς ετών είχε κτυπήσει δια πρώτην φοράν την θύραν του Μοναστηρίου. Το κελλίον αυτό απείχε περί τα έξ έως επτά χιλιόμετρα από την Μονήν. Εις την περιοχήν εκείνην υπήρχον και άλλα κελλία, εις τα οποία έζων μόνοι διάφοροι Αναχωρηταί, τα οποία ενεθύμιζον το Άγιον Όρος. Οι Αναχωρηταί εκείνοι εστήριξαν και καθωδήγησαν με τας συμβουλάς των τον ερημίτην του Σαρώφ κατά τα πρώτα βήματά του εις την ερημητικήν ζωήν. Το ένδυμά του ήτο πτωχικόν, από δε το στήθος εκρέματο ο χάλκινος Σταυρός, τον οποίον του είχε δωρήσει η μήτηρ του, όταν με την ευλογίαν της ανεχώρησεν από τον πατρικόν οίκον δια να περιβληθή το Αγγελικόν Σχήμα των Μοναχών. Εις τον ώμον έφερε διαρκώς ένα μικρόν σάκκον εντός του οποίου υπήρχε το άγιον Ευαγγέλιον. Με τούτο ήθελε να δείξη πόσον ευλογημένος αλλά και ελαφρός είναι ο ζυγός του Κυρίου. «Με τον Θείον Λόγον δεν ευφραίνεται μόνον η ψυχή, αλλά και το σώμα δυναμώνει», έλεγε συχνά. Το ερημικόν κελλίον του Σεραφείμ ευρίσκετο επάνω εις ένα ύψωμα. Γύρω ηπλώνετο το δάσος πυκνότατον. Ποθών την ιεράν θεωρίαν και δια να βλέπη ζωηράν και ως αληθινήν με τους οφθαλμούς της ψυχής του την επίγειον ζωήν του Κυρίου έδωσεν ιεράς ονομασίας εις διαφόρους τοποθεσίας του δάσους, τας οποίας είχεν εκλέξει δια τας προσευχάς του. Ούτω εις την «Ναζαρέτ» έψαλλε τους Χαιρετισμούς προς την Αειπάρθενον Μαρίαν, ενώ εις την «Βηθλεέμ» προσευχόμενος προσεκύνει πνευματικώς το Θείον Βρέφος. Την επί του «Όρους ομιλίαν» ανεγίνωσκεν εις το υψηλότερον σημείον του λόφου του, ενώ εις την «Γεθσημανή» εζωντάνευε με τους οφθαλμούς τής ψυχής του την αγωνίαν του Σωτήρος κατά την νύκτα της συλλήψεώς του. Κατ’ αυτόν τον τρόπον εφαντάζετο, ότι η Αγία Γη ηπλώνετο εκεί εμπρός εις τους οφθαλμούς του και ο βίος του Κυρίου ημών εξετυλίσσετο ενώπιόν του ως ζωντανή πραγματικότης. Ποίοι ήσαν οι αγώνες και αι κακοπάθειαί του εις το απομεμονωμένον εκείνο κελλίον του, πόσας ημέρας ενήστευε και ποίας ταλαιπωρίας επέβαλλεν εις το σώμα του κανείς δεν γνωρίζει ούτε και κανείς έμαθε τας λεπτομερείας της ζωής του κατά την περίοδον εκείνην. Από τους γειτονικούς ερημίτας μόνον γνωρίζομεν, ότι επί ώρας προσηύχετο γονατιστός κάμνων και περί τας χιλίας μετανοίας. Δια της συνεχούς ασκήσεως και της αναγνώσεως ο Όσιος έλαβε το ευλογημένον δώρον της αληθινής σοφίας, ήτοι την ειρήνην της ψυχής, την απέραντον ταπεινοφροσύνην και τα διαρκή δάκρυα, τα οποία έτρεχον ως από δύο βρύσεις εκ των οφθαλμών του, όταν ανεγίνωσκε την Αγίαν Γραφήν και τους Βίους των Αγίων. Επί ώρας ολοκλήρους προσηύχετο, έψαλλε την ακολουθίαν του ή ανεγίνωσκεν. Μόνον κατά τας Κυριακάς και εορτάς εγκατέλειπε το ερημητήριόν του δια να έλθη εις την Μονήν, ίνα παρακολουθήση την θείαν Λειτουργίαν και να κοινωνήση του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου. Μετά την Λειτουργίαν οι Μοναχοί τον παρεκάλουν να μείνη επ’ ολίγας ώρας μαζί των δια να ακούσουν ψυχωφελείς λόγους από το στόμα του. Και ο Σεραφείμ, από άκραν ταπεινοφροσύνην, υπήκουε προθύμως εις τας παρακλήσεις των. Κατόπιν, αφού παρελάμβανεν εκ της Μονής άρτον επαρκή δια μίαν εβδομάδα, ανεχώρει δια το ερημητήριόν του. Αλλά και τον άρτον αυτόν δεν τον έτρωγε μόνος. Ικανόν μέρος διέθετε δια τα πτηνά και τα αγρίμια του δάσους. Ακόμη και μία πελωρία άρκτος ήρχετο συχνά δια να λάβη από τας χείρας του Σεραφείμ το μερίδιόν της. Κατόπιν με ένα λόγον τουΓέροντος η άρκτος ανεχώρει ταπεινώς δια το σπήλαιόν της. Όσον παρήρχετο ο καιρός τόσον ο Όσιος ηύξανε την νηστείαν, ώστε εις το τέλος έφθασε να τρέφεται μόνον με ωμά λάχανα, τα οποία ελάμβανε από τον μικρόν κήπον του. Κατά δε την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν δεν ελάμβανε καμμίαν τροφήν μέχρι του Μεγάλου Σαββάτου, ότε μετελάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων. Κατά τα πρώτα έτη της ερημητικής του ζωής πολλοί Μοναχοί είχον παρακαλέσει τον Όσιον να επιτρέψη εις αυτούς να παραμείνουν πλησίον του. Κανείς όμως εξ αυτών δεν παρέμεινεν επί μακρόν χρόνον μετ’ αυτού, διότι δεν ηδύναντο να ανθέξουν εις την σκληρότητα του ασκητικού βίου του. Άλλοτε πάλιν έτεροι Μοναχοί παρεκάλεσαν τον Όσιον να αναλάβη την ηγουμενίαν του Μοναστηρίου των. Ο Όσιος όμως πάντοτε απέκρουε τας προτάσεις των με πολλήν ταπεινότητα, λέγων ότι εθεώρει εαυτόν ανάξιον ίνα αναλάβη το βάρος της σωτηρίας ψυχών. Η επιθυμία του Οσίου ήτο να μένη μόνος εις την ησυχίαν και ερημίαν του, δια να έχη τον καιρόν να συνομιλή δια της διαρκούς προσευχής με τον ποθούμενον υπ’ αυτού Θεόν ως ενώπιος ενωπίω. Παρά την επιθυμίαν του όμως αυτήν διαρκώς τον επεσκέπτοντο όχι μόνον Μοναχοί του Σαρώφ, αλλά και Μονάστριαι της Μοναστικής Κοινότητος του Ντιβέγιεβο και άνθρωποι διαφόρων τάξεων από των απλών χωρικών μέχρι και των αρχόντων. Πάντες ούτοι ήρχοντο ή δια να ζητήσουν την συμβουλήν του εις διαφόρους δυσκόλους περιστάσεις των ή και απλώς δια να τον ίδουν, διότι η φήμη του είχε φθάσει μέχρις αυτών. Ο Όσιος ελυπείτο και ηνωχλείτο από τας επισκέψεις αυτάς, διότι ετάρασσον την ησυχίαν του και διέκοπτον την αδιάκοπον προσευχήν του. Όλους όμως τους εδέχετο με καλωσύνην και εις όλους έδιδε προθύμως την συμβουλήν του, άλλους δια να παρηγορήση εις τας ατυχίας, άλλους δια να ενισχύση εις τους αγώνας των. Ιδιαιτέρως ηνωχλείτο ο Όσιος από τας επισκέψεις γυναικών. Δια τούτο παρεκάλεσε τον Ηγούμενον Ησαϊαν να απαγορεύση να έρχωνται γυναίκες εις τον λόφον του, τον οποίον είχεν ονομάσει Άθω, εφαρμόζων την διάταξιν του Αγίου Όρους, εις το οποίον απαγορεύεται η είσοδος γυναικών. Ο Ηγούμενος Ησαϊας μετά πολλούς δισταγμούς συγκατετέθη εις την παράκλησιν του Οσίου. Την επιθυμίαν όμως αυτήν του Οσίου επλήρωσεν ο Κύριος και η Πανάχραντος αυτού Μήτηρ, τους οποίους με θέρμην παρεκάλεσεν εις τας προσευχάς του να εισακούσουν την δέησίν του. Κατά την νύκτα της κστ΄ (26ης) Δεκενβρίου, όταν ο Όσιος μετέβαινεν εις την Ακολουθίαν, είδε ότι το στενόν μονοπάτι, το οποίον ωδήγει προς το ερημητήριόν του, είχεν αποφραχθή από κορμούς πελωρίων αιωνοβίων πεύκων, οι οποίοι ημπόδιζον την διάβασιν. Ηυχαρίστησε τον Θεόν εκ βάθους καρδίας, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπον όχι μόνον δια τας γυναίκας, αλλά και δι’ όλους ο δρόμος προς τον Άθω, τον λόφον του Οσίου, ήτο κλειστός. Η ερημητική ζωή περικλείει πολλούς κινδύνους δια πάντα ασκητήν, τους οποίους μόνον με την αέναον προσευχήν, την συνεχή άσκησιν και με την βοήθειαν του Θεού ημπορεί να υπερνικήση. Κατά τα έτη εκείνα της απομονώσεώς του ο Όσιος πολλάς φοράς ησθάνετο να κυριεύεται η ψυχή του από ακαθορίστους ανησυχίας, να καταλαμβάνεται από άγχος κατά τας μακράς και ψυχράς νύκτας του χειμώνος και να πλημμυρίζεται η καρδία του από μίαν ακαθόριστον και ανέκφραστον λύπην. Πολλάς φοράς επερνούσεν από τον νουν του η σκέψις, ότι ο Θεός τον είχεν εγκαταλείψει. Ο Όσιος αντελαμβάνετο ότι πάντα ταύτα ήσαν επιθέσεις του πονηρού, ο οποίος προσεπάθει να εμβάλη εις την ψυχήν του το πνεύμα της ακηδίας δια να την κυριεύση. Δια να αποκρούση και να αποδείξη ματαίας τας επιθέσεις αυτάς του δαίμονος ο Όσιος επύκνωσε τας προσευχάς του και τας νηστείας του, ενθυμούμενος τους λόγους του Κυρίου, ότι «τούτο το γένος ουκ εκπορεύεται ειμή εν προσευχή και νηστεία» (Ματθ. ιθ: 21). Ο αγών του Οσίου εναντίον του πονηρού υπήρξε μακρός και σκληρός. Κατά τον αγώνα αυτόν ο Όσιος, αφού ανεγίνωσκε την εσπερινήν ακολουθίαν του, εξήρχετο την νύκτα από το κελλίον, ώστε να μη τον βλέπη κανείς, και ανήρχετο εις ένα βράχον εις το βάθος του δάσους. Εκεί ίστατο επί ώρας πολλάς όρθιος με τας χείρας υψωμένας προς τον ουρανόν και παρεκάλει τον Θεόν να τον προστατεύση από τας επιθέσεις του αρχεκάκου και να τον βοηθήση να τον κατανικήση. Η προσευχή του ήσαν οι λόγοι του Τελώνου, τους οποίους αναφέρει το ιερόν Ευαγγέλιον εις την σχετικήν παραβολήν· «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Αυτήν την προσευχήν απηύθυνε και κατά την διάρκειαν της ημέρας εις το εσωτερικόν της καλύβης του, όπου έμενε κλεισμένος και διαρκώς αγωνιζόμενος τον κατά Θεόν αγώνα του. Επί χιλίας ημέρας και χιλίας νύκτας ο Όσιος συνεχίζει τον αγώνα του και κατά το τέλος των τριών περίπου αυτών ετών ησθάνθη εις την ψυχήν του μίαν γαλήνην και ανακούφισιν, την οποίαν ουδέποτε είχεν αισθανθή έως τότε. Ο Όσιος ηννόησεν ότι με την βοήθειαν του Θεού και τον συνεχή αγώνα του ο πονηρός κατενικήθη και η θεία ειρήνη επλημμύρησε την ψυχήν του και όλην την ύπαρξίν του. Ηυχαρίστησε τον Θεόν εκ βάθους καρδίας, διότι εισήκουσεν την δέησίν του και τον εβοήθησεν εις τον αγώνα του, τον οποίον όμως δεν έπαυσε. Κατά τα τρία αυτά έτη του σκληρού αγώνος του δεν είδον τον Όσιον να έρχεται εις το Μοναστήριον και οι Μοναχοί διηρωτώντο πως ετρέφετο. Τούτο έγινε γνωστόν μετά πολλά έτη, όταν ο Όσιος έδειξεν εις μίαν μονάστριαν του Ντιβέγεβο ένα λαχανικόν, το οποίον εφύτρωνεν άφθονον εις το δάσος. Από το λαχανικόν αυτό και από άλλα χόρτα ετρέφετο όχι μόνον κατά το θέρος, όταν ήτο χλωρόν, αλλά και κατά τον χειμώνα. Από το θέρος συνέλεγεν αρκετήν ποσότητα, την απεξήραινε και όταν επεθύμει να ικανοποιήση την ανάγκην της φύσεως έβραζεν από το απεξηραμμένον εκείνο λαχανικόν και ούτω κατώρθωνε να συντηρήται. Εις ηλικίαν τεσσαράκοντα πέντε ετών ο Όσιος εφαίνετο πολύ μεγαλύτερος. Αι ασθένειαι και η άσκησις είχον καταβάλει το ασθενές σώμα του, ώστε έδιδε την εντύπωσιν ενός πολιού Γέροντος. Μίαν ημέραν, όταν ο Όσιος έκοπτε ξύλα εις το δάσος, ενεφανίσθησαν ενώπιόν του τρεις λησταί, οι οποίοι του εζήτησαν χρήματα. Ο Όσιος απήντησεν, ότι δεν έχει τίποτε άλλο από το πτωχικόν ένδυμά του και τον χάλκινον Σταυρόν της μητρός του. Τότε οι άγνωστοι εζήτησαν από τον Όσιον να δείξη εις αυτούς το μέρος όπου, κατά τας πληροφορίας των, ήτο θαμμένος μεγάλος θησαυρός. Πράγματι εις τα χωρία της περιοχής εκυκλοφόρει μία τοιαύτη φήμη. Ο Όσιος όμως απήντησεν ότι τίποτε δεν γνωρίζει. Τότε οι άγνωστοι ήρχισαν να τον κτυπούν με ένα πέλεκυν, τον οποίον εκράτουν, και με ξύλα, έως ότου τον αφήκαν σχεδόν ημιθανή. Νομίζοντες ότι ο Όσιος είχεν αποθάνει, ήρχισαν να ερευνούν εις την καλύβην του χωρίς να εύρουν τίποτε. Τότε οι λησταί έδεσαν τον Όσιον, με σκοπόν να τον ρίψουν εις τον γειτονικόν ποταμόν, δια να εξαφανίσουν τα ίχνη του εγκλήματός των. Τελικώς όμως, Χάριτι Θεού, έφυγον χωρίς να πραγματοποιήσουν τον σκοπόν των. Μετά πολλάς ώρας ο Όσιος συνήλθε. Με πολύν κόπον κατώρθωσε να απαλλαγή από τα δεσμά του και μετά σκληράν προσπάθειαν, συρόμενος μάλλον παρά περιπατών, κατώρθωσε να φθάση εις την Μονήν. Το πρόσωπόν του ήτο καταιματωμένον, εις την κεφαλήν έφερε πολλά κατάγματα και το υπόλοιπον σώμα του ήτο καταπληγωμένον. Οι Μοναχοί τον επεριποιήθησαν, εκαθάρισαν τα αίματα και έδεσαν τας πληγάς του. Ο Όσιος έμεινεν αρκετούς μήνας εις το αναρρωτήριον της Μονής, εξηπλωμένος εις το κρεββάτι του πόνου και ευχαριστών τον Θεόν δια τας δοκιμασίας του. Τότε είδε και πάλιν εν οράματι την Υπεραγίαν Θεοτόκον συνοδευομένην από τους Αποστόλους Πέτρον και Ιωάννην, ήτις υπεσχέθη εις αυτόν ότι θα τον θεραπεύση. Μετά το όραμα αυτό ο Όσιος ησθάνθη μίαν ουρανίαν γαλήνην να πλημμυρίζη την ψυχήν του. Αμέσως μετά την εμφάνισιν της Θεοτόκου ήρχισε να λαμβάνη ολίγην τροφήν και να αναλαμβάνη. Εντός συντόμου διαστήματος η υγεία του είχε σχεδόν τελείως αποκατασταθή. Από τας πληγάς όμως και τας κακοποιήσεις, τας οποίας είχεν υποστή από τους τρεις εκείνους εγκληματίας ο Όσιος, έμεινε σκυμμένος εις όλην του την ζωήν και ήτο ηναγκασμένος να στηρίζεται εις μίαν ράβδον. Οι τρεις λησταί συνελήφθησαν και επρόκειτο να δικασθούν, αλλ’ ο Όσιος Σεραφείμ παρεκάλεσε να τους αφήσουν ελευθέρους. Τότε οι τρεις εκείνοι κακούργοι ήλθον και έπεσαν εις τους πόδας του παρακαλούντες να τους συγχωρήση. Ο Όσιος τους συνεχώρησεν εξ όλης της καρδίας του. Η θεία δίκη όμως δεν εβράδυνε να τους τιμωρήση. Κατά μίαν μεγάλην πυρκαϊάν, η οποία εξερράγη εις το χωρίον των, αι οικίαι των κακών εκείνων ανθρώπων κατεστράφησαν με όλα τα υπάρχοντά των. Αφού εθεραπεύθη από τας πληγάς του ο Όσιος επέστρεψεν εις το κελλίον του. Το περιστατικόν όμως εκείνο τον είχεν αναστατώσει. Δια να επανεύρη την εσωτερικήν ειρήνην της ψυχής του ο πατήρ Σεραφείμ επέβαλεν εις τον εαυτόν του απόλυτον σιωπήν. Ουδένα δέχεται εις το κελλίον του ούτε πηγαίνει πλέον εις την Μονήν. Αν συναντήση κάποιον εις το δάσος, κύπτει μέχρι του εδάφους και βλέπει διαρκώς προς την γην μέχρις ότου ο ξένος περάση. Αν του απευθύνη τον λόγον, δεν απαντά. Βυθισμένος εις την απόλυτον σιωπήν προσεύχεται νοερώς και αδιακόπως προς τον Θεόν. Από την Μονήν τού φέρουν μίαν φοράν την εβδομάδα τροφήν, την οποίαν αποθέτουν προ της θύρας της καλύβης του. Πολλάς φοράς την ευρίσκουν άθικτον. Επέρασαν κατ’ αυτόν τον τρόπον αρκετοί μήνες. Εις την Μονήν έγινε νέος Ηγούμενος, ο Νήφων. Ούτος ανησυχών δια τον Άγιον αποφασίζει να τον καλέση να επιστρέψη εις το Κοινόβιον. Ο Όσιος υπήκουσεν αμέσως δια να μη φανή παρήκοος. Μόλις όμως έφθασεν εις την Μονήν και αφού παρουσιάσθη εις τον Ηγούμενον δια να λάβη την ευλογίαν του, εκλείσθη αμέσως εις το κελλίον του, γενόμενος έγκλειστος. Παρέμεινεν ούτω κλεισμένος εις το κελλίον του επί πέντε ολόκληρα έτη. Μετά τα πέντε έτη διέκοψε την απομόνωσίν του εκείνην, διότι, όπως είπεν αργότερα ο ίδιος, «αυτή ήτο η θέλησις της Υπεραγίας Θεοτόκου». Κατά το διάστημα των πέντε ετών της εγκλείσεώς του οι Μοναχοί και οι άλλοι επισκέπται τον ήκουον συχνά να αναγινώσκη και να σχολιάζη μεγαλοφώνως την Αγίαν Γραφήν. Συνηθροίζοντο τότε εμπρός εις την θύραν του κελλίου του δια να ακούουν έστω την φωνήν του. Το ίδιον έκαμναν και πολλοί άνθρωποι από τα γειτονικά χωρία. Επεθύμουν να ακούσουν την φωνήν του και να ωφεληθούν από την διδασκαλίαν του, έστω και αν δεν έβλεπον τον ίδιον. Τριάκοντα επτά έτη είχε διανύσει εις την Μοναχικήν ζωήν και την άσκησιν ο Όσιος και κατά το διάστημα αυτό οι πειρασμοί, τους οποίους εδοκίμασε, και οι αγώνες δια των οποίων κατεπολέμησε τον πονηρόν και απέκρουσε τας προσβολάς του μόνον εις τον παντογνώστην Κύριον είναι γνωστά. Κατόπιν όμως των αγώνων και των ασκήσεων, της χαμαικοιτίας, των νηστειών, της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής και της σιωπής, την οποίαν εκράτησεν ο Όσιος, ουράνιος γαλήνη επλημμύρισε την ψυχήν του και η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος τον επροίκησε με το χάρισμα της διορατικότητος και της διακρίσεως. Η φήμη του είχε πλέον διαδοθή εις όλα τα γύρω χωρία και πλήθη ανθρώπων ήρχοντο δια να ζητήσουν την συμβουλήν του Οσίου Γέροντος δια πολλά ζητήματα, τα οποία τους απησχόλουν. Όλους τους εδέχετο ο Όσιος με καλωσύνην και δι’ όλους είχεν ένα παρηγορητικόν λόγον ή μίαν χρήσιμον συμβουλήν. Η θύρα τοιυ κελλίου του έμεινε πάντοτε ανοικτή, ο ίδιος όμως ουδέποτε εξήρχετο αυτού. Δια να μη λησμονή ποτέ τον θάνατον και να έχη πάντοτε προ οφθαλμών το κοινόν τέλος όλων των ανθρώπων παρεκάλεσε να κατασκευάσουν ένα φέρετρον από ξύλον βελανιδιάς, το οποίον έστησεν εις το κελλίον του, ώστε να το βλέπη διαρκώς και ουδ’ επί μίαν στιγμήν να λησμονή ότι «χους εσμέν». Τους ερχομένους προς αυτόν ο Όσιος εδέχετο ενδεδυμένος με λευκόν χιτώνα, φέρων επιτραχήλιον και επιμανίκια, τα οποία έφερε και κατά τας Κυριακάς και εορτάς, όταν εκοινώνει των Αχράντων Μυστηρίων. Τους ήκουε με προσοχήν και αγάπην, τους έδιδε θάρρος και όταν έφευγον προσέφερεν εις αυτούς τεμάχιον αντιδώρου ή ηγιασμένου άρτου. Τους ερχομένους να εξομολογηθούν ήλειφε με ηγιασμένον έλαιον από την ακοίμητον κανδήλαν της Παναγίας Ελεούσης, έδιδεν εις αυτούς να ασπασθούν την εικόνα της Θεομήτορος και τους έστελλεν εις τον πνευματικόν της Μονής του Σαρώφ. Ο ίδιος σπανίως εξωμολόγει. Όλοι όμως έφευγον από το κελλίον του με ελαφρωμένην την καρδίαν, με την ψυχήν αναπτερωμένην, με την πίστιν ενισχυμένην και με την απόφασιν να επανέλθουν εις τον δρόμον του Θεού. Μεταξύ των επισκεπτομένων τον Όσιον δια να ζητήσουν τας συμβουλάς του και την ευλογίαν του περιελαμβάνοντο όχι μόνον άνθρωποι του λαού αλλά και πρόσωπα της αριστοκρατικής τάξεως της Ρωσικής κοινωνίας, ακόμη και μέλη της Τσαρικής οικογενείας. Με το χάρισμα της διακρίσεως και της διορατικότητος, με το οποίον ήτο προικισμένος, εις πολλούς εφανέρωνε μυστικά τα οποία τους απησχόλουν και τα οποία πολλάς φοράς δεν ετολμούσαν να τα αποκαλύψουν οι ίδιοι εις τον Όσιον, ώστε πολλοί εξ αυτών έλεγον, ότι ο Όσιος αναγινώσκει εις το βάθος της ανθρωπίνης ψυχής, ως να είναι αύτη βιβλίον ανοικτόν ενώπιόν του. Όλους όμως τους παρεκάλει ο Όσιος να μη αποκαλύψουν εις άλλους τίποτε εξ εκείνων τα οποία εφανέρωνεν εις αυτούς. Πολλοί από τους ερχομένους εις το Σαρώφ προσκυνητάς παρεκάλουν τον Όσιον να τους εξομολογήση. Όπως ανεφέραμεν προηγουμένως, όλους αυτούς παρέπεμπεν εις τον Πνευματικόν της Μονής. Όταν όμως με την διορατικότητά του αντελαμβάνετο, ότι ο ζητών την εξομολόγησιν εβαρύνετο από μεγάλα αμαρτήματα, τότε εδέχετο την εξομολόγησιν και μετάνοιάν του με πραότητα, ταπεινότητα και αγαθότητα. Εις όλους συνίστα να αναγνωρίζουν τας αμαρτίας των και να μετανοούν ειλικρινώς ζητούντες την ευσπλαγχίαν και το έλεος του Θεού, εάν ήθελον να σωθούν. Κανένα δεν κατέκρινε, διότι, όπως έλεγεν, ο αμαρτωλός δεν προσέρχεται εις τον Ιερέα δια να του επιβληθή η θεία δικαιοσύνη, αλλά δια να ζητήση το θείον Έλεος και να εύρη την συγχώρησιν των αμαρτιών του με την μεσολάβησιν του Ιερέως. «Ο Ιερεύς δεν είναι τίποτε άλλο, έλεγε συχνά ο Όσιος και προς τους νεωτέρους την ηλικίαν Ιερείς, παρά ο μεσολαβητής δια την παροχήν της συγγνώμης του Θεού εις τον μετανοούντα αμαρτωλόν. Δια τούτο και η συμπεριφορά του Πνευματικού προς αυτόν πρέπει να είναι συμπεριφορά πατρός προς τέκνον και όχι δικαστού προς εγκληματίαν». Η συμπεριφορά του αυτή, οι παρηγορητικοί λόγοι του, η ευγένεια, η ταπεινότης και η ειλικρινής χριστιανική αγάπη του, ενωμέναι με τα δάκρυα της μετανοίας (διότι ο Όσιος Γέρων έκλαιε μαζί με τον εξομολογούμενον ζητών το θείον έλεος) εθέρμαινον τας παγωμένας από την αμαρτίαν καρδίας, ανεπτέρωναν τας ελπίδας της σωτηρίας, εφώτιζον τας ψυχάς, διέλυον το σκότος το οποίον τας εσκέπαζε, και ενεδυνάμωνον τον πόθον της σωτηρίας, την προθυμίαν και απόφασιν της μετανοίας και της υποταγής εις το θέλημα του Κυρίου. Εκτός όμως από το χάρισμα της διορατικότητος και της διακρίσεως, ο Κύριος έδωσεν εις τον πιστόν δούλον του και προορατικόν χάρισμα και την χάριν των ιάσεων δια των προσευχών του. Συχνά έλεγεν· «Ο λαός μας απεμακρύνθη από τον δρόμον του Θεού και της σωτηρίας. Καθημερινώς προκαλούμεν την οργήν του Κυρίου εναντίον μας». Συχνά επίσης έβλεπεν αποκαλυπτικάς οπτασίας και πολλάς φοράς ωμίλησε δια την εποχήν, κατά την οποίαν ο Αντίχριστος θα αφαιρούσεν από τας Εκκλησίας τους Σταυρούς και θα εκρήμνιζε τας Μονάς. «Τοιαύτη στενοχωρία και θλίψις δεν έχει εμφανισθή εις τον κόσμον τούτον από καταβολής αυτού», έλεγε. Και τότε η όψις του εσκυθρώπαζεν από την πολλήν λύπην και το πρόσωπόν του έπαιρνε την έκφρασιν μεγάλου πόνου. Αι προσευχαί του ήσαν ατελείωτοι. Πολλάς φοράς εκλείετο επί ημέρας εις το κελλίον του και γονατιστός παρεκάλει τον Θεόν δια την σωτηρίαν κάποιας αμαρτωλής ψυχής. Αι προσευχαί του αυταί τον ανύψωναν εις τον καθαρώς πνευματικόν χώρον, το σώμα του ωμοίαζεν ως να έχανε την υλικήν του υπόστασιν και πολλοί αυτόπται μάρτυρες βεβαιώνουν, ότι εις αυτάς τας περιπτώσεις τον είχον ίδει μετέωρον εις αρκετόν ύψος υπέρ το έδαφος. Εις πολλάς περιπτώσεις αι προσευχαί του έσωσαν τον τόπον από διαφόρους συμφοράς. Δια των προσευχών του τούτων ο Όσιος απέτρεψε καταιγίδας, δια του προορατικού χαρίσματός του προέλεγε λιμούς και προειδοποίει τους ανθρώπους να κάμουν προμηθείας τροφίμων, έσωσε τους συμπολίτας του από επιδημίας θανατηφόρων νόσων και από άλλας συμφοράς. Ακόμη και τον Κριμαϊκόν πόλεμον, ο οποίος έγινε πολλά έτη μετά τον θάνατόν του (το 1854) είχε προβλέψει ο Όσιος. Ο σεβασμός του ρωσικού λαού προς τον Όσιον ηύξανε διαρκώς. Λέγεται ότι τον επεσκέφθη ακόμη και ο Τσάρος Αλέξανδρος ο Α΄ και ότι κατά συμβουλήν του Οσίου εγκατέλειψε τον θρόνον του και έγινε Μοναχός με το ταπεινόν όνομα Φεντόρ Κούσμιτς, ίνα συγχωρηθή δια τας αμαρτίας του. Εις τον Όσιον προσήρχοντο πολλοί ασθενείς ζητούντες παρ’ αυτού την θεραπείαν των. Όλους τους εδέχετο με καλωσύνην, αλλά και εις όλους έλεγεν· «Δεν έχω εγώ ο αμαρτωλός την δύναμιν, να σας θεραπεύσω. Θα προσευχηθώ εκ βάθους καρδίας και θα παρακαλέσω τον Θεόν να σας θεραπεύση και Εκείνος θα κάμη ό,τι είναι συμφέρον δια τον καθένα». Ο πρώτος ασθενής τον οποίον έφεραν εις τον Όσιον ήτο ο Μιχαήλ Μαντούρωφ, όστις ήτο σχεδόν παράλυτος. Μόλις είδε τον Όσιον, εξέφυγεν από τας χείρας των υπηρετών του, οι οποίοι τον υπεβάσταζον, και έπεσεν εις τους πόδας του Οσίου, παρακαλών αυτόν να τον θεραπεύση. «Πιστεύεις εις τον Θεόν»; τον ηρώτησεν ο Γέρων, βλέπων αυτόν με το διαπεραστικόν βλέμμα του. «Πιστεύω», απήντησε με σταθεράν φωνήν ο ασθενής. Τότε ο Όσιος ήλειψε τους πόδας τού αρρώστου με έλαιον από την κανδήλαν της Θεοτόκου και του έδωσε μικρόν τεμάχιον ηγιασμένου άρτου. Ο άρρωστος ησθάνθη να επανέρχωνται αι δυνάμεις του και αμέσως ήρχισε να ευχαριστή τον Όσιον δια την θεραπείαν του. «Δεν σε εθεράπευσα εγώ, αλλ’ ο Θεός. Εγώ τον παρεκάλεσα να σε βοηθήση. Ηπίστις σου και η ευσπλαγχνία του Θεού σου έδωσαν την υγείαν σου». Η θεραπεία του Μαντούρωφ, διαδοθείσα εις τα πέριξ, έγινεν αιτία να έρχωνται προς τον Όσιον πλήθη ασθενών ζητούντων την θεραπείαν των. Και πολλοί εθεραπεύοντο δια μέσου των προσευχών του. Με ιδιαιτέραν χαράν εδέχετο ο Όσιος τα παιδιά, από τα οποία πολλά εθεράπευσεν από διαφόρους ασθενείας ή αναπηρίας των. Μία από τας πλέον θαυμαστάς θεραπείας, τας οποίας ενήργησεν ο Παντοδύναμος Θεός δια μέσου του πιστού δούλου του Οσίου Σεραφείμ, ήτο και η του Νικολάου Μοτοβίλωφ. Ο Μοτοβίλωφ είχε γνωρίσει τον Όσιον όταν ήτο ακόμη παιδί, ότε η μήτηρ του τον παρέλαβε μαζί της κατά μίαν επίσκεψιν εις την Μονήν του Σαρώφ. Η γλυκύτης του προσώπου του Οσίου, οι γεμάτοι καλωσύνην οφθαλμοί του, η γλυκεία φωνή του εζωγραφήθησαν βαθέως εις την καρδίαν και την ψυχήν του. Εις ηλικίαν 22 ετών ο Μοτοβίλωφ, ο οποίος είχεν εν τω μεταξύ σπουδάσει και υπηρέτει ως επιθεωρητής της εκπαιδεύσεως, ησθένησε βαρέως και έμεινεν ακίνητος εις την κλίνην του. Οι ιατροί τον απήλπισαν, ο Μοτοβίλωφ όμως δε έχασε το θάρρος του. Εζήτησε να τον οδηγήσουν εις την Μονήν του Σαρώφ προς τον Όσιον Σεραφείμ. Επειδή ο Όσιος ευρίσκετο εις το ερημητήριόν του ο Μοτοβίλωφ διέταξε τους υπηρέτας του να τον οδηγήσουν εκεί. Ο άρρωστος παρεκάλεσε τον Όσιον να προσευχηθή δια την θεραπείαν του. Ο Σεραφείμ έλαβε την χείρα τού αρρώστου και του είπε με σταθεράν φωνήν να περιπατήση. Ο Μοτοβίλωφ, στηριζόμενος εις τον Όσιον, έκαμεν ολίγα βήματα, αλλά με τρομερόν κόπον. Κατόπιν ο Όσιος του είπε να βαδίση πλέον μόνος. Ο άρρωστος εφοβήθη ότι θα πέση, όταν όμως εδοκίμασεν, είδεν ότι πράγματι ήτο ικανός να βαδίση. Είχε θεραπευθή. Όπως έγραψεν ο ίδιος εις τας σημειώσεις του μία υπερφυσική δύναμις επλημμύρισε την ύπαρξίν του την στιγμήν εκείνην και τον έκαμε τελείως καλά. Από της ημέρας εκείνης ο Μοτοβίλωφ επεσκέπτετο συχνά τον Όσιον και συνεζήτουν δια πολλά θέματα. Κατά μίαν από τας συναντήσεις των αυτάς ο Όσιος ωμίλησεν εις τον Μοτοβίλωφ περί της «ζωής εν Αγίω Πνεύματι». Οι λόγοι του Σεραφείμ, η έκστασις ήτις τον είχε καταλάβει και το φως, το οποίον περιέλαμπε το πρόσωπόν του, έκαμαν βαθείαν εντύπωσιν εις τον επισκέπτην του. Την συζήτησιν αυτήν την κατέγραψε λεπτομερώς εις τας σημειώσεις του ο Μοτοβίλωφ, αι οποίαι εφυλάχθησαν με θρησκευτικήν ευλάβειαν από την σύζυγόν του και ανεκαλύφθησαν το έτος 1902 εις την γυναικείαν Μονήν του Ντιβέγιεβο, όπου είχε μονάσει αύτη μετά τον θάνατον του συζύγου της. Αι θαυματουργικαί θεραπείαι, αι οποίαι εγίνοντο δια της δυνάμεως του Θεού, χάρις εις τας προσευχάς του Οσίου, επολλαπλασιάσθησαν όταν ανέβλυσεν εις το δάσος μία πηγή, κατά τον εξής θαυμαστόν τρόπον. Ο Όσιος είχεν αποκτήσει εκ νέου την συνήθειαν μετά τον Εσπερινόν της Κυριακής να αποσύρεται εις το ερημητήριόν του και να παραμένη εκεί επί τινας ημέρας. Η απόστασις όμως των εξ ή επτά χιλιομέτρων, η οποία εχώριζε το ερημικόν κελλίον του από την Μονήν, ήτο αρκετά μεγάλη δια τας μικράς δυνάμεις, αι οποίαι είχον απομείνει εις το εξησθενημένον σαρκίον του. Δια τούτο ηναγκάζετο να σταματά συχνά κατά την οδοιπορίαν του, ίνα αναπαυθή και αναλάβη δυνάμεις, πλησίον μιας πηγής, η οποία ευρίσκετο εις το μέσον περίπου της αποστάσεως και η οποία από πολλών ετών είχε στειρεύσει. Μίαν ημέραν, κατά την οποίαν ο Όσιος επορεύετο προς το ερημητήριόν του, εκάθισε κατά την συνήθειάν του εις μίαν πέτραν πλησίον της απεξηραμμένης πηγής φοβερά διψασμένος. Τότε είδε να εμφανίζεται ενώπιόν του η Κυρία Θεοτόκος, η οποία ήπλωσε την αγίαν χείρα Της και με τον δάκτυλον έδειξε το σημείον, από το οποίον ανέβλυζεν άλλοτε το ύδωρ. Κατάπληκτος και τρέμων από χαράν και ιερόν φόβον προ της ουρανίας εκείνης οπτασίας ο Όσιος Σεραφείμ είδε τότε να αναβλύζη από μίαν σχισμήν των βράχων κατακάθαρον και άφθονώτατον ύδωρ, το οποίον, όπως του είπεν η Πανάχραντος Δέσποινα, θα ήτο ιαματικόν δια πολλάς ασθενείας. Εις ανάμνησιν του θαύματος αυτού ο Όσιος έσκαψεν ένα σπήλαιον εις το σημείον εκείνο, το οποίον απετέλεσε το νέον καταφύγιόν του και το οποίον ωνόμασεν «η πλησίον έρημος». Ταχέως η πηγή του Πατρός Σεραφείμ έγινε προσκύνημα των αρρώστων και πολλοί ασθενείς και ανάπηροι, δια της χάριτος της Θεοτόκου, εις το θαυματουργικόν εκείνο ύδωρ εύρισκον την θεραπείαν των. Αφ’ ότου ο Όσιος επανέλαβε την συνήθειάν του να αποσύρεται και πάλιν εις το δάσος και να παραμένη εκεί εις την σιωπήν, τα άγρια ζώα ήρχισαν να έρχωνται προς αυτόν και να λαμβάνουν τροφήν από τας χείρας του. Με τον καιρόν όμως «η πλησίον έρημος» έπαυσε να είναι έρημος, διότι οι επισκέπται ήσαν αναρίθμητοι. Άλλοι ήρχοντο δια να ακούσουν τους παρηγορητικούς λόγους του, δια να ανορθωθούν από την πτώσιν των με την βοήθειάν του και άλλοι δια να ζητήσουν την θεραπείαν των εις το ιαματικόν ύδωρ της πηγής, η οποία ανέβλυσε με την χάριν της Θεομήτορος. Ο πονηρός όμως, ο οποίος παλαιότερον είχεν ηττηθή από τον Όσιον, δεν ήτο δυνατόν να ησυχάση. Ο εχθρός παντός καλού διήγειρε τον φθόνον εις τας καρδίας κακών τινών ανθρώπων, οι οποίοι προσεπάθησαν να μειώσουν την φήμην του Οσίου, λέγοντες ότι διάφοροι ενέργειαί του δεν ήσαν κανονικαί. Η χρίσις των ασθενών με ηγιασμένον έλαιον ή το αντίδωρον, το οποίον έδιδεν εις αυτούς, ήσαν, έλεγον, αντίθετα προς την παράδοσιν της Εκκλησίας. Ακόμη και αι πολιτικαί αρχαί τον κατηγόρουν, ότι το γυναικείον Μοναστήριον του Ντιβέγιεβο, το οποίον ευρίσκετο υπό την προστασίαν του Οσίου, ήτο καταφύγιον των δουλοπαροίκων, αι οποίαι εγκατέλειπον τους άρχοντας εις τους οποίους ώφειλον υποταγήν και εγίνοντο εις το Μοναστήριον εκείνο Μοναχαί. Και οι Μοναχοί του Σαρώφ εγόγγυζον συχνότατα εναντίον του, διότι έδιδεν εις την αδελφότητα της Μονής του Ντιβέγιεβο βοήθειαν. Ο Όσιος όμως, αντί να λυπήται, παρεκάλει τον Θεόν να συγχωρήση τους συκοφάντας του και τους φθονούντας αυτόν. Όσον όμως οι άνθρωποι ενοχλούσαν τον Όσιον τόσον η θεία Χάρις τον επλημμύριζε με ουράνιον φως. Δύο ημέρας προ του Ευαγγελισμού του έτους 1831 ο Όσιος επληροφορήθη ότι θα τον επεσκέπτετο η Πανάχραντος Μήτηρ του Κυρίου. Την παραμονήν του Ευαγγελισμού ήλθεν εις το κελλίον του από την Μονήν του Ντιβέγιεβο η Μοναχή Ευπραξία, η οποία επερνούσε τότε μίαν περίοδον δοκιμασίας και εζήτει από τον Όσιον Σεραφείμ να την βοηθήση με τας συμβουλάς του να ξεπεράση την περίοδον εκείνην της ψυχικής της αναταραχής. Δια να την ενισχύση εις τον αγώνα της κατά του πνεύματος της ακηδίας, το οποίον την είχε κυριεύσει, ο Όσιος την παρεκάλεσε να παραμείνη εις το κελλίον του, διότι πολλά θα είχε να ωφεληθή. Η Ευπραξία υπήκουσε. Τότε ο Όσιος ήρχισε να προσεύχεται και μαζί του προσηύχετο και η Ευπραξία. Πόσας ώρας εκράτησεν εκείνη η προσευχή, διηγήθη αργότερον η Ευπραξία, δεν ηδύνατο να είπη. Ανέφερε μόνον ότι εις κάποιαν στιγμήν, κατά την οποίαν ο Όσιος εφαίνετο ως να ευρίσκετο εκτός του κόσμου τούτου, η Μοναχή ήκουσε να πλησιάζη προς το σπήλαιον του Οσίου από τον ουρανόν «ήχος βιαίας πνοής» και αμέσως ψαλμωδίαι, εκθαμβωτικόν φως και μία γλυκεία ευωδία επλημμύρισαν το σπήλαιον εντός του οποίου ευρίσκοντο. Ερρίγησεν ολόκληρος, όταν είδε τον Όσιον να απλώνη τας χείρας του προς κάποιον και να φωνάζη με ανεκλάλητον χαράν· «Ω Θεομήτωρ! Ω Πανάχραντε Μήτηρ του Κυρίου μου!». Κατόπιν η Ευπραξία, όπως διηγήθη αργότερον η ιδία, είδε δύο Αγγέλους προπορευομένους της Θεοτόκου, την οποίαν περιεστοίχιζον ο Τίμιος Πρόδρομος και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και δώδεκα Παρθενομάρτυρες. Το σπήλαιον έλαμψεν από ένα εκτυφλωτικόν φως και της εφάνη ωσάν να εμεγάλωσε και να έγινεν απέραντον όσον ο ουρανός. Μη δυναμένη η Ευπραξία να αντικρύση το λαμπρότατον εκείνο φως και την θείαν οπτασίαν έπεσεν επί πρόσωπον εις την γην και το εσκέπασε με τας χείρας της. Τρέμουσα ολόκληρος ήκουσεν εν συνεχεία την Μητέρα του Θεού να συνομιλή με τον Όσιον, δεν ηδυνήθη όμως να εννοήση τι έλεγον. Το μόνον το οποίον συνεκράτησεν εις την μνήμην της ήσαν ταύτα τα λόγια της Θεοτόκου· «Σύντομα, τέκνον μου, θα έλθης πλησίον μας». Όταν η οπτασία έλαβε τέλος και η Ευπραξία συνήλθεν από την κατάπληξιν και τον φόβον που είχον κυριεύσει την ψυχήν της, εσηκώθη από το έδαφος, αλλά παρέμεινεν επί πολλήν ώραν άφωνος. Τέλος ωμίλησε δια να είπη εις τον Όσιον, ότι ελυπείτο, διότι δεν επρόφθασε να παρακαλέση την Θεοτόκον να μεσιτεύση εις τον Υιόν της να την ενισχύση εις τον ψυχικόν αγώνα τον οποίον διεξήγε κατά την εποχήν εκείνην εναντίον του πονηρού. Ο Όσιος όμως την καθησύχασε, διότι, όπως είπεν εις αυτήν, εκείνος παρεκάλεσε την Θεομήτορα όχι μόνον δια την ιδίαν, αλλά και δι’ όλην την αδελφότητα. «Πήγαινε, λοιπόν, εις την ευχήν του Χριστού, τέκνον μου, και ο Κύριος θα σε προστατεύση» της είπε. Μετά την εμφάνισιν αυτήν της Θεοτόκου, η οποία ήτο η δωδεκάτη, όπως ωμολόγησεν ο Όσιος εις την Ευπραξίαν, ήτο πλέον φανερόν ότι η επί της γης παροικία του επλησίαζε προς το τέλος της. «Πολύ σύντομα θα σας αφήσω», έλεγεν εις όσους τον επεσκέπτοντο. «Είναι η τελευταία φορά κατά την οποίαν βλέπει ο εις τον άλλον μας», έλεγεν εις άλλους. Ο ίδιος ώρισε το μέρος, όπου επεθύμει να ανοιγή ο τάφος του και παρεκάλεσε τους Μοναχούς να τον θάψουν εκεί. Αντί να λυπήται, διότι ο θάνατός του επλησίαζε, τουναντίον έχαιρε και το πρόσωπόν του έλαμπεν ωσάν να το επλημμύριζεν ουράνιον φως. Ήτο πλέον 73 ετών και αι δυνάμεις του καθημερινώς τον εγκατέλειπον. Πολλοί Μοναχοί τον επεσκέπτοντο τώρα συχνότερον δια να λάβουν τας τελευταίας συμβουλάς του και να ακούσουν σωτηριώδεις λόγους από τα χείλη του. «Η ζωή του ανθρώπου ομοιάζει με αναμμένον κερί», έλεγεν μίαν ημέραν εις ένα Μοναχόν. Επήρε κατόπιν ένα κερί εις τας χείρας του και το ήναψεν. Ύστερα είπεν εις τον Μοναχόν να φυσήξη και να το σβύση. Ο Μοναχός υπήκουσεν. «Έτσι θα σβύση εντός ολίγου και η ιδική μου ζωή», είπε σιγά, αλλά χωρίς παράπονον, χωρίς φόβον. Τουναντίον εφαίνετο ευχαριστημένος. Ο Μοναχός εσκυθρώπασε και η λύπη εζωγραφήθη εις το πρόσωπόν του. «Δεν είναι καιρός δια λύπην, αδελφέ μου», είπεν ο Όσιος, «αλλά καιρός χαράς». Ο Όσιος ησθάνετο ότι το τέλος σχεδόν έφθασεν. Έκαμε τας τελευταίας ετοιμασίας του, έδωσε συμβουλάς, έγραψεν επιστολάς. Παρεκάλεσεν, όταν τον τοποθετήσουν εις το φέρετρον, να θέσουν εις το στήθος του μίαν μικράν εικόνα του Αγίου Σεργίου, την στιγμήν της εμφανίσεως εις αυτόν της Θεοτόκου. Κατόπιν εκάλεσε τον Πνευματικόν της Μονής του Ντιβέγιεβο, εξωμολογήθη και του παρέδωσε τα επιμανίκιά του. Την α΄ (1ην) Ιανουαρίου του έτους αωλγ΄ (1833), η οποία συνέπιπτε με ημέραν Κυριακήν, επήγεν εις την Λειτουργίαν, ησπάσθη όλας τας Αγίας Εικόνας και εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Μετά την Λειτουργίαν απεχαιρέτησεν ένα – ένα όλους τους αδελφούς, τους ησπάσθη, εζήτησεν από όλους και έδωκεν εις όλους συγχώρησιν, κατόπιν εισήλθε πάλιν εις τον Ναόν, ησπάσθη τον Τίμιον Σταυρόν και την Εικόνα της Θεομήτορος, διέγραψε κύκλον γύρω από την Αγίαν Τράπεζαν, γονατίζων εμπρός εις το ιερόν θυσιαστήριον κατά το τυπικόν, και εξήλθε δια της βορείας θύρας του Ναού. Κατόπιν με βήματα αργά, στηριζόμενος εις την ράβδον του, σκυφτός όπως ήτο από την εποχήν που τον εκακοποίησαν οι λησταί, επροχώρησε προς το κελλίον του, εισήλθεν εις αυτό και έκλεισε την θύραν….                                       Το βράδυ της ημέρας εκείνης ο αδελφός Παύλος, του οποίου το κελλίον ήτο γειτονικόν προς το κελλίον του Οσίου, τον ήκουσε να ψάλλη αναστάσιμα τροπάρια. Κατά την ιδίαν νύκτα τον είδε να εξέρχεται τρεις φοράς από το κελλίον του, να μεταβαίνη έως εις τον ανοικτόν τάφον του και να ίσταται επ’ αρκετόν άνωθεν αυτού, με την κεφαλήν σκυμμένην, βλέπων προς την γην. Κατόπιν επέστρεφεν εις το κελλίον του και εκλείετο εις αυτό. Ήτο νυξ ακόμη, όταν την επομένην, 2αν Ιανουαρίου, ο αδελφός Παύλος, εξελθών του κελλίου του δια να μεταβή εις τον Όρθρον, ησθάνθη οσμήν καπνού να εξέρχεται από το κελλίον του Οσίου. Ενόμισεν ότι ο Όσιος είχεν αναχωρήσει δια το ερημητήριόν του και είχε λησμονήσει κεριά αναμμένα, από τα οποία ήναψεν εντός του κελλίου πυρκαϊά. Εκτύπησεν εις την θύραν του κελλίου, αλλ’ απάντησιν δεν έλαβεν. Εκάλεσε τότε και άλλους αδελφούς και ήνοιξαν την θύραν δια να σβήσουν την πυρκαϊάν. Όταν ήναψαν φως διέκριναν τον Όσιον γονατισμένον εμπρός εις την εικόνα της Θεομήτορος, με τας χείρας εσταυρωμένας εις το στήθος του εις στάσιν προσευχής. Εμπρός του ήτο ανοικτόν το ιερόν Ευαγγέλιον. Προς στιγμήν ενόμισαν ότι προσευχόμενος ο Όσιος απεκοιμήθη. Όταν όμως ηθέλησαν να τον εξυπνήσουν, διεπίστωσαν ότι η αγία ψυχή του είχεν εγκαταλείψει το σαρκίον της, το οποίον ήτο ακόμη θερμόν. Ο Όσιος Σεραφείμ είχε κοιμηθή τον ύπνον του δικαίου. Τότε ενεθυμήθησαν μίαν προφητείαν, την οποίαν είχε κάμει προ πολλών ετών ο Όσιος, όταν ο Ηγούμενος τού συνέστησε προσοχήν, διότι με τα αναμμένα κεριά, που άφηνεν εις το κελλίον του, υπήρχε κίνδυνος πυρκαϊάς. «Κανείς κίνδυνος δεν υπάρχει», είπε τότε. «Μόνον ο θάνατός μου θα αποτελέση έναρξιν πυρκαϊάς». Και πράγματι η πυρκαϊά εκείνη και ο καπνός ήτο η αναγγελία του θανάτου του, διότι καμμία ζημία δεν επροξενήθη εις το κελλίον από τας φλόγας. Ετοποθέτησαν τον Όσιον εις το δρύϊνον φέρετρον, το οποίον από ετών είχε ετοιμάσει ο ίδιος δι’ εαυτόν και τον μετέφεραν εις το καθολικόν της Μονής. Το θλιβερόν άγγελμα του θανάτου του διεδόθη ταχύτατα εις όλα τα περίχωρα και πλήθη λαού συνέρρευσαν από παντού. Επί οκτώ ημέρας το Λείψανον του Οσίου έμεινεν εις το ανοικτόν φέρετρον ώστε να ημπορέσουν να το προσκυνήσουν όλοι. Λέγεται δε ότι ένας ερημίτης είδε την χαραυγήν της 2ας Ιανουαρίου ένα λαμπρόν φως, το οποίον ανήρχετο προς τον ουρανόν και είπε προς τον υποτακτικόν του· «Είναι η ψυχή τού Πατρός Σεραφείμ, η οποία αναβαίνει προς τον Πλάστην της εις τους ουρανούς». Από της 2ας Ιανουαρίου 1833, ημέρας κοιμήσεως του Οσίου, παρήλθον εβδομήκοντα ολόκληρα έτη. Όλοι όσοι είχον γνωρίσει τον Όσιον σχεδόν είχον απέλθει από την παρούσαν ζωήν, η μνήμη του όμως έμεινε πάντοτε ζωντανή και η προσέλευσις των προσκυνητών εις τον τάφον του και αι θαυματουργικαί θεραπείαι διαφόρων ασθενών διαρκώς επληθύνοντο. Κατά τα τελευταία δέκα έτη η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας είχε προβή εις λεπτομερείς και προσεκτικάς ερεύνας σχετικώς με τον βίον, την πολιτείαν και τα θαύματα του Οσίου. Από την έρευναν αυτήν διεπιστώθησαν 94 περιπτώσεις ιάσεων, βεβαιωθείσαι από αυτόπτας μάρτυρας, εκτός εκείνων αι οποίαι ανεφέροντο εις τα αρχεία της Μονής του Σαρώφ. Μεταξύ των θεραπευθεισών περιλαμβάνετο και η Πριγκίπισσα Όλγα, θυγάτηρ του Τσάρου Νικολάου του Β΄. Κατόπιν όλων αυτών η Ιερά Σύνοδος δια πράξεώς της ανεκήρυξε τον Πατέρα Σεραφείμ Άγιον την 29ην Ιανουαρίου 1903. Την 19ην Ιουλίου 1903 ο μεγάλος κώδων του Καθολικού της Μονής του Σαρώφ ανήγγειλεν εις τους πιστούς την έναρξιν της τελετής, κατά την οποίαν ο Πατήρ Σεραφείμ θα ετιμάτο δια πρώτην φοράν ως Άγιος. Ολόκληρον το Καθολικόν και ο περίβολος της Μονής είχον πλημμυρίσει από τα πλήθη, τα οποία προσήλθον δια να τιμήσουν την μνήμην του Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ. Τα οστά του Αγίου ετοποθετήθησαν εντός λειψανοθήκης από ξύλον κυπαρίσσου και απετέθησαν εις μαρμάρινον κουβούκλιον, προ του οποίου συνωθούντο τα πλήθη δια να προσκυνήσουν. Θαύματα πολλά έγιναν κατά την διάρκειαν της Ακολουθίας και εξηκολούθησαν έκτοτε να γίνωνται. Ο «πτωχός Σεραφείμ», ο «ταπεινός δούλος της Θεομήτορος», όπως ωνόμαζεν εαυτόν ο Όσιος, είχεν ανακηρυχθή εις εκ των μεγαλυτέρων Αγίων της άλλοτε Αγίας Ρωσίας.        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου