Νεόφυτος ο θαυμάσιος και όντως νέον φυτόν ουράνιον και δένδρον αειθαλές και εύκαρπον, εβλάστησε κατά τους χρόνους των δυσσεβών βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των τυράννων εν έτει 290, από πλουσίους, ευσεβείς και ευγενείς γονείς γεννηθείς εις την Νίκαιαν. Ο πατήρ αυτού εκαλείτο Θεόδωρος, η δε μήτηρ του Φλωρεντία, οίτινες ήσαν και οι δύο ζηλωταί και ενάρετοι, τους οποίους ο παις μιμούμενος, έχων αυτούς αγαθόν υπόδειγμα, επρόκοψεν εις την πολιτείαν θαυμασιώτατα και έγινε παιδιόθεν ενάρετος, προμηνύων την εσομένην κατάστασιν την οποίαν έμελλε να αποκτήση εις το ύστερον.
Εμίσει πολύ την υπερηφάνειαν και καύχησιν, δια τούτο δεν ήθελε ποσώς να συναναστρέφεται με κενοδόξους και άφρονας παίδας, αλλά μόνον με ομοίους αυτού ταπεινόφρονας, τους οποίους ευσπλαγχνίζετο πολλάκις και τους εμοίραζε και τον άρτον, τον οποίον του έδιδον οι γονείς του δια ζωοτροφίαν αυτού και έμεινεν αυτός πολλάς φοράς πεινασμένος ο τρισμακάριος· τοιούτος ήτο από μικράς ηλικίας ο πεφωτισμένος και θείος Νεόφυτος. Αλλά πως να είπω το απόρρητον και θαυμάσιον εκείνο διήγημα, όπερ έκαμεν ο αείμνηστος εις το πρώτον άνθος της ηλικίας του, παρόμοιον του Μωσαϊκού τερατουργήματος; Ότι εκείνος μεν εκτύπησε την πέτραν και εξήλθεν ύδωρ γλυκύτατον, ούτος δε ο καλός νεανίας Νεόφυτος, έχων εις την συνοδείαν του και άλλα παιδία, έκαμε προσευχήν εις την θύραν της Εκκλησίας, όταν ήτο χρόνων εννέα κατάτην σάρκα, κατά δε την ψυχήν και σύνεσιν ήτο γέρων· έπειτα εκτύπησε με τον δάκτυλόν του ένα λίθον και παρευθύς (ω της απείρου σου, Λόγε, δυνάμεως!) ώσπερ να ήτο εκεί καμμία βρύσις σφαλισμένη και τότε ήνοιξε και ανεπήδησεν ύδωρ και γάλα τόσον άμετρον, ώστε έφθασε και εχόρτασαν αναρίθμητοι. Το ποτόν δε εκείνο ήτο εξαίσιον, ότι εχόρταινε τας ψυχάς και τα σώματα και όσα παιδία το έπιον, δεν έτρωγαν άλλην τροφήν ούτε επεινούσαν ολότελα. Ο δε γνωστικός όντως και ταπεινόφρων Νεόφυτος δεν εκενοδόξησεν εις τοιαύτην θαυματουργίαν εξαίσιον, ούτε μισθόν άλλον της ευποιϊας ταύτης από τους παίδας εζήτησεν, ειμή μόνον να μη ομολογήσουν τινός το γενόμενον. Αλλ’ όσον αυτός ο μακάριος εσπούδαζε να κρύπτη την αρετήν ταύτην, τόσον ο Κύριος ήθελε να τον κάμη πανταχού περιβόητον και να αποκαλύψη τον κεκρυμμένον και αγνοούμενον. Είδε δε και η Φλωρεντία θαυμάσιον όνειρον, το οποίον εφανέρωνε την αρετήν του παιδός και τα εξαίσια αυτού κατορθώματα. Εθαύμαζεν όθεν η μήτηρ του Αγίου δι’ εκείνα τα οποία είδεν εις το όραμα, αλλά δεν επίστευσε να είναι αληθινά, αλλά φάντασμα, και εδέετο του Κυρίου με δάκρυα, ταύτα λέγουσα· «Δέσποτα Θεέ, όστις γινώσκεις πριν να γίνουν όλα τα πράγματα και προορίζεις και γίνονται, αποκάλυψόν μοι το όραμα, να καταλάβω την τούτου έννοιαν, δια να γνωρίσω του τέκνου μου την μέλλουσαν προκοπήν». Ταύτα μεν έλεγεν η Φλωρεντία· ο δε πανάγαθος Θεός, ο ποιών θαυμαστά και παράδοξα, προς βεβαίωσιν της αληθούς ημών πίστεως και εις των παγιδευομένων ωφέλειαν, επήκουσε της δεήσεώς της και βλέπει οφθαλμοφανώς περιστεράν έχουσαν όντως και αληθέστατα περιηργυρωμένας τας πτέρυγας και χρυσά τα μετάφρενα, ήτις εισελθούσα εις τον οίκον του Νεοφύτου και πετώσα πέριξ της κλίνης αυτού εκάθησεν εις αυτήν. Ταύτα η Φλωρεντία βλέπουσα εθαύμασε και εβεβαιώθη, ότι η περιστερά εκείνη δεν ήτο απλώς άλογον πετεινόν, αλλά θεϊκή επαγγελία και επιφοίτησις. Όθεν ώσπερ να ήτο φύσις λογική, την ηρώτησε δια ποίαν αιτίαν εκάθησεν εις την κλίνην του νέου και αύτη με ανθρωπίνην φωνήν (ω του θαύματος!) απεκρίνατο λέγουσα· «Το Άγιον Πνεύμα με έστειλε να περισκέπω την κλίνην του Νεοφύτου, να διώκω πάσαν κατ’ αυτού επιβουλήν του εχθρού και να φυλάττω την στρωμνήν του αγνήν και άμωμον». Την θείαν ταύτην φωνήν ακούσασα η Φλωρεντία και την άρρητον εκείνην λάμψιν μη υποφέρουσα, και ως εάν είχε κτυπήσει αυτήν μεγάλη βροντή, εταράχθη και πεσούσα εις την γην εξεψύχησεν, ιδούσα, ως νομίζω, και οπτασίαν Αγγέλων, των οποίων την άμετρον λάμψιν και μεγαλειότητα δεν ηδυνήθη να υπομείνη, δι’ αυτό έμεινεν άπνους και άφωνος. Ευρόντες λοιπόν αυτήν άπνουν οι γείτονες και μη ηξεύροντες το μέλλον θαυμάσιον, ητοίμαζον τα εντάφια. Ο δε Νεόφυτος δεν ελυπήθη ποσώς δια της μητρός τον θάνατον, αλλά μάλλον εχαίρετο και δεν τους αφήκε να την ενταφιάσωσι λέγων· «Αφήτε την έως να έλθη ο πατέρας μου». Τότε άνθρωπος τις φίλος του Θεοδώρου, πρώτος της Συγκλήτου, την κλήσιν Λειβάδιος, διεμήνυσεν εις αυτόν τον αιφνίδιον και απροσδόκητον θάνατον της γυναικός του, ήτο δε ούτος εις ένα χωράφιον, και ως ήκουσε το άχαρι μήνυμα, έτρεχε προς την πόλιν με μεγάλην θλίψιν και χύσιν δακρύων ανείκαστον. Καθ’ οδόν τον προϋπήντησεν ο Λειβάδιος και τον παρηγόρει να μη παραπικραίνεται. Ο δε Νεόφυτος, όταν τον είδε πλησιάζοντα εις την οικίαν, εξήλθε και του λέγει· «Μη λυπηθής, πάτερ, ότι ετελεύτησεν η μήτηρ μου, ότι αν και φαίνεται εις τους περιεστώτας νεκρά, αλλά εγώ δύναμαι να την αναστήσω με την θείαν βοήθειαν». Επιστρέψας δε εις τον οίκον των έλαβεν από την χείρα την νεκράν μητέρα του λέγων· «Έγειραι, μήτερ, ότι όσον έθελεν ο Κύριος εκοιμήθης». Ω εξαισίου τερατουργήματος! Θαύματι και φρίκη συνέχομαι συλλογιζόμενος, ότι προ της θείας σαρκώσεως ήτο άδης φοβερός και ο θάνατος απαραίτητος, και μετά τον θάνατον του αθανάτου εθανατώθη ο θάνατος και κατεφρονήθη ο άδης, τόσον ώστε να αιχμαλωτίζουν αυτούς γυναίκες και νήπια και να λαμβάνουν απ’ αυτών όσας ψυχάς βούλονται, καθώς και η ψυχή της Φλωρεντίας, εις το άκουσμα της προσταγής του Νεοφύτου, επέστρεψεν ευθύς εις το σώμα της και ως εξ ύπνου εγερθείσα διηγείτο την οπτασίαν προς τον Θεόδωρον. Όταν δε ήρχισε να λέγη δια την περιστεράν, είδον άπαντες ταύτην επάνω εις την κλίνην του Νεοφύτου και επρόσταζεν αυτόν, ώσπερ ποτέ και τον Πατριάρχην Αβραάμ, να εξέλθη από την γην αυτού και συγγένειαν και να ακολουθήση την αληθινήν γην και ζωήν την αιώνιον. Ταύτην δε την φωνήν όλοι οι ευρεθέντες εκεί την ήκουσαν, αλλά μόνον οι ευσεβείς την επίστευσαν, οίτινες ήσαν συνηθισμένοι να βλέπωσι τοιαύτα θαυμάσια· όθεν και τον Νεόφυτον υπερεχαίροντο και τον εφίλουν γλυκύτατα, οι δε τυφλοί και ασύνετοι ειδωλολάτραι μαντείαν έλεγον τα θεία θαυμάσια· πλην τινές και απ’ εκείνους, οι οποίοι ήσαν γνωστικοί και καλόγνωμοι, μετανοήσαντες επέστρεψαν από την προτέραν πλάνην και πιστεύσαντες εις τον Χριστόν εβαπτίσθησαν. Ταύτα ακούων ο θαυμαστός Νεόφυτος, του ήλθε πολύς πόθος να υπάγη εις τον Όλυμπον, όπερ είναι όρος πλησίον της πόλεως Νικαίας, ερημητικόν και θαυμάσιον, εις το οποίον ευρίσκοντο επίγειοι Άγγελοι και άνθρωποι αγιώτατοι. Όταν λοιπόν ήτο ετών δέκα εξήλθε από την πόλιν δια να υπάγη εις τον Όλυμπον. Τότε ιδού και η περιστερά περιϊπτατο του νέου και ωδήγει αυτόν εις την οδόν του, έως ου έφθασεν εις το όρος. Αφ’ ου δε εγύρισεν όλα σχεδόν τα κελλία των Πατέρων και επήρεν από τον καθ’ ένα ψυχικήν ωφέλειαν, επήγεν εις ένα τόπον υψηλόν, εις τον οποίον ήτο πέτρα μετέωρος, εις αυτήν δε υπήρχε μία κοιλότης ως σπήλαιον. Εις ταύτην εισήλθεν η οδηγός περιστερά πρότερον και ύστερα ο Νεόφυτος, και ευρίσκων μέσα ένα φοβερώτατον λέοντα, όστις ήτο ικανός να εκφοβίση και ένα στρατόπεδον αναρίθμητον και να τους κάμη όλους να φύγουν έντρομοι, όμως ο Άγιος ουδόλως εδειλίασεν, αλλά έλαβε το θηρίον από τας τρίχας λέγων· «Φθάνει σε όσον καιρόν κατώκησες εδώ δος μοι τον οίκον σου και ύπαγε να εύρης άλλο οικητήριον, ότι ούτως επρόσταξε το Πνεύμα το Άγιον». Τότε το θηρίον, ώσπερ να ήτο λογικός και γνωστικός άνθρωπος, ω του θαύματος! ηγέρθη όρθιον και εφίλησεν εις το στήθος τον Άγιον και εις την κεφαλήν κυκλόθεν με πολλήν πραότητα, έπειτα ανέλειξε με την γλώσσαν τους πόδας του και εσφόγγισε το χώμα επιμελώς, και κλίναν την κεφαλήν έκαμε σχήμα ώσπερ να έλεγε «Συγχώρησον» και ανεχώρησε δια να πληρώση το πρόσταγμα. Έκαμε λοιπόν εκεί ο Νεόφυτος ένα χρόνον με άρτον ουράνιον τρεφόμενος, με πνεύμα θεϊκόν στηριζόμενος, ότι καθ’ εκάστην ήρχετο Άγιος Άγγελος και του έφερε την διατεταγμένην τροφήν· εις το τέλος δε του έτους με την τροφήν του έδωκε και ένα βιβλίον, εις το οποίον ήσαν γεγραμμένα ταύτα τα λόγια· «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ, τάδε προστάσσω εσέ τον Νεόφυτον και εντέλλομαι· ο αριθμός των χρόνων σου πλησιάζει εις το τέλος. Λοιπόν άφες το όρος και ύπαγε εις την πατρίδα σου να γηροτροφήσης τους γονείς σου, και όταν τους ενταφιάσης, στρέψον πάλιν προς εμέ τον ουράνιον πατέρα σου». Ως δε ο Άγιος ανέγνωσε τα γραφόμενα ταύτα του βιβλίου και είδεν ότι επροστάσσετο να καταβή από το όρος, επικράνθη ώσπερ να έφευγεν από τον Παράδεισον· και πρώτον μεν εδίσταζεν εις την διάνοιαν, να υπάγη ή να μείνη· έπειτα, συλλογιζόμενος ότι είναι μεγάλος της απειθείας ο κίνδυνος και ότι δεν είναι πρέπον να παρακούση το θείον πρόσταγμα, κατέβη από το όρος, ελπίζων εις τον Κύριον να οικονομήση τα κατ’ αυτόν, καθώς βούλεται. Και εισήλθε μεν εις την πόλιν και υπηρέτει τους γονείς του κατά το θείον πρόσταγμα, αλλά πάλιν την ασκητικήν διαγωγήν δεν άφησεν, ούτε ποσώς από τον Θεόν εχώρισεν, αλλά έζη εν τω Χριστώ και ο Χριστός εις αυτόν κατά τον Απόστολον. Όταν δε ενεταφίασε τους γονείς του και εμοίρασεν εις τους πτωχούς τα πράγματά των, ανέβη πάλιν εις το όρος και ησκήτευεν ως και πρότερον, διάγων πολιτείαν ισάγγελον. Αυτά είναι του Νεοφύτου τα της νεότητος αυτού κατορθώματα και ασκητικά αγωνίσματα. Τώρα δε να είπωμεν την επιπονωτέραν ζωήν και τα μαρτυρικά του παλαίσματα, δια τα οποία έλαβε πλουσίας αμοιβάς και εστολίσθη με δύο στεφάνους, της ασκήσεως, λέγω, και της αθλήσεως. Τον καιρόν εκείνον εβασίλευον ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός οι αντίχριστοι, οίτινες είχον αποστείλει εις την επαρχίαν των Βιθυνών σκληρόν τινα και απάνθρωπον άρχοντα, ονομαζόμενον Μάξιμον, εις την όψιν θηριώδη και εις την γνώμην θηριωδέστερον, όστις εβασάνιζε τους Χριστιανούς τοσούτον άσπλαγχνα, ώστε του εφαίνετο μικρά παίδευσις να τους καίη, να τους κατακόπτη εις πολλά τεμάχια ή να τους ρίπτη εις την θάλασσαν. Όθεν ηρεύνα εις την πονηράν του διάνοιαν νέους τρόπους και αρρήτους μηχανάς κολάσεων, δια να φονεύη την ψυχήν προ του σώματος ο παμμίαρος και άλλοι μεν ενικώντο από την σφοδρότητα των κολάσεων και εθυσίαζον εις τα αναίσθητα είδωλα, προτιμώντες (φευ!) ζωήν πρόσκαιρον και ατελεύτητον κόλασιν, υπέρ βασιλείαν και ζωήν αιώνιον, τους οποίους ετίμα ο δυσσεβής με φθαρτόν πλούτον και δόξαν ευμάραντον. Άλλοι δε πάλιν παρέδιδον τας σάρκας προθύμως εις διαφόρους παιδεύσεις και κολαστήρια μύρια και κατεφρόνουν ευδαιμονίαν πρόσκαιρον, δια να απολαύσουν οι πάνσοφοι την αιώνιον. Τότε λοιπόν ήλθεν Άγγελος ουρανόθεν προς τον Νεόφυτον και τον προσέταξεν εκ Θεού να υπάγη εις την περιώνυμον Νίκαιαν να λάβη το ψυχοσωτήριον μαρτύριον, όστις έδραμε προθύμως με την περικεφαλαίαν του σωτηρίου περισκεπόμενος και εζωσμένος την μάχαιραν του πνεύματος, και εξαίφνης πηδήσας εις το θέατρον ήστραψεν ως ο ήλιος και όλοι όσοι τον είδον εθαύμασαν, διότι ήτο ακόμη αγένειος. Ο μεν λοιπόν τύραννος ενόμισεν, ότι ο Άγιος ήλθε δια να θυσιάση εις τα είδωλα· έπειτα, ακούων αυτόν ότι ήλεγχε την αγνωσίαν και ματαιότητα εκείνων, τον δε Χριστόν εκήρυττε Θεόν αληθέστατον, εθυμώθη ο δείλαιος και τον εφοβέρισε να τον παιδεύση ωμότατα, εάν δεν θυσιάση το συντομώτερον. Ο δε σοφός Νεόφυτος εγέλασε λέγων· «Δεν σε φθάνει, Μάξιμε, η ιδική σου απώλεια, αλλά βιάζεις και τους σοφούς να συγκοινωνήσουν εις την πλάνην σου, άγνωστε»; Τότε ο τύραννος εθυμώθη και αμελήσας την κοινήν απόλαυσιν, διότι είχον εκείνην την ημέραν μεγάλην πανήγυριν, προσέταξε να τον κρεμάσουν με σχοινία ολόγυμνον, να καταξεσχίζουν τας σάρκας του και να τον δέρουν ανηλεώς. Αφού λοιπόν του έδωσαν, ω της μεγίστης καρτερίας του μάρτυρος! ραβδισμούς πεντακοσίους, τον κατεβίβασαν και ξεσχίζοντες πάλιν τα πληγωμένα μέλη του, του έχυσαν επάνω όξος και άλμην, δια να του δώσουν πόνον δριμύτερον. Ο δε Άγιος ηύχετο εις τον Χριστόν να φωτίση τους Έλληνας να έλθουν εις την ευσέβειαν και διψών την σωτηρίαν εκείνων εφρόντιζε και τους εδίδασκε λέγων· «Άνδρες αδελφοί, μη αμελήτε την σωτηρίαν σας, αλλά γνωρίζοντες ότι εις είναι ο αληθινός Θεός, όστις έπλασε τον άνθρωπον πρότερον, έπειτα πάλιν τον ανεκαίνισε με την ένσαρκον παρουσίαν του, μη προσκυνείτε πονηρούς δαίμονας, οίτινες σας οδηγούν εις κόλασιν αιώνιον, αλλά αφήνοντες το σκότος και των ειδώλων τον δόλον και ματαιότητα, προσέλθετε εις το φως. Και μη φοβηθήτε του Μαξίμου την πανουργίαν και θηριότητα μήτε ποσώς δειλιάσετε τας διαφόρους κολάσεις, ότι ο Δεσπότης Χριστός παραστέκεται και μας ενδυναμώνει, ελαφρώνων τας οδύνας των κολαστηρίων, αντί των οποίων μας ετοιμάζει μακαριότητα ασάλευτον». Αυτά και έτερα πλείονα λέγων, τα οποία δια συντομίαν δεν γράφομεν, εθυμώθη περίσσα κατά του φιλοχρίστου ο άχρηστος τύραννος, και του έδωκε χειρότερα κολαστήρια, καταξεσχίζων με σιδηρούς όνυχας όσας σάρκας του έμειναν από την προτέραν βάσανον, τόσον ώστε απεγύμνωσεν ολότελα τας πλευράς του και εφαίνοντο όλα του τα οστά. Τότε πλησιάσας εις αυτόν εις των Ελλήνων τον ελυπήθη και του λέγει· «Σπλαγχνίσου την νεότητά σου, Νεόφυτε, θυσίασον εις τους θεούς, να λυτρωθής από τα φρικτά κολαστήρια». Ο Άγιος όμως επόνεσε περισσότερον από την ψυχοβλαβή ταύτην συμβουλήν παρά από τας πληγάς του σώματος, και ώσπερ να έγινε δυνατώτερος εις τας κολάσεις και προθυμότερος εις το μαρτύριον έλεγε· «Εγώ θυσιάζω εις τον Θεόν τας σάρκας μου και θέλω προσφέρει και θυσίαν αινέσεως, και τας ευχάς μου εις τον Ύψιστον ανταποδίδω, όστις εσαρκώθη δια την πολλήν ευσπλαγχνίαν του, και σταυρωθείς εκουσίως ηφάνισε και εξωλόθρευσε τα βδελύγματα των ειδώλων, τα οποία προσκυνείτε, ασύνετοι, και έπαυσε τας μιαράς σας θυσίας ως παντοδύναμος». Οι λόγοι αυτοί του Μάρτυρος εθύμωσαν τον τύραννον περισσότερον και προστάσσει τους στρατιώτας να αλλάξουν τους σιδηρούς όνυχας και να πάρουν άλλα κοπτερά όργανα, με τα οποία να δύνανται να κόπτωσι τα οστά όχι μόνον των πλευρών, αλλά και των χειρών και των ποδών, και να καταξεσχίσουν όλα τα μέλη του σώματος, ώστε να μη απομείνη μέλος απλήγωτον· έπειτα, αφού τον έκαμαν ελεεινόν θέαμα, εδοκίμασεν ο ασύνετος τύραννος να τον διαστρέψη με κολακείας υποσχόμενος να του δώση τιμάς και δωρεάς αναριθμήτους. Ο δε Άγιος, αψηφών τους λόγους του τυράννου, έδωκεν εις αυτόν την πρέπουσαν απόκρισιν, λέγων ότι ήτο έτοιμος να υπομείνη μυρίους θανάτους δια τον Χριστόν χαρούμενος και να μη έχη καμμίαν ελπίδα να αρνηθή την ευσέβειαν δια πρόσκαιρον απόλαυσιν ή δια φόβον κολαστηρίων, εάν ήσαν και τα πλέον σκληρότερα. Απογνωσθείς λοιπόν τελείως ο τύραννος, το μεν Άγιον εφυλάκισεν, αυτός δε έμεινε περίλυπος, διότι δεν ηδυνήθη να νικήση ένα νέον αγένειον με τόσα παιδευτήρια. Συλλογιζόμενος λοιπόν ο τύραννος τι να πράξη, έβαλε κατά νουν να γράψη προς τους βασιλείς την υπόθεσιν, δια να θαυμάσουν και αυτοί εις το τεράστιον τούτο άκουσμα. Όθεν έγραψεν εις αυτούς εξιστορών τα γενόμενα και ζητών οδηγίας τι να πράξη. Λαβόντες οι βασιλείς την επιστολήν του Μαξίμου και αναγνώσαντες ταύτην, αντέγραψαν εις αυτόν να ρίψη τον Άγιον εις φλογώδη τινά κάμινον. Ο δε θηριώδης Μάξιμος δεν ηθέλησε να τον θανατώση πάραυτα, αλλά προσέταξε να γίνη μεγάλη πανήγυρις και να θυσιάσουν εις τους θεούς πλούσια αρώματα, να φέρουν δε και θύματα περισσότερα, μήπως παρακινηθή εκ τούτων ο Άγιος και προσκυνήση τα είδωλα· έστησαν δε εκεί και στήλην του Ηρακλέους, την οποίαν εστόλισαν καταλλήλως και έφεραν εκεί τον Μάρτυρα, τον οποίον παρεκίνουν να θυσιάση και αυτός εις εκείνο το είδωλον, να το έχη βοήθειαν. Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Εγώ ένα μόνον Θεόν τρισυπόστατον σέβομαι και προσκυνώ, Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα Άγιον και εις αυτόν μόνον προσφέρω θυσίαν, όχι βόας και ταύρους και όρνιθας, αλλά πνεύμα συντετριμμένον και ψυχήν λογικήν και όλον εμαυτόν ως προσφοράν και ολοκαύτωσιν, τον δε Ηρακλέα σας περιγελώ και σας ταλανίζω, διότι λατρεύετε νεκρά και αναίσθητα είδωλα». Ιδών λοιπόν ο τύραννος το αμετάθετον της γνώμης του Αγίου εξέκαυσε μεγάλην και φοβεράν κάμινον, ρίπτων ξύλα αναρίθμητα· και ρίψαντες εντός αυτής τον Άγιον έφραξαν επιμελώς το στόμα αυτής και τον άφησαν εκεί ημέρας τρεις δια να καούν και τα οστά του. Κατά δε την τρίτην ημέραν, νομίζοντες οι ασεβείς ότι ο μεν Μάρτυς θα κατεκάη, η δε κάμινος θα έχη σβεσθή, ήνοιξαν την θύραν της καμίνου και ευθύς αναπηδήσασα εξ αυτής φλοξ τεραστία κατέκαυσεν άπαντας τους περί αυτήν, ο δε Άγιος (ω θείας δυνάμεως, ω θείου τερατουργήματος!) εξήλθεν έξω υγιής και αβλαβής, χωρίς καν να καή ούτε μία θρίξ της κεφαλής και των ιματίων του και υμνολόγει εις έλεγχον των παρανόμων μεγαλοφώνως τον Παντοδύναμον Θεόν, όστις κάμνει τοιαύτα θαυμάσια. Τότε ο τύραννος, καταισχυνθείς ως ανίσχυρος και αδύνατος, προστάσσει να φέρουν θηρία άγρια, ο των θηρίων ανοητότερος, τα οποία είχον αφήσει από πέντε ημερών άνευ ουδεμιάς τροφής. Και πρώτον μεν άφησαν κατ’ αυτού μίαν φοβεράν και αγρίαν άρκτον, ήτις πρότερον ώρμησε κατά του Αγίου, έπειτα όμως, όταν επλησίασεν, ελησμόνησε χάριτι Θεού την φυσικήν της αγριότητα και ως αρνίον ήμερον ανέλειχε τας πληγάς του Μάρτυρος. Κατόπιν άφησαν κατ’ αυτού μίαν πάρδαλιν, ήτις ομοίως ως και η άρκτος έγινεν ήμερος και ώσπερ να ήτο λογική φύσις εφίλει τους πόδας του Μάρτυρος. Τότε άφησαν μέγαν τινά και φοβερώτατον λέοντα, όστις ήτο εκείνος ο οποίος παρεχώρησε το οικητήριόν του εις τον θείον Νεόφυτον, καθώς ανωτέρω περί τούτου εγράψαμεν. Όταν λοιπόν έφθασεν ο λέων εις τον Άγιον, τον εγνώρισε και κατεφίλει όλον το σώμα του, έσειε την ουράν, εσκίρτα και εδείκνυε μεγάλα σημεία χαράς δια την ανεύρεσιν του γνωρίμου και φίλου του· ο δε Άγιος τον προσέταξε να υπάγη και πάλιν εις το παλαιόν οικητήριον, χωρίς να βλάψη κανένα άνθρωπον. Ούτως η μεν άλογος φύσις μετέβαλε την αγριότητα εις λογικήν σύνεσιν. Βλέπων ο ασύνετος και δυσσεβέστατος Μάξιμος, ότι ουδέν δύναται να επιτύχη δια των βασάνων, εγένετο αυτός αλογώτερος από τα θηρία και προστάσσει τους στρατιώτας να κατακεντώσιν εις όλον το σώμα με σούβλας τον Μάρτυρα, έως να παραδώση το πνεύμα του. Βλέπων όμως ότι και με όλον εκείνον τον επώδυνον σουβλισμόν εξηκολούθει να ίσταται ζων και άφοβος, ήρπασεν ένα κοντάρι και τρέχων κατ’ επάνω του οργιζόμενος εκάρφωσε την λόγχην εις την καρδίαν του και ούτως ετελείωσεν ο αδαμάντινος το μαρτύριον και εφέρθη εις τον Θεόν θυσία ευπρόσδεκτος, νικήσας αμφότερα, την δεινήν κακοπάθειαν της ασκήσεως και τα άρρητα του τυράννου βασανιστήρια, δεσμούς, στρεβλώσεις και τραύματα, πυρ, ξεσχισμούς, θηρία και σίδηρον και ανέρχεται στεφανηφόρος προς Κύριον, ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις εις αιώνα τον ατελεύτητον. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου