Συμεών ο Όσιος Πατήρ ημών παιδιόθεν ηγάπησε την ερημικήν ζωήν. Όθεν κατοικήσας εντός σπηλαίου κατά το βουνόν το καλούμενον Αμανόν, δεν απήλαυσεν ουδεμιάς ανθρωπίνης τροφής· διότι ούτε άρτον ούτε άλλο τι είχεν ως τροφήν του, αλλά μόνον τα χόρτα του αγρού. Επειδή δε επεθύμησε να ίδη το Σίναιον όρος και να προσκυνήση τα εις αυτό ιερά σεβάσματα, επήγεν εκεί και φθάσας εις το σπήλαιον, εις το οποίον εκρύβη ο προφήτης Μωϋσής, όταν ηξιώθη να ίδη τον Θεόν (καθώς είναι δυνατόν να ίδη αυτόν η ανθρωπίνη φύσις), εισήλθεν εις αυτό και έπεσε πρηνής, διήλθε δε ούτω νήστις επτά ημέρας, προσκαρτερών χάριν Θεού μετά δακρύων και προσευχών.
Δεν εσηκώθη δε εκείθεν, έως ου ήκουσε θεϊκήν φωνήν, ήτις τον προσέταξε να εγερθή και να φάγη τα τρία μήλα, τα οποία ήσαν έμπροσθέν του. Ιουδαίοι δε τινές περιπατούντες επλανήθησαν κατά την οδόν και επειδή υπό βροχής και ανεμοστροβίλου δεν έβλεπον που να υπάγωσιν, έτρεχον ένθεν κακείθεν και ουτω κατήντησαν εις το σπήλαιον του Οσίου, ιδόντες δε αυτόν εκεί τον ηρώτησαν να δείξη εις αυτούς την οδόν. Ο δε Όσιος υπεσχέθη να δώση εις αυτούς δύο οδηγούς. Ενώ λοιπόν ούτοι ανέμενον εκεί, ιδού και φθάνουσι δύο λέοντες, οι οποίοι έλειχον τον Όσιον ως αυθέντην των. Τούτους δε ο Όσιος προσέταξε δια νεύματος να συνοδεύσωσι τους Ιουδαίους, έως ου εύρωσι την οδόν εξ ης επλανήθησαν, όπερ και εγένετο. Ήτο δε ποτέ καιρός θέρους και άδικος τις γεωργός, θερίζων το χωράφιόν του, έκλεψε τινά δεμάτια εκ του πλησίον χωραφίου και τα έβαλεν εις το αλώνιόν του. Ευθύς δε η θεία δίκη έκαμε την παίδευσιν, διότι κεραυνός πεσών εξ ουρανού ήναψε το αλώνιον. Όθεν βλέπων ταύτα ο γεωργός, έτρεξεν εις τον Όσιον μετά δακρύων διηγούμενος την συμφοράν του (διότι ο τόπος ήτο πλησίον), έκρυψεν όμως την κλοπήν την οποίαν έκαμε. Προσταχθείς δε υπό του Οσίου να είπη την αλήθειαν, είπεν αυτήν. Τότε ο Όσιος είπεν εις αυτόν ότι, εάν συ επιστρέψης εις τον αδικηθέντα τα κλαπέντα, τότε θέλει σβεσθή το πυρ. Ούτος μεν υπακούσας έτρεχε να δώση το κλοπιμαίον, το δε πυρ εσβέσθη παρευθύς άνευ ύδατος. Ότε δε ο Όσιος Συμεών απήρχετο εις το Σίναιον όρος και έφθασεν εις την έρημον την κατά τα Σόδομα, βλέπει από μακρόθεν χείρας ανθρώπου εξερχομένας από του βάθους της γης. Πλησιάζει λοιπόν και βλέπει ένα λάκκον ως φωλεάν αλώπεκος· ο δε εις τον λάκκον ευρισκόμενος, ακούσας τον κτύπον των ποδών, εκρύβη εις τα ενδότερα. Κύψας δε ο γέρων παρεκάλει κατά πολλά τον κρυβέντα να φανερωθή εις αυτόν, ο οποίος κατόπιν πολλών παρακλήσεων εφανερώθη. Ήτο δε άγριος την θεωρίαν· είχε τα μαλλιά του ρυπαρά και ακτένιστα, το πρόσωπον ρυτιδωμένον και πάντα τα μέλη του σώματος κατεξηραμμένα. Εφόρει δε και εσχισμένα ιμάτια με βάϊα ερραμμένα. Ερωτηθείς δε παρά του Οσίου πως κατώκησεν εις τοιούτον τόπον, απεκρίθη· «Και εγώ είχον προθυμίαν να υπάγω εις το Σίναιον όρος, καθώς συ, και ευρών συνοδίτην τινά αδελφόν συνεφωνήσαμεν μεθ’ όρκου να μη χωρισθώμεν έως θανάτου. Διο επειδή εκείνος απέθανεν εις τον δρόμον, εις τον τόπον τούτον, εγώ τον όρκον φυλάττων, αφού ενεταφίασα αυτόν, έσκαψα τον λάκκον τούτον και κάθημαι προσμένων το τέλος της ζωής μου, τροφήν δε έχω τους φοίνικας, τους οποίους διωρίσθη παρά Θεού να μοι φέρη εις αδελφός». Και ταύτα λέγοντος, ιδού ήλθεν εις λέων, όστις εβάσταζεν εν τω στόματί του εν σταφύλιον φοίνικος. Οι δε συν τω Οσίω όντες, βλέποντες τον λέοντα εφοβήθησαν· ο δε γέρων εσηκώθη και ένευσεν εις τον λέοντα, όστις παραμέρισεν από πλησίον των. Έπειτα πάλιν προσταχθείς επήγε μακράν και εκοιμήθη, ωσάν να ήτο λογικός άνθρωπος. Ούτω γνωρίζει η αρετή να υποτάσση εις τους ταύτην έχοντας και αυτά τα άγρια θηρία. Επιστρέψας δε ο Όσιος από του Σινά, έκτισε δύο Μοναστήρια και ούτως έλαβε το τέλος της επιπόνου ταύτης ζωής, ποιήσας πρότερον πολλά παράδοξα θαύματα εις δόξαν Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου