Δημήτριος ο καλλίνικος ούτος Νεομάρτυς του Χριστού ήτο γέννημα και θρέμμα της περιφήμου νήσου Χίου, από το μέρος εκείνο της πόλεως, όπερ ονομάζεται κοινώς Παλαιόκαστρον· οι γονείς του δεν ήσαν λαμπροί κατά κόσμον, είχον όμως τον πλούτον της θεοσεβείας, τον οποίον μετέδωκαν και εις τα τέκνα των. Ο πατήρ του ωνομάζετο Απόστολος, η δε μήτηρ του Μαρουλού. Ο Δημήτριος ούτος και εις άλλος αυτού αδελφός, Ζαννής καλούμενος, την ηλικίαν μεγαλύτερος, εξενιτεύθησαν δια κυβέρνησιν σωματικήν εις Κωνσταντινούπολιν, καθώς κάμνουσιν και άλλοι πάμπολλοι, μετήρχοντο δε το επάγγελμα του πραγματευτού.
Ο μεγαλύτερος αδελφός, ήτοι ο Ζαννής, έλαβε και γυναίκα εκεί. Μετά χρόνους ηρραβωνίσθη ομοίως και ο Δημήτριος εις το Σταυροδρόμι, με μίαν κόρην, πλην χωρίς την γνώμην του αδελφού του και των προϊσταμένων του καθώς ο ίδιος προ του να παρρησιασθή γράφει όλα ταύτα εις τον πατέρα του, απ’ αρχής έως εις την τελευταίαν ημέραν όπου ήρχισε να ετοιμάζηται. Οργισθέντες λοιπόν ο τε αδελφός του και οι προϊστάμενοί του, απέβαλον από πλησίον των τον Δημήτριον, αποβεβλημένος δε ων από τον οίκον του ήρξατο μετ’ ολίγας ημέρας να υστερείται και ούτος ως τον νεώτερον εκείνον υιόν του Ευαγγελίου και ενεθυμήθη ότι είχε να λαμβάνη παρά τινος άρχοντος ένα ποσόν δι’ εμπόρευμα, το οποίον είχε δώσει εις τους οικείους του. Δια να εξοικονομήση όθεν τα έξοδα επήγεν εις τον οίκον του άρχοντος εκείνου δια να λάβη τα οφειλόμενα, μη γνωρίζων ότι του είχεν εκεί στημένην παγίδα ο διάβολος, δια να τον παγιδεύση, καθώς, φεύ! και έγινεν. Ήτο δε τότε ο Δημήτριος όχι μόνον νέος είκοσι έως είκοσι δύο χρόνων, αλλά και ωραίος πολλά την όψιν· όθεν και χωρίς να το εννοήση εγένετο το ίδιον αυτού κάλλος προδότης εις την ψυχικήν απώλειαν· διότι πηγαίνων εκεί πολλάκις πρωτύτερα με εμπορεύματα και βλέπουσα αυτόν η θυγάτηρ του άρχοντος, ετρώθη η κατάρατος την καρδίαν, ωσάν άλλη Αιγυπτία, από σατανικόν έρωτα προς τον καλόν νέον· όθεν, κυριευμένη από τον δαίμονα του έρωτος, εζήτει ευκαιρίαν να δείξη την αναισχυντίαν της. Μη έχων λοιπόν ο Δημήτριος καμμίαν είδησιν από τα πονηρά διανοήματα και βουλεύματα της μαινάδος εκείνης, επήγεν, ως είπομεν, να ζητήση χρήματα. Τότε τον εδέχθη εκείνη πασίχαρος και του λέγει· «Κάμε υπομονήν, ανέβα και κάθησε, έως να έλθη ο οικονόμος». Ούτω του είπε και αναχωρήσασα υπέστρεψε μετ’ ολίγων ωσάν δαίμων έμπροσθέν του (καθώς γράφει ο ίδιος) με ένα ταψί καφέ και ένα τσιμπούκι και ταύτα δίδουσα του λέγει: Τώρα δεν έχεις να γλυτώσης από τας χείρας μου· ή πρέπει να γίνης Τούρκος, να έλθης εις την πίστιν μου ή να κοπή η κεφαλή σου και να χάσης την ζωήν σου». Τι να κάμω, λέγει ο δυστυχής, δια να μη υπάγω ανεξομολόγητος, ως αμαρτωλός, έκλινα και μη θέλων εδέχθηκα την βρωμεράν εκείνων πίστιν. Τούτο βέβαια, δηλαδή το να μη υπάγη ανεξομολόγητος, το είπε με πολλήν απλότητα και αφέλειαν, επειδή όχι μόνον δεν έμελλε να κολασθή ως αμαρτωλός, αλλά μάλιστα και ήθελε στεφανωθή ως Μάρτυς. Πλην τάχα ήθελε να φανερώση, ότι αν δεν απέθνησκεν, ήθελε διορθήσει και τα πρώτα και τα ύστερα με καλήν μετάνοιαν και εξομολόγησιν· ως τόσον, όπως και αν το έκαμε, το κακόν έλαβε τέλος και ηρνήθη, φεύ! τον γλυκύτατον Δεσπότην του τον Ιησούν Χριστόν, αλλά με λύπην του άκραν και με δάκρυα θερμά, τα οποία έχυνε νύκτα και ημέραν, όταν έμενε μόνος του. Εγνωρίζετο όθεν ότι έκαιεν η θλίψις την καρδίαν του και η σκυθρωπότης ήτο αχώριστος από το πρόσωπόν του και δια τούτο δεν τον ενεπιστεύοντο να εξέλθη έξω και τον εφύλαττον με πολλήν προσοχήν, τάχα έως να συνηθίση. Εστάθη λοιπόν ούτω φυλαττόμενος ο Δημήτριος πενήντα εννέα ημέρας, είτα ηυδόκησεν η θεία χάρις και εύρε καιρόν επιτήδειον, τον βαθύτατον ύπνον του ραμαζανίου, ότε ήσαν πάντες σχεδόν αναίσθητοι από το βάρος του ύπνου και ούτω κάμνων τον σταυρόν του, ερρίφθη έξω με πολλήν ησυχίαν, αλλά και με πολλήν μεγάλην ταχύτητα και πηγαίνων εις το Σταυροδρόμι, εκρύφθη εις την οικίαν ενός φίλου του Χριστιανού χύνων ποταμούς δακρύων και ξεσχίζων με τους όνυχας το πρόσωπόν του, με οιμωγάς και στεναγμούς πικροτάτους, δια το μέγα κακόν όπερ έπαθεν· έπειτα εκάλεσεν εκεί τον πνευματικόν του πατέρα και εξωμολογήθη με δάκρυα θερμά και με κατάνυξιν και συντριβήν καρδίας ανείκαστον. Εκεί εκάλεσε και τον αδελφόν του και επήρε συγχώρησιν δια τα περασμένα, χωρίς όμως να του φανερώση τον σκοπόν τον οποίον έβαλε του Μαρτυρίου· έπειτα έγραψεν επιστολήν εις τους γονείς του, διηγούμενος εξ αρχής πως και πόθεν του συνέβη το μέγα πτώμα της αρνήσεως, τα οποία είναι αυτά τα ίδια τα οποια εγράψαμεν ενταύθα και τους εζήτησε συγχώρησιν, διότι τους ελύπησεν υπερβολικά, φανερώνων εις αυτούς ότι έλαβεν απόφασιν να υπάγη να παρρησιασθή έμπροσθεν των τυράννων, δια να ομολογήση απ’ αρχής τον γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν, τον οποίον αφρόνως και παραλόγως ηρνήθη, και να μη λυπηθούν δια τούτο, αλλά μάλιστα και να χαρούν και να του δώσουν την ευχήν των, να τελειώση καθώς διψά η καρδία του το σκοπούμενον· έπειτα, λέγει, «εγώ έγραψα ταύτα έως εδώ και το γράμμα αφήνω ανοικτόν εις τας χείρας του πνευματικού μου πατρός, δια να σας γράψη εκείνος όσα μετά ταύτα έχουν να ακολουθήσουν, ομού και το τέλος μου». Γράφει λοιπόν ο πνευματικός, ότι ευθύς έλαβε στοχασμόν δια να φύγη και να υπάγη να θυσιάση την ζωήν του και να χύση το αίμα του, δια να πλύνη την ανομίαν του και κανένα πράγμα δεν ηδυνήθη να του μαράνη την προθυμίαν του θανάτου και να τον εμποδίση από το να μη φύγη· και μολονότι όσα δύνανται να ευχαριστήσουν τας επιθυμίας ενός τόσον πολλά νέου, ήτοι ηδοναί, πλούτος, δόξα και ενδύματα πολυτελή και πολύτιμα, όλα τα εύρε και τα είχε με όλην την υπερβολήν, αλλ’ ο μακάριος εκείνος έγινεν όλως διόλου θεόφρων και τα τοιαύτα καλά του ματαίου τούτου κόσμου όχι μόνον τα εβδελύσσετο και τα κατεφρόνει ως κόνιν και σκύβαλα, αλλά και τα εμίσει, ως ψυχοβλαβή και απωλείας πρόξενα· όθεν έκλαιεν ακατάπαυστα, και από καρδίας παρεκάλει τον Κύριον να τον ελεήση, να μη αποθάνη εντός του οίκου εκείνου των απίστων, αλλά να τον αξιώση να ομολογήση Θεόν αληθινόν και να αποθάνη δια την αγάπην του. Ούτω μετά δακρύων προσευχόμενος και λέγων πολλάκις τους οίκους της Παναγίας Παρθένου και Θεοτόκου και όσα άλλα ήξευρε, νύκτα τινά, καθ’ ην έμεινε μόνος του, διότι αι γυναίκες του οίκου εκείνου μετέβησαν προς επίσκεψιν άλλων, καθ’ ην νύκτα ήτο και η μνήμη του Αγίου Νικολάου, προσευχόμενος απεκοιμήθη και τότε βλέπει γυναίκα τινά ευπρεπεστάτην με ένα βρέφος εις τας αγκάλας της, μέσα εις μίαν πεδιάδα ωραιοτάτην· εκεί είδε μακράν ιστάμενον και ένα δήμιον, η δε γυνή είπεν εις τον Δημήτριον· «Εάν δεν πέσης εις χείρας τούτου του δημίου, δεν κληρονομείς ταύτην την πανευφρόσυνον πεδιάδα». Εξυπνήσας ο νέος ηννόησεν ότι ήτο θέλημα Θεού να μαρτυρήση· όθεν εχάρη η ψυχή του και εις το εξής έλαβε πολύ περισσότερον πόθον. Ταύτα εξομολογηθείς και φανερώσας εις τον πνευματικόν του, δεν ημπόρεσεν ευθύς να λάβη την άδειαν, διότι ο πνευματικός εφοβήθη, μήπως ήσαν λογισμοί ανθρώπινοι· και το μεν πνεύμα πρόθυμον, κατά την δεσποτικήν απόφασιν, η δε σαρξ ασθενής· όθεν τον συνεβούλευε να υπάγη εις Χριστιανικήν τινά κοινωνίαν και με την καλήν μετάνοιαν ηδύνατο να σωθή. Αυτά και τα τοιαύτα του έλεγεν ο πνευματικός· βλέπων όμως ότι ο Δημήτριος επέμενε ζητών την άδειαν, ηθέλησε να τον δοκιμάση· όθεν τον εκανόνισε με νηστείας, προσευχάς και μετανοίας, του έδωσε δε δια να μελετήση και μερικά βιβλία πνευματικά και εις τον σκοπόν του συμβάλλοντα. Ήρχισε λοιπόν ο καλός αθλητής να αγωνίζεται και να κάμνη τελείαν εκκοπήν παντός πράγματος και να περνά με ολίγον άρτον και νερόν το ημερονύκτιον· και τας μεν ημέρας εξώδευεν εις την μελέτην των βιβλίων, χύνων ποταμηδόν τα δάκρυα, με καθημερινάς εξομολογήσεις, τας δε νύκτας διήρχετο με προσευχάς, τύπτων το στήθος και την κεφαλήν και λέγων: «Αλλοίμονον εις εμέ, πως έκαμα τοιούτον κακόν»; Δύο δε φοράς εξέσχισε και το πρόσωπόν του με τους όνυχάς του οδυρόμενος, διότι έπεσεν εις τόσην ασέβειαν. Ο δε πνευματικός τον παρηγόρει, λέγων εις αυτόν, ότι η ευσπλαγχνία του Θεού είναι άπειρος και του έλεγε να παρακαλή τον Θεόν, να του αποκαλύψη δια τίνος τρόπου, αν είναι θέλημά Του, να λάβη τέλος ο σκοπός του. Παρήλθον λοιπόν με τούτον τον τρόπον ημέραι δέκα πέντε και τότε πάλιν ο πνευματικός του λέγει να επιτείνη τους αγώνας και να ζητή το έλεος του Θεού. Υπήκουσε μετά χαράς ο νέος και αυξάνει τας νηστείας, τας αγρυπνίας, τας προσευχάς και τα δάκρυα, γονατιστός επάνω εις τα γυμνά σανίδια, εις καιρόν υπερβολικού ψύχους· παρήλθον δε ούτως έτεραι πέντε ημέραι κατά τας οποίας έκαμνε τας ολονυκτίους εκείνας προσευχάς και την πολλήν εκείνην κάκωσιν του σώματός του. κατά την πέμπτην λοιπόν εκείνην νύκτα, καθ’ ην εξημέρωνε Κυριακή, και περί την ενδεκάτην ώραν, προσευχόμενος σκοτεινά, διότι είχε σβεσθή η κανδήλα, ιδού βλέπει φως υπερβολικόν και ακούει φωνήν γλυκυτάτην, αναμέσον του φωτός, ήτοις του λέγει· «Χαίροις, Μάρτυς του Χριστού Δημήτριε, έχε θέρρος· επειδή δια πρεσβειών της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, ο Υιός Αυτής ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι μετά σου και θα σε ενδυναμώση, γενναίως και συντόμως θέλεις τελειώσει το μαρτύριον». Ταύτα ακούσας ο γενναίος αθλητής, πεσών κατά γης πρηνής, μετά πολλών δακρύων εδόξαζε και ηυχαρίστει τον Θεόν και την Θεοτόκον Παρθένον· έπειτα ευθύς, γενομένης ημέρας, εκάλεσε τον πνευματικόν του, όστις επήγε και τον εύρε περιλουσμένον με τα δάκρυα· και ούτω μετά θερμών δακρύων του διηγήθη την οπτασίαν, ομού δε και οι δύο, ο τε πνευματικός και ο Δημήτριος, εδόξασαν τον πανάγαθον Θεόν. Γνωρίσας όθεν εκ τούτων ο πνευματικός την βουλήν του Θεού, τον μετεχειρίσθη καθώς διατάσσει η Αγία μας Εκκλησία· ήτοι ανέγνωσεν επ’ αυτόν τας ιλαστικάς ευχάς, τον έχρισε δια του Αγίου Μύρου, τον ηξίωσε των Αχράντων Μυστηρίων, ήτοι του Παναγίου Σώματος και Αίματος του Χριστού και την Τρίτην το πρωϊ τον απέλυσε με δάκρυα, ευξάμενος επ’ αυτόν να έχη οδηγόν και συναρωγόν την Κυρίαν Θεοτόκον, καθώς δια θείας αποκαλύψεως του υπέσχετο τούτο έως εις την υστάτην του αναπνοήν. Αναχωρήσας λοιπόν εκείθεν ο Δημήτριος επήγε και παρρησιάσθη εις τον καϊμακάμην και του λέγει: «Αυθέντα, ήξευρε ότι εγώ ήμην Χριστιανός και με βίαν και δυναστείαν με έφεραν εις ταύτην σας την μιαράν και κατεφρονεμένην θρησκείαν· όμως εγώ και ήμην και είμαι Χριστιανός και Χριστιανός θέλω να αποθάνω και δια τούτο ήλθα εδώ, δια να ομολογήσω έμπροσθέν σου ότι έσφαλα και να κηρύξω την αλήθειαν της αγίας μου Πίστεως. Λοιπόν έσφαλα μεγάλως και ομολογώ, ότι μία είναι η αληθής πίστις· η πίστις των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών». Και ταύτα ειπών έρριψε κατά γης το κάλυμμα της κεφαλής του και εστάθη με σιωπήν. Ταύτα ακούσας ο καϊμακάμης προσέταξε και του έφεραν το κάλυμμα, ήρχισε δε να του ομιλή με πολλήν ημερότητα και απαλότητα· βλέπων όμως ότι ο Μάρτυς δεν έδιδε καμμίαν προσοχήν, αλλά μάλιστα και κατεφρόνει ευθαρσώς όσα του έλεγε, προσέταξε να τον ρίψουν εις την φυλακήν, έως εις δευτέραν εξέτασιν, διορίζων να του βάλουν δύο αλύσεις, μίαν εις τους πόδας και άλλην εις τον λαιμόν. Τον έβαλον λοιπόν το εσπέρας πρηνηδόν εις το παρ’ αυτών λεγόμενον τουμπρούκι· εκείνος δε ο αοίδιμος όχι μόνον δεν εμικροψύχησεν ή εσκυθρώπασεν, αλλά και εχάρη μάλιστα κατά αλήθειαν και του εφαίνετο ότι ευρίσκετο εις κανένα βασιλικόν θάλαμον, με πολλήν ανάπαυσιν, καθ’ όλην δε την νύκτα προσηύχετο δοξάζων και παρακαλών τον Θεόν μετά δακρύων, ίνα τον αξιώση να βάλη καλήν αρχήν και τέλος καλόν και μακάριον. Ημέρας γενομένης, όταν ήνοιξε το κριτήριον, πάλιν εκ προστάγματος έρχεται εις δευτέραν εξέτασιν· όλη η εξέτασις εστάθη κολακευτική νουθεσία, με υποσχέσεις και ταξίματα, καθώς συνηθίζουν οι τύραννοι να κάμνουν εις τους θείους Μάρτυρας· βλέποντες δε ότι ο νέος ίστατο αμετάβλητος εις την εξ αρχής απόφασίν του και ότι μισεί και καταφρονεί όλας των τας υποσχέσεις ως αντιθέους και ψυχοβλαβείς, ήρχισαν να τον φοβερίζουν, ότι τους αναγκάζει να του κάμουν τα πάνδεινα. Ταύτα εκείνος ο αξιάγαστος ακούων απεκρίθη· «Έτοιμος είμαι να υπομείνω και μάστιγας και κολάσεις και βάσανα κάθε λογής δια την αγάπην του γλυκυτάτου μου Ιησού Χριστού· και μη χάνετε καιρόν, αλλά κάμετε ό,τι έχετε να κάμετε, ότι εγώ δια τούτο ήλθα». Τότε ο καϊμακάμης του λέγει με θυμόν· «Ούτω λέγεις συ, πως έχεις να υποφέρης ό,τι σου κάμουν δια να σε προσκυνούν οι γκιαούρηδες, μα εγώ θέλω σου κόψει έξαφνα την κεφαλήν, δια να κολασθής». Τότε ο του Χριστού Μάρτυς του απεκρίθη· «Πριν να κόψης συ εμέ, θέλει κόψει ο Θεός την ιδικήν σου ζωήν και θα υπάγης ως ασεβής εις την αιώνιον κόλασιν». Ταύτα ειπόντος του Μάρτυρος, προσέταξεν ο τύραννος και τον έβαλαν εις την φυλακήν, με απόφασιν τη επαύριον να τον θανατώση. Την ερχομένην ημέραν προσέταξε να φέρουν τον Μάρτυρα εις το κριτήριον· κατ’ αυτήν δε ταύτην την ώραν έφθασεν είδησις, ότι ήλθεν ο καπετάν πασάς και πηγαίνων ο καϊμακάμης δια να τον δεχθή, τον έφθασεν οργή θεϊκή και πεσών εξεψύχησεν αιφνιδίως, ούτω δε επληρώθη η προφητεία του Μάρτυρος. Γενομένου λοιπόν νέου καϊμακάμη, δεν έλειπαν να τον παρρησιάζουν καθημερινώς εις το κριτήριον και πότε με κολακείας, πότε με απειλάς τον μετεχειρίζοντο· αλλ’ ο γενναίος αθλητής και εις τα δύο είδη εφαίνετο και έμεινεν ως άλλος αδάμας στερεός και ανένδοτος. Παρήλθον όμως ημέραι επτά, κατά τας οποίας εδοκίμαζε των ασεβών τα παράλογα εκείνα προβλήματα και πάλιν βλέπει εντός της φυλακής την αυτήν οπτασίαν, την οποίαν είχεν ίδει εις τον οίκον εκείνον εις τον οποίον εκρύπτετο, ως ανωτέρω είπομεν, και ευθύς το διεμήνυσεν εις τον πνευματικόν του πατέρα. Κατά την ογδόην ημέραν τον έφεραν πάλιν εις τον καϊμακάμην και εκεί ύβρισε την θρησκείαν των δια να τους ερεθίση, να τον τελειώσουν το ταχύτερον. Τότε ο τύραννος προσέταξε τους υπηρέτας να τον υπάγουν κτυπώντες και σύροντες ειςτον κριτήν της πόλεως, τον οποίον τουρκιστί λέγουν σταμπούλ εφένδην. Εκεί ήρχισε και αυτός με τας συνηθισμένας κολακείας, προσποιούμενος ότι ελυπείτο την νεότητά του και υποσχόμενος να του κάμη όλα εκείνα, όσα ημπορούν να τον ευχαριστήσουν· έπειτα βλέπων ότι κατεφρόνει τα μεγάλα του ταξίματα, ήρχισε να αγριεύη και να τον φοβερίζη, λέγων εις αυτόν, «ότι επειδή καταφρονείς και δεν μου ακούεις, εγώ εξ ανάγκης πρέπει να δώσω το ιλάμι σου, δια να σε θανατώσουν ασπλάγχνως». Και ο Μάρτυς παρευθύς, με φωνήν μεγάλην, λέγει: «Εις τον Θεόν παραδίδω την ψυχήν μου, έτοιμος είμαι». Τούτων ούτω ρηθέντων, τον έστειλεν οπίσω εις την φυλακήν, εκεί δε τον έστρωσαν εις το ξύλον, δίδοντές του με μεγάλην ασπλαγχνίαν έως επτακοσίους ραβδισμούς και επέκεινα· έπειτα τον έβαλαν εις το βασανιστικόν ξύλον, ούτω παντελώς ανεπιμέλητον, του έκαμναν δε την βάσανον δριμυτέραν, επειδή και εις τόσην υπερβολικήν ψύχραν έχυναν και νερόν υποκάτω του, το οποίον εκρυσταλλούτο και του επροξένει οδύνην ανείκαστον· ο δε γενναίος του Χριστού αθλητής με μεγάλην υπομονήν υπέμεινε τους πόνους των πληγών, του ψύχους και της του ξύλου θλίψεως και εδόξαζε τον Θεόν, ευχόμενος και παρακαλών Αυτών να τον αξιώση και του μακαρίου τέλους του Μαρτυρίου. Κειμένου λοιπόν εις την φυλακήν του καλού Χριστομάρτυρος, ηκολούθησαν εις αυτόν δύο περιστατικά, τα οποία κατά αλήθειαν είναι άξια των όλων στεφάνων του ουρανού. Το πρώτον εκ των δύο τούτων περιστατικών είναι ότι το λυσσασμένον και πάντολμον εκείνο γύναιον, το οποίον εξ αρχής τον επαβούλευσεν εις τα καίρια, μαθούσα ότι ήτο εις την βασιλικήν φυλακήν, ετόλμησεν η μαινάς και επήγεν αυτοπροσώπως εις τον καϊμακάμην, λέγουσα ότι είχε λογαριασμόν με αυτόν και εζήτησε την άδειαν δια να υπάγη να τον ανταμώση, ελπίζουσα, η αφρονεστάτη, ότι ημπορούσε να τον κερδίση. Λαβούσα λοιπόν την άδειαν επήγεν εις την φυλακήν και τον συνήντησεν. Εδώ δε τώρα ας στοχασθή έκαστος ένα τοιούτον γύναιον, όπερ ήναπτε με όλας τας φλόγας του έρωτος και καθολικά δεν ήτο άλλο, παρά ένα έμψυχον όργανον της σατανικής δυνάμεως. Τι δεν είπε; Και τι δεν έπραξε; Και ποίους τρόπους δεν μετεχειρίσθη η μιαρωτάτη, δια να υπομοχλεύση και να χαυνώση τον τόνον της ψυχής του γενναίου αθλητού; Αλλά χάρις τω νικοποιώ Σωτήρι Χριστώ, την δεινήν ταύτην πείραν του Βλίαρ ματαίαν απέδειξεν η εις τον Χριστόν στερρότης του καλλινίκου Μάρτυρος Δημητρίου· και ανεχώρησεν αισχρώς το κακογύναιον ειπούσα· «Έλαβα τον λογαριασμόν μου και τώρα κάμετέ τον καθώς θέλετε». Το άλλο διήγημα είναι, ότι οι Χριστιανοί και μάλιστα οι Χίοι, ως συμπατριώται, το άδηλον φοβηθέντες των αγώνων, μη τύχη δηλαδή και υπενδώση να μείνη εις την ασέβειαν, μη δυνάμενος να βαστάση τας κολάσεις μέχρι τέλους, εστοχάσθησαν να δαπανήσουν παρά τοις δυνάσταις ικανήν ποσότητα χρημάτων και να τον απολύσουν από την φυλακήν δήθεν ως παράφρονα. Και κατένευσαν μεν οι κρατούντες, κατασβεσθέντος του ζήλου της πίστεως υπό του ύδατος της φιλοχρηματίας, αλλά τι το γενόμενον; Μανθάνει ταύτα ο άδολος και ειλικρινής αθλητής και συγχύζεται εις το άκρον και ως εχθρούς μεγίστους ενόμισεν εκείνους, οίτινες επεχείρησαν να τον υστερήσουν από τον μαρτυρικόν στέφανον, δια τον οποίον τα πάντα κατεφρόνησε και τα πάντα υπέμεινε μέχρι τότε· όθεν τους μηνά μάλιστα να προσεύχωνται και παρακλήσεις εις τας Εκκλησίας να μοιράσωσι, δια να τον ενισχύση η χάρις του Χριστού να τελειώση ευαρέστως τον δρόμον του. Εύγε και υπέρευγε, καλλίνικε Μάρτυς του Χριστού Δημήτριε! Μάρτυρος όντως έδειξας και νουν και καρδίαν και προθυμίαν απ’ αρχής μέχρι τέλους ασύγκριτον! Αγκαλά και το επιχείρημα των καλών εκείνων Χριστιανών εφάνη εναντίον εις την βουλήν του Μάρτυρος, όμως δια το άδηλον, ως είπομεν, της εκβάσεως, είχε λόγον ο φόβος των, διότι με όλον ότι δεν ηξεύρομεν κατ’ είδος τα βάσανα τα οποία έπασχε, με όλον τούτο εμάνθανον, ότι του έκαμον πολλά και ο δήμιος είπεν, όταν τον έθαπταν, ότι και τούβλα αναμμένα του έβαλαν εις την κεφαλήν και εις το πρόσωπον και άλλα πολλά του έκαμαν· και ταύτα έλεγεν ο δήμιος επαινών αυτόν, ότι τα πάντα υπέμεινε με πολλήν γενναιότητα. Αλλά ας έλθωμεν εις την σειράν της μακαρίας του αθλήσεως. Κατά την ενάτην, αφ’ ου ήρχισεν ο αγών, το πρωϊ, τον παρέστησαν τελευταίον εις το κριτήριον και τότε βλέποντες το αμετάθετον της γνώμης του εξέδωκαν την απόφασιν του θανάτου του, ίνα δηλαδή δια ξίφους τελειωθή εις το λεγόμενον Μπαλούμ παζάρι· και λοιπόν ευθύς του έδεσαν τας χείρας και εκβάλλουσιν αυτόν ασκεπή την κεφαλήν, γυμνόν τους πόδας, και φέρουσιν αυτόν εις τον ωρισμένον τόπον της καταδίκης. Ο δε Μάρτυς του Χριστού εις όλον τον δρόμον εφώναζεν εις τους Χριστιανούς να τον συγχωρήσουν και να παρακαλούν τον Θεόν δια λόγου του. Φθάσας ο Άγιος εις τον τόπον της καταδίκης, ηρώτησε τον δήμιον λέγων: «Που θέλεις να γονατίσω»; Και παρευθύς εγονάτισε. Τότε επεχείρησεν ο δήμιος να του δέση τους οφθαλμούς κατά την συνήθειαν· όμως ο γενναίος του Χριστού Αθλητής δεν ηθέλησεν, αλλά γονατιστός ων, εφώναζε μεγάλη τη φωνή: «Μνήσθητι μου , Κύριε, εν τη Βασιλεία σου», και τούτο ειπών τρεις φοράς, έκλινε την κεφαλήν εις το ξίφος του δημίου και παρέδωκε την μακαρίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, τη εικοστή ενάτη του Ιανουαρίου μηνός, νέος έως είκοσι δύο χρόνων και επάνω εις το τρυφερώτατον και χαριέστατον άνθος της νεότητος, καταφρονεί όλον από μιάς τον κόσμον και παραδίδει μετά πάσης χαράς, με όλην την ορθήν κρίσιν του νοός του, εις τον θάνατον την γλυκυτάτην του ζωήν, δια να κερδίση την αιώνιον. Αυτά και τα τοιαύτα έπεισαν τα πλήθη των φιλομαρτύρων Χριστιανών να σπεύσουν και να παρακολουθήσουν μετά μεγάλης προθυμίας την μακαρίαν σφαγήν του Νεομάρτυρος Δημητρίου, Ιερωμένοι τε και λαϊκοί. Ενώ δε οι Αγαρηνοί με δαρμούς αλύπητα και αδιάκριτα τους εκτυπούσαν και τους εδίωκον προς τα οπίσω, εν τούτοις δεν ηδυνήθησαν να εμποδίσουν την ορμήν με την οποίαν εστριμώνοντο και συνωθούντο προς αλλήλους, δια να βάψουν εις το μαρτυρικόν αίμα άλλος μανδήλιον και άλλος βάμβακα και να αρπάσουν άλλοι τρίχας από την αγίαν του κεφαλήν, άλλος μέρος τι από τον λαιμόν και άλλος τεμάχιον από τα ενδύματα του Μάρτυρος· μάλιστα δε και πολλοί τυπτόμενοι έλεγον: «Ο Μάρτυς αποθνήσκει δια την αγάπην του Χριστού, ημείς δε δια να λάβωμεν χάριν τινά απ’ αυτού, τι μεγάλον κακόν είναι αν λάβωμεν δύο τρεις ραβδισμούς»; Από τον ζήλον αυτόν κινούμενος και εις ευλαβής κληρικός, Αρχιδιάκονος ων επισήμου τινός Αρχιερέως, συνεφώνησε με τον δήμιον να του δώση το μανδήλιόν του και όταν αποκεφαλίση τον Μάρτυρα, να αποσφογγίση επάνω εις εκείνο την σπάθην του και να λάβη παρ’ αυτού εικοσιπέντε γρόσια. Τούτου γενομένου και ενώ το μανδήλιον ήτο λευκόν, ω του θαύματος! έτσι καθώς ήτο διπλωμένον, πάντη ανεπιτεχνήτως και χειρί αοράτω ευρέθησαν εις διάφορα μέρη του μανδηλίου σταυροί εντετυπωμένοι με το μαρτυρικόν του Αγίου αίμα. Και τούτο δεν το είπεν ούτε το έγραψεν εις ή δύο, αλλά πάντες ομοφώνως και είπον και έγραψαν το εξαίσιον τούτο τερατούργημα. Την τρίτην ημέραν αφού απεκεφαλίσθη ο Μάρτυς, εδόθη προσταγή να μη δοθή το λείψανον αυτού εις τους Χριστιανούς, αλλά να ριφθή εις την θάλασσαν· όμως ο Άγιος Θεός ωκονόμησε και δια μυστικών τινών τρόπων, του δημίου καλώς διατεθέντος, το διεβίβασαν εις το νησί της Πρώτης και συμπαρόντος του δημίου και παραθαρρύνοντος το ενεταφίασαν εντός του Ναού του Μοναστηρίου. Και πάλιν και εδώ, με όλον ότι ήτο φόβος δια την μη τήρησιν της βασιλικής προσταγής, όμως συνέτρεξαν πλήθη Χριστιανών, οίτινες μάλιστα διήρχοντο με πλοιάρια προ των βασιλικών ανακτόρων. Την άλλην ημέραν κατήλθεν ο Ηγούμενος εις την πόλιν, δια να αναγγείλη τα συμβάντα εις τους επιτρόπους και στραφείς εις το Μοναστήριον διηγήθη ότι είδε και αυτός το μανδήλιον, όπερ είχε τους σταυρούς, προσθέτων ότι ησθάνθη και ευωδίαν άρρητον εκπεμπομένην απ’ αυτού, τούτο δε είναι αληθέστατον και ουδείς δύναται να αμφιβάλλη, ότι ο Θεός εδέχθη την χύσιν των αιμάτων του δούλου του και εδόξασε τον Άγιόν του και με την ευωδίαν ταύτην την πνευματικήν και με τα εξαίσια θαύματα, τα οποία τελεί εκάστοτε εις τους Αυτόν επικαλουμένους μετά πίστεως, εξ ων είναι και το ακόλουθον, όπερ εις την ημετέραν είδησιν έφθασεν. Είναι δε πραότατον το παράδοξον αυτό διήγημα, το οποίον ιστορεί δι’ επιστολής ο πνευματικός τού Μάρτυρος Ιερεύς Αγαθάγγελος, προς τινα Ιερέα Φιλόθεον, προεστώτα της του Αγίου Φωκά Εκκλησίας και ιδικόν του πνευματικόν πατέρα και το οποίον έλαβε χώραν κατά την πυρκαϊάν ήτις εξερράγη ολίγον μετά το Μαρτύριον του Αγίου εις το λεγόμενον Μακτζέ Σαράϊ. Τότε Χριστιανός τις, όστις είχεν εκεί φαρμακευτικόν εργαστήριον, ακούων την φωνήν «πυρκαϊά!» εις καιρόν νυκτός, ηγέρθη το ταχύτερον και έσπευσε να κάμη ό,τι δυνηθή δια να φυλάξη το εργαστήριόν του· εις την αυτήν ταραχήν εξύπνησαν και τα τέκνα του, η δε σύζυγός του εδόθη εις το να τα αποκοιμίση· εν τοσούτω όμως απεκοιμήθη και αυτή. Εκεί λοιπόν όπου εκοιμάτο, της εφάνη ότι εκτύπησεν η θύρα και εισήλθον εντός της οικίας δύο νέοι λευκοφόροι, βαστάζοντες ο καθ’ εις ανά μίαν λαμπάδα εις την δεξιάν. Ούτοι την ηρώτησαν: «Που είναι ο σύζυγός σου»; Αυτή δε απεκρίθη: «Επήγεν εις την φωτιάν». Απεκρίθη ο εις εκ των δύο λέγων: «Και ημείς δια την πυρκαϊάν κατέβημεν και ελάβομεν μεγάλον κόπον, έως να εύρωμεν πλοίον, ήλθομεν δε να βοηθήσωμεν τους Χριστιανούς και τον σύζυγόν σου, επειδή και αυτός με συνέδραμεν κατ’ αυτάς τας ημέρας». Η γυνή τους ηρώτησε: «Και πόθεν είσθε σεις»; Απεκρίθησαν εκείνοι: «Είμεθα από το νησί, εγώ είμαι ο Δημήτριος και αυτός είναι το Αραϊτζόπουλον, όστις προ πολλών χρόνων εμαρτύρησε δια τον Χριστόν· ως τόσον το εργαστήριόν σας δεν έπαθε τίποτε κακόν· πλην να είπης εις τον σύζυγόν σου να μετανοήση, διότι μεγάλως εσκλήρυνε την θείαν χρηστότητα και μέλλει να παραδοθή από μίαν σκλάβαν να χαθή ψυχή τε και σώματι· αν όμως μετανοήση, ο Θεός είναι εύσπλαγχνος και τον λυτρώνει από κάθε κακόν· ας υπάγη εις το Σταυροδρόμι όπου έχω ένα πνευματικόν να εξομολογηθή και ας κάμη ό,τι τον διορίση εκείνος». Ταύτα μαθών εκείνος παρά της συζύγου του, επήγεν ευθύς εις τον ρηθέντα πνευματικόν και μετά δακρύων εξωμολογήθη, ειπών προς τούτοις εις αυτόν και εκείνα τα οποία είπομεν ανωτέρω, ότι είπεν ο δήμιος εις το νησί δια τον Μάρτυρα. Ωραιότατον είπον ότι είναι το παράδοξον τούτο διήγημα, διότι λέγει ότι έλαβαν μεγάλον κόπον οι Μάρτυρες, έως να εύρουν πλοίον και ότι ο Χριστιανός εκείνος συνέτρεξε τον Δημήτριον εκείνας τας ημέρας και τρόπον τινά ήτο χρεώστης εις αυτόν δια να του κάμη την ανταμοιβήν. Ποίαν συνδρομήν έκαμεν ο Χριστιανός εκείνος εις τον Μάρτυρα; Φανερόν, ότι εννοούσεν ο Μάρτυς συνδρομήν, εκείνην την οποίαν έδειξαν όλοι οι Χριστιανοί εις την τελείωσίν του και εις την θανήν του, με όλον τον πόθον και την ευλάβειαν, από τους οποίους εις εστάθη και ο Χριστιανός εκείνος, τον οποίον ο Μάρτυς εβοήθησε και σωματικώς, μη αφήσας να καή το εργαστήριόν του και ψυχικώς, διότι ως φαίνεται ευρίσκετο εν οδώ απωλείας και τον έφερεν εις μετάνοιαν. Ας εννοήσουν δε και τούτο εκείνοι οίτινες κατηγορούν την τοιαύτην συνδρομήν των φιλομαρτύρων Χριστιανών, ότι πολλά δεκτή και πολλά αρεστή είναι αύτη εις τους θείους Μάρτυρας· και δια τούτο, ως πολλά διακριτικοί και ευγνώμονες, κάμνουσιν εις αυτούς εν καιρώ ανάγκης την προσήκουσαν ανταμοιβήν· και ημείς, λέγει, δια την πυρκαϊάν κατέβημεν, δια να βοηθήσωμεν τους Χριστιανούς. Δεν αμφιβάλλομεν ότι ο καλλίνικος ούτος Νεομάρτυς Δημήτριος έλαβεν από τον Θεόν χάριν μεγάλην και εκτελεί και άλλα πολλά παράδοξα και εξαίσια θαύματα· αλλ’ εις ημάς ενταύθα είναι άγνωστα, δια τούτο και αρκούμεθα εις αυτά τα οποία διηγήθημεν, διότι και αυτά μόνα είναι ικανά να παραστήσουν την μαρτυρικήν χάριν με την οποία επλουτίσθη, καθώς είναι γεγραμμένον· «Ζω εγώ, λέγει ο Κύριος, αλλ’ ή τους δοξάζοντάς με αντιδοξάσω». Αυτώ η δόξα, το κράτος και η προσκύνησις τω μόνω εν Τριάδι Θεώ ημών, εις τους ατελευτήτους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου