Νικηφόρος ο φερωνύμως διπλήν την νίκην κατά των παθών και της ασεβείας αποκομίσας, ο φωτοβόλος αστήρ του νοητού στερεώματος της Εκκλησίας, ήτο από την Αντιόχειαν της Συρίας, κατά τους χρόνους Ουαλεριανού και Γαλλιηνού των βασιλέων εν έτει σνγ΄-σξη΄ (253-268), ιδιώτης κατά την αξίαν και νέος την ηλικίαν, όταν ηξιώθη του δια Χριστόν Μαρτυρίου· ακούσατε όμως απ’ αρχής την διήγησιν περί αυτού καθώς ταύτην μετέφρασεν ο Ιερός Αγάπιος ο Κρής, ίνα πολλήν την ωφέλειαν λάβητε. Από πολλά ρητά της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης ημπορεί να βεβαιωθή ο καθείς πόσον ωφελείται όστις αγαπά τον πλησίον κατά Θεόν, καθώς αυτός ο ελεήμων και πολυεύσπλαγχνος πολλάκις μας παρήγγειλεν. Όστις δε φυλάξη αυτήν την εντολήν ανελλιπώς, ας έχη θάρρος, ότι έτυχε της σωτηρίας του.
Αντιθέτως δε, εκείνος ο οποίος θα νικηθή υπό της αθέου μνησικακίας και δεν συγχωρήση το πταίσιμον του αδελφού του, ας γνωρίζη, ότι εάν και όλον τον πλούτον του δώση ελεημοσύνην και παραδώση εις πυρ και θηρία όλα τα μέλη του δια την ευσέβειαν και άλλα μύρια κολαστήρια αν υπομείνη δια την αγάπην του Χριστού, δεν γίνεται δεκτός από τον ανεξίκακον ο μνησίκακος, καθώς είπε πολλάκις προς τους αυτού Μαθητάς και εξόχως κατά την εσχάτην ημέραν της ενσάρκου προς ημάς παρουσίας του, λέγων· «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιωάν. ιγ: 35). Ωσαύτως και ο αγαπών και ηγαπημένος Ιωάννης μας παρακινεί κατά πολύ εις την αρετήν αυτήν την ισάγγελον, ταύτα γράφων· «Εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισεί, ψεύστης εστίν» (Α΄ Ιωάν. δ: 20). Και ο θεσπέσιος Παύλος εγκωμιάζει ταύτην την αρετήν της αγάπης και την ευφημίζει και την προτιμά από όλας τας άλλας, λέγων ότι αυτή είναι το τέλος των εντολών και του νόμου το πλήρωμα· «Πλήρωμα ουν νόμου η αγάπη» (Ρωμ. ιγ: 10) και η ταχυτέρα οδός δια να υπάγη ο καθείς δι’ αυτής εν ευκολία εις τον Παράδεισον. Αλλ’ ας αφήσωμεν τας διαφόρους ρήσεις των Αποστόλων και διδασκάλων μας και ας αναφέρωμεν μόνον την διδακτικήν παραβολήν, την οποίαν είπεν ο Δεσπότης Χριστός και την οποίαν βλέπομεν εις το ιη΄ (18ον) κεφάλαιον του κατά Ματθαίον ιερού Ευαγγελίου, δια τον άνθρωπον εκείνον, όστις εχρεώστει εις τον βασιλέα μύρια τάλαντα και μη έχων να τα πληρώση, έπεσεν εις τους πόδας αυτού ζητών ολίγον καιρόν διορίαν να δώση το δάνειον. Ο δε βασιλεύς, ιδών την απορίαν αυτού, τον ελυπήθη και ευσπλαγχνισθείς επ’ αυτόν του αφήκεν όλον το δάνειον. Εκείνος δε αγνώμων ων και άσπλαγχνος, εξελθών εκ του παλατίου του εύρε σύνδουλόν του τινά, όστις του εχρεώστει μόνον εκατόν δηνάρια και τον εστενοχώρησε τόσον, ώστε έβαλεν αυτόν εις την φυλακήν και δεν τον άφηνεν έως ότου πληρώση το χρέος του. Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς επρόσταξε και έφερον τον δούλον και του λέγει· «Δούλε πονηρέ, εγώ σου εχάρισα τόσον χρέος και συ δεν ευσπλαγχνίσθης τον σύνδουλόν σου, αχάριστε, καθώς και εγώ σε ηλέησα»; Και ούτως οργισθείς, τον παρέδωσεν εις τους βασανιστάς, έως ου επλήρωσεν όλον το χρέος του. Αυτήν την θαυμασίαν και αληθεστάτην παραβολήν μας είπεν ο Δεσπότης Χριστός, δια να φοβηθώμεν και να συγχωρώμεν όσους μας πταίσουν εξ όλης της καρδίας μας, δια να μη πάθωμεν τα όμοια, ως εκείνος ο άδικος και άσπλαγχνος δικαίως έπαθε, καθώς ο Δεσπότης μόνος εξήγησε την παραβολήν, λέγων· «ούτω και ο Πατήρ μου ο ουράνιος θέλει κάμει εις σας το όμοιον, εάν δεν συγχωρήτε εξ όλης καρδίας το πταίσιμον του αδελφού σας». Λοιπόν, τίνα άλλην αξιοπιστοτέραν μαρτυρίαν θέλετε, άνθρωποι; Αλλά δια βεβαιοτέραν της αληθείας ταύτης απόδειξιν, ακούσατε όσοι είσθε μνησίκακοι και δεν συγχωρείτε όσους σας έπταισαν, ένα φοβερόν και αξιόπιστον παράδειγμα, το οποίον γράφει ο Μεταφραστής Συμεών να τρομάξετε άπαντες και να κλαύση πάσα σκληρά καρδία, να συντριβή από τον φόβον και να συγχωρήση ο καθείς τον εχθρόν του, αν του έκαμε και τα μεγαλύτερα κακά ή ζημίας, αι οποίαι ηκούσθησαν εις τον κόσμον. Προσέχετε λοιπόν ακριβώς εις την φοβεράν ταύτην διήγησιν, την οποίαν ο Όσιος Συμεών έγραψε και η οποία έχει ως εξής. Άλλο δεν είναι καλύτερον και μακαριώτερον, ως την κατά Θεόν αγάπην. Ομοίως πάλιν και το μίσος είναι από όλα τα κακά χειρότερον και ολεθριώτερον. Διότι τοσούτον ηγάπησεν ο Θεός την αρετήν ταύτην, ώστε την ετίμησε με την προσηγορίαν αυτού και ηθέλησε να ονομάζεται δια την αγάπην αυτής Αγάπη, καθώς είπεν ο αγαπών και αγαπώμενος Μαθητής· «Ο Θεός αγάπη εστί, και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ» (Α΄ Ιωάν. δ: 16). Το δε μίσος τόσον αγαπά ο πονηρός και αποστάτης διάβολος, ώστε έλαβεν απ’ αυτό την επωνυμίαν και καλείται ανθρωποκτόνος και μισόκαλος. Περί τούτων των δύο εναντίων έχομεν πολλάς ενεργείας και διηγήματα της Παλαιάς και Νέας Γραφής, από τα οποία να γράψωμεν ένα κοινόν και θαυμασιώτατον υπόδειγμα δύο ανθρώπων, οίτινες είχον μίσος μεταξύ των. Και ούτως, ο μεν Σαπρίκιος με όλον το αξίωμα της Ιερωσύνης και τα μαρτύρια τα οποία έλαβεν από τους τυράννους δια την πίστιν, επειδή δεν αφήκε το μίσος και να συγχωρήση τον αδελφόν του, εξέπεσε της αξίας του Μαρτυρίου ο αλιτήριος και εζημιώθη τον στέφανον της αθλήσεως. Ο δε συμπαθής και της νίκης επαξίως επώνυμος και τροπαιοφόρος Νικηφόρος, επειδή επόθει την αγάπην και εζήτει εκ καρδίας αυτού την διαλλαγήν, ηξιώθη παραδόξως του Μαρτυρίου ο πάνσοφος και έλαβε χωρίς κόπων και πόνων τον στέφανον. Προσέχετε λοιπόν, αγαπητοί αναγνώσται και ακροαταί, και φυλάγεσθε όσοι είσθε μνησίκακοι, να μη πάθητε ομοίαν παρά Θεού εγκατάλειψιν, ως έπαθεν ο προαναφερθείς άφρων Σαπρίκιος. Ούτος ήτο από την Αντιόχειαν, Ιερεύς το αξίωμα και είχε μεγάλην φιλίαν με τον ευλογημένον Νικηφόρον, όστις ήτο κοσμικός και δεν είχε καμμίαν Εκκλησιαστικήν αξίαν, αλλ’ όμως ήτο πάντων των Ιερέων εναρετώτερος. Τοσαύτην δε φιλίαν είχε με τον Σαπρίκιον, ώστε εφαίνετο ότι ο εις έζη εις την ψυχήν του ετέρου και περιεπάτει με τους πόδας εκείνου και ωμίλει με το στόμα του και, απλώς ειπείν, είχον αμφότεροι μίαν βουλήν και γνώμην και θέλησιν. Αλλ’ ο φθονερός όφις, μη υποφέρων να βλέπη τοιαύτην ομόνοιαν, βασκαίνων το αγαθόν ο μισόκαλος, έβαλε μεταξύ αυτών τόσον σκάνδαλον, όσην αγάπην είχον πρότερον και τόσον εμίσησεν ο εις τον άλλον, ώστε δεν ηδύνατο να τον ίδη εις το πρόσωπον, αλλά εγύριζεν από τον δρόμον, δια να μη συναντηθώσι. Διότι η μεγάλη φιλία τρέπεται, κατά τον κοινόν λόγον, εις έχθραν και μίσος άπειρον, καθώς εις τούτους συνέβη. Πλην όμως, ο αγαθός Νικηφόρος, ως πράος, επιεικής και μέτριος, γνωρίσας, ότι ο δαίμων ήτο το αίτιον της έχθρας, εφρόντιζε να γίνη και πάλιν διαλλαγή μεταξύ των, δια να μη παροξύνεται ο φιλάνθρωπος. Ταύτα εσκέπτετο ο του Χριστού δούλος γνήσιος Νικηφόρος, αλλά δεν ετόλμα να παρουσιασθή ο ίδιος εις τον Σαπρίκιον, γνωρίζων την πολλήν εκείνου σκληρότητα. Όθεν έβαλε μεσίτας να τον παρακαλέσουν προς τούτο με λόγια ήρεμα, οίτινες προσεπάθησαν πολύ και του είπον όσα δύνανται να ταπεινώσουν και την πλέον οργίλην και υπερήφανον ψυχήν και με τόσους λόγους και παραδείγματα εδοκίμασαν να καταπραϋνωσι τον θυμόν του, ώστε και λίθος εκ φύσεως εάν ήτο, ήθελε γίνει μαλακώτερος· η σκληροτέρα όμως και αταπείνωτος τούτου καρδία δεν μετεμελήθη ποσώς να τραπή προς συμπάθειαν. Δεν ενεθυμήθη την προτέραν φιλίαν, ο έσπλαγχνος, ούτε την εντολήν του Δεσπότου ο ασυνείδητος, μάλιστα εφ’ όσον ήτο θύτης και μαθητής του ειρηνικού και πραοτάτου Χριστού, όστις έγινε θυσία και σφάγιον δι’ αγάπην μας, αλλ’ ούτε και το συμφέρον του ηννόησεν, ίνα κατά το επάγγελμά του συγχωρήση τον πταίσαντα, εφ’ όσον καθ’ εκάστην ανεγίνωσκε τα Ευαγγελικά λόγια τα λέγοντα· «Εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος» (Ματθ. στ: 14). Και πάλιν· «Εάν ουν προσφέρης το δώρον σου επί το θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον, διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου» (Ματθ. ε: 23-24). Αυτά και άλλα παρόμοια ανεγίνωσκε προς τον λαόν, καθ’ εκάστην, ως Ιερεύς, ο ανίερος, με το στόμα όμως μόνον, εις δε την καρδίαν και την ψυχήν ήτο παρήκοος ο ασύνετος και δεν ήθελε να συγχωρήση τον φίλον του και μάλιστα ενώ δεν ήτο το πταίσιμον του Νικηφόρου, αλλ’ αυτός ο Σαπρίκιος ήτο ο αίτιος όλου του σκανδάλου. Ο Δεσπότης Χριστός λέγει· «Ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστίν; Και γαρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι» · (Λουκά στ: 32) και οι εθνικοί και οι τελώναι τούτο ποιούσιν. Των εθνικών και των τελωνών ο μύστης και μυσταγωγός και των μεγάλων και φρικτών του Χριστού μυστηρίων διάκονος αθλιώτερος ήτο, επειδή και τους αγαπώντας εμίσει και ακούων τον Δαβίδ να λέγη· «Μετά των μισούντων την ειρήνην ήμην ειρηνικός» (Ψαλμ. ριθ: 7), αυτός το εναντίον ετέλει ο άσπονδος και μετά των φιλούντων ειρήνην ήτο οργίλος, στασιώδης και μάχιμος. Έπρεπεν, εάν έβλεπε τον φίλον του πταίοντα, να τον διορθώση αυτός με πραότητα, να θεραπεύση, ως Ιερεύς, την πρόφασιν του σκανδάλου, προτού να βασιλεύση ο ήλιος. Ο καλός όμως και ποθεινός Νικηφόρος, όστις όχι μόνον την επωνυμίαν είχεν, αλλά μάλιστα επήρε και την νίκην κατά αλήθειαν και εφάνη αξιώτερος του ονόματος, δεν κατεφρόνησε την συνδιαλλαγήν. Δεν ημέλησε. Δεν ενικήθη από τας ορμάς της φύσεως, η οποία βιάζει να μισή ο καθείς τον μισούντα και να τον νομίζη εχθρόν του και πολέμιον, διότι η τήρησις των εντολών του Χριστού είναι δυνατωτέρα της ανάγκης της φύσεως. Αλλ’ έχων πόθον να θεραπεύση την ψυχήν του φίλου του και να την φέρη εις την προτέραν αγάπην και ομόνοιαν, ηθέλησε να δώση και την ζωήν δια τον πλησίον του. Έστειλε λοιπόν ο καλός Νικηφόρος εκ δευτέρου και εκ τρίτου μεσίτας, γνωρίζων ότι και αυτοί δεν θέλουν ζημιωθή τον μισθόν του κόπου των και εκείνος ίσως θέλει σώσει τον φίλον του. Οι δε απελθόντες ενουθέτησαν ικανώς τον Σαπρίκιον, εκείνος όμως έμεινεν ο αυτός κωφός κατά τα ώτα της ψυχής, υπό της αλόγου μανίας όλως κυριευόμενος. Τότε ο ταπεινόφρων και αμνησίκακος Νικηφόρος, βλέπων, ότι με τους μεσίτας δεν κατώρθωσε τίποτε, ηθέλησε να υπάγη και μόνος του, να τον προσκυνήση, μήπως και απαλύνη η καρδία του, όταν ίδη κατά πρόσωπον τον φίλον του, να ενθυμηθή την προτέραν αγάπην, να κλίνη εις ευσπλαγχνίαν ο άσπλαγχνος, να γίνη πάλιν ηδίστη και ποθεινοτέρα η προτέρα φιλία των, επειδή και ο ήλιος μετά την νύκτα γλυκύτερος φαίνεται, ομοίως και μετά τον χειμώνα η άνοιξις. Ευρίσκων λοιπόν καιρόν αρμόδιον κατά τον σκοπόν του, απήλθεν ησύχως και πίπτει εις τους πόδας αυτού με πολλήν ταπείνωσιν λέγων· «Συγχώρησόν μοι, δια τον Κύριον, εις όσα σου έπταισα και σε ελύπησα». Αλλ’ ούτε τότε τον συνεπόνησεν η αμείλικτος εκείνη ψυχή, ούτε έκλινεν ο ασυμπαθής και εμπαθής εις συμπάθειαν. Ούτε καν λόγον μικρόν προς τον φίλον του ωμίλησεν, ούτε με βλέμμα ποσώς τον εκύτταξεν, αλλ’ έστρεψεν οπίσω το πρόσωπον. Κατά τον καιρόν εκείνον λοιπόν, κατά τον οποίον ήτο εις τόσον μίσος παράλογον ο Σαπρίκιος, εξήφθη και πάλιν ο διωγμός κατά των Χριστιανών, επειδή ανέβησαν εις τον θρόνον της βασιλείας ο Παραβάτης Ιουλιανός και ο αδελφός του Γάλλος, οίτινες έστειλα εις όλους τους άρχοντας γράμματα να παιδεύουν ανηλεώς τους πιστούς με διάφορα κολαστήρια και όσοι δεν προσκυνήσουν τα είδωλα να τους δίδουν σκληρόν και πικρότατον θάνατον. Τούτο το δόγμα έφθασε και εις την πόλιν εις την οποίαν κατοικούσαν ο Νικηφόρος και ο Σαπρίκιος, όστις ήτο δια το αξίωμα της Ιερωσύνης επισημότερος. Τούτον ήρπασαν ευθύς οι υπηρέται του ηγεμόνος και τον έφεραν έμπροσθεν αυτού εις εξέτασιν. Ερωτηθείς λοιπόν το σέβας, την τάξιν, την κλήσιν και τα λοιπά, απεκρίθη· «Το όνομά μου είναι Σαπρίκιος, εις δε το σέβας είμαι Χριστιανός και Ιερεύς το αξίωμα». Ο ηγεμών, δια να τον κάμη να φοβηθή, του ανέγνωσε τα βασιλικά προστάγματα δια να ακούση τας απειλάς και τας τιμωρίας τας οποίας διελάμβανον, ο δε Σαπρίκιος χωρίς δειλίαν απεκρίθη· «Ημείς, ω ηγεμών, είμεθα πολύ καλώς διδαγμένοι από τας Θείας Γραφάς τας αληθείς και αξιοπίστους και προσκυνούμεν ένα Θεόν εις την ουσίαν εις τρία πρόσωπα αδιαιρέτως μεριζόμενον, τον οποίον μόνον ομολογούμεν και γνωρίζομεν Ποιητήν ορατών τε πάντων και αοράτων. Οι δε ιδικοί σας θεοί των Ελλήνων είναι μύθοι όντως και καταγέλασμα, επειδή είναι έργα χειρών ανθρώπων και άχρηστα πλάσματα». Ταύτα ακούσας ο διώκτης και απογνούς πάσης ελπίδος, ήρχισε να παιδεύη τον Άγιον· και πρώτον μεν έβαλεν αυτόν εις ένα τραχύ και φοβερόν όργανον, τον οποίον ωνόμαζον κοχλίαν και ήτο ως μάγγανον εις τον οποίον τον έσφιγγαν δυνατά, δια να αναλωθή το σώμα του και να συντριβή εντελώς από την δεινήν αυτήν κάκωσιν, δια να λάβη πικρότατον θάνατον. Εις ταύτην λοιπόν την δυσφορωτάτην και σκληροτάτην βάσανον έκαμεν ώραν πολλήν ο Σαπρίκιος, υπομένων καρτερικώς και δεν ηρνήθη την ευσέβειαν, πειθόμενος εις το Δεσποτικόν πρόσταγμα το λέγον: «Μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι: 28). Ιδών λοιπόν ο διώκτης, ότι υπέμεινε με θαυμασίαν καρτερίαν την φρικτήν αυτήν βάσανον και μη έχων πλέον ελπίδα να τον νικήση, έδωκε κατ’ αυτού τοιαύτην απόφασιν· «Τον Σαπρίκιον, τον Ιερέα των Χριστιανών, επειδή δεν ηθέλησε να απαρνηθή την ματαίαν εκείνην λατρείαν, ούτε κατεδέχθη να προσκυνήση τους αθανάτους θεούς, αλλά εφάνη παρήκοος των βασιλικών προσταγμάτων, προστάσσω να αποκεφαλίσωσι με το ξίφος ως απειθήσαντα». Παρέλαβον λοιπόν οι δήμιοι τον Σαπρίκιον, δια να τον οδηγήσωσιν εις τον τόπον τηε εκτελέσεως. Ο δε Νικηφόρος, η μεγάλη δια Χριστόν ψυχή και όντως φιλόσοφος, ταύτα γνωρίζων, είχε μεγάλην μελέτην και φροντίδα δια τον φίλον του, να γίνη μεταξύ των διαλλαγή, όπως εκείνου μεν η θυσία γίνη ευπρόσδεκτος εις τον Κύριον, ως τελειώσαντος τον αγώνα καλώς δια την ευσέβειαν, ούτος δε, εκπληρών το Δεσποτικόν πρόσταγμα, προτιμήση την μετά του αδελφού καταλλαγήν υπέρ πάσαν θυσίαν και ολοκάρπωσιν. Νομίζω λοιπόν, ότι δεν ήθελεν αρνηθή την διαλλαγήν ο Σαπρίκιος την ώραν εκείνην κατά την οποίαν έτρεχε να λάβη, δια την αγάπην του Κυρίου, τον θάνατον, καταφρονήσας πάσαν προσπάθειαν της σαρκ΄ς και μόνον τα αιώνια στοχαζόμενος, προστρέχει μετ’ ευλαβείας και πίπτων εις τους πόδας αυτού, δεόμενος και ικετεύων αυτόν θερμότατα, έλεγεν· «Ενθυμήσου την προτέραν φιλίαν και αγάπην, την οποίαν είχομεν μεταξύ μας και ελέγαμεν να μη ξεχωρίσωμεν ουδέποτε, αλλά να είμεθα ηνωμένοι δι’ αγάπης και μετά θάνατον. Μη αφήσης τον φίλον σου ασυγχώρητον και φύγης από πλησίον μου αδιάλλακτος και υστερηθής της αιωνίου μακαριότητος. Βάλε εις τον νουν σου το ότι είσαι λειτουργός του Δεσπότου Χριστού, του οποίου γίνεσαι σήμερον κοινωνός των παθημάτων δια του Μαρτυρίου και της νεκρώσεως, και μη υπάγης προς αυτόν άσπονδος και άσπλαγχνος και απολέσης τους κόπους σου» Αυτά και έτερα έλεγε μετά δακρύων ο ευλογημένος Νικηφόρος εις τον φίλον του Σαπρίκιον, δεόμενος να του δώση την οφειλομένην συγχώρησιν. Εκείνος δε ως άσπλαγχνος και ανήμερος και αυτών των θηρίων ανοητότερος και αγριώτερος, ούτε καν εστράφη να ίδη τον άλλοτε ηγαπημένον του, όστις εκείτετο εις τους πόδας του κλαίων, αλλά φράσσων με τον κηρόν της μνησικακίας τα ώτα του, επήγαινεν εις τον δρόμον του αδιάλλακτος και αδιόρθωτος. Ταύτα βλέπων ο παρά Χριστού πεφωτισμένος Νικηφόρος και διαλογιζόμενος ότι ο Σαπρίκιος και χωρίς οίνον ήτο μεθυσμένος και σύντριμμα ταλαιπωρίας γεγενημένος, ωδύρετο περισσότερον, φοβούμενος μήπως απομείνη αυτός μεν από τον Ιερέα και φίλον του ασυγχώρητος, εκείνος δε πάλιν αποτύχη των στεφάνων του Μαρτυρίου και της αιωνίου μακαριότητος και δώσουν αμφότεροι απολογίαν δια τοιαύτην έχθραν παράλογον. Έδραμε λοιπόν πάλιν ολίγον έμπροσθεν και προϋπαντά τον Σαπρίκιον, λέγων προς αυτόν τα αυτά και έτερα πλείονα, όχι μόνον απλώς με το στόμα, αλλά και εξ όλης ψυχής, με σχήματα ελεεινά και ροήν δακρύων αμέτρητον και του εζήτει συγχώρησιν. Εκείνος όμως, ως κωφός και νεκρός και ως λίθινος, έμεινεν ο αυτός, ως το πρότερον, μήτε τας φωνάς του φίλου του ενωτιζόμενος, ούτε τοσαύτην ταπείνωσιν σπλαγχνιζόμενος, τόσον ώστε και αυτοί οι δήμιοι εβαρύνθησαν βλέποντες τον Νικηφόρον να ζητή, με τόσην ευλάβειαν, από ένα κατάδικον συγχώρησιν. Όθεν μυκτηρίζοντες αυτόν και μωρόν αποκαλούντες και ασύνετον έλεγον· «Τι κόπτεσαι ασκόπως και οδύρεσαι, ζητών από τοιούτον κακοποιόν συγχώρησιν; Ημείς υπάγομεν να τον θανατώσωμεν και συ δέεσαι και ζητείς συγχώρησιν από ένα υπεύθυνον»; Ταύτα μεν έλεγον οι υπηρέται, αγνοούντες το ευσεβές και φιλόθεον του μακαρίου Νικηφόρου, ο οποίος ηκολούθει αυτούς έτι θερμότερον δεόμενος, και χύων αναρίθμητα δάκρυα, δια να παρακινήση την λιθίνην εκείνην ψυχήν προς συμπάθειαν. Ο δε Σαπρίκιος, δυσμενώς και οργίλως και ως εξεστηκώς από τον θυμόν, έφθασεν εις τον τόπον της καταδίκης ο ασυνείδητος. Όθεν, όταν πλέον δεν έλειπεν άλλο παρά να κατεβάση ο δήμιος την σπάθην και να κόψη την κεφαλήν του, άνωθεν δε αυτού εφέρετο ουρανόθεν λαμπρός ο στέφανος του Μαρτυρίου, ω μισάνθρωπε και κοινέ του γένους πολέμιε, εις ποίον ολίσθημα κρημνίζεις τον μνησίκακον! Ω, αδελφοί μου, και πώς να διηγηθώ το επίλοιπον, όπου σταλάζουν οι οφθαλμοί μου δάκρυα και δεν δύναμαι να γράψω την δικαίαν παρά Θεού εγκατάλειψιν του Σαπρικίου, όταν έκλινε το γόνατον και έμςλλον να χορεύσουν οι Άγγελοι εις ολίγον διάστημα, τότε ήλθεν εις αυτόν τον ασύνετον, δια το σκότος της μνησικακίας αυτού, μία λήθη και άνοια και δεν ενεθυμείτο την αιτίαν, αλλά ηρώτα τους δημίους, διατί ήθελον να τον θανατώσουν· οίτινες απεκρίθησαν προς αυτόν, διότι κατεφρόνησε τα βασιλικά προστάγματα και δεν ήθελε να προσκυνήση τα είδωλα. Τότε, ω των εμών κακών, ω της μεγίστης συμφοράς! Ω του χαλεπού της μνησικακίας πτώματος! Αρνείται τον Δεσπότην Χριστόν ο άχρηστος. Εγκαλιμπάνει τον συμπαθή και φιλάνθρωπον, ο μισάνθρωπος. Καταπατεί ενώπιον πάντων την ευσέβειαν και γίνεται, φευ! Ο πρώην μύστης της Αγίας Τριάδος και των Αγγέλων εφάμιλλος, ειδώλων λάτρης και των δαιμόνων αιχμάλωτος, διότι «οδοί μνησικάκων» κατά τον σοφόν Σολομώντα, φέρουσι τον άνθρωπον «εις θάνατον» (Παροιμ. Σολ. ιβ: 28). Τούτο ελύπησε τον Νικηφόρον περισσότερον, διότι πρότερον έβλεπε τον φίλον μίαν εντολήν του Χριστού παραβαίνοντα, και ήδη αυτόν τον Νομοθέτην ηθέτησε και έπεσε τελείως εις την ασέβειαν. Όθεν εφλέγετο τα σπλάγχνα κατακαιόμενος και παρεκάλει θερμότερον τον Σαπρίκιον· και δεικνύων ακόμη προς αυτόν το της ιερωσύνης αιδέσιμον έλεγεν· «Αδελφέ φίλτατε και Πάτερ σεβασμιώτατε, μη θελήσης να προδώσης τον Ποιητήν και Σωτήρα σου. Μη απαρνηθής την ομολογίαν, την οποίαν υπεσχέθης να φυλάξης ενώπιον Θεού και Αγγέλων. Ευλαβήθητι τους άθλους τους οποίους έλαβες δια τον Χριστόν. Λυπήσου τους κόπους σου και τας φοβεράς εκείνας περιστροφάς του κοχλίου και την δεινήν του σώματος κάκωσιν, όπου εβασανίσθης τόσον καιρόν δια την ευσέβειαν και μη θελήσης να την προδώσης τόσον άγνωστα, να ζημιωθής εις μίαν στιγμήν τόσους αγώνας και έπαθλα. Τίμησον το μέγα της ιερωσύνης αξίωμα και μη το καταφρονήσης, παρακαλώ σε, φίλε μου. Μετ’ εμού δε και τάξεις Αγγέλων και Μαρτύρων χορείαι σε παρακαλούν, να μη διαψεύσης την ομολογίαν της πίστεως, τώρα ότε είναι τα βραβεία εις χείρας σου και εις την κεφαλήν σου οι της αθλήσεως στέφανοι». Ταύτα προς τον φίλον εδέετο μετά τρόμου, φοβούμενος μήπως μαζί με εκείνον ζημιωθή και την ιδικήν του ψυχήν ατελεύτητα. Αλλ’ επειδή δεν ηπάλυνεν η φαραωνίτις εκείνη καρδία, αλλ’ επροτίμησε την μνησικακίαν υπέρ την ευσέβειαν, μη έχων τι άλλο να πράξη ο ζηλωτής της πίστεως και της νίκης αξίως επώνυμος, αντεισάγει τον εαυτόν του εις το Μαρτύριον και κλίνων τον αυχένα εζήτει το ξίφος, παρακαλών τους δημίους να αποκεφαλίσουν αυτόν αντί του Σαπρικίου· οίτινες δεν ετόλμων να τον θανατώσωσι χωρίς προσταγήν του ηγεμόνος έως ου απήλθε προς αυτόν εις από τους παρεστώτας και του είπε, ότι ο μεν Σαπρίκιος, αθετήσας την ομολογίαν και την ευσέβειαν, έπραξεν επάξια του ονόματος, έτερος δε τις, Νικηφόρος ονόματι, εδέετο με παρρησίαν θερμότερον να λάβη, ώσπερ χρέος τι, αντί εκείνου τον θάνατον. Τότε ο ηγεμών μετέγραψεν εις την κατά του Σαπρικίου απόφασιν το όνομα του Νικηφόρου. Όθεν φέροντες οι υπηρέται την καταδίκην εις τους δημίους, δέχεται ο καλός Νικηφόρος την δια ξίφους τελείωσιν, κληρονομήσας με ολίγον πόνον Βασιλείαν ουράνιον. Και όχι μόνον ενίκησε την πλάνην και δυσσέβειαν, αλλά και το πάθος της μνησικακίας και εφάνη κατά αλήθειαν Νικηφόρος με την πράξιν μάλλον ή το όνομα. Τοιουτοτρόπως αποδεικνύεται ότι οι πόνοι του σώματος και αι κακοπάθειαι δεν έχουσι τόσην δύναμιν να κάμωσι φίλον τον Κύριον, όσην έχουσιν η φιλανθρωπία, η συμπάθεια και η προς τον πλησίον αγάπη, ήτις είναι το κεφάλαιον πάντων των αρετών, καθώς αυτός ο Δεσπότης Χριστός μας παρήγγειλε και καθώς ημπορεί ο καθείς να βεβαιωθή από το φρικτόν παράδειγμα του Σαπρικίου, όστις, αφ’ ου υπέμεινεν ανδρικώς και γενναίως τόσας δοκιμασίας και εβασανίσθη δια την αγάπην του Χριστού ο ταλαίπωρος, όμως επειδή ήτο εις την ψυχήν ασυμπαθής και ανάλγητος όχι μόνον δεν ωφελήθη από τας βασάνους, αλλά και αρνητής της ευσεβείας εγένετο. Ο δε φιλόχριστος και τροπαιοφόρος Νικηφόρος, όστις δεν έλαβε πρότερον καμμίαν κακοπάθειαν και βάσανον δια την ευσέβειαν, εν τούτοις, χωρίς ιδρώτας και πόνους, αλλά μόνον δια την φιλαδελφίαν του και την της ψυχής ιλαρότητα ηξιώθη να λάβη παρά Θεού τον του Μαρτυρίου στέφανον. Λάβετε λοιπόν υπόδειγμα άπαντες οι μνησίκακοι, οι οποίοι ενθυμείσθε την ύβριν και το πταίσιμον του πλησίον και δεν θέλετε να συγχωρήσητε εκείνον όστις σας έπταισεν, ο οποίος σας ευηργέτησε μάλιστα, διότι όσον κακόν έκαμε του σώματος, τόσον ωφέλησε την ψυχήν σου, άνθρωπε, και πρέπει να τον αγαπάς ως ευεργέτην και φίλον σου, καθώς ήθελες αγαπά εκείνον, όστις θα σου έρριπτε λίθους τιμίους και κομμάτια χρυσίου από μακρόθεν να κτυπά όλον το σώμα σου. Διότι και εάν επόνεις ολίγον, όμως συνάγων τους μαργαρίτας εκείνους θα εγίνεσο πλούσιος. Τούτο συμβαίνει και δια τας θλίψεις, αι οποίαι σου έρχονται, επειδή αύται καθαίρουσι την ψυχήν από όλα τα αμαρτήματα, και δι’ αυτό δε και συγχωρεί ο πάνσοφος ιατρός να παιδεύεσαι. Όστις λοιπόν έχει γνώσιν, δεν πρέπει να αμύνεται κατά του ανθρώπου, όστις τον ερράπισεν ή τον ερράβδισεν ή αλλεοτρόπως τον εζημίωσεν, αλλά να τον ευχαριστή ως υπ’ αυτού μάλλον ευεργετηθείς. Έχε λοιπόν και συ, όστις αναγινώσκεις ταύτα εις τον νουν σου πάντοτε, την πολλήν ευσπλαγχνίαν την οποίαν έδειξε προς ημάς ο πολυέλεος Κύριος,δια την οποίαν αιτίαν είμεθα χρεώσται να αγαπώμεν τον πλησίον εξ όλης μας της δυνάμεως, δια να πληρώσωμεν πιστώς την παραγγελίαν την οποίαν μας άφησε κατά την εσχάτην ημέραν, όταν έφευγεν από τούτον τον κόσμον σωματικώς, λέγων· «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς, ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους· εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιωάν. ιγ: 34-35). Δηλαδή καθώς εγώ σας ηγάπησα, χωρίς να πράξετε προς με αγαθοεργίαν τινά, αλλά μάλιστα και εχθροί μου είσθε δια το πατροπαράδοτον αμάρτημα, εν τούτοις εγώ σας ηλέησα δωρεάν. Ούτω θέλω και σεις να αγαπάτε ο εις τον άλλον.Βιάσετε λοιπόν την θέλησιν και καρδίαν σας εις την αρετήν ταύτην την ψυχωφελή και σωτήριον, επειδή χωρίς ταύτης, εάν και όλας τας αρετάς αποκτήσετε, εν τούτοις μέλλει να κολασθήτε καθώς εις την προαναφερθείσαν αξιόπιστον διήγησιν του Σαπρικίου εγνωρίσατε, την οποίαν φιλαλήθως εξιστορήσαμεν καθώς ο Άγιος Συμεών ο Μεταφραστής έγραψεν αυτήν εις την Ελληνικήν διάλεκτον και καθώς ο Ιερός Αγάπιος την μετεγλώττισε χωρίς να γράψη εξ ιδίων τίποτε ειμήμόνον το προοίμιον και τούτον τον επίλογον. Ας φρίξη λοιπόν ο καθείς και ας τρομάξη να διορθώση την πολιτείαν του, προτού να κλεισθή η θύρα της μετανοίας και τότε δεν ωφελούσι πλέον τα δάκρυα. Όσοι λοιπόν έχετε μίσος μετά τινος διατηρούμενον έως την σήμερον, υπάγετε παρευθύς, και δια την αγάπην του Κυρίου, και δια το συμφέρον σας, προσκυνήσατέ τον και εξ όλης καρδίας να τον συγχωρήσητε και τότε μακάριοι σεις, ότι χωρίς κόπων και θλίψεων εσυγχωρήθησαν όλα τα επίλοιπα αμαρτήματά σας, λέγοντες προς αυτόν τον πολυεύσπλαγχνον και οικτίρμονα, με παρρησίαν ακατάκριτον· «Πάτερ ημών ο εν τοις Ουρανοίς, άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών και αξίωσον ημάς της ουρανίου Βασιλείας», ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου