Ιωάννης ο εν βασιλεύσιν αγιώτατος και ενδοξότατος και εν μάρτυσιν θαυμαστός, ο σημειοφόρος, κατήγετο εκ τινος κώμης της Βουλγαρίας, καλουμένης Βλαδίμηρον, εξ ης έλαβε και την επωνυμίαν να καλήται Βλαδίμηρος, υιός πατρός μεν Νεεμάν, υιού του πρώτου βασιλέως των εν τη Βουλγαρία Αχριδών Συμεών (890- 927), μητρός δε Άννης, της εκ Ρωμαίων καταγομένης, ακμάσας κατά τους χρόνους Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου (976 – 1025). Παιδιόθεν ο Άγιος ούτος έλαμπε πολύ με αρετάς και χάριτας, και ήτο σκεύος καθαρόν του Αγίου Πνεύματος, παιδαγωγηθείς υπό του θαυμαστού Νικολάου του τότε Επισκόπου Αχριδών· αφ’ ου δε ηλικιώθη, οι γονείς του έδωκαν εις αυτόν δια γάμου την θυγατέρα του βασιλέως Σαμουήλ (976 – 1014), εφύλαξεν όμως παρθενίαν ο τρισμακάριστος και κατεγίνετο εις έργα θεάρεστα.
Αποθανόντων των γονέων του, κατέστη ο Αγιος αυτεξούσιος των Τριβαλλών, ήτοι βασιλεύς των Σέρβων. Τότε ο μακάριος Ιωάννης, φλεγόμενος υπό της επιθυμίας να κάμη Χριστιανούς όλους τους υπηκόους του, εγκατέστησεν εις όλον το κράτος αυτού κήρυκας και διδασκάλους, ίνα διδάσκωσι και επιστρέφωσιν εις την Πίστιν του Χριστού τον λαόν του. Κατόπιν έκτισε Μοναστήρια και Εκκλησίας, ξενοδοχεία τε και νοσοκομεία, και κόπτων τον δρυμώνα και το πυκνότατον δάσος, το ευρισκόμενον εις τον τόπον εκείνον, έκτισεν ίδιον και εξαίρετον Ναόν εις τον τρισυπόστατον Θεόν, με τον εξής τρόπον: Ιππεύσας ημέραν τινά ομού με τρεις μεγιστάνας του βασιλείου του, εξήλθεν εις κυνήγιον, κυνηγών όμως εκυνηγήθη υπό του Θεού ως άλλος Ευστάθιος ή, μάλλον ειπείν, ωδηγήθη ουρανόθεν ως άλλος Κωνσταντίνος, διότι ιδών ηλιόμορφον αετόν, ο οποίος είχεν επί του λαιμού του Σταυρόν υπέρλαμπρον, και τρέχων ίνα τον φθάση, εισέδυσεν εντός του δάσους. Τότε ο αετός εστάθη, αλλ’ αντί αετού εφάνη Άγγελος Κυρίου φέρων τον Σταυρόν επί του στήθους του. Ευθύς λοιπόν ο βασιλεύς, ομού με τους μεγιστάνας του, προσεκύνησε τον Τίμιον Σταυρόν και δι’ αυτού τον εν τούτω προσηλωθέντα Χριστόν· εις τον τόπον δε εκείνον εκτίσθη κατά προσταγήν του Εκκλησία, εις την οποίαν πορευόμενος επτάκις της ημέρας προσηύχετο, έμενε δε και την νύκτα εκεί αγρυπνών και προσευχόμενος. Η δε σύζυγός του βασίλισσα, βλέπουσα τον βασιλέα, ότι δεν επλησίαζεν αυτήν, υπωπτεύθη ότι είχεν άλλην γυναίκα κρυφίως· διο εξήγειρε τον αδελφόν της κατά του βασιλέως, όστις με πάντα τρόπον επεδίωξε να θανατώση αυτόν. Όταν λοιπόν ο χαριτώνυμος και θαυμαστός ούτος Ιωάννης επανήλθε νικητής εκ του πολέμου, τον οποίον είχε κινήσει κατά του Βασιλείου του Μακεδόνος, τότε ο αδελφός της βασιλίσσης ευρών ευκαιρίαν εκτύπησεν αυτόν αίφνης δια του ξίφους του. Επειδή όμως δεν τον απετελείωσεν ευθύς, βλέπων αυτόν ο βασιλεύς είπε προς αυτόν· «Λάβε το ιδικόν μου ξίφος και δι’ αυτού αποκεφάλισόν με δια την Ορθοδοξίαν και την αλήθειαν, διότι έτοιμος είμαι να θυσιασθώ, ως άλλος Άβελ και Ισαάκ, δια την Πίστιν και ομολογίαν του Χριστού». Τότε ο θηριώδης εκείνος και άσπλαγχνος, λαβών το ξίφος του βασιλέως, απεκεφάλισεν αυτόν. Θαύμα τότε ηκολούθησε παράδοξον και εξαίσιον. Άμα εκόπη η αγία του κεφαλή, έφιππος ων ο βασιλεύς, έλαβεν αυτήν εις τας χείρας του, και έτρεχεν επί του ίππου, αινών τον Θεόν και λέγων· «Ευφράνθην επί τοις ειρηκόσι μοι· εις οίκον Κυρίου πορευσόμεθα» (Ψαλμ. ρκα:1). Τότε οργή θεϊκή έπεσε κατά του φονέως του Αγίου· ελύσσαξεν ο άθλιος και έτρωγε τας ιδίας σάρκας. Ο δε βασιλεύς, απελθών εις τόπον τινά, εκεί είπε· «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου»· και ευθύς ηκούσθησαν ψαλμωδίαι εξ ουρανού, ο δε τόπος επληρώθη πνευματικής ευωδίας. Εκεί λοιπόν ενεταφίασαν το παρθενικόν εκείνο και αθλητικόν σώμα του αοιδίμου βασιλέως, Αρχιερείς τε και Ιερείς, τα στρατεύματα και όλος ο λαός, θρηνούντες και κλαίοντες δια την στέρησιν τοιούτου προστάτου και βασιλέως· πολλοί δε χωλοί και ασθενείς ασπασθέντες το ιερόν αυτού Λείψανον έλαβον την ποθουμένην υγείαν των. Αφού λοιπόν έθαψαν το άγιον Λείψανον, έκτισαν και Ναόν θαυμάσιον εις το όνομά του, όστις, σαθρωθείς υπό του χρόνου, ανεκαινίσθη ύστερον υπό του υψηλοτάτου Καρόλου, ανεψιού του τότε βασιλέως της Ιταλίας. Μετά ταύτα λαβόντες οι Χριστιανοί το ιερόν αυτού Λείψανον, το έφεραν εις το Μοναστήριον το οποίον έκτισεν ο ίδιος εκείνος βασιλεύς. Εκεί δε διαμένον, οσμήν μεν πορνείας και ασελγείας δεν δέχεται να πλησιάση εις αυτό, τους δε υπηρετούντας πιστώς διαφυλάττει από παντός κινδύνου και πειρασνού, μύρα αναβλύζον και ενεργούν διάφορα θαύματα εις τους μετά πίστεως και ευλαβείας προστρέχοντας εις αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου