Ιάκωβος ο μακάριος, αγαπήσας τον Χριστόν, εμίσησε τον κόσμον και απετάξατο άπασαν την περιουσίαν του, χωρίς ουδόλως να μεταχειρισθή αυτήν εις απολαύσεις του σώματος. Μετά ταύτα όμως, τόσον υπερηφανεύθη δια συνεργείας του μισανθρώπου διαβόλου, ώστε ετόλμα και έλεγε. Ποίος άλλος ηξεύρει κάλλιον εμού την σωτηρίαν μου; Όθεν μετεχειρίσθη πολλούς και μεγάλους αγώνας, όχι με την ερώτησιν των εμπείρων, καθώς διδάσκουσιν οι θείοι πατέρες, αλλά κατά την ιδίαν του θέλησιν και αυταρέσκειαν, δια τούτο και ηπατήθη υπό των δαιμόνων.
Ελθών δηλαδή προς αυτόν πονηρός Άγγελος, ήτοι δαίμων, μετασχηματισθείς εις Άγγελον φωτός, είπεν αυτώ· καθάρισον το κελλίον σου, και ανάψας φώτα και λαμπάδας, και καπνίσας αυτό με μύρα και θυμιάματα, ευτρέπισον και τον εαυτόν σου, διότι ο Χριστός, επειδή ευηρεστήθη εις την άσκησίν σου, έρχεται την νύκτα ταύτην να σοι δώση πολλάς χάριτας. Ο δε ανόητος Ιάκωβος, εξ οιήσεως απατηθείς, εποίησεν όλα αυτά. Ήλθε λοιπόν προς αυτόν ο αντίχριστος εν δόξη και φαντασία πολλή, εν τω μέσω της νυκτός· όθεν ανοίξας την θύραν του κελλίου του ο Ιάκωβος προσεκύνησεν αυτόν, ο δε διάβολος κτυπήσας τον Ιάκωβον εις το μέτωπον, κατά θείαν οικονομίαν δεν εστάθη εκεί, αλλ’ εστράφη οπίσω και εγένετο άφαντος. Το πρωί θρηνών ο Ιάκωβος προσήλθε προς γέροντα τινά, ο οποίος πριν ή ακούση τον ελάχιστον λόγον παρά του Ιακώβου λέγει προς αυτόν. Φύγε εντεύθεν, διότι ενεπαίχθης υπό του σατανά. Ο δε Ιάκωβος έκλαιε σπαρασσόμενος την καρδίαν. Τότε ο γέρων ονειδίσας αυτόν κατά πολλά και κατηχήσας απέστειλεν εις κοινόβιον· ο δε υπακούσας επήγεν εις κοινόβιον, και ειργάζετο εν τω μαγειρείω επτά έτη με πολλήν ταπείνωσιν και υπακοήν. Έπειτα εκάθησεν εν τινι κελλίω μόνος άλλα επτά έτη, εργαζόμενος εργόχειρον μέτριον και φυλάττων κανόνα ακριβή· και ούτω μαθών την απλανή οδόν του Θεού με πολλήν διάκρισιν, έγινε θαυματουργός εξαίσιος, και τελειώσας την ζωήν του απήλθε προς Κύριον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου