Ιουλιανός ο εκ Λιβύης του Χριστού Μάρτυς ήτο εις τον καιρόν του Διοκλητιανού, εις εν μέγα Μοναστήριον, όπερ έκτισεν ο ίδιος πλησίον πόλεώς τινος της Αιγύπτου, καλουμένης Αντιούπολις, εις το οποίον Μοναστήριον συνήχθη ολόκληρος μυριάς χριστιανών, όχι μόνον μοναχών, αλλά και λαϊκών αναριθμήτων. Διότι εις όλας τας πόλεις και χώρας είχε κηρυχθή διωγμός μέγας κατά των χριστιανών, οίτινες έφευγαν από τας οικίας των εγκαταλείποντες φίλους και συγγενείς και εκρύπτοντο δια τον φόβον των Ελλήνων ειδωλολατρών εις τα όρη και τα σπήλαια. Εις την πόλιν ταύτην ευρίσκετο ένας ηγεμών, Μαρκιανός ονομαζόμενος, όστις είχε γυναίκα, και υιόν μονογενή, καλούμενον Κέλσιον.
Ακούσας δε δια τον Άγιον, ότι είχε τόσον λαόν συνηγμένον και τον εδίδασκε καθ’ εκάστην να καταφρονή τα βασιλικά προστάγματα και να προσκυνά τον Εσταυρωμένον, υβρίζων τα είδωλα, επρόσταξε τους στρατιώτας να καύσουν το Μοναστήριον με όλους τους ευσεβείς, τον δε Ιουλιανόν μόνον να φυλακίσουν, δια να δοκιμάση, μήπως και τον παρασύρη εις την πλάνην του, διότι κατήγετο από αριστοκρατικήν οικογένειαν και δεν ήθελε να τον θανατώση, επειδή του ήτο χρήσιμος. Απήλθεν λοιπόν ο σύμβουλος του Ηγεμόνος και οι πρώτοι της πόλεως με πλήθος στρατιωτών εις το Μοναστήριον και κατ’ αρχάς μεν εδοκίμασαν να διαστρέψουν τους Αγίους με κολακείας, έπειτα και με απειλάς· και μη δυνάμενοι επεσώρευσαν ξύλα άφθονα, και έκαυσαν όλον το Μοναστήριον με τους Αγίους άπαντας. Έκτοτε από τον τόπον αυτόν ακούονται ψαλμωδίαι και ευωδία θαυμασία έως την σήμερον, κατά την τρίτην ώραν, έκτην, ενάτην, εσπερινόν και όρθρον, από όσους πλησιάζουν εκεί ψάλλοντας. Θεραπεύονται δε όλοι οι ασθενείς, όσοι την ψαλμωδίαν ταύτην ακούσωσιν. Όταν δε έκαυσαν τους Αγίους οι εναγέστατοι, εφυλάκισαν τον Ιουλιανόν, αναγγείλαντες εις τον Ηγεμόνα, ότι εξετέλεσαν την προσταγήν του. Την άλλην ημέραν έφεραν τον Άγιον εις εξέτασιν και συνήχθη όλη η πόλις ίνα ίδουν τον Άγιον, επειδή ήτο υιός του πρώτου άρχοντος της πόλεως. Τότε ο ηγεμών τον ηρώτησε, λέγων: «Διατί καταφρονείς τους θεούς και τα βασιλικά προστάγματα; Συ μάλιστα έπρεπε να έχης προς τους θεούς τούτους περισσοτέραν ευλάβειαν, καθ’ όσον είσαι από τους άλλους ευγενικώτερος και δια την αριστοκρατικήν ταύτην καταγωγήν σου λυπούμαι να διατάξω την θανάτωσίν σου, ως αρμόζει». Λέγει ο Άγιος: «Οι θεοί σας είναι λίθοι και μέταλλα και δεν δύνανται να σας δώσουν ωφέλειαν τινά, αλλά μάλλον σας προξενούσιν αιώνιον κόλασιν οι ακόλαστοι. Ημείς ομολογούμεν ένα Θεόν παντοδύναμον, όστις εδημιούργησε δια μόνου του λόγου Του όλον τον κόσμον και τρέφει και κυβερνά τούτον με την σοφίαν Του και εις το τέλος της παροικίας μας κληρονομούμεν ζωήν αθάνατον και βασιλείαν αιώνιον. Λοιπόν δεν συγκοινωνούμεν μαζί σας ουδέποτε. Διότι ποίαν κοινωνίαν δύναται να έχη το σκότος με το φως και ο άγριος λύκος με τα ήμερα πρόβατα; Μη κοπιάς να με κολακεύης· αλλ’ εάν ποθής και συ το συμφέρον σου, μίσησον τους ανισχύρους και πονηρούς θεούς σου, οίτινες δεν δύνανται να σου δώσουν τινά ωφέλειαν, πρόσελθε δε εις τον αληθή Θεόν, τον παντοδύναμον και παντελεήμονα, ίνα κληρονομήσης αντί της ματαίας ταύτης τιμής και δόξης, δόξαν αληθινήν και βασιλείαν αιώνιον». Τότε θυμωθείς ο ηγεμών, επρόσταξε να τον τανύσουν και να τον δέρουν, έως να σπαράξουν όλα τα μέλη του και να συντρίψουν τα οστά του. Καθώς δε κατέσχισαν τας σάρκας του μάρτυρος, εξ απροσεξίας (ίσως να ήτο και οικονομία Θεού) επληγώθη ένας στρατιώτης, από εκείνους οι οποίοι τον έδεραν, εις τον οφθαλμόν, όστις και εξωρύχθη. Ο στρατιώτης εκείνος ήτο φίλος του άρχοντος και των βασιλέων γνώριμος. Ο Ηγεμών ελυπήθη δια τούτο και έλεγε προς τον Άγιον: «Τόσον ηδυνήθησαν αι μαγείαι σου, και ετύφλωσες τον φίλον μου, άχρηστε»; Ο δε αποκρίνατο: «Σύναξον όλους τους ιερείς των θεών σας, να κάμουν προς αυτούς παράκλησιν και να τον ιατρεύσουν, εάν έχουν την δύναμιν. Ει δε και δεν δυνηθούν, θα επικαλεσθώ εγώ του Δεσπότου μου Χριστού το παντοδύναμον όνομα, ίνα θεραπεύση όχι μόνον τον οφθαλμόν του σώματος, αλλά να φωτίση και τους οφθαλμούς της ψυχής του, ίνα κηρύξη την ευσέβειαν». Τότε ο άρχων εσύναξεν όλους τους μιαρούς ιερείς των ψευδών θεών του, και τους λέγει. «Κάμετε προς τους αθανάτους θεούς μεγάλην παράκλησιν και με λειτουργικάς τιμάς αυτούς θεραπεύσατε, να δείξουν την μεγάλην των δύναμιν, να ιατρεύσουν τον οφθαλμόν του φίλου μου, δια να επιστρέψη και ο Ιουλιανός εις αυτούς και να κηρύξη το κράτος και την δυναστείαν των». Απελθόντες λοιπόν εις τον ναόν, εδέοντο προς τους λιθίνους οι λιθώδεις και ληρώδεις, λοιδορούντες διαφόρους φλυαρίας. Αλλ’ εις μάτην εδέοντο· διότι οι ψευδώνυμοι θεοί των, υπό της θείας δυνάμεως βιαζόμενοι, ωμολόγησαν οι ψεύσται την αλήθειαν, λέγοντες. «Αναχωρήσατε απ’ εδώ και δεν δυνάμεθα να σας δώσωμεν βοήθειάν τινα. Ότι τοιαύτην δύναμιν έχει προς τον Θεόν η παράκλησις του Ιουλιανού, ώστε μας έδωκεν επταπλασίαν κόλασιν». Ταύτα ανελπίστως ακούσαντες από τους ματαίους οι μάταιοι, έμειναν έκθαμβοι και περίλυποι. Ο δε Άγιος έκαμεν ευχήν μυστικά εκεί εις το θέατρον και έπεσον εις τον βωμόν όλα των Ελλήνων τα είδωλα· τότε δε λέγει του άρχοντος. «Ύπαγε εις τον ναόν σας γρήγορα, ότι οι χρυσοί σου θεοί σε χρειάζονται». Απελθών λοιπόν ο άρχων, είδε συντετριμμένα όλα τα είδωλα τα χρυσά και αργυρά και κρυστάλλινα, τα οποία ήσαν περισσότερα από πεντακόσια. Ταύτα βλέπων ο άρχων, εφώναξεν: «Ω της κακουργίας! Τόσον ηδυνήθησαν αι μαγείαι του γόητος, ώστε και τα πολύτιμα ξόανα ως κόνιν ελέπτυναν»! Τότε λέγει προς τον Άγιον: «Μη νομίσης πως ενίκησες τους ανεξικάκους θεούς· αλλά θαύμασον αυτών την πραότητα, ότι δεν έκαμαν κατά σου εκδίκησιν, εκδεχόμενοι την επιστροφήν σου ως ελεήμονες· αλλά τελείωσον εκείνο, όπερ μας έταξες, να θεραπεύσης τον οφθαλμόν του φίλου μου· εις τούτο δε δια να μη πράξης τινά μαγείαν, θέλω σε ραντίσει με ούρον ανθρώπινον, δια να φύγουν αι κακουργίαι σου». Λέγει ο Άγιος: «Αυτό δεν μου δίδει ύβριν τινά, αλλά μάλλον δόξαν προς τον εμόν Δεσπότην και έπαινον, όστις θέλει μετατρέψει τον βρώμον και δυσωδίαν εις ευωδίαν θαυμασίαν, και τον οφθαλμόν θα θεραπεύση του πάσχοντος». Ούτως δε και εγένετο κατά την προφητείαν του Μάρτυρος, μετατραπέντος του δυσώδους εκείνου ούρου εις ευωδέστατον βάλσαμον. Τότε κάμνει σταυρόν ο Άγιος εις τον τυφλόν οφθαλμόν του στρατιώτου, το όνομα του Σωτήρος επικαλούμενος και παρευθύς εφωτίσθη ψυχή τε και σώματι ο ασθενής, και ιατρευθείς εκήρυττε παρρησία λέγων: «Μόνος ο Χριστός είναι Θεός αληθέστατος». Ο δε φρενόληπτος ηγεμών νομίζων μαντείαν το θαυματούργημα, τον μεν ιαθέντα στρατιώτην επρόσταξε και απεκεφάλισαν, διότι εκήρυττε την αλήθειαν και έγινε δια μίαν ώραν μάρτυς ο τρισμακάριος, τον δε Άγιον εβασάνισε με διάφορα παιδευτήρια πρότερον· έπειτα τον εφόρτωσαν με βαρύτατα σίδηρα και τον περιέφεραν εις την πόλιν όλην πομπεύοντες· έμπροσθεν τούτου επήγαινεν ο διαλαλητής τοιαύτα φωνάζων. «Οι καταφρονηταί των θεών και των βασιλέων ούτω παιδεύονται». Όταν δε επέρασαν από το σχολείον εις το οποίον εδιδάσκετο ο υιός του ηγεμόνος, ονόματι Κέλσιος, βλέπων τον μάρτυρα είδεν εις αυτόν θαυμασίαν όρασιν. Όθεν ηρώτα τους συμμαθητάς και τον διδάσκαλον, εάν έβλεπαν και αυτοί τα ορώμενα· αυτοί όμως δεν είδον τίποτε, διότι δεν ήσαν άξιοι· διότι εκείνος μόνον ήτο αγαθής προαιρέσεως. Δια τούτο δε τον εφώτισεν ο Κύριος και είδε την όρασιν, την οποίαν εφανέρωσε προς τους άλλους, ούτω λέγων. «Βλέπω εκείνον τον χριστιανόν, τον οποίον σύρουν οι δήμιοι δέσμιον, να στέκουν επάνω του λευκοφόροι πλήθος άμετρον βάζοντες εις την κεφαλήν αυτού στέφανον ωραίον και πολύτιμον και τόσον λαμπρόν, ώστε νικά εις την λάμψιν τον ήλιον. Βλέπω δε και άλλους τρεις άνδρας, με πτέρυγας ως αετούς, να πετώσι γύρωθέν του, οίτινες έχουν θαυμασίαν λάμψιν και ωραιότητα. Λοιπόν από αυτά είμαι βέβαιος, ότι ο Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Θεός και μακάριοι όσοι εις Αυτόν πιστεύουσι». Ταύτα οι συμμαθηταί με τον διδάσκαλον ακούσαντες, εφοβήθησαν δια τον πατέρα του, όστις δεν είχεν άλλο τέκνον και ηγάπα τον υιόν του υπέρμετρα. Εδοκίμασαν λοιπόν να μετατρέψουν την γνώμην του με διαφόρους λόγους· αλλ’ όσον αυτοί τον εδίδασκον, τοσούτον εκείνος εστερεώνετο και τους έλεγε πανσόφως ο θεοφώτιστος τα εξής: «Τι άλλο δε είναι η ματαία δόξα της παρούσης ζωής, ειμή μόνον ασκός γεμάτος άνεμον; Ημείς αγαπώμεν να έχωμεν την πρόσκαιρον εξουσίαν και δεν γνωρίζομεν τον αληθή βασιλέα, όστις δίδει εις τους δούλους Αυτού ζωήν αιώνιον. Ω! πόσον είναι γνωστικώτερα τα άλογα ζώα από ημάς, τα οποία αγαπούν και δουλεύουν τους κυρίους αυτών, ως δύνανται, ημείς δε οι λογικοί δεν γνωρίζομεν Εκείνον, όστις μας έπλασεν, αλλά προσκυνούμεν λίθους και ξύλα οι αφρονέστατοι. Φθάνει ότι ήμην πεπλανημένος έως την σήμερον· από τούδε και εις το εξής ας μετανοήσω δια την ανομίαν μου· ας καταφρονήσω δόξαν φθαρτήν και πρόσκαιρα χρήματα, ίνα χρηματίσω δούλος του Χριστού, δια να συμβασιλεύσω μαζί Του αιώνια. Αυτή είναι η όντως δόξα, η αληθής τε και αδιάδοχος». Ταύτα και άλλα παρόμοια λέγων ο πεφωτισμένος εκείνος νέος, έρριψε το βιβλίον από τας χείρας του και θερμανθείς την καρδίαν εξεδύθη τα πλούσια φορέματα λέγων: «Γυμνός ήλθα εις τούτον τον κόσμον από την κοιλίαν της μητρός μου, υπάγω και γυμνός προς τον ποιητήν και Σωτήρα μου». Με τον λόγον και την πράξιν ετέλεσε και τρέχων έπεσεν εις τους πόδας του Μάρτυρος, λέγων: «Σε γινώσκω πατέρα δευτέρας γεννήσεως, καταφρονώ τον σαρκικόν πατέρα μου και πάσαν απόλαυσιν επίγειον, έρχομαι δε προθύμως να λάβω θάνατον, δια την αγάπην του Χριστού του ποιητού και Σωτήρος μου, τον οποίον έως την σήμερον δεν εγνώριζα». Ταύτα λέγων κατεφίλει τας πληγάς του Μάρτυρος. Τότε οι μεν διδάσκαλοι αυτού και συμμαθηταί έφυγον έμφοβοι, οι δε παρόντες βλέποντες τοιούτον ανέλπιστον θέαμα έφριξαν. Ευθύς δε μόλις ηκούσθη εις την πόλιν η φήμη, ότι επίστευσεν εις τον Χριστόν ο υιός του άρχοντος, συνήχθησαν όλοι ίνα ίδουν το συμβάν. Ο δε νέος έλεγε ταύτα προς τον λαόν, δια να μιμηθούν και άλλοι τας πράξεις του. «Τι θαυμάζετε δι’ εμέ; Εγώ είμαι του ηγεμόνος ο υιός, και εν αγνοία ευρισκόμην εις την πλάνην του πατρός μου έως την σήμερον, ότε εγνώρισα τον αληθινόν Θεόν και Σωτήρα μου. Όθεν απαρνούμαι δια την αγάπην Εκείνου πάσανάλλην αγάπην σαρκός και αίματος. Καταφρονώ πατέρα, μητέρα και ζωήν πρόσκαιρον, δια να ζήσω αιώνια. Υπάγετε να το αναγγείλετε εις τους γονείς μου». Απήλθον λοιπόν τινές στρατιώται και το είπον. Οι δε γονείς ταύτα ακούσαντες ωσεί κηρός από την λύπην των διελύθησαν· προστάσσουν δε να τον αποσπάσουν βιαίως από τον Άγιον και να τον φέρουν εις το παλάτιον. Αλλ’ ο Κύριος έδειξεν επ’ αυτόν το εξής θαυμάσιον· εσάπησαν αι χείρες του στρατιώτου, όστις ετόλμησε να τον σύρη. Τότε επήγαν μόνοι των εις τον ηγεμόνα οι μάρτυρες· ούτος εκύτταξε τον Ιουλιανόν και του λέγει: «Ω της κακουργίας σου, άνομε· με τας μαντείας σου έκαμες το ηγαπημένον τέκνον μου και μας απηρνήθη, όπερ ήτο το φως των οφθαλμών μου». Τότε φθάνει και η γυνή του ηγεμόνος με όλους τους δούλους και τας δούλας, τον αριθμόν πεντακοσίους· λύσασα δε τους πλοκάμους της κεφαλής και γυμνώσασα το στήθος της ετύπτετο και ανέσπα τας τρίχας της κεφαλής πικρώς κλαίουσα. Όθεν εξέσχισε και ο άρχων τα ιμάτιά του και παρεκάλει τον Άγιον να μεταστρέψη τον νέον και να του χαρίση την ζωήν και άλλα μεγάλα χαρίσματα. Ο δε απεκρίνατο: «Δεν χρειάζομαι τα δώρα σου, μάλλον δε παρακαλώ τον Κύριον, να λάβωμεν ομού με τους άλλους,οίτινες επίστευσαν τον του μαρτυρίου στέφανον. Δια δε τον υιόν σου μη θλίβεσαι, διότι ως γνωστικός εγνώρισε το συμφέρον του και προσήλθεν εις την αλήθειαν· επειδή όμως έχει ηλικίαν, ας αποκρίνεται ο ίδιος δια τον εαυτόν του». Τότε λέγει και ο νέος προς τον πατέρα του: «Καθώς γεννάται από τας ακάνθας το ρόδον και δεν χάνει την ευωδίαν του, ούτε αι άκανθαι αφήνουν τα κέντρα αυτών, ούτω και σεις πληγώνετε εκείνους, οίτινες πιστεύουσιν εις τον Χριστόν· ημείς όμως με την ευωδίαν Αυτού σωζόμεθα. Εγώ δια την αγάπην του Χριστού απαρνούμαι σας τους γονείς μου και πάσαν απόλαυσιν. Διότι δεν ημπορώ να υπακούσω εις υμάς και να καταφρονήσω τον Πλάστην μου. Συ δε, ω πάτερ μου, εάν οργίζεσαι διότι καταφρονώ τους αναισθήτους θεούς σου, λάβε μόνος σου την μάχαιρα και σφάξε με, ίνα γίνης Αβραάμ δεύτερος· εάν δε και σε νικά η φύσις, και λυπείσαι το αίμα σου, απόστειλόν με εις τον άδικον βασιλέα, δια να λάβω τον πρόσκαιρον θάνατον και να κληρονομήσω ζωήν αιώνιον». Ταύτα ακούσας ο Μαρκιανός, έκλεισεν άπαντας εις βρωμεράν φυλακήν πολλά σκοτεινήν και απαραμύθητον, δια ν’ αποθάνουν από την δυσωδίαν και κάκωσιν. Αλλ’ ο Παντοδύναμος Θεός μετεσκεύασε το σκότος εις φως και το δυσώδες του τόπου εις ευωδίαν θαυμασίαν. Ταύτα και οι φύλακες βλέποντες, επίστευσαν εις το Χριστόν άπαντες περί τους είκοσι τον αριθμόν και πίπτοντες εις τους πόδας του Αγίου εδέοντο να τους αξιώση του αγίου βαπτίσματος. Αυτός δε έκαμε προσευχήν προς Κύριον, να τους πληρώση την αίτησιν. Επακούσας ο Δεσπότης την ικεσίαν των δούλων Του, απέστειλεν ουρανόθεν άγιον Άγγελον προς τινα ιερομόναχον εκείνης της πόλεως, την κλήσιν Αντώνιον, τον οποίον επρόσταξε να υπάγη εις την φυλακήν, ομού με επτά άλλους χριστιανούς, αδελφούς κατά σάρκα, φίλους του (οίτινες ήσαν τέκνα του πρώτου άρχοντος της πόλεως, τον οποίον δεν εβίασαν οι βασιλείς να αρνηθή τον Χριστόν, διότι ήτο από αίμα βασιλικόν, αλλά τον άφησαν και επορεύοντο με την γυναίκα και τα τέκνα του, ως εβούλοντο). Φθάσαντες δε εις την φυλακήν είδον όλοι τον Άγγελον, όστις ήνοιξε τας θύρας και εισήλθον ανεμπόδιστα. Έπειτα εβάπτισε τους στρατιώτας ο πρεσβύτερος Αντώνιος, έμειναν δε εκεί ευχαριστούντες όλοι τον Κύριον. Ταύτα μαθών ο Ηγεμών, έγραψεν αναφοράν προς τον βασιλέα δια τους επτά εκείνους αδελφούς, επειδή δεν είχεν εξουσίαν να τους αδικήση, ως είπομεν άνωθεν. Ο δε βασιλεύς του απήντησε να τους θανατώση ως βούλεται. Τότε προστάσσει ο ηγεμών να φέρουν όλους τους μάρτυρες εις το θέατρον. Καθώς δε τους εξήταζεν, επέρασαν εκείθεν νεκρόν τινα, τον οποίον απέθεσαν εκεί έμπροσθεν, προστάξει του άρχοντος. Παρεκάλεσεν δε τότε τον Άγιον να δεηθή του Χριστού, να τον αναστήση, εάν ηδύνατο. Ο δε απεκρίνατο. «Αν και δεν είσθε, δια την απιστίαν σας, άξιοι να ιδήτε τοιούτον θαυμάσιον, όμως δια να γνωρίσητε από τούτο του Θεού μου την δύναμιν, θα τον παρακαλέσω, να κάμη τον λόγον σου». Ταύτα ειπών ο Άγιος ύψωσε τα βλέμματα προς τον ουρανόν, έγινε δε τότε η όψις του λευκή ως η χιών και προσηύξατο λέγων: «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο αληθής υιός του Θεού, όστις εγεννήθης προ των αιώνων εκ του Πατρός, χωρίς μητέρα, έπειτα πάλιν εσαρκώθης εκ της αγίας Παρθένου Μαρίας, χωρίς πατέρα, επάκουσόν μου την ώραν ταύτην εις αισχύνην των εχθρών Σου και εις δόξαν του αγίου ονόματός Σου και ανάστησον τον νεκρόν τούτον, δια να πιστεύσουν οι παρόντες, βλέποντες τα Σα θαυμάσια». Ταύτα ειπών εφώνησε τον νεκρόν και του λέγει· «Εις το όνομα του Χριστού, όστις ήγειρε τον τετραήμερον Λάζαρον, ανάστηθι»· παρευθύς δε εκείνος ανέστη και εβόησε λέγων· «ω προσευχή ευπρόσδεκτος, πόσα δύνασαι; Που με έσυρον και που ευρέθην»; Τότε τον ηρώτησεν ο ηγεμών, να ειπή την αλήθειαν, ο δε απεκρίθη λέγων· «Τινές φοβεροί και άσχημοι γίγαντες, κατά πολλά άσπλαγχνοι, με έσυρον εις τα καταχθόνια. Οι δε όνυχές των ήσαν ως αετού και οι πόδες αυτών ως λέοντος· εξήρχετο δε πυρ από των οφθαλμών των. Όταν δε έκαμε προσευχή δι’ εμέ ο Άγιος, εταράχθησαν όλα τα καταχθόνια, ηκούσθη δε από τον Θεόν φωνή λέγουσα· Δια τον ηγαπημένον μου Ιουλιανόν, ας επιστρέψη η ψυχή εις το σώμα της· διότι δεν θέλω να τον λυπήσω, επειδή ο Πατήρ μου, Εγώ και το Πνεύμα το Άγιον εις αυτόν αναπαυόμεθα. Τότε ήλθον δύο λευκοφόροι, οίτινες με ήρπασαν από τους ασεβείς και με έφεραν εις το σώμα μου, δια να ομολογήσω Θεόν Παντοδύναμον, Εκείνον τον οποίον δεν εγνώριζον πρότερον». Ταύτα ακούσας ο μιαρός και αναίσθητος, δια να μη γίνη εις το πλήθος σύγχυσις, ενέκλεισεν τον Άγιον εις την φυλακήν με τους μάρτυρας. Εκεί δε εβάπτισαν τον νεκρέγερτον, ονομάσαντες αυτόν Αναστάσιον. Τη δε επαύριον προστάσσει ο θηριόγνωμος τύραννος να ετοιμάσουν τόσους λέβητας, όσοι ήσαν οι μάρτυρες (τους οποίους εγέμισαν πίσσαν και θείον και άλλα όμοια), ανάπτοντες δε υποκάτω πυρ έφεραν τους Αγίους, οίτινες έψαλλον ευχαριστούντες τον Κύριον· όλοι δε οι περιεστώτες, άνδρες τε και γυναίκες, τους ελυπούντο και έκλαιον. Ο δε μακάριος Ιουλιανός εισήλθεν εις τον ένα λέβητα και εστέκετο ώραν πολλήν αγαλλόμενος και δοξάζων τον Κύριον. Ιδόντες λοιπόν αυτόν οι επίλοιποι μάρτυρες, έλαβον θάρρος βλέποντες ότι όλα εκείνα τα καυστικά πράγματα ποσώς δεν τον έβλαπτον, αλλά μάλλον εδρόσιζον. Όθεν επικαλούμενοι το όνομα του Δεσπότου Χριστού, το παντοδύναμον και σωτήριον, εισεπήδησαν και αυτοί έκαστος εις ένα λέβητα, ήτοι ο άγιος Κέλσιος, οι είκοσι φύλακες, που επίστευσαν, οι επτά υιοί του άρχοντος, ο πρεσβύτερος Αντώνιος και ο εκ νεκρών αναστάς Αναστάσιος. Αλλά τα δύναται να διηγηθή του Παντοδυνάμου Θεού τα θεία θαυμάσια; Όλοι οι λέβητες, οι διάπυροι και σπινθηροβολούντες πρότερον, και όντες δια τους ορώντας φρικτόν και εξαίσιον θέαμα, εψυχράνθησαν ευθύς ως εισήλθον εις αυτούς οι Άγιοι Μάρτυρες. Το πυρ έχασε την καυστικήν του ενέργειαν, αυτοί δε ανέμελπον τον ύμνον προς τον Κύριον, και τα λοιπά, ως έψαλλον οι τρεις παίδες εις την κάμινον. Οι δε παρόντες, ιδόντες τοιούτον φρικτόν θαυμάσιον, εξεπλάγησαν και πολλοί εξ εκείνων επίστευσαν, όσοι δηλονότι είχον γνώσιν και σύνεσιν. Οι δε άφρονες, καταφρονούντες τα μεγαλεία της πίστεως και νομίζοντες μαντείαν το θαυματούργημα, ασκληρύνθησαν και έκλεισαν όλους τους μάρτυρες εις την φυλακήν έως εις άλλην εξέτασιν. Ο μακάριος Κέλσιος εμήνυσε τότε εις τον πατέρα του να αφήση την βασίλισσαν σύζυγόν του (ήτις και κατά το όνομα εκαλείτο Βασίλισσα) να υπάγη εκεί εις την φυλακήν, να την χαιρετήση ως μητέρα του ηγαπημένην. Ο δε ηγεμών απέστειλεν αυτήν μετά χαράς και της παρήγγειλε να τον νουθετήση και να προσπαθήση να μεταβάλη την γνώμην του επαναφέρουσα και πάλιν αυτόν εις την προτέραν ασέβειαν. Απελθούσα λοιπόν εις τον υιόν αυτής η όντως βασιλικωτάτη Βασίλισσα, ως είδεν αυτόν και τους άλλους αγίους ανεπιμελήτους και υστερουμένους πάσης σωματικής παρακλήσεως, τους ελυπήθη και έκλαυσεν ως συμπαθής που ήτο εκ φύσεως. Έπειτα αφού εχαιρέτησε τον υιόν και του ωμίλησεν όσα ήθελεν, έμεινεν εκεί και προσεπάθει να τον αρπάση από την αληθινήν πίστιν, καθώς ο σύζυγός της παρήγγειλεν εις αυτήν. Αλλά κενά και μάταια εμελέτησεν, διότι αντί να πείση εκείνον, κατεπείσθη μάλλον αυτή και προσήλθεν εις την πίστιν του Χριστού, ως έπρεπε· και ακούσατε τον τρόπον της επιστροφής αυτής, ίνα λάβητε πολλήν αγαλλίασιν. Καθώς ευρίσκοντο εις την φυλακήν οι Άγιοι, έκαμαν προς τον Θεόν δέησιν δι’ αυτήν, να την φωτίση να έλθη εις την ευσέβειαν, και έλεγον προς Αυτόν τοιαύτα μετά κατανύξεως. «Δέσποτα Κύριε ο Θεός ημών, ο γινώσκων ως παρόντα τα μέλλοντα, όπως δεν λαμβάνης ανθρώπου πρόσωπον, ούτε τέρπεσαι εις το μέγεθος και κάλλος των σωμάτων, αλλά βλέπεις τα βάθη της καρδίας και τα νοήματα, Αυτός, Δέσποτα, φώτισον τα όμματα της ψυχής ταύτης της γυναικός, καθώς και τον υιόν της εφώτισας, και αξίωσον αυτήν της αιωνίου μακαριότητος». Ούτως είπον και παρευθύς εσείσθη όλος ο τόπος εκείνος, και έλαμψεν ως ο ήλιος, φωνή δε εις τον αέρα ηκούετο και Άγιοι Άγγελοι ψάλλοντες ταύτα: «Ο Θεός ως αγαθός και πολυέλεος υποδέχεται τους αμαρτωλούς δια της μετανοίας και τους δικαιώνει». Ομού δε με την ψαλμωδίαν εξήλθε τόση ευωδία, ώστε η γυνή εθαύμαζε, λέγουσα: «Ποτέ εις όλην μου την ζωήν δεν ησθάνθην τόσην ευώδη οσμήν αρωμάτων και ρόδων και βαλσάμου και νάρδου, καθώς την ώραν ταύτην αισθάνομαι, λαμωάνουσα τοσαύτην άνεσιν, ώστε μου φαίνεται ότι ευρίσκομαι εις του Δεσπότου Χριστού τον Παράδεισον». Ταύτα ακούσαντες οι Άγιοι εχάρησαν και την ενουθέτησεν ο Άγιος Ιουλιανός ικανώς, ακολούθως δε την εκατήχησεν. Ομοίως και ο υιός της την ηυχαρίστησε, λέγων: «Τώρα σε γινώσκω δια μητέρα μου, διότι ωμολόγησες τον Δεσπότην μου, όστις θέλει σε αξιώσει να γίνης, κατά το όνομά σου, εις την ουράνιον Αυτού Βασιλείαν βασίλισσα». Η δε Βασίλισσα απεκρίνατο· «γίνωσκε, τέκνον μου ηγαπημένον, ότι αυτόν τον Θεόν, τον οποίον προσκυνείς, προτιμώ και εγώ υπέρ πάντα τα πράγματα· είμαι δε ετοίμη να λάβω δια την αγάπην Του θάνατον. Λοιπόν δίδαξόν με τι πρέπει να κάμω, ίνα εύρω την σωτηρίαν μου». Ο δε σεβάσμιος παις απεκρίνατο· «Απαρνήσου τους ψευδωνύμους θεούς εξ όλης καρδίας σου, ίνα λάβης το σωτήριον βάπτισμα, το οποίον θα αποπλύνη όλας τας αμαρτίας σου και θα σε καταστήση τέκνον του αληθινού Θεού, δια του οποίου οι βασιλείς βασιλεύουσι και κυβερνάται η κτίσις άπασα. Εις τούτον τον εν Τριάδι ένα και μόνον Θεόν εκ καρδίας πίστευσον και ζήτησον την άφεσιν των αμαρτημάτων σου». Η δε απεκρίνατο· «πιστεύω εις αυτόν τον Δεσπότην Χριστόν, όστις εφώτισε τας καρδίας μας και δια την αγάπην Του απαρνούμαι την πρόσκαιρον ηγεμονίαν και πάσαν άλλην ευδαιμονίαν, δια να εύρω μαζί σας εις την ουράνιον Αυτού βασιλείαν ζωήν αιώνιον». Τότε, καθώς έλεγε τούτους τους λόγους η Βασίλισσα, εσείσθη πάλιν ο τόπος όπου εστέκοντο, και φωνή ηκούσθη εις τον αέρα λέγουσα· «εάν πιστεύης, καθώς ελάλησας, να γίνη ο λόγος σου». Τότε είπον το, Αμήν, οι Άγιοι και εβάπτισεν αυτήν ο πρεσβύτερος Αντώνιος· ανεδέχθη δε αυτήν ο υιός της, (όστις έγινε πατήρ πνευματικός της μητρός του) και όλοι εχάρησαν δια την σωτηρίαν της. Τότε δε ήλθε πάλιν άλλη φωνή ταύτα λέγουσα: «Ανδρίζεσθε εν Κυρίω και ας είναι στερεά η καρδία σας». Ο δε Άγιος Ιουλιανός εξήγησε την έννοιαν τούτου του λόγου, προλέγων τας θλίψεις, όσας έμελλον να πάθουν από τον ηγεμόνα δια τον Κύριον και τους ενουθέτησε να υπομείνουν τα κολαστήρια, δια να λάβουν τα νικητήρια. Μετά ταύτα ακούσας ο δυσσεβής Μαρκιανός, ότι επίστευσεν εις τον Χριστόν και η σύζυγος αυτού, επρόσταξε να τους φέρουν όλους εις το κριτήριον και λέγει προς τον υιόν οργιζόμενος· «Δια τούτο εζήτησας την μητέρα σου, δια να την φέρης και αυτήν εις τον Χριστόν, άθλιε»; Ο δε απεκρίνατο· «Ευχαριστώ τω Δεσπότη μου, όστις την εφώτισε και τον εγνώρισε· τώρα είμεθα έτοιμοι αμφότεροι, να λάβωμεν πρόσκαιρον θάνατον, δια να εύρωμεν εις την ουράνιον βασιλείαν ζωήν αιώνιον». Τότε θυμωθείς ο ηγεμών επρόσταξε να δέσουν την σύζυγόν του και να την οδηγήσουν εις τον οίκον του· μόλις όμως οι στρατιώται την ήγγισαν ετυφλώθησαν. Ταύτα βλέπων ο τετυφλωμένος ηγεμών ενέκλεισεν εις την φυλακήν άπαντας, την δε άλλην ημέραν επρόσταξε να καύσουν τους είκοσι στρατιώτας και τους επτά αδελφούς. Ούτως δε αυτοί μεν οι μακάριοι ετέλεσαν το μαρτύριον χαίροντες, τους δε ετέρους έφεραν εις εξέτασιν. Ηρώτησεν δε ο ηγεμών τον πρεσβύτερον λέγων. «Ειπέ μας, Αντώνιε, πως έχουν αι μαγείαι σας τόσην δύναμιν, να χωρίζουν ανδρόγυνα και τέκνα από τους γονείς και να τελείτε τόσα παράδοξα πράγματα»; Ο δε απεκρίνατο· «Ο Δεσπότης μας Χριστός λέγει εις το Ιερόν Ευαγγέλιον ότι, όποιος προτιμά πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα και τέκνα ή άλλα πράγματα, δεν δύναται να είναι μαθητής Αυτού γνήσιος. Ταύτην την φωνήν ακούσας και ο υιός σου, επροτίμησε τον ουράνιον Αυτού Πατέρα ως πάνσοφος. Ομοίως και η σύζυγός σου κατεφρόνησε σε, τον θνητόν και πρόσκαιρον, δια να αξιωθή του αθανάτου Χριστού και να ζήση αιωνίως». Ταύτα ακούσας ο άρχων, αυτούς μεν πάλιν εφυλάκισε, τους δε ιερείς αυτού συνήθροισε και τους λέγει· «στολίσατε τον ναόν του Διός, τον ιερόν και σεβάσμιον, όστις ανοίγεται μίαν φοράν τον χρόνον, να κάμωμεν αύριον μεγάλην πανήγυριν, διότι είναι του βασιλέως τα γενέθλια». Ηυτρέπισαν λοιπόν όλα τα απαραίτητα και συνήχθησαν όλοι της πόλεως, πάντες δε εθαύμαζον βλέποντες τοιαύτην κατασκευήν ολόχρυσον· διότι όλοι οι τοίχοι ήσαν αργυροί και οι θόλοι ολόχρυσοι με λίθους τιμίους και μαργαρίτας, οίτινες έλαμπον θαυμασιώτατα. Τότε προστάσσει ο άρχων και έφεραν τους Αγίους εις τον ναόν εκείνον και τους λέγει· «Ήλθεν η ώρα της σωτηρίας σας· προς τον σκοπόν τούτον σας εφύλαξα έως τώρα και δεν σας εθανάτωσα, δια να ιδήτε τούτον τον ναόν τον ωραιότατον, να θυσιάσητε εις τους αθανάτους θεούς, να σας συγχωρήσωσιν. Ει δε πάλιν και δεν μου ακούσητς, θα σας δώσω πικρότερα κολαστήρια». Ο δε Άγιος Ιουλιανός απεκρίνατο· «Ευχαριστώ σοι, ηγεμών κάλλιστε, όπου μας ετίμησας και ηθέλησες να θυσιάσωμεν εις τοιούτον ναόν πλουσιώτατον. Πρόσταξον να εισέλθουν όλοι σου οι ιερείς και αρχιερείς, καθώς και όλοι οι πρόκριτοι να μας ιδούν όταν θυσιάζωμεν και να μας τιμήσουν πρεπόντως». Τότε ο άρχων εχάρη, νομίζων, ότι πράγματι ήθελον να θυσιάσουν εις τα είδωλα και προστάσσει να τους λύσουν από τα δεσμά, ζητήσας συγχώρησιν. Έπειτα επρόσταξε και συνήχθησαν όλοι οι ιερείς των ειδώλων και ο άρχων με τους Αγίους εστέκοντο έξωθεν. Τούτους δε επρόσταξε να θυσιάσουν, καθώς του υπεσχέθησαν. Ο δε Άγιος τον ηρώτησεν λέγων· «Εις όλους τους θεούς να προσφέρωμεν την θυσίαν ή μόνον εις τους μεγαλυτέρους εξ αυτών»; Ο δε απεκρίνατο· «Εις όλους θυσιάσατε, ότι όλοι είναι ενάρετοι και ομόδοξοι και δεν φθονούσιν ο ένας τον άλλον τελείως». Τότε οι Άγιοι κλίναντες τα γόνατα έκαμαν προσευχήν τω μόνω Θεώ, ούτω λέγοντες· «Ο Θεός ο άναρχος και αιώνιος, όστις είπες δια του προφήτου Σου, ότι πάντες οι θεοί των εθνών δαιμόνια, Συ δε μόνος Θεός παντοδύναμος, όστις εποίησας τους ουρανούς και την γην και την θάλασσαν με την άπειρον σοφίαν Σου και τα πάντα εκ μη όντων εποίησας, επίνευσον σήμερον εις την καταστροφήν του ναού τούτου, σύντριψον όλα ταύτα τα είδωλα και την τόλμην των Ελλήνων αφάνισον, δια να σωφρονισθούν οι άφρονες, ίνα δοξασθή το πανάγιόν Σου όνομα». Ταύτα των Αγίων προσευξαμένων όλος ο ναός κατέρρευσε μαζί με τα είδωλα και εβυθίσθησαν ιερείς χίλιοι και λαϊκοί αναρίθμητοι, όσοι εις τον ναόν ευρέθησαν· από δε τον τόπον εκείνον εξέρχεται πυρ καιόμενον έως την σήμερον. Τότε λέγει ο Άγιος προς τον άρχοντα· «Που είναι τώρα οι χρυσοί σου θεοί οι εκλεκτοί και πολύτιμοι; Τι έγιναν οι ταλαίπωροι; Βλέπεις ότι δεν ηδυνήθησαν να ακούσουν του Θεού μου το όνομα, αλλά εβυθίσθησαν εις τα καταχθόνια; Ούτω μέλλετε να πάθετε όλοι σας, όσοι λατρεύετε τοιούτους πονηρούς δαίμονας, να βυθισθήτε με αυτούς εις την αιώνιον κόλασιν, όπου θα φλογίζεσθε ατελεύτητα εις πυρ άσβεστον». Ταύτα ιδών και ακούσας ο έρχων εφώναξε λέγων: «Ω της μαγείας και κακουργίας σας! Πόσα κακά δύνανται να τελέσουν οι άνοιμοι; Λοιπόν εις το εξής ουδόλως θα τους ευσπλαγχνισθώ, αλλά ως κακοί κακώς απωλεσθήτωσαν». Ταύτα ειπών τους ενέκλεισε πάλιν εις την φυλακήν μέχρι της άλλης ημέρας δια να τους θανατώση. Καθώς δε προσηύχοντο το μεσονύκτιον, ήλθον και οι 20 στρατιώται, οι επτά αυτάδελφοι και πλήθος Αγίων ψάλλοντες με μελωδίαν θαυμάσιον το «Αλληλούϊα». Την άλλην ημέραν επρόσταξεν ο άρχων να βάλουν εις το μέσον του φόρου τον θρόνον του, εκεί δε να φέρουν τους μάρτυρας και να δέσουν με δεμάτια παπύρου, βεβρεγμένα εις το έλαιον, τα άκρα των χειρών και των ποδών αυτών και να θέσωσι πυρ υποκάτω να καταφλέγωνται. Αλλά ματαίως ο μάταιος και ασύνετος εκοπίαζεν, διότι τα σώματα των Αγίων έμειναν σώα και αβλαβή. Βλέπων δε ταύτα ο άφρων Μαρκιανός, ο αιμοβόρος κύων και λύκος αχόρταγος δεν εχόρτασεν, αλλά προστάσσει να εκδάρουν την κεφαλήν του υιού του, ως και την του Αγίου Ιουλιανού. Του δε πρεσβυτέρου Αντωνίου και του Αναστασίου, τον οποίον ανέστησεν ο Άγιος, να εξορύξουν με αγκίστρια τους οφθαλμούς, ομοίως και της συζύγου αυτού. Πλην όλοι αυτοί μετά την φρικτήν ταύτην τιμωρίαν ευρέθησαν, εις πείσμα του, αβλαβείς. Λέγω δια τους άνδρας, αλλά την ευλογημένην Βασίλισσα ποσώς δεν ήγγισαν, διότι ως την επλησίασαν οι στρατιώται δια να την τυφλώσουν, ετυφλώθησαν εκείνοι πρωτύτερα. Ταύτα τα εξαίσια βλέποντες οι παριστάμενοι εξίσταντο, ο δε άρχων επρόσταξε να ευτρεπίσουν το αμφιθέατρον. Έβαλαν εις αυτό τους μάρτυρας και απέλυσαν κατ’ αυτών θηρία άγρια πλήθος άπειρον. Αλλά τα μεν θηρία (ω του θαύματος!) έγιναν υπέρ τους ανθρώπους φιλανθρωπότερα· ο δε θηριόγνωμος εκείνος Μαρκιανός εφάνη αναισθητότερος τούτων και αλογώτερος. Προστάσσει να εκβάλουν από τας φυλακάς και τα δεσμωτήρια όλους τους κακούργους, ήτοι φονείς και ληστάς και άλλους ομοίους καταδικασμένους εις θάνατον, ομού με τους οποίους επήραν και τους Αγίους εις τον τόπον της καταδίκης, ίνα τους αποκεφαλίσουν, ρίψουν δε εις ένα τόπον όλα τα λείψανα, δια να μη δύνανται να τα εύρουν οι ευσεβείς ύστερα και τα τιμήσουν, ως έπρεπε. Φθάσαντες εις τον τόπον εκείνον τον άτιμον οι τιμιώτατοι μάρτυρες, ηυχαρίστησαν τω Θεώ ότι τους ηξίωσε να μαρτυρήσουν δια την αγάπην Του. Ούτω δε κλίναντες τους αυχένας εδέχθησαν την αποκεφάλισιν χαρούμενοι. Ο δε Θεός εκδικήσεων έκαμεν εις τους αδίκους δικαίαν εκδίκησιν και έγινεν εις την πόλιν εκείνην σεισμός τοσούτον μέγας και φοβερός, ώστε έπεσε το τρίτον μέρος της πόλεως εκ θεμελίων και πολλοί ειδωλολάτραι εφονεύθησαν, άλλοι από τον σεισμόν και άλλοι από την χάλαζαν. Αυτός δε ο άρχων έμεινε μισαποθαμένος· εις ολίγας δε ημέρας γενόμενος σκωληκόβρωτος εξεψύχησεν. Ετελειώθησαν δε οι Άγιοι τη κα΄ του μηνός Ιουνίου. Κατά την νύκτα μετέβησαν οι ιερείς των Χριστιανών να εύρουν τα λείψανα και δεν τα εγνώριζον· κάμνοντες δε προς Κύριον δέησιν τους έδειξεν σημείον, και δι’ αυτού τα εύρον· διότι αι ψυχαί αυτών ίσταντο εις σχήμα παρθένων εκάστη εις το άγιον αυτής λείψανον, ούτως δε εγνώσθησαν και τα επήραν κρυφίως χαίροντες. Οικονόμησε δε και τούτο ο Κύριος και ήτο εις το σώμα εκάστου το αίμα πηκτόν και εκόλλησεν εις την σάρκα δια να μη μείνη εις την μιαράν εκείνην γην, όπου ήτο μεμολυσμένη από τα αίματα των θυσιών. Λαβόντες λοιπόν ταύτα τα ενεταφίασαν εντίμως υποκάτω εις την αγίαν Τράπεζαν της μεγάλης Εκκλησίας. Εις τον τόπον δε αυτόν τυφλοί αναβλέπουσι, λεπροί καυαρίζονται, δαίμονες διώκονται παράλυτοι εγείρονται και πάσα άλλη ανίατος ασθένεια ιατρεύεται. Ότι η δύναμις του Θεού επρόσταξε να αναβρύση βρύσις μύρου ευωδεστάτου, με το οποίον χριώμενοι λαμβάνουσι χωρίς δαπάνην εις μίαν ώραν την ίασιν, καθώς το μαρτυρούσι πανταχού όσοι απήλαυσαν από τον Άγιον εκείνον τάφον την θεραπείαν άμισθον. Εξόχως οι δέκα λελωβημένοι, των οποίων ήσαν σαπημέναι όλαι αι σάρκες και δεν ηδύναντο να σταθώσιν όρθιοι, αλλά τους έφεραν εκεί ένα έκαστον με κράββατον χωριστά. Χρίοντες δε αυτούς οι ιερείς την εορτήν των Αγίων Θεοφανείων με το άγιον εκείνο μύρον, τελείως εθεραπεύθησαν και έγιναν, ω του θαύματος! τα σώματά των τόσον ωραία και εύμορφα, ώστε δεν ευρέθη εις το γένος όλον της ανθρωπότητος άλλος τις τόσον ωραίος, ως εκείνοι μετά την παράδοξον ίασιν. Ούτως ο υπερένδοξος Θεός αντιδοξάζει τους Αυτόν δοξάζοντας. Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις αιώνα τον ατελεύτητον. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου