Αριστοκλής ο εκ των τριών τούτων Αγίων Μάρτυς ήτο Κύπριος το γένος, καταγόμενος εκ της πόλεως Ταμασού, ιερεύς ων αυτής, εν έτει τβ΄ (302). Κατά δε τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού ανέβη ούτος επί του εκεί όρους και εκρύβη εντός σπηλαίου, φοβούμενος τον διωγμόν, ο οποίος είχε κινηθή κατά των Χριστιανών. Εν τω σπηλαίω δε προσευχόμενος, είδε φως αστραπηβόλον, το οποίον έλαμπεν υπέρ τον ήλιον και φωνήν ήκουσεν εξ ουρανού, παρακινούσα αυτόν να υπάγη εις την Μητρόπολιν της Κύπρου Σαλαμίνα, ήτοι εις την Αμμόχωστον, ένθα να υπομείνη το δια μαρτυρίου τέλος.
Πορευόμενος λοιπόν έφθασεν εις τον Ναόν του Αποστόλου Βαρνάβα· εκεί δε εύρε Δημητριανόν τον Διάκονον και Αθανάσιον τον Αναγνώστην. Ξενοδοχηθείς δε παρ’ αυτοίς διηγήθη την οπτασίαν, την οποίαν είδε, την φωνήν, την οποίαν ήκουσε, ως και την αιτίαν δια την οποίαν μεταβαίνει εις την Αμμόχωστον· διο έλαβεν αυτούς συγκοινωνούς του μαρτυρίου του, προθυμοποιηθέντας να αποθάνωσι μετ’ αυτού δια τον Χριστόν. Ελθόντες λοιπόν εις την Αμμόχωστον και οι τρεις εστάθησαν επί τινος υψηλού και δεσπόζοντος τόπου. Τούτους ιδών ο ηγεμών, τους προσεκάλεσε, και μαθών εκ του στόματος των ιδίων ότι είναι χριστιανοί, πρώτον έδειρε και κατεξέσχισε τον Άγιον Αριστοκλήν και απεκεφάλισεν αυτόν, τον δε Δημητριανόν και Αθανάσιον βλέπων ότι επέμεναν εις την πίστιν του Χριστού πρώτον μεν εβασάνισε με διαφόρους τιμωρίας, έπειτα δε προσέταξε να ριφθώσιν εις το πυρ· και επειδή εφυλάχθησαν αβλαβείς υπό της χάριτος του Χριστού, τούτου ένεκα προσέταξε και τους απεκεφάλισαν. Ούτως δε έλαβον οι αοίδιμοι της αθλήσεως τους στεφάνους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου