Σοφία η Αγία κατήγετο εκ της Αίνου, θυγάτηρ γονέων ευσεβών και περιβοήτων εις τον τόπον εκείνον. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν, συνέζευξαν αυτήν οι γονείς της μετά νομίμου συζύγου, μετά του οποίου εγέννησεν εξ τέκνα. Όμως, καίτοι βιούσα εν μέσω κοσμικών φροντίδων και ταραχών, έδειξε δια των έργων, ότι αι κοσμικαί φροντίδες και αι ταραχαί ουδόλως δεσμεύουσι τον επιθυμούντα να ευαρεστήση τω Θεώ, εάν εκπληροί τας εντολάς του Κυρίου και ασκή θεοφιλείς πράξεις και αρετάς. Διότι η μακαρία Σοφία δεν έλειπεν από την Εκκλησίαν του Θεού, αλλά και εις τον οίκον της ευρισκομένη ηγρύπνει καθ’ όλην την νύκτα και κατεγίνετο εις προσευχάς. Επειδή όμως απέθανον τα τέκνα της Αγίας, εγένετο μήτηρ άλλων ορφανών και έσπευδεν εις πρόθυμον βοήθειαν των χηρών.
Διαμοιράσασα δε την περιουσίαν της εις τους πτωχούς, διήγε την ζωήν της εν νηστεία ασκητική και ως φαγητόν μεν είχε τον ξηρόν άρτον, ποτόν δε το απλούν ύδωρ και το δάκρυ πάντοτε εστάλαζεν εκ των οφθαλμών της. Οι ψαλμοί του Δαυΐδ ήσαν ακαταπαύστως εις το στόμα της. Δεν απηύδησε δε ουδέ ημέλησε της προσευχής. Η ταπείνωσις, την οποίαν εδείκνυε προς πάντας και προς αυτούς έτι τους ελαχίστους, ήτο άμετρος. Η ελεημοσύνη την οποίαν προσέφερεν εις όλους τους προσερχομένους πτωχούς ήτο ιλαρά και πλουσία, διότι ενόμιζεν, η τρισολβία, ότι προτιμότερον είναι να στερήται αύτη ή να αφήση τον πτωχόν να αναχωρήση με κενάς τας χείρας εκ του οίκου της και έχαιρε μάλλον όταν έδιδεν ή όταν ελάμβανεν. Δια τούτο έβλεπε τις θαύμα παράδοξον. Είχε δηλαδή η Αγία αγγείον πλήρες οίνου, προωρισμένον να διανέμεται εις τους πτωχούς, και όσον εξήγεν εκ του αγγείου εκείνου και δια των δύο χειρών της έδιδεν εις τους πτωχούς, τόσον εύρισκε το αγγείον πλήρες, χωρίς ουδόλως να ελαττούται ο οίνος. Και εν όσω μεν αύτη έκρυπτε το θαύμα και δεν το απεκάλυπτεν εις άλλον, ευρίσκετο πλήρες το αγγείον. Αφ’ ότου δε, θέλουσα να κηρύξη τα μεγαλεία του Θεού, εξεμυστηρεύθη τούτο εις τινα των συγγενών της, δεν ευρέθη πλέον το αγγείον πλήρες καθώς πρότερον, αλλ’ εφάνη κενόν και ελλιπές, τούθ’ όπερ ελύπησεν εγκαρδίως την μακαρίαν Σοφίαν. Όθεν, εκ τούτου λαβούσα αφορμήν και νομίζουσα, ότι δια της αναξιότητός της εστερήθη της δωρεάς του Θεού, περισσότερον ηύξησε την άσκησιν, ούτως ώστε εξηράνθη όλον της το σώμα και ούτε να αναπνεύση ηδύνατο. Δια τοιούτου λοιπόν τρόπου καλώς αγωνισαμένη η αοίδιμος και υπό των φροντίδων και δυσχερειών του βίου μη εμποδισθείσα εις την αρετήν, έζησεν επί τριάκοντα τέσσαρα έτη. Άπαντα δε τα έτη της ζωής της εγένοντο πεντήκοντα τρία και ολέον. Τελευταίον δε καρείσα Μοναχή προς Κύριον εξεδήμησεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου