Ιλαρίων, ο Όσιος πατήρ ημών, ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Νικηφόρου του Πατρικίου εν έτει ωβ΄ (802) και Σταυρακίου, Μιχαήλ Ραγκαβέ και Λέοντος Αρμενίου του εικονομάχου. Κατήγετο δε εκ Καππαδοκίας, πατέρα μεν έχων Πέτρον καλούμενον, μητέρα δε Θεοδοσίαν. Ο πατήρ αυτού ήτο γνωστός εις τον βασιλέα, επειδή αυτός εχορήγει τον άρτον της βασιλικής τραπάζης. Αφού δε ο Όσιος εγεννήθη και απεγαλακτίσθη, εστάλη εις σχολείον δια να μάθη επιμελώς τα ιερά γράμματα. Ότε δε έφθασεν εις την ηλικίαν των είκοσι χρόνων, εγκαταλείψας ευαγγελικώς πατέρα, μητέρα, οικίαν, πλούτον και πάντα τον κόσμον, εγένετο Μοναχός εις το εν Κωνσταντινουπόλει Μοναστήριον, το καλούμενον του Ξηροκηπίου.
Κατόπιν αναχωρήσας εκείθεν, μετέβη εις το Μοναστήριον του Δαλμάτου και εκεί έλαβε το μέγα και αγγελικόν σχήμα, ήτοι εγένετο μεγαλόσχημος. Όθεν τηρών υπακοήν και ταπείνωσιν και ησυχάζων, ειργάζετο ο αοίδιμος εις τον κήπον του Μοναστηρίου επί χρόνους δέκα. Αφού δε εκαθάρισε την ψυχήν του εξ όλων των παθών και ελάμπρυνεν αυτήν ως ήλιον δια των αρετών, εγένετο υπό της θείας χάριτος θαυματουργός διώξας από ένα νέον το ακάθαρτον δαιμόνιον, το οποίον ηνώχλει αυτόν. Δια τούτο ο Ηγούμενος του Μοναστηρίου εποίησεν αυτόν ιερέα, αν και μη θέλοντα. Ότε δε ο Ηγούμενος εκείνος ετελεύτησε, μετά παρέλευσιν χρόνων τινών, ανεχώρησεν ο Άγιος από το Μοναστήριον και διήλθεν εις τόπον καλούμενον Οψίκιον και εκείθεν μετέβη εις το Μοναστήριον των Καθαρών. Τούτο μαθόντες οι Μοναχοί του Μοναστηρίου του ανέφεραν εις τον τότε άγιον Νικηφόρον τον Πατριάρχην. Ο δε Πατριάρχης ανέφερε τούτο εις τον βασιλέα Νικηφόρον, παρακινήσας αυτόν να στείλη και να επαναφέρη τον Όσιον. Όθεν υπακούσας ο Όσιος εις τας παρακινήσεις του Πατριάρχου και του βασιλέως, επέστρεψε και έγινεν Ηγούμενος και Αρχιμανδρίτης, καθώς ήτο η τοιαύτη εκεί συνήθεια, διορισθείσα υπό Συνόδου. Διήλθε λοιπόν ο Όσιος χρόνους οκτώ, ποιμαίνων χριστομιμήτως τους πιστούς του Χριστού. Ότε δε έγινε βασιλεύς Λέων ο Αρμένιος εν έτει ωιγ΄ (813) και ηθέτησε την προσκύνησιν των αγίων Εικόνων, τότε και ο Όσιος Ιλαρίων ωδηγήθη εις τον βασιλέα και ηναγκάζετο παρ’ αυτού, με διαφόρους λόγους, απειλάς και υποσχέσεις, να μη προσκυνή τας αγίας Εικόνας. Αλλ’ όμως ο Άγιος ήλεγξεν αυτόν και ωνόμασεν άθεον και νέον παραβάτην Ιουλιανόν. Όθεν εκ των λόγων τούτων εθυμώθη ο βασιλεύς και απειλήσας ότι θα τω επιβάλη τιμωρίας πολλάς και φοβεράς έρριψεν αυτόν εις την φυλακήν. Μετά παρέλευσιν αρκετού καιρού εκάλεσε πάλιν τον Όσιον έμπροσθέν του ο παράνομος βασιλεύς και επανέλαβε τους αυτούς λόγους, αλλά και πάλιν απέτυχεν. Κατόπιν παρέδωκεν αυτόν εις τον ομόφρονά του Πατριάρχην, ήτοι εις τον Θεόδοτον τον Μελισσηνόν, τον και Κασσιτεράν ονομαζόμενον, δια να τον καταπείση δήθεν εκείνος. Επειδή όμως δεν εισηκούσθη παρά του Οσίου, επρόσταξε και έκλεισαν αυτόν εις σκοτεινήν φυλακήν, όπου πολλάς ημέρας εταλαιπωρήθη, προστάξας να μη δίδωσιν εις αυτόν ούτε άρτον, ούτε άλλο τι προς τροφήν. Τούτο μαθόντες οι Μοναχοί και μαθηταί του μετέβησαν εις τον βασιλέα, ειπόντες: Δος μας τον ποιμένα μας, ω βασιλεύς, και μετ’ ολίγον υποσχόμεθα να τελειωθή το θέλημά σου. Ο βασιλεύς τότε, απατηθείς από την υπόσχεσιν αυτήν, έδωκε εις αυτούς τον Άγιον. Επειδή δε ο Άγιος ηργοπόρησεν εις το Μοναστήριόν του και λαβών ολίγην άνεσιν από της προτέρας ταλαιπωρίας ηλευθερώθη από την πείναν, την οποίαν εδοκίμασεν εις την φυλακήν, βλέπων ο βασιλεύς ότι οι Μοναχοί δεν θα εκπληρώσωσι την υπόσχεσίν των, αλλά ενέπαιξαν αυτόν, τους μεν Μοναχούς ετιμώρησε, τον δε Άγιον έκλεισε και πάλιν εις την φυλακήν. Έπειτα έστειλεν αυτόν εις το Μοναστήριον το ονομαζόμενον του Φονέως, το οποίον ευρίσκετο εις το στενόν της πόλεως και εκεί τον εφυλάκισεν έξ μήνας, δια να ταλαιπωρηθή περισσότερον, επειδή ο Ηγούμενος του Μοναστηρίου εκείνου ήτο σκληρός, θηριώδης και άσπλαγχνος. Αφού παρήλθον οι εξ μήνες ο βασιλεύς επανέφερε πάλιν τον Άγιον εις τα βασίλεια και με κολακείας εδοκίμαζε να παρασύρη αυτόν. Αλλ’ επειδή και πάλιν ο Όσιος δεν εισήκουσεν, ο βασιλεύς επρόσταξε να φυλακίσωσι τον Όσιον εις το Μοναστήριον το ονομαζόμενον του Κυκλοβίου. Αφού δε παρήλθον δύο χρόνοι και εξ μήνες, εξέβαλεν εκείθεν τον Άγιον και εφυλάκισεν εις την φυλακήν την καλουμένην των Νουμέρων. Κατόπιν επρόσταξε και έδειραν αυτόν αγρίως και κατόπιν εξώρισεν αυτόν εις το φρούριον το ονομαζόμενον Πριτόλιον. Αφού δε ο Λέων ο Αρμένιος εθανατώθη δια μαχαιρών εντός του ιδίου εκείνου Ναού, όπου δια πρώτην φοράν ύβρισε και έρριψε κατά γης την Εικόνα του Χριστού, έγινε βασιλεύς Μιχαήλ ο Τραυλός, εν έτει ωκ΄ (820). Τότε ο Άγιος Ιλαρίων, ελευθερωθείς από την φυλακήν, εφιλοξενήθη υπό μιας χριστιανής εις το αγροκήπιόν της, ήτις και υπηρέτησεν αυτόν επί χρόνους επτά. Ως δε εβασίλευσεν ο υιός τού Τραυλού Θεόφιλος ο εικονομάχος, εν έτει ωκθ΄ (829), συνεκέντρωσεν ο αλιτήριος όλους τους πρότερον γενομένους ομολογητάς των αγίων Εικόνων και εφυλάκισεν αυτούς. Τότε και ο μακάριος Ιλαρίων, εξετασθείς αν πείθεται εις την βασιλικήν προσταγήν και ελέγξας τον Θεόφιλον ως άθεον και απατεώνα, εδέχθη επί της ράχεως αυτού εκατόν δεκαεπτά ραβδισμούς και κατόπιν εξωρίσθη εις την νήσον Αφουσίαν, ήτις κείται πλησίον της νήσου Άλωνος, της τουρκιστί καλουμένης Πασά λιμάνι και υπόκειται εις τον Αρχιεπίσκοπον Προικονήσου. Εκεί ο Όσιος, σκάψας πέτραν και κατασκευάσας μικρόν και στενώτατον κελλίον, δια δε της προσευχής αυτού κατορθώσας να αναβλύση εκ της γης ύδωρ, διήλθε χρόνους οκτώ. Αφ’ ου δε ετελεύτησεν ο Θεόφιλος και η τούτου σύζυγος Θεοδώρα συνήθροισεν εις Κωνσταντινούπολιν άπαντας τους ομολογητάς και Οσίους Πατέρας τους ευρισκομένους εις την εξορίαν και αφού ανεστήλωσε και εκράτυνε την Ορθοδοξίαν δια της αναστηλώσεως και προσκυνήσεως των αγίων Εικόνων, τότε και ο Όσιος Ιλαρίων, ελευθερωθείς από την εξορίαν, ανέλαβε πάλιν το Μοναστήριόν του διαλάμπων εν αυτώ δια θαυμάτων. Τρεις δε χρόνους ζήσας μετά ταύτα και θεαρέστως διοικήσας τους μαθητάς του, απήλθε προς Κύριον εις ηλικίαν χρόνων εβδομήκοντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου