Κατά τους χρόνους Σαβωρίου βασιλέως Περσών εν έτει τλ΄ (330) υπήρχεν ιερεύς τις, Παύλος ονομαζόμενος, εις κώμην καλουμένη Αζά, ο οποίος πλούσιος ων είχε παρ’ εαυτώ και πέντε Κανονικάς, ήτοι παρθένους Μοναχάς, αι οποίαι ήσαν εστολισμέναι τη των αρετών λαμπρότητι. Ούτος λοιπόν ιερούργει και συνέψαλλε μετ’ αυτών, όσα δε χρήματα τω έδιδον αι Κανονικαί, αυτός τα απεθησαύριζεν. Ο δε μισόκαλος διάβολος, μη υποφέρων να βλέπη την κατά Θεόν προκοπήν των Κανονικών, η οποία καθ’ εκάστην ημέραν και ώραν ηύξανε και επεξετείνετο, τι ετεχνάσθη ο παμπόνηρος; Έκαμε να αναγγελθή εις τον αρχιμάγον του βασιλέως δια τινος Πέρσου, Νιρσή ονομαζομένου, ότι είναι ιερεύς τις χριστιανός πλούσιος, και εάν θέλης, ω αυθέντα, να κερδίσης τον πλούτον του, παράστησον αυτόν έμπροσθέν σου μετά των παρ’ αυτώ παρθένων και επειδή εκείναι δεν θα αρνηθώσι την πίστιν αυτών, συ θέλεις κερδίσει όλον τον πλούτον των.
Ευθύς λοιπόν ο αρχιμάγος προσέταξε να παραστήσωσιν ενώπιόν του τον Παύλον ομού με τας Κανονικάς παρθένους και με όλην την περιουσίαν του. Και πρώτον μεν ωδήγησαν εις το κριτήριον προς εξέτασιν τον Παύλον. Τότε εισεχώρησεν ο σατανάς εις την καρδίαν του ιερέως, και είπεν εις τον αρχιμάγον· διατί μοι αφήρεσας τα χρήματά μου χωρίς να κάμω ουδέν κακόν εις σε; Ο δε αρχιμάγος απεκρίθη· επειδή είσαι χριστιανός και δεν φυλάττεις την προσταγήν του βασιλέως. Ηρώτησεν ο Παύλος· και τι με προστάσσεις να πράξω; Ο δε αρχιμάγος τω είπεν· εάν προσκυνήσης τον ήλιον και φάγης αίμα, λάβε τα χρήματά σου και ύπαγε εις τον οίκον σου. Τότε ο άθλιος Παύλος, στραφείς πέριξ και βλέπων τα χρήματα και τα άλλα του πράγματα ερριμμένα κατά γης, ειλκύσθη υπ’ αυτών και έδωκε την ελεεινήν ταύτην απόκρισιν· όσα μοι είπες, ω αυθέντα, όλα τα κάμνω. Όθεν ο τάλας προσκυνήσας, φεύ! τον ήλιον, έφαγεν εκ του αίματος των θυσιών και έπιεν εξ αυτού. Επειδή δε ο αρχιμάγος απέτυχε του σκοπού και δεν ηδυνήθη να σφετερισθή τον πλούτον του αθλίου Παύλου, κατάπεισον, τω είπε, και τας υποτασσομένας σοι παρθένους, να πράξωσι και αυταί ό,τι συ έπραξας και να λάβωσιν άνδρας και τότε λάβετε τον πλούτον σας και υπάγετε όπου θέλετε. Ελθών λοιπόν ο Παύλος εις τας παρθένους, λέγει εις αυτάς. Ο αρχιμάγος έλαβε τα χρήματά μας και παραστήσας με εις το κριτήριον με παρεκίνησε να πράξω κατά την προσταγήν του βασιλέως, εγώ δε προσεκύνησα τον ήλιον και το πυρ και έφαγον και έπιον εκ του αίματος των θυσιών. Παρακινεί δε ο αυτός και υμάς δι’ εμού να πράξετε κατά το παράδειγμά μου, και ούτω να λάβετε τα χρήματα και πράγματά σας και να υπάγετε εις τας οικίας σας. Αι δε παρθένοι, ακούσασαι ταύτα, όλαι εκ συμφώνου έπτυσαν εις το πρόσωπόν του, και είπον· άθλιε άνθρωπε, ετόλμησας να κάμης συ τοιαύτην μεγάλην αμαρτίαν; Και έπειτα δεν ησχύνθης να παρακινής και ημάς εις αυτήν; Ιδού συ εφάνης δεύτερος Ιούδας προδότης, διότι καθώς εκείνος δια τα αργύρια παρέδωκεν εις θάνατον τον Διδάσκαλον και Δεσπότην ημών Χριστόν, αν και δεν εκέρδισεν αυτά, επειδή μετά την παράδοσιν μετέβη και εκρεμάσθη αυθορμήτως, ούτω και συ, άθλιε, ως δεύτερος Ιούδας απώλεσας την ψυχήν σου δια τα αργύρια; Και δεν ενεθυμήθης, ταλαίπωρε, τον πλούσιον εκείνον, ο οποίος έχων χρήματα και γεννήματα πολλά, έλεγε· «ψυχή, έχεις πολλά αγαθά, φάγε, πίε, ευφραίνου» δια τούτο και ήκουσεν: «Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου, α δε ητοίμασας τίνι έσται»; Λέγομεν λοιπόν εις σε, ως ενώπιον του Θεού παριστάμεναι, ότι και τα δύο ταύτα παραδείγματα, και του Ιούδα και το του πλουσίου, εις σε εύρον την πλήρωσίν των. Όθεν και εκ δευτέρου έπτυσαν αυτόν εις το πρόσωπον ως αποστάτην της πίστεως του Χριστού. Τότε κατά την προσταγήν του αρχιμάγου εδάρησαν αι πέντε παρθένοι ανηλεώς επί πολλάς ώρας, δερόμεναι δε αι αοίδιμοι με ράβδους, έλεγον τούτους τους λόγους: Ημείς προσκυνούμεν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εις δε τας προσταγάς του βασιλέως δεν υπακούομεν, ποίησον δε εις ημάς ό,τι και αν θέλης. Ο δε αρχιμάγος επεδίωκε παντοιοτρόπως να κερδίση τα χρήματα του αθλίου Παύλου· όθεν απεφάσισε να αποκεφαλισθώσιν αι τίμιαι παρθένοι δια της χειρός του ιδίου Παύλου και αν ο Παύλος δεν καταπεισθή να τας θυσιάση ο ίδιος, να εύρη εκ τούτου αφορμήν να τω αφαιρέση τα χρήματά του και να θανατώση και αυτόν μετά των παρθένων. Ο δε άθλιος εκείνος ακούσας και μαθών τον τοιούτον σκοπόν του αρχιμάγου, ευθύς στραφείς και ιδών τα χρήματά του, εκινήθη υπό της τούτων αγάπης και επιθυμίας και είπε προς τον αρχιμάγον: όσα προσέταξας, όλα τα κάμνω. Τετλυφλωμένος λοιπόν εκ της φιλαργυρίας (ω, ρύσαι ημάς, Κύριε, από τοιαύτης φιλαργυρίας!) έλαβεν ο τρισάθλιος το ξίφος και ήλθε πλησίον των παρθένων, ίνα τας αποκεφαλίση. Βλέπουσαι αι Άγιαι τον Παύλον ερχόμενον εναντίον των και εκπλαγείσαι, ομοφώνως και αι πέντε εφώναξαν προς αυτόν: Άθλιε και ταλαίπωρε, ποιμήν ων, ήλθες ως λύκος άγριος να θανατώσης ημάς, το ποίμνιόν σου; αυτό είναι το τίμιον Σώμα και το άγιον Αίμα του Κυρίου, τα οποία ελαμβάνομεν εκ των ακαθάρτων χειρών σου και εκοινωνούμεν αυτών; Ω της πολλής σου τυφλότητος! ΄Ηξευρε, παράνομε, ότι ο δια του ξίφους θάνατος, τον οποίον λαμβάνομεν σήμερον παρά σου, θέλει γίνει εις ημάς ζωή αιώνιος· και ημείς μεν πορευόμεθα προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, συ δε, δυστυχέστατε πάντων ανθρώπων, θέλεις χάσει συν τω πλούτω και την ψυχήν σου και εντός ολίγου θέλεις κρεμασθή με σχοινίον και θέλεις υπάγει προς τον σύντροφον και ομόφρονά σου Ιούδαν, ίνα κολάζησαι μετ’ εκείνου αιωνίως. Ταύτα και άλλα όμοια είπον προς αυτόν αι μακάριαι παρθένοι· έπειτα προσευχηθείσαι απεκεφαλίσθησαν παρά του αθλίου εκείνου αρνησιχρίστου και πρώην πνευματικού αυτών πατρός λαβούσαι τον στέφανον του μαρτυρίου. Αφού έλαβε τέλος η θανάτωσις των αγίων Παρθένων, ο αρχιμάγος λέγει δολίως προς τον αρνησίχριστον Παύλον. Ήξευρε, ω Παύλε, ότι εγώ εις ουδένα άλλον είδον την ευφυΐαν και επιτηδειότητα, αι οποίαι σε κοσμούσι και δια τούτο άνευ προσταγής του βασιλέως δεν δύναμαι να σε αφήσω· διότι ο βασιλεύς, αφού πληροφορηθή παρ’ εμού περί της ικανότητός σου, θέλει σε αναβιβάσει εις μεγάλην τιμήν. Όθεν τώρα ευφράνθητι μετ’ εμού, και μείνον παρ’ εμοί εν τω κελλίω τούτω, και το πρωΐ θέλω αναφέρει περί σου εις τον βασιλέα. Ο δε άθλιος απεκρίθη· ας γίνη κατά την προσταγήν σου. Την νύκτα δε εκείνην απέστειλεν ο αρχιμάγος τους δούλους του προς τον Παύλον, οι οποίοι δέσαντες τον λαιμόν του με σχοινίον τον έπνιξαν. Το πρωΐ δε ελθών ο αρχιμάγος εύρεν αυτόν κρεμασμένον, και είπεν εις τους άλλους, ότι μόνος του εκρεμάσθη· όθεν καταβιβάσας αυτόν εκ της αγχόνης, τον έρριψεν εις τους κύνας ίνα τον φάγωσι. Και εκείνος μεν ο άθλιος με τοιούτον τρόπον απώλεσεν την ψυχήν του, ο δε αρχιμάγος εκέρδισεν όλα τα χρήματα αυτού, και ούτως έλαβε τέλος και έκβασιν η πρόρρησις των αγίων γυναικών, διότι ο ταλαίπωρος Παύλος κρεμασθείς έλαβε διπλούν θάνατον και της ψυχής και του σώματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου