Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Σάββατο 31 Ιουλίου 2021

Τη Α΄ (1η) Αυγούστου, μνήμη των Αγίων επτά Μαρτύρων Μακκαβαίων ΑΒΕΙΜ, ΑΝΤΟΝΙΟΥ, ΓΟΥΡΙΟΥ, ΕΛΕΑΖΑΡΟΥ, ΕΥΣΕΒΩΝΑ, ΑΧΕΙΜ και ΜΑΡΚΕΛΟΥ, της μητρός αυτών ΣΟΛΟΜΟΝΗΣ και του διδασκάλου αυτών ΕΛΕΑΖΑΡΟΥ.

Ελεάζαρος ο ευσεβέστατος διδάσκαλος  και οι επτά Μακκαβαίοι μαθηταί αυτού Αβείρ, Αντώνιος, Γουρίας, Ελεάζαρος, Ευσεβωνάς, Αχείμ (Εν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή γράφεται Ευλάλου· εν άλλω δε Συναξαριστή γράφεται Μάρκου.) και Μάρκελλος και η μήτηρ αυτών Σολομονή ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Αντιόχου, υιού Σελεύκου, εν έτει από μεν κτίσεως κόσμου ετκη΄ (5328), προ Χριστού δε ρογ΄ (173). Αναγκασθέντες δε οι Άγιοι ούτοι υπό του βασιλέως Αντιόχου (όστις εξώντωσε και ηχμαλώτισεν άπαν το γένος των Εβραίων) να αρνηθώσι τας συνηθείας και διατάξεις τας παραδεδομένας υπό του νόμου και των προγόνων των, τρώγοντες χοιρινά κρέατα, δεν επείσυησαν εις τούτο, φυλάττοντες την παραγγελίαν του θείου νόμου την λέγουσαν· «Τον υν, ότι διχηλεί οπλήν τούτο, και ονυχίζει όνυχας οπλής, και τούτο ουκ ανάγει μηρυκισμόν, ακάθαρτον τούτο υμίν· από των κρεάτων αυτών ου φάγεσθε και των θνησιμαίων αυτών ουχ άψεσθε, ακάθαρτα ταύτα υμίν» (Λευϊτ. ια: 7- 8).

Τουτέστι, μη φάγητε τον χοίρον, διότι αυτός έχει μεν τους όνυχας εσχισμένους εις δύο, δεν μηρυκάζει δε, ήτοι δεν αναμασά την τροφήν του· διο εκ των κρεάτων του χοίρου μη φάγητε, και το νεκρόν σώμα αυτού μη εγγίσετε, διότι είναι ακάθαρτα. Τούτου ένεκα του μεν Ελεαζάρου έδεσαν οπίσω τας χείρας, και αφού εμαστίγωσαν αυτόν ισχυρώς, έχυσαν εντός της ρινός του υγρά τινα δυσώδη και δριμέα· είτα έρριψαν αυτόν εις πυράν, εις την οποίαν προσευχηθείς να γίνη το αίμα και ο θάνατός του λύτρωσις και ελευθερία όλου του γένους του, ούτω παρέδωκεν ο αοίδιμος την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Τους δε Αγίους επτά Παίδας έφερεν ενώπιόν του ο τύραννος και ετιμώρησεν αυτούς, έκαστον κατά τους χρόνους της ηλικίας του, με τροχούς, με ακόντια, με πυρ και με άλλα όργανα τιμωρητικά, τα οποία ενεπήγοντο εις τας αρθρώσεις του σώματος. Όθεν οι μακάριοι Παίδες, αποθανόντες εν μέσω των τοιούτων βασάνων, απέδειξαν, ότι ο λογισμός είναι κύριος και αυτοκράτωρ των παθών, και δεν νικάται υπ’ αυτών χωρίς να θέλη· (Ως τούτο αποδεικνύει ο Εβραίος Ιώσηπος εις τον ολόκληρον λόγον ον συνέγραψε περί αυτοκράτορος λογισμού, ός τις άρχεται ούτω: «Φιλοσοφώτατον λόγον επιδεικνύεσθαι μέλλων»)· ούτω δε έλαβον παρά Κυρίου τους στεφάνους της αθλήσεως. Μετά ταύτα η μήτηρ αυτών Σολομονή, βλέπουσα τους επτά υιούς της ανδρείως τελειωθέντας, εχάρη και χωρίς ουδείς να επιθέση χείρα επ’ αυτής, προσήλθε μόνη και ερρίφθη εντός της ανημμένης πυράς, και ούτω παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Τελείται δε η αυτών σύναξις εις τον μαρτυρικόν αυτών Ναόν, τον ευρισκόμενον εις το έμβασμα το λεγόμενον του Δομινίκου και πέραν εις την Ελαίαν. (Σημείωσε, ότι ο μεν Θεολόγος Γρηγόριος ένα εγκωμιαστικόν λόγον πλέκει εις τας μαρτυρικάς κεφαλάς των Αγίων τούτων Μακκαβαίων, ου η αρχή: «Τι δε οι Μακκαβαίοι;» ο δε Χρυσόστομος τρεις λόγους συνέγραψε, περιεχομένους εν τω πέμπτω τόμω της εν Ετώνη εκδόσεως και πεντηκοστώ της εκδόσεως Migne, ων του μεν πρώτου η αρχή: «Ως φαιδρά και περιχαρής ημίν», του δευτέρου: «Άπαντας μεν ουν εγκωμιάσαι», ον και παραθέτομεν ανωτέρω· του δε τρίτου· «Και τοις Μάρτυσιν ορών». Αξιόλογον δε είναι εκείνο, το οποίον γράφει περί αυτών ο ρηθείς Γρηγόριος· «Οι προ των Χριστού παθών μαρτυρήσαντες, τι ποτε δράσειν έμελλον μετά Χριστόν διωκόμενοι, και τον εκείνου υπέρ ημών μιμούμενοι θάνατον. Ει γαρ χωρίς υποδείγματος τοιούτοι και τοσούτοι την αρετήν, πως ουκ αν ώφθησαν γενναιότεροι μετά του υποδείγματος κινδυνεύοντες; Και άμα μυστικός τις και απόρρητος ούτος ο λόγος, σφόδρα πιθανός εμοί γουν και πάσι τοις φιλοθέοις, μηδένα των προ της Χριστού παρουσίας τελειωθέντων δίχα της εις Χριστόν πίστεως τούτου τυχείν· ο γαρ Λόγος επαρρησιάσθη μεν ύστερον καιροίς ιδίοις, εγνωρίσθη δε και πρότερον τοις καθαροίς την διάνοιαν». Σημείωσαι, ότι το λείψανον της Αγίας Σολομονής σώζεται ολόκληρον εν τω Πατριαρχείω της Κωνσταντινουπόλεως. Εις το Μαρτύριον τούτων  λόγων συνέγραψεν ο Ιώσηπος, ου η αρχή: «Φιλοσοφώτατον λόγον επιδείκνυσθαι μέλλων». Ευρίσκεται δε εν τη Μεγίστη Λαύρα και έτερος λόγος συντομώτερος προς αυτούς, ου η αρχή· «Ότι των παθών αυτοκράτωρ ο λογισμός»).

 

ΟΜΙΛΙΑ  ΕΙΣ  ΤΟΥΣ  ΑΓΙΟΥΣ  ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΥΣ –  Αγίου ΙΩΑΝΝΟΥ του ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ.                                                                                                       Άπαντας ουν εγκωμιάσαι τους Αγίους Μάρτυρας ου δυνατόν μια γλώττη, αλλά καν μυρία στόματα έχωμεν και γλώττας τοσαύτας, λειπόμεθα των εγκωμίων· και ταυτό πάσχω προς τα κατορθώματα των Επτά Μαρτύρων ορών, οίον αν ει φιλοχρήματος άνθρωπος, επιστάς πηγή ρεούση χρυσόν επτά στόματα εχούση, πάσαν μεν αυτήν εξαντλήσαι επιχειρείη, μετά δε τον πολύν και άφατον πόνον το πλέον αφείς απολείπεται. Τι ουν; Επειδή τα κατ’ αξίαν εισενεγκείν ου δυνάμεθα, σιγήσομεν; Ουδαμώς. Μάρτυρες γαρ εισιν οι τα δώρα δεχόμενοι, και τον εαυτών Δεσπότην μιμούνται εν τη κρίσει της τοιαύτης φιλοτιμίας. Πως δε εκείνος ποιεί; Όταν τις προσενέγκη δώρα, ου τω μεγέθει του προσενεχθέντος, αλλά τη προθυμία του προσενέγκαντος προσέχων μετρεί την αντίδοσιν. Ούτως εποίησεν επί της χήρας εκείνης· δύο κατέβαλεν οβολούς η γυνή, και προετιμήθη των πολλά καταβεβληκότων· ου γαρ την ολιγότητα των χρημάτων, αλλά την πολυτέλειαν της γνώμης είδεν ο Θεός· δύο οβολοί τα χρήματα, αλλά μυρίων χρυσού ταλάντων θαρρούντες, και όπερ χθες εποιήσαμεν, τούτο, ει δοκεί, γενέσθω και νυν· και γαρ χθες την μητέρα απολαβόντες μόνην, εις αυτήν τον λόγον ανηλώσαμεν· εποιούμεν δε τούτο ουκ αποσχίσαι βουλόμενοι του χορού των παίδων αυτήν, αλλ’ ασφαλέστερον ημίν κατασκευάσαι τον πλούτον· τούτο δη και νυν ποιήσωμεν· ένα των παίδων αποσπάσαντες, εις αυτόν ολίγα είπωμεν· δέος γαρ μή ποτε, καθάπερ επτά ποταμοί, οι των επτά Μαρτύρων έπαινοι συνελθόντες αθρόον τον λόγον ημίν επικλύσωσιν. Ουκούν ένα των νεανίσκων απολάβωμεν, ουδέ τούτον αποσχίζοντες του χορού των αδελφών, αλλά κούφον ημίν ποιούντες το φορτίον· και γαρ ενός επαινουμένου, κοινός και των άλλων ο στέφανος έσται, επεί και των άθλων των αυτών εκοινώνησαν άπαντες. Πάντως δε επεισελεύσεται ημίν η μήτηρ και σήμερον, καν μη αυτής απτώμεθα· η γαρ ακολουθία αυτήν των λόγων επισπάσεται πάντως, και ουκ ανέξεται αφείναι τα παιδία· ει γαρ εν τοις αγώσιν ουκ απέστη των εκγόνων, ουδέ εν τοις εγκωμίοις αυτών αφέξεται.  Τίνα ουν βούλεσθε των επτά απολάβωμεν αθλητών; Άρα τον πρώτον, ή τον δεύτερον, ή τον τρίτον, ή τον έσχατον; Μάλλον δε ουδείς εν αυτοίς έσχατος· χορός γαρ εστι, χορού δε ούτε αρχή, ούτε τέλος φαίνεται· αλλ’ ίνα γνωριμώτερον ποιήσωμεν τον επαινούμενον, τον έσχατον τη ηλικία λέγομεν. Αδελφά γαρ τα παλαίσματα, και συγγενή τα κατορθώματα· ένθα δε η συγγένεια κατορθωμάτων, ουκ έστι πρώτος και δεύτερος. Απολάβωμεν ουν έσχατον τη ηλικία και ομήλικα τω φρονήματι, ου τοις αδελφοίς ομήλικα μόνον, αλλά και αυτώ τω γέροντι. Ούτος μόνος των αδελφών λελυμένος ήγετο προς τα βασανιστήρια· ου γαρ ανέμεινε τας των δημίων χείρας, αλλά προέλαβε τη οικεία προθυμία την εκείνων ωμότητα, και λελυμένος ήγετο. Και των μεν αδελφών ουδένα είχε θεατήν· πάντες γαρ ήσαν τελειωθέντες· είχε δε σεμνότερον των αδελφών θέατρον τους της μητρός οφθαλμούς. Ουκ έλεγον υμίν, ότι και μη σπουδαζόντων ημών επεισελεύσεται και η μήτηρ πάντως; Ιδού τοίνυν εισήγαγεν αυτήν η ακολουθία του λόγου. Τούτο δε το θέατρον ούτω σεμνόν ην και μέγα, ώστε και αυτόν των Αγγέλων τον δήμον, μάλλον δε και τους αδελφούς είχεν αυτόν θεωμένους, ουκέτι από της γης, αλλ’ εκ των ουρανών. Εστεφανωμένοι γαρ εκάθηντο, καθάπερ εν τοις Ολυμπιακοίς αγώσιν οι δικασταί, ουχί κρίνοντες τοις παλαίσμασιν, αλλά τον στεφανίτην επειγόμενοι λαβείν. Ειστήκει τοίνυν λελυμένος και φθεγγόμενος ρήματα φιλοσοφίας γέμοντα· εβούλετο μεν γαρ μεταστήσαι τον τύραννον προς την οικείαν ευσέβειαν· ως δε ουκ ίσχυσε, το εαυτού λοιπόν εποίησεν, εξέδωκεν εαυτόν τη τιμωρία, κακείνος μεν ώκτειρεν αυτόν της ηλικίας, ούτος δε εδάκρυσεν αυτόν της ασεβείας· ου γαρ τα αυτά βλέπει ο τύραννος και ο Μάρτυς· αμφότεροι μεν γαρ οι αυτοί οφθαλμοί, αλλά της σαρκός· οι δε της πίστεως ουκέτι οι αυτοί· αλλ’ εκείνος μεν έβλεπε την παρούσαν ζωήν, ούτος δε έβλεπε την μέλλουσαν, προς ην έμελλεν αναπτήσεσθαι· και ο μεν τύραννος εώρα τήγανα, ο δε Μάρτυς εώρα την γέενναν, εις ην έμελλεν εαυτόν εμβαλείν ο τύραννος. Ει δε τον Ισαάκ θαυμάζομεν, ότι δεθείς υπό του πατρός και συμποδισθείς, ουκ εξήλατο του βωμού, ουδέ εσκίρτησεν ορών μάχαιραν επαγομένην, πολλώ μάλλον τούτον θαυμάζειν χρη, ότι ουκ εδέθη, ουδέ της από των δεσμών ανάγκης χρείαν έσχεν, ουδέ ανέμεινεν τας χείρας των δημίων, αλλ’ αυτός εαυτώ και θύμα και Ιερεύς και θυσιαστήριον γέγονε· περισκοπήσας γαρ κύκλω, και ιδών ουδένα των αδελφών παρόντα εθορυβήθη, ηπείχθη σπεύσαι και καταλαβείν, ώστε μη αποσχισθήναι του καλού τούτου χορού. Δια τούτο ουκ ανέμεινε τας των δημίων χείρας· εφοβείτο γαρ την φειδώ του τυράννου, μη ποτε αυτόν κατελεήσας εξαρπάση της κοινωνίας των αδελφών· δια τούτο προλαβών εαυτόν εξήρπασε της φιλανθρωπίας της ανημέρου. Και γαρ πολλά ην ικανά επικάμψαι τον τύραννον, της ηλικίας το νέον, των αδελφών των τοσούτων η τιμωρία η και θηρίον ικανή κορέσαι (αλλ’ εκείνος ουκ εκορέννυτο), η πολιά της μητρός, το μηδέν αυτώ γενέσθαι πλέον από της κολάσεως των προλαβόντων. Ταύτα πάντα εννοήσας ο νεανίας ενέβαλεν εαυτόν εις τιμωρίαν, αφ’ ης διαφυγείν ουκ ενήν, και ως εις πηγήν ναμάτων ψυχρών, ούτως εις τους λέβητας εκυβίστα, λουτρόν αυτούς θείον και βάπτισμα νομίζων. Καθάπερ γαρ άνθρωποι φλεγόμενοι εις εύριπον ψυχρών υδάτων εαυτούς αφιάσιν, ούτως εκείνος εκκαιόμενος τη των αδελφών επιθυμία προς την τιμωρίαν εκείνην αφήκεν εαυτόν. Προσήγαγε δε και η μήτηρ παράκλησιν, ουκ επειδή παρακλήσεως εκείνος εδείτο, αλλ’ ίνα μάθης πάλιν το στερρόν της γυναικός· επ’ ουδενί γαρ των επτά παίδων έπαθε τα μητέρων, μάλλον δε εφ’ εκάστω τα μητέρων έπαθεν· ου γαρ είπε προς εαυτήν, τί ποτε τούτόν εστιν; Ανήρπασταί μοι των παίδων ο χορός· ούτος υπολέλειπται μόνος· εν τούτω μοι κινδυνεύει τα της απαιδίας· τις με γηροκομήσει λοιπόν, αν ούτος απέλθη; Ου γαρ ήρκει μοι τους ημίσεις παραστήσαι, ει δε μη τους ημίσεις, τας δύο μοίρας; Αλλά και το υπολελειμμένον μοι μόνον εις παραμυθίαν του γήρως, και αυτόν επιδώσω πάλιν; Ουδέν τούτων ουκ είπεν, ουκ ανενόησεν, αλλά καθάπερ χερσί τη παρακλήσει των λόγων επάρασα ενέβαλεν εις τον λέβητα τον υιόν, δοξάζουσα τον Θεόν, ότι όλον αυτής τον καρπόν της γαστρός εδέξατο, και ουδένα απεδοκίμασεν, αλλ’ ολόκληρον το δένδρον ετρύγησεν· ώστε θαρρών αν είποιμι, ότι μείζονα αύτη των παίδων έπαθεν. Εκείνοις μεν γαρ το πολύ της οδύνης και η λιποψυχία λοιπόν υπετέμνετο, αύτη δε ακεραία διανοία και ακραιφνεί γνώμη τρανοτέραν ελάμβανε των γινομένων την αίσθησιν δια την φύσιν. Και ην ιδείν τριπλούν πυρ, όπερ έκαυσεν ο τύραννος εκείνος, όπερ ανέφλεξεν η φύσις, όπερ εξήψε το Πνεύμα το άγιον. Ου τοιαύτην ανήψε κάμινον ο Βαβυλώνιος τύραννος εκείνος, οίαν ανήψε τη μητρί κάμινον ο τύραννος ούτος· εκεί μεν γαρ η τροφή του πυρός νάφθα και πίσσα και στύππιον και κληματίς ην· ενταύθα δε φύσις, ωδίνες, φιλοστοργία, παίδων συμφωνία. Ουχ ούτως ετηγανίζοντο εκείνοι επί του πυρός κείμενοι, ως ετηγανίζετο αύτη δια την φιλοστοργίαν· αλλ’ εκράτει δια την ευσέβειαν, και φύσις εμάχετο χάριτι, και η νίκη της χάριτος ην· ευσέβεια ωδίνων περιεργένετο, και πυρ εκράτει πυρός, το πνευματικόν του φυσικού και παρά της ωμότητος του τυράννου καυθέντος. Και καθάπερ θαλαττία πέτρα δεχομένη κυμάτων προσβολάς αυτή μεν ακλινητος μένει, εκείνα δε εις αφρόν διαλύουσα αφανίζει ραδίως, ούτω δη και η καρδία της γυναικός εκείνης, ώσπερ τις θαλαττία πέτρα κύματα δεχομένη τας προσβολάς των οδυνών, αυτή μεν ακίνητος έμενε, τας δε προσβολάς εκείνας στερρώ και φιλοσοφίας γέμοντι διέλυε λογισμώ· εφιλοτιμείτο δείξε τω τυράννω, ότι όντως μήτηρ αυτών εστιν, όντως εκείνοι γνήσιοι παίδες αυτής, ου δια την συγγένειαν της φύσεως, αλλά δια την κοινωνίαν της αρετής· ουκ ενόμιζεν οράν κολαστικόν πυρ, αλλά γαμήλιον λαμπάδα. Ουχ ούτω μήτηρ κοσμούσα παίδας εις γάμον ευφραίνεται, ως εκείνη κολαζομένους βλέπουσα έχαιρε· και καθάπερ τον μεν στολή περιβάλλουσα νυμφική, τω δε στεφάνους πλέκουσα, τω δε παστάδας ιστάσα γαμηλίους, ούτω τον μεν επί τους λέβητας, τον δε επί τα τήγανα τρέχοντα, τον δε την κεφαλήν αποτεμνόμενον ορώσα ηγάλλετο. Και ην πάντα καπνού και κνίσσης μεστά, και δια των αισθητηρίων απάντων την πείραν εδέχετο των παίδων, δια των οφθαλμών ορώσα, δια της ακοής των φιλτάτων ακούουσα ρημάτων, αυτή τη ρινί τον καπνόν δεχομένη των σαρκών τον ηδύν εκείνον και αηδή· αηδή μεν τοις απίστοις, τω Θεώ δε και αυτή πάντων ήδιστον· τον καπνόν εκείνον ος τον μεν αέρα εθόλωσε, την δε διάνοιαν της γυναικός ουκ εθόλωσεν· ειστήκει γαρ ακλινής και απερίτρεπτος εγκαρτερούσα πάσι τοις γινομένοις. Αλλ’ ώρα λοιπόν καταπαύσαι τον λόγον, ώστε πλειόνων αυτούς απολαύσαι των εγκωμίων παρά τω κοινώ διδασκάλω. Ταύτην μιμείσυωσαν πατέρες, ζηλούτωσαν μητέρες, και γυναίκες και άνδρες εν παρθενία ζώντες, και σάκκους περιβεβλημένοι, και κλοιά περικείμενοι· όπου γαρ αν αφικώμεθα σκληραγωγίας τε και φιλοσοφίας, προφθάνει την καρτερίαν ημών της γυναικός η φιλοσοφία. Μηδείς τοίνυν των εις άκρον εληλακότων ανδρείας και καρτερίας ανάξιον είναι νομιζέτω την γυναίκα την γεγηρακυίαν διδάσκαλον έχειν· αλλ’ ευξώμεθα κοινή πάντες, και οι τας πόλεις οικούντες, και οι ταις ερημίαις ενδιαιτώμενοι, και οι παρθενίαν ασκούντες, και οι εν γάμω σεμνώ διαλάμποντες, και οι των παρόντων υπερορώντες απάντων, και το σώμα σταυρώσαντες, δυνηθήναι τον αυτόν αυτή δρόμον αράμενοι της αυτής αυτή καταξιωθήναι παρρησίας, και εγγύς αυτής στήναι κατά την ημέραν εκείνην ευχαίς αυτής της Αγίας, και των αυτής Παίδων, και του τον χορόν αυτών συμπληρούντος Ελεαζάρου του μεγάλου και γενναίου γέροντος και ψυχήν αδαμάντινον εν τοις δεινοίς ενδειξαμένου. Δυνησόμεθα δε αν μετά των αγίων αυτών ευχών και τα παρ’ εαυτών πάντα εισφέρωμεν, προ των πολέμων και των δεινών εν τω καιρώ της ειρήνης των εν υμίν κρατούντες παθών, τα άτακτα της σαρκός περικόπτοντες σκιρτήματα, υπωπιάζοντες και δουλαγωγούντες το σώμα. Ούτω γαρ αν τε εν ειρήνη διάγωμεν, λαμπρούς έξωμεν των γυμνασίων τους στεφάνους· αν τε τον αυτόν ημίν αγώνα ανύσαι δοκή τω φιλανθρώπω Θεώ, παρασκευασάμενοι προς τα παλαίσματα ήξομεν, και των ουρανίων επιτευξόμεθα αγαθών· ων γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου και μεθ’ ου τω Πατρί, άμα τω Αγίω Πνεύματι, δόξα, τιμή και κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου